Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις ψευδείς συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Επιστροφή στην ενότητα περί Διωγμών

Από τους ειδωλολατρικούς ναούς σε Εκκλησίες

Έρευνα του Γιάννη Τ.

 

Πηγή: From Temple to Church. Destruction and Renewal of Local Cultic Topography in Late Antiquity, Religions in the Graeco-Roman World, vol. 163, ed. J. Hahn, St. Emmel, U. Gotter, Brill 2008.

Είναι αναξιόπιστες διάφορες αφηγήσεις Χριστιανών, περί ανδραγαθημάτων ενάντια στους Ειδωλολάτρες; Τα στοιχεία δείχνουν ότι ναι, υπάρχει πράγματι μεγάλη δόση υπερβολής! Διάφοροι αρχαίοι Χριστιανοί συγγραφείς, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να αποκρύψουν ορισμένες δήθεν καταστροφές ναών Εθνικών, αλλά αντίθετα φρόντισαν να τις μεγαλοποιήσουν, υπερβάλλοντας για το μέγεθος της καταστροφής των ναών αυτών, και για τον αριθμό των εναπομείναντων ειδωλολατρών!

Όσον αφορά στους βίους αγίων «από τους ελληνικούς Βίους αγίων οι οποίοι διασώθηκαν μεταξύ του τέταρτου και των αρχών του έβδομου αιώνα, λίγοι μόνο αναφέρονται στην καταστροφή ναών ή στην μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες. Μερικοί Βίοι γράφτηκαν πολύ καιρό μετά το θάνατο των αγίων και προφανώς η αξιοπιστία τους είναι αβέβαιη. Άλλα κείμενα γράφτηκαν από σύγχρονους των αγίων, συνήθως τους υποτακτικούς τους. Αυτές οι αφηγήσεις είναι για τους ιστορικούς περισσότερο αξιόπιστες. Αναπαράγουν, με μεγαλύτερη ακρίβεια, όχι μόνο επεισόδια από τη ζωή των αγίων, αλλά επίσης τις τοτεινές συμπεριφορές προς τον Παγανισμό. Μερικοί Βίοι έχουν μεταδοθεί σε περισσότερες από μία εκδοχές, άλλοι έχουν επίσης διασωθεί σε εκδοχές σε διαφορετικές γλώσσες, με ποικίλες διαφορές. Μερικές ύστερες επεξεργασίες των Βίων αγίων προσθέτουν περιγραφές για παγανιστικούς ναούς, οι οποίες δε βρίσκονται σε παλαιότερες εκδοχές των Βίων» (Helen Saradi, “The christianization of pagan temples in the Greek hagiographical texts”, στο From Temple to Church, p. 113).

 

Η υπόθεση ότι ο εκχριστιανισμός της Παλαιστίνης επετεύχθη μέσω καταστροφών παγανιστικών ναών δεν στέκει αρχαιολογικά, αν εξαιρέσουμε τις μεμονωμένες περιπτώσεις τις οποίες αναφέρει ο Ευσέβιος. «Ο Χριστιανισμός στην Παλαιστίνη προόδευσε περισσότερο μέσω ανέγερσης εκκλησιών σε ιερούς τόπους, οι οποίες γρήγορα μετατράπηκαν σε προσκυνηματικούς προορισμούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εθνικοί ναοί έμειναν ανέπαφοι, εκτεθειμένοι στις φυσικές καταστροφές και στη φθορά του χρόνου και το μέλλον τους καθορίστηκε από τις τοπικές αρχές – κυρίως από τις αστικές και τοπικές κοινότητες. Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις τα ιερά επανακαταλήφθηκαν από εκκλησίες οι οποίες κτίστηκαν στην ίδια τοποθεσία, αλλά περισσότερο συνήθεις ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τόποι των πρώην εθνικών ναών καθώς και τα οικοδομικά υλικά τους χρησιμοποιήθηκαν για κοσμικές χρήσεις. Φαίνεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι έδειξαν μικρό ενδιαφέρον για τους παγανιστικούς λατρευτικούς τόπους και δεν απειλούνταν από τα υπολείμματα των ναών τα οποία στέκονταν ανάμεσα στους οικισμούς τους. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως την Καισάρεια, πέρασαν γενιές προτού γίνει κάποια χρήση των παγανιστικών τόπων και των οικοδομικών υλικών τους. Ναοί, σε διάφορα στάδια κατάρρευσης, ακόμη κυριαρχούσαν στον ορίζοντα των πόλεων και ήταν τμήμα της τοπικής τοπογραφίας, ταυτότητας και συνείδησης ακόμη και κατά τις τελευταίες περιόδους της Ύστερης Αρχαιότητας» (Doron Bar, “Continuity and change in the cultic topography of late antique Palestine”  στο From Temple to Church, p. 288-9)

 

Αναφορικά με την Αίγυπτο «ανάλογα σε κάποιο βαθμό, φυσικά, με το πώς κανείς ορίζει τον όρο "καταστροφή", η λίστα των περιπτώσεων καταστροφής παγανιστικών ναών, τις οποίες γνωρίζουμε για την Αίγυπτο είναι αξιωσημείωτα μικρή και μόνο πολύ λίγες από αυτές τις περιπτώσεις είναι καλά τεκμηριωμένες» (Stephen Emmel, “Shenoute of Atripe and the Christian destruction of temples in Egypt: rhetoric and reality”, στο From Temple to Church, p. 161). «Από τα υλικά υπολείμματα γίνεται σαφές ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των χριστιανών συγγραφέων, δεν υπήρξε συστηματική καταστροφή των παγανιστικών ναών στην Αίγυπτο. (…) Γενικά, η επαναδιαμόρφωση ενός υπάρχοντος κτηρίου σε Εκκλησία ήταν, στην Αίγυπτο, η επιλογή που γινόταν συχνότερα» (St. Emmel, Ur. Gotter and J. Hahn, “From Temple to Church: Analysing a Late Antiquie Phenomenon of Transformation” στο From Temple to Church, p. 19).

 

Αρχαιολογικώς οι αναφορές των χριστιανών ιστοριογράφων σε καταστροφές ναών είναι ύποπτες. «Σύμφωνα με τον Σωζομενό ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε ο ίδιος τον ναό της Αφροδίτης [στην Ηλιούπολη] και ανήγειρε εκκλησία πάνω στα ερείπια (…) Το χρονικό του Ιωάννη Μαλάλα από τον έκτο αιώνα και το Πασχάλιο Χρονικό από τον έβδομο αιώνα, αναφέρουν ότι ο Θεοδόσιος Α’ κατέστρεψε το κολοσσιαίο οικοδόμημα [του ναού του Βάαλ στην Ηλιούπολη] και το μετέτρεψε σε Χριστιανική εκκλησία. (…) Από ό,τι απομένει από το κτήριο που μπορεί να ταυτοποιηθεί ως ο ναός της Αφροδίτης, κανένα ίχνος κάποιας εκκλησία δεν έχει βρεθεί˙ και η βασιλική στην αναβαθμίδα του ναού του Βάαλ χτίστηκε όχι μέσα στο ναό ή πάνω στο ναό, αλλά κάλυπτε τους δύο μεγάλους βωμούς στο δυτικό προαύλιο του ναού (…) Και, τελικά, φαίνεται ότι επίσης η χρονολογία της βασιλικής είναι ασύμβατη με τη λογοτεχνική μαρτυρία [των Χριστιανών˙] ο τύπος του κτηρίου είναι πολύ πιθανότερο να ανήκει στα μέσα του πέμπτου αιώνα παρά στον καιρό του Θεοδόσιου Α’» (St. Emmel, Ur. Gotter and J. Hahn, “From Temple to Church: Analysing a Late Antiquie Phenomenon of Transformation” στο From Temple to Church, p. 1-2). Έτσι, βλέπουμε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει απόκρυψη καταστροφών αρχαίων ναών από τους χριστιανούς ιστοριογράφους, αλλά υπάρχει υπερβολή.

 

«Σε πολλές περιπτώσεις η παρακμή των παγανιστικών τόπων λατρείας είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και δεν είχε καμία σχέση με την ενδυνάμωση του Χριστιανισμού. Έτσι, το ζήτημα της μετατροπής εγκατελειμένων χώρων λατρείας οι οποίοι παρήκμαζαν σε άλλες χρήσεις δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τον θρίαμβο του Χριστιανισμού και την ανάγκη του για τόπους συνάντησης ή για αρχιτεκτονικά τρόπαια» (St. Emmel, Ur. Gotter and J. Hahn, “From Temple to Church: Analysing a Late Antiquie Phenomenon of Transformation” στο From Temple to Church, p. 7).

 

 

«Καθόλου αναπάντεχα, αυτά τα κείμενα [οι περιγραφές καταστροφών από τους Χριστιανούς] είναι τόσο αναξιόπιστα, ή τουλάχιστον, υποβολιμιαία, στις περιγραφές τους για την κατάσταση οποιουδήποτε τόπου παγανιστικής λατρείας κατά την εποχή που ο τόπος αυτός κατελήφθη από τους Χριστιανούς, αν η ίδια η "κατάληψη" δεν είναι λογοτεχνική φαντασία. (…) Γιατί μόνο θεωρούμενη ως αδιάλειπτη η ζωτικότητα μιας λατρείας, θα μπορούσε να προσδώσει σε μια επίθεση, μια καταστροφή ή μια κατάληψη [ναού] ένα θεαματικό, ηρωικό ή θριαμβευτικό χαρακτήρα και, έτσι, η εκάστοτε συγκεκριμένη [παγανιστική] λατρεία έπρεπε να παρουσιάζεται ως δυναμική [vital], ανεξάρτητα ακόμη από την πραγματικότητα, αν χρειαζόταν» (St. Emmel, Ur. Gotter and J. Hahn, “From Temple to Church: Analysing a Late Antiquie Phenomenon of Transformation” στο From Temple to Church, p. 11).

 

Άλλωστε «Η μεγέθυνση της δύναμης της αντίστασης [των Εθνικών στις καταστροφές ναών] είναι κυρίως ένα ρητορικό τέχνασμα, για να μεγαλοποιηθούν τα επιτεύγματα του ήρωα ενός [εκκλησιαστικού ιστορικού] ή του ίδιου» (Rogel S. Bagnall, “Moidels and Evidence in the Study of Religion in Late Roman Egypt” στο From Temple to Church, p. 26).

 

Οι μαρτυρίες των χριστιανών ιστοριογράφων για τις καταστροφές ναών και τις μετατροπές τους σε εκκλησίες είναι ύποπτες και σε ένα άλλο σημείο: Η χρονολόγηση που δίνουν για τις καταστροφές και μετατροπές δεν είναι αρχαιολογικά έγκυρη. «Συχνά παραβλέπεται ότι οι καταστροφές και οι μετατροπές ναών οι οποίες αναφέρονται από τις πηγές μας δεν αναφέρονται, ως κανόνας, σε "ενεργούς" ναούς και συχνά συμβαίνουν μόνο μετά την πάροδο ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος – μετρήσιμο τουλάχιστον με γενιές και συχνά με αιώνες – μεταξύ της εγκατάλειψης και μετά της επαναχρησιμοποίησης ως χριστιανικής εκκλησίας.  Η άμεση επαναχρησιμοποίηση ως εκκλησία ή η επανοικοδόμηση στον τόπο του κατεστραμένου ναού είναι, φυσικά, προτεινόμενη ή υποστηριζόμενη από την εκκλησιαστική ιστορική παράδοση και ειδικά από την αγιογραφική λογοτεχνία. Καμία από αυτές τις παραδοσιακές απόψεις δεν είναι αρχαιολογικώς ή άλλως επαληθεύσιμη – και ενίοτε μπορεί να διαψευσθεί» (St. Emmel, Ur. Gotter and J. Hahn, “From Temple to Church: Analysing a Late Antiquie Phenomenon of Transformation” στο From Temple to Church, p. 12).

 

Για το έτος 450 υποστηρίζεται ότι "καταστρέφονται όλοι οι Ναοί και οι Βιβλιοθήκες της Αφροδισιάδος της οποίας το όνομα αλλάζει σε Σταυρούπολις". Βέβαια τα περί καταστροφής και μάλιστα ολικής, και ειδικά, όχι απλώς των αρχαίων ναών αλλά και των βιβλιοθηκών, είναι αβάσιμα και συνιστούν τμήμα της συγκεκριμένης τακτικής μεγένθυσης ή γενίκευσης μεμονωμένων καταστροφών. «Κάποια στιγμή κατά τον 7ο αιώνα η πόλη της Αφροδίτης έγινε η πόλη του Σταυρού (Σταυρούπολις)» (Angelos Chaniotis, “The Conversion of the Temple of Aphrodite at Aphrodisias in Context” στο From Temple to Church, p. 244). Το όνομα Σταυρούπολις εμφανίζεται για πρώτη φορά το 640 σε κείμενο εκκλησιαστικού συγγραφέα. Εκατόν πενήντα ή διακόσια χρόνια διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της υποτιθέμενης αλλαγής του ονόματος μιας πόλης μπορεί να μην σημαίνουν τίποτε για τους αρχαιολάτρες, ωστόσο είναι χρονικό διάστημα ικανό για τον εκχριστιανισμό, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, του πληθυσμού της πόλης, έτσι ώστε η αλλαγή του ονόματος να μην αντίκειται στη θέληση των κατοίκων. Το Σεβάστειο, ναός της πόλης αυτής αφιερωμένος στον Αύγουστο, είχε εγκαταληφθεί προ πολλού και επαναχρησιμοποιήθηκε ως τόπος δημόσιων συναντήσεων. Από μια επιγραφή χρονολογούμενη στο 450 μ.Χ. πληροφορούμαστε ότι ο διοικητής της πόλης Dulcitius, ήταν Εθνικός και υπεύθυνος για τον εορτασμό του θεού Μαϊούμα (Μαϊμουάρχης). Το 450 περίπου ο εθνικός φιλόσοφος Ασκληπιόδοτος ο Αλεξανδρινός ήρθε στην Αφροδισιάδα και – σε καιρό υποτιθέμενων διώξεων και καταστροφών βιβλιοθηκών – ίδρυσε μια φιλοσοφική σχολή. «Ένα μεγάλο σπίτι δίπλα στο Σεβάστειο, διακοσμημένο με πορτραίτα φιλοσόφων των παλαιότερων εποχών και των μαθητών τους, μπορεί να είναι η θέση της σχολής του Ασκληπιόδοτου. Λέγεται ότι είχε εφεύρει μηχανισμούς για να καταστήσει πιο θεαματικούς τους εορτασμούς κατά τις τελετές, ότι είχε συνθέσει ύμνους και είχε κάνει θαύματα – όλα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία οι τελετές έπρεπε να τιμωρούνται με θάνατο» υποτίθεται. (Angelos Chaniotis, “The Conversion of the Temple of Aphrodite at Aphrodisias in Context” στο From Temple to Church, p. 254-5).

Δημιουργία αρχείου: 21-8-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 21-8-2008.

ΕΠΑΝΩ