Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ασυνήθιστα

ΣΕ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Σάρκα και Αίμα στη Θεία Ευχαριστία πριν το Σχίσμα

Tου Patricio Caini

Το θαύμα της Θείας Ευχαριστίας του Lanciano. Μια σπαζοκεφαλιά ανάμεσα σε πίστη, λογική και επιστήμη.

Πηγή: Περιοδικό Archeomisteri, τεύχος 15, έτος 3, διμηνιαίο, Μάιος –Ιούνιος 2004, σελίδα 44

 

Πίνακας που παρουσιάζει το θαύμα της ευχαριστίας του Lanciano (Εικόνα1).

Ο άρτος - Σάρκα της θείας ευχαριστίας (Εικόνα 2).

 Απ’ όλα τα θαύματα της Θείας Ευχαριστίας1, αυτό του Lanciano (εικόνα 1) που συνέβη τον 8ο αιώνα μετά Χριστόν, είναι πιθανώς το πιο αρχαίο και αποδεδειγμένο, οπωσδήποτε το μοναδικό στο είδος του ως ένα ανεπιφύλακτα επικυρωμένο μετά από σειρά αυστηρής και ακριβής εργαστηριακής ανάλυσης, εκ της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.

Το προκείμενο θαύμα συνέβη στη μικρή εκκλησία των San Legonziano2 και Domiziano, στο Lanziano, μία κωμόπολη του Ambruzzo ευρισκόμενη λίγο νοτιότερα του Chieti και είχε ως πρωταγωνιστή έναν βασιλικανό3 μοναχό. Πράγματι, ενώ ο ίδιος τελούσε την Θεία Λειτουργία κατά το λατινικό τυπικό, αμέσως μετά την μετουσίωση4 των τίμιων δώρων, υποπτευόταν ότι τα είδη των τίμιων δώρων της ευχαριστίας θα είχαν πραγματικά μεταμορφωθεί σε σώμα και αίμα του Χριστού, όταν, απρόοπτα, υπό το βλέμμα του έκθαμβου μοναχού και της συνολικής σύναξης των πιστών, η Μεγάλη Όστια (Άρτος) και ο Οίνος μεταβλήθηκαν αντίστοιχα σε ένα κομμάτι σάρκας (εικ. 2) και σε αίμα. Το τελευταίο, μέσα σε σύντομο χρόνο, ακολούθησε μία διαδικασία πήξεως η οποία κατέληξε σε πέντε μικρούς σβώλους διαφόρων μεγεθών, με μια χαρακτηριστική καστανοκίτρινη χροιά διακοπτόμενη μόνο από μερικές υπόλευκες στίξεις.

Απ’ το ασυνήθιστο αυτό γεγονός συντάχθηκε μία επιμελημένη έκθεση σε περγαμηνή η οποία στο πρώτο μισό του 14ου ενώ βρισκόταν στη κατοχή των φραγκισκανών, εκλάπη από δύο βασιλικανούς μοναχούς. Στις ημέρες μας έχουν διασωθεί έγγραφα του 16ου και 17ου αιώνα τα οποία πιστοποιούν το θαυματουργό αυτό συμβάν.

 Τέσσερις αιώνες μετά, τον 12ο αιώνα, οι βασιλικανοί μοναχοί, οι οποίοι μέχρι εκείνο τον καιρό τελούσαν τις θρησκευτικές ακολουθίες τους στην Εκκλησία του San Legonziano, εγκατέλειψαν το Lanciano και η διαχείριση της εκκλησίας ανατέθηκε στους Βενεδικτίνους μοναχούς και διαδοχικά, το 1253, στους μοναστηριακούς φραγκισκανούς, οι οποίοι το 1258 ανοικοδόμησαν την εκκλησία και την αφιέρωσαν στον San Francesco της Ασσίζης (Ασσίζη 1181 ή 1182 – περίπου 1226). Το 1809, όταν ο αυτοκράτορας Ναπολέων ο Α΄ Βοναπάρτης (Aiaccio 1769 - Αγία Ελένη 1821) ακύρωσε όλα τα θρησκευτικά τάγματα, εγκατέλειψαν το Lanciano ακόμη και οι φραγκισκανοί, επιστρέφοντας μόνο κατά το 1953.

Τα θαυματουργά εκείνα είδη της Θείας Ευχαριστίας είχαν τοποθετηθεί σε μία κειμήλια λειψανοθήκη ελεφαντοστού που αρχικά φυλάσσονταν στην εκκλησία του San Legonziano αλλά κατόπιν μεταφέρθηκαν στην εκκλησία του San Francesco. Την 1η Αυγούστου του 1556 ένας κατώτερος μοναχός, ονομαζόμενος Giovanni Antonio di Μastro Renzo, φοβούμενος πως οι Τούρκοι θα μπορούσαν να τα κλέψουν ή χειροτέρα ακόμα να τα καταστρέψουν κατά τη διάρκεια μίας εκ των επιδρομών τους στο Abruzzo, αποφάσισε να μεταφέρει τα πολύτιμα κειμήλια σ’ ένα περισσότερο σίγουρο μέρος. Εν τούτοις αφού περπάτησε όλη τη νύκτα ξαναβρέθηκε το επόμενο πρωί μπροστά στις πύλες του Lanciano, σχεδόν σαν να ήθελε κάποια αόρατη δύναμη να απαγορεύσει στον μοναχό να απομακρύνει τα κειμήλια από την πόλη. Ο μοναχός και οι σύντροφοί του κατάλαβαν λοιπόν ότι έπρεπε να μείνουν στο Lanciano για να φυλάξουν τα κειμήλια. Γι’ αυτό και τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό ενός κρυστάλλινου βάζου το οποίο με τη σειρά του τοποθετήθηκε σε μία ξύλινη ντουλάπα εφοδιασμένη με τέσσερις κλειδαριές.

Το 1920 τα λείψανα μεταφέρθηκαν πίσω στο νέο, μείζων ιερό και από το 1923 η θαυματουργική Σάρκα φυλάχθηκε μεταξύ δύο τζαμιών της θήκης ενός στρογγυλού αρτοφορίου βαλμένου στην άνω άκρη μιας ασημένιας λειψανοθήκης, φτιαγμένης το 1713 με ύψος 63 εκ. και πλάτος 44 εκ., ενώ οι πέντε θρόμβοι φυλάσσονται μέσα σ’ ένα άγιο ποτήρι από γυαλί, που διέθετε κάλυμμα επίσης από γυαλί τοποθετημένο στα πόδια της λειψανοθήκης, εν μέσω δύο προσευχομένων αγγέλων. Τα δύο λείψανα είχαν συνοπτικά εξεταστεί το 1574, το 1637, το 1770 και το 1886. Στις 17 Φεβρουαρίου 1574 ο αρχιεπίσκοπος Rodriguez είχε προσδιορίσει το συνολικό βάρος των πέντε θρόμβων το οποίο έδιδε ισοδύναμο βάρος με το ένα απ’ εκείνα, μα παρόλα αυτά, το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο δεν επαναλήφθηκε στους επόμενους ελέγχους. Κατά τη διάρκεια προσεκτικής εξέτασης στις 26 Οκτωβρίου 1886, επιβεβαιώθηκε εκ νέου το τελικό βάρος των πέντε σβώλων, οι οποίοι προέκυψε ότι ζυγίζουν 16,505 γραμμάρια (gr) και ο καθ’ ένας από τους θρόμβους, αντίστοιχα, 8 gr, 2,45 gr, 2,85 gr, 2,05 gr και 1,15 gr στους οποίους προστέθηκαν 5 χιλιοστογραμμάρια (mg) σκόνης αίματος χρώματος σκούρου καστανού συσσωρεμένα στον πάτο του ποτηριού. Υπάρχουν μερικά ιστορικά έγγραφα που πιστοποιούν ότι τα λείψανα καθίσταντο αντικείμενα προσκύνησης από τον 16ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία είχαν χρησιμοποιηθεί σε λιτανείες.

Το 1953, λίγο καιρό μετά την επίσημη επιστροφή των Ελασσόνων Μοναστηριακών Μοναχών στον Ευχαριστιακό ναό του Lanciano, βρέθηκε εκείνος που εκδήλωσε την πρόθεση να υποβληθούν τα λείψανα του θαύματος της Θείας Ευχαριστίας του Lanciano σε σοβαρή επιστημονική έρευνα και χάριν στην εξουσιοδότηση δοσμένη από τον αρχιεπίσκοπο της κωμοπόλεως του Abruzzo, πανοσιωτάτου Pacifico Perantoni και από τον Επαρχιακό Υπουργό του Abruzzo της τάξεως των Ελασσόνων Μοναστηριακών Μοναχών, η θρησκευτική κοινότητα του Lanciano απευθύνθηκε σε έναν έμπειρο παγκοσμίου φήμης, τον Καθηγητή Odoardo Linoli, υφηγητή Ανατομίας και Παθολογικής Ιστολογίας, Χημείας και μικροσκοπικής κλινικής, ως επίσης και κύριο διευθυντή του εργαστηρίου κλινικών αναλύσεων και Παθολογικής Ανατομίας του νοσοκομείου «S. Maria sopra i Ponti» του Arezzo, στον οποίο ανετέθη η ευθύνη των εργαστηριακών αναλύσεων με σκοπό να επαληθευθεί ότι τα λείψανα του Lanciano είχαν οργανική φύση. Στις 18 Νοεμβρίου 1970, ο Καθηγ. Linoli, βοηθούμενος από τον Καθηγ. Ruggero Bertelli του πανεπιστημίου της Siena, έλαβε περιφερειακά από την Μεταλαβή - Σάρκα δύο δείγματα περιορισμένων διαστάσεων τα οποία είχαν βάρος 20 mg. Πριν λάβει δείγματα και απ’ το θαυματουργό αίμα, ζητήθηκε στον Καθηγ. Linoli να εξετάσει το βάρος καθ’ ενός εκ των θρόμβων, το συνολικό τους βάρος και εάν το τελευταίο είναι πραγματικά ίσο με εκείνο καθ’ ενός εκ των «σβώλων». Επειδή οι ερευνητές σ’ εκείνη την περίπτωση δεν ήταν εφοδιασμένοι με μικρή ζυγαριά, ζητήθηκε δανεικά μία από ένα κοντινό φαρμακείο και μ’ αυτήν επαληθεύθηκε ότι το συνολικό βάρος του αίματος του Lanciano, αποκλείοντας τη σκόνη αίματος, ήταν ίσο με 15,85 g τιμή, διαφορετική, λοιπόν, από αυτήν του βάρους έκαστου των σβώλων. Μετά απ’ αυτή την πρέπουσα επαλήθευση, ο Καθηγ. Linoli έλαβε, από ένα σβώλο αίματος, μερικά τμήματα με συνολικό βάρος 318 mg. Μετά το πέρας της όλης φάσης λήψεως των δειγμάτων, τα λείψανα επανατοποθετήθηκαν στο εσωτερικό της λειψανοθήκης, η οποία με τη σειρά της τοποθετήθηκε στο αρτοφόριο. Στις 4 Μαρτίου 1971 οι Καθηγ. Linoli και Bertelli δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των αναλύσεων με μία αναλυτική έκθεση.

 

  

Αριστερά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος της Κοινωνίας - Σάρκας που παρουσιάζει μυϊκά ινώδη κύτταρα ενωμένα σε δέσμες, που διατρέχουν το δείγμα κατά το πλείστον κατά τον διαμήκη άξονα του. (εικόνα 3)

Δεξιά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος της Κοινωνίας - Σάρκας που παρουσιάζει λιπώδη ιστό κατά την διατομή του λείου μυώνα. (εικόνα 4)

(Πηγή: Περιοδικό Archeomisteri, τεύχος 15, έτος 3, διμηνιαίο, Μάιος –Ιούνιος 2004,  σελίδα 45)

 

Τα δύο δείγματα ληφθέντα από την Μεταλαβή - Σάρκα ενυδατώθηκαν, κατόπιν, δια μέσω της χρήσης ενός μικροτόμου5, ελήφθησαν λεπτότατες τομές οι οποίες χρωματίσθηκαν και υποβλήθηκαν σε προσεκτική μικροσκοπική παρατήρηση για ιστολογική ανάλυση. Ο ιστός έδειξε ότι αποτελούνταν από γραμμωτές μυϊκές ίνες (εικ. 3) ενωμένες στις άκρες και συγκεντρωμένες σε δεμάτια διαφορετικού πάχους και προσανατολισμένες σε διάφορες διευθύνσεις. Το γεγονός ότι οι ίνες δεν ήταν η μία δίπλα στην άλλη, όπως επαληθεύεται επί παράδειγμα με τις σκελετικές μυϊκές ίνες, που από τις άκρες τους θα έφευγαν ταινιοειδείς διακλαδώσεις όπως και ότι θα ήταν παρών λοβίο λιπώδους ιστού6 (εικ. 4), στον οποίο κανονικά εισχωρούν οι γραμμωτές μυϊκές ίνες, συναίνεσε να επιβεβαιώσει ότι αυτό που η λαϊκή και θρησκευτική παράδοση θεωρούσε πάντοτε ένα κομμάτι «Σάρκας», το ίδιο αποτελούνταν πραγματικά από γραμμωτό μυϊκό ιστό7 του μυοκαρδίου8.

Τα ληφθέντα δείγματα από τον θρόμβο του αίματος, αντιθέτως, προέκυπταν ότι αποτελούνταν από ένα ινώδες υλικό παρόμοιο με το ινώδες9, όπου στα πλέγματά του βρέθηκε μία κοκκώδης ουσία κιτρινοπράσινου χρώματος, προερχόμενη από την αιμοσφαιρίνη10, μαζί με άλλα άγνωστα σωματίδια. Τα δείγματα αυτά υπεβλήθησαν στο Τέστ του Teichmann τροποποιημένο από τον Bertrand, στο Τέστ του Takayama και σ’ αυτό των Stone και Burke, με σκοπό να αποδείξουν, διαδοχικά, την ενδεχόμενη παρουσία κρυστάλλων χλωρυδρικής αιματίνης11, αιμοχρωμογόνου και αιματικών οξειδασών12. Δεν βρέθηκε κάποιο ίχνος των προειρημένων κρυστάλλων και του αιμοχρωμογόνου, σε αντιδιαστολή με αποξηραμένα δείγματα φυσιολογικού ανθρώπου χρησιμοποιημένα ως θετικά, παρά ταύτα, η συγκεκριμένη έλλειψη δεν συνιστά κάποια ανωμαλία διότι το αίμα μπορεί να χάσει την ιδιότητα να παράγει αυτές τις δύο ουσίες, κάθε φορά που εκτίθεται απ’ ευθείας στο ηλιακό φως, σε υψηλές θερμοκρασίες ή σε οξειδωτικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.

Η θετικότητα των δειγμάτων στο Τέστ των Stone και Burke επιβεβαίωσε, αντιθέτως, την παρουσία των οξειδωτικών χαρακτηριστικών αιματικής φύσεως, και με σκοπό να διαλυθούν οι κάθε υποψίες τέτοιας φύσεως, εφαρμόστηκε και μία χρωματογραφική ανάλυση13 σε λεπτό στρώμα, χάρη στην οποία εξακριβώθηκε η αιμοσφαιρίνη και ξεκαθαρίστηκε, άρα, ότι τα πέντε σφαιρίδια αποτελούνταν, πραγματικά, από πηγμένο αίμα. Με το ανοσοϊστοχημικό14 τεστ της Αντίδρασης Καθίζησης Ζώνης ή Ιζηματοποίησης του Uhlenhuth, κατά κανόνα εφαρμοσμένο στην ιατροδικαστική και ανοσολογία με σκοπό την εξακρίβωση του είδος στο οποίο ανήκει ένας ιστός, οι ερευνητές απέδειξαν ότι το μέρος του μυοκαρδίου και το αίμα ανήκαν στο ανθρώπινο είδος ενώ με το ανοσοαιματολογικό15 τεστ της ονομαζόμενης αντίδρασης «απορρόφησης - [διαχωρισμός με εκχύλιση]» καθορίστηκε πως τόσο ο ιστός όσο και το αίμα ανήκαν στην ομάδα αίματος ΑΒ16, την ίδια στην οποία ανήκει και το αίμα που βρέθηκε σε σχηματισμούς, όπου η λαϊκή και θρησκευτική παράδοση υποστήριζε πως θα ήταν κηλίδες και στραγγισμένο αίμα, ορατούς από τα ίχνη της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας του σώματος του ανθρώπου της Σινδόνης!!!

 Η ομάδα αίματος στην οποία ανήκουν αμφότερα τα λείψανα υποδεικνύει ότι προέρχονται από το ίδιο άτομο, παρόλα αυτά, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα να έχουν προέλευση από δύο διαφορετικά άτομα με την ίδια ομάδα αίματος. Στα δείγματα του θαυματουργικού αίματος, επιπλέον, εφαρμόστηκε μία ηλεκτροφορική ανάλυση17 σε οξείδιο κυτταρίνης με σκοπό να επαληθευθεί αν ήταν παρούσες οι τυπικές πρωτεΐνες του ορού. Η ανάλυση είχε θετική έκβαση και το διάγραμμα (εικ. 5) που έδειξε η ηλεκτροφόρηση ήταν συγκρίσιμο με εκείνο που λαμβάνουμε από αίμα κανονικού ανθρώπου. Οι ερευνητές, τελικά, κορνιοτοποίησαν και ενυδάτωσαν ξανά 100 mg θαυματουργικού αίματος και εξακρίβωσαν ότι τα στοιχεία που βρίσκονταν σε αυτό - χλωριούχα, φωσφόρος, μαγνήσιο, κάλιο και νάτριο - ήταν σε μικρή ποσότητα σε σχέση με το κανονικό ενώ το ασβέστιο υπήρχε σε μεγαλύτερες ποσότητες. Αυτή η μείωση μπορεί να συσχετισθεί τόσο μέσω της διαδικασίας γήρανσης και ελάττωσής τους που συνέβη κατά τη διάρκεια των αιώνων, όσο με «ανταλλαγές» που συνέβησαν με τα εσωτερικά τοιχώματα του γυάλινου δοχείου στο οποίο τα λείψανα συντηρούνταν. Ο εμπλουτισμός με ασβέστιο, αντιθέτως, πιθανότατα καταλογίζεται σε εξωγενή συμβολή οφειλόμενη στη πτώση μέσα στο ποτήρι σκόνης, πλούσιας σε άλατα ασβεστίου, αποκολλημένης από τα τοιχώματα του οικοδομήματος.

Η φυσικοχημική και ιστολογική ανάλυση18, των ληφθέντων δειγμάτων από τα λείψανα δεν διαπίστωσε την παρουσία αλάτων και ενώσεων που χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα ως συντηρητικές ουσίες στην μέθοδο μουμιοποίησης19, όπως και να ‘χει όμως, η εντόπιση ακέραιων πρωτεϊνών στην θαυματουργική σάρκα και αίμα του Lanciano, μετά από δώδεκα αιώνες, δεν συνιστά ένα εξαιρετικό γεγονός αφού, όντως, ακέραιες δομικά πρωτεΐνες έχουν εντοπισθεί επίσης και σε αιγυπτιακές μούμιες που ανάγονται σε 4.000 - 5.000 χρόνια πριν. Είναι υποχρεωτικό να γίνει γνωστό, παρόλα αυτά, ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ της κατάστασης της συντηρήσεως ενός σώματος ή ενός ανατομικού τμήματος, που υποβλήθηκε σε εξειδικευμένη μεταχείριση μουμιοποίησης και των λειψάνων του Lanciano. Τα τελευταία, πραγματικά, μολονότι ήταν εκτεθειμένα για 1.200 χρόνια σε ισχυρές θερμικές μεταβολές, στην υγρασία και κυρίως, στις προσβολές παρασίτων και σαπροφυτικών μικροοργανισμών, ανεξήγητα δεν αποσυντέθηκαν κάτι που είναι ακατανόητο όπως επίσης και το πώς οι πρωτεΐνες από τις οποίες αποτελούνται αυτά τα λείψανα διατηρήθηκαν ακέραιες.

Με το πέρας των εργαστηριακών αναλύσεων, ο Καθηγ. Linoli απέκλεισε την πιθανότητα τα λείψανα του Lanciano να ήταν μια απάτη από τον μεσαίωνα γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι κάποιος θα κατείχε γνώσεις ανατομίας του ανθρώπου πολύ περισσότερο προχωρημένες από αυτές που υπήρχαν στους ιατρούς της εποχής εκείνης, γνώσεις που θα επέτρεπαν την αφαίρεση και τομή της καρδιάς από ένα πτώμα έτσι που να ληφθεί ένα τμήμα ομογενούς και συνεχούς ιστού του μυοκαρδίου. Επιπλέον, οποιαδήποτε στιγμή το αίμα θα λαμβάνονταν από ένα πτώμα, στο πέρασμα μικρού χρονικού διαστήματος, θα υφίστατο αμέσως σοβαρή αλλοίωση από την αεροτηκτικότητα 20 ή την σήψη.

 

   

 

Αριστερά: Γραφικό της ηλεκτροφόρησης των πρωτεϊνών του θαυματουργού αίματος (εικόνα 5)

Μέσο: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος της Μεταλαβής - Σάρκας που δείχνει μια αρτηρία και ένα κλάδο πνευμονογαστρικού νεύρου (εικόνα 6)

Δεξιά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος της Μεταλαβής - Σάρκας που δείχνει ένα κλάδο του πνευμονογαστρικού νεύρου που διαθέτει περινεύριο (εικόνα 7)

(Πηγή: Περιοδικό Archeomisteri, τεύχος 15, έτος 3, διμηνιαίο, Μάιος –Ιούνιος 2004, σελίδα 46)

 

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων στα οποία οδηγήθηκαν οι Καθηγ. Linoli και Bertelli είχαν δημοσιευθεί σε μία γραπτή αναφορά με τίτλο «Έρευνες ιστολογικές, ανοσολογικές και βιολογικές στο Σώμα και Αίμα του Θαύματος της Θείας Ευχαριστίας του Lanciano» (8ος αιών.)», προκαλώντας μεγάλο ενδιαφέρον στην διεθνή επιστημονική κοινότητα σε τέτοιο σημείο, ώστε να προσελκύσουν την προσοχή και του Ανώτερου Συμβουλίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ. 21), το οποίο το 1973, διόρισε μία επιστημονική επιτροπή με καθήκον να επικυρώσει τα αποτελέσματα των αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν από Ιταλούς ερευνητές και να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα στα οποία είχαν φθάσει.

 

  

Αριστερά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος ενός δείγματος της Μεταλαβής - Σάρκας που δείχνει την ρικνή, τραχεία ριτυδωμένη όψη του ενδοκαρδίου και την τυπική δόμηση του από κάτω ιστού του μυοκαρδίου (εικόνα 8)

Δεξιά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος ενός δείγματος Μεταλαβής - Σάρκας που δείνχει το ενδοκάρδιο, τον από κάτω ιστό του μυοκαρδίου και μερικά αιμοφόρα αγγεία μεγάλης διαμέτρου. (εικόνα 9)

 (Πηγή: Περιοδικό Archeomisteri, τεύχος 15, έτος 3, διμηνιαίο, Μάιος –Ιούνιος 2004, σελίδα 47)

 

Μετά από 15 μήνες και μετά παραπάνω από 500 εξετάσεις, μεταξύ των οποίων και οι ίδιες που πραγματοποιήθηκαν από τους Ιταλούς ερευνητές, η επιτροπή της Π.Ο.Υ. επιβεβαίωσε, ανεπιφύλακτα, όσα διακηρύχθηκαν και δημοσιεύθηκαν από τους τελευταίους. Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής διορισμένα από την Π.Ο.Υ. απέκλεισαν σθεναρά την πιθανότητα ο μυοκαρδιακός ιστός να είχε μουμιοποιηθεί και κατέστησαν γνωστό ότι η τελεία συντήρηση οργανικών ευρημάτων, διατηρημένα για δώδεκα αιώνες εντός υάλινης λειψανοθήκης, πλήρους απουσίας συντηρητικών ουσιών, αντισηπτικών, αντιζημωτικών και μουμιοποιητικών, αντιτίθεται σ’ όλους τους γνωστούς βιολογικούς νόμους. Η επιτροπή, επιπλέον, τόνισε το γεγονός ότι τα κυτταρικά στοιχεία που αποτελούν το τμήμα αυτό του ιστού του μυοκαρδίου είχαν διατηρήσει αναλλοίωτη την δομική και λειτουργική τους ακεραιότητα.

 Το 1981 οι Ελάσσονες Μοναχοί του Lanciano ζήτησαν από τον Καθηγ. Linoli να εκτελέσει μία δεύτερη επιστημονική έρευνα στην Μεταλαβή - Σώμα, με σκοπό να μελετήσει σε βάθος την μακροσκοπική κατασκευή όσο και την μικροσκοπική. Στην αναφορά με τίτλο «Ιστολογική και ανατομική μελέτη στην Καρδιά του Θαύματος της Θείας Ευχαριστίας του Lanciano (8ος αιών.)», που ο Καθηγ. Linoli συνέταξε στο τέλος της έρευνας, διαβάζει κανείς ότι το λείψανο έχει στρογγυλή μορφολογία, διάμετρο που καταλαμβάνει 55 έως 66 mm, κίτρινο-καφέ-καστανό χρωματισμό και ένα πλατύ ανώμαλο άνοιγμα στο κέντρο, όπου είναι ορατές 14 μικρές οπές, πιθανότατα εντυπωμένες από άλλα τόσα μικρά καρφιά, με σκοπό να κρατηθεί τεντωμένη η Μεταλαβή - Σάρκα πάνω σε ένα ξύλινο τραπεζάκι. Η ιστολογική ανάλυση ξεχώρισε δύο λεπτούς κλάδους του πνευμονογαστρικού νεύρου22 (εικ. 6 και 7), τον χαρακτηριστικό ινοελαστικό έλασμα που επενδύει όλες τις καρδιακές κοιλότητες, το ενδοκάρδιο23 (εικ. 8, 9 και 10) - του οποίου η επιφάνεια δείχνει ανεβασμένη στις «trabecole carnee», μορφολογικά και δομικά ανάλογα με αυτήν της ανθρώπινης καρδιάς - μερικά λοβία λιπώδους ιστού, πολυάριθμες αγγειακές αρτηριακές και φλεβικές δομές ποικίλης διατομής (εικ. 9, 10 και 11) και το ίχνος εντύπωμα της δεξιάς και αριστερής κοιλίας, των οποίων οι διαστάσεις δείχνουν ελαττωμένες εξ’ αιτίας της ιστολογικής αφυδάτωσης που συνέβη στην Μεταλαβή - Σάρκα κατά τη διάρκεια των αιώνων μέσα στη φυσική διαδικασία μουμιοποίησης.

 

  

Αριστερά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος ενός δείγματος της Μεταλαβής - Σάρκας που δείχνει ένα δείγμα του ενδοκάρδιου, μερικά αιμοφόρα αγγεία στον από κάτω ιστό του ενδοκαρδίου και τον ιστό του μυοκαρδίου (εικόνα 10)

Δεξιά: Μικροφωτογραφία του ιστολογικού σκευάσματος ενός δείγματος της Μεταλαβής -Σάρκας που δείχνει μερικές αγγειακές και φλεβικές δομές (εικόνα 11)

(Πηγή: Περιοδικό Archeomisteri, τεύχος 15, έτος 3, διμηνιαίο, Μάιος –Ιούνιος 2004, σελίδα 47)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ricerche Istologiche, Immunologiche e Biochimiche sulla Carne e sul Sangue del Miracolo Eucaristico di Lanciano (VIII secolo). di Odoardo Linoli. Quaderi Sclavo di Diagnostica 1971, 7, 661 - 674.

Studio anatomo-istologico sul “cuore” del Miracolo Eucaristico di Lanciano (VIII sec.), di Odoardo Linoli. L’ Osservatore Romano, 23 Aprile 1982.

Il miracolo eucaristico di Lanciano, di B. Sammaciccia. Libreria del Santuario del Miracolo Eucaristico di Lanciano, 1973.

Dizionario Enciclopedico Multimediale di Medicina e Biologia. Le Scienze.

Nuova Enciclopedia Universale Curcio - delle lettere, delle scienze, delle arti. Armando Curcio Editore, 1968.

 

Σημειώσεις:

 

1. Θαύμα Ευχαριστίας: γεγονός θαυμαστό και ανεξήγητο που συνίσταται στην μετατροπή ειδών της Ευχαριστίας, τον Άρτο και τον Οίνο αντίστοιχα, σε ζωντανό ιστό και αίμα ανθρώπινο 

2. San Negoziano: μια λαϊκή παράδοση και θρησκευτική ταυτίζει τον San negoziano με τον San Longino, τον ρωμαίο στρατιώτη που, σύμφωνα με όσα διηγούνται τα Ευαγγέλια, διατρύπησε με μια λόγχη τα πλευρά του Ιησού (βλέπε “ La Lancia di Longino: tra storia e leggenda”, di Patrizio Caini. Archeomisteri No 2 Marzo-Aprile 2002, pgg. 54 -59).

3. Βασιλικανό Τάγμα: Τάγμα Ανατολικών Μοναχών, ακόλουθων των κανόνων του Αγίου Βασιλείου της Καισαρείας, που ονομάστηκε Μέγας (ΚΑισάρεια –Καππαδοκίας, 330 c. - ivi 379).

 4. Μετουσίωση: στην τεχνική ορολογία της Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας εννοείται το πέρασμα από την ουσία του Άρτου και του Οίνου σε εκείνη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού κατά την διάρκεια του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, αν και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά και των δύο ειδών παραμένουν αμετάβλητα. Ο όρος εφευρέθηκε από τον Rolando Bandinelli, περισσότερο γνωστός ως Πάπας Αλέξανδρος ΙΙΙ (Σιένα αρχές 12ου αιώνα - Civita Castellana 1181). Ο Μαρτίνος Λούθηρος (Eisleben, Turingia, 1483 - ivi 1545) και όλοι εκείνοι που ακολουθούν τον προτεσταντικό Χριστιανισμό απορρίπτουν αυτόν τον όρο, δίδοντας στην Θεία Ευχαριστία ένα διαφορετικό νόημα. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιούμε τον όρο: "μεταβολή" και όχι "μετουσίωση".

5. Μικροτόμος: εργαστηριακή συσκευή που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί, ξεκινώντας από ένα μικρό τμήμα ιστού ή οργάνου, σταθεροποιημένο και βυθισμένο στην παραφίνη ή σε ρητίνη διάφορων τύπων, λεπτές τομές, πάχους μεταξύ 3 και 10 χιλιοστών, ώστε να υποβληθεί σε μικροσκοπική ανάλυση. Ο μικροτόμος συνδυάζει μια εγκάρσια κίνηση σε σχέση με μια κόψη λεπίδας συνήθως από χάλυβα, και με μια πρόοδο σε σχέση με αυτή. Η σημασία αυτής της προόδου καθορίζει το πάχος της τομής. Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι μικροτόμου: με κύλιση και περιστροφική. Τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν μικροτόμοι αυτόματοι και πάντα πιο συχνά γίνεται χρήση λεπίδων γυαλιού. 

6. Λιπώδης ιστός: στα σπονδυλωτά, είναι είδος συνδετικού ιστού (ιδιαίτερος ιστός που εκτελεί λειτουργίες στήριξης, τροφικές και μηχανικές και σύνδεσης μεταξύ των διάφορων οργάνων και των μερών τους. Αποτελείται από μια ουσία άμορφη εξωκυτταρικής βλεννοπολυσακχαρικής φύσης, που ονομάζεται ρίζα, από ίνες εξωκυταρικές πρωτεϊνικής φύσης, που κυρίως αποτελείται από κολλαγόνο και κύτταρα με μορφοδομικά χαρακτηριστικά και διαφορετικές λειτουργίες εξαρτώμενες από τους διαφορετικούς τύπους του συνδετικού ιστού. Αυτός ο τελευταίος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε μερικές κατηγορίες με βάση τις λειτουργίες και την δομή, στις οποίες εξέχουν, μεταξύ των κυτταρικών στοιχείων, τα λιποκύτταρα. Στον άνθρωπο βρίσκεται στο υπόδερμα (το στρώμα του συνδετικού ιστού κάτω από το δέρμα, ένα από τα δύο στρώματα, αυτό το τελευταίο- το άλλο αντιπροσωπεύεται από την επιδερμίδα – που αποτελεί το δέρμα. Το υπόδερμα ακουμπά στους επιφανειακούς μυς και είναι μοναδικά αποτελούμενο από χαλαρό συνδετικό ιστό), στην loggia renale, στο μεσοθωράκιο (ανατομικός χώρος μεταξύ δεξιού και αριστερού πλευρικού σάκου. Εκτείνεται στην άνω άκρη της θωρακικής κοιλότητας στο διάφραγμα και από το στέρνο στους θωρακικούς σπόνδυλους. Εκτός των άλλων περιέχει την καρδιά, το περικάρδιο, αγγεία μεγάλου διαμετρήματος και άλλα θωρακικά σπλάχνα) και σε άλλες περιοχές του σώματος. Η κατανομή του λιπώδους ιστού στο υπόδερμα συνιστά έναν από τους κύριους παράγοντες της σεξουαλικής διαφοροποίησης (σύμπλεγμα μορφολογικών διαφορών, ενδοκρινολογικών και συμπεριφορών μεταξύ ατόμων αντίθετου φύλου που ανήκουν στο ίδιο είδος) στο είδος μας και συμμετέχει στην διαμόρφωση του ανδρικού σώματος με διαφορετικό τρόπο από ότι εκείνου του γυναικείου. Υπάρχουν δύο τυπολογίες λιπώδους ιστού που διαφέρουν σε μορφολογία και λειτουργία: ο άσπρος λιπώδης ιστός και ο καφέ. 

7. Γραμμωτός μυϊκός ιστός: ιστός που κυρίως αποτελείται από κύτταρα μεγάλου μεγέθους, επιμηκυμένα και ατρακτοειδή, που λέγονται μυϊκά, πολυπυρηνικά, δηλαδή που περιέχουν δύο ή περισσότερους πυρήνες, στο σκελετικό ή μονοπυρηνικό είδος, που περιέχει δηλαδή, ένα μόνο πυρήνα, στο μυοκάρδιο. Το κυτόπλασμα (εκτός του πυρήνα, μέρος του κυττάρου που χαρακτηρίζεται από μια δομή εξαιρετικά πολύπλοκη, που οριοθετείται από την κυτταρική μεμβράνη και που περιέχει διαφορετικά είδη υποκυτταρικών οργανιδίων, εκτός ενός δικτύου μικροσωλήνων και μικρονημάτων που έχουν λειτουργία την στατική στήριξη και /ή δυναμική), που ονομάζεται σαρκόπλασμα και που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολυάριθμων εγκάρσιων δεσμίδων ορατών στο οπτικό μικροσκόπιο, σε σχέση με τον μεγάλο άξονα του κυττάρου. Οι μυϊκές ίνες είναι συνδεμένες μεταξύ τους σχηματίζοντας μονάδες πιο σύμπλεκες που συσπώνται. Οι γραμμωτοί σκελετικοί μύες έχουν την ικανότητα να συσπώνται πολύ γρήγορα και είναι συνδεμένες με τους μηχανισμούς της στάσης και της κίνησης. Το μυοκάρδιο παρουσιάζει ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά που εγγυώνται το ρυθμό της διαρκής σύσπασης του καρδιακού μυ.

8. Μιοκάρδιο: Το μυϊκό τμήμα της καρδιάς 

9. Ινίνη: πολυμερή (μακρομόριο που αποτελείται από την επανάληψη κυτταρικών στοιχειωδών μονάδων, που λέγονται μονομερή, όμοια ή διαφορετικού τύπου και μεταξύ τους συνδεμένα με συνδέσμους) πρωτεϊνικής φύσης που προέρχεται από το ινωδογόνο (πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα) για την πρωτεολυτική δράση (ενζυματική υδρόλυση μιας πρωτεΐνης) της θρομβίνης (ένζυμο που προέρχεται από τη προθρομβίνη έπειτα από δράση της θρομβοπλαστίνης με παρουσία ιόντων ασβεστίου) κατά την διάρκεια της διαδικασίας πήξεως του αίματος.

10. Αιμοσφαιρίνη: περίπλοκη μακρομοριακή πρωτεΐνη σφαιρικής μορφολογίας που περιέχεται στα ερυθροκύτταρα (ερυθρά αιμοσφαίρια) των σπονδυλωτών και σε ικανότητα να συνδυαστεί αντίστοιχα με το μοριακό οξυγόνο μεταφέροντας το σε όλους τους ιστούς του οργανισμού. Αποτελείται από 4 πολυπεπτιδικές αλυσίδες (πολυπεπτίδιο: μόριο αποτελούμενο από ένα υψηλό αριθμό, γενικά πάνω από 10 – 20, αμινοξέων. Τα πολυπεπτίδια με μοριακό βάρος μεγαλύτερο από 10.000 dalton λέγονται γενικά πρωτεΐνες. Τα πεπτίδια που περιέχουν λιγότερα από δέκα αμινοξέα, λέγονται αντιθέτως ολιγοπετπίδια) που δυο δυο όμοιες, λέγονται σφαιρίνες.

 11. Χλωρυδρικής αιματίνης: Παρουσιάζεται με κρυσταλλικά χαρακτηριστικά πρισματικά καφέ σχήματος αστεριού, που ονομάζονται κρύσταλλοι του Teichmann, της οποίας η ταυτοποίηση είναι μεγάλης σημασίας στην ιατροδικαστική για την αναγνώριση των αιματικών κηλίδων.

12. Οξειδάση: οποιοδήποτε ένζυμο που ανήκει στην κλάση των ossidoreduttasi. Αυτές οι τελευταίες καταλύουν την οξείδωση ενός υποστρώματος δια μέσω της αφαίρεσης ηλεκτρονίων ή ατόμων υδρογόνου, που κατόπιν μεταφέρονται κατ’ ευθείας στο μοριακό οξυγόνο με παραγωγή ανιόντος υπεροξειδίου (μια ρίζα ελεύθερη ή διάμεσο αντιδρών του οξυγόνου), νερό η υπεροξείδιο του Υδρογόνου, περισσότερο γνωστό ως Οξυζενέ.

13. Χρωματογραφία: τεχνική διαχωρισμού των συστατικών ενός μίγματος δια μέσω της εφαρμογής αυτής της τελευταίας σε ένα στήριγμα ανενεργό, απορροφητικό ή ιονισμένο (σταθερή φάση). Δια μέσω αυτού του στηρίγματος τρέχει μια σταθερή ροή ενός διαλύτη, ενός ταμπόν ή ενός ανενεργού αερίου (φάση κίνησης). Ο διαχωρισμός, εξαρτώμενος από τον τύπο της χρωματογραφίας που χρησιμοποιείται, γίνεται με βάση διαφορετικές φυσικοχημικές αρχές για διαφορική απορρόφηση των συστατικών του μίγματος στο στήριγμα (χρωματογραφία απορρόφησης), με επιλεκτικό σύνδεσμο μεταξύ των στοιχείων του μίγματος και με ένα δεσμό που λαμβάνει μέρος κατά την σταθερή φάση (χρωματογραφία της συγγένειας), με βάση την διαφορά του μοριακού βάρους (γέλη-φιλτράρισμα), με βάση των διαφορών του παράγοντα του διαχωρισμού μεταξύ δύο φάσεων μη αναμεμιγμένων (χρωματογραφία διαχωρισμού) και με βάση των διαφορών μεταξύ των σταθερών της διάλυσης των όξινων ή βασικών ομάδων που παρουσιάζονται στα μόρια που θα διαχωριστούν (χρωματογραφία με ανταλλαγή ιόντων)

14. Ανοσοϊστοχημεία: σύμπλεγμα βιοχημικών τεχνικών που κάνουν χρήση αντισωμάτων ως αντιδρώντα εξειδικευμένα για την αποκάλυψη ή την δοσολογία των βιολογικών μορίων.

15. Ανοσοαιματολογία: κλάδος της ανοσολογίας και της αιματολογίας που ασχολείται με την μελέτη των ανοσοποιητικών καρκινικών και κυτταρικών μηχανισμών που εμπλέκονται στην παθογέννεση, διάγνωση ή θεραπεία των αρρωστιών του αίματος και τον αιμοποιητικών ιστών (αιμοποιητικός ιστός: οποιοσδήποτε ιστός στον οποίο παράγονται τα κύτταρα που αποτελούν το αίμα, ειδικά ο μυελός των οστών ή μυελικός ιστός, ως πρώτη έδρα της αιμοποίησης που ξεκινά από τον δεύτερο περίοδο της εμβρυακής ζωής. Πριν από αυτή την περίοδο ακόμη και το συκώτι και η σπλήνα παίρνουν μέρος στην αιμοποίηση).

16. Ομάδα αίματος: φαινότυπος (το σύνολο των μορφολογικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών ενός οργανισμού που θεωρούνται η έκφραση της δράσης του γονότυπου του, δηλαδή του συνόλου της γενετικής πληροφορίας που υπάρχει στον οργανισμό), που καθορίζεται με βάση την παρουσία περισσότερο ή λιγότερο ιδιαίτερων πολυσακχαρικών (πολυσάκχαρα: πολύπλοκο μόριο που αποτελείται από την ένωση ενός υψηλού αριθμού απλών μορίων σάκχαρου) αντιγόνων (αντιγόνο: οποιαδήποτε ουσία που όταν εισέλθει στον οργανισμό, είναι ικανή να παράγει μια ανοσοποιητική απάντηση και να συνδυαστεί με αντισώματα και εξειδικευμένους κυτταρικούς υποδοχείς), που ονομάζονται alloantigeni ή agglutinmogeni, διότι φανερώνονται με κυτταρικές αντιδράσεις των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Στον άνθρωπο μέχρι τώρα αναγνωρίστηκαν γύρω στα 300 διαφορετικά καθοριστικά αντιγόνα aritrocitari, κατά μέρος συνδεμένα σε ομάδες ή αιματικά συστήματα, που το καθένα περιλαμβάνει πολυάριθμα αντιγόνα. Η σημασία τους είναι συνδεμένη με την πιθανότητα της ασυμβατότητας των αιματικών μεταγγίσεων, με τις απορρίψεις των μεταμοσχεύσεων των οργάνων, την ασυμβατότητα μητέρας-εμβρύου κ.λ.π.. Οι ομάδες αίματος χρησιμοποιούνται ακόμη και στην ιατροδικαστική (απόρριψη πατρότητας, κ.λ.π.) και στις ανθρωπολογικές και γενετικές μελέτες.

17. Ηλεκτροφόρεση: αποδημία φορτισμένων μορίων που περιέχονται σε διάλυμα και που προκύπτει από την εφαρμογή ενός μαγνητικού πεδίου. Είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια της βιοχημίας, μοριακής και κυτταρικής βιολογίας για τον διαχωρισμό μιγμάτων ουσιών ιονισμένων ή που ιονίζονται δια μέσω της τοποθέτησής τους σε ένα υπόστρωμα ανενεργό (χαρτί φίλτρου, acetato di cellulosa, gel d’ acar, γέλη poliacrilamide κ.λ.π.) και την εφαρμογή δύο ηλεκτροδίων, συνδεμένων με το στρώμα, με διαφορά δυναμικού συνεχόμενου ηλεκτρισμού που παράγεται από τον κατάλληλο τροφοδότη. Ο διαχωρισμός γίνεται με βάση το μοριακό βάρος των μοναδικών φορτίων που μεταναστεύουν προς το ηλεκτρόδιο που είναι θετικά φορτισμένο.

18. Ιστολογία: κλάδος των μορφοδομικών μαθημάτων των οποίων αντικείμενο είναι η μελέτη της δομής και της υπερδομής των ιστών. Στηρίζεται στις τυπικές τεχνικές της οπτικής μικροσκοπίας και της ηλεκτρονικής, αυτής της τελευταίας και με μετάδοση και με σχάση.

19. Μουμιοποίηση: μεταχείριση για την αποξήρανση των νεκρών ιστών με σκοπό της εμπόδιση του σαπίσματος.

20. Αεροτηκτικότητα: ιδιότητες που μερικές στερεές ουσίες έχουν απορροφώντας τους υδρατμούς μέχρι να μετασχηματιστούν σε υδατικά διαλύματα.

21. Π.Ο.Υ.: ανηκει στον Ο.Η.Ε. (Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών) και ασχολείται με την υγεία του κόσμου.

22. Πνευμονογαστρικό Νεύρο: Σε όλα τα σπονδυλωτά, το δέκατο των εγκεφαλικών νεύρων. Το πνευμονογαστρικό είναι ένα νεύρο σύμπλοκο, αποτελούμενο δηλαδή από ένα αισθητικό τμήμα και από ένα άλλο πιο μέτριο, κινητικό, το οποίο νευρώνει τα όργανα, μεταξύ των οποίων και η καρδιά.

23. Ενδοκάρδιο: Λεπτή μεμβράνη ενδοθηλιακής φύσης που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιακής κοιλότητας και συνεχίζεται με το ενδοθήλιο (ενδοθήλιο, λεπτό κάλυμμα πεπλατυσμένων μορίων, καμιά φορά fenestrato, που περιορίζει εσωτερικά το lume των αιμοφόρων και λυμφατικών αγγείων των σπονδυλωτών ή που, στην περίπτωση των τριχοειδών, αποτελεί το εσωτερικό τους τοίχωμα) αγγείων που φτάνουν μέχρι την καρδιά ή που από αυτό αναχωρούν. Το ενδοκάρδιο, εκτός των άλλων, παίρνει μέρος στον σχηματισμό των καρδιακών βαλβίδων.

Δημιουργία αρχείου: 8-12-2004.

Τελευταία ενημέρωση: 8-12-2004.

ΕΠΑΝΩ