Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ενότητα

Ρώμη

Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της // Επιστήμονες τής Χριστιανικής Ρώμης // Ήταν το Βυζαντινό (Ρωμαίικο) κράτος θεοκρατικό;

Φραγμός στα ψεύδη των εχθρών της Ρωμιοσύνης

Βυζαντινή "απολυταρχία" και Παγανιστικός 3ος αιώνας μ.Χ.

Γιάννης Τ.

Ο πυρήνας όλων των κατηγοριών κατά του Βυζαντίου, για την εμφάνιση της απόλυτης μοναρχίας σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, την οποία επικαλούνται οι γνωστοί συκοφάντες, για να σπιλώσουν τη Χριστιανική Ρωμανία, δεν στέκει. Ήδη πριν από τον Κωνσταντίνο, αυτά για τα οποία τον κατηγορούν, υπήρχαν στον καιρό των ειδωλολατρών αυτοκρατόρων, που αξίωναν για τον εαυτό τους όχι μόνο την εξουσία, αλλά και τη... θεότητα!

Οι διεργασίες που οδήγησαν στην βυζαντινή μοναρχία ήταν φανερές στην προκωνσταντίνεια περίοδο της Αυτοκρατορίας. Συνεπώς αυτά για το οποία κατηγορείται το Βυζάντιο ως δημιουργός τους ήταν απτή πραγματικότητα πριν τον Κωνσταντίνο: ανατολίζουσα δεσποτεία, διογκωμένη γραφειοκρατία, μείωση του ρόλου της Συγκλήτου, αύξηση του ρόλου του στρατού.

 

Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του 3ου αι. μ.Χ. «αξίωναν να προσφωνούνται επίσημα από τους υπηκόους τους με τον τίτλο "κύριος" (dominus) και τόνιζαν με ιδιαίτερη έμφαση την ιερότητα του προσώπου τους, την αδιαχώριστη ταύτισή τους με το θείο. Ο Αυρηλιανός μάλιστα έφθασε στο σημείο να προβληθή απροκάλυπτα ως "θεός" (deus) και με αυτή την ιδιότητα να έχη τον θεό Ήλιο ως "ακόλουθο" (comes). (…) Κατά την συναναστροφή τους με τον αυτοκράτορα όφειλαν οι υπήκοοι, σύμφωνα με τους κανόνες του επιτηδευμένου αυλικού εθιμοτυπικού, να επιδεικνύουν σεβασμό μεταξύ άλλων και με την "προσκύνησιν"» (ΙΕΕ, τ. ΣΤ’, σ. 592). «Επί Διοκλητιανού η αυλική εθιμοτυπία διαμορφώθηκε σε ένα περίπλοκο σύστημα, το οποίο, κατ’ απομίμηση ανατολικών προτύπων, παρουσίαζε τον αυτοκράτορα στα μάτια των υπηκόων του ως δεσπότη της Ανατολής (…) Επίσης και ο θείος και υπερβατικός χαρακτήρας του αυτοκράτορος τονίσθηκε ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι παλαιότερα. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός εμφανίζονταν ως προστατευόμενοι του Διός και του Ηρακλέους. Οι επωνυμίες "Ιόβειος" (Jovius) και "Ερκούλειος" (Herculius) που τους αποδίδονταν ήταν μια έκφραση της απόψεως ότι οι πράξεις τους καθοδηγούνταν από τη θεία δύναμη των προστατών τους θεών. Σε μια επιγραφή που βρέθηκε κοντά στο Δυρράχιο, οι δυο ηγεμόνες εμφανίζονται και ως "γεννημένοι θεοί και δημιουργοί θεών" (dii geniti et deorum creatores). (…) Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τίτλοι των αυτοκρατόρων επί Κωνσταντίνου και των διαδόχων του δεν διέφεραν από τους τίτλους της εποχής του Διοκλητιανού» (ΙΕΕ, τ. ΣΤ’, σ. 602-03).

 

Η Σύγκλητος είχε παρακμάσει ως κέντρο πολιτικής εξουσίας πολύ πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού. «Το μεγαλύτερο θύμα αυτής της εξελίξεως ήταν η Σύγκλητος (…) [Οι αυτοκράτορες του 3ου αι. μ.Χ.] προκειμένου για σημαντικές αποφάσεις, συχνά δεν την συμβουλεύονταν παρά μόνο εκ των υστέρων ή καθόλου. Στις αναγορεύσεις των αυτοκρατόρων σπανιώτατα μπορούσε η Σύγκλητος να διαδραματίση ενεργό ρόλο. Το ίδιο όμως ίσχυε και γενικότερα, για ζητήματα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής» (ΙΕΕ, τ. ΣΤ’, σ. 592).

 

Η γραφειοκρατία δημιουργήθηκε και διογκώθηκε επίσης τον 3ο αιώνα μ.Χ., πριν τον Μεγάλο Κωνσταντίνο: «Αύξουσα σημασία ως παράγων δυνάμεως κατά τον 3ο αι. μ.Χ. απέκτησε η γραφειοκρατική υπαλληλία των αυτοκρατόρων. (…) Υπό το καθεστώς της "δεσποτείας" οι πόλεις επιβαρύνθηκαν με περισσότερες ακόμη διοικητικές ευθύνες, αλλά τις εκπληρούσαν πια χωρίς προθυμία, όπως άλλωστε και τις καταθλιπτικές οικονομικές υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος. Έτσι χρειάσθηκε να διαμορφωθή από τους αυτοκράτορες, για τον συστηματικό έλεγχο των πόλεων, και κυρίως για την είσπραξη των φόρων, ένας ισχυρός και ευρύς διοικητικός μηχανισμός. Το προσωπικό της υπαλληλίας των επαρχιακών διοικητών αυξήθηκε και δημιουργήθηκαν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις για την επιτήρηση των κοινοτήτων, των πηγών από τις οποίες απέρρεαν οι πρόσοδοι του κράτους, καθώς και των οδών και των επικοινωνιών (…) Παράλληλα κρίθηκε απαραίτητος ο πολλαπλασιασμός των κεντρικών υπηρεσιών της οικονομικής διοικήσεως στις επιμέρους επαρχίες και στην αυτοκρατορική αυλή» (ΙΕΕ, τ. ΣΤ’, σ. 593). Ως προς την αυθαιρεσία του στρατού πριν τον Κωνσταντίνο Α’ έχει γίνει λόγος παραπάνω. Τα τελευταία λόγια του αυτοκράτορα Σεπτίμου Σεβήρου προς τους γιους του ήταν: «ομονοείτε, τους στρατιώτας πλουτίζετε, των άλλων πάντων καταφρονείτε».

 

Ο πυρήνας όλων των κατηγοριών κατά του Βυζαντίου, για την εμφάνιση της απόλυτης μοναρχίας σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, δε στέκει. Ήδη από τα χρόνια του μη χριστιανού Διοκλητιανού: «ο μονάρχης ταινιούται δια διαδήματος, εστολισμένου δια μαργαριτών και από του 290 δέχεται την προσκύνησιν (adoratio), καθ’ ην οι προς αυτόν φοιτώντες πίπτουν γονυπετείς προ των ποδών του, ασπαζόμενοι την άκραν του ιματίου του (adorare purpuram)» (Χριστοφιλοπούλου Αικ., Βυζαντινή ιστορία, τ. Α’, σ. 105). Ο Διοκλητιανός «μετά την εν Μεδιολάνω σνάντησιν αυτού μετά του Μαξιμιανού, τω 288, ανύψωσε την αίγλην του αυτοκράτορος, εισαγαγών εις το τυπικόν της αυλής την Adoratio, την προσκύνησιν, κατά τα ανατολικά πρότυπα» (Ζακυθηνού Διον. Α., Βυζαντινή ιστορία 324-1071, σ. 38). Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες απέφευγαν να ταυτίσουν τον εαυτό τους με τον Νόμο και «προτιμούν να χαρακτηρίσουν την αρχήν των ως έννομον επιστασίαν (1. Βλ. ν. 20 Νικηφόρου Φωκά: τους βασιλεύειν λαχόντας… ως εννόμους επιστασίας παρά των παλαιών νομοθετών επονομασθέντας, ν. Αλεξίου Α’ Κομνηνού: ει μηδέν άλλο η βασιλεία ή έννομος επιστασία εστιν)» (Χριστοφιλοπούλου Αικ., Βυζαντινή ιστορία, τ. Α’, σ. 117). Αλλά κι ο (ανεπίσημος) χαρακτηρισμός του Βυζαντινού αυτοκράτορα ως έμψυχου νόμου προέρχεται από έναν εθνικό ρήτορα του 4ου αι. μ.Χ., τον Θεμίστιο: «Παρά Θεμιστίω, εν τω Λόγω Επί τη φιλανθρωπία του αυτοκράτορος Θεοδοσίου και αλλαχού, διατυπούνται αι γνώμαι περί θείας προελεύσεως της βασιλεάις και περί του αυτοκράτορος ως εμψύχου νόμου. Ο αυτοκράτωρ είναι κύριος του νόμου, "ότι άλλη μεν δικαστού, άλλη δε βασιλέως αρετή, και τω μεν προσήκει έπεσθαι τοις νόμοις, τω δε επανορθούν και τους νόμους και το απηνές αυτών και αμείλικτον παραδεικνύναι, άτε νόμω εμψύχω όντι και ουκ εν γράμμασιν αμεταθέτοις και ασαλεύτοις. Δια τούτο γαρ, ως έοικε, βασιλείαν εκ του ουρανού κατέπεμψεν εις την γην ο Θεός, όπως αν είη καταφυγή τω ανθρώπω από του νόμου του ακινήτου επί τον έμπνουν και ζώντα" (Θεμίστιος, έκδ. W. Dindorf, XIX, 227 δ.)» (Ζακυθηνού Διον. Α., Βυζαντινή ιστορία 324-1071, σ. 46).

Οι απόψεις των εθνικών για τη θεόσταλτη προέλευση της βασιλείας δε διέφεραν από αυτές ορισμένων χριστιανών. «Την εννοιολογικήν προσέγγισιν των αντιλήψεων χριστιανών και εθνικών λογίων επί του περιεχομένου της αυτοκρατορικής πολιτικής ιδεολογίας αντικατοπτρίζει χωρίον του Θεμιστίου, λέγοντος: ού (=του Διός) γέννημα ιερόν και εικών η επί της γης βασιλεία (Θεμιστίου, Λόγος 11, 143a)» (Χριστοφιλοπούλου Αικ., Βυζαντινή ιστορία, τ. Α’, σ. 115).

Δημιουργία αρχείου: 15-12-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 15-12-2008.

ΕΠΑΝΩ