Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Διωγμοί |
Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας σκότωσε 10.000 μοναχούς στην έρημο της Νιτρίας; Ιστορική έρευνα στις πηγές Papyrus 52 |
1. Εισαγωγή Το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο σε ένα συναξάρι της Εκκλησίας μας, για το οποίο χρειάζεται να δώσουμε κάποιες ιστορικές και άλλες διευκρινήσεις. Πρόκειται για ένα από τα συναξάρια της 10ης Ιουλίου που βρίσκουμε στα Μηναία, το οποίο αναφέρει: «Tη αυτή ημέρα, Μνήμη των Αγίων μυρίων Πατέρων, ους διά πυρός θανάτω βιαίω παρέδωκε Θεόφιλος ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, διά Ισίδωρον τον Πρεσβύτερον». Το πρώτο που μας κάνει εντύπωση στο συναξάρι αυτό, είναι η διατύπωση, «μυρίων Πατέρων», αυτή όμως, σύμφωνα με τα λεξικά, μπορεί να έχει ποικίλες σημασίες[1]. Μπορεί να σημαίνει συγκεκριμένα «10.000 Πατέρες», μπορεί να σημαίνει γενικά, «αναρίθμητοι Πατέρες», αλλά μπορεί να δηλώνει απλά «πολλοί» με την έννοια ενός αόριστου αριθμού που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Αν ακολουθήσουμε τις δύο πρώτες ερμηνείες, καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συγκλονιστικό έγκλημα το οποίο υποτίθεται πως διαπράχθηκε γύρω στα 400 μ.Χ. από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας (επίσκοπος κατά τα έτη 385-412), ο οποίος φέρεται να σκότωσε μέγα πλήθος ασκητών της ερήμου της Νιτρίας, στην Αίγυπτο[2]. Θα μπορούσαμε όμως να δεχτούμε κάτι τέτοιο; Καταρχάς, σύμφωνα με την κυριότερη πηγή για τον μοναχισμό της εποχής, τη «Λαυσαϊκή Ιστορία» (ή Λαυσαϊκόν) του Παλλαδίου Ελενουπόλεως[3] που γράφτηκε 10 μόλις χρόνια πριν τα δραματικά γεγονότα, το σύνολο των μοναχών στην περιοχή έφτανε περίπου τις πέντε χιλιάδες: «επί το όρος της Νιτρίας […] οικούσιν άνδρες ως πεντακισχίλιοι»[4]. Η διήγηση του Παλλαδίου θεωρείται αξιόπιστη[5] και ο αριθμός των περίπου 5.000 μοναχών δεν αμφισβητείται από τη βιβλιογραφία[6]. Άρα, αν το «μυρίων» σημαίνει «10.000», είναι λίγο δύσκολο να σκότωσε ο Θεόφιλος διπλάσιους μοναχούς από αυτούς που υπήρχαν… Αλλά και τη σημασία «αναρίθμητοι», είναι δύσκολο να τη δεχτούμε, διότι θα ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο από όλους τους ιστορικούς ένα τέτοιου μεγέθους στυγερό έγκλημα. Για παράδειγμα, την αντίστοιχης έκτασης σφαγή στον Ιππόδρομο της Θεσ/νίκης επί Μ. Θεοδοσίου που έγινε μερικά χρόνια πριν (390 μ.Χ.)[7], την αναφέρουν οι Σωζομενός, Θεοδώρητος Κύρου, Αμβρόσιος, Ιωάννης Μαλάλας, Παυλίνος και Ρουφίνος αλλά και ο μεταγενέστερος Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Όμως, αυτή την υποτιθέμενη τόσο μεγάλη σφαγή των μοναχών της Νιτρίας δεν την αναφέρει κανένας σύγχρονος ή μεταγενέστερος ιστορικός, παρά το γεγονός ότι η εκρηκτική κατάσταση ανάμεσα στον Θεόφιλο και τους μοναχούς της Νιτρίας περιγράφεται εκτενώς από τους Παλλάδιο, Σωκράτη και Σωζομενό, που έγραψαν σε μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Είναι σημαντικό ν’ αναφέρουμε ότι η πλέον εχθρική προς τον Θεόφιλο πηγή, είναι ο Παλλάδιος, ακόμα κι αυτός όμως, ως συγκεκριμένη πληροφορία, κάνει λόγο για ένα μόνο θύμα, κάποιον νεαρό μοναχό που όπως φαίνεται από τη σχετική διήγηση, μάλλον σκοτώθηκε από ατύχημα. Όμως, καμία άλλη πηγή δεν αναφέρει θανάτους -παρά το γεγονός ότι όλες ασκούν έντονη κριτική στον Θεόφιλο-, πόσο μάλλον σφαγή τέτοιας έκτασης. Θα τα δούμε όλα αυτά τεκμηριωμένα και με κάθε λεπτομέρεια στη συνέχεια.
2. Λίγα λόγια για τα συναξάρια ως ιστορικά κείμενα Ένα ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι το εξής: σαφώς τα συναξάρια περιέχουν ιστορικές πληροφορίες και πολύ σημαντικές μερικές φορές[8], είναι όμως αμιγώς ιστοριογραφικά κείμενα με την κλασική έννοια του όρου; Ο αγιολόγος και πατρολόγος Δημήτριος Τσάμης σημειώνει πως ενίοτε, τα συναξάρια χρησιμοποιούν την υπερβολή και δεν επιμένουν τόσο στις λεπτομέρειες, διότι κύριος σκοπός τους δεν είναι η ιστοριογραφία, αλλά το «να οικοδομηθούν οι πιστοί»[9]. Έτσι, «ορισμένα δεδομένα εξυπηρετούν παιδαγωγικούς σκοπούς και είναι σχηματοποιημένα» και τα κείμενα «δεν περιορίζονται απλώς στην αφήγηση των γεγονότων, αλλά προχωρούν στην υπεριστορική και πνευματική […] ερμηνεία» τους[10]. Σε άλλες περιπτώσεις βεβαίως, οι όποιες ελλείψεις οφείλονται στο ότι ο χρόνος συγγραφής των κειμένων απέχει αρκετά από την εποχή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα[11]. Αυτά τα ζητήματα, όπως σημειώνει ο καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός, έχουν ως αποτέλεσμα κάποια αγιολογικά κείμενα να απαιτούν προσεκτικό κριτικό έλεγχο «πριν γίνουν δεκτές οι πληροφορίες, που μας δίνουν»[12]. Όπως σημειώνει και ο αγιολόγος Αντώνιος Παπαδόπουλος, αυτή η ενδεχόμενη απόσταση από την ιστορική λεπτομέρεια δεν πρέπει να μας ξενίζει, διότι «τα Συναξάρια παρουσιάζουν ομοιότητα με τη βυζαντινή αγιογραφία. Όπως η βυζαντινή αγιογραφία δε παριστάνει αλλά εκφράζει τα θέματά της, έτσι και τα Συναξάρια δεν εξιστορούν απλώς γεγονότα […], αλλά τα εκφράζουν και τα ερμηνεύουν […] Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε ότι πολλές φορές τα Συναξάρια δεν ασχολούνται με την ακριβολογία των επιμέρους γεγονότων»[13] (σε άλλο άρθρο μας θα εξετάσουμε λεπτομερώς τα ζητήματα αυτά). Κατά συνέπεια, μελετάμε τα συναξάρια ως παραδείγματα βίων αγίων και μαθαίνουμε για τη Χάρη και όλα τα θαυμαστά που δίνει ο Θεός σε όσους έχουν πετύχει την Κάθαρση και τον Φωτισμό. Επίσης, μαθαίνουμε και διδασκόμαστε για τα θλιβερά αποτελέσματα των παθών όταν τα αφήνουμε να κυριαρχούν στη ζωή μας. Όμως τα συναξάρια εμπεριέχουν συμβολισμούς και διαμορφώνονται επάνω σε ένα διδακτικό πλαίσιο, άρα ο ρόλος τους δεν είναι να υποκαταστήσουν μια κλασική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι συχνά, μας προσφέρουν πλήθος ιστορικών πληροφοριών για την εποχή που γράφτηκαν.
3. Ένα αντίστοιχο παράδειγμα: το συναξάρι των 14.000 νηπίων Σε αυτά που είπαμε, αξίζει να προσθέσουμε ένα παράδειγμα από τα αγιολογικά κείμενα της Εκκλησίας, επίσης γνωστό για τα ιστορικά ερωτηματικά που γεννά. Πρόκειται για το συναξάρι της 29ης Δεκεμβρίου το οποίο αναφέρεται στη σφαγή των νηπίων από τον βασιλιά Ηρώδη (Ματθ. 2,16-18). Είναι γνωστό ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος δεν αναφέρει αριθμούς νηπίων, όμως στις Εκκλησίες διαβάζεται ένα συναξάρι που τιμά τη «μνήμη των αγίων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων δεκατεσσάρων». Το γεγονός ότι είναι θεμιτό σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις να διακρίνουμε την ακρίβεια της ιστορικής πληροφορίας από τον συμβολισμό των συναξαριών, φαίνεται από όσα γράφει ο παραδοσιακός, ορθόδοξος ερμηνευτής, ο μακαριστός αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος: «Ποίος είναι ο αριθμός των σφαγιασθέντων νηπίων; Υπό των μεν αναβιβάζεται εις τρεις χιλιάδας, υπό άλλων (μηναία της εκκλησίας) εις δέκα τέσσαρας χιλιάδας. Οι αριθμοί ούτοι είναι υπερβολικοί, διότι κατά τας στατιστικάς των γεννήσεων ουδέποτε ο αριθμός των γεννήσεων ανέρχεται άνω των 50 επί 1000 κατοίκων κατ’ έτος. Αφαιρουμένων όμως εξ αυτών 25 γεννήσεων θηλέων και μερικών θανάτων αρρένων τέκνων, ο αριθμός των γεννηθέντων και φονευθέντων αρρένων αν υπολογίσωμεν τους κατοίκους Βηθλεέμ και περιχώρων εις 2000 διά την εποχήν εκείνην, επί διετίαν δεν είναι δυνατόν να ανέρχεται άνω των 50 […] Η εκκλησία θεωρεί τα σφαγιασθέντα νήπια ως μάρτυρας και εορτάζει την μνήμην αυτών την 29ην Δεκεμβρίου»[14]. Κατά συνέπεια, επειδή ακριβώς τα συναξάρια δεν τηρούν πάντα τους κανόνες μιας κλασικής ιστοριογραφίας, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές ώστε να εξετάσουμε τις πληροφορίες που μας δίνει το συναξάρι της 10ης Ιουλίου.
4. Τα ιστορικά γεγονότα πίσω από το συναξάρι της 10ης Ιουλίου Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο μας παραπέμπει το συναξάρι της 10ης Ιουλίου τοποθετείται στην περίοδο επισκοπείας του Θεοφίλου Αλεξανδρείας (385-412[15]). Το θεολογικό πλαίσιο αποτελούν οι λεγόμενες «Ωριγενιστικές Έριδες» που ξεκινούν από τις αρχές του 4ου αι. και τερματίζονται με τους αναθεματισμούς κατά του Ωριγένη από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ.[16]. Η κύρια αιτία όμως όλων των δυσάρεστων γεγονότων που κατέληξαν μέχρι και στη δίωξη του μεγάλου πατέρα της Εκκλησίας, αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ήταν βεβαίως ο «τραχύς»[17] χαρακτήρας του Θεοφίλου. Οι βασικές πηγές για τα γεγονότα της εποχής εκείνης είναι οι: α) Παλλάδιος Ελενουπόλεως, «Περί βίου και πολιτείας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» στ΄-ζ΄ (PG 47,21 και εξής) που έγραψε στα 408 μ.Χ. [18]. β) Σωκράτης Σχολαστικός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 6,7· 9 (PG 67,684Α και εξής), που έγραψε περ. το 440-450 μ.Χ.[19]. γ) Ερμείας Σωζομενός, «Εκκλησιαστική ιστορία» 8,11 και εξής (PG 67,1544C κ.έ.), που έγραψε και αυτός περ. το 440-450 μ.Χ.[20].
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία[21], τα ιστορικά γεγονότα έχουν ως εξής: Ο Ωριγένης ήταν ένας φημισμένος και πολυγραφότατος συγγραφέας του 3ου αι. μ.Χ. (185-254). Αν και είχε διατυπώσει και αιρετικές απόψεις, πάντα οι Πατέρες της Εκκλησίας διαχώριζαν τα χρήσιμα στοιχεία του έργου του από τις πλανημένες διδασκαλίες. Ως προς τη μελέτη της Αγίας Γραφής, ο Ωριγένης είχε δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αλληγορική ερμηνεία και επί του ζητήματος αυτού αναζωπυρώθηκαν οι Ωριγενιστικές Έριδες στα τέλη του 4ου αιώνα, στα πλαίσια του αιγυπτιακού μοναχισμού. Οπαδοί της αλληγορικής ερμηνείας και χαρακτηριζόμενοι από τους αντιπάλους τους ως Ωριγενιστές, ήταν οι μοναχοί στην περιοχή της Νιτρίας. Από την άλλη, οι μοναχοί στην περιοχή της Σκήτης, ήταν αντιωριγενιστές. Αυτοί μάλιστα, στην προσπάθεια τους να απορρίψουν την αλληγορική μέθοδο του Ωριγένη, απολυτοποίησαν την κατά γράμμα ερμηνεία αποδίδοντας κυριολεκτικά τις ανθρωποπαθείς εκφράσεις της Γραφής (ο Θεός «μίλησε», «είδε», «περπάτησε», «άκουσε»), υποστηρίζοντας (αφελώς και όχι με αιρετικές προϋποθέσεις) ότι ο Θεός πράγματι έχει μάτια, στόμα, πόδια κ.λπ. Έτσι, οι ωριγενιστές μοναχοί της Νιτρίας, ονόμαζαν «Ανθρωπομορφίτες» τους μοναχούς της Σκήτης. Τα πράγματα όμως πήραν δυσάρεστη τροπή όταν ο έως τότε φιλικά προσκείμενος στον Ωριγένη, Θεόφιλος επίσκοπος Αλεξανδρείας, μεταστράφηκε και έγινε αντιωριγενιστής. Πιθανόν με αφορμή την Πασχάλια επιστολή που ο Θεόφιλος έγραψε το έτος 399, διδάσκοντας, σύμφωνα με τον Σωζομενό ότι, «πρέπει να νοούμε τον Θεό ασώματο και ξένο προς το ανθρώπινο σώμα» (Εκκλ. Ιστορία 8,11· PG 67,1544CD), οι αντιωριγενιστές μοναχοί της Σκήτης κατηγόρησαν τον επίσκοπο ως αιρετικό και έφτασαν στην Αλεξάνδρεια με εχθρικές διαθέσεις. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση: Ο αιγυπτιακός μοναχισμός βρισκόταν σε άνθηση και χιλιάδες άνθρωποι είχαν έλθει να ασκηθούν στις άγονες αυτές περιοχές, δίπλα σε ονομαστούς γέροντες. Είναι φυσικό ότι ανάμεσα στις χιλιάδες, υπήρξε και ένας αριθμός που είχαν μηδαμινή ή ελάχιστη βελτίωση στον πνευματικό τους αγώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο χριστιανισμός στους ανθρώπους αυτούς να μην έχει γίνει βίωμα αλλά να παραμένει μια επιφανειακή προτίμηση, μια ιδεολογία (όπως συχνά συμβαίνει και σήμερα άλλωστε). Με αυτό τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί η επιθετικότητα της ομάδας των Ανθρωπομορφιτών μοναχών της Σκήτης που έφτασαν στην Αλεξάνδρεια απειλώντας τη ζωή του Θεοφίλου (Σωκράτης PG 67,684B· Σωζομενός PG 67,1544D). Τελικά, η μεγάλη πίεση που δέχτηκε ο Θεόφιλος από μοναχούς της Σκήτης, τον ανάγκασε ν’ αποκηρύξει τον ωριγενισμό και να υποσχεθεί την καταδίκη του Ωριγένη. Από το γεγονός αυτό της μεταστροφής του, ο Θεόφιλος χαρακτηρίσθηκε «αμφαλλάξ» από τον Παλλάδιο Ελενουπόλεως (Βίος Χρυσοστόμου PG 47,21). Με τον τρόπο αυτό, οι σχέσεις του Θεοφίλου με τη Σκήτη εξομαλύνθηκαν, αλλά ο επίσκοπος ήλθε πλέον σε διάσταση με τους ωριγενιστές μοναχούς της Νιτρίας. Στην επιδείνωση των σχέσεων τους ήλθε να προστεθεί ένα ακόμη γεγονός, η αντιπαλότητα του επισκόπου με τον πρεσβύτερο Ισίδωρο, προϊστάμενο της φιλανθρωπικής υπηρεσίας της Εκκλησίας Αλεξανδρείας. Αιτία ήταν το γεγονός ότι ο Ισίδωρος συμφώνησε να αποκρύψει από τον Θεόφιλο τη μεγάλη δωρεά μια χήρας, καθώς η γυναίκα ήθελε τα χρήματα να δοθούν απευθείας στους φτωχούς και όχι να γίνουν ναοί ή ιδρύματα όπως προτιμούσε ο Θεόφιλος. Κατόπιν, οι πηγές εμπλέκουν στην ιστορία αυτή τέσσερις ευσεβείς αδελφούς (Διόσκορος, Αμμώνιος, Ευσέβιος και Ευθύμιος) που ήταν ηγετικές μορφές των μοναχών της Νιτρίας και λόγω του αναστήματος τους ονομάζονταν «Μακροί αδελφοί», ο ένας μάλιστα εκ των οποίων, ο Διόσκορος, ήταν επίσκοπος Ερμουπόλεως. Για την οργή του Θεοφίλου κατά των Μακρών Αδελφών η μία εκδοχή (Παλλάδιος) είναι ότι ο Ισίδωρος, μετά την υπόθεση με τη δωρεά έφυγε από την Αλεξάνδρεια και βρήκε καταφύγιο στη Νιτρία, στους Μακρούς Αδελφούς. Κατά άλλη εκδοχή (Σωζομενός), ο Ισίδωρος φυλακίστηκε με παρασκηνιακές ενέργειες του Θεοφίλου, αλλά οι Μακροί Αδελφοί πήγαν στην Αλεξάνδρεια ζητώντας την αποφυλάκιση του δημιουργώντας αναστάτωση. Κατά τρίτη εκδοχή (Σωκράτης), όσο ο Θεόφιλος ήταν φιλοωριγενιστής, ζήτησε από τους Μακρούς Αδελφούς να μείνουν κοντά του να τον βοηθούν, αλλά εκείνοι, αφού διαπίστωσαν τον κακό χαρακτήρα του, τον εγκατέλειψαν και γύρισαν στη Νιτρία και έτσι στράφηκε εναντίον τους (βεβαίως, με την προϋπόθεση ότι κάθε ιστορικός επιλέγει να γράψει αυτό που θεωρεί χρησιμότερο ή σημαντικότερο, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί όλα τα παραπάνω). Όπως και να’ χει όμως, το 400 μ.Χ., ο Θεόφιλος κάλεσε σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, καταδίκασε τον Ωριγένη και τα έργα του και αποκήρυξε τους ωριγενιστές. Από τη στιγμή αυτή οι μοναχοί της Νιτρίας μπαίνουν στο στόχαστρο του επισκόπου ως αιρετικοί, διώκονται από τον Θεόφιλο και φεύγουν εκτός Αιγύπτου, ενώ μερικοί απ’ αυτούς συμπεριλαμβανομένων των Μακρών Αδελφών, βρίσκουν καταφύγιο στον σπλαχνικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο οποίος, χωρίς να κοινωνήσει εκκλησιαστικά μαζί τους, τους παρείχε άσυλο. Έτσι όμως ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας στοχοποιήθηκε στα μάτια του οργίλου Θεοφίλου, ο οποίος τον δίωξε ανελέητα με συκοφαντίες. Από εκεί ξεκινά το δράμα του Χρυσοστόμου ο οποίος βεβαίως δικαιώθηκε, ενώ αντίθετα ο Θεόφιλος «κέρδισε» μια θέση στα συναξάρια ως παράδειγμα επισκόπου προς αποφυγή.
5. Ο εκτοπισμός των μοναχών της Νιτρίας σύμφωνα με τον Παλλάδιο Εδώ λοιπόν μπαίνουμε στην ουσία του συναξαριού της 10ης Ιουλίου. Ξεκινώντας από την πλέον λεπτομερή αλλά και εχθρική προς τον Θεόφιλο πηγή, τον Παλλάδιο, ο οποίος στις αρχές του 400 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Ελενουπόλεως (Δρεπάνου) της Βιθυνίας πιθανώς από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο[22], βλέπουμε από τις διατυπώσεις του ότι δεν θα υπήρχε καμία περίπτωση να αποκρύψει μια τέτοια σφαγή αν πράγματι είχε γίνει. Στο έργο «Περί βίου και πολιτείας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τον χαρακτήρα του Θεοφίλου ενώ στα κεφάλαια στ΄ και ζ΄ στα οποία περιγράφονται τα συγκρουσιακά γεγονότα, μας δίνει πλήθος λεπτομέρειες που δείχνουν ότι γνωρίζει καλά αυτά που διηγείται. Άλλωστε, ο Παλλάδιος αποτελεί τη βασικότερη πηγή από την οποία αντλεί η βιβλιογραφία πληροφορίες για τη σύγκρουση του επισκόπου Αλεξανδρείας με τους ωριγενιστές μοναχούς. Ο Θεόφιλος λοιπόν σύμφωνα με τον Παλλάδιο, ξεκινά όχι βεβαίως για να σκοτώσει, αλλά για να διώξει από τα εδάφη της Αιγύπτου τους μοναχούς της Νιτρίας και για το λόγο αυτό ζητά στρατιωτική δύναμη από τον πολιτικό διοικητή («εισέρχεται προς τον αυγουστάλιον […] και αξιοί στρατιωτική βοηθεία ριφήναι [=εκτοπίσει, εκδιώξει] τους άνδρας [δηλ. τους μοναχούς] από πάσης Αιγύπτου», PG 47,24). Ταυτόχρονα όμως, ο Θεόφιλος θέλει να καταστρέψει και τα κελιά των μοναχών, και για το σκοπό αυτό συγκεντρώνει πλήθος ανυπόληπτων οπαδών του («συναθροίζει πλήθος πλημμελών ευκόλως περί τας αξίας [=δηλ. που παρεκτρέπονταν εύκολα], και επισκιρτά τοις μοναστηρίοις αθρόα νυκτί, οινοφλυγήσας [=μεθώντας] τους παίδας [=οπαδούς] τους συν αυτώ», PG ό.π.). Το πρώτο θύμα της επιθετικότητας του Θεοφίλου ήταν ο ένας από τους Μακρούς Αδελφούς, ο Διόσκορος. Εδώ να θυμίσουμε ότι οι Μακροί Αδελφοί ήταν ο πρώτος και κύριος στόχος του επισκόπου καθώς ήταν οι ηγετικές μορφές των ωριγενιστών της Νιτρίας. Κατά συνέπεια, αν ο Θεόφιλος είχε σκοπό να σκοτώσει εκατοντάδες ή χιλιάδες μοναχούς, δεν θα περιοριζόταν απλώς στην εκδίωξη του Διόσκορου («του θρόνου ριφήναι, συρέντα δι’ οικετών Αιθιόπων», PG ό.π.) αλλά θα έδινε εντολή να τον σκοτώσουν. Όμως, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη στη διήγηση του Παλλαδίου. Κατόπιν προχωρά στην αναζήτηση των άλλων τριών αδελφών επιτρέποντας στους οπαδούς του να λαφυραγωγήσουν τα φτωχά κελιά των μοναχών. Φτάνει τελικά στα οικήματα των Μακρών Αδελφών όμως εκείνοι είχαν κρυφτεί και δεν τους βρίσκει. Τότε, σύμφωνα με τον Παλλάδιο, διατάζει να κάψουν τα κελιά τους με όλα τους τα υπάρχοντα («μη ευρών δε αυτούς εμπίπρησιν αυτών φρυγάνοις τας κέλλας», PG ό.π.). Εδώ λοιπόν αναφέρεται και το μοναδικό συγκεκριμένο θύμα αυτής της τραγικής υπόθεσης: χωρίς ο Παλλάδιος να εξηγεί πώς ακριβώς συνέβη, μας μεταφέρει ότι έκαψαν τα κελιά των Μακρών Αδελφών και μαζί, «τας βίβλους πάσας […] και παιδίον εν, ως έφασαν οι εωρακότες». Καταρχάς, ας αποσαφηνίσουμε ότι σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου (5ος αι.) ως «παις» προσδιορίζεται γενικά «ο τη ηλικία νέος»[23], όμως ειδικά στα πλαίσια της μοναχικής ζωής, όπως προκύπτει από συμφραζόμενα του ίδιου του Παλλαδίου, το «παιδίον» φαίνεται να είχε τη σημασία του νεαρού μοναχού που ήταν υποτακτικός σε κάποιον γέροντα (βλ. «Λαυσαϊκόν», PG 34,1042B-D). Ας μείνουμε όμως λίγο περισσότερο σ’ αυτό το θλιβερό γεγονός το οποίο παρουσιάζει και μια ιδιαιτερότητα: ο Παλλάδιος, σε ολόκληρη τη διήγηση του, δεν επικαλείται ποτέ μάρτυρες· απλώς δηλώνει με τρόπο θετικό ότι αυτά έτσι έγιναν. Όταν όμως αναφέρεται στον θάνατο του νεαρού μοναχού, αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ότι «έτσι είπαν οι αυτόπτες» («ως έφασαν οι εωρακότες», PG 47,24). Σίγουρα, η αναφορά αυτή δεν είναι τυχαία και η επίκληση των αυτοπτών μαρτύρων, εκτός άλλων, δείχνει πως ο Παλλάδιος κατανοεί ότι ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί γεγονός ξεχωριστό που πρέπει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Άρα, καταλαβαίνουμε ότι μια εκστρατεία εξόντωσης «10.000» ή «απειράριθμων μοναχών», μόνο απαρατήρητη δεν θα είχε περάσει από τον Παλλάδιο, αλλά λογικά, και από κάθε σύγχρονο ή μεταγενέστερο ιστορικό. Αξίζει βεβαίως να προσθέσουμε τη σκέψη ότι το πιθανότερο είναι πως ο νεαρός μοναχός έχασε τη ζωή του από λάθος, κρυμμένος ίσως μέσα στο κελί το οποίο καιγόταν χωρίς να προλάβει να φύγει. Διότι αν ο Θεόφιλος ήθελε πράγματι να υπάρξουν θύματα, τότε σε μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση δεν θα είχε σκοτωθεί «παιδίον εν» αλλά πολύ περισσότεροι. Μάλιστα, ο Παλλάδιος στη συνέχεια του κειμένου του κάνει αναφορές σε αιματηρές στρατιωτικές επεμβάσεις, άρα τον ενδιαφέρουν ιστορικά και δεν τις αποσιωπά όταν συμβαίνουν (βλ. Βίος Χρυσοστόμου θ΄, PG 47,33). Τελικά, μετά την καταστροφική αυτή εκστρατεία, η οργή του Θεοφίλου κόπασε, και όπως διηγείται ο Παλλάδιος, σταμάτησε να κυνηγά τους Μακρούς Αδελφούς και επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια αφήνοντας τους μοναχούς να φύγουν («καταλαμβάνει πάλιν την Αλεξάνδρειαν, δους χώραν φυγής τοις αγίοις εκείνοις», PG ό.π.). Στην εξορία, τους Μακρούς Αδελφούς ακολούθησαν κληρικοί του όρους της Νιτρίας και 300 περίπου άλλοι μοναχοί («συνεξήλθον συν πρεσβυτέροις και διακόνοις του όρους τριακόσιοι των μοναχών σπουδαίων», PG ό.π.) οι οποίοι αρχικά πήγαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ οι υπόλοιποι μοναχοί έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Κατόπιν, μετά από κάποια περιπλάνηση, οι Μακροί Αδελφοί με λίγους ακόμα έφτασαν στην Κων/πολη όπου ζήτησαν άσυλο από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τότε ξεκινά ένα άλλο κεφάλαιο της ταραγμένης αυτής περιόδου.
6. Ο εκτοπισμός των μοναχών της Νιτρίας σύμφωνα με τις άλλες πηγές Εξετάζοντας τώρα τους Σωκράτη και Σωζομενό, οι διηγήσεις τους είναι πιο σύντομες, δεν κάνουν αναφορές σε ανθρώπινα θύματα, σχολιάζουν όμως την καταστροφική λεηλασία της περιοχής και κάποιων κελιών. Σύμφωνα με τη διήγηση του Σωζομενού (PG 67,1549Β), υπονοείται ότι οι μοναχοί εκδιώχθηκαν βίαια από τις περιοχές τους, ενώ ο Σωκράτης (PG 67,688 Β) μας μεταφέρει ότι η οργή του Θεοφίλου είχε επικεντρωθεί στους Μακρούς Αδελφούς οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Κων/πολη. Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μία ακόμη μαρτυρία την οποία αντλούμε από την «Βιβλιοθήκη» του Μ. Φωτίου. Όπως γράφει ο σπουδαίος ιεράρχης, είχε στα χέρια του έναν βίο του Χρυσοστόμου γραμμένο από τον Γεώργιο Αλεξανδρείας, ο οποίος είχε αντλήσει πληροφορίες από τον Παλλάδιο, τον Σωκράτη, και εκ «διαφόρων άλλων» («Γεωργίου επισκόπου Αλεξανδρείας, Εις τον βίον του Χρυσοστόμου», PG 103,341A). Στη διήγηση αυτή, ο Θεόφιλος επικεντρώνεται στη δίωξη του Ισιδώρου και των Μακρών Αδελφών, οι οποίοι μετά τη λεηλασία των κελιών τους διαφεύγουν στην Κων/πολη (PG 103,353ΑΒ). Στο κείμενο δεν αναφέρονται ανθρώπινα θύματα, γίνεται όμως ένα σχόλιο για τις «κακώσεις» που υπέστησαν οι φυγάδες. Ο Θεόφιλος τελικά, μετά και από τις άδικες επιθέσεις του στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αντιλήφθηκε κάποια στιγμή τα αδιέξοδα στα οποία τον οδήγησε ο χαρακτήρας του και όπως γράφει ο πατρολόγος Στυλ. Παπαδόπουλος, «φαίνεται ότι τα τελευταία έτη της ζωής του ο Θεόφιλος πέρασε πιο ήρεμα και πέθανε στις 15 Οκτωβρίου του 412»[24]. Ίσως η Νιτρία να επανήλθε στους παλιούς της ρυθμούς μετά τον θάνατο του. Άλλωστε, ούτε και την πλήρη καταστροφή της Νιτρίας θα μπορούσαμε να δεχτούμε, ούτε και την πλήρη ερήμωση της, αφού οι πληροφορίες μας λένε πως «ανετράφη εις μοναστήριον της Νιτρίας» ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ηλίας, ο Α΄, στην περίοδο 430-440 μ.Χ. περίπου[25].
7. Συμπέρασμα Όπως είδαμε, δεν υπάρχουν στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι εξοντώθηκαν κάποτε «10.000 μοναχοί» της Νιτρίας, (οι οποίοι ούτως ή άλλως ήταν μόνο 5.000) ή έστω μεγάλος αριθμός αυτών. Από την άλλη βεβαίως, υπάρχει η αναφορά στον νεαρό μοναχό που σκοτώθηκε στην πυρκαγιά, όπως και η αναφορά σε «κακώσεις», που σημαίνει ότι εκτός από τις υλικές ζημιές έγιναν και κάποιες επιθέσεις στους μοναχούς. Επίσης, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι ο Θεόφιλος έφτασε στη Νιτρία με στρατιωτική δύναμη και με τη συνοδεία φανατικών οπαδών του, ενώ, με κριτήριο την ομάδα μοναχών της Σκήτης που απείλησε τον Θεόφιλο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι και ανάμεσα στους μοναχούς της Νιτρίας υπήρξαν κάποιοι θερμόαιμοι που αντιστάθηκαν. Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε ότι το συναξάρι της 10ης Ιουλίου απηχεί τα δραματικά εκείνα γεγονότα, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ένας αριθμός θυμάτων, στα πλαίσια συμπλοκών που δεν καταγράφτηκαν από τις πηγές. Καθώς λοιπόν ο ακριβής αριθμός παρέμεινε άγνωστος, μνημονεύτηκαν από την Εκκλησία με την αόριστη αναφορά περί «μυρίων Πατέρων». Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο Θεόφιλος μνημονεύεται στο συναξάρι ως παράδειγμα προς αποφυγή και ο σημαντικός αγιολόγος και άγιος της Εκκλησίας μας, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (χωρίς να μπαίνει σε κριτική του αριθμού των «μυρίων πατέρων») γράφει πώς αν πράγματι ο Θεόφιλος έδωσε τέτοιες εντολές εξόντωσης, αυτό σημαίνει πως «ήτο άνθρωπος φονικώτατος, παρανομώτατος και μυρίων καθαιρέσεων άξιος»[26]. Στη συνέχεια όμως, ο άγιος Νικόδημος μας δίνει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το γεγονός ότι είναι θεμιτός ο κριτικός έλεγχος στις ιστορικές πληροφορίες των συναξαριών. Προφανώς επειδή θεωρούσε περίεργο να παραμένει ανενόχλητος στο θρόνο του επί 27 χρόνια ένας επίσκοπος «φονικώτατος» και «παρανομώτατος», συγκρίνει το συναξάρι της 10ης Ιουλίου με τις πληροφορίες που δίνει για τα ίδια γεγονότα ο Γεώργιος Σουγδορής, στη συλλογή αγιολογικών κειμένων «Νέος Θησαυρός» (Βενετία, 1851, σελ. 84β). Εκεί, όμως η διήγηση αναφέρει ότι στην πραγματικότητα ο Θεόφιλος «δεν έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να θανατώσωσι τους Οσίους [...] αλλά μόνον να λεηλατήσωσι τα κελλία των. Οι δε στρατιώται την άδειαν ταύτην λαβόντες, κατέκαυσαν και εθανάτωσαν τους Οσίους, και ίσως διά τούτο λέγεται εν τω Συναξαρίω ότι ο Θεόφιλος παρέδωκε θανάτω τους Οσίους, διότι έδωκε την αφορμήν εις τους στρατιώτας»[27]. Έτσι, ο Θεόφιλος είχε μεν ηθική ευθύνη για τον ορμητικό και οργίλο χαρακτήρα του, δεν βαρυνόταν όμως με εντολές εξόντωσης μοναχών. Βεβαίως, και στην περίπτωση αυτή, ο άγιος Νικόδημος πιστεύει πως, «και το να δώση άδειαν να λεηλατήσωσι τα κελλία των οσίων, και τούτο λέγω κακίστου και παρανόμου ανδρός ήτο ίδιον»[28], αλλά θεωρούσε ίσως πιο πιθανή την ύπαρξη θυμάτων από τυχαίες συμπλοκές, παρά από μια οργανωμένη επίθεση εξόντωσης, την οποία άλλωστε οι ιστορικές πηγές της εποχής δεν επιβεβαιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, το συναξάρι της 10ης Ιουλίου αποτελεί για εμάς μια ενθύμηση των τραγικών εκείνων γεγονότων, αλλά και υπενθύμιση ότι ο εγωισμός, η οργή και η μνησικακία αλλοτριώνουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν σε εγκληματικά λάθη, όπως τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο, που έμεινε να μνημονεύεται στους αιώνες από την Εκκλησία με τον αρνητικό αυτόν τρόπο. Σημειώσεις [1] Βλ. Liddell Henry, Scott Robert, Κωνσταντινίδης Ανέστης, «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης», τόμ. 3, εν Αθήναις 1901, σελ. 199 ~ Δημητράκος Δημήτριος, «Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης», τόμ. 9, εκδ. Δομή, Αθήναι 1964, σελ. 4815. [2] Η έρημος της Νιτρίας βρίσκεται 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. [3] Επειδή στη βιβλιογραφία, σε σχέση με την εκδοχή «Ελενοπόλεος», παρουσιάζεται κάπως συχνότερα η μορφή «Ελενουπόλεως», θα τη χρησιμοποιούμε κι εμείς. [4] Παλλάδιος Ελενουπόλεως, «Λαυσαϊκόν» ζ΄, PG 34, 1019D-1020A. [5] Βλ. Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος (385-412)», περ. «Εκκλησιαστικός Φάρος», τόμ. 21 (1922), σελ. 318. [6] Παπαδόπουλος, «Ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος …», ό.π., σελ. 321-322 ~ Μαντζαρίδης Γεώργιος, «Ο ορθόδοξος Μοναχισμός» στο συλλογικό έργο, «Ορθοδοξία - Ελληνισμός, Πορεία στην τρίτη χιλιετία»'', τόμ. Α΄, έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 2η έκδ., Άγιον Όρος 2002, σελ. 494 ~ Κωνσταντινίδης Μιχαήλ (αρχιμ.), «Βίος και Πολιτεία Αγίου Αντωνίου», περ. «Εκκλησιαστικός Φάρος», τόμ. 32 (1933), σελ. 586 ~ Παπανικολάου Φώτιος, «Η Έρημος και η Πόλη στην ασκητική γραμματεία των πρώτων αιώνων», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 298 ~ Αθαν. Κ. Αρβανίτης, «Αντώνιος, ο Μέγας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 2 (1963), στ. 973. [7] Βλ. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. Ζ΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 86β-87α. [8] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 142. [9] Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 30. [10] Τσάμης, «Αγιολογία …», ό.π., σελ. 29. [11] Τσάμης, «Αγιολογία …», ό.π., σελ. 32 ~ Βλ. και Κορακίδης Σ. Αλεξάνδρος, «Αγιότητα και Μαρτύριο - Η Αγιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2000, σελ. 127. [12] Μεταλληνός, «Πηγές …», ό.π., σελ. 141. [13] Παπαδόπουλος Αντώνιος, «Αγιολογία», τόμ. 1, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 41. [14] Γιαννακόπουλος Ιωήλ, «Η Ζωή του Χριστού», τόμ. 1, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 92. [15] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 565. [16] Βλ. Σταυρίδης Βασ., «Ωριγένης», ΘΗΕ, τόμ. 12 (1968), στ. 593-594. [17] Μαντζαρίδης Γεώργ., «Θεόφιλος Αλεξανδρείας», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 398. [18] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2010, σελ. 374. [19] Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Γ΄, ό.π., σελ. 614. [20] Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Γ΄, ό.π., σελ. 609. [21] Οι πληροφορίες που παραθέτουμε αντλούνται από την ακόλουθη βιβλιογραφία (αλφαβητικά κατά συγγραφέα): 1) Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 291-295, 2) Ζαχαρόπουλος Νίκος, «Επίτομο Ιστορικό-Θεολογικό Λεξικό», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003 (διάφορα λήμματα), 3) Κοντογόνης Κωνσταντίνος, «Εκκλησιαστική Ιστορία από Χριστού γεννήσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων», τόμ. 1, έκδ. 2η επαυξ., εν Αθήναις 1876, σελ. 571-584, 4) Μαντζαρίδης Γεώργ., «Θεόφιλος Αλεξανδρείας», ΘΗΕ, τόμ. 6 (1965), στ. 398-400, 5) Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2010, σελ. 200-209, 6) Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος» (β΄), περ. «Εκκλησιαστικός Φάρος», τόμ. 3 (1909), σελ. 49-74, 7) Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, «Ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος (385-412)», περ. «Εκκλησιαστικός Φάρος», τόμ. 21 (1922), σελ. 306-335, 8) Σταυρίδης Βασίλειος, «Αι ωριγενιστικαί έριδες» (γ΄), περ. «Θεολογία», τχ. 2 (1958), σελ. 195-207, 9) Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 544-545, 10) Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 564-570. [22] Γεώργ. Ι Μαντζαρίδης, «Παλλάδιος», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), στ. 1102 ~ Βλ. Παλλάδιος, «Λαυσαϊκόν» μγ΄ (43), PG 34,1115Α. [23] Mauricius Schmidt, «Hesychii Alexandrini Lexicon» (editionem minorem), H. Dufftii, 1867, στ. 1173. [24] Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 205. [25] Ιω. Κωνσταντινίδης, «Ηλίας, ο Α΄, Πατριάρχης Ιεροσολύμων», ΘΗΕ, τ. 6 (1965), στ. 27. [26] Νικόδημος Αγιορείτης, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμ. Β΄, Αθήνησι 1868, σελ. 256β. [27] Νικόδημος, «Συναξαριστής …», τόμ. Β΄, ό.π. [28] Νικόδημος, «Συναξαριστής …», τόμ. Β΄, στο ίδιο. Για άγνωστο λόγο, εμφανίζεται κάποια ασάφεια στα σχόλια του αγίου Νικοδήμου σχετικά με το ποιοι ήταν οι ωριγενιστές και ποιοι οι «Ανθρωπομορφίτες». Η ίδια ασάφεια παρουσιάζεται και στο σχετικό συναξάρι στον «Νέο Θησαυρό» του Σουγδορή. |
Δημιουργία αρχείου: 14-7-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 14-7-2014.