Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Γ: α΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Γ΄: γ'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:

ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ


Κεφάλαιο Γ΄: Οι σύγχρονες, ενωτικές πρωτοβουλίες και οι μεμονωμένες, οικουμενιστικές διακηρύξεις ορισμένων Ορθοδόξων δεν αποτελούν, κατά τους αγίους Πατέρας, λόγο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους

β΄. Αλλοίωσις του εκκλησιαστικού φρονήματος ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών και περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - Λατίνων μετά το σχίσμα του 1054

Κατά το 1054 η Ενδημούσα Σύνοδος του Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλαρίου αναθεμάτισε τους Λατίνους181 και «απέτεμε τούτους της εκκλησίας»182 εξ αιτίας της εμμονής τους στην προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της πίστεως και στην πλάνη του παπικού πρωτείου. Στην συνέχεια, όπως αναφέρει ο διαπρεπής κανονολόγος Ματθαίος Βλάσταρης (ιδ΄ αιών), οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι πατριάρχαι «τα πραχθέντα δ' όμως (της Ενδημούσης Συνόδου) και προσεπήνεσαν και επεψηφίσαντο, και της σφών αυτών κοινωνίας και αυτόν τον πάπαν απώσαντο, ως αυτά δήπου μαρτυρεί τα πράγματα, μηδεμιάς των τεσσάρων Εκκλησιών εις κοινωνίαν εις έτι και νυν τον πάπαν προσιεμένης, το νόθον και εξάγιστον των λατινικών μυσαττόμεναι δογμάτων»183.

Παρά τον αναθεματισμό και την αποκοπή των Λατίνων από το σώμα της Εκκλησίας και την εκκλησιαστική κοινωνία το 1054, ορισμένοι Ορθόδοξοι κατά τους επομένους αιώνας παραβίαζαν την κανονική τάξι και κοινωνούσαν εκκλησιαστικά μαζί τους με διαφόρους τρόπους. Άλλοι πάλι επεδείκνυαν υπέρμετρη μετριοπάθεια και χαλαρότητα και εξέφραζαν απαράδεκτες και πάρα πολύ συγκαταβατικές απόψεις για τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους.

Πράγματι, από τις ερωτήσεις του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου προς τον επίσκοπο Κίτρου Ιωάννη μαθαίνουμε, ότι κατά το τέλος του ιβ΄ αιώνος συνέβαιναν τα εξής: Ορθόδοξοι αρχιερείς της επαρχίας χειροτονούσαν «αζυμίτας ιερείς» και επιπλέον «θάπτονται ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ˙ και Λατίνοι δε αποθνήσκοντες, ωσαύτως ψάλλονται ομού παρά Ρωμαίων και Λατίνων αδιακρίτως»184.

Την τελευταία πράξι επαινούσε μάλιστα ο Ιωάννης λέγοντας, ότι «ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσεβεία οπωσούν λυμαινόμενον, το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς ναοίς, και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων»185.

Απαράδεκτες ως προς την Ορθόδοξο εκκλησιολογία ήταν επίσης και οι απόψεις του αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Δημητρίου Χωματιανού σχετικά με τους Λατίνους και τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους. «Η στάσις του Δημητρίου έναντι των Λατίνων υπήρξε επιεικής και ανεκτική»186. Πράγματι, σε ερώτησι κατά την ίδια περίπου περίοδο (ιβ΄ αιών) του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου σχετικά με το «πώς λογίζονται τα παρά των Λατίνων ιερουργούμενα άζυμα» (δηλαδή η Θεία Ευχαριστία τους), ο Δημήτριος απάντησε τα εξής: Εφόσον έχει προηγηθή «η του Δεσποτικού ονόματος επίκλησις επισφραγίζουσα ταύτα... ημείς ούτω τα παρ εκείνων (ιερουργούμενα άζυμα), άγια λογιζόμεθα˙ και ου σφαλλόμεθα»187.

Ο Δημήτριος δεν εκφραζόταν ανορθόδοξα μόνο για το «κύρος της υπό των ετεροδόξων τελεσθείσης θ. Ευχαριστίας»188, αλλά ακόμη και για την ιερωσύνη και τις χειροτονίες τους. Συγκεκριμένα υποστήριζε ότι «και αιρετικών γαρ χειροτονίαι τοις ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων»189.

Ο Δημήτριος δηλαδή δεν αποδεχόταν μόνο την οικονομία των αγίων Πατέρων, σύμφωνα με την οποία οι Πατέρες σε ορισμένες περιπτώσεις δέχονταν κατά συγκατάβασι (δηλαδή δεν επαναλάμβαναν) την χειροτονία προσερχομένου στην Ορθοδοξία κληρικού, ο οποίος είχε χειροτονηθή από τους αιρετικούς. Αντιθέτως, δια των τριών πρώτων λέξεων της φράσεως «ορθοδόξων ή όντων, ή γινομένων των υπ' αυτών χειροτονουμένων» γίνεται φανερό, ότι ο Δημήτριος αποδεχόταν «ως εγκύρους τας χειροτονίας Ορθοδόξων, αι οποίαι τυχόν εγένοντο υπό ετεροδόξων επισκόπων». Αποδεχόταν δηλαδή «την Ιερωσύνην των αιρετικών ως έγκυρον τόσον απολύτως και καθ' εαυτήν, όσον και εν περιπτώσει επιστροφής αυτών εις την Ορθοδοξίαν, ήτοι δέχεται την πλήρη μετά των ετεροδόξων εν τη Ιερωσύνη μυστηριακήν επικοινωνίαν»190.

Ο Δημήτριος υποστήριζε επίσης, ότι η άποψις να μη παρέχεται η Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους, δεν γινόταν αποδεκτή από αρκετούς Ορθοδόξους της εποχής του, ως «πολύ εχούση το απηνές (σκληρό) τε και ιταμόν (απερίσκεπτο)». Αντιθέτως, ορισμένοι Ορθόδοξοι ήταν πρόθυμοι να μεταδώσουν την Θεία Ευχαριστία στους Λατίνους με το αιτιολογικό, ότι οι Λατίνοι δεν είχαν (δήθεν) έως τότε (τέλη ιβ΄ αιώνος) αποκηρυχθή από Οικουμενική Σύνοδο και συνεπώς δεν βρίσκονταν εκτός Εκκλησίας: «Φασίν, ου διεγνώσθησαν ταύτα συνοδικώς˙ και ουδ αυτοί (οι Λατίνοι), ως αιρεσιώται, απόβλητοι δημοσία γεγόνασιν˙ αλλά και συνεσθίουσιν ημίν, και συνεύχονται»191.

Την ύπαρξι του ανωτέρω εσφαλμένου φρονήματος σε ορισμένους Ορθοδόξους κατά τον ιβ΄ αιώνα επιβεβαιώνει και ο πατριάρχης Αντιοχείας και επιφανής κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών. Πράγματι, ο ιερός Βαλσαμών αναφέρει ότι στην εποχή του ορισμένοι υποστήριζαν, πως οι Ορθόδοξοι δεν έπραξαν «καλώς»192, που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ της καταδίκης τους από Οικουμενική Σύνοδο.

Ο Δημήτριος είχε επίσης θετική άποψι για τον λειτουργικό συγχρωτισμό μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων. Συγκεκριμένα ισχυριζόταν, ότι πρέπει να παρέχουμε αντίδωρο στους Λατίνους, όταν αυτοί «εις την Αγίαν και Καθολικήν Εκκλησίαν εν τη Λειτουργία παραγίνωνται». Ο Δημήτριος υποστήριζε ακόμη ότι, όταν κάποιος Ορθόδοξος επίσκοπος προσκληθή από τους Λατίνους «εις τας Εκκλησίας αυτών... ανενδοιάστως αφίξεται»193. Από τα ανωτέρω συνάγεται «ότι και Ορθόδοξοι Αρχιερείς προσεκαλούντο να παρευρεθούν εις ναούς της Δυτικής Εκκλησίας και μέλη αυτής εσύχναζον εις ναούς Ορθοδόξους»194.

Δυστυχώς ο λειτουργικός συγχρωτισμός Ορθοδόξων – ετεροδόξων σε ορισμένες περιοχές ήταν σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Σε κείμενο της πατριαρχικής Συνόδου του «Αγιωτάτου Πατριάρχου (Γεωργίου Β΄) του ξυφιλίνου» (1191-1199) αναφέρεται, ότι σε μερικές περιοχές «των λατίνων ενίους ορώμεν επί τους θείους εισιόντας ναούς, συν ημίν τε ισταμένους ευχομένοις έσθ' ότε και ψάλλουσιν, ή και την ιεράν τελούσι μυσταγωγίαν»195.

Παρόμοιες καταστάσεις αποκαλύπτουν κατά το τέλος του ιβ΄ αιώνος και οι ερωτήσεις του Αλεξανδρείας Μάρκου προς τον ιερό Θεόδωρο Βαλσαμώνα: «Ακινδύνως ιερουργήσει τις η συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν˙ ή κοινής μετ αυτών μετάσχη τραπέζης˙ ή ποιήσει ανάδοχον εκ του αγίου βαπτίσματος˙ ή κατοιχομένων ποιήσει μνημόσυνα˙ ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς; Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί»196. «Ορθόδοξοι γυναίκες» επίσης «συνάπτονται τάχα γαμικώς μετά Σαρακηνών ή και αιρεσιωτών»197.

Κατά τον ιβ΄ αιώνα λοιπόν συνέβαιναν αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων. Συγκεκριμένα αναφερθήκαμε στις χειροτονίες Ορθοδόξων κληρικών από Λατίνους επισκόπους και το αντίστροφο, στις μεταδόσεις της Θείας Ευχαριστίας στους Λατίνους, καθώς επίσης και στις συνιερουργίες και συμπροσευχές Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά την τέλεσι της κηδείας, του μνημοσύνου, του βαπτίσματος ή άλλων εκκλησιαστικών ακολουθιών.

Αναφερθήκαμε επίσης στις απόψεις ορισμένων Ορθοδόξων επισκόπων, οι οποίοι θεωρούσαν έγκυρη τόσο την Θεία Ευχαριστία όσο και την χειροτονία (ιερωσύνη) των Λατίνων και συνιστούσαν τον λειτουργικό συγχρωτισμό και την μυστηριακή διακοινωνία μαζί τους. Παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ετεροδόξους και την διακήρυξι των ανωτέρω απαραδέκτων φρονημάτων από Ορθοδόξους αρχιερείς καμμία διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν συνέβη από τους αγίους Πατέρας κατά τον ιβ΄ αιώνα.

 

Σημειώσεις:


181. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., τόμος α΄, σελ. 347.

182. Αγίου Ιωσήφ Κωνσταντινουπόλεως, παρά Laurent V. - Darrouzes J., Dossier Grec de l union de Lyon, σελ. 269.

183. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγής, σελ. 449.

184. Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμος ε΄, σελ. 403-404.

185. Ένθ ανωτ.

186. Θ.Η.Ε., τόμος 4, στήλη 1065.

187. Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, ένθ ανωτ. σελ. 433.

188. Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 15, σελ. 83.

189. Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, ένθ ανωτ. σελ. 433-434.

190. Ι. Κοτσώνη, ένθ ανωτ. § 24, σελ. 202.

191. Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, ένθ ανωτ. σελ. 435.

192. Ερμηνεία εις τον ιε΄ της ΑΒ΄ Συνόδου, P.G.137, 1069A.

193. Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, ένθ ανωτ. σελ. 434.

194. Ι. Κοτσώνη, Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Λατινοκρατίας και Ενετοκρατίας, σελ. 4.

195. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Καταλλαγής, σελ. 454.

196. Ερωτήσεις κανονικαί..., ερώτησις ιδ΄, P.G 138, 965C.

197. Ένθ ανωτ. ερώτησις λγ΄, P.G 138, 985C.

 


 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Γ: α΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Γ΄: γ'

Δημιουργία αρχείου: 8-2-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 15-2-2014.

Πάνω