Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο. Η σωτήριος Αλήθεια
1. Η αλήθεια είναι πρόσωπον
Όταν ο Πιλάτος ηρώτησε τον Χριστόν εάν ήτο Βασιλεύς, ο Κύριος του απήντησε: «Δι’ αυτό εγεννήθην και δι’ αυτό ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν. Όποιος είναι από την αλήθειαν, ακούει την φωνήν μου» (Ιωάννης 18,37).
Τότε ο Πιλάτος ηρώτησε:
«Τι είναι αλήθεια;» (Ιωάννης 18,38).
Με την φράσιν, όμως, αυτήν δεν ετέθη το θέμα ορθώς. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα ή και κάποια αφηρημένη έννοια, ώστε να ημπορούμεν να ερωτήσωμεν «τι είναι αλήθεια». Η αλήθεια δεν είναι κάτι, αλλά κάποιος. Δεν είναι πράγμα, αλλά πρόσωπον και δι’ αυτόν τον λόγον πρέπει να ερωτήσωμεν «ποιός είναι η αλήθεια».
Την απάντησιν εις το ερώτημα αυτό την έδωσεν ο Χριστός εις τους μαθητάς Του. Τους είπεν ότι μεταβαίνει εις τον Πατέρα και θα επανέλθη να τους παραλάβη, δια να τους οδήγηση εκεί, ώστε να είναι πλέον όλοι μαζί Του. «Γνωρίζετε που πηγαίνω», τους λέγει, «και γνωρίζετε και τον δρόμον» (Ιωάννης 14,3-4).
Τότε του λέγει ο Θωμάς:
«Κύριε, δεν γνωρίζομεν που πηγαίνεις και πως ημπορούμεν να γνωρίζωμεν τον δρόμον;»
Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς:
«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά δι’ εμού. Εάν με εγνωρίζετε, θα εγνωρίζετε και τον Πατέρα μου. Από τώρα τον γνωρίζετε και τον έχετε ιδεί».
Λέγει εις αυτόν ο Φίλιππος:
«Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα και μας αρκεί».
Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς:
«Τόσον χρόνον είμαι μαζί σας και δεν με εγνώρισες, Φίλιππε; Εκείνος ο οποίος με έχει ιδεί, είδε τον Πατέρα· και πως συ λέγεις, δείξε μας τον Πατέρα;» (Ιωάννης 14,5-9· Παράβαλλε Και Εβραίους 10, 19-20).
Τα ανωτέρω, αποδεικνύουν ότι ο Χριστός, όταν ωμιλούσε δια την αλήθειαν η δια τον δρόμον που οδηγεί προς τον Πατέρα, ο οποίος είναι η ζωή, εννοούσε το ίδιον πράγμα: Εγώ είμαι η αλήθεια, εγώ είμαι η οδός, εγώ είμαι η ζωή, οποίος με γνωρίζει, γνωρίζει τον Πατέρα.
Η αλήθεια, λοιπόν, δεν είναι κάτι, αλλά κάποιος, είναι το πρόσωπον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η σαρκωμένη, δηλαδή, αλήθεια, ο ένσαρκος Λόγος (Ιωάννης 1,14), τον οποίον πρέπει να γνωρίσωμεν προκειμένου να έχωμεν ζωήν (Α' Ιωάννης 5,13· Παράβαλλε Και Ιωάννης 6,47).
Ο Χριστός είναι η αλήθεια. Μόνον εκείνος δύναται να οδηγήση τον άνθρωπον εις τον ουράνιον Πατέρα δια να τον καταστήση μέτοχον της ζωής του Θεού (Ιωάννης 14,6. 17,2-3, Λουκάς 10,22): «Η χάρις και η αλήθεια ήλθον δια του Ιησού Χριστού» (Ιωάννης 1,17).
Όμως, αυτήν την αλήθειαν δεν μπορούσαν να την «βαστάξουν» με τας ιδικάς των δυνάμεις οι μαθηταί του Χριστού. Δι’ αυτό και ο Κύριος θα έστελλε το «Πνεύμα της αληθείας», δια να τους οδηγήση εις όλην την αλήθειαν. Εκείνο «θα πάρη από ό,τι είναι ιδικόν μου και θα σας το αναγγείλη» (Ιωάννης 16,12 και εξής).
Από τους λόγους αυτούς του Χριστού βλέπομεν ότι η γνώσις του Θεού και η θεολογία αναχωρεί από το γεγονός της αποκαλύψεως, το οποίον συνετελέσθη εις το πρόσωπον του Χριστού «επ’ εσχάτων ημερών» (Εβραίους 1,1) και από το γεγονός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν του ανθρώπου.
Οι Απόστολοι ήσαν πάντοτε πλησίον του Χριστού, ήκουον συνεχώς τα κηρύγματα Του, έβλεπαν τα θαύματα. Όμως, εστάθη αδύνατον να γνωρίσουν την αλήθειαν με τας ιδικάς των ικανότητας.
Όταν μίαν άλλην φοράν ο Χριστός ηρώτησε τους μαθητάς Του να του ειπούν ποιος νομίζουν ότι είναι, και ο Πέτρος του απήντησεν ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο Κύριος είπεν εκείνα τα γνωστά λόγια. Ότι, δηλαδή, ο Πέτρος δεν ωδηγήθη εις την αλήθειαν αυτήν με τας ιδικάς του ανθρωπίνας δυνατότητας, αλλά ο ίδιος ο Θεός του την απεκάλυψεν (Ματθαίος 16,17).
2. Το παράδειγμα του Ιώβ
Γνωρίζομεν όλοι την ιστορίαν του Ιώβ. Προσεπάθει με την συζήτησιν και με το λογικόν να εισδύση εις τα μυστήρια του Θεού χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αλλ’ όταν ο ίδιος ο Θεός του απεκαλύφθη, εννόησεν ότι ήτο αδύνατον να επιτύχη μόνος του εκείνο το οποίον επόθει και ησθάνθη βαθυτάτην συντριβήν. «Μέχρι στιγμής ήκουον περί σου μόνον με τα αυτιά μου», λέγει εις τον Θεόν. «Τώρα, όμως, σε είδα με τα μάτια μου. Δια τούτο ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου, έλειωσα από συντριβήν, αισθάνομαι, πράγματι, χώμα και στάκτη» (Ιώβ 42,5-6).
Εκείνο, λοιπόν, το οποίον έχει σημασίαν δεν είναι ο λόγος περί του Θεού, αλλά η ταπείνωσις και η καθαρότης της καρδιάς εις την αναζήτησιν του Θεού. «Είναι μεγάλο πράγμα να ομιλή κανείς περί του Θεού», λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, αλλά, προσθέτει, «είναι ακόμη μεγαλύτερον, εάν καθαρίζη κανείς τον εαυτόν του δια τον Θεόν».
3. Η αποκάλυψις εις τον Μωυσή
Είπομεν ότι δεν δύναται ο άνθρωπος να εύρη μόνος του τον Θεόν και ότι είναι ανάγκη ο ίδιος ο Θεός να αποκαλυφθή εις την καρδιάν του ανθρώπου.
Με ποιον τρόπον αποκαλύπτεται ο Θεός εις τον άνθρωπον; Τούτο ημπορούμεν να το παρακολουθήσωμεν εις το παράδειγμα του Μωυσέως.
«Κατέβα και ομίλησε εντόνως εις τον λαόν να εξαγνισθούν σήμερον και αύριον», λέγει ο Θεός εις τον Μωυσή. «να πλύνουν τα ρούχα των και να είναι έτοιμοι την τρίτην ημέραν, διότι κατά την τρίτην ημέραν θα κατέβη ο Κύριος εις το όρος Σινά ενώπιον ολοκλήρου του λαού» (Έξοδος 19,10-11).
Εις άλλο σημείον λαμβάνει ο Μωυσής την εντολήν από τον Θεόν να παραλαβή τον Ααρών, τον Ναδάβ, τον Αβιούδ και εβδομήκοντα πρεσβυτέρους και να αναβή εις το όρος, αφού δώση την εντολήν εις τον λαόν να παραμείνη εις τους πρόποδας (Έξοδος 24,1-2).
Ο Μωυσής, συμφώνως προς την εντολήν του Θεού, προσφέρει θυσίαν και ραντίζει τον λαόν με το αίμα της θυσίας. Κατόπιν, αναβαίνει εις το όρος μαζί με τα πρόσωπα τα οποία ώρισεν ο Θεός. Επάνω εις το όρος οι συνοδοί του Μωυσέως δεν είδαν τον Θεόν, αλλά είδαν «τον τόπον όπου εστάθη ο Θεός του Ισραήλ». Και ο τόπος αυτός εφαίνετο «ως να ήτο κατασκευασμένος από πλίνθους σαπφείρου και είχε την διαύγειαν και την λάμψιν του καθαρού ουρανού» (Έξοδος 24,10).
Ο Μωυσής έλαβε τότε την εξής εντολήν από τον Θεόν: «Ανέβα προς εμέ εις την κορυφήν του όρους και μείνε εκεί. Θα σου δώσω τας λιθίνας πλάκας με τον νόμον και τας εντολάς τας οποίας έγραψα δι’ αυτούς ως νομοθεσίαν» (Έξοδος 24,12).
Τότε παρέλαβεν ο Μωυσής τον Ιησούν του Ναυή και ανέβησαν εις το υψηλότερον μέρος του όρους, το οποίον εσκεπάζετο από την νεφέλην (Έξοδος 24,13-15).
«Και κατέβη η δόξα του Θεού εις το όρος Σινά και εσκέπασεν αυτό η νεφέλη επί εξ ημέρας. Την εβδόμην ημέραν εκάλεσεν ο Κύριος τον Μωυσήν μέσα από την νεφέλην. Το είδος της δόξης του Κυρίου ήτο ως πυρ το οποίον εκπέμπει φλόγας επάνω εις την κορυφήν του όρους, ορατόν από τους Ισραηλίτας. Ο Μωυσής εισήλθεν εις το μέσον της νεφέλης και ανέβη εις το όρος και έμεινε εκεί τεσσαράκοντα ημερονύκτια» (Έξοδος 24,16-18).
«… Και έγιναν βρονταί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επάνω εις το όρος Σινά… Το όρος εκαπνίζετο ολόκληρον, διότι ωσάν πυρ είχε καταβή επάνω εις αυτό ο Θεός. Ανέβαινεν ο καπνός όπως ο καπνός της ασβεστοκαμίνου… Ο Μωυσής ηρώτα και ο Θεός του απεκρίνετο με φωνήν… (Έξοδος 19,16-19. Παράβαλλε Δευτερ. 4,11-12. 5,22).
Ο Θεός, λοιπόν, ευρίσκεται «μέσα εις τον γνόφον», μέσα εις την σκοτεινήν νεφέλην (Β΄ Παραλειπομένων 6,1. Ιεζ. 10,4). «Κατέστησεν άξιον τον Μωυσήν να ακούση την φωνήν αυτού. Τον εισήγαγεν εις τον γνόφον και του έδωσε πρόσωπον προς πρόσωπον τας εντολάς, τον νόμον της ζωής και της σοφίας» (Σοφ. Σειρ. 45,5).
4. Η δεκτικότης τον ανθρώπου
Μέσα, λοιπόν, εις την νεφέλην, εκεί όπου δεν ήτο δυνατόν εις τον Μωυσή να διακρίνη τίποτε με τα σωματικά του μάτια και τας δυνατότητας του ανθρώπου, του ομιλεί και του αποκαλύπτεται ο Θεός.
Με τον τρόπον αυτόν ηδύνατο ο Μωυσής να εννοήση, ότι η φανέρωσις της δόξης του Θεού δεν ήτο αποτέλεσμα προσπάθειας διανοητικής, αλλά έργον Θεού, καρπός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εις την ιδικήν του καρδίαν.
Δια να ομιλήση ο Θεός εις τους Ισραηλίτας, έπρεπε να καθαρισθούν εσωτερικώς και να εξαγνισθούν. Και η θεία αποκάλυψις ήτο ανάλογος με την εσωτερικήν αυτήν καθαρότητα του καθενός.
Ο πολύς λαός, ο οποίος τόσας φοράς εταλαντεύετο εις την αγάπην του προς τον Θεόν και εις την καθαρότητα της καρδίας του, επροχώρησε μόνον έως τους πρόποδας του όρους. Τοιουτοτρόπως, ημπορούσε να βλέπη την δόξαν του Θεού από μακριά, ως φλόγα εις την κορυφή του όρους.
Οι συνοδοί του Μωυσέως ανεβαίνουν μαζί με αυτόν επάνω εις το όρος και βλέπουν «τον τόπον όπου εστάθη ο Θεός».
Ο Ιησούς του Ναυή ανέρχεται ακόμη περισσότερον. Τέλος, ο Θεός καλεί τον Μωυσή να εισέλθη εις την νεφέλην, εις το υψηλότερον σημείον του όρους και να μείνη εκεί σαράντα ημερονύκτια, δια να λάβη ολόκληρον την αποκάλυψιν του Θεού.
Πρόλογος // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 20-10-2010.
Τελευταία ενημέρωση: 20-10-2010.