Κεντρική σελίδα Αθεϊσμός

Βιβλιοπαρουσίαση: Το Λυκόφως του Αθεϊσμού // Βιβλιοπαρουσίαση: Η Αυταπάτη του Dawkins

Η χρεωκοπία του Νεοτερικού Αθεϊσμού στον Μετανεοτερικό κόσμο

 

Πηγή: "Το Λυκόφως του Αθεϊσμού" του Alister Mc Grath Εκδόσεις © "Ουρανός Α.Ε." των εκδόσεων "Ψυχογιός Α.Ε." (www.psichogios.gr) Αθήνα 2008.

Η θρησκεία του Αθεϊσμού έχασε πια το σφρίγος της νεότητάς της, και ήδη η ηλικία της ξεπερνάει τα 200 χρόνια. Στο διάστημα αυτό της δόθηκε η ευκαιρία να δείξει στην πράξη τα όσα υποσχόταν, περί δήθεν απελευθέρωσης και ενός θαυμαστού Νεοτερικού κόσμου. Ήδη ο κόσμος πέρασε στη Μετανεοτερική εποχή, και από τον εφαρμοσμένο και γερασμένο πλέον Αθεϊσμό, έχει να θυμάται μόνο εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από εγκληματίες σαν τον Χίτλερ και τον Στάλιν, που αιματοκύλισαν εκατομμύρια αθώους, για να επιβάλλουν με τη βία την αθεϊστική τους θρησκεία.

 Εισαγωγικά

Τo 1972, ο Στέφεν Τζέι Γκουλντ και ο Νάιλς Έλντρετζ πρότειναν μία θεωρία της βιολογικής εξέλιξης που έκτοτε έχει γίνει γνωστή ως διακοπτόμενη εξισορρόπηση. Η θεωρία αυτή πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο μέρος της εξέλιξης συμβαίνει με σύντομα ξεσπάσματα, τα οποία διακόπτονται από μακρές περιόδους σταθερότητας. Οι Γκουλντ και Έλντρετζ επιτέθηκαν στην ιδέα ότι οι οργανισμοί αλλάζουν συνεχώς, προσαρμοζόμενοι σε μικρό βαθμό προς το περιβάλλον τους. Ενώ ο Κάρολος Δαρβίνος είχε εκλάβει την εξέλιξη ως μία αργή και συνεχή διαδικασία, χωρίς αιφνίδια άλματα, οι Γκουλντ και Ελντρετζ παρατήρησαν ότι τα απολιθώματα των οργανισμών που βρίσκουμε σε διαδοχικά γεωλογικά στρώματα έδειχναν μακρά διαλείμματα στα οποία τίποτε δεν άλλαζε (εξού και το «εξισορρόπηση»), τα οποία «διακόπτονταν» από σύντομες, επαναστατικές μεταβάσεις, στο πλαίσιο των οποίων τα διάφορα είδη εξαφανίζονταν και αντικαθίσταντο από εντελώς νέες μορφές. Νέα είδη εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς κατά τη διάρκεια σύντομων περιόδων, ίσως εξαιτίας δραματικών γεγονότων όπως η σύγκρουση με αστεροειδείς. Ο Γκουλντ ίσως ο πιο σημαντικός και πιο γνωστός εξελικτικός βιολόγος μετά τον Κάρολο Δαρβίνο- δέχτηκε ευρύτατη κριτική από πιο συμβατικούς δαρβινιστές, οι οποίοι ονομάτισαν τη θεωρία του «εξέλιξη με σπασμούς».

Ποια σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα μας; Ένας πολιτισμός επίσης διέρχεται αλλαγές  μερικές φορές αργά κατά τη διάρκεια πολλών ετών και μερικές φορές με τόση ταχύτητα που οι καθιερωμένες αντιλήψεις ολόκληρων γενεών ανατρέπονται, ακόμη και αντιστρέφονται, μέσα σε μία μόλις γενιά. Μετά από περιόδους σχετικής σταθερότητας, μαζικές αλλαγές μπορεί να λάβουν χώρα, συχνά δίχως καμία σημαντική προειδοποίηση ότι κάτι τέτοιο μέλλει να συμβεί. Ό,τι ήταν εντελώς εύλογο σ' ένα πολιτισμικό πλαίσιο, τώρα θεωρείται ως εκκεντρικό, ακόμη και ως δυνάμει παράλογο. Η ίδια και η αυτή πεποίθηση μπορεί σε κάποια φάση να φαίνεται ως η δεδομένη σοφία της εποχής, ενώ πενήντα χρόνια μετά μπορεί να θεωρείται ως απελπιστικά παλιομοδίτικη και παρωχημένη. Η ιστορία μας σ' αυτό το κεφάλαιο άπτεται δύο μαζικών πολιτισμικών αναταράξεων, μία στην αυγή της χρυσής εποχής του αθεϊσμού και μία στην ολοκλήρωση της.

Η πρώτη τέτοια ανατάραξη είναι η ανάδυση της νεοτερικότητας  ενός αισιόδοξου κινήματος, γεμάτου ζωντάνια, το οποίο ήταν πεπεισμένο για την ύψιστη ικανότητα του ανθρώπινου λόγου να καταλάβει τον κόσμο και, κατ' επέκταση, να κυριαρχήσει σ' αυτόν και να τον ελέγξει. Δεν υπήρχε πια καμία ανάγκη για κάποιο Θεό, ο οποίος θα επιβεβαίωνε ή θα διασφάλιζε την καθιερωμένη και σταθερή τάξη των ηθικών αξιών, των κοινωνικών σχέσεων και των κανόνων της σκέψης. Τα πάντα μπορούσαν να συσταθούν με βεβαιότητα και καθολικότητα μέσω του ανθρώπινου λόγου. Ο αθεϊσμός ήταν η θρησκευτική πίστη που είχε επιλέξει το συγκεκριμένο κίνημα, υπό την έννοια ότι αντιστοιχούσε βαθιά στις προϋποθέσεις και τους στόχους του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ανάδυση του αθεϊσμού στη Δύση συνδέεται τόσο στενά με εκείνη της νεοτερικότητας- αποτελούν, τρόπον τινά, όψεις του ιδίου νομίσματος.

Εντούτοις, οι υπερβολές, οι αποτυχίες και τελικώς η μη βιωσιμότητα της νεοτερικότητας οδήγησε σε μια απώλεια του ενθουσιασμού εν σχέσει προς τους στόχους της και στο τέλος σε μια πλήρη αντιστροφή πολλών εκ των κορυφαίων ιδεών της. Όχι μόνο δεν πρόσφερε αιώνιες και καθολικές αλήθειες επί τη βάσει του λόγου, μέσω των οποίων η ανθρωπότητα θα μπορούσε να ζήσει με ειρήνη και σταθερότητα, αλλά τουναντίον η νεοτερικότητα βρέθηκε να έχει εμπλακεί ως κατά πάσα πιθανότητα ακούσιος συνεργός στο ναζισμό και το σταλινισμό. Η βεβαιότητα, η οποία κάποτε τιμήθηκε ως ο στόχος της αληθούς γνώσης, έφτασε πια να θεωρείται ως η βάση για την απαίτηση πίστης. Αντιδρώντας στις απλουστευτικές υπερβολές του Διαφωτισμού, η μετανεοτερικότητα τονίζει πια τα όρια της ανθρώπινης γνώσης και ενθαρρύνει την ανοχή έναντι εκείνων που παρεκκλίνουν από τη φιλοσοφία της νεοτερικότητας περί «μιας φορεσιάς για όλους». Ο κόσμος στον οποίο ζούμε θεωρείται τώρα ως ένας τόπος στον οποίο τίποτε δεν είναι βέβαιο, τίποτε δεν διασφαλίζεται και τίποτε δεν είναι αδιαμφισβήτητα δεδομένο.

Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, το καλύτερο που μπορούσε να ελπίζουμε είναι να γνωρίσουμε μερικώς παρά ολικώς. Το διαφωτιστικό στερεότυπο του παντογνώστη νου έχει αντικατασταθεί από την εικόνα του αναζητητή, ο οποίος ψάχνει για την αλήθεια καθώς πορεύεται μέσα από έναν αμφίθυμο και σύνθετο κόσμο, στον οποίο οι απλές απαντήσεις είναι κατά πάσα πιθανότητα εσφαλμένες απαντήσεις. Ο αθεϊσμός, ως ένα ολοκληρωτικό σύστημα, είναι εκτός τόπου σ' έναν τέτοιο κόσμο, του οποίου η αυξανόμενη ανοικτότητα ως προς τις πνευματικές όψεις της ζωής έχει οδηγήσει σε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία και την πραγματικότητα του υπερβατικού. Η συμβίωση αθεϊσμού και νεοτερικότητας αποδείχθηκε η αχίλλειος πτέρνα του όλου κινήματος. Η πτώση και εν συνεχεία ο θάνατος της νεοτερικότητας έχει αποστερήσει το συνέταιρο της από την αυτονόητη ευλογοφάνεια και γοητεία του. Ενώ όλες οι θρησκείες έχουν επηρεαστεί με κάποιον τρόπο από την ανάδυση της μετανεοτερικότητας, η πιο σημαντική απώλεια της τελευταίας είναι ο ίδιος ο αθεϊσμός. Η καθιερωμένη θρησκεία της νεοτερικότητας βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο, θεωρούμενη όλο και περισσότερο ως μία εκκεντρικότητα παρά ως μία σοβαρή πολιτισμική επιλογή.

Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα; Ένα από τα πιο χτυπητά γνωρίσματα της αναφοράς του Νίτσε στο «θάνατο του Θεού» είναι ότι ο τελευταίος στηρίζεται σε μία πολιτισμική αντίληψη. Ο Θεός δεν έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει· αναπτύχθηκε μία πολιτισμική στάση, η οποία έτεινε στο να θεωρεί το Θεό ως κάτι άνευ σημασίας κι ως εκ τούτου τον έθεσε στο περιθώριο. Παρ' όλα αυτά, ο πολιτισμός δεν είναι στατικός· συνεχίζει να αλλάζει. Τι θα συνέβαινε εάν λάμβανε χώρα μία νέα πολιτισμική μετατόπιση, η οποία θα αναζωπύρωνε το ενδιαφέρον για τα πνευματικά και θα αντιδρούσε κατά των ιδεών που κάποτε κατέστησαν τον αθεϊσμό μία τόσο γοητευτική εναλλακτική πρόταση; Διότι αυτό, εν ολίγοις, είναι ό,τι πολλοί ερευνητές εκτιμούν πως συμβαίνει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η νεοτερικόητα εξουθενώθηκε, αβέβαιη για τις ίδιες τις αξίες της, ανοίγοντας απρόθυμα το δρόμο για τη μετανεοτερικότητα.

Η σπουδαιότητα αυτής της μείζονος πολιτισμικής μετάβασης μας οδηγεί φυσιολογικά στο να εξετάσουμε το όλο ζήτημα με περισσότερη λεπτομέρεια. Αρχίζουμε, λοιπόν, με την αυγή της νεότερης εποχής στη Δύση.
 
 
Η γένεση της Νεοτερικότητας

Κάποια στιγμή, γύρω στα 1750, άρχισε στη Δύση μία μαζική πολιτισμική μετατόπιση, καθώς το κίνημα που γνωρίζουμε πια ως νεοτερικότητα απέκτησε υπόσταση. Το νέο κίνημα ανέτειλε αργά-αργά, με τις φωτεινές του ακτίνες να χρειάζονται περισσότερο χρόνο να διαπεράσουν ορισμένες από τις πιο σκοτεινές περιοχές της Δύσης απ' ό,τι κάποιες άλλες. Εντούτοις, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία σχετικά με το τι γινόταν. Ένας παλαιότερος τρόπος θέασης του κόσμου, κατανόησης της θέσης της ανθρωπότητας εντός του σύμπαντος, πέθαινε. Στη θέση του, μία νέα προοπτική γεννιόταν. Είναι εύκολο να υποδείξουμε κάποια ορόσημα που καθορίζουν αυτή τη μετάβαση στη νεοτερικότητα, όπως για παράδειγμα την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, οι οποίες έγιναν πολύ γρήγορα η μία μετά την άλλη. Τα θεμελιακά ζητήματα του ήταν ξεκάθαρα: η ανθρωπότητα κατείχε ήδη πλήρως την ύλη που χρειαζόταν για να κυριαρχήσει στον κόσμο  το λόγο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ιστορικά που η επανεμφάνιση του αθεϊσμού ως σοβαρής διανοητικής επιλογής ανάγεται στην αυγή της νεοτερικότητας. Ο αθεϊσμός είναι η θρησκεία του αυτόνομου και ορθολογικού ανθρωπίνου όντος, το οποίο πρεσβεύει ότι ο λόγος είναι σε θέση να αποκαλύψει και να εκφράσει τις βαθύτερες αλήθειες του σύμπαντος, από τη μηχανική της ανατολής του ήλιου μέχρι τη φύση και τον τελικό προορισμό της ανθρωπότητας. Υπάρχει μία και μοναδική, καθολική ορθολογικότητα, την οποία τα ανθρώπινα όντα είναι εύκολο να προσδιορίσουν και να ανακαλύψουν μέσω της κατάλληλης χρήσης του λογικού στοχασμού και του επιστημονικού πειραματισμού. Μία ενιαία, συνεκτική κοσμοθεωρία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσα από την αποσπασματικότητα που προσδιορίζει την ύπαρξη. Επρόκειτο για μία ισχυρή, σίγουρη και επιθετική κοσμοθεωρία. Υπό την επήρεια μιας απεριόριστης αυτοπεποίθησης, διακήρυσσε ότι ο κόσμος μπορούσε να κατανοηθεί πλήρως και κατ' επέκταση να δαμαστεί. Τα εμπόδια σ' αυτή την κατανόηση και κατάκτηση μπορούσαν εύκολα να φύγουν από τη μέση ως παράλογα, αντιδραστικά και άσκοπα.

Η νεοτερική έμφαση επί της εξηγησιμότητας του κόσμου οδήγησε σε μία ανυπομονησία έναντι αυτού που θεωρείτο απαράδεκτος διανοητικός βηματισμός. Υπήρχε μονάχα ένας ορθός, λογικός τρόπος θεώρησης του κόσμου· το σημαντικό ήταν να προσδιορίσει κανείς αυτή την πλεονεκτική συνθήκη, από την οποία τα πάντα μπορούσαν να ειδωθούν στις πραγματικές τους διαστάσεις  και να τις διατηρήσουν. Η ορθή χρήση του λόγου επέτρεπε στο έλλογο ανθρώπινο ον να υψωθεί πάνω από τον κόσμο και να δει τα πάντα από αυτή τη μοναδική και παντοδύναμη σκοπιά.

Ο αθεϊσμός προσφερόταν πλήρως για μία τέτοια επιστημονική και ορθολογική κοσμοθεωρία. Αποτελούσε την καθιερωμένη πια θρησκεία της νεοτερικότητας. Δεν υπήρχε κανένας Θεός. Εντούτοις, από την πλεονεκτική σκοπιά της νεοτερικότητας ήταν δυνατόν να δει κανείς γιατί ορισμένοι πολύ λυπηροί και παραπλανημένοι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να πιστεύουν ότι υπήρχε -και πώς άλλοι, ακόμη πιο ανησυχητικά, χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία ως μέσο εκμετάλλευσης και καταπίεσης αυτών των απλοϊκών και αφελών ανθρώπων. Οι θεωρίες των Φόιερμπαχ, Μαρξ και Φρόιντ εξηγούσαν τις απαρχές της ανθρώπινης αυταπάτης περί του Θεού και, παράλληλα, επέτρεπαν τον έλεγχο αυτής της ιδέας. Ο αθεϊσμός δεν έδινε την άδεια ή δεν δημιουργούσε το πεδίο για να πιστέψει κάποιος στο Θεό  μία πεποίθηση την οποία θεωρούσε παράλογη, αντιδραστική και, απλούστατα, εντελώς τρελή. Ως εκ τούτου, ο πιστός τοποθετούνταν στην κατηγορία του υπολειμματικού ως προς τη φύση ή του υπονομευτή -που και τα δύο ήταν απειλές για τη νεοτερικότητα κι ως εκ τούτου απαιτούσαν τον έλεγχο τους. Ο σοβιετικού τύπου κομμουνισμός, έχοντας λοιπόν εξηγήσει τις απαρχές της θρησκείας επί ιδεολογικής βάσεως, ήταν εύκολο να ελέγξει αυτό τον παραλογισμό  για παράδειγμα, μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας ψυχιατρικών κλινικών, που και τα δύο επέτρεπαν τον έλεγχο και την εξουδετέρωση όλων αυτών που παραβίαζαν τη νεοτερική ορθοδοξία.

Ένα κορυφαίο ζήτημα για τη νεοτερικότητα ήταν η έμφαση της στην ομοιομορφία. Το Άλλο αναγόταν απηνώς στο Ίδιον. Υπήρχε μονάχα ένας ορθός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων άπαξ και αυτό είχε καθοριστεί, έπρεπε να επιβληθεί. Το να παρατηρεί κανείς τα πάντα από την πλεονεκτική σκοπιά της νεοτερικότητας ισοδυναμεί με το να κυριαρχεί στα πάντα και να υποτάσσει οτιδήποτε θεωρείται απειλή. Η απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη που συνιστούσε η α-προβλεψιμότητα και το χάος της φυσικής τάξης, καθώς και ο παραλογισμός των ανθρωπίνων υποθέσεων, έπρεπε συνεπώς να εξαλειφθούν, ανοίγοντας το δρόμο για τον παράδεισο  έναν τακτοποιημένο και δομημένο κόσμο στον οποίο η ανθρωπότητα μπορούσε να κατοικεί δίχως άγχη. Μολαταύτα, αυτή η έμφαση στην ομοιομορφία και τον έλεγχο απαιτούσε την καταπίεση της διαφοράς και της ποικιλίας. Η θέση και ο ρόλος των θρησκειών μπορούσαν να ελεγχθούν σθεναρά, αναθέτοντας στην καθεμία έναν αυστηρά περιορισμένο χώρο εντός του οποίου μπορούσε να υπάρχει  να υπάρχει, εννοείται, ως φυλακισμένη. Ο χώρος αυτός, βέβαια, δεν ήταν οι τεράστιες ανοικτές πεδιάδες της δημόσιας παρουσίας, αλλά τα όρια του κελιού της φυλακής.

Στα 1791, ο Άγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ πρότεινε μία αρχιτεκτονική καινοτομία που ήταν σχεδιασμένη για να κάνει τις φυλακές ασφαλείς και ανθρώπινες. Οραματίστηκε ένα σωφρονιστικό κατάστημα κατασκευασμένο ως μία κυκλική σειρά από κελιά που έβλεπαν προς το κέντρο. Στιβαροί τοίχοι μεταξύ των κελιών θα απέτρεπαν κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ των φυλακισμένων, ενώ ένα μικρό παράθυρο στο πίσω μέρος του κάθε κελιού θα επέτρεπε τον επαρκή του φωτισμό. Στο κέντρο αυτού του δακτυλίου από κελιά, ο Μπένθαμ πρότεινε να τοποθετηθεί ένας πύργος ελέγχου με ειδικά παραθυρόφυλλα που εμπόδιζαν τους φυλακισμένους να βλέπουν τους φρουρούς. Αυτό το πανοπτικόν σχεδιάστηκε ως ένας «χώρος που έβλεπε τα πάντα», έτσι ώστε να επιτρέπει την απόλυτη παρατήρηση του κάθε φυλακισμένου. Ο τελικός του σκοπός ήταν ο έλεγχος των φυλακισμένων τόσο μέσω της απομόνωσης όσο και μέσω της δυνατότητας για συνεχή παρακολούθηση.

Ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό υιοθέτησε αυτή την ιδέα περί ενός ελεγκτικού χώρου και την αξιοποίησε ως μεταφορά στην περίπτωση του καταπιεστικού ελέγχου της νεοτερικότητας και της ολοκληρωτικής αποτυχίας της να σεβαστεί τη διαφορά και την ποικιλία.
 
Το κάθε άτομο, στο δικό του χώρο, είναι ασφαλώς περιορισμένο σ' ένα κελί εντός του οποίου ο επόπτης το βλέπει από μπροστά· οι τοίχοι όμως στα πλάγια το εμποδίζουν να έρθει σε επαφή με τους συντρόφους του. Το βλέπουν, αλλά αυτό δεν βλέπει· αποτελεί το αντικείμενο της πληροφορίας, ποτέ ένα υποκείμενο που επικοινωνεί. Η διευθέτηση του δωματίου του, ακριβώς απέναντι από τον κεντρικό πύργο, επιβάλλει πάνω του μία κάθετη ορατότητα· οι διαιρέσεις όμως του δακτυλίου, αυτά τα διαχωρισμένα κελιά, υπαινίσσονταν μία οριζόντια αορατότητα. Κι αυτή ακριβώς η αορατότητα συνιστά την εγγύηση της τάξης. Αν οι ένοικοι είναι κατάδικοι, δεν υφίσταται κίνδυνος συνωμοσίας, προσπάθειας για μαζική απόδραση, σχεδιασμού νέων εγκλημάτων στο μέλλον, αμοιβαίων κακών επιρροών. Αν είναι ασθενείς, δεν υφίσταται κίνδυνος μόλυνσης. Αν είναι τρελοί, δεν υφίσταται κίνδυνος βιαιοπραγίας του ενός έναντι του άλλου.
 
Εφαρμοζόμενη στην περίπτωση της θρησκείας, η κριτική του Φουκό κατά της νεοτερικότητας οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο αθεϊσμός είδε τον εαυτό του ως πανοπτικόν, την προκεχωρημένη σκοπιά από την οποία η θρησκεία μπορούσε να εποπτευθεί και να δαμαστεί. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η θρησκεία προέκυπτε από τις κοινωνικές συνθήκες· ο έλεγχος της θρησκείας μπορούσε, λοιπόν, να επιτευχθεί μέσω της κατάλληλης κοινωνικής μηχανικής. Ο Φρόιντ υποστήριξε ότι η θρησκεία αναδυόταν μέσα από τους σκοτεινούς θύλακες του ασυνειδήτου· ο έλεγχος της θρησκείας μπορούσε επομένως να κατορθωθεί μέσω της χειραγώγησης των νοητικών διεργασιών. Η θρησκεία μπορούσε να απομονωθεί, να περιοριστεί σ' ένα ασφαλές μέρος και μετά να αφεθεί να πεθάνει  ή, στην περίπτωση ορισμένων πιο επιθετικών νεοτερικών προτάσεων, να εξαλειφθεί μέσω της βίας. Όπως τονίζει ο Φουκό, οι μεταδοτικές ασθένειες ελέγχονταν καλύτερα μέσω μιας σειράς από περιορισμούς στην ατομική ελευθερία και μετακίνηση, οι οποίοι ακολουθούνταν από πιο ακραία μέτρα προς εξαφάνιση των αρρώστων από την κοινότητα άπαξ και είχαν υπαχθεί σε καθεστώς ελέγχου. Η νεοτερικότητα αντιμετώπισε τη θρησκεία ως ένα ξέσπασμα τρέλας η οποία κατά καιρούς ήταν αποδέκτη κοινωνικά, αλλά αποτελούσε μόνιμα μία αιτία για επιφυλακή.

Γύρω στα 1950, η νεοτερικότητα βρέθηκε σε κατάσταση σοβαρής έντασης με την ανθρώπινη εμπειρία της ζωής, σε βαθμό που η αξιοπιστία της τεντώθηκε μέχρι του σημείου της κατάρρευσης. Ο παράδεισος αναβλήθηκε, όταν διαπιστώθηκε με τρόπο όλο και πιο έντονο ότι ελάχιστα διέφερε από μία οραματική ουτοπία. Αντί να παραδεχθεί την αποτυχία της να εκπληρώσει αυτό που υποσχόταν, η νεοτερικότητα συνέχισε να παραπέμπει και να καθυστερεί την άφιξη της ουτοπίας της. Ο παράδεισος βρισκόταν πάντα στην επόμενη γωνιά του δρόμου. Το όραμα αυτό μπορεί να παραμένει ζωντανό για κάποιους· παρ' όλα αυτά, στέκει εν μέσω ενός τοπίου τραυματισμένου από τα ερείπια των αποτυχιών του. Ίσως η πιο αποκαλυπτική κριτική της νεοτερικότητας να πρέπει να αποδοθεί στο Γερμανό μαρξιστή συγγραφέα Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), ο οποίος είδε την άνοδο του ναζισμού κατά τη δεκαετία του 1930 ως ένα εύγλωττο σημάδι της ματαιότητας της νεοτερικότητας. Ο Μπένγιαμιν είδε το Σύμφωνο του 1939 μεταξύ ναζί και σοβιετικών ως μία σαρωτική ένδειξη της αποτυχίας του μαρξισμού και, ανήμπορος να ζήσει με την απόγνωση αυτής της συνειδητοποίησης, ή φοβούμενος ίσως τη φυλάκιση εκ μέρους των Αρχών του Βισί στη Γαλλία, αυτοκτόνησε λίγο αργότερα. Για τον Μπένγιαμιν ήταν ωσάν η νεοτερικότητα να είχε δημιουργήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν άντεχε να ζει.

Η μεγάλη ρήξη της νεοτερικότητας με το παρελθόν και η διακήρυξη της να ξεκινήσει με τα πάντα από την αρχή έμοιαζε κάποτε γεμάτη φρεσκάδα και ενθουσιασμό. Εντούτοις, όπως κατέστησε σαφές η άνοδος του ναζισμού και του σταλινισμού κατά τη δεκαετία του 1930, η ρήξη με την παράδοση σήμαινε απλά ρήξη με τον πολιτισμό και με όλες τις εγγενείς ασφαλιστικές δικλείδες του κατά της απολυταρχίας. Η τάση της νεοτερικότητας προς επιβολή της καθολικότητας και της ομοιομορφίας μπορούν να διαπιστωθούν πάρα πολύ καθαρά στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής. Η ιδεολογία του σχεδιασμού που συνδέεται με τη νεοτερικότητα βασίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, στο Διεθνές Στιλ, έτσι όπως αυτό καθιερώθηκε στις δεκαετίες του 1920 και 1930 από τον Βάλτερ Γκρόπιους και άλλους. Το εν λόγω κίνημα ήταν στραμμένο σε έναν απλό και λειτουργικά αποτελεσματικό σχεδιασμό, δίχως διακοσμήσεις, στη χρήση του τσιμέντου, του χάλυβα και του γυαλιού, καθώς και μία ιδιαίτερη χρήση των τετραγώνων και της ευθείας γραμμής. Για εκείνους που το συνέλαβαν κατά τη δεκαετία του 1920, αυτό το στιλ έμελλε να είναι απελευθερωτικό· στην πράξη απεδείχθη βαθύτατα καταπιεστικό. Η απόλυτη ανιαρότητα του σχεδιασμού των σταλινικών πόλεων εξουθένωνε όσους ζούσαν μέσα σε αυτές τις πόλεις. Για τον αυξανόμενο αριθμό των επικριτών της, η νεοτερικότητα είχε αναθρέψει μία άνευ νοήματος ομοιομορφία και μία ομοιόμορφη απουσία νοήματος. Ο σχεδιασμός των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου, απέβησαν η χειρότερη εκδοχή του νεοτερικού ενδιαφέροντος για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα και για την προτεραιότητα των τετραγώνων και της ευθείας γραμμής. Η καλοβαλμένες σειρές των τετράγωνων παραπηγμάτων έφτασαν στο σημείο να γίνουν τα σύμβολα τόσο του ναζισμού όσο και του αρχιτεκτονικού στιλ που αυτός προτιμούσε.

Γύρω στα τέλη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοινωνικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές αποτυχίες της νεοτερικότητας ήταν όλες τους κάτι παραπάνω από προφανείς. Ο Δυτικός πολιτισμός αναταράχθηκε από μία νέα σειρά σπασμών, καθώς οι καθιερωμένες αντιλήψεις της νεοτερικότητας είχαν μπει στο περιθώριο, για να αντικατασταθούν από ένα νέο τρόπο σκέψης και θεώρησης του κόσμου  τη μετανεοτερικότητα.

 
 
 Ο Μετανεοτερικός σεβασμός στην πολυμορφία

 Η μετανεοτερικότητα είναι μία σύνθετη, ίσως απροσδιόριστη, τελικά, ιδέα (υπό την έννοια ότι κάθε προσδιορισμός υποδηλώνει περιορισμούς, κάτι που δεν αρέσει στους περισσότερους μετανεοτερικούς συγγραφείς). Παρ' όλα αυτά, ένας αριθμός από κοινά θέματα μπορεί να εντοπιστεί στο πλαίσιο του κινήματος. Ίσως το πιο σημαντικό από αυτά να είναι η απόρριψη της αναζήτησης της νεοτερικότητας για αντικειμενική, ουσιαστική γνώση της αλήθειας και της ομορφιάς· της πεποίθησης της ότι μπορεί ακόμη να εντοπιστεί μία ολότητα και ενότητα εντός του αποσπασματικού κόσμου στον οποίο ζούμε, έτσι ώστε να μπορεί ο κόσμος αυτός να γνωσθεί, να κατανοηθεί και να ελεγχθεί με ορθολογικά και επιστημονικά μέσα. Η μετανεοτερικότητα έχει αντιδράσει έναντι αυτού του είδους των αντιλήψεων για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι η νεοτερικότητα ήταν προβληματική φιλοσοφικά· και, δεύτερον, διότι ενθάρρυνε την άνοδο της μισαλλοδοξίας και της απουσίας σεβασμού προς τον Αλλο.

Ούτε η νεοτερικότητα ούτε η μετανεοτερικότητα θα πρέπει να θεωρούνται «ορθές»· η καθεμιά αντιπροσωπεύει μία πολιτισμική στάση, εκ των οποίων η δεύτερη έχει βαθύτατα καθοριστεί από τις υποτιθέμενες ανεπάρκειες της πρώτης. Ενώ οι συγγραφείς του Διαφωτισμού πίστευαν ότι ήταν δυνατόν να τεθούν κάποια θεμελιώδη αξιώματα και να προχωρήσει κάποιος στην ανέγερση ενός μείζονος φιλοσοφικού συστήματος, οι μετανεοτερικοί συγγραφείς σημειώνουν την αποτυχία όλου αυτού του εγχειρήματος. Η ιδέα μιας αυτοθεμελιούμενης φιλοσοφίας έχει αποβεί εξαιρετικά εκτός μόδας και κάθε απόπειρα προς προώθηση της σήμερα συναντά την καχυποψία επί τη βάσει των αξιώσεων της για ολοκληρωτισμό. Ενώ η νεοτερικότητα μιλούσε για ορθολογικότητα στον ενικό -υπάρχει μόνο ένας νόμιμος τρόπος του σκέπτεσθαι- οι μετανεοτερικοί συγγραφείς αναγνωρίζουν μία ποικιλία από ορθολογικότητες, επιμένοντας ότι δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε ετυμηγορία σχετικά με το ποια είναι η σωστή. Όπως τονίζει ο Ος Γκίνες σε μία διεισδυτική προσέγγιση των πρόσφατων τάσεων:
 
Ενώ η νεοτερικότητα ήταν ένα μανιφέστο ανθρώπινης αυτοπεποίθησης και αυτοεπιβεβαίωσης, η μετανεοτερικότητα είναι μία ομολογία μετριοπάθειας· αν όχι απόγνωσης. Δεν υπάρχει αλήθεια· μόνο αλήθειες. Δεν υπάρχει κανένας μεγάλος λόγος· μονάχα διάφοροι λόγοι. Δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος πολιτισμός (κουλτούρα, πεποίθηση, νόρμα ή στιλ)· μόνο μία πληθώρα από πολιτισμούς, πεποιθήσεις, νόρμες και στιλ. Δεν υπάρχει καθολική δικαιοσύνη· μονάχα επιδιώξεις και ο ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων με διαφορετικές επιδιώξεις. Δεν υπάρχει καμία μεγάλη αφήγηση περί της ανθρώπινης προόδου· μόνο αμέτρητες διηγήσεις σχετικά με το πού βρίσκονται τώρα οι λαοί και οι πολιτισμοί τους. Δεν υπάρχει καμία απλή πραγματικότητα ή κάποια μεγάλη αντικειμενικότητα μιας καθολικής και αποστασιοποιημένης γνώσης· μονάχα μία ασταμάτητη αναπαράσταση των πάντων με τους όρους του καθενός.
 
Δεν υπάρχει κάποια πλεονεκτική σκοπιά από την οποία μπορούν τα πάντα να ειδωθούν. Δεν υπάρχει κάποια «μετα-αφήγηση»  ένα μεγάλο, περιεκτικό σχήμα που να προσφέρει μία ολιστική θέα της πραγματικότητας. Όπως τονίζει ο Τέρι Ίγκλετον, αυτό το σημείο υπογραμμίζει την εκ μέρους της μετανεοτερικότητας αυστηρή απόρριψη των φιλοσοφιών του τύπου «ταιριάζει σε όλους», οι οποίες αρνούνται να ανεχθούν την παρέκκλιση, τη διαφορά ή την απόκλιση από τις θεωρητικές προκατανοήσεις τους.
 
Η μετανεοτερικότητα σηματοδοτεί το τέλος αυτών των «μετααφηγήσεων», των οποίων η μυστική τρομοκρατική λειτουργία έγκειτο στη θεμελίωση και τη νομιμοποίηση της αυταπάτης περί μιας «καθολικής» ανθρώπινης ιστορίας. Βρισκόμαστε τώρα στη διαδικασία της αφύπνισης από τον εφιάλτη της νεοτερικότητας, με το χειραγωγικό λόγο της και τα φετίχ της περί ολότητας, μία αφύπνιση που μας οδηγεί στο χαλαρό πλουραλισμό του μετανεοτερικού, αυτού του ετερογενούς φάσματος τρόπων ζωής και γλωσσικών παιχνιδιών που έχει αποκηρύξει τη νοσταλγική παρόρμηση για κυριαρχία και νομιμοποίηση [...] Η επιστήμη και η φιλοσοφία θα πρέπει να ξεφορτωθούν τις μεγαλοπρεπείς μεταφυσικές αξιώσεις τους και να δουν τον εαυτό τους πιο ταπεινά ως μία αφήγηση δίπλα στις άλλες.
 
Όλα αυτά οδηγούν σ' έναν αυξανόμενο σεβασμό και μια σύστοιχη ανεκτικότητα έναντι των διάφορων, καθώς και σε μία προγραμματική απόρριψη της νεοτερικής αναγωγής του Αλλου στο Ίδιον. Όπως διακήρυξε ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ, η μετανεοτερικότητα «επεξεργάζεται την ευαισθησία μας έναντι των διαφορών και ενισχύει την ικανότητα μας προς ανοχή του ασύμβατου προς εμάς». Οι εντόπιες και μερικές θεωρήσεις θα πρέπει να τυγχάνουν καλωσορίσματος, σε αντίθεση με την καχυποψία που πρέπει να έχει κανείς έναντι των ολοκληρωτικών αξιώσεων.

Αν και πολλοί μετανεοτερικοί συγγραφείς θεωρούν τον εαυτό τους αθεϊστή, δύο σημεία θα πρέπει να τονιστούν πάραυτα. Πρώτον, η μετανεοτερική απόρριψη της δυνατότητας για μία προνομιούχο σκοπιά «υπό το πρίσμα του Θεού» δεν συνεπάγεται επ' ουδενί την απόρριψη του Θεού. Ενώ η μετανεοτερικότητα είναι απόλυτα σαφής ότι η ανθρωπότητα δεν κατέχει τη θέση του Θεού -υποθέτοντας ότι μία τέτοια θέση θα επέτρεπε μία ολική άποψη για την πραγματικότητα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει Θεός. Η μετανεοτερικότητα καταφάσκει μία φιλοσοφική μετριοπάθεια, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν όρια στη γνώση. Δεν κάνει -και στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει- δηλώσεις σχετικά με το τι υπάρχει και το τι δεν υπάρχει. Δεύτερον δε -και κάτι που ίσως είναι σημαντικότερο- η μετανεοτερικότητα υπονομεύει σοβαρά την ευλογοφάνεια του αθεϊσμού -για λόγους που θα εξετάσουμε στα όσα ακολουθούν αμέσως μετά.

 
 Ο Αθεϊσμός και η πρόκληση της Μετανεοτερικότητας

 Η μετανεοτερικότητα αποτελεί μία πολιτισμική τάση που πανηγυρίζει την ποικιλία και επιδιώκει την υπονόμευση αυτών που προσφέρουν αυστηρές, περιοριστικές και καταπιεστικές θεωρήσεις του κόσμου. Η νεοτερικότητα -που προσπάθησε να αναγάγει τα πάντα σε μία ομοιογενή δέσμη ιδεών- αποκαθηλώνεται από τους μετανεοτερικούς συγγραφείς ως ένα είδος διανοητικού σταλινισμού, μία άρνηση να επιτραπεί η ποικιλία στις προσεγγίσεις του κόσμου εκ μέρους μας. Η μετανεοτερικότητα πανηγυρίζει την ποικιλία των πεποιθήσεων, βλέποντας κάθε απόπειρα προς εξαναγκασμό των ατόμων για την αποδοχή των απόψεων κάποιου άλλου ως καταπιεστική.

Εκ πρώτης όψεως, το μετανεοτερικό εγχείρημα ενδέχεται να φανεί ότι εργάζεται υπέρ του αθεϊσμού. Πολλοί μετανεοτερικοί συγγραφείς είναι, σε τελική ανάλυση, αθεϊστές (τουλάχιστον με την έννοια ότι δεν πιστεύουν ενεργά στο θεό). Αυτή καθεαυτήν η ιδέα της αποδόμησης μοιάζει να υπονοεί ότι η περί Θεού ιδέα θα όφειλε να εξαλειφθεί από το Δυτικό πολιτισμό ως ένα παιχνίδι ισχύος εκ μέρους των Εκκλησιών και όλων εκείνων που έχουν συμφέρον να επιβιώσει. Μολαταύτα, δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο ο κορυφαίος μετανεοτερικός συγγραφέας Ζακ Ντεριντά θα επιθυμούσε να ερμηνευθεί η εν λόγω έννοια. Το όλο θέμα αφορά την ανοικτότητα και την προθυμία για σεβασμό του Αλλου: «Η αποδόμηση δεν είναι ένας εγκλεισμός στο τίποτα, αλλά μία ανοικτότητα στο άλλο».

Ο Ντεριντά περιγράφει τις απελευθερωτικές συνέπειες της μετανεοτερικότητας με τους όρους που υποβάλλει η εικόνα της «αποκέντρωσης». Σύμφωνα με τον Ντεριντά, η νεοτερική Δυτική σκέψη βασίζεται στην ιδέα του κέντρου  μιας προέλευσης, μιας αλήθειας, μιας ιδεατής μορφής, ενός σταθερού σημείου, ενός «ακίνητου κινούντος», του Θεού, ο οποίος είναι ο έσχατος εγγυητής του νοήματος. Αυτή η υπερβολική χρήση της εικόνας του κέντρου, σύμφωνα με τον Ντεριντά, οδηγεί σε μία συστηματική προσπάθεια προς αποκλεισμό μέσω της παραθεώρησης, της απώθησης ή της περιθωριοποίησης των άλλων. Ο Ντεριντά επισημαίνει τη σπουδαιότητα της έννοιας του κέντρου στη διαδικασία προώθησης της καταπίεσης εκ μέρους της Δύσης, υποστηρίζοντας ότι επί τη βάσει της οι μεγάλες Δυτικές δυνάμεις αποπειράθηκαν να διαμορφώσουν τον κόσμο έτσι ώστε να ομοιάζει στη θεωρητική δομή του εθνοκεντρισμού τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα διάφορες μορφές βίας. Απρόθυμες να ανεχθούν τη διαφορά ή την απόκλιση, οι δυνάμεις αυτές επεδίωξαν να την εξαλείψουν, εξαναγκάζοντας την περιφέρεια να συμμορφωθεί προς το κέντρο -για παράδειγμα, κατά την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, της γερμανικής κυριαρχίας επί της Ευρώπης κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και της αμερικανικής ηγεμονίας κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, οι αντιπρόσωποι του Δυτικού πολιτισμού, επί τη βάσει μιας άτοπης αυτοπεποίθησης όσον αφορά τον ηθικώς επιτακτικό χαρακτήρα των πεποιθήσεων και των πρακτικών τους, προσπάθησαν να αρνηθούν και τελικά να καταστρέψουν τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές που παρέκκλιναν από τις δικές τους, είτε καταπνίγοντάς τες ολοκληρωτικά είτε αφομοιώνοντάς τες σε άλλες πολιτισμικώς αποδεκτές μορφές. Αυτή η προσπάθεια προς ολοκληρωτισμό του κέντρου μέσω ενός καθολικού ορισμού σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος θα πρέπει να υποβληθεί σε μία ριζική αποδομιστική κριτική, ως αναγκαία προϋπόθεση για την εξάλειψη της καταπίεσης.

Οι συνέπειες όλων αυτών για κάθε θρησκευτική κοσμοθεωρία δύσκολα μπορούν να παραθεωρηθούν. Η καταπίεση προκύπτει μέσα από την άρνηση να ανεχθεί κάποιος τις εναλλακτικές, επιζητώντας ως εκ τούτου την εξαφάνιση τους. Ο αθεϊσμός μπορεί να ξεκίνησε ως μία απελευθερωτική προσπάθεια να «αποκεντρωθεί» ο Δυτικός πολιτισμός εν σχέσει προς την καταπίεση των κρατικών Εκκλησιών της Ευρώπης. Εντούτοις, αντί να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία αποκέντρωσης μέχρι το τέλος, ο αθεϊσμός απλά πρότεινε ένα διαφορετικό κέντρο. Με την προβολή μιας ανθρωπότητας που κατ' ανάγκη αρνούνταν την ύπαρξη του Θεού ως προϋπόθεση για αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη, ο αθεϊσμός για άλλη μια φορά επεδίωξε να πραγματοποιήσει τον ολοκληρωτισμό του κέντρου με την πρόταξη ενός μοναδικού και καθολικού ορισμού σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος· ενός ορισμού που ηθελημένα απέκλειε και περιθωριοποιούσε αυτούς που δεν αποδέχονταν τον εν λόγω εξαιρετικά περιοριστικό ορισμό.

Ο αθεϊσμός είναι αναγκασμένος να ορίσει τον Άλλο είτε ως την περί Θεού ιδέα καθεαυτήν είτε ως αυτούς που πιστεύουν στο Θεό  μία κατηγορία που αγκαλιάζει τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη γη. Ως εκ τούτου, το Άλλο ανάγεται στο Ίδιον  μία διαδικασία που μπορούμε να δούμε στις κριτικές της θρησκείας που εξαπέλυσαν οι Φόιερμπαχ, Μαρξ και Φρόιντ. Ο καθένας από αυτούς υποστηρίζει ότι ο Άλλος (ο Θεός) είναι απλά μία στιγμή του Ιδίου (όπως είναι για παράδειγμα οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις). Ενώ αυτοί οι τρεις συγγραφείς κατανοούν διαφορετικά το Ίδιον, έχουν μία κοινή αναγωγιστική μεθοδολογία, η οποία επιμένει ότι ο Θεός μπορεί να αναχθεί πλήρως και καταλλήλως στις κατηγορίες τους. Ενώ αυτές οι προσεγγίσεις είναι απολύτως συνεπείς με την προοπτική της νεοτερικότητας, η έμφαση της μετανεοτερικότητας για την ανάγκη σεβασμού προς τον Άλλο αμφισβητεί ριζικά την ακεραιότητα τους. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι η απουσία σεβασμού προς τον Άλλο οδηγεί τελικά στην απαράδεκτη καταπίεση του Άλλου.

Αν και υπάρχουν κάποιοι αθεϊστές που δείχνουν σεβασμό έναντι της θρησκευτικής πίστης, ο κυρίαρχος τόνος εντός του κινήματος είναι μάλλον πιο άτεγκτος. Η πίστη στο Θεό αποτελεί κάτι το κακό και πρέπει να εξαλειφθεί. Στην ομιλία του στο πλαίσιο του Lowell Lecture του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο Γκορ Βιντάλ υποστήριξε, στις 20 Απριλίου 1992, ότι ο μονοθεϊσμός ήταν η πηγή όλων των κακών της Αμερικής.
 
Το μεγάλο κακό που δεν μνημονεύουμε και που βρίσκεται στο κέντρο του πολιτισμού μας είναι ο μονοθεϊσμός. Από ένα βαρβαρικό κείμενο της Εποχής του Χαλκού, γνωστό ως Παλαιά Διαθήκη, έχουν αναπτυχθεί τρεις θρησκείες που είναι κατά του ανθρώπου  ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Πρόκειται για θρησκείες του θεού του ουρανού. Είναι, κυριολεκτικά, πατριαρχικές -ο Θεός είναι ο Παντοδύναμος Πατέρας, εξού και η εξουθένωση των γυναικών για 2.000 χρόνια στις χώρες που μολύνθηκαν από το θεό του ουρανού και του αρσενικούς αντιπροσώπους του. Ο θεός του ουρανού είναι ένας ζηλιάρης θεός, βέβαια. Απαιτεί ολοκληρωτική υπακοή από τους πάντες στη γη, μιας και δεν υπάρχει μονάχα για μία φυλή, αλλά για όλη τη δημιουργία. Αυτοί που θα τολμούσαν να τον απορρίψουν, πρέπει ή να μεταστραφούν ή να πεθάνουν για το καλό τους.

Αν βάλουμε στη μια μεριά τις ελαφρώς υστερικές υπερβολές που καθιστούν αυτή την ομιλία ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό ανάγνωσμα (άλλωστε, πότε ήταν τα γεγονότα που καταγράφονται επακριβώς ένα καλό ανάγνωσμα;), δεν μπορούμε να παραθεωρήσουμε την άλλη, τη σκοτεινή μεριά του όλου πράγματος. Ο Βιντάλ υποστηρίζει έναν «υπέρ πάντων αγώνα κατά των μονοθεϊστών». Παράλληλα αυτού του είδους των αξιώσεων μπορεί να βρει κανείς και αλλού, ειδικά στα κείμενα του Ρίτσαρντ Ντόκινς, ο οποίος ζητά το ξερίζωμα της πίστης ως του μεγαλύτερου κακού στον κόσμο. Παρ' όλα αυτά, ο εικοστός αιώνας έγινε μάρτυρας ενός εκ των μεγαλύτερων και πιο θλιβερών παραδόξων στην ανθρώπινη ιστορία: η μεγαλύτερη μισαλλοδοξία και βία αυτού του αιώνα ασκήθηκαν από εκείνους που πίστευαν ότι η θρησκεία προκάλεσε τη μισαλλοδοξία και τη βία.

Αυτή η μνεία των εξαναγκαστικών μέσων προς απόσπαση υποστήριξης υπέρ του αθεϊσμού μάς φέρνει σε ό,τι θεωρείται πια ως μία από τις πιο σοκαριστικές όψεις της ιστορίας του αθεϊσμού κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα - τη βία του.

 
Η ενοχλητική μισαλλοδοξία του Αθεϊσμού

 Οι σίγουρες κοσμικές προβλέψεις της πτώσης της θρησκείας ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Επομένως, εάν η θρησκεία δεν μπορεί να πέσει κάτω και να πεθάνει με τη θέληση της, μήπως θα μπορούσε να εξαφανιστεί με κάποιον άλλο τρόπο; Ναι, θα μπορούσε  με την προϋπόθεση ότι θα παραθεωρηθούν πλήρως όλοι οι κανόνες του πολιτισμού. Διότι η μόνη εναλλακτική είναι ο ξεριζωμός της θρησκείας διά της βίας. Η βίαιη καταστολή της θρησκείας αποτελεί μία από τις πλέον προβληματικές όψεις του αθεϊσμού  ειδικά για εκείνους που έχουν μία μετανεοτερική προδιάθέση και για τους οποίους η ανεκτικότητα συνιστά την ύψιστη κοινωνική και προσωπική αρετή. Η σύγχρονη Δυτική κοινωνία εκτιμά την ανεκτικότητα και δείχνει περιορισμένη υπομονή όσον αφορά αυτούς που απαιτούν την εξαφάνιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων  ή, ακόμη χειρότερα, των ίδιων των πιστών.

Όσοι μιλούν για την εξάλειψη της θρησκείας -για παράδειγμα, συγκρίνοντας την με μία απαίσια μόλυνση που πρέπει να φύγει από τη μέση- συχνά δεν κατορθώνουν να ρωτήσουν, πολύ περισσότερο να εξηγήσουν, το πώς θα λάβει χώρα μία τέτοια εξάλειψη. Τι θα γίνει στην περίπτωση που οι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα με τη θρησκεία και αρνηθούν να την εγκαταλείψουν;

Οι αθεϊστές μιλούν για το ξερίζωμα της θρησκείας ωσάν αυτό να ήταν μία διαδικασία χωρίς πόνο, γιατί όχι και ευχάριστη. Ίσως να μην διαφέρουν και πολύ από απλοϊκά σαρκοβόρα ζώα, που πιστεύουν ότι τα άλλα ζώα πέφτουν κάτω την κατάλληλη στιγμή και πεθαίνουν χωρίς πόνο, μόνο και μόνο για να φαγωθούν από τους γεμάτους εκτίμηση ανθρώπους. Ο απλοϊκός αθεϊστής φαίνεται πως πιστεύει ότι ένα ενημερωμένο σεμινάριο περί αθεΐας είναι το μόνο πράγμα που χρειάζεται για να εξαλειφθεί η θρησκεία, δείχνοντας στους εκ τούτου ευγνώμονες ανθρώπους ότι μπορούν να απελευθερωθούν από μία καταπιεστική και εξασθενημένη αυταπάτη. Η πραγματικότητα της όλης κατάστασης είναι αιματηρή, χαώδης και κτηνώδης: το ξερίζωμα της πίστης τείνει στη συνδρομή των εκτελεστικών αποσπασμάτων και των θαλάμων αερίων.

Ο μύθος περί εξαλείψεως της θρησκείας χωρίς πόνο συναντάται ακόμη στην πρόσφατη τριλογία του Φίλιπ Πούλμαν, Τριλογία του Κόσμου (1998-2000), η οποία κάνει λόγο για ένα σύμπαν που καταπιέζεται από μία κακοποιό και προφανώς ξεμωραμένη θεότητα. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να μπει ένα τέλος στη σαδιστική κτηνωδία της «βασιλείας του Θεού» είναι με την ανατροπή αυτής της θεότητας και την εγκαθίδρυση της «δημοκρατίας του ουρανού». Ο θάνατος του Θεού απαιτεί να παύσουμε να μιλάμε για τη βασιλεία του Θεού· στη θέση της θα πρέπει να τοποθετήσουμε τη «δημοκρατία του ουρανού»  μία φράση που ολοκληρώνει τον τελευταίο τόμο της τριλογίας του Πούλμαν. Ο Θεός που πεθαίνει, σύμφωνα με τον Πούλμαν, είναι ο Θεός που καίει αιρετικούς και κρεμάει μάγισσες. Δεν θα τον θρηνήσει κανένας.

Πρόκειται για μία συναρπαστική και ενδιαφέρουσα ιστορία. Εντούτοις, ο αναγνώστης μένει με ένα παράξενο, επίμονο και ενοχλητικό ερώτημα. Τελειώνουν πράγματι όλα έτσι; Είναι σαν να διαβάζει κάποιος το Η φάρμα των ζώων μέχρι του σημείου που τα ζώα έχουν εκδιώξει τους κακούς ανθρώπους κι έχουν εγκαθιδρύσει τη δική τους δημοκρατία με το σλόγκαν «τέσσερα πόδια, καλό· δύο πόδια, κακό». Η ιστορία, όμως, απλά δεν σταματά εκεί Τι γίνεται με τον καημένο τον γερο-Μπόξερ, το καλό εκείνο ηλικιωμένο άλογο που το έστειλαν στο εργοστάσιο κόλλας; Στην αφήγηση του Όργουελ, ο Μπόξερ αντιπροσωπεύει τους καταπιεσμένους χωρικούς, εν ονόματι των οποίων έλαβε χώρα η επανάσταση και οι οποίοι αρχικά έγιναν αντικείμενο χειραγώγησης εκ μέρους των νέων κυρίων τους, για να καταλήξουν στη συνέχεια το ίδιο καταπιεσμένοι όσο και υπό τις συνθήκες του παλαιού καθεστώτος.

Η Ρωσική Επανάσταση δεν έληξε με τους καταπιεσμένους χωρικούς να εκδιώκουν τον τσάρο, να παίρνουν τη γη και να ζουν πανευτυχείς έκτοτε. Μία νέα ελίτ ανέλαβε τα ηνία, η οποία συχνά προχώρησε στην καταπίεση των χωρικών, αν και με έναν δημιουργικά διαφορετικό τρόπο. Τα αποσπάσματα εκκαθάρισης του Στάλιν «φρόντιζαν» αυτούς τους πιο πεισματάρηδες χωρικούς που δεν είχαν τη δέουσα σοφία να μην αντισταθούν στην εξαναγκαστική κολεκτιβοποίηση. Να, λοιπόν, και οι εκκαθαρίσεις όλων εκείνων που έμπαιναν στη μέση και παρεμπόδιζαν τη νέα παγκόσμια τάξη. Όπως τονίζει ο Μάρτιν Άμις στην πρόσφατη εξαιρετική μελέτη του για τον Στάλιν υπό τον τίτλο Κόμπα ο Τρομερός, οι Δυτικοί απλά δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτε για τις βίαιες ακρότητες αυτού του ψυχοπαθούς. Ο Πούλμαν, λοιπόν, έχει εξασφαλίσει ένα τέλος στο λογοτεχνικό επίπεδο  αλλά είναι πράγματι αυτό το σημείο στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι τελειώνουν όλα; Υπό μία έννοια, στο σημείο αυτό, απλούστατα όλα αρχίζουν.

Αν ο αθεϊσμός έβλεπε τον εαυτό του απλά ως μία (μη θρησκευτική εναλλακτική μεταξύ πολλών άλλων, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά, ο αθεϊσμός έχει την ενοχλητική τάση να βλέπει τον εαυτό του ως τη μοναδική αλήθεια και απαιτεί όλοι να συμμορφωθούν στις πεποιθήσεις του. Ο σοβιετικός αθεϊσμός αποτελεί την αληθινή θρησκευτική φιλοσοφία της νεοτερικότητας  μία ολοκληρωτική κοσμοθεωρία που απαιτούσε όλοι οι άλλοι να υποταχθούν στις αξιώσεις της. Όπως καθιστά σαφές η ιστορία του αθεϊστικού κράτους, αυτή η απαίτηση αναπότρεπτα θέτει την ατζέντα της καταστολής και της καταπίεσης. Ένα κίνημα που κάποτε χαιρετίστηκε ως απελευθερωτής, έγινε έτσι καταπιεστής και με τη σειρά του δημιούργησε την ανάγκη για την ανατροπή του.

Ήταν σχετικώς εύκολο να παραθεωρηθεί η σκοτεινή πλευρά του αθεϊσμού την περίοδο που μεσουρανούσε ο Δυτικός φιλελευθερισμός. Αναφορές περί τρομοκρατίας, βασανιστηρίων, λιμοκτονίας, μαζικών εκτοπίσεων και σφαγών στη Σοβιετική Ένωση απορρίπτονταν κάποτε πολύ εύκολα ως προπαγάνδα των αντιδραστικών και των πολιτικά συντηρητικών κύκλων. Παρ' όλα αυτά, η αλήθεια έχει τη συνήθεια να ξεπροβάλλει. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 δεν επέτρεψε απλά την πρόσβαση των κατοίκων του σοβιετικού μπλοκ στη Δύση· ετοίμασε επίσης το δρόμο για τη διερεύνηση των αρχείων της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της από τους Δυτικούς μελετητές. Αυτό που βρήκαν, ήταν συγκλονιστικό. Το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων οδήγησε σε αποκαλύψεις που έδωσαν τέλος σε κάθε είδους αντιλήψεις περί του αθεϊσμού ως μιας ανεκτικής, ευγενούς και γενναιόδωρης κοσμοθεωρίας. Η μαύρη βίβλος τον κομμουνισμού, ένα βιβλίο που βασίζεται σε αυτά τα αρχεία, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση όταν πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 1997, κυρίως διότι υπαινισσόταν ότι ο γαλλικός κομμουνισμός -ακόμη ισχυρή δύναμη στην πολιτική ζωή της χώρας- ήταν στιγματισμένος με τα εγκλήματα και τις ακρότητες των Λένιν και Στάλιν. Πού ήταν, ρωτούσαν πολλοί από τους εξοργισμένους αναγνώστες του, οι δίκες της Νυρεμβέργης κατά του κομμουνισμού; Ο κομμουνισμός αποτελούσε μία «τραγωδία πλανητικών διαστάσεων», με ένα συνολικό αριθμό θυμάτων που οι συντελεστές του τόμου εκτιμούν διαφόρως μεταξύ 85 και 100 εκατομμυρίων  κατά πολύ περισσότερα από τα θύματα του ναζισμού.

Με την έκδοση αυτού του τόμου, κάθε εύλογη κουβέντα στη Δύση περί του αθεϊσμού ως απελευθερωτή σταμάτησε ξαφνικά. Οι συγγραφείς υιοθέτησαν το απόφθεγμα του Ιγκνάθιο Σιλόνε, ότι «οι επαναστάσεις, όπως τα δέντρα, πρέπει να κρίνονται από τους καρπούς τους». Ο κομμουνισμός υποσχέθηκε απελευθέρωση από την αυταπάτη της θρησκείας· κατέληξε σε μία αιματηρή απογραφή που ξεπερνά οτιδήποτε γνωρίζαμε προηγουμένως στην ιστορία. Στο πλαίσιο μιας ισχυρής και πειστικής ανάλυσης, ο τόμος Η μαύρη βίβλος κατέδειξε πώς ο αποκλεισμός οδηγεί αναπότρεπτα στην εξαφάνιση του άλλου. Όταν διακηρύσσεται ότι η θρησκεία είναι εχθρός, η έκβαση είναι αναπότρεπτη όσο και εγκληματική.

Η τρομοκρατία έχει να κάνει με μία διπλή μετάλλαξη. Πρώτα ο αντίπαλος χαρακτηρίζεται εχθρός και μετά διακηρύσσεται εγκληματίας, γεγονός που οδηγεί στον αποκλεισμό του από την κοινωνία. Ο αποκλεισμός πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε εξαφάνιση. [Η] ιδέα [μιας κεκαθαρμένης ανθρωπότητας] χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μία βίαιη ενοποίηση -του Κόμματος, της κοινωνίας, της αυτοκρατορίας- και για να ξεριζώσει όλους εκείνους που δεν κατορθώνουν να ενταχθούν στο νέο κόσμο. Μετά από μία σχετικώς σύντομη περίοδο, η κοινωνία περνά από τη λογική του πολιτικού αγώνα στη διαδικασία του αποκλεισμού, μετά στην ιδεολογία της εξάλειψης και τελικώς στην εξαφάνιση των ακάθαρτων στοιχείων. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
 
Η απαίτηση για εξάλειψη των υπολειμματικών πεποιθήσεων οδηγεί σε μία εμμονή με την ισχύ ως μέσο με το οποίο μπορεί να προχωρήσει αυτή η εξάλειψη. Και πάλι, όπως τόνισε Η μαύρη βίβλος, η επιβολή μιας θεωρίας έγινε αυτοσκοπός, οδηγώντας σε μία νοοτροπία που δεν μπορούσε να ανεχθεί, αλλά ούτε και να συλλάβει, εναλλακτικά συστήματα πεποιθήσεων.
 
Γιατί η διατήρηση της εξουσίας να είναι τόσο σημαντική ώστε να νομιμοποιεί όλα τα μέσα και να οδηγεί στην εγκατάλειψη και των πλέον στοιχειωδών ηθικών αρχών; Η απάντηση θα πρέπει να είναι ότι αυτός ήταν για τον Λένιν ο μόνος τρόπος να εφαρμόσει τις ιδέες του και να «οικοδομήσει το σοσιαλισμό». Έτσι η πραγματική κινητοποίηση εν σχέσει προς την τρομοκρατία γίνεται ξεκάθαρη: πήγασε από τη λενινιστική ιδεολογία και την ουτοπική θέληση να εφαρμοστεί σε μία κοινωνία μία διδασκαλία εντελώς εκτός πραγματικότητας [...] Σε μία απεγνωσμένη απόπειρα να κρατηθούν στην εξουσία, οι Μπολσεβίκοι έκαναν την τρομοκρατία καθημερινή πρακτική των πολιτικών επιλογών τους, επιζητώντας να αναμορφώσουν την κοινωνία κατ' εικόνα της θεωρίας τους και να φιμώσουν εκείνους που, είτε μέσω των πράξεων τους είτε μέσω της ίδιας της κοινωνικής, οικονομικής και διανοητικής ύπαρξης, επεσήμαιναν τα χάσματα της θεωρίας. Άπαξ και βρέθηκαν στην εξουσία, οι Μπολσεβίκοι έκαναν την Ουτοπία μία εξαιρετικά αιματηρή υπόθεση.
 
Η γοητεία του αθεϊσμού για ολόκληρες γενιές συνίστατο στο γεγονός ότι πρόσφερε απελευθέρωση. Υποσχόταν να απελευθερώσει τις σκλαβωμένες και υποκείμενες στην εκμετάλλευση μάζες από την απάνθρωπη καταπίεση εκ μέρους του κράτους και της Εκκλησίας. Μολαταύτα, όπου ο αθεϊσμός έγινε καθεστώς, επέδειξε μία ανηλεή διάθεση και μία μισαλλοδοξία που κατέστρεψαν τα εχέγγυα του ως απελευθερωτή. Ο προμηθεϊκός απελευθερωτής έδειξε το κακό του πρόσωπο.

Ο Προμηθέας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς έτσι ώστε να επωφεληθεί από τη ζεστασιά της η ανθρωπότητα. Η ανθρωπότητα ήταν παγιδευμένη και ανίσχυρη να αλλάξει την κατάσταση της ή να βελτιώσει τον εαυτό της. Δίχως τη φωτιά, δεν μπορούσε να κατασκευάσει εργαλεία που θα της επέτρεπαν να ασκήσει τον έλεγχο της επί του κόσμου. Κλέβοντας τη φωτιά των θεών, ο Προμηθέας χάρισε στην ανθρωπότητα τη δύναμη να επιτύχει έναν προορισμό που οι θεοί φοβούνταν και ήθελαν πάση θυσία να αποτρέψουν. Δεν εκπλήσσει καθόλου που η νεοτερικότητα είδε τον Προμηθέα ως μία απελευθερωτική φιγούρα, η οποία τόνιζε την ανάγκη και την ικανότητα της ανθρωπότητας να αποδεσμευτεί από την καταπιεστική θηλιά των θεών και να φτιάξει το δικό της προορισμό.

Παρ' όλα αυτά, υπάρχει και ένα δεύτερο κομμάτι στον ελληνικό μύθο, το οποίο με επιμέλεια έχει παραθεωρηθεί από τους απολογητές του Διαφωτισμού. Οι θεοί ανταπέδωσαν όταν ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά τους και την έδωσε στην ανθρωπότητα. Η Δίας έστειλε την Πανδώρα στον αδελφό του Προμηθέα, τον Επιμηθέα, με ένα δοχείο (παρεμπιπτόντως: όχι κουτί) το οποίο της δόθηκε εντολή να μην ανοίξει. Η Πανδώρα δεν άντεξε στον πειρασμό και έβγαλε το καπάκι, επιτρέποντας έτσι σε διάφορες μάστιγες να δραπετεύσουν και να εισβάλουν στον κόσμο. Οι συγγραφείς του Διαφωτισμού είναι λίγο ντροπαλοί σε σχέση με αυτή την όψη του μύθου περί Προμηθέα, η οποία φαίνεται να υπαινίσσεται ότι η ανθρώπινη προσπάθεια προς απόκτηση της δύναμης των θεών καταλήγει στην αποδέσμευση δυνάμεων που δεν μπορούν να προβλεφθούν και έχουν αποτελέσματα καταστροφικά. Οι συνδηλώσεις του μύθου, λοιπόν, για τον αθεϊσμό είναι προφανείς.

Ο αθεϊσμός παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν απελευθερωτή που κατέστρεφε το μύθο των θεών και επέτρεπε έτσι στην ανθρωπότητα να εξέλθει από τα αυθαίρετα όρια που είχαν θέσει πάνω της οι φανατικοί θρησκευόμενοι. Η θρησκεία εμπόδιζε τους ανθρώπους απ' το να κάνουν πράγματα που ήταν διασκεδαστικά, χρήσιμα και παραγωγικά. Η κατάργηση της περί Θεού ιδέας εξαφάνιζε και αυτά τα αυθαίρετα όρια. Εντούτοις, όπως προέβλεψε ο Ντοστογιέφσκι, η εξάλειψη του Θεού οδήγησε σε νέα ύψη την ανθρώπινη κτηνωδία και την πολιτική βία εντός του σταλινισμού και του ναζισμού. Το άνοιγμα του δοχείου της Πανδώρας κατέληξε να φέρει τόσο θρήνο όση και χαρά.

Η ιδιαίτερη γοητεία του αθεϊσμού πάνω σε ολόκληρες γενιές θρησκευτικά αλλοτριωμένων ανθρώπων έγκειτο στο ότι ο αθεϊσμός ήταν κάτι το διαφορετικό. Ενώ οι θρησκείες καταπίεζαν, ο αθεϊσμός απελευθέρωνε. Το πρώτο βήμα προς την αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη ήταν το να ξεφορτωθεί κανείς την παρωχημένη και καταστροφική περί Θεού ιδέα. Γύρω στα 1997, με την έκδοση του τόμου Η μαύρη βίβλος, η εν λόγω άποψη θεωρούνταν πια αστήρικτη. Ο αθεϊσμός ήταν απλά τόσο κακός όσο και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Η ιδιαίτερη αξίωση του είχε απαξιωθεί ανεπιστρεπτί. Κανείς δεν μπορούσε πια να πάρει στα σοβαρά την άποψη ότι ο αθεϊσμός ήταν ο απελευθερωτής της ανθρωπότητας. Τα αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης έλεγαν μία πολύ διαφορετική ιστορία, η οποία αποτελούσε ένα βασανιστικό ανάγνωσμα.

Από τις πολλές κριτικές που μπορούν να διατυπωθούν κατά των θρησκειών του κόσμου, η πιο σοβαρή είναι η δική τους ιστορία βίας και καταπίεσης. Εντούτοις, αυτή δεν είναι μία κριτική η οποία μπορεί να γίνει με τιμιότητα από την πλευρά των αθεϊστών, ειδικά επειδή η δική τους ιστορία περιέχει τόση απανθρωπιά, καταπίεση και βία εκ μέρους αυτών που ήταν αποφασισμένοι να σώσουν τον κόσμο από τις θρησκείες. Για αυτούς που στέκουν εντελώς έξω από τη θρησκευτική αντιπαράθεση, αθεϊστές και μη είναι εξίσου στιγματισμένοι.

Ένα από τα πλέον ανησυχητικά μοτίβα της ιστορίας είναι ότι διάφορα κινήματα που ξεκίνησαν ως απελευθερωτές κατέληξαν να γίνουν πέρα για πέρα καταπιεστές. Μοιάζει ωσάν αυτός που έχει υποστεί εκμετάλλευση να είναι ιστορικά προορισμένος να γίνει ο ίδιος εκμεταλλευτής. Ένα κίνημα που υποσχόταν τη διανοητική απελευθέρωση κατέληξε να θεωρείται ένας θεσμοποιημένος καταπιεστής. Είχε ο ίδιος ο αθεϊσμός, αναρωτιούνται πολλοί, πέσει θύμα αυτού του οδυνηρού μοτίβου της αντιστροφής; Και άραγε, εξηγεί αυτό τη σταδιακή του έκλειψη; Αφότου η βία και η μισαλλοδοξία του θεσμοποιημένου αθεϊσμού είχε γίνει δημοσίως γνωστή, απέβη ζήτημα δημόσιας ανάγκης να περιοριστούν αυτά τα ατίθασα πάθη στην ιδιωτική σφαίρα. Ο αθεϊσμός αποτελούσε μία νόμιμη άποψη για τα άτομα που έδιναν τη συγκατάθεση τους, αλλά δεν μπορούσε να αναδειχθεί σε ιδεολογία της δημόσιας ζωής.

Η μετανεοτερικότητα «ενισχύει την ικανότητα μας προς ανοχή του ασύμβατου προς εμάς» (Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ). Ενθαρρύνει την ανεκτικότητα και καταφέρεται ενάντια σε όσους, με πράξεις ή με πεποιθήσεις, επιζητούν να περιθωριοποιήσουν, να καταπιέσουν ή να κυριαρχήσουν. Η θεμελιωμένη επίθεση του Μισέλ Φουκό κατά της έννοιας της «αντικειμενικής αλήθειας» στηρίζεται στην πεποίθηση του, ότι αυτοί που διεκδικούν την κατοχή μιας τέτοιας αλήθειας τη χρησιμοποιούν για να κυριαρχήσουν πάνω σε άλλους, αναγκάζοντας τους να συμμορφωθούν με τις απόψεις τους ή να αποκλειστούν. Όπως είναι πολύ καλά γνωστό, αυτή η κριτική της εν λόγω έννοιας έχει μείζονες συνεπαγωγές για θρησκείες όπως ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. Μολαταύτα, και ο αθεϊσμός εμπλέκεται σε όλα αυτά  ίσως πολύ περισσότερο. Διότι η μετανεοτερικότητα δεν δείχνει καμία ανοχή απέναντι σε οποιαδήποτε ολοκληρωτική κοσμοθεωρία, ειδικά επειδή αυτή έχει την τάση να καταπιέζει όσους αντιστέκονται.

Όπως καθιστά σαφές η ιστορία του εικοστού αιώνα, οι αθεϊστές μπορούν να είναι το ίδιο κακοί, προκατειλημμένοι, ηλίθιοι και οπισθοδρομικοί, όπως και οι θρησκευόμενοι αντίπαλοι τους. Στην προοπτική μιας ανασκόπησης, αυτό ήταν κάτι το αναμενόμενο.

Σε τελική ανάλυση, οι αθεϊστές είναι άνθρωποι, όπως όλοι οι άλλοι, και η άρνηση τους να πιστέψουν στο Θεό ή σε οποιαδήποτε άλλη πνευματική δύναμη δεν τους καθιστά ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους. Εντούτοις, πολλοί περίμεναν ότι ο αθεϊσμός θα εξύψωνε ηθικά τους οπαδούς του. Ήταν πολύ πιο εύκολο να το πιστεύει κάποιος αυτό κατά το δέκατο ένατο αιώνα, όταν ο αθεϊσμός κατείχε τα ηθικά πρωτεία, μιας και δεν είχε ποτέ εκτεθεί στις εκφυλιστικές επιρροές της εξουσίας και της διακυβέρνησης. Όταν οι αθεϊστές κρατούσαν με διακριτικότητα ένα χαμηλό προφίλ, κανείς δεν ενοχλούνταν από τις πεποιθήσεις και τον τρόπο της ζωής τους. Όταν όμως επιδόθηκαν σε έντονες κοινωνικές και πολιτικές εκστρατείες προς προώθηση των προγραμμάτων τους, οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν παράξενες ερωτήσεις  και να παίρνουν ενοχλητικές απαντήσεις.

Δημιουργία αρχείου: 23-2-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 24-2-2009.

ΕΠΑΝΩ