Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ψηφιακά βιβλία

Βιβλία περί Παγανισμού

Φιλόσοφοι

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επίμετρο

 

Ιουλιανός o Παραβάτης:

Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού

 

© Ιωάννης Κ. Τσέντος

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Η μοιραία εκστρατεία και ο θάνατος


1. Η προετοιμασία και η σκοπιμότητα της περσικής εκστρατείας

Είδαμε παραπάνω πόσες ελπίδες είχε επενδύσει ο Ιουλιανός στην περσική του εκστρατεία: Μία νίκη κατά του προαιώνιου εχθρού της αυτοκρατορίας θα καταξίωνε και τον ίδιο και την πολιτική του, η οποία περιστρεφόταν όλο και πιο επίμονα γύρω από την προσπάθεια για αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας». Μετά τον λαμπρό θρίαμβο που οραματιζόταν ο Ιουλιανός, κανείς δεν θα διενοείτο πλέον να αμφισβητήσει τους θεούς οι οποίοι θα είχαν οδηγήσει τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας στον θρίαμβο, και ο ίδιος ο λοιδορημένος και περιφρονημένος αυτοκράτορας θα ανακτούσε τον θαυμασμό και την αγάπη των υπηκόων του, κατακτώντας μία δόξα ανάλογη με τη δόξα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αν όχι και ακόμη μεγαλύτερη. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο τονίζει ο Giuseppe Ricciotti την ψυχολογική φύση των κινήτρων της περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού: Η μεγάλη αποστολή που του είχαν εμπιστευθεί οι θεοί προχωρούσε αργά και με δυσκολία· δεδομένου ότι η προς κάθαρσιν περιοχή εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν μολυσμένη με τον χριστιανισμό, δεν θα ήταν άραγε καλύτερο να μετακινηθεί σε μία παρθένα περιοχή και να υψώσει εκεί την ακρόπολη της πνευματικής αναγέννησης του κόσμου;[494] Η «παρθένα» αυτή περιοχή ήταν η Περσία, η οποία θα μπορούσε να γίνει η «ακρόπολη» της ειδωλολατρίας του Ιουλιανού, καταξιώνοντας παράλληλα και την πολιτική του αυτοκράτορα εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η εκστρατεία κατά των Περσών ήταν μία παλαιά εκκρεμότητα. Κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του Κωνσταντίου, οι Πέρσες είχαν ταλαιπωρήσει την αυτοκρατορία με ιδιαίτερα βίαιες επιδρομές, αποκορύφωμα των οποίων ήταν η άλωση και η σφαγή της Αμίδας. Ο Κωνστάντιος είχε ήδη αρχίσει να προετοιμάζει μία εκστρατεία αντιποίνων κατά των Περσών, είχε διακόψει τις προετοιμασίες, μόνο για να αναμετρηθεί με τον Ιουλιανό, και τελικά είχε πεθάνει, χωρίς να προλάβει να αναμετρηθεί ούτε με τον Ιουλιανό ούτε με τους Πέρσες. Όταν ο Ιουλιανός ανήλθε στον θρόνο, έχοντας ήδη αποδείξει την ικανότητα του στα πεδία των μαχών στη Γαλατία, αποφάσισε να προωθήσει την εκκρεμότητα που είχε κληρονομήσει από την απότομα διακοπείσα βασιλεία του Κωνσταντίου. Η μεγαλομανία του μάλιστα τον έκανε να φιλοδοξεί να μην «τιμωρήσει» απλώς τους Πέρσες για τις επιδρομές τους κατά των εδαφών της αυτοκρατορίας, όπως σχεδίαζε να κάνει ο Κωνστάντιος, αλλά να εξαπολύσει εναντίον τους έναν «ολοκληρωτικό» πόλεμο, ο οποίος θα έθετε οριστικά εκποδών τον περσικό κίνδυνο.

Ο Ιουλιανός αντλούσε μία πρόσθετη «νομιμοποίηση» της σχεδιαζόμενης εκστρατείας του και από την παρουσία στη ρωμαϊκή αυλή του Πέρση πρίγκηπα Ορμίσδα, του μεγαλύτερου, ετεροθαλούς αδελφού του Πέρση μονάρχη Σαπώρ Β΄, ο οποίος είχε καταφύγει στο Βυζάντιο μετά την ανατροπή του από τη σασσανιδική αυλή το 309. Μετά τον βέβαιο, όπως πίστευε, θρίαμβο του κατά των Περσών, ο Ιουλιανός σκόπευε να αντικαταστήσει τον «επικίνδυνο» Σαπώρ με τον φιλορωμαίο Ορμίσδα, υπό την πλασματική εξουσία του οποίου το περσικό κράτος θα γινόταν στην πραγματικότητα ρωμαϊκή επαρχία.

Οι προετοιμασίες ήσαν ανάλογες του μεγέθους της σχεδιαζόμενης επιχείρησης, και κράτησαν επί περισσότερο από ένα χρόνο. Ο F. Α. Ridley μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά ότι η βασιλεία του Ιουλιανού ήταν σχεδόν αποκλειστικά μία σύντομη ανακωχή προπαρασκευαστική της περσικής εκστρατείας. [495] Μέσα στον πυρετό των πολεμικών προετοιμασιών μάλιστα, θέλοντας να εξασφαλίσει προς τούτοις και την έγκριση των θεών, ο Ιουλιανός έστειλε αντιπροσώπους του στα περιφημότερα μαντεία σε όλη την αυτοκρατορία. Όλοι επέστρεψαν με ενθαρρυντικούς χρησμούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να αναλάβει την εκστρατεία και του υπόσχονταν μία λαμπρή νίκη. Ο Θεοδώρητος μνημονεύει ένα χαρακτηριστικό χρησμό, από αυτούς των οποίων η κενή και μεγαλόστομη ρητορεία επρόκειτο να διαψευσθεί πανηγυρικά μετά από μερικούς μόνο μήνες:

«Νυν πάντες ωρμήθημεν θεοί νίκης τρόπαια κομίσασθαι παρά Θηρί ποταμώ· των ο εγώ ηγεμονεύσω θούρος πολεμόκλονος Άρης». [496]

Έχοντας λοιπόν πεισθεί από τους ευνοϊκούς χρησμούς ότι είχε τους θεούς στο πλευρό του και ότι η νίκη του ήταν εξασφαλισμένη, ο Ιουλιανός ετοιμάσθηκε να εκστρατεύσει κατά των Περσών. [497] Πάντως, σημειωτέον ότι υπήρξαν και κάποιοι αποθαρρυντικοί οιωνοί, τους οποίους ορθότατα ο Glen Bowersock ερμηνεύει ως ένδειξη μιας όλο και μεγαλύτερης αποστασιοποίησης των ίδιων των εθνικών από τη μεγαλομανία του Ιουλιανού. [498]

Οι Πέρσες όμως, οι οποίοι είχαν ασφαλώς πληροφορηθεί τις μεγάλες στρατιωτικές προετοιμασίες του Ιουλιανού, δεν επιθυμούσαν πλέον τον πόλεμο, φοβούμενοι και τις ήδη αποδεδειγμένες ικανότητες του νέου αυτοκράτορα, αλλά και την ακαταμάχητη ισχύ του ρωμαϊκού στρατού. Έτσι, λίγο πριν ο Ιουλιανός ξεκινήσει από την Αντιόχεια για τα βάθη της περσικής αυτοκρατορίας, έφθασε στην Αντιόχεια πρεσβεία των Περσών, με την αποστολή να διαπραγματευθεί την ειρηνική επίλυση των διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στα δύο κράτη. Όμως ο Ιουλιανός, μολονότι όλοι οι σύμβουλοι του τον καλούσαν να δεχθεί τις διαπραγματεύσεις, αρνήθηκε να διαπραγματευθεί με τους Πέρσες πρέσβεις και τους έδιωξε, καλώντας τους μάλιστα ειρωνικά να μεταφέρουν στην Περσία το ακόλουθο μήνυμα:

«Μετά από λίγο θα με δείτε τον ίδιο, και κατά συνέπειαν δεν υπάρχει ανάγκη για πρέσβεις». [499]

Η απίστευτη έπαρση που επρόκειτο να επιδείξει από αυτό το σημείο και πέρα ο Ιουλιανός, και η οποία θα οδηγούσε τον στρατό του στην καταστροφή, δεν εξηγείται, παρά αν συνεκτιμήσουμε όσα είπαμε παραπάνω για τη μεγάλη ψυχολογική αξία που είχε πλέον για τον Ιουλιανό η επίτευξη μιας συντριπτικής νίκης κατά των Περσών: Η νίκη αυτή θα του έδιδε την αυτοεπιβεβαίωση που ζητούσε, θα έδειχνε πόσο άδικο είχαν όσοι τον είχαν ειρωνευθεί και χλευάσει στην Αντιόχεια, και επιπλέον θα αποδείκνυε πόσο ανόητοι ήσαν αυτοί που είχαν «εγκαταλείψει τους αιώνιους θεούς και είχαν βάλει στη θέση τους τον νεκρό των Ιουδαίων». [500]

Η εκστρατεία κατά των Περσών δεν ήταν βεβαίως σημαντική μόνο για τον ίδιο τον Ιουλιανό. Όταν ο αυτοκράτορας άφησε πίσω του την Αντιόχεια στις 5 Μαρτίου του 363 επικεφαλής 65.000 ανδρών, του μεγαλύτερου στρατού που είχε εκστρατεύσει ποτέ κατά των Περσών, κρατούσε στα χέρια του το μέλλον της αυτοκρατορίας, και ήταν έτοιμος να παίξει αυτό το μέλλον σε ένα παιχνίδι θανάτου, στο οποίο θα διακυβεύονταν πολλά. Ο Λιβάνιος μας δίδει μία εκφραστικότατη εικόνα των ελπίδων που είχαν επενδύσει πολλοί στην εκστρατεία του Ιουλιανού: Μετά τη νίκη του Ιουλιανού, γράφει ο Λιβάνιος, ολόκληρο το περσικό κράτος θα γινόταν μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θα δεχόταν τη ρωμαϊκή διοίκηση και θα κατέβαλλε φόρους· οι Πέρσες θα άλλαζαν γλώσσα και ενδυμασία· στα Σούσα οι σοφιστές θα ασκούσαν στη ρητορική τα παιδιά των Περσών τα ιερά θα γέμιζαν από τα λάφυρα, τα οποία θα μαρτυρούσαν στις επόμενες γενιές το μέγεθος της νίκης· ο θριαμβευτής Ιουλιανός θα οργάνωνε ο ίδιος ρητορικούς αγώνες και ποιητικούς διαγωνισμούς για την εξύμνηση της μεγάλης νίκης· θα εκφωνούνταν υπέροχοι πανηγυρικοί· η «πάτρια θρησκεία» θα θριάμβευε οριστικά και οι αρνητές της θα εξαφανίζονταν, καθώς όλοι θα έσπευδαν στα ιερά και στους βωμούς· όσοι προηγουμένως γκρέμιζαν τους βωμούς, τώρα θα τους ύψωναν οι ίδιοι, και όσοι αποστρέφονταν το αίμα των θυσιών θα προσέφεραν οι ίδιοι στους θεούς ευχαριστήριες θυσίες· τα σπίτια όλων θα γίνονταν πιο πλούσια, και η φορολογία θα μειωνόταν. [501] Όλα αυτά βεβαίως προϋπέθεταν την επικράτηση του Ιουλιανού. Αργότερα, ο Λιβάνιος θα θρηνήσει για την οδυνηρή έκβαση, αναλογιζόμενος «με ποιες ελπίδες ξεκινήσαμε, και που καταλήξαμε». [502]

Η θριαμβευτική αναχώρηση του ρωμαϊκού στρατού από την Αντιόχεια δεν μπορούσε να κρύψει κάποια σκοτεινά σημεία. Εντύπωση έχει προκαλέσει στους νεότερους μελετητές η πλήρης παραμέληση από τον Ιουλιανό της διπλωματικής προετοιμασίας της επιχείρησης. Ενώ κάθε λογικός ηγέτης θα φρόντιζε να διευρύνει τον κύκλο των συμμαχιών του, πριν αναλάβει ένα τέτοιο τολμηρό εγχείρημα, ο Ιουλιανός αντίθετα φαινόταν να έχει βαλθεί να κάνει εχθρούς ακόμη και τους παραδοσιακούς φίλους του. Παράδειγμα η απίστευτη έπαρση και υπεροψία με την οποία έγραψε προς τον βασιλιά των Αρμενίων Αρσάκιο, παλαιό φίλο των Ρωμαίων, ο οποίος λόγω της γεωγραφικής θέσεως της Αρμενίας ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών. Ο Ιουλιανός απέστειλε στον Αρσάκιο επιστολή, με την οποία τον πρόσταζε να τον συναντήσει στο περσικό έδαφος, και κατόπιν εξήρε τον εαυτό του ως ικανό ηγέτη και αγαπητό των θεών, ενώ χαρακτήριζε τον προκάτοχο του Κωνστάντιο (ο οποίος ήταν φίλος του Αρσακίου) άνανδρο και ασεβή· και σαν να μην έφθαναν αυτά, γνωρίζοντας ότι ο Αρσάκιος ήταν χριστιανός, στο τέλος τον ύβριζε και τον απειλούσε ότι… δεν θα βοηθούσε τον θεό του να τον γλιτώσει, αν αμελούσε να εφαρμόσει τη διαταγή του… [503] Με ανάλογες άκριτες ενέργειες και άστοχους «παλληκαρισμούς» ο Ιουλιανός είχε εξωθήσει και τους περισσότερους από τους μέχρι προ τίνος μόλις συμμάχους των Ρωμαίων αραβικούς πληθυσμούς να συνταχθούν με το μέρος των Περσών.

 

2. Η θριαμβευτική προέλαση προς την Κτησιφώντα. Η αλαζονεία και η «ύβρις» του Ιουλιανού

Ξεκινώντας από την Αντιόχεια και πορευόμενος ανατολικά, ο Ιουλιανός χρονοτρίβησε απαράδεκτα, εξαντλώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τη σπουδή του μάλλον στο να επισκέπτεται και να ξανανοίγει πανηγυρικά ξεχασμένα ειδωλολατρικά ιερά, παρά στο να πολεμά τους Πέρσες. Επρόκειτο για σημαντικό σφάλμα, δεδομένου ότι σε μία τέτοια μεγαλόπνοη εκστρατεία στην καρδιά του περσικού κράτους ο χρόνος ήταν ο μόνος βέβαιος σύμμαχος των Περσών όπως σχολιάζει ο Gibbon, η πιο σίγουρη και αναντικατάστατη απώλεια των Ρωμαίων ήταν η απώλεια του χρόνου. [504]

Αφού έχασε αρκετό πολύτιμο χρόνο, ο Ιουλιανός έφθασε τέλος στον ποταμό Ευφράτη, όπου τον περίμενε ένας τεράστιος στόλος χιλίων εκατό πλοίων, πολεμικών και εμπορικών, ο οποίος είχε συγκεντρωθεί προσεκτικά κατά τους προηγούμενους μήνες, για να συνοδεύσει τον ρωμαϊκό στρατό στην καρδιά της Περσίας και να μεταφέρει τα απαραίτητα εφόδια, τρόφιμα, υλικά για τη ζεύξη των ποταμών, ξυλεία για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών και αρκετές ήδη κατασκευασμένες πολιορκητικές μηχανές, και πολλά άλλα. [505] Κατόπιν, ο Ιουλιανός άρχισε να κινείται κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ευφράτη και με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά, ενώ ο επιβλητικός στόλος κατέπλεε τον ποταμό. Η πορεία αυτή οδηγούσε στην περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα.

Δεν είναι του παρόντος να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες της εκστρατείας, αλλά αρκεί να πούμε ότι η προέλαση του Ιουλιανού συνοδεύθηκε από αρκετές επιμέρους —πλην όμως όχι καθοριστικές— νίκες και εκπορθήσεις οχυρωμένων πόλεων. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι οχυρωμένες με επιβλητικά τείχη πόλεις Βηρσαβώρα[506] και Βησουχίδα,[507] για την κατάληψη των οποίων χρειάσθηκε να επιστρατευθούν οι πιο προχωρημένες πολιορκητικές τεχνικές. Παρ' όλη όμως τη νικηφόρα προέλαση, από την οποία δεν έλειψαν και κάποιες περιττές εκδηλώσεις βίας,[508] ο Ιουλιανός δεν είχε επιτύχει την καθοριστική νίκη, η οποία θα του επέτρεπε να συνεχίσει με την αισιοδοξία του νικητή την πορεία του προς την καρδιά της Περσίας. Ο περσικός στρατός παρέμενε άφαντος, αποφεύγοντας συστηματικά να συγκρουσθεί με τον ρωμαϊκό στρατό σε μάχη εκ παρατάξεως, στην οποία οι Ρωμαίοι ήσαν ακαταμάχητοι. Στο ρωμαϊκό στράτευμα είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια κόπωσης. Τίποτε όμως δεν πτοούσε τον Ιουλιανό, ο οποίος προήλαυνε ασυγκράτητος. Αφού επέτυχε μία ακόμη νίκη κατά περσικών δυνάμεων κοντά στην αρχαία Σελεύκεια, άνοιξε την παλαιά διώρυγα του Τραϊανού μεταξύ Ευφράτη και Τίγρη, περνώντας πλέον τον στρατό του στις όχθες του Τίγρη. Εκεί συγκρούσθηκε επιτέλους με σημαντικές περσικές δυνάμεις, κερδίζοντας μία ακόμη νίκη και προξενώντας στους Πέρσες μεγάλες απώλειες. Μολονότι οι Πέρσες διατηρούσαν ακέραιο τον κύριο όγκο των δυνάμεων τους, ο ρωμαϊκός στρατός βρισκόταν πλέον μία μόλις ανάσα από την περσική πρωτεύουσα, την Κτησιφώντα.

Τρομοκρατημένος από το ορατό πλέον ενδεχόμενο πολιορκίας της πρωτεύουσας του, ο Πέρσης βασιλεύς έστειλε επανειλημμένα πρέσβεις του στον Ιουλιανό, ζητώντας του να τερματισθεί ο πόλεμος με σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις εκ μέρους των Περσών προς τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πρακτικά, δηλαδή, ο Πέρσης βασιλεύς προσέφερε στον Ιουλιανό τη συνθηκολόγηση των Περσών με σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα για την αυτοκρατορία, σε περίπτωση που ο Ιουλιανός δεχόταν να διακόψει την προέλαση του. Ο Ιουλιανός όμως έμεινε ασυγκίνητος σε αυτές τις προτάσεις, χάνοντας την ευκαιρία να συνδέσει το όνομα του με ένα θρίαμβο μεγαλύτερο από όλους τους προηγούμενους θριάμβους του. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε αυτή τη στενοκέφαλη επιλογή του Ιουλιανού, αν δεν αντιληφθούμε τη μεγάλη ψυχολογική σημασία που είχε γι’ αυτόν η επίτευξη μιας συντριπτικής νίκης κατά των Περσών. Ο Ιουλιανός δεν επεδίωκε τη νίκη για την αυτοκρατορία, αλλά για τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι αυτή η νίκη θα καταξίωνε την πολιτική του και θα τον αποκαθιστούσε στα μάτια των υπηκόων του. Και ο μεν Πέρσης μονάρχης του προσέφερε μία συνθηκολόγηση υπό όρους, δηλαδή μία περιφανή νίκη για τα ρωμαϊκά όπλα, αλλά οι μαντείες που του παρουσίαζε ο ψευδοφιλόσοφος Μάξιμος, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία, του υπόσχονταν ακόμη περισσότερα· του υπόσχονταν έναν πραγματικό θρίαμβο ανάλογο με τους θριάμβους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένα θρίαμβο ο οποίος θα του επέτρεπε όχι μόνο να φθάσει, αλλά και να ξεπεράσει τη δόξα του Μακεδόνα στρατηλάτη, με το πρόσωπο του οποίου ο Ιουλιανός, όπως είδαμε και παραπάνω,[509] ταυτιζόταν όλο και περισσότερο. Ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός σχολιάζει ότι ο Ιουλιανός δεν στοχάσθηκε αυτό που έλεγε η παροιμία, ότι «το να νικάει κανείς είναι καλό, αλλά το να παρανικάει είναι επίφθονο». [510] Ο ζυμωμένος με την ελληνική παιδεία χριστιανός ιστορικός υπαινίσσεται σχεδόν φανερά ότι ο Ιουλιανός, αρνούμενος να δεχθεί τη συνθηκολόγηση των Περσών με την προσδοκία να κερδίσει ακόμη περισσότερα, διέπραττε μία ύβρη με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο θαυμαστής του Ιουλιανού Αμμιανός, προσπαθώντας να εξηγήσει την καταστροφή που ακολούθησε, την ερμηνεύει ως αποτέλεσμα μιας ύβρεως εκ μέρους του Παραβάτη αυτοκράτορα. Σε ό,τι αφορά τη στάση τον Αμμιανού έναντι τον Ιουλιανού, η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden σχολιάζει ότι, όσο περισσότερο προχωρεί ο Αμμιανός στην εξιστόρηση της ζωής του Ιουλιανού, τόσο περισσότερο μοιάζει να χάνει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη του στον ήρωα του. [511] Ήδη αναφερόμενος σε μία περίοδο πολύ πριν από την περσική εκστρατεία, και εξιστορώντας την αναχώρηση του Ιουλιανού από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Αντιόχεια, ο Αμμιανός είχε σχολιάσει ότι ο Ιουλιανός, συνεπαρμένος από τις πολλές επιτυχίες του, είχε αρχίσει να νιώθει ότι ήταν κάτι παραπάνω από θνητός. [512] Ήδη αυτό ήταν μία προφανής ύβρις, η οποία δεν μπορούσε παρά να επισύρει τη θεία νέμεση, δηλαδή την τιμωρία των θεών. Εξιστορώντας τώρα την περσική εκστρατεία, ο Αμμιανός εμφανίζει τον Ιουλιανό να φθάνει την ύβρη στον υπέρτατο βαθμό, προκαλώντας ευθέως τους θεούς. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Αμμιανό, μετά από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες της περσικής εκστρατείας, ο Ιουλιανός ετοιμάσθηκε να προσφέρει θυσία στον Άρη, πεπεισμένος ότι θα ακολουθούσαν και άλλες, ανάλογες επιτυχίες· αλλά οι εννέα από τους δέκα ταύρους που προορίζονταν για θυσία στον θεό ψόφησαν, προτού φθάσουν στον βωμό, ενώ και ο δέκατος έσπασε τα δεσμά του και διέφυγε, και όταν με δυσκολία κατάφεραν να τον ξαναπιάσουν, να τον οδηγήσουν στον βωμό και να τον θυσιάσουν, η θυσία έδωσε πολύ κακούς οιωνούς· βλέποντας τους οιωνούς, ο Ιουλιανός εξοργισμένος ορκίσθηκε ότι δεν θα προσέφερε ποτέ ξανά θυσία στον Άρη! Και ο Αμμιανός σχολιάζει ότι πράγματι δεν προσέφερε ξανά θυσία στον Άρη, αφού έχασε τη ζωή του λίγο αργότερα. [513] Ο Αμμιανός μοιάζει να νιώθει ότι δεν μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά, διότι ο Ιουλιανός είχε διαπράξει ύβρη απέναντι στους θεούς, και ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει, υφιστάμενος τις συνέπειες της οργής τους. Εξυπακούεται ότι τα περί ύβρεως του Ιουλιανού θα τα ασπάζονταν προθύμως και οι χριστιανοί, με τη μόνη διαφορά βέβαια ότι αυτοί δεν θα χρειαζόταν να ανατρέξουν στην αρρωστημένη αντίδραση του Ιουλιανού μπροστά στον βωμό του Άρη, για να βρουν μία εκδήλωση της ύβρεως του Παραβάτη αυτοκράτορα. Παρατηρούμε πάντως ότι και οι χριστιανοί και οι εθνικοί ένιωθαν ότι ο αυτοκράτορας είχε διαπράξει ύβρη, και είδαν τον θάνατο του σαν θεϊκή τιμωρία.

Ο Robert Browning σχολιάζει ότι η ξεροκεφαλιά του Ιουλιανού, που τον χαρακτήριζε ανέκαθεν, είχε πλέον πάρει διαστάσεις σχεδόν παθολογικές· γνωρίζοντας ότι είχε αποδειχθεί πως είχε πολλές φορές δίκιο στο παρελθόν, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι γύρω του είχαν άδικο, είχε καταλήξει να εμπιστεύεται υπερβολικά την κρίση του. [514] Διαβάζοντας αυτά τα σχόλια του Browning, αν συμβεί να αφαιρεθούμε για μια στιγμή, θα πιστεύσουμε ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο ενός ιστορικού που αναφέρεται στην ξεροκεφαλιά του Χίτλερ που οδήγησε στην καταστροφή του Στάλινγκραντ. Και επιπλέον, όπως συμπληρώνει ο Robert Browning, η πίστη του Ιουλιανού στον εαυτό του ενισχυόταν από τη διαρκώς αυξανόμενη πεποίθηση του ότι οι θεοί τον προόριζαν για ένα λαμπρό πεπρωμένο, την αποκατάσταση της χαμένης δόξας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. [515]

 

3. Η υποχώρηση και η απώλεια της εμπιστοσύνης του στρατεύματος. Το στράτευμα στα πρόθυρα της στάσεως

Βυθισμένος στον θολό κόσμο των οραμάτων του, ο Ιουλιανός ελάχιστα συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν πλέον όπως θα επιθυμούσε. Παρά τις προσπάθειες του και τις επιμέρους επιτυχίες του, δεν είχε μπορέσει να καταφέρει στους Πέρσες το αποφασιστικό κτύπημα, και έμοιαζε να έχει εμπλακεί σε έναν πόλεμο που έφθειρε μάλλον τις δικές του δυνάμεις, παρά αυτές των αντιπάλων. Ο Ιουλιανός φαινόταν να έχει απωλέσει πλήρως τη στρατηγική αρετή που είχε επιδείξει στο παρελθόν έναντι των βαρβάρων στον βορρά, και μαζί με αυτήν έχανε σιγά-σιγά και την εύνοια του στρατεύματος. Είχε ενεργήσει μία μεγάλη προέλαση στα ενδότερα του περσικού κράτους, αλλά είχε επιμηκύνει αδικαιολόγητα τις οδούς ανεφοδιασμού του, έχοντας εκθέσει τον στρατό του σε κινδύνους που δεν μπορούσε πλέον να αντιπαλαίσει. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι ο αυτοκράτορας είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο.

Ευρισκόμενος πλέον σχεδόν προ των πυλών της Κτησιφώντος, αλλά αντιλαμβανόμενος κάποια δυσαρέσκεια εκ μέρους του στρατεύματος, ο Ιουλιανός προέβη κατά τον Σωζομενό σε μία πραγματικά εξωφρενική κίνηση: Κάλεσε τους αρχηγούς του στόλου που συνόδευε το στράτευμα, και τους διέταξε… να ρίξουν τις προμήθειες στο ποτάμι, ώστε οι στρατιώτες, περιερχόμενοι σε αδιέξοδο, να μην έχουν πλέον άλλη επιλογή από το να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό στη μάχη, βλέποντας ως μόνη τους σωτηρία την κατάληψη της πλούσιας Κτησιφώντος. [516] Αυτή η κίνηση δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, και είναι πιθανόν να μην έγινε ποτέ, αλλά το βέβαιον είναι ότι ο ταραγμένος ψυχισμός του αυτοκράτορα τον ωθούσε πλέον σε επιλογές που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια τον στρατό του στην απόγνωση και την καταστροφή.

Ακόμη και ο «ευρισκόμενος στον κόσμο του» Ιουλιανός δεν μπορούσε να κλείνει τα μάτια μπροστά στην αδήριτη πραγματικότητα. Ακόμη και οι καλύτεροι στρατιώτες του, οι πιστές σε αυτόν μισθοφορικές δυνάμεις που τον είχαν ακολουθήσει από τη Γαλατία, είχαν πλέον αρχίσει να δυσανασχετούν, καθώς οι συνηθισμένοι στα βόρεια κλίματα στρατιώτες δεν μπορούσαν να αντέξουν την αποπνικτική ζέστη της Μεσοποταμίας. Και καθώς μόλις είχε μπει το καλοκαίρι, η κατάσταση ήταν βέβαιον ότι στο εξής θα επιδεινωνόταν συνεχώς. Κάποια στιγμή λοιπόν φαίνεται ότι ο Ιουλιανός ήλθε εις εαυτόν, συνειδητοποίησε σε τι κινδύνους είχε εκθέσει το στράτευμα, και συνεκάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο, προκειμένου να αποφασίσει περί του πρακτέου. Η απόφαση του πολεμικού συμβουλίου έφερε για πρώτη φορά το υπερήφανο ρωμαϊκό στράτευμα αντιμέτωπο με την τραγική πραγματικότητα: Υποχώρηση!

Το μόνο που έμενε να προσδιορισθεί ήταν η πορεία που θα ακολουθούσε το στράτευμα, για να φθάσει με ασφάλεια και με τις μικρότερες δυνατές απώλειες στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Πολλοί αξιωματούχοι του Ιουλιανού πρότειναν να βαδίσουν αντίστροφα την ίδια πορεία που τους είχε φέρει σχεδόν προ των πυλών της περσικής πρωτεύουσας. Ο Ιουλιανός δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Τότε, ένας ηλικιωμένος Πέρσης αιχμάλωτος[517] υπέδειξε ένα σύντομο δρόμο, ο οποίος, όπως έλεγε, μετά από τρεις η τέσσερις ημέρες δύσκολη πορεία θα οδηγούσε με ασφάλεια στα σύνορα· το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πάρουν μαζί τους μερικών ημερών τροφή και εφόδια. [518] Ο Ιουλιανός πείσθηκε ότι ο αιχμάλωτος έλεγε την αλήθεια (πείσθηκε «φρενοβλαβώς», όπως σχολιάζει ο Ιωάννης Ζωναράς[519]), και αποφάσισε να οδηγήσει το στράτευμα στην οδό που αυτός του είχε υποδείξει. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το να εμπιστευθεί ένας στρατηγός την τύχη του στρατού του και τις ζωές δεκάδων χιλιάδων ανδρών σε μία πληροφορία που του έδωσε ένας αιχμάλωτος εχθρός είναι πράξη παραφροσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν παρά μία από τις πολλές πράξεις παραφροσύνης στις οποίες προέβαινε πλέον κατά συρροήν ο Παραβάτης αυτοκράτορας.

Ο Ιουλιανός προέβη και σε μία άλλη παράδοξη ενέργεια. Κρίνοντας ότι τα πλοία που είχαν ακολουθήσει τον ρωμαϊκό στρατό στην εκστρατεία θα δυσχέραιναν την υποχώρηση, διέταξε… την πυρπόληση όλου του στόλου! Κατόπιν της διαταγής του αυτοκράτορα, χίλια εκατό πλοία,[520] επτακόσια πολεμικά και τετρακόσια φορτηγά πλοία, τυλίχθηκαν στις φλόγες μπροστά στα σαστισμένα μάτια των στρατιωτών. Σύμφωνα με την Averil Cameron, επρόκειτο για μία πράξη τρέλας. [521] Ο Λιβάνιος προσπαθεί να δικαιολογήσει αυτή την παράδοξη πράξη, γράφοντας ότι ούτως η άλλως θα απαιτείτο μεγάλη αύξηση των πληρωμάτων των πλοίων, προκειμένου αυτά να μπορέσουν να πλεύσουν αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού Τίγρη (πράγμα που θα αφαιρούσε πολύτιμες δυνάμεις από το στράτευμα), και επιπλέον ότι με την πυρπόληση του στόλου αντιμετωπιζόταν το φαινόμενο των στρατιωτών που υποκρίνονταν τους ασθενείς και κοιμούνταν στα πλοία. [522] Το βέβαιον ωστόσο είναι ότι η πυρπόληση του στόλου ήταν μία πράξη που καταρράκωσε το ηθικό του στρατεύματος. Κάνοντας μία εύστοχη ψυχολογική ανάλυση, ο Θεοδώρητος σχολιάζει ότι, ενώ οι καλοί στρατηγοί φροντίζουν να τονώνουν το ηθικό του στρατού τους, ο Ιουλιανός αντίθετα στέρησε απότομα κάθε ελπίδα από τους στρατιώτες που είχαν εκστρατεύσει υπ' αυτόν, πυρπολώντας τον στόλο στον οποίοι αυτοί — καλώς η κακώς— έβλεπαν τη μόνη ελπίδα για μία ασφαλή επιστροφή στην πατρίδα τους. [523] από αυτή την άποψη, η πυρπόληση του στόλου, ακόμη και αν αυτός τη δεδομένη στιγμή δεν είχε κάποια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, είχε ωστόσο καταλυτική επίδραση στον κρίσιμο τομέα του ηθικού.

Ο πικρός δρόμος της υποχώρησης άρχισε στις 16 Ιουνίου του 363, με κατεύθυνση όχι προς τα βορειοδυτικά και προς τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά προς τα… βορειοανατολικά, προς την επαρχία της Κορδουηνής, το σημερινό Κουρδιστάν. Και σαν να μην έφθανε η ταλαιπωρία της επίπονης πορείας και το καταρρακωμένο ηθικό, οι Πέρσες επιδόθηκαν σε έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό πόλεμο φθοράς, εξαπολύοντας φονικές επιθέσεις κατά των οπισθοφυλακών του στρατεύματος, και παράλληλα πυρπολώντας και ερημώνοντας τα πάντα στην πορεία του υποχωρούντος ρωμαϊκού στρατού, με αποτέλεσμα ο άλλοτε υπερήφανος στρατός του Ιουλιανού να μη βρίσκει στον δρόμο του παρά καμένη γη. [524] Επί αρκετές ημέρες ο ρωμαϊκός στρατός πορευόταν στα βουνά, μέσα από τρομερά βάραθρα και κάτω από τον καυτό ήλιο, με τους Πέρσες να εξαπολύουν κατά διαστήματα φονικές επιθέσεις, ενώ η πείνα και η δίψα γινόταν τόσο πιεστική, ώστε οι στρατιώτες αναγκάθηκαν να σκοτώσουν όλα τα άλογα του ιππικού, για να φάνε το κρέας τους. [525]

Μετά από αρκετές ημέρες πορείας, και ενώ τα σύνορα της αυτοκρατορίας δεν φαίνονταν πουθενά, ο Πέρσης αιχμάλωτος που είχε υποσχεθεί ότι θα οδηγούσε τους Ρωμαίους στη σωτηρία οδηγήθηκε ενώπιον του Ιουλιανού, και ομολόγησε ότι είχε σκοπίμως αφήσει να συλληφθεί, για να δώσει στους Ρωμαίους παραπλανητικές πληροφορίες και να τους οδηγήσει στην καταστροφή, προτιμώντας να βρει τον θάνατο, παρά να δει την πατρίδα του σκλαβωμένη. [526] Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Φιλοστόργιος, ο Πέρσης γέροντας, έχοντας καταφέρει να οδηγήσει το στράτευμα σε ερημική και αδιέξοδη τοποθεσία, όπου οι περισσότεροι Ρωμαίοι βρήκαν τον θάνατο, είχε παραδώσει τον ρωμαϊκό στρατό «έτοιμο θήραμα» στους ομοφύλους του. [527] Ο Ιουλιανός δεν είχε πολλά περιθώρια να εκτιμήσει τον πατριωτισμό του, και του επεφύλαξε απάνθρωπη τιμωρία, δίδοντας διαταγή να κατακρεουργηθεί. [528] Έχοντας προσγειωθεί πλέον ανώμαλα στην οδυνηρή πραγματικότητα, ο Ιουλιανός δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσπαθήσει να περισώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί. Διαγιγνώσκοντας την εις βάρος του δυσαρέσκεια του στρατεύματος, όπως γράφει ο Αμμιανός, θέλησε να ηρεμήσει τα πνεύματα με επίσημο λόγο προς όλο το στράτευμα· μιλώντας λοιπόν ενώπιον του συγκεντρωμένου στρατεύματος, υποσχέθηκε ότι, αν η εκστρατεία ερχόταν σε αίσιο πέρας, θα δίδονταν σε κάθε στρατιώτη εκατό δηνάρια· το ποσό όμως αυτό φάνηκε τόσο αστείο, τόσο γελοιωδώς μικρό, ώστε η δυσαρέσκεια του στρατεύματος ενάντια στον αυτοκράτορα να ενταθεί ακόμη περισσότερο. [529] Οι στρατιώτες ένιωθαν πλέον ότι ο αυτοκράτορας τους τους είχε παρασύρει σε μία περιπέτεια από την οποία κανείς δεν επρόκειτο να βγεϊ ζωντανός· και το μόνο που είχε βρει να τους πει, ήταν να τους τάξει… εκατό δηνάρια, εάν έβγαιναν ζωντανοί από την κόλαση στην οποία βρίσκονταν! Ενδεικτική της δυσαρέσκειας είναι η φήμη που μεταφέρει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, σύμφωνα με την οποία ο δεισιδαίμων Ιουλιανός πίστευε κατά την πυθαγορική διδασκαλία περί μετεμψυχώσεως… Ότι ήταν μετενσάρκωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου(Ι), και αυτή ακριβώς η οίηση τον είχε εξαπατήσει και τον είχε οδηγήσει σε μία τόσο άφρονα διεξαγωγή του πολέμου. [530] Ακόμη και αν επρόκειτο για απλή φήμη, είναι βέβαιον ότι υπό τις παρούσες συνθήκες βρέθηκαν πολλοί να την πιστεύσουν.

Η δυσαρέσκεια του στρατού προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα είχε φθάσει στο ζενίθ της. Αντί να διαβεί με ασφάλεια τα ρωμαϊκά σύνορα, ο στρατός είχε βρεθεί να περιπλανάται σε έρημους και αφιλόξενους τόπους, θυμίζοντας την επική εκείνη πορεία των Μυρίων του Ξενοφώντος. Ο ρωμαϊκός στρατός είχε αποκοπεί πλήρως από τις οδούς του ανεφοδιασμού του, και υπέφερε πλέον από κάθε λογής ελλείψεις, όπως παραδέχεται ο εθνικός ιστορικός Αμμιανός,[531] που μετείχε και ο ίδιος στην εκστρατεία. Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει να πιστεύουν μοιρολατρικά ότι, πριν προλάβουν να φθάσουν στα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θα έπεφταν όλοι νεκροί, είτε από την πείνα και τη δίψα, είτε από τις φονικές επιθέσεις των Περσών. Κατά τον Σωζομενό, η στρατιά ήταν εξαντλημένη και από το μήκος της οδού και από την ένδεια των επιτηδείων. [532] Ο καυτός ήλιος έκανε την πορεία αφόρητη, ενώ την απελπισία των στρατιωτών επέτειναν οι αμέτρητες μύγες και τα κουνούπια, που κατά την έκφραση του Αμμιανού «έκρυβαν τον ουρανό». [533] Όπως γράφει ο Θεοδώρητος, «μην έχοντας να πιουν και να φάνε οι στρατιώτες, μην έχοντας κάποιους να τους οδηγούν αλλά περιπλανώμενοι σε έρημη χώρα, αντιλήφθηκαν την αβουλία του σοφότατου βασιλέως». [534]

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν θα περίμενε βέβαια κανείς ότι ο Ιουλιανός θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει την εύνοια του στρατεύματος. Ο τρόπος με τον οποίο έβλεπαν τον αυτοκράτορα τους οι στρατιώτες, περιπλανώμενοι κάτω από τραγικές συνθήκες και αποδεκατιζόμενοι συνεχώς από την πείνα και από τις περσικές επιθέσεις, απηχείται σε αυτά που έγραψε αργότερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος:

«Αυτός ο οποίος οδήγησε κατά του εχθρού τόσες δεκάδες χιλιάδες στρατιωτών όσες κανένας άλλος βασιλιάς, και ήλπισε ότι επιτιθέμενος θα κυρίευε όλο το περσικό κράτος χωρίς κόπο, ενήργησε τόσο άθλια και ελεεινά, σαν να είχε μαζί του στράτευμα γυναικών και μικρών παιδιών μάλλον παρά ανδρών. Πρώτ' απ’ όλα, τους περιήγαγε σε τέτοια ένδεια από την αβουλία του, ώστε να φθάσουν να φάνε κρέατα άλογων, και άλλοι να πεθάνουν από την πείνα και άλλοι από τη δίψα. Σαν να ήταν στρατηγός των Περσών και σαν να μην επεδίωκε να υποτάξει εκείνους, αλλά να τους παραδώσει τους δικούς του, τους απέκλεισε σε αδιέξοδες τοποθεσίες και μόνο που δεν τους παρέδωσε δεμένους στους Πέρσες». [535]

Ο F. Α. Ridley παραλληλίζει αρκετά εύστοχα την περσική εκστρατεία του Ιουλιανού με την εκστρατεία του Ναπολέοντα κατά της Ρωσίας. [536] Όπως σχολιάζει η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden, η περσική εκστρατεία ήταν από κάθε άποψη μία καταστροφή, και μάλιστα, όπως μας δίδει να καταλάβουμε και ο Αμμιανός, αυτή η καταστροφή δεν ήταν έργο της τύχης, αλλά αποτέλεσμα κακού σχεδιασμού και ακόμη χειρότερης εκτέλεσης. [537] Η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden διαπιστώνει προς τούτοις ότι η υπόθεση περί ψυχολογικής έντασης δεν αρκεί, για να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Ιουλιανού κατά τη διάρκεια της περσικής εκστρατείας, και προσθέτει ότι η περσική εκστρατεία έχει δικαίως θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της σχετικής με τον Ιουλιανό ιστοριογραφίας. [538] Για να λέμε όμως τα πράγματα με το όνομα τους, η συμπεριφορά του Ιουλιανού κατά τη διάρκεια της περσικής εκστρατείας αποτελεί πρόβλημα μόνο για αυτούς που επιθυμούν να «αποκαταστήσουν» τον Ιουλιανό, και αρνούνται να δουν μία απλή αλήθεια: ότι ο Ιουλιανός της περσικής εκστρατείας δεν ήταν πλέον ο ικανός στρατηγός της Γαλατίας, αλλά μία φανερά διαταραγμένη προσωπικότητα. Και ο Ιουλιανός έφυγε από τη ζωή μισούμενος όχι μόνον από τους χριστιανούς υπηκόους του, αλλά και από τους στρατιώτες του που τον είχαν κάποτε λατρεύσει.

 

4. Ο θάνατος του Ιουλιανού και το κρίσιμο ερώτημα: Ποιος έπληξε τον Παραβάτη αυτοκράτορα;

Ο θάνατος του Παραβάτη αυτοκράτορα έμελλε να προκαλέσει και αυτός με τη σειρά του ατέλειωτες συζητήσεις, σχεδόν όσες και ο πολυτάραχος βίος του. Και αξίζει πραγματικά να δούμε προσεκτικά τα όσα γνωρίζουμε για το τέλος του Ιουλιανού, διότι οι κατά καιρούς υμνητές του Ιουλιανού βρίσκουν σε αυτόν μία ακόμη αφορμή να εξαπολύσουν τα βέλη τους: Ο Ιουλιανός, λένε, εφονεύθη σε εκστρατεία του κατά των Περσών όχι όμως από χέρι εχθρικό, αλλά από χέρι προδότη, από χέρι χριστιανού. Βεβαίως, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, οι πολέμιοι του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού πράττουν εδώ αυτό που πράττουν συνήθως: εμφανίζουν ανυπόστατα ψεύδη ή απλές εικασίες ως αποδεδειγμένες ιστορικές αλήθειες, και κτίζουν επ’ αυτών το σαθρό οικοδόμημα της αμφισβήτησης του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού. Είναι λοιπόν επιβεβλημένο να δούμε από πιο κοντά τις πληροφορίες που έχουμε για το τέλος του Ιουλιανού.

Όπως είδαμε παραπάνω, η εκστρατεία, η οποία είχε αρχίσει με σπουδαίες νίκες, είχε πάρει δυσμενή τροπή λόγω της απομάκρυνσης του ρωμαϊκού στρατού από τις οδούς του ανεφοδιασμού του, και έτσι ο Ιουλιανός είχε αναγκασθεί να διατάξει τακτική υποχώρηση. Η επίπονη όμως και ταπεινωτική πορεία της υποχώρησης είχε φέρει τον στρατό στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αντιμέτωπο με το φάσμα του θανάτου, είτε από τις τραγικές ελλείψεις, είτε από τις περσικές επιθέσεις. Οι Πέρσες, φοβούμενοι να αναμετρηθούν με τον πληγωμένο ρωμαϊκό στρατό σε ανοικτό πεδίο, καθώς αναγνώριζαν την πανθομολογούμενη ανωτερότητα του στη μάχη εκ παρατάξεως, παρενοχλούσαν συνεχώς τους υποχωρούντες Ρωμαίους, εξαπολύοντας σφοδρές επιθέσεις σε διάφορα σημεία της υποχωρούσης ρωμαϊκής παρατάξεως. Σε μία από αυτές τις επιθέσεις βρήκε τον θάνατο ο Ιουλιανός.

Την πιο αξιόπιστη εικόνα του θανάτου του Ιουλιανού μας τη δίδει ο εθνικός ιστορικός και θαυμαστής του Ιουλιανού Αμμιανός, ο οποίος άλλωστε συμμετείχε και ο ίδιος στην εκστρατεία που στοίχισε τη ζωή του αυτοκράτορα και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που αφηγείται. Όπως λοιπόν μας διηγείται ο Αμμιανός, σε μία από τις περσικές επιθέσεις κατά του υποχωρούντος ρωμαϊκού στρατού, ο Ιουλιανός διέκρινε άμεσο κίνδυνο για τη συνοχή του στρατεύματος, και με ηρωισμό αλλά και απρονοησία χύμηξε έφιππος χωρίς θώρακα ενάντια στους Πέρσες· τελικά, η περσική επίθεση απωθήθηκε, αλλά ο Ιουλιανός επέμεινε να κυνηγάει τους υποχωρούντες Πέρσες· η προσωπική του φρουρά είχε μείνει πίσω, και οι υπασπιστές του έντρομοι φώναζαν στον αυτοκράτορα να βγει από την επικίνδυνη μάζα των υποχωρούντων πολεμίων κάποια στιγμή, και ενώ κατά τον Αμμιανό ο Ιουλιανός βρισκόταν εν μέσω των Περσών, ένα ακόντιο τον έπληξε ξαφνικά στο πλευρό, incertum unde, δηλαδή «άδηλον από που», όπως γράφει ο Αμμιανός. [539]

Αυτά είναι όσα μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα από κει και πέρα, μόνον εικασίες μπορούν να γίνουν. Όπως είναι φανερό, το πιο λογικό είναι να υποθέσουμε ότι αυτός που σκότωσε τον Ιουλιανό ήταν Πέρσης. Πράγματι, μολονότι δεν γνωρίζουμε ποιος ακριβώς εξηκόντησε το ακόντιο που φόνευσε τον Ιουλιανό, φαίνεται εν τούτοις σχεδόν βέβαιο ότι αυτός ήταν Πέρσης, δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως ο Ιουλιανός επλήγη εν μέσω των πολεμίων. Άλλωστε, ο Ιουλιανός δεν βρήκε ακαριαίο θάνατο. Μεταφέρθηκε στη σκηνή του, κάποια στιγμή νόμισε πως ήταν καλύτερα, και ζήτησε μάλιστα να επιστρέψει στη μάχη. Όταν έγινε φανερό ότι σιγά-σιγά έχανε τη μάχη με τον θάνατο, ο Ιουλιανός απηύθυνε στους παρευρισκομένους μακρό αποχαιρετιστήριο λόγο, τον οποίο παραθέτει ο Αμμιανός,[540] και έφυγε από τη ζωή ειρηνικά, συζητώντας με φιλοσόφους για την αθανασία της ψυχής. Σε όλους αυτούς τους μακρούς λόγους ο Ιουλιανός δεν έκανε ούτε νύξη στο ενδεχόμενο να προήλθε το ακόντιο που τον έπληξε από φίλιο χέρι· προφανώς, ο Ιουλιανός δεν υποψιαζόταν καν κάτι τέτοιο. Έπειτα, ο μεν Αμμιανός μπορεί να γράφει ότι ήταν «άδηλον» από που εξηκοντίσθηκε το φονικό ακόντιο, άλλα ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ο Λατίνος ιστορικός του τετάρτου αιώνα και μάλλον εθνικός Ευτρόπιος, γράφει ρητώς ότι ο Ιουλιανός επλήγη «από κάποιον εχθρό»,[541] Και ο Ευτρόπιος  μπορεί να μην είναι από τα πρώτα ονόματα της ιστοριογραφίας, αλλά πάντως ήταν παρών στην περσική εκστρατεία που στοίχισε τη ζωή του Ιουλιανού, και αυτό δίδει ιδιαίτερο κύρος στη μαρτυρία του. Όλα τα παραπάνω μοιάζουν να μην αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας ότι το μοιραίο ακόντιο εξηκοντίσθηκε από εχθρικό χέρι. Ευλόγως λοιπόν διερωτάται κανείς: Πώς προκύπτει η υποψία έστω όχι ο Ιουλιανός εφονεύθη από χέρι χριστιανού;

Την τροφή για κάθε λογής εικασίες την έδωσε βέβαια αυτό το incertum unde που μεταφέρει ο Αμμιανός, και που προφανώς μετέφεραν και άλλοι στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού. Ο πρώτος που φαίνεται όχι διετύπωσε ρητώς την υποψία όχι ο Ιουλιανός εφονεύθη από χριστιανούς ήταν ο εθνικός ρήτορας Λιβάνιος, σε έναν επιτάφιο λόγο που συνέθεσε προς τιμήν του εκλιπόντος αυτοκράτορος. Το σκεπτικό του Λιβανίου είναι το εξής: Αυτός που σκότωσε τον αυτοκράτορα δεν μπορεί να ήταν εχθρός, γιατί διαφορετικά θα είχε τιμηθεί για το κατόρθωμά του· οι Πέρσες κάλεσαν δια κηρύκων να εμφανισθεί αυτός που είχε πλήξει τον Ιουλιανό, για να του απονεμηθούν οι δέουσες τιμές· αλλά κανείς δεν διεκδίκησε για τον εαυτό του αυτό το κατόρθωμά· άρα, ο φονεύς του Ιουλιανού δεν ήταν εχθρός, αλλά κάποιος από τη ρωμαϊκή παράταξη, και πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα σε αυτούς που είχαν συμφέρον να δουν τον Ιουλιανό νεκρό· και αυτοί δεν ήσαν άλλοι από τους «ζώντες ου κατά τους νόμους», δηλαδή τους χριστιανούς. Αυτά γράφει ο Λιβάνιος. [542]

Ο Λιβάνιος επανήλθε αργότερα στο θέμα με νέο του λόγο, πλαισιώνοντας τον ισχυρισμό του με πρόσθετα επιχειρήματα. Σε αυτόν τον λόγο του, ο Λιβάνιος μέμφεται τον διάδοχο του Ιουλιανού αυτοκράτορα Ιοβιανό ότι όχι μόνο δεν έσπευσε να αναζητήσει και να τιμωρήσει τον φονέα του Ιουλιανού, όπως όφειλε να κάνει, αλλά και αμέλησε αδικαιολόγητα να διερευνήσει την υπόθεση. [543] Η αμέλεια αυτή ήταν ακόμη περισσότερο αδικαιολόγητη, γράφει ο Λιβάνιος, αφ' ης στιγμής ο Ιοβιανός μπορούσε να γνωρίζει από τις διαπραγματεύσεις που διεξήγε με τους Πέρσες ότι στο περσικό στρατόπεδο δεν είχε βρεθεί κανείς να διεκδικήσει για τον εαυτό του την τιμή ότι αυτός είχε φονεύσει τον Ρωμαίο αυτοκράτορα. [544] Προκειμένου να στηρίξει περαιτέρω τον ισχυρισμό του, ο Λιβάνιος γράφει ότι ο Ιουλιανός επλήγη ευρισκόμενος εν μέσω του ρωμαϊκού στρατεύματος («εις μέσην την στρατιάν»), και προσθέτει ότι κάνεις Πέρσης δεν θα τολμούσε να εισέλθει μόνος του στην καρδιά του ρωμαϊκού στρατού, φοβούμενος τον θάνατο, και ότι, αν τυχόν η διείσδυση δεν είχε γίνει από ένα μεμονωμένο Πέρση αλλά από περισσότερους, τότε θα είχαν φονευθεί πολλοί Ρωμαίοι στρατιώτες, και όχι μόνον ο αυτοκράτορας. [545] Ο Λιβάνιος επανέρχεται στη συνέχεια στο βασικό του επιχείρημα, ότι δηλαδή δεν βρέθηκε στο περσικό στρατόπεδο κανένας να ισχυρισθεί ότι αυτός είχε χτυπήσει τον Ιουλιανό. [546] Προσθέτει μάλιστα ότι, σε κάποια από τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνθήκης, ο Πέρσης βασιλεύς Σαπώρ Β΄ εξέφρασε στους απεσταλμένους των Ρωμαίων την απορία του, που δεν είχε επιβληθεί καμία τιμωρία για τον θάνατο του Ιουλιανού, λέγοντας ότι ο ίδιος, όταν κάποτε είχε βρει τον θάνατο στη μάχη κάποιος αξιωματούχος του, είχε «παρηγορήσει» του οικείους του φονευθέντος, στέλνοντας τους τα κεφάλια των ανδρών της προσωπικής του φρουράς. [547] Όλα αυτά αποδεικνύουν κατά τον Λιβάνιο ότι ο δολοφόνος του Ιουλιανού έπρεπε να αναζητηθεί μεταξύ των Ρωμαίων. Αντιμετωπίζοντας δε την ένσταση ότι δεν είχε βρεθεί κανένας να υποδείξει κάποιον ως δράστη ούτε και αυτόπτες μάρτυρες να επιβεβαιώσουν αυτή την κατηγορία, αποδίδει αυτό το γεγονός στη φανερή απροθυμία να διερευνηθεί η υπόθεση· αν οι αρχές είχαν επιδείξει τον δέοντα ζήλο και είχαν διενεργήσει τις επιβεβλημένες ανακρίσεις, τότε θα είχαν βρεθεί κατά τον Λιβάνιο πολλοί κατήγοροι και πολλοί αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι θα είχαν φωτίσει όλες τις πτυχές της σκοτεινής υπόθεσης· αφ' ης στιγμής όμως δεν υπήρξε αυτός ο ζήλος, καταλήγει ο Λιβάνιος, όσοι γνώριζαν κάτι έκριναν πιο ασφαλές να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. [548] Αυτά είναι εν ολίγοις τα επιχειρήματα του Λιβανίου.

Όπως είναι φυσικό, αφ' ης στιγμής υπήρχε αυτό το incertum unde, η εικασία του Λιβανίου κατεγράφη ως μία εκδοχή σχετικά με τον θάνατο του Ιουλιανού, και βρήκε πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα σε αυτούς που είχαν συμφέρον να ενοχοποιήσουν τους χριστιανούς. Ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός, αφού πρώτα γράφει ότι το ακόντιο που έπληξε τον Ιουλιανό ήλθε «εξ αφανούς» και ότι «αυτός που τον σκότωσε έμεινε άγνωστος», μαρτυρεί ότι η εκδοχή ότι ο αυτοκράτορας εβλήθη «υπό οικείου στρατιώτου» ήταν η ευρύτερα διαδεδομένη. [549] Ομοίως, ο χριστιανός ιστορικός Σωζομενός, καταγράφοντας τις διάφορες εκδοχές σχετικά με το ποιος σκότωσε τον Ιουλιανό, παραπέμπει και στον Λιβάνιο,[550] και προσθέτει ότι δεν αποκλείεται η εκδοχή του να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· διότι δεν θα ήταν παράδοξο, όπως γράφει, κάποιος χριστιανός από το ρωμαϊκό στράτευμα να αναλογίσθηκε ότι μέχρι εκείνη την εποχή ακόμη οι Έλληνες και όλοι γενικά οι άνθρωποι επαινούσαν και τιμούσαν τους αρχαίους Τυραννοκτόνους, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, διότι είχαν προτιμήσει να πεθάνουν οι ίδιοι χάριν της ελευθερίας όλων και βεβαίως ήταν φυσικό οι χριστιανοί να αποστρέφονται τον Ιουλιανό και να τον θεωρούν ως τύραννο πολύ χειρότερο από τον Ιππία και τον Ίππαρχο, τον οποίο είχαν φονεύσει οι Τυραννοκτόνοι της αρχαιότητας. [551] Κάποιοι υποστηρικτές της εκδοχής περί δολοφονίας του Ιουλιανού από χριστιανό θα έσπευδαν να διακρίνουν πίσω από αυτά τα λόγια του Σωζομενού μία έμμεση ομολογία· αλλά βεβαίως είναι προφανές ότι ο Σωζομενός δεν πράπει εδώ τίποτε περισσότερο από το να παραθέτει μία εκδοχή, την οποία φυσικά δεν απορρίπτει- και ορθώς δεν την απορρίπτει, αφού υπάρχει αυτό το incertum unde, το οποίο επιβάλλει τη σχολαστική καταγραφή όλων των δυνατών εκδοχών.

Αν όμως καλούμασταν να αξιολογήσουμε την εκδοχή του Λιβανίου, τότε δεν θα μπορούσαμε παρά να παρατηρήσουμε ότι αυτή δεν είναι παρά μία εικασία και μόνον, την οποία μάλιστα ο εμπνευστής της επιχειρεί να θεμελιώσει σε εντελώς σαθρά θεμέλια. Πρώτ' απ’ όλα, δεν πρέπει να παραλείψουμε να επισημάνουμε εκ νέου ότι ο ίδιος ο Ιουλιανός δεν είχε καν σκεφθεί το ενδεχόμενο που υποστηρίζει εδώ ο Λιβάνιος. Ο Ιουλιανός πέθανε, χωρίς να υποψιάζεται καν ότι μπορούσε να τον είχε χτυπήσει κάποιος άλλος, και όχι Πέρσης· και είναι δύσκολο να πιστεύσουμε ότι ο Ιουλιανός δεν είχε κάνει την ενστικτώδη κίνηση να στρέψει το κεφάλι του προς την κατεύθυνση από την οποία ήλθε το ακόντιο· και αν το έστρεψε, όπως είναι σχεδόν βέβαιον ότι θα έκανε, και είχε δει ότι ο δολοφόνος του ήταν Ρωμαίος στρατιώτης, τότε δεν θα είχε παραλείψει να αποκαλύψει τη συνωμοσία· αλλά αυτός προτίμησε να μιλήσει για την αθανασία της ψυχής και για πλείστα όσα άλλα θέματα, χωρίς να θέσει καθόλου θέμα ταυτότητας αυτού που τον είχε πλήξει. Το αβίαστο συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι ο Ιουλιανός ήταν πεπεισμένος ότι είχε πληγεί από περσικό χέρι.

Έπειτα, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι ο Λιβάνιος, επειγόμενος να αποδείξει το βάσιμο του ισχυρισμού του ότι αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό ήταν χριστιανός, δεν διστάζει να προβεί σε μία καταφανή πλαστογράφηση των στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός μας πληροφορεί, όπως είδαμε, ότι ο Ιουλιανός επλήγη ευρισκόμενος εν μέσω των πολεμίων και έχοντας απομακρυνθεί ακόμη και από την προσωπική του φρουρά, οι άνδρες της οποίας τον φώναζαν έντρομοι να βγει από τη μάζα των υποχωρούντων πολεμίων,[552] ο Λιβάνιος αντίθετα ισχυρίζεται ότι ο Ιουλιανός επλήγη εν μέσω Ρωμαίων, «εις μέσην την στρατιάν». Βεβαίως, εξυπακούεται ότι δεν τίθεται θέμα δισταγμού σχετικά με το ποιος εκ των δύο έχει δίκιο, ο αυτόπτης μάρτυρας ή ο εκ των υστέρων κατήγορος.

Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να πούμε σχετικά με τη μαρτυρία τον Αμμιανού, το οποίο πρακτικά αποτελεί μία ακόμη διάψευση της εκδοχής του Λιβανίου. Σχεδόν αμέσως μόλις έφθασαν τα νέα για το τέλος του Παραβάτη αυτοκράτορα, ο Λιβάνιος βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να αποδείξει ότι ο Ιουλιανός είχε πέσει θύμα συνωμοσίας των χριστιανών σε μία σειρά από λόγους του, επιστράτευσε όλη την πανθομολογούμενη ευγλωττία του, στηρίζοντας την εκδοχή του στα επιχειρήματα που είδαμε παραπάνω. Όπως είδαμε να μαρτυρεί και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός, η εκδοχή του Λιβανίου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη. Ο Αμμιανός, τώρα, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ολοκλήρωσε τη συγγραφή του δικού του έργου περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, περί το 395. [553] Επομένως, ο Αμμιανός ήταν εν γνώσει της εκδοχής του Λιβανίου. Το γεγονός ότι όχι μόνον δεν την υιοθετεί, αλλά και δεν μπαίνει καν στον κόπο να την παραθέσει, είναι φανερό ότι αποτελεί έμμεση αποδοκιμασία και έμπρακτη διαφοροποίηση. Ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός προτίμησε να γράψει νηφάλια αυτά που είχε δει και γνώριζε, χωρίς να δώσει βάση σε αστήρικτες εικασίες. Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για τη μαρτυρία του επίσης εθνικού ιστορικού Ζωσίμου, ο οποίος γράφει επιγραμματικά ότι ο Ιουλιανός επλήγη «στην ακμή της μάχης, και μεταφέρθηκε πάνω σε ασπίδα στη σκηνή, και αφού ψυχορράγησε μέχρι τη νύκτα, πέθανε». [554] Μία σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι το έργο του Ζωσίμου απηχεί και τις θέσεις και του επίσης αμετανόητου εθνικού Ευναπίου στο χαμένο σήμερα ιστορικό του σύγγραμμα· είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φώτιος, που είχε πρόσβαση και στα δύο έργα, γράφει ότι «θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ζώσιμος δεν έγραψε ιστορία, αλλά μετέγραψε την ιστορία του Ευναπίου». [555] Και όπως παρατηρούμε, και στο έργο του Ζωσίμου, όπως πιθανότατα και στο απολεσθέν του Ευναπίου, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην εκδοχή του Λιβανίου περί ενοχής κάποιου χριστιανού για τον φόνο του Ιουλιανού και όπως είπαμε και για τον Αμμιανό, ομοίως θα μπορούσαμε να πούμε και εδώ ότι αυτή η αποσιώπηση συνιστά έμμεση αποδοκιμασία και έμπρακτη διαφοροποίηση.

Άλλα δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να συναγάγουμε μέσα από τη διασταύρωση με άλλες πηγές το αστήρικτο της εκδοχής του Ευναπίου, τη στιγμή που και τα ίδια τα επιχειρήματα του Λιβανίου δεν αποδεικνύουν τίποτε. Για παράδειγμα, όπως είδαμε, ο Λιβάνιος επικαλείται ότι ο Πέρσης βασιλεύς Σαπώρ Β΄ εξέφρασε στους απεσταλμένους των Ρωμαίων την απορία του, που δεν είχε επιβληθεί καμία τιμωρία για τον θάνατο του Ιουλιανού, λέγοντας ότι ο ίδιος, όταν κάποτε είχε βρει τον θάνατο στη μάχη κάποιος αξιωματούχος του, είχε «παρηγορήσει» του οικείους του φονευθέντος, στέλνοντας τους τα κεφάλια των ανδρών της προσωπικής του φρουράς. Αυτό μπορεί να έγινε έτσι ακριβώς, όπως το διηγείται ο Λιβάνιος, αλλά φανερά δεν αποδεικνύει τίποτε· απλούστατα, ο Σαπώρ θεωρούσε ότι έπρεπε να τιμωρηθούν οι άνδρες της προσωπικής φρουράς του Ιουλιανού, γιατί δεν είχαν φυλάξει αποτελεσματικά τον αυτοκράτορα τους, ο οποίος είχε πέσει νεκρός, χωρίς κανένας από αυτούς να πάθει τίποτα· όπως είναι φανερό, αυτό δεν αποτελεί υπαινιγμό ότι ο Ιουλιανός είχε πληγεί από φίλιο χέρι, όπως θέλει να το εμφανίσει ο Λιβάνιος.

Αλλά και το βασικό επιχείρημα του Λιβανίου δεν αποδεικνύει τίποτε. Πράγματι, είναι να απορεί κανείς πως ο κατά τ' άλλα λόγιος Λιβάνιος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι το επιχείρημα του, με το οποίο υποτίθεται ότι αποδείκνυε πως πίσω από τον θάνατο του Ιουλιανού κρυβόταν κάποιος χριστιανός, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί αυτούσιο, για να αποδείξει και το ακριβώς αντίθετο. Αν δηλαδή το γεγονός ότι οι Πέρσες δεν τίμησαν κανέναν αποδεικνύει ότι αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό δεν ήταν Πέρσης, με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό και το γεγονός ότι οι χριστιανοί δεν τίμησαν κανέναν αποδεικνύει ότι αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό δεν ήταν χριστιανός. Ο χριστιανισμός ανακουφίσθηκε με τον θάνατο του μισητού τυράννου. Η πρώτη κίνηση του διαδόχου του Ιοβιανού ήταν να καταργήσει τους αντιχριστιανικούς νόμους του Παραβάτη αυτοκράτορα και να αποκαταστήσει τον χριστιανισμό στην προ Ιουλιανού κατάσταση. Χωρίς υπερβολή, ο αιφνίδιος θάνατος του χριστομάχου τυράννου αποτέλεσε για τους χριστιανούς θείο δώρο. Και όμως, σε κανένα χριστιανό δεν αποδόθηκαν οι τιμές που είχαν αποδοθεί στην αρχαιότητα στον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, τους θρυλικούς Τυραννοκτόνους.

Σημειωτέον ότι οι χριστιανοί δεν ήσαν καθόλου απρόθυμοι να τιμήσουν αυτόν που τους είχε απαλλάξει από τον Ιουλιανό. Πολλοί είδαν τον θάνατο του Ιουλιανού ως έργο του Θεού, και είναι χαρακτηριστικό ότι ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας αποδίδει τον φόνο του Ιουλιανού στον Άγιο Μερκούριο, ένα στρατιωτικό Άγιο που είχε βρει μαρτυρικό θάνατο πολύ πριν την εποχή του Ιουλιανού στα χρόνια των μεγάλων διωγμών, και συγκεκριμένα επί αυτοκράτορος Δεκίου (αύτ. 249-251). Σύμφωνα με τον Μαλάλα, την ημέρα που επρόκειτο να βρει τον θάνατο ο Ιουλιανός, ο Μέγας Βασίλειος είδε σε νυκτερινό όραμα τους ουρανούς να έχουν ανοίξει και τον Χριστό να κάθεται στον θρόνο του και να φωνάζει: «Μερκούριε, πήγαινε και σκότωσε τον βασιλιά Ιουλιανό, τον αντίπαλο των χριστιανών». Ο άγιος Μερκούριος καθόταν μπροστά από τον θρόνο με θώρακα σιδερένιο που έλαμπε από το φως, και όταν άκουσε τη διαταγή του Κυρίου, εξαφανίσθηκε για λίγο, και κατόπιν γύρισε και ανακοίνωσε στον Χριστό ότι η διαταγή του είχε εκτελεσθεί και ο Ιουλιανός έκειτο νεκρός· την επόμενη ημέρα, όπως γράφει ο Μαλάλας, ο Μέγας Βασίλειος εκμυστηρεύθηκε σε μερικούς κληρικούς του το νυκτερινό του όραμα, αλλά εκείνοι τον προέτρεψαν να μην πει τίποτε· αργότερα, έγινε γνωστό ότι εκείνη την ημέρα ο Ιουλιανός είχε βρει τον θάνατο. [556] Αυτή η ιστορία μπορεί βέβαια να είναι μία επινόηση του ευφάνταστου Μαλάλα, αλλά είναι μία ιστορία που αναπαράγεται από τον Ιωάννη Νικίου[557] και άλλους μεταγενεστέρους, και πάντως αποδεικνύει ότι οι χριστιανοί ήσαν πρόθυμοι να τιμήσουν αυτόν που είχε πλήξει τον Ιουλιανό· και επειδή δεν τον έβρισκαν μεταξύ των ζώντων χριστιανών, έφθασαν να αποδώσουν την τιμή σε ένα μάρτυρα που είχε φονευθεί περισσότερο από έναν αιώνα πριν από τον Ιουλιανό.

Αν λοιπόν αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό ήταν χριστιανός, πιθανότατα οι χριστιανοί θα τον είχαν περιβάλει με τις πιο μεγάλες τιμές, απαλλαγμένοι ως εκ θαύματος από έναν απηνή διώκτη και έναν ειδεχθή τύραννο· αλλά βεβαίως ουδείς ετιμήθη, όπερ αποδεικνύει ότι αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό δεν ήταν χριστιανός· και μάλιστα, όπως παρατηρούμε, αυτό αποδεικνύεται με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό, με το οποίο ο Λιβάνιος θέλησε να αποδείξει ότι αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό δεν ήταν Πέρσης.

Και αν τυχόν υποστηρίξει κάποιος ότι τάχα αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό ήταν μεν χριστιανός, αλλά κατά πάσα πιθανότητα έχασε και ο ίδιος τη ζωή του στη μάχη και έτσι δεν μπόρεσε να διεκδικήσει τη δόξα του νέου Τυραννοκτόνου, δεν βλέπουμε γιατί τούτο ισχύει μόνο στην περίπτωση που αυτός που φόνευσε τον Ιουλιανό ήταν χριστιανός, και δεν ισχύει εξίσου και στην περίπτωση που αυτός ήταν Πέρσης. Ο Robert Browning γράφει, αξιολογώντας το σκεπτικό του Λιβανίου, ότι το επιχείρημα πως αυτός που έπληξε τον Ιουλιανό δεν μπορούσε να είναι Πέρσης, επειδή κανένας δεν διεκδίκησε την τιμή για κάτι τέτοιο, δεν έχει την παραμικρή αξία διότι, όπως εξηγεί, αυτός που έπληξε τον Ιουλιανό μπορεί να φονεύθηκε στα επόμενα λεπτά της μάχης, και επιπλέον, ακόμη και αν επέζησε, μπορεί να μη γνώριζε ότι αυτός που είχε πλήξει ήταν ο Ιουλιανός, δεδομένου άλλωστε ότι ο Ιουλιανός δεν φορούσε τον θώρακα του και πιθανότατα δεν είχε τίποτε που δήλωνε ότι ήταν ο αυτοκράτορας — εξ ου άλλωστε και οι Πέρσες δεν γνώριζαν αρχικά ότι ο Ιουλιανός είχε σκοτωθεί. [558] Είναι λοιπόν φανερό ότι ο συλλογισμός του Λιβανίου είναι στην πραγματικότητα εντελώς σαθρός.

Αν λοιπόν ο Ιουλιανός δεν επλήγη από χέρι χριστιανού, όπως θέλει να το εμφανίσει ο Αιβάνιος, τότε δεν μένει παρά να επλήγη από χέρι πολεμίου. Μία όμως εκδοχή που έχει αρκετές πιθανότητες να απηχεί την πραγματικότητα είναι να μην επλήγη ο Ιουλιανός από περσικό χέρι, αλλά από κάποιον Σαρακηνό, δηλαδή Άραβα ελαφρό ιππέα. Η εκδοχή αυτή είναι ευρύτατα διαδεδομένη. Την παραθέτουν ο Σωζομενός,[559] ο Γρηγόριος Θεολόγος[560] και ο Θεοδώρητος Κύρρου[561] (ο τελευταίος κάνει λόγο για έναν «από τους νομάδες που λέγονται Ισμαηλίτες»). Ο Φιλοστόργιος προχωρεί ακόμη παραπέρα, και δεν παραθέτει απλώς, αλλά και υιοθετεί πλήρως αυτή την εκδοχή: Το περσικό στράτευμα, γράφει, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά των Ρωμαίων, έχοντας μαζί και τις δυνάμεις των υποσπόνδων (δηλαδή συμμάχων βάσει συνθήκης) κοντοφόρων (δηλαδή οπλισμένων με ακόντια) Σαρακηνών ένας από αυτούς τίναξε το ακόντιο και τραυμάτισε θανάσιμα τον Ιουλιανό· αμέσως κατόπιν, ένας από τους υπασπιστές δορυφόρους του αυτοκράτορα επιτέθηκε στον Σαρακηνό και του έκοψε το κεφάλι. [562] Το τελευταίο εξηγεί γιατί δεν βρέθηκε κανείς να διεκδικήσει για τον εαυτό του την τιμή για το θανάσιμο πλήγμα κατά του Ιουλιανού. Την ίδια εκδοχή υιοθετεί πλήρως και ο Ιωάννης ο Λύδος. [563]

Η εκδοχή ότι αυτός που έπληξε τον Ιουλιανό ήταν Σαρακηνός ενισχύεται απροσδόκητα από μία μαρτυρία του Λιβανίου. Όπως γράφει ο Λιβάνιος στον τελευταίο από τους λόγους του στους οποίους ασχολήθηκε με το θέμα του θανάτου του Ιουλιανού, αυτός που έπληξε τον αυτοκράτορα ήταν «κάποιος Ταϊηνός, που εκτελούσε διαταγή του διοικητή τους». [564] Όπως έχει επισημανθεί,[565] η λέξη «Ταϊηνός» είναι η συριακή λέξη για τους νομάδες της ερήμου, αυτούς ακριβώς που στις άλλες πηγές μνημονεύονται ως Σαρακηνοί. Επομένως, ο Λιβάνιος μοιάζει να προσχωρεί στην αντίληψη ότι αυτός που εξηκόντισε το μοιραίο ακόντιο ήταν κάποιος Σαρακηνός, και μάλιστα να προσχωρεί σε αυτήν υιοθετώντας τη μαρτυρία κάποιου που είχε ως μητρική του γλώσσα τη συριακή. Άλλωστε, η μαρτυρία αυτή μπορούσε να προβληθεί από τον Λιβάνιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αποτελεί ουσιαστική διαφοροποίηση από τον αρχικό ισχυρισμό του. Πράγματι, η παραδοχή ότι αυτός που τραυμάτισε θανάσιμα τον Ιουλιανό ήταν Σαρακηνός δεν λέει και πολλά πράγματα σχετικά με το επίμαχο θέμα περί του από ποια πλευρά εβλήθη το μοιραίο άκόντιο, καθώς οι Άραβες Σαρακηνοί δεν είχαν αποκτήσει την αυτόνομη δύναμη που θα τους έκανε περιώνυμους κατακτητές τρεις αιώνες αργότερα, και μονάδες ελαφρού ιππικού στελεχωμένες από Σαρακηνούς μισθοφόρους υπήρχαν και στα δύο στρατόπεδα, και στο ρωμαϊκό και στο περσικό. Πάντως, με το πραγματικά επίμαχο θέμα να παραμένει ανοικτό, η δήλωση του Λιβανίου ότι αυτός που έπληξε τον Ιουλιανό ήταν «κάποιος Ταΐηνός» καθιστά ακόμη πιο πιθανό το ενδεχόμενο το μοιραίο ακόντιο που έπληξε τον Ιουλιανό να εβλήθη από το χέρι κάποιου Σαρακηνού ιππέα, από αυτούς που τρεις αιώνες αργότερα θα γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Glen Bowersock επιχειρηματολογεί δια μακρών υπέρ αυτής της εκδοχής,[566] και ο W. Η. C. Frend βρίσκει τα επιχειρήματα του απολύτως εύστοχα. [567] Ο Rowland Smith εκτιμά ότι τα υπάρχοντα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της εκδοχής ότι ο Ιουλιανός φονεύθηκε από έναν Άραβα ιππέα που πολεμούσε από την πλευρά των Περσών. [568]

Μέχρι στιγμής έχουμε δει τρεις εκδοχές σχετικά με το ποιος ήταν αυτός που έπληξε θανάσιμα τον Ιουλιανό: α) Πέρσης, β) χριστιανός, όπως το θέλει ο Λιβάνιος και γ) Σαρακηνός ιππέας. Υπάρχει όμως και μία τέταρτη εκδοχή, η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον: να φονεύθηκε μεν ο Ιουλιανός από κάποιο Ρωμαίο στρατιώτη, αλλά αυτό να μην είχε καμία απολύτως σχέση με θρησκευτικά κίνητρα· απλούστατα, δηλαδή, να φονεύθηκε από κάποιον στρατιώτη αγανακτισμένο από τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το στράτευμα από τις ενέργειες και επιλογές του Ιουλιανού. Πράγματι, όπως είδαμε, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η δυσαρέσκεια του στρατού προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της, και η συντριπτική πλειοψηφία του στρατεύματος έπνεε τα μένεα ενάντια στον Ιουλιανό και την άφρονα διοίκηση του. Πολύ λίγοι πίστευαν πια ότι θα έβγαιναν ζωντανοί από την περιπέτεια στην οποία τους είχε εμπλέξει ο αυτοκράτορας τους, και κάθε ημέρα που περνούσε το ήδη αποδεκατισμένο ρωμαϊκό στράτευμα αποδεκατιζόταν ακόμη περισσότερο από την πείνα, τη δίψα και τις φονικές επιθέσεις των Περσών. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διεκτραγωδεί έξοχα τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το στράτευμα, δίδοντας μας παράλληλα και μία παραστατική εικόνα του κινήτρου που θα μπορούσε να οπλίσει το χέρι ενός Ρωμαίου στρατιώτη ενάντια στον αυτοκράτορα του:

«Τους είχαν κυκλώσει οι εχθροί, και από παντού τους έζωνε ο πόλεμος- δεν ήταν εύκολο να προχωρήσουν προς τα εμπρός, και η προμήθεια τροφής ήταν δύσκολη- ο στρατός βρισκόταν σε αθυμία, και ήταν οργισμένος με τον βασιλιά δεν υπήρχε τίποτε να ελπίσουν και μία μόνο διέξοδος φαινόταν να υπάρχει, η απαλλαγή από την κακή βασιλεία και στρατηγία». [569]

Το ενδεχόμενο να εβλήθη ο Ιουλιανός από κάποιον αγανακτισμένο Ρωμαίο στρατιώτη μνημονεύεται σε αρκετές από τις πηγές μας. Ο Σωζομενός μας πληροφορεί ότι «υπάρχουν κάποιοι που ισχυρίζονται ότι το πλήγμα κατάφερε Ρωμαίος στρατιώτης, αγανακτισμένος που ο Ιουλιανός εξέθεσε σε τόσους κινδύνους τη στρατιά από την αβουλία και τη θρασύτητα του». [570] Ο Θεοδώρητος Κύρρου, ομοίως, παραθέτει την εκδοχή ότι ο Ιουλιανός επλήγη από κάποιον στρατιώτη «αγανακτισμένο από τον λιμό και την έρημο»[571] Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει ότι κάποιοι λένε πως ο Ιουλιανός επλήγη και φονεύθηκε «από κάποιο σκευοφόρο δυσανασχετούντα με τα παρόντα αδιέξοδα». [572] Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μάλιστα καταγράφει την ακόλουθη διήγηση: ότι κάποτε, μετά από μία σύγκρουση με τους Πέρσες, ο Ιουλιανός ανέβηκε σε έναν υψηλό λόφο, για να επιθεωρήσει το στράτευμα και να κατοπτεύσει κατά το δυνατόν και το στρατόπεδο των αντιπάλων, και βλέποντας τον μεγάλο όγκο του ρωμαϊκού στρατού αναφώνησε, σαν να φθονούσε τη σωτηρία τους, όπως σχολιάζει ο Γρηγόριος: «Είναι φοβερό να οδηγήσουμε όλους αυτούς πίσω στη γη των Ρωμαίων»· κάποιος στρατιώτης που έτυχε να ακούσει αυτά τα λόγια ένιωσε την οργή να ξεχειλίζει μέσα του, και αυτός ήταν που κατάφερε στον Ιουλιανό το θανάσιμο πλήγμα. [573]

Έτσι, και η εκδοχή αυτή, την οποία βλέπουμε εδώ να προβάλλεται με αρκετές παραλλαγές, έχει αρκετές πιθανότητες να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Το βέβαιον είναι ότι ο αιφνίδιος θάνατος του αυτοκράτορα υπήρξε ένα τόσο συγκλονιστικό γεγονός, ώστε πολλοί, εθνικοί και χριστιανοί, αρνήθηκαν να πιστεύσουν ότι ήταν έργο ανθρώπου. Κάποιος Κάλλιστος, εθνικός που συμμετείχε στην εκστρατεία στο πλευρό του αυτοκράτορα και αργότερα ιστόρησε τη βασιλεία του Ιουλιανού σε ένα έπος γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, υποστήριξε ότι ο Ιουλιανός εβλήθη από δαίμονα. [574] Ο Φιλοστόργιος αντιδιαστέλλει τις διάφορες άλλες εκδοχές με τον «λόγο των χριστιανών τον αληθινό και δικό μας», σύμφωνα με τον οποίο ο Δεσπότης Χριστός ήταν αυτός που έπληξε τον Ιουλιανό από τον ουρανό. [575] Ο Θεοδώρητος παραθέτει και αυτός κάποιες από τις εκδοχές που είδαμε παραπάνω, αλλά σχολιάζει ότι «είτε άνθρωπος είτε Άγγελος έσπρωξε το ξίφος, είναι φανερό ότι το έκανε αυτό γινόμενος υπουργός του θείου νεύματος». [576]

Πριν καλά καλά προλάβει η μορφή του Ιουλιανού να περάσει από την ιστορία στον μύθο, η αχλύς του μύθου σκέπασε τις λεπτομέρειες του θανάτου του. Η δυσκολία της εξακρίβωσης της ταυτότητας αυτού που τον φόνευσε έδωσε λαβή για κάθε λογής ερμηνείες. Πολύ γρήγορα, ήταν πλέον δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την ιστορία από τον μύθο. Η διήγηση ότι κατά την επίμαχη σύγκρουση με τους Πέρσες έπνευσε ένας βίαιος άνεμος που σήκωσε σύννεφα σκόνης, ενώ νέφη έκρυψαν τον ήλιο,[577] μοιάζει να περιγράφει απλώς μία σκηνή μάχης, πιθανόν όμως και να πρόκειται και για μυθοπλασία, η οποία εμφάνιζε τον Ιουλιανό να πλήττεται και να πέφτει νεκρός στερημένος από την εύνοια και την προστασία του προστάτη Θεού του, του Ηλίου.

Η πιο γνωστή ίσως διήγηση σχετικά με τον θάνατο του Ιουλιανού είναι η εξής: ότι, όταν ο Ιουλιανός επλήγη στα πλευρά από το φονικό ακόντιο και ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, γέμισε τις χούφτες του με αίμα από την πληγή του και τίναξε το αίμα του προς τα πάνω, προς τον ουρανό, φωνάζοντας: «Νίκησες, Χριστέ! Χόρτασε, Γαλιλαίε!». Τη σκηνή αυτή περιγράφουν ο Θεοδώρητος,[578] ο Φιλοστόργιος,[579] ο Σωζομενός[580] και μεταγενέστεροι χρονογράφοι. [581] Ο Σωζομενός[582] και ο Φιλοστόργιος[583] καταγράφουν επιπλέον και μία άλλη εκδοχή της, ότι δηλαδή ο Ιουλιανός δεν πέταξε το αίμα του προς τον Χριστό αλλά προς τον Ήλιο, και ότι σε αυτόν είπε το «Χόρτασε», κακολογώντας παράλληλα και τους άλλους θεούς και κατηγορώντας τους ως κακούς και δολοφόνους· ο Φιλοστόργιος αποδίδει αυτή την εκδοχή στον Οριβάσιο, αλλά σχολιάζει ότι οι περισσότεροι διηγούνται ότι ο Ιουλιανός έκανε αυτή την κίνηση απευθυνόμενος στον Χριστό και όχι στον Ήλιο ή τους άλλους θεούς του. [584] Η ύπαρξη δύο εκδοχών είναι το μόνο στοιχείο που καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο να έκανε πράγματι ο Ιουλιανός κάποια σχετική κίνηση, η οποία ερμηνεύθηκε με διαφορετικούς τρόπους. Κατά τ' άλλα, το πιο πιθανό είναι αυτή η κίνηση του Ιουλιανού να μην έγινε ποτέ και να αποτελεί μεταγενέστερη επινόηση, η οποία ωστόσο γνώρισε ευρύτατη διάδοση λόγω της προφανούς συμβολικής της αξίας: αν μεν ο Παραβάτης αυτοκράτορας έκανε αυτή την κίνηση απευθυνόμενος στον Ήλιο και τους άλλους θεούς του, τότε εμφανίζεται μπροστά μας ένας Ιουλιανός που πέθανε νιώθοντας εγκαταλελειμμένος και προδομένος από τους θεούς που πίστευε ότι τον προστάτευαν αν πάλι την έκανε απευθυνόμενος στον Χριστό, τότε εμφανίζεται μπροστά μας ένας Ιουλιανός που πέθανε αναγνωρίζοντας την ήττα του, πλην όμως εμμένοντας στην ίδια προκλητική και αναιδή συμπεριφορά· κατά τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, αυτή η κίνηση εκφράζει επιγραμματικά την ολοσχερή αποτυχία του έργου του ρομαντικού οραματιστή. [585]

Επισκοπώντας τις εκδοχές σχετικά με τον θάνατο του Ιουλιανού, νιώθουμε κατ' αρχάς την ανάγκη να εξηγήσουμε τον μεγάλο αριθμό τους. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι, αν υπάρχουν τόσο πολλές εκδοχές σχετικά με το ποιος έπληξε τον Ιουλιανό, αυτό οφείλεται στον απλούστατο λόγο ότι αναλόγως πολλοί ήσαν και αυτοί που επιθυμούσαν να τον δουν νεκρό· και βεβαίως αυτή η διαπίστωση δεν τιμά καθόλου τον Παραβάτη αυτοκράτορα. Από όλες αυτές τις εκδοχές, τώρα, η μόνη που φαίνεται να μη στηρίζεται πουθενά είναι η εκδοχή ότι ο Ιουλιανός επλήγη από χριστιανό. Πράγματι, ο Παραβάτης αυτοκράτορας μπορεί κάλλιστα να επλήγη από Πέρση ή Σαρακηνό, με δεδομένο μάλιστα ότι τη στιγμή που επλήγη βρισκόταν εν μέσω πολεμίων αν επλήγη από φίλιο χέρι, πίσω από αυτό μπορεί κάλλιστα να κρύβεται η δυσαρέσκεια που περιγράψαμε, η οποία είχε οδηγήσει το στράτευμα στα πρόθυρα της στάσεως· η μόνη εκδοχή που δεν στηρίζεται πουθενά είναι η εκδοχή να επλήγη από χριστιανό, την οποία εισηγήθηκε καθώς είδαμε ο Λιβάνιος, χωρίς εν τούτοις να τη θεμελιώσει παρά σε ένα σαθρό και αστείο συλλογισμό. Ειλικρινά, δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να επιμείνουμε τόσο πολύ στον θάνατο του Ιουλιανού, εάν δεν διαφαινόταν εδώ για μία ακόμη φορά σε τι συνίσταται η μέθοδος των πολεμίων του χριστιανισμού και του ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού: σε μία ευθεία παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας με ασύστολα ψεύδη, ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μία προβολή αστήρικτων εικασιών ως αποδεδειγμένων ιστορικών αληθειών.

 

5. Το κλείσιμο της παρένθεσης του Ιουλιανού

Ο αιφνίδιος θάνατος του Ιουλιανού έθεσε οριστικά τέλος στους ανεδαφικούς οραματισμούς του. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό πόσο γρήγορα και ανώδυνα ξεπέρασε η αυτοκρατορία την παρένθεση του Παραβάτη αυτοκράτορα. Το πρώτο βήμα για το κλείσιμο της παρένθεσης έγινε στο ίδιο το πεδίο της μάχης. Την επόμενη ημέρα, ο στρατός συνήλθε, για να αναδείξει τον διάδοχο του Ιουλιανού. Ο κλήρος έπεσε στον Ιοβιανό, τον αρχαιότερο αξιωματικό της αυτοκρατορικής φρουράς. Ο Ιοβιανός ήταν χριστιανός, και παλαιότερα, όταν ο Ιουλιανός προωθούσε τα σχέδια του για την πλήρη αποχριστιανοποίηση του στρατεύματος, είχε αρνηθεί να προσφέρει θυσία στους θεούς, δηλώνοντας ότι προτιμούσε να καταθέσει τα σύμβολα του αξιώματος του· ο Ιουλιανός, τότε, εκτιμώντας την αξία του, τον είχε εξαιρέσει από τον αποκλεισμό των χριστιανών από το στράτευμα. Όταν μετά τον θάνατο του Ιουλιανού προσεφέρθη το στέμμα στον Ιοβιανό, αυτός αρνήθηκε αρχικά να το δεχθεί, λέγοντας ότι ο ίδιος ήταν χριστιανός και δεν μπορούσε να είναι αυτοκράτορας ανθρώπων ειδωλολατρών. Όταν όμως έγινε γνωστός ο λόγος της αρνήσεως του Ιοβιανού, όλος ο στρατός φώναξε με μία φωνή: «Και εμείς χριστιανοί είμαστε!». [586] Όπως σχολιάζει ο Rowland Smith, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή οι θρησκευτικές σκέψεις έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. [587] Και πάντως, όπως παρατηρούμε, όλη η συστηματική προσπάθεια του Ιουλιανού για την αποχριστιανοποίηση του στρατεύματος είχε πέσει στο κενό.

Τη μεγαλύτερη ίσως έκπληξη νιώθει κανείς, όταν διαπιστώνει ότι ο Ιουλιανός έφυγε από τη ζωή, χωρίς σχεδόν κανείς να βρεθεί να συνεχίσει την πολιτική του, να τον υπερασπισθεί, ή ακόμη και να τον συμπονέσει. Αυτό το γεγονός δεν έχει περάσει απαρατήρητο από τους νεότερους μελετητές. Ο John Julius Norwich σημειώνει ότι ο Ιουλιανός είχε όλη την ευθύνη μιας νομοθεσίας που δεν επρόκειτο να καταλήξει πουθενά, και ξόδευε τον χρόνο και την ενεργητικότητα του σε μία δονκιχωτική και χωρίς ελπίδες προσπάθεια να αναβιώσει μία καταρρέουσα και ετοιμοθάνατη θρησκεία, σε βάρος εκείνης η οποία επρόκειτο να δώσει στην αυτοκρατορία ζωογόνο δύναμη για χίλια ολόκληρα χρόνια· γι’ αυτό, όπως συνεχίζει ο Norwich, ο Ιουλιανός είχε γίνει αντιπαθής στους υπηκόους του, χριστιανούς και ειδωλολάτρες, που μισούσαν τον πουριτανισμό του και τις ατελείωτες ιεροτελεστίες του, και επιπλέον έφερε την ευθύνη για τη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του στρατού του. [588] Όπως σχολιάζει ο Boissier, τα σχέδια του Ιουλιανού μπορούσαν να συντριβούν. Ο κόσμος δεν είχε τίποτε να χάσει από την αποτυχία τους. [589] Ο Pierre Huait παρατηρεί ότι θα μπορούσε να σκανδαλισθεί κάποιος από τη σιωπή των φίλων του Ιουλιανού και από την απροθυμία τους να υπερασπισθούν τη μνήμη του αυτοκράτορα· αλλά προσθέτει ότι στην πραγματικότητα θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς ότι ούτε ακόμη και αυτοί που θεωρούσαν εαυτούς μαθητές του Πλάτωνος και της αρχαίας φιλοσοφίας δεν είχαν συμμερισθεί ποτέ την πίστη του αυτοκράτορα σε έναν αναγεννημένο «ελληνισμό», όπως αυτός τον εννοούσε· ακόμη και γι’ αυτούς, τα οράματα του Ιουλιανού ήσαν εντελώς ξένα. [590] Κατά τον Glen Bowersock, ακόμη και πολλοί εθνικοί έμαθαν με ανακούφιση για τον θάνατο του Ιουλιανού,[591] του οποίου τα σχέδια μάλλον μπέρδευαν παρά ενέπνεαν την πλειοψηφία των παγανιστών[592] τώρα που ο φανατικός αυτοκράτορας είχε εκλείψει, πολλοί λίγοι βρέθηκαν να τον λυπηθούν, και οι θρήνοι του Λιβανίου δεν είναι παρά μία μεμονωμένη φωνή. [593] ομοίως και ο W. Η. C. Frend παρατηρεί ότι ακόμη και μερικοί παγανιστές χαιρέτισαν με ανακούφιση την είδηση για τον θάνατο του Ιουλιανού, καθώς πολύ λίγοι μπορούσαν να δεχθούν πραγματικά ότι η «ασφάλεια του κράτους» στηριζόταν στον προοριζόμενο για θυσία ταύρο που απεικονιζόταν στα νομίσματα του Ιουλιανού. [594] Όλα τα παραπάνω, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, μας δείχνουν εναργέστατα πόσο μόνος ήταν ο Ιουλιανός στην προσπάθεια του να αναβιώσει την ειδωλολατρία.

 

6. Η παράλειψη του ορισμού διαδόχου

Πριν κλείσουμε την αναφορά στον Ιουλιανό, είναι χρήσιμο να σταθούμε εδώ και σε ένα ακόμη σημείο, μία μικρή λεπτομέρεια από αυτές που κινούνται στο περιθώριο της ιστορίας και δεν προσελκύουν πάνω τους τα φώτα της ιστορικής έρευνας, αλλά πολύ συχνά μας αποκαλύπτουν σημαντικές αλήθειες. Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο στη στιγμή που ο τραυματισμένος θανάσιμα Ιουλιανός συνειδητοποίησε ότι φεύγει από τη ζωή. Ο Αμμιανός μας παραδίδει ένα μακρύ λόγο που φέρεται να απηύθυνε στους παρόντες ο θνήσκων αυτοκράτορας. [595] Βεβαίως, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι αυτός ο λόγος προφανώς δεν μεταφέρει τα όσα πράγματι είπε ο Ιουλιανός, αλλά μάλλον τα όσα διαδόθηκε ότι είπε ή είκαζε ο Αμμιανός ότι είχε πει. Ο Gustav Reinhardt βεβαίως εκτιμά ότι, ακόμη και αν ο αυτοκράτορας δεν χρησιμοποίησε τα ίδια ακριβώς λόγια που βάζει στο στόμα του ο Αμμιανός, ωστόσο ο Αμμιανός μας μεταφέρει πιστά το πνεύμα των λόγων του. [596] Ο Giuseppe Ricciotti, αντίθετα, παρατηρεί ότι μάλλον δεν πρέπει να πάρουμε κατά γράμμα την αφήγηση του Αμμιανού για τους τελευταίους λόγους ενός ανθρώπου εξαντλημένου από τις προσπάθειες του και θανάσιμα τραυματισμένου· μάλλον πρέπει να πιστεύσουμε ότι υπήρξε μία ανταλλαγή σύντομων φιλοσοφικών λόγων μεταξύ του Ιουλιανού και των φίλων του, και ότι ο Αμμιανός χρησιμοποίησε αργότερα αυτούς τους λόγους ως αφετηρία, για να φτιάξει μία σκηνή που θύμιζε τις τελευταίες ώρες του Σωκράτους. [597]

Εν πάση περιπτώσει όμως, αν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι πράγματι είπε ο Ιουλιανός, μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι για το τι δεν είπε. Και δεν είπε αυτό το ένα πράγμα που όλοι περίμεναν από αυτόν να πει: το όνομα του διαδόχου. Διότι ας μην ξεχνάμε ότι με τον θάνατο του Ιουλιανού εξέλειπε και ο τελευταίος γόνος της δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου που θα μπορούσε να εγείρει «νόμιμες» αξιώσεις για τον θρόνο. Κατά τον Robert Browning, η άρνηση του Ιουλιανού να ορίσει διάδοχο είναι ίσως το μόνο στοιχείο αλήθειας στην εκδοχή του Αμμιανού για τα τελευταία λόγια του αυτοκράτορα. [598]

Θα παρατηρήσει κανείς βεβαίως ότι και ο Αλέξανδρος δεν είχε υποδείξει διάδοχο. Λάθος! Ο Αλέξανδρος πεθαίνοντας είχε πει ότι η εξουσία ανήκε «τω κρατίστω», δηλαδή στον ισχυρότερο. [599] Μπορεί δηλαδή να μην είχε υποδείξει κάποιον κατ' όνομα, αλλά πάντως τουλάχιστον τον είχε προσδιορίσει. Γνώριζε πολύ καλά ότι είχε ολοκληρώσει τη δική του αποστολή, ότι είχε στήσει μία αχανή αυτοκρατορία, και έκρινε ορθά ότι η διοίκηση και διατήρηση αυτής της αχανούς αυτοκρατορίας απαιτούσε πάνω απ’ όλα στιβαρότητα και δύναμη. Εξ ου και, όταν ρωτήθηκε σε ποιόν θα περνούσε μετά τον θάνατο του η εξουσία, απάντησε «στον ισχυρότερο». Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι αυτή η επιλογή δεν δικαιώθηκε από τα πράγματα, γιατί κανένας δεν ήταν τόσο πιο ισχυρός από τους υπολοίπους, ώστε να αναδειχθεί αδιαφιλονίκητος ηγέτης, με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να κατακερματισθεί σε μία σειρά από αντιμαχόμενα και αλληλοσπαρασσόμενα βασίλεια. Αυτή ήταν η περίπτωση του Αλεξάνδρου.

Η περίπτωση όμως του Ιουλιανού είναι διαφορετική. Ο Ιουλιανός πέθαινε, χωρίς να έχει ολοκληρώσει την αποστολή του. Όσο ζούσε, είχε κάνει έργο ζωής του τον αγώνα για την αποκατάσταση της αρχαίας θρησκείας· κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα είχε γνωρίσει πολλές απογοητεύσεις, τις οποίες άλλωστε περιγράφει ο ίδιος στα έργα του, καθώς έβλεπε αφ' ενός μεν τον χριστιανισμό (την «αθεότητα» κατ' αυτόν) να έχει εξαπλωθεί παρά πάσαν προσδοκίαν, αφ’ ετέρου δε την ειδωλολατρία να πνέει τα λοίσθια. Ο Ιουλιανός θα γνώριζε δίχως άλλο πολύ καλά ότι μαζί με αυτόν πέθαινε και η υπόθεση στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του (όπερ άλλωστε και εγένετο). Τι πιο φυσικό, από το να υποδείξει ως διάδοχο του κάποιον που θα είχε τις ίδιες με αυτόν αντιλήψεις και θα συνέχιζε τον αγώνα του. Όλο το στρατόπεδο κρεμόταν από τα χείλη του, και περίμενε να ακούσει αυτή τη μία λέξη, αυτό το ένα όνομα. Αλλά ο Ιουλιανός δεν είπε τίποτε. Προτίμησε να απευθύνει στους παρευρισκομένους ένα μακρύ λόγο περί μιας σωρείας θεμάτων (αν πιστεύσουμε τον Αμμιανό), συζήτησε με φιλοσόφους για την αθανασία της ψυχής, αλλά στο θέμα του διαδόχου τήρησε απόλυτη σιγή, την οποία ο Αμμιανός με έκδηλη αμηχανία προσπαθεί να καλύψει, βάζοντας τον αυτοκράτορα να λέει σχετικά με το θέμα του διαδόχου ότι δεν επιθυμεί να προκρίνει τον μεν ή τον δε, ενώ ο Λιβάνιος, με εξίσου έκδηλη αμηχανία, γράφει ότι παρά τις επίμονες παρακλήσεις των φίλων του ο Ιουλιανός δεν υπέδειξε διάδοχο και άφησε τον στρατό να αποφασίσει, «επειδή δεν έβλεπε κοντά του κανέναν όμοιό τον». [600] Ο Edward Gibbon παρατηρεί ότι ο θρίαμβος του χριστιανισμού και οι συμφορές της αυτοκρατορίας μπορούν μέχρις ενός σημείου να αποδοθούν στον ίδιο τον Ιουλιανό, ο οποίος αμέλησε να διασφαλίσει τη μελλοντική εκτέλεση των σχεδίων του, ορίζοντας έγκαιρα ένα διάδοχο. [601] Το κρίσιμο ερώτημα βεβαίως είναι το εξής: Γιατί ο Ιουλιανός δεν υπέδειξε διάδοχο, τη στιγμή που γνώριζε πολύ καλά ότι, αν δεν το έπραττε, το έργο του θα πέθαινε μαζί με αυτόν; Δεν βλέπουμε παρά μία και μόνη απάντηση: Ο Ιουλιανός δεν υπέδειξε διάδοχο, γιατί δεν πίστευε πλέον στην αλήθεια όλων αυτών των πραγμάτων στα οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του. Ο Ιουλιανός είχε πιστεύσει πραγματικά ότι ήταν ο εκλεκτός των θεών και ότι προοριζόταν να αποκαταστήσει το μεγαλείο του αρχαίου κόσμου, ξεριζώνοντας την ανόητη αίρεση των «Γαλιλαίων»· προοριζόταν να δοξάσει τους θεούς, εξαλείφοντας οριστικά το μικρόβιο της «αθεότητος», δηλαδή του χριστιανισμού προοριζόταν να φέρει εις πέρας μία αποστολή που του είχαν αναθέσει οι ίδιοι οι θεοί. Όταν συνειδητοποίησε στην Αντιόχεια ότι σχεδόν οι πάντες αντιμετώπιζαν τα οράματα του με αδιαφορία και ειρωνεία, ο Ιουλιανός κλονίσθηκε προς στιγμήν, αλλά σύντομα πίστευσε ότι οι θεοί, οι οποίοι πάντοτε τον κατηύθυναν στη ζωή του, του έδειχναν για μία ακόμη φορά τον δρόμο, οδηγώντας τον κατά των Περσών. Όταν θα κατέλυε το περσικό κράτος, θα ξεπερνούσε τη δόξα του Αλεξάνδρου και θα γύριζε θριαμβευτής, τότε δεν θα βρισκόταν πια κανένας να αμφισβητήσει την αποστολή του. Η περσική εκστρατεία θα αποδείκνυε οριστικά ότι οι θεοί του ήσαν οι αληθινοί θεοί, και ότι η πίστη στον «Υιό της Μαρίας» ήταν ένα ανόητο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Με αυτές τις σκέψεις, ο Ιουλιανός κίνησε για την περσική εκστρατεία, βέβαιος ότι οι θεοί ήσαν στο πλευρό του και θα τον προστάτευαν σε κάθε του βήμα. Μία παραστατική εικόνα αυτής της βεβαιότητας μας δίδει ο Λιβάνιος, ο οποίος γράφει συγκλονισμένος από τον θάνατο του Ιουλιανού:

«Ώστε εγώ πολλές φορές σκέφθηκα ότι αυτός ο άνδρας δεν θα χρειαζόταν καθόλου την ταχύτητα των ίππων και την τέχνη των τοξοτών και τη δύναμη των οπλιτών και εκατό χιλιάδες στρατού, αλλά ότι, έχοντας στο πλευρό του τους θεούς, μία μικρή αλλά με μεγάλη δύναμη στρατιά, με το που θα παρουσιασθεί στους εχθρούς, θα τους πείσει να παραδώσουν τα όπλα. Και ήλπιζα ότι και οι κεραυνοί και τα αστραπόβροντα και τα άλλα βέλη των θεϊκών δυνάμεων θα πέσουν πάνω στους Πέρσες». [602]

Όπως είναι φυσικό, αν ο Ιουλιανός είχε κάνει τον Λιβάνιο να πιστεύει τέτοια πράγματα για το πρόσωπο του, πολύ περισσότερο τα πίστευε ο ίδιος.

Όλα αυτά όμως έσβησαν τη στιγμή που το φονικό ακόντιο διαπέρασε το πλευρό του. Τότε, έστω και αργά, ο Ιουλιανός φαίνεται να κατάλαβε πόσο μικρός, πόσο ασήμαντος ήταν. Οι αρχαίοι θεοί, οι θυσίες, οι λατρευτικές πομπές, τα θυμιάματα, τα μυστήρια, το δράμα της αυτοκρατορίας και η υψηλή του αποστολή, όλα αυτά κατέρρευσαν δια μιας. Όλοι γύρω του περίμεναν να υποδείξει το όνομα του διαδόχου του, αυτού που θα συνέχιζε το έργο του· αλλά αυτός σιώπησε. Είναι η μόνη στιγμή που μπαίνουμε στον πειρασμό να νιώσουμε κάποια συμπάθεια γι’ αυτόν, τον θνήσκοντα αυτοκράτορα, για τον οποίο βεβαίως κατά τ' άλλα οι χριστιανοί δικαιούνται να αισθάνονται την πιο μεγάλη αποστροφή.

 

Σημειώσεις


[494] Giuseppe Ricciotti, Julian the Apostate, σελ. 230.

[495] F. Α. Ridley, Julian the Apostate and the rise of Christianity. A study in cultural history, σελ. 148.

[496] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 200.10-15.

[497] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 15.1-2: «Τοις πανταχόθεν χρησμοίς των Ελλήνων αναπεισθείς ως άμαχον έξει το κράτος, κατά Περσών εκστρατεύει». Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 200.22-24: «Υπό τούτων ο δείλαιος βουκοληθείς των χρησμών, και την νίκην ωνειροπόλει και μετά την Περσικήν μάχην τον προς τους Γαλιλαίους εφαντάζετο πόλεμον».

[498] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 108.

[499] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 19.25-28: «Τότε δε παρήσαν πρέσβεις Περσών, αιτούντες επί φανεροίς καταθέσθαι τον πόλεμον. Ο δε αυτούς απέπεμψεν ειπών, "Αυτόν με όψεσθε μετ' ου πολύ, και ουδέν μοι δεήσει πρεσβείας"». Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 164.3-9: «Ήκεν αυτώ γράμματα Περσικά δέξασθαι δεόμενα πρεσβείαν και λόγω τα διάφορα τεμείν. Οι μεν ουν άλλοι πάντες επηδώμεν, εκροτούμεν, εβοώμεν δέχεσθαι, ο δε ρίψαι κελεύσας ατίμως την επιστολήν πάντων έφη δεινότατον είναι κείσθαι μεν τας πόλεις, αυτούς δε διαλέγεσθαι, και ανταπέστειλέ γε μηδέν δειν πρέσβεων αυτού τάχιστα εκείνον οψομένου». Πρβ. Λιβανίου, εις Ιουλιανόν αυτοκράτορα ύπατον (Λόγος ΙΒ'), ed. R. Foerster, 76.1-77.6.

[500] Ιουλιανού, Κατά Γαλιλαίων, ed. C. G. Neumann, 196.12-16: «Άρα αξίως αν τις τους συνετωτέρους υμών μισήσειεν ή τους αφρονεστέρους ελεήσειεν, οί κατακολουθούντες υμίν, εις τοσούτον ήλθον ολέθρου, ώστε τους αιωνίους αφέντες θεούς επί τον Ιουδαίων μεταβήναι νεκρόν;».

[501] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 282.1-24: «Ω στρατιάς μεγάλης, ω πολλών κατασκαφών, ω πολλών τροπαίων, ω τέλους της διανοίας αναξίου. Ημείς μεν ωόμεθα την Περσών άπασαν μέρος της Ρωμαίων έσεσθαι και νόμοις τοις ημετέροις οικήσεσθαι και αρχάς τας ενθένδε δέξεσθαι και φόρους οίσειν και γλώτταν αμείψειν και στολήν μετακοσμήσειν και κερείν κόμας και σοφιστάς εν Σούσοις Περσών παίδας εκκροτήσειν ρήτορας, ιερά δε τα παρ' ημίν τοις εκείθεν κοσμηθέντα λαφύροις διδάξειν τους επιγιγνομένους το της νίκης μέγεθος, τον δε ταύτα ειργασμένον αγωνοθετήσειν τοις εγκωμιάζουσι τα πεπραγμένα τους μεν θαυμάζοντα, τους δε ουκ εκβάλλοντα, και τοις μεν ηδόμενον, τοις δε ουκ αχθόμενον, λόγους δε, είπερ ποτέ, έσεσθαι ηδίους και τοις ιεροίς υποχωρήσειν τους τάφους πάντων εκόντων επί τους βωμούς τρεχόντων και των πρότερον ανατρεπόντων αυτών ιδρυομένων και των το αίμα φευγόντων αυτών θυόντων, τους δε ιδίους έκαστων οίκους εις ευπορίαν επιδώσειν άλλαις τε αφορμαίς μυρίαις και σμικρότητι των εισφορών, και γαρ αύ και τούτο λέγεται τοις θεοίς εν μέσοις εύξασθαι τοις κινδύνοις, ούτω λυθήναι τον πόλεμον, ώστ' αυτώ γενέσθαι την εισφοράν εις ταρχαία πάλιν απενεγκείν».

[502] Λιβανίου, Επιστολή 1220. Σκυλακίω, ed. R. Foerster, 4. 1-2: «Εγώ δε και αυτός ταυτά τε υπείληφα και άμα στένω λογιζόμενος, τίνα μεν ηλπίσθη, τίνα δε εξέβη».

[503] Σωζόμενου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ' 1,2.3-3.8: «Αρσακίω δε τω Αρμενίων ηγουμένω συμμαχούντι Ρωμαίοις έγραψε συμμίξαι περί την πολεμίαν. Απαυθαδιασάμενός τε πέρα του μέτρου εν τη επιστολή και εαυτόν μεν εξάρας ως επιτήδειον προς ηγεμονίαν και φίλον οις ενόμιζε θεοίς, Κωνσταντίω δε όν διεδέξατο ως ανάνδρω και ασεβεί λοιδορησάμενος, υβριστικώς μάλα ηπείλησεν αυτώ· και επεί Χριστιανόν όντα επυνθάνετο, επιτείνων την ύβριν ή βλασφημείν ά μη θέμις σπουδάζων εις τον Χριστόν (τούτο γαρ ειώθει παρ έκαστα τολμάν) απεκόμπασεν υποδηλών ως ουκ επαμυνεί αυτώ όν ηγείται θεόν ολιγωρούντι των προστεταγμένων».

[504] Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, vol. II, σελ. 512.

[505] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ' 13,2.3-3.5: «Ήδη γαρ ο στόλος απαντήσας ετετυχήκει, φέρων αριθμόν πλοίων εκ μεν ξύλων πεποιημένων εξακοσίων, από δερμάτων δε πεντακοσίων· ήσαν δε προς τούτοις και στρατιωτικαί νήες πεντήκοντα, και έτεραι πλατείαι συνηκολούθουν, δι’ ων, εί που δεήσειεν, έδει γίνεσθαι ζεύγματα πεζή διδόντα τω στρατοπέδω τους ποταμούς διαβαίνειν. Ηκολούθει δε και άλλα πάμπολλα πλοία, τα μεν τροφάς φέροντα τω στρατώ, τα δε ξύλα προς μηχανάς επιτήδεια, τα δε ήδη κατεσκευασμένα πολιορκητικά μηχανήματα· κατέστησεν δε ναύαρχοι Λουκιανός και Κωνστάντιος». Πρβ. Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 66.9-10.

[506] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ' 17, 3. 1 κ.ε.

[507] Ζωσίμου, ό.π., Γ' 20,5. 1 κ.ε.

[508] Βλ. για παράδειγμα την περίπτωση της Δάκιρας, μιας πόλης την οποία ο στρατός βρήκε εγκαταλελειμμένη από τους άνδρες, οι οποίοι είχαν φύγει αφήνοντας πίσω τις γυναίκες και άφθονα εφόδια· ο στρατός του Ιουλιανού άρπαξε τα εφόδια, έσφαξε τις γυναίκες και ισοπέδωσε την πόλη, μέχρι του σημείου να δυσκολεύεται κανείς πλέον να καταλάβει ότι είχε υπάρξει ποτέ πόλη σε αυτό το σημείο (Ζωσίμου, ό.π., Γ' 15, 2.4-11).

[509] Βλέπε σελ. 95-97.

[510] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 21.13-15: «Αλλ’ ουδέ το του λόγου κατά νουν έλαβεν, ως άρα "νικάν μεν καλόν, υπερνικάν δε επίφθονον"».

[511] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, ό.π., σελ. 195.

[512] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 9,1: "At prosperis Iulianus elatior, ultra hominess iam spirabat, [...]".

[513] Ammiani Marcellini, ό.π., XΧΙV, 6, 17: "Abunde ratus post haec prosperitates similis adventare, complures hostias Marti parabat ultori, et ex tauris pulcherrimis decern ad hoc perductis, nondum aris admonti, voluntate sua novem procubuere tristissimi, decimus vero, qui diffractis vonculis lapsus aegre reductus est, mactatus ominosa signa monstravit. Quibus visis, exclamavit indignatus acriter Iulianus Iovemque testatus est, nulla Marti iam sacra facturum: nec resecravit, celery morte praereptus".

[514] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 193.

[515] Robert Browning, ό.π.

[516] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ΄  1,7.1-4: «Εν τούτω δε τους προεστώτας των πλοίων εκέλευσεν αποβαλείν τα φορτία και το σιτηρέσιον της στρατιάς, όπως εν κινδύνω σφάς ιδόντες οι στρατιώται, ως επυθόμην, απορία των επιτηδείων εις θράσος τράπωνται και προθυμότερον τοις πολεμίοις μαχέσωνται».

[517] Κάποιες πηγές κάνουν λόγο όχι για έναν, άλλα για δύο αιχμαλώτους (Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 65.16-18: «Δύο γουν εν σχήματι αυτομόλων τω βασιλεί προσερρύησαν και νίκην αυτώ κατά Περσών, ει έποιτο αυτοίς, επηγγέλλοντο»· Ιωάννου Λυδού, Περί μηνών, ed. R. Wunsch, Δ' 118.8-13: «Δύο γαρ Πέρσαι, ακρωτηριάσαντες εαυτούς ώτων τε και μυκτήρων, ελθόντες απατώσι τον Ιουλιανόν, τοιαύτα προς του βασιλέως παθείν των Περσών οδυρόμενοι, δύνασθαι δε όμως, είπερ αυτοίς έψεται ο Ιουλιανός, επ' αυτής αυτόν Γοργούς, της βασιλίδος των Περσών, νικώντα καταστήσαι»).

[518] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ' 1,10.1-12.1: «Μετά δε ταύτα πρεσβύτης τις ελόμενος αποθανείν υπέρ της πάντων Περσών ελευθερίας, επίτηδες αλώναι φανείς, ως άκων συλληφθείς άγεται παρά τον ηγούμενον· ανακριθείς τε τα περί της οδού και δόξας αληθή λέγειν έπεισεν, ην αυτώ έπωνται, την ταχίστην τοις Ρωμαίων όροις επιστήσειν την στρατιάν· μόνον δε τριών ή τεσσάρων ημερών χαλεπήν έσεσθαι την πορείαν, και χρήναι τούτων σιτία φέρεσθαι της γης ερήμου ούσης. Υπαχθείς τε ο βασιλεύς του σοφού πρεσβύτου τοις λόγοις εδοκίμασε ταύτη πορευτέον».

[519] Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 66.6.

[520] Ιωάννου Ζωναρά, ό.π., 66.9-10.

[521] Averil Cameron, Η ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, 284-430 μ. Χ., Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, σελ. 149, 157.

[522] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 262.1-263. 4: «Τα πλοία δε προς την προτέραν βουλήν αφείτο πυρί, κάλλιον γαρ ην η τοις πολεμίοις. Ταυτόν δ' άν εικότως εδράτο και τον προτέρου μεν ου βουλευθέντος, του δε επανιέναι νικώντος. Οξύς γαρ και πολύς ο Τίγρης εμπίπτων ταις πρώραις πολλών ηνάγκαζε δείσθαι χειρών τα πλοία και έδει τους ανέλκοντας υπέρ ήμισυ της στρατιάς γενέσθαι. Τούτο δε ήν κρατείσθαι μεν τους μαχόμενους, έχεσθαι δε αμαχεί μεν εκείνους τα άλλα. Προς δε τούτοις και την εις το μαλακίζεσθαι παράκλησιν ανηρήκει το πυρ. Ο γαρ μηδέν ποιείν εθέλων αρρωστείν σκηπτόμενος εκείτο καθεύδων εν πλοίω, πλοίων δε ουκ όντων άπας ην εν όπλοις».

[523] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 203.22-204.2: «[…] ενέπρησε παραυτίκα τα σκάφη, πολεμείν αναγκάζων, ου πείθων, τους στρατιώτας. Οι δε άριστοι στρατηγοί προθυμίας αναπιμπλάναι τους αρχόμενους ειώθασι, καν αθυμούντας ίδωσι, ψυχαγωγούσι και ταις ελπίσιν επαίρουσιν· ούτος δε την αγαθήν ευθύς απέκοψεν ελπίδα, της επανόδου την διαβάθραν εμπρήσας».

[524] Ο Glen W. Bowersock (Julian the Apostate, σελ. 115) αποδίδει σε αυτήν την τακτική των Περσών το γεγονός ότι στις πηγές γίνεται λόγος για «έρημο», ενώ έρημος κοντά στην Κτησιφώντα δεν υπήρχε.

[525] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 15a.12-15: «[…] ενέβαλεν αυτόν επί την Καρμανίτην έρημον εις ανοδίας και βάραθρα και εις έρημους και ανύδρους τόπους μετά παντός του στρατεύματος· και δίψη και λιμώ πιέσας αυτούς και πάσαν την ίππον εναποκτείνας, […]».

[526] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ' 1, 12.1-4: «Επεί δε προσωτέρω χωρούντες και μετά τας τρεις ημέρας ερημοτέροις ενέβαλον τόποις, ο μεν γέρων ο αιχμάλωτος βασανιζόμενος ωμολόγησεν υπέρ των οικείων αυτομολήσαι προς θάνατον και έτοιμος είναι πάντα προθύμως υπομένειν». Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 15a.15-17: «ωμολόγησεν ο Πέρσης εκουσίως αυτούς πεπλανηκέναι, ως αν διαφθαρείεν υπ' αυτού και μη την εαυτού πατρίδα πορθουμένην υπό των εχθίστων θεάσοιτο».

[527] Φιλοστοργίου, ό.π., Ζ 15.3-6: «Γέρων δε τις των παρά Πέρσαις της στρατείας αφειμένων ήδη απέστη· μετέρχεται τον Παραβάτην εν Περσίδι στρατευόμενον και ερημίαις εκτόποις και αμηχάνοις συγκλείσας απορίαις, εν οις το πλείστον του λαού διεφθάρη, έτοιμον θήραμα τους πολεμίους τοις ομοφύλοις παρέχεται».

[528] Φιλοστοργίου, ό.π., Ζ' 15a.17-18: «Τούτον μεν ουν παραυτίκα μεληδόν κατακόψαντες τω θανάτω παρέπεμψαν».

[529] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXIV, 3, 3.

[530] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ ' 21.18-22: «Και ενόμιζε κατά την Πυθαγόρου και Πλάτωνος δόξαν εκ μετενσωματώσεως την Αλεξάνδρου έχειν ψυχήν, μάλλον δε αυτός είναι Αλέξανδρος εν ετέρω σώματι. Αύτη η οίησις αυτόν εξηπάτησε, και παρεσκεύασε τότε την ικεσίαν του Πέρσου μη παραδέξασθαι».

[531] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXV, 2, 1.

[532] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez καί G. C. Hansen, Ϛ' 1, 12.5-13. 1: «Αλυούσης δε της στρατιάς τω τε μήκει της οδού και τη ενδεία των επιτηδείων».

[533] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXIV, 8, 3: "Eo etiam ad difficultatem accedente negotii, quod per eas terras vapore sideris calescentes, muscarum et culicum multitudine referta sunt omnia, earumque volatum dies et astrorum noctu micantium facies abumbratur".

[534] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 204.6-8: «Ενταύθα δη και ποτού και τροφής οι στρατιώται σπανίζοντες, και της πορείας ηγεμόνας ουκ έχοντες αλλ' εν ερήμω χώρα πλανώμενοι, την του σοφωτάτου βασιλέως έγνωσαν αβουλίαν».

[535] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων, ed. Μ. Schatkin, 122.11-20: «Ο γαρ τοσαύτας μυριάδας στρατιωτών καταγαγών όσας ουδείς των βασιλευσάντων ποτέ και πάσαν την Περσών εξ επιδρομής και απονητί προσδοκήσας ελείν ούτως αθλίως έπραξε και ελεεινώς ως γυναικών μάλλον και παιδίων μικρών ή ανδρών στρατόπεδον έχων μεθ' εαυτού. Πρώτον μεν γαρ εις τοσαύτην αυτούς ανάγκην υπό της οικείας αβουλίας κατέστησεν ώστε ιππείων απογεύσασθαι κρεών και τους μεν τω λιμώ τους δε τω δίψει διαφθαρέντας αποθανείν. Καθάπερ γαρ τοις Πέρσαις στρατηγών και ουκ εκείνους ελείν αλλά τους οικείους αυτοίς προδούναι σπουδάζων ούτως αυτούς εις χωρία συνέκλεισεν άπορα και μόνον ουχί δέσας παρέδωκεν».

[536] F. Α. Ridley, Julian the Apostate and the rise of Christianity. Α study in cultural history, σελ. 148, 150 κ.ε.

[537] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 193.

[538] Polymnia Athanassiadi-Fowden, ό.π.

[539] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXV, 3, 5:" Quos cum Iulianus cavendi immemor, diffluxisse trepidos elatis vociferando manibus aperte demonstrans, irasque sequentium excitans, audenter effunderet semet in pugnam, clamabant hinc inde candidati (quos disiecerat terror) ut fugientium molem tamquam ruinam male compositi culminis declinaret, et (incertum unde) subita equestris hasta, cute branchii eius praestricta, costis perfossis, haesit in ima iecoris fibra".

[540] Ammiani Marcellini, XXV, 3,15-20.

[541] Ευτροπίου, Παιανίου μετάφρασις εις την του Ευτροπίου Ρωμαϊκήν ιστορίαν, ed. S. Ρ. Lambros, I' 16.7-11: «Και βληθείς υπό τίνος των πολεμίων, τον βίον απέλιπεν έκτη και εικάδι του Ιουλίου μηνός, τρίτω της βασιλείας έτει, της δε ηλικίας τριακοστώ και ενί, ανήρ άξιος αγασθήναι και μέγιστος εσόμενος τοις κοινοίς όφελος, ει μη τα των μοιρών εκράτησε».

[542] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 274.1-275.9: «Τις ουν ο κτείνας, ποθεί τις ακούσαι. Τούνομα μεν ουκ οίδα, του δε μη πολέμιον είναι τον κτείναντα σημείον εναργές το μηδένα πολέμιον επί τη πληγή τετιμήσθαι. Καίτοι δια κηρύκων ο Πέρσης επί γέρας εκάλει τον απεκτονόντα και μεγάλων υπήρχε τω φανέντι τυχείν. Αλλ’ όμως ουδείς ουδ' έρωτι των γερών ηλαζονεύσατο. Και πολλή γε τοις πολεμίοις η χάρις, ότι ων ουκ έδρασαν ου προσέθεντο την δόξαν, αλλ' έδοσαν ημίν παρ' ημίν αυτοίς τον σφαγέα ζητείν. Οις γαρ ουκ ελυσιτέλει ζων, ούτοι δε ήσαν οι ζώντες ου κατά τους νόμους, πάλαι τε επεβούλευον και τότε δυνηθέντες ειργάσαντο της τε άλλης αδικίας αυτούς αναγκαζούσης ουκ εχούσης επί της εκείνου βασιλείας εξουσίαν και μάλιστα γε του τιμάσθαι τους θεούς, ου το εναντίον εζήτουν».

[543] Λιβανίου, Περί της τιμωρίας Ιουλιανού (Λόγος ΚA'), ed. R. Foerster, 8.1-6: «Εγένετο βασιλεύς έτερος. Τούτον ευθύς εχρήν αμύναι τω τετελευτηκότι και προοίμιον της βασιλείας την τιμωρίαν ποιήσασθαι. Τούτω <δε> τούτο περιττόν τε και μάταιον έδοξε. Και ο μεν νεκρός εκομίζετο, οι δε κακόν τοσούτον κατεσκευακότες εγέλων».

[544] Λιβανίου, ό.π., 8. 6-9: «Επιμιξιών δε πολλών υπέρ ειρήνης προς τους Πέρσας γιγνομένων ήν ακούειν, ως ουδείς εκείνων επί τω φόνω τετίμητο και ταύτα τιμής ελπιζομένης».

[545] Λιβανίου, ό.π., ed. R. Foerster, 17. 1-9: «Φήσουσι τοίνυν με πλάττειν ουκ όντα φόνον τινές· των γαρ εναντίων ένα είναι τον απεκτονότα. Εγώ δε ότι μεν ουκ αν εις μέσην την στρατιάν ετόλμησεν ανήρ Πέρσης ελθείν μη θανατών και ως ει πλείους ήσαν, πλείους αν και διέφθειραν, νυν δε αποθνήσκει μόνος ουδενός των εγγυτάτω και υφ’ ων εφρουρείτο παθόντος ουδέν, αλλ’ ουδέ μελλήσαντος, ο γαρ άθλος ούτος ην και εφ όν απέσταλτο, τουτί μεν εάσω».

[546] Λιβανίου, ό.π., 18.1-9: «Αλλά γεγένηνται δήπου πρεσβείαι πολλαί μετ' εκείνον τον χρόνον ως τον Πέρσην, πάλιν γαρ ερώ ταυτό, και ειώθασί γε Πέρσαι φιλοτιμείσθαι τη μνήμη των κατωρθωμένων και διηγούνται δη πολλάκις ά Ρωμαίους έπληξαν και ει των τινα βασιλευόντων κατήνεγκαν· αλλ’ όμως ουτ' αυτός ο βασιλεύς εκείνων ουτ' άλλος ουδείς των εν ταις τάξεσιν αλλ’ ουδέ ιδιώτης τούτο γε ειπών φαίνεται το τον θάνατον εκείνον άνδρα Πέρσην ειργάσθαι».

[547] Λιβανίου, ό.π., 20.1-13: «Το δε μέγιστον απάντων, Βίκτωρα και Σαλούστιον και τους άλλους τους υπέρ της ειρήνης πρεσβεύοντας ήρετο Σαπώρης, ει μη αισχύνοιντο Ρωμαίοι μηδεμίαν ώραν της υπέρ Ιουλιανού δίκης πεποιημένοι μόνου πεσόντος, ό μάλιστα δη βοά, τι ποτέ εστί το πράγμα. Εγώ δε, έφη, τεθνεώτός μοι τινος των ηγεμόνων τους ου πεσόντας περί αυτόν έδειρα και τους του τετελευτηκότος οικείους ταις εκείνων παρεμυθησάμην κεφαλαίς πέμψας αυτάς εις χείρας αυτοίς. Ταύτα ουκ αν είπεν ο Σαπώρης ουδέ επετίμησεν, ει το έργον ενός ην των πολεμίων. Πώς γαρ αν όν ουκ είχον υφ’ αυτοίς, ετιμωρούντο;».

[548] Λιβανίου, ό.π., 22. 1-24. 7: «Αλλ’ ουδείς εφειστήκει κατήγορος ουδ' οι καταμαρτυρούντες. Αλλ’ υμάς γ' εχρήν και ούτως ανιχνεύσαι το πράγμα πολλάς τε ημέρας επ’ αυτώ καθήμενους και ουκ ανιέντας και τους έχοντας μεν ελέγχειν, οκνούντας δε επεγείροντας, θαρρύνοντας, προτρέποντας, άθλα τιθέντας, επί δωρεάς καλούντας και νή Δία γε και ταις δι’ απειλών ανάγκαις μη εάν σιωπάν. Ει ταύτα παρ' υμών εγίγνετο, πολλούς αν είχετε τους βοώντας, τους λέγοντας, τους διδάσκοντας, τις ο αρχιτέκτων του φόνου, τις ο πρώτος ακούσας τούτο, τίσιν ο κτείνας ανεπείσθη λόγοις, επί πόσω μισθώ, τίνες οι συνειδότες, ποί τρώσας απεχώρησε, τίνες αυτώ συνέπιον και συνεπαιώνισαν. Υμών μεν γαρ ησυχαζόντων και τοις δυναμένοις διώκειν ασφαλές εφαίνετο το μηδέν λέγειν, κεκινημένων δε των βασιλέων και των αρχόντων δηλούντων, ως ου στήσονται ζητούντες, μέχρις αν εις φως έλθη τα κεκρυμμένα, ταχέως εις φως έμελλεν ήξειν, επεί και νυν ήσαν οι εν γωνίαις λέγοντες, όπως άπαν το δράμα συνετέθη».

[549] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 21.28-34: «Ο δε βασιλεύς παρήν ιππότης μεν, και επερρώννυε τον στρατόν, άοπλος δε, τη της ευτυχίας ελπίδι μόνη θαρρών. Εξ αφανούς δε ακόντιον φέρεται κατ’ αυτού, και δια βραχίονος διαδραμόν εις την πλευράν εισέδυ. Εκ ταύτης δε της πληγής τον βίον κατέστρεψεν, άδηλου γενομένου του ανελόντος αυτόν· οι μεν γαρ υπό τίνος Πέρσου αυτομόλου βληθήναι φασίν· οι δε υπό οικείου στρατιώτου, ως ο πολύς λόγος κρατεί».

[550] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Y' 1,14.4-16.5.

[551] Σωζομενού, ό.π., ' 2,1.2-2.2: «Και ο μεν Λιβάνιος ώδέ πη γράφων Χριστιανόν γενέσθαι υποδηλοί Ιουλιανού τον σφαγέα· ίσως δε και αληθές. Ου γαρ απεικός τινα των τότε στρατευομένων εις νουν λαβείν, ως και Έλληνες και πάντες άνθρωποι μέχρι νυν τους πάλαι τυραννοκτόνους γενομένους επαινούσιν, ως υπέρ της πάντων ελευθερίας ελομένους αποθανείν και πολίταις ή συγγενέσιν ή φίλοις προθύμως επαμνύοντας. Σχολή γε αν τις και αυτόν μέμψαιτο δια θεόν και θρησκείαν ην επήνεσεν ανδρείω γενομένω».

[552] Βλέπε παραπάνω, σελ. 283-284.

[553] Arnaldo Momigliano, "Pagan and Christian historiography in the fourth century A. D.", εν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 81.

[554] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ' 29.1-7: «Επεί δε εις χείρας άπαντες ήλθον αλλήλοις, επιών τους ταξιάρχους και λοχαγούς, αναμεμιγμένος δε τω πλήθει, πλήττεται ξίφει παρ ' αυτήν της μάχης την ακμήν, και επιτεθείς ασπίδι φοράδην επί την σκηνήν άγεται, μέχρι τε νυκτός μέσης αρκέσας απέθανεν, ου πόρρω την Περσών ηγεμονίαν απώλειας καταστήσας έσχατης».

[555] Φωτίου, Βιβλιοθήκη òh Μυριόβιβλος, ed. R. Henry, Cod. 98, 84b27-28: «Είποι δ' άν τις ου γράψαι αυτόν ιστορίαν, άλλα μεταγράψαι την Ευναπίου».

[556] Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ed. L. Dindorf, 333.18-334.10: «Εν αυτή δε τη νυκτί είδεν εν οράματι και ο οσιώτατος επίσκοπος Βασίλειος ο Καισαρείας Καππαδοκίας τους ουρανούς ηνεωγμένους και τον σωτήρα Χριστόν επί θρόνου καθήμενον και ειπόντα κραυγή, Μερκούριε, απελθών φόνευσον Ιουλιανόν τον βασιλέα τον κατά των χριστιανών. Ο δε άγιος Μερκούριος εστώς έμπροσθεν τον Κυρίου εφόρει θώρακα σιδηρούν Αποστίλβοντα· και ακούσας την κέλευσιν αφανής εγένετο. Και πάλιν ευρέθη εστώς έμπροσθεν του Κυρίου και έκραξεν, Ιουλιανός ο βασιλεύς σφαγείς απέθανεν, ως εκέλευσας, Κύριε. Και πτοηθείς εκ της κραυγής ο επίσκοπος Βασίλειος διυπνίσθη τεταραγμένος. Ετίμα γαρ αυτόν Ιουλιανός ο βασιλεύς και ως ελλόγιμον και ως συμπράκτορα αυτού, και έγραφεν αυτώ συχνώς. Και κατελθών ο άγιος Βασίλειος δια τα εωθινά εις την εκκλησίαν, καλέσας πάντα τον κλήρον αυτού είπεν αυτοίς το του οράματος μυστήριον, και ότι εσφάγη Ιουλιανός ο βασιλεύς και τελευτά εν τη νυκτί ταύτη. Και πάντες παρεκάλουν αυτόν σιγάν και μηδενί λέγειν τι τοιούτον».

[557] Ιωάννου Νικίου, Χρονικόν, ed. R. Η. Charles, LXXX.19-26.

[558] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 214.

[559] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ΄ 1,14.1: «Λέγουσι δε οι μεν Πέρσην, οι δε Σαρακηνόν είναι τούτον».

[560] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος (Λόγος Ε'), ed. J.-P. Migne, PG 35, 680.24-25: «Εισί δε οί και Σαρακηνών τινι το κλέος τούτο διδόασι».

[561] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 204.16-17: «[…] οι δε των νομάδων ένα των Ισμαηλιτών καλουμένων […]».

[562] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Z' 15.7-12: «Το Περσικόν επελαύνει κατ' αυτών, συνεπαγόμενον και τους υποσπόνδους κοντοφόρους Σαρακηνούς· ων είς επί τον Ιουλιανόν το δόρυ εκτείνας πλήττει μεν αυτόν εν ισχύι κατά το περιτόναιον, άμα δε τη αιχμή εξελκομένη και κόπρος τις επηκολούθησε συνεπισπωμένη τω αίματι. Είτα τον μεν βαλόντα Σαρακηνόν εις των δορυφόρων επελθών της κεφαλής αποτέμνει».

[563] Ιωάννου Λυδού, Περί μηνών, ed. R. Wunsch, Δ' 118.28-32: «Είς δε εκ της Περσικής φάλαγγος των λεγομένων Σαρακηνών, εκ της αλουργίδος βασιλέα υπολαβών ανέκραγε πατρίως μαλχάν οιονεί βασιλεύς· και επαφείς ροίζω την λεγομένην ρομφαίαν διήλασεν αυτόν κατά του ήτρου».

[564] Λιβανίου, Περί της τιμωρίας Ιουλιανού (Λόγος ΚΔ'), ed. R. Foerster, 6.4-6: «Ο δε προσπεσών ην και τρώσας Ταϊηνός τις εντολήν πληρών τω σφών αυτών άρχοντι».

[565] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 213-214· Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 117.

[566] Glen W. Bowersock, ό.π., σελ. 116-118.

[567] W. Η. C. Frend, The rise of Christianity, σελ. 813, σημ. 79.

[568] Rowland Smith, Julian 's gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apostate, σελ. 9.

[569] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος, ed. J.-Ρ. Migne, PG 35, 677.43-49: «Εν κύκλω δε οι πολέμιοι, και περιρρέων ο πόλεμος· ή τε πρόοδος ου ραδία, η τροφή δε ουκ εύπορος· εν αθυμίη δε ο στρατός, και δι' οργής είχον τον βασιλέα· ελείπετο δε χρηστής ελπίδος ουδέν· μία δε ως εν τοις παρούσιν εδόκει μόνη, της πονηράς απαλλαγήναι βασιλείας και στρατηγίας».

[570] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ' 1, 14.1-4: «Εισί δε οι Ρωμαίον στρατιώτην ισχυρίζονται επενηνοχέναι αυτώ την πληγήν, αγανακτήσαντα καθότι αβουλία και θρασύτητι τοσούτοις περιέβαλλε κινδύνοις την στρατιάν».

[571] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 204.17-18: «άλλοι δε στρατιώτην τον λιμόν και την έρημον δυσχεράναντα».

[572] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων, ed. Μ. Schatkin, 123.4-5: «Οι μεν γαρ υπό τινος των σκευοφόρων τοις παρούσι δυσανασχετούντος βληθέντα αποθανείν αυτόν φασιν».

[573] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός δεύτερος (Λόγος Ε'), ed. J.-P. Migne, PG 35, 680.12-22: «Οι δε τοιούτον τινα επ’ αυτώ διηγούνται λόγον· Επί τινα λόφον των υψηλών ανελθών, ως εκ περιωπής τον στρατόν όψει λαβείν, και όσος υπελείφθη τω πολεμίω μαθείν, επειδή οι φανήναι πολύ το πλήθος, και της ελπίδος αφθονώτερον· Ως δεινόν, ειπείν, ει πάντας τη Ρωμαίων γη τούτους επανάξομεν· ως αν τις βασκαίνων αυτοίς της σωτηρίας. Εφ' ώ τινα των στρατιωτών χαλεπήναντα, και ου κατασχόντα την οργήν, ώσαι κατά των σπλάγχνων, αλογήσαντα της εαυτόν σωτηρίας».

[574] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 21.34-37: «Κάλλιστος δε, ο εν τοις οικείοις του βασιλέως στρατευόμενος, ιστορήσας τα κατ' αυτόν εν ηρωικώ μέτρω, τον τότε πόλεμον διηγούμενος, υπό δαίμονος βληθέντα τελευτήσαι φησίν».

[575] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 15a.22-26: «Ως δ' ο Χριστιανών λόγος ο αληθής και ημέτερος, του δεσπότου Χριστού αντιταξαμένου αυτώ. Τόξον γαρ αθρόως από του αέρος ενταθέν και βέλος επ’ αυτόν ως επί σκοπόν αφιέν και δια των λαγόνων ορμήσαν διαμπερές έτρωσεν αυτόν εις τα υποχόνδρια».

[576] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 204.18-19: «Αλλ' είτε άνθρωπος είτε άγγελος ώσε το ξίφος, δήλον ως τούτο δέδρακε του θείου νεύματος γενόμενος υπουργός».

[577] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ΄ 1,13.1-14.1: «Καρτεράς δε μάχης συστάσης εξαπίνης βίαιος ανακινηθείς άνεμος τον ουρανόν και τον ήλιον τοις νέφεσιν εκάλυψεν, τω δε αέρι την κόνιν ανέμιξε· σκότους δε και πολλής αχλύος ούσης παραδραμών τις ιππεύς φέρει επί τον βασιλέα το δόρυ και παίει καιρίαν, και του ίππου καταβαλών όστις ην απήλθε λαθών». Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 67.14-17: «Λέγεται δε ότι σφοδρού τότε πνεύσαντος πνεύματος αχλύς βαθεία του αέρος του εκεί κατεσκέδαστο· τα γαρ πλήθη των στρατευμάτων πολύν εκίνουν κονιορτόν, ως μηδέ γινώσκειν ουθ' όποι εισίν ουθ' ό,τ ι πράττοιεν».

[578] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 204.19-205.3: «Εκείνον δε γε φασι δεξάμενον την πληγήν ευθύς πλήσαι την χείρα του αίματος και τούτο ρίψαι εις τον αέρα και φάναι· νενίκηκας Γαλιλαίε, και κατά ταυτόν την τε νίκην ομολογήσαι και την βλασφημίαν τόλμησαι· όντως εμβρόντητος ην».

[579] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 15a.27-33: «Και ανοιμώξας βαρύ τε και δυσηχές έδοξε τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ενώπιον αυτού εστάναι και επεγγελάν αυτώ. Ο δε σκότους και μανίας πλησθείς δεξάμενος τη χειρί το ίδιον αίμα και εις τον αέρα ράνας, προς τη εκπνοή γενόμενος, ανέκραξε λέγων· Νενίκηκας, Χριστέ· χορτάσθητι, Γαλιλαίε. Και ούτως τον δεινόν και έχθιστον θάνατον καταλαβών κατέστρεφε τον βίον τους αυτού θεούς πολλά λοιδορησάμενος».

[580] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ' 2, 10.1-12.6: «Ου μην αλλά και αυτός μετά την πληγήν άμωσγέπως συνήκεν όθεν εβλάβη, και το αίτιον της συμφοράς ου παντελώς ηγνόησε. Λέγεται γαρ, ότε ετρώθη, αίμα εκ της ώτειλής αρυσάμενος εις τον αιθέρα ακοντίσαι, οία γε προς φαινόμενον τον Χριστόν αφορών και της ιδίας σφαγής αυτόν επαιτιώμενος. Οι δε φασιν ως προς τον Ήλιον αγανακτών, ότι Πέρσαις επήμνυεν ή αυτόν ου διέσωσεν έφορος ων της αυτού γενέσεως κατά τινα τοιαύτην αστρονομικήν θεωρίαν, τη χειρί το αίμα επιδείξας εις τον αέρα ηκόντισεν. Ει δε αληθώς μέλλων τελευτάν, οία περ είωθε συμβαίνειν της ψυχής ήδη χωριζόμενης τον σώματος και θειότερα ή κατά άνθρωπον οράν δυναμένης, τον Χριστόν εθεάσατο, ουκ έχω λέγειν· ου γαρ πολλών όδε ο λόγος· ούτε δε ως ψεύδος εκβαλείν θαρρώ, επεί ουκ απεικός και τώνδε θαυμαστότερα συμβήναι εις επίδειξιν του μη ανθρωπεία σπουδή συστήναι την επώνυμον του Χριστού θρησκείαν».

[581] Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 68.1-3: «Διό φασιν αυτόν εκ του καταρρέοντος του τραύματος αίματος κοίλη δεξάμενον τη χειρί και του αέρος τούτο κατασκεδάσαντα ειπείν κορέσθητι, Ναζωραίε».

[582] Σωζομενού, ό.π.

[583] Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Z' 15.17-20: «Αλλ’ ό γε δείλαιος Ιουλιανός του τραύματος ταις χερσίν υποδεχόμενος το αίμα προς τον ήλιον απέρραινεν, διαρρήδην προς αυτόν λέγων· κορέσθητι. Ναι δη και τους άλλους θεούς κακούς τε και ολετήρας εκάλει».

[584] Φιλοστοργίου, ό.π., Ζ' 15. 6-29: «Και ούτος μεν εις τον ήλιον απορραίνειν το αίμα και τους αυτού θεούς κακολογείν, οι δε πλείστου των ιστορούντων εις τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν εκάτερον γράφουσιν εναπορρίψαι».

[585] Ιωάννου Καραγιαννοπούλου, Το βυζαντινό κράτος, σελ. 81.

[586] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ΄ 22.2-16· Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ΄ 3, 1.1-2.1· Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 210.3-14.

[587] Rowland Smith, Julian 's gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apostate, σελ. 9.

[588] John Julius Norwich, Βυζάντιο. Οι πρώτοι αιώνες, σελ. 89.

[589] G. Boissier, La fin du paganisme, vol. 1, Paris 1913, σελ. 142.

[590] Pierre Huart, "Julien et l'hellénisme. Idées morales et politiques", εν René Braun και Jean Richer (eds), L'empereur Julien. De l' histoire à la légende, 331-1715, σελ. 123.

[591] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 1 σημ. 1.

[592] Glen W. Bowersock, ό.π., σελ. xi.

[593] Glen W. Bowersock, ό.π., σελ. 119.

[594] W. Η. C. Frend, Therise of Christianity, σελ. 608.

[595] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXV, 3, 15-20.

[596] Gustav Reinhardt, Der Tod des Kaisers Julian, nach den Quellen dargestellt, S. Bühling, Cöthen 1891, σελ. 10.

[597] Giuseppe Ricciotti, Julian the Apostate, σελ. 254.

[598] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 213.

[599] Αρριανού, Αλεξάνδρου ανάβασις, Α. G. Roos και G. Wirth, Teubner, Leipzig 1967, Ζ' 26, 3.7.

[600] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 273.1-3: «Δεομένων δε των φίλων αποφήναι της αρχής κληρονόμον ουδένα αυτώ παραπλήσιον εγγύς ορών αφήκε τη στρατιά την ψήφον».

[601] Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, vol. II, σελ. 517.

[602] Λιβανίου, Μονωδία επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΖ'), ed. R. Foerster, 5.1-6.3: «Ώστε εγώ πολλάκις ενεθυμήθην, ότι ουδέν αν δέοι τώδε τω ανδρί τάχους τε ίππων και τοξοτών τέχνης και οπλιτών αλκής και δέκα μυριάδων, αλλ’ έχων άμφ' αυτόν τους θεούς, ολίγην στρατιάν μέγα δυναμένην, οφθείς τοις εναντίοις πείσει γενέσθαι γυμνούς. Ήλπιζον δε και σκηπτούς και πρηστήρας και τα άλλα βέλη τα των κρειττόνων καταβήσεσθαι επί Πέρσας».


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επίμετρο

Δημιουργία αρχείου: 19-12-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2009.

Πάνω