Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο.

Ο Δέκιος


Η πρόβλεψη του Ωριγένη επαληθεύτηκε πολύ σύντομα, αφού ο Δέκιος αντιμετώπισε με ιδιαίτερη σκληρότητα τους Χριστιανούς σ’ όλη την αυτοκρατορία. Αυτό το τελευταίο στοιχείο πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα γιατί με το Δέκιο οι διωγμοί έχουν τη μορφή της καθολικότητας, καλύπτουν όλη την αυτοκρατορία. Οι διωγμοί του πρώτου αιώνα (Κλαύδιος-Νέρωνας-Δομετιανός) έφεραν χαρακτήρα προσωπικό, συνδέονταν άμεσα με προσωπικά προβλήματα των αυτοκρατόρων και δε στηρίζονταν σε κάποια νομική κατοχύρωση. Στη δεύτερη περίοδο των διωγμών (από τον Τραϊανό μέχρι το Φίλιππο τον Άραβα) οι διωγμοί έχουν κυρίως τοπικό χαρακτήρα και στηρίζονται στις διατάξεις, όπως αυτές διατυπώθηκαν στις απαντητικές επιστολές του Τραϊανού προς τον Πλίνιο και του Αδριανού προς το Μινούκιο Φουνδανό. Με το Δέκιο περνάμε στην τρίτη περίοδο των διωγμών· οι Χριστιανοί καταδιώκονται τώρα με βάση ένα Διάταγμα (Edictum), το οποίο έχει ισχύ σ' όλη την αυτοκρατορία. Στην πρώτη περίοδο των διωγμών (α' αιώνας) δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στο Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό και οι διώκτες αυτοκράτορες (Κλαύδιος-Νέρωνας-Δομετιανός) δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τους διωκόμενους Χριστιανούς από τους Ιουδαίους. Στη δεύτερη περίοδο καταδιώκονται με ειδικές διατάξεις μάλλον οι Χριστιανοί και όχι ο Χριστιανισμός ως σύνολο. Από το Δέκιο όμως και ύστερα, στην τρίτη περίοδο των διωγμών η Ρωμαϊκή Πολιτεία κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να εξαφανίσει το Χριστιανισμό και γι’ αυτό έδωσε στους διωγμούς γενικό χαρακτήρα με σκοπό την εξόντωση του. Η ανάγκη για την εξαφάνιση του Χριστιανισμού φαινόταν πιο επιτακτική, όταν έγινε συνείδηση στην αυτοκρατορική εξουσία ότι το ρωμαϊκό κράτος θα συγκρατούνταν από την κατάρρευση και την παράλυση, αν αναζωογονούνταν η παλιά θρησκεία και ανυψωνόταν το αρχαίο μεγαλείο της Ρώμης και ανορθώνονταν τα αρχαία ήθη. Ο Χριστιανισμός, έτσι γινόταν πιστευτό, αποτελούσε αποσυνθετικό παράγοντα για τη ρωμαϊκή πολιτεία και κατά συνέπεια έπρεπε οπωσδήποτε να παταχθεί αμείλικτα. Ο στρατός, για μια ακόμη φορά, έπρεπε να φανεί στο προσκήνιο και να σώσει το παραλυμένο κράτος! Από αυτόν θα προέρχονταν όχι μόνο οι γενναίοι στρατιωτικοί, που θα προστάτευαν τα σύνορα και την υπόσταση της αυτοκρατορίας από τους εχθρούς, αλλά και οι δυναμικοί αυτοκράτορες που θα αναλάμβαναν να ανορθώσουν το χαμένο μεγαλείο της Ρώμης. Οι σκληροτράχηλοι όμως στρατιώτες αυτοκράτορες, που διακρίνονταν για τη νοσηρή τους ευσέβεια, την υπερβολική τους δεισιδαιμονία και τον εγκληματικό τους φανατισμό, δεν μπόρεσαν να βγουν νικητές στη μάχη τους με την Εκκλησία. Μπορεί ο σκληρός αγώνας τους εναντίον του Χριστιανισμού να ανάγκασε πολλούς, απροετοίμαστους οπωσδήποτε ή ακόμη μη συνειδητούς Χριστιανούς, να αρνηθούν την πίστη τους, όμως η Εκκλησία για μια ακόμη φορά νίκησε και από τις κατακόμβες και τα μαρτύρια κατάκτησε το θρόνο του Καίσαρα. Έτσι η προσπάθεια των φανατικών διωκτών του Χριστιανισμού, που πίστευαν ότι ο Χριστιανισμός αποτελούσε το πιο μεγάλο πρόσκομμα για την ανόρθωση του κράτους αφού ως βάση της ανόρθωσης αυτής θέτονταν η θρησκεία, απέτυχε. Ο Δέκιος (249-251) ήταν φανατικός θιασώτης αυτής της αντίληψης ότι για το κατάντημα της αυτοκρατορίας ευθυνόταν ο Χριστιανισμός και συμμεριζόταν απόλυτα το γενικό ενθουσιασμό ότι με την πάταξη του Χριστιανισμού θα αναβίωνε η παλιά εύκλεια του ρωμαϊκού κράτους. Στην προσπάθεια του να αποκαταστήσει τις παλιές ρωμαϊκές παραδόσεις θέλησε να αναστήσει το αξίωμα του τιμητή για την εποπτεία των ηθών, το οποίο είχε καταργηθεί τον πρώτο αιώνα. Η ρωμαϊκή γερουσία είχε κάνει δεκτή την πρόταση του Δεκίου και υπέδειξε ως κατάλληλο πρόσωπο για το αξίωμα αυτό το Βαλεριανό, που ήταν γενναίος και αμέμπτου χαρακτήρα. Αυτός όμως αρνήθηκε το αξίωμα αυτό με το αιτιολογικό ότι ήταν πάνω από τις δυνάμεις του.

Ότι ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί παντού ήταν κοινή πίστη όλων των Εθνικών. Γι’ αυτό είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τώρα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί νέα τακτική εναντίον του. Οι διατάξεις του Τραϊανού και του Αδριανού φαίνονταν ανεπαρκείς για την καταπολέμηση του Χριστιανισμού· ο διωγμός έπρεπε να λάβει άλλη μορφή και να μεταβάλει εντελώς το χαρακτήρα του, αφού ο αγώνας θα γινόταν αυστηρότερος και εντονότερος. Οι εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν για το Δέκιο στους συγχρόνους του και τους μεταγενεστέρους του Χριστιανούς αντικατοπτρίζονται στα λεγόμενα τριών Χριστιανών λογίων, του Επισκόπου Καρχηδόνος Κυπριανού (+ 258), του διδασκάλου Λακταντίου και του εκκλησιαστικού Ιστορικού Επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου (+ 339). Ο Κυπριανός αναφέρει ότι ο Δέκιος τόσο πολύ μισούσε τους Χριστιανούς και ιδιαίτερα τους κληρικούς της Εκκλησίας, ώστε με περισσότερη ησυχία θα έβλεπε στη Ρώμη ανταπαιτητή του αυτοκρατορικού θρόνου ή Χριστιανό επίσκοπο σ’ αυτή (Κυπριακού, Επιστολή 49). Ο Λακτάντιος έγραψε ότι ο Δέκιος σαν να έγινε αυτοκράτορας μόνο για ένα πράγμα, για να καταδιώξει δηλαδή τους Χριστιανούς και ότι μόλις κατέλαβε το θρόνο εξέβρασε τη λύσσα του εναντίον των Χριστιανών (Λακταντίου, De mortibus persecutorum, κεφ. 4). Τέλος ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει τη γνώμη ότι ο Δέκιος δίωξε τους Χριστιανούς από μίσος προς τον προκάτοχο του αυτοκράτορα Φίλιππο τον Άραβα (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ' 39,1).

Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη ένα τρίμηνο από τότε που ανέβηκε ο Δέκιος στο θρόνο και στα τέλη του 249 (ή στις αρχές του 250) εξέδωσε γενικό νόμο (editum = διάταγμα) κατά των Χριστιανών, που θα εφαρμοζόταν για πρώτη φορά σ' όλη την αυτοκρατορία. Το διάταγμα αυτό δε σώθηκε, μπορούμε όμως να γνωρίσουμε το περιεχόμενο του από την εφαρμογή του. Με το διάταγμα αυτό κηρυσσόταν γενικός διωγμός με σκοπό την ολοκληρωτική εξαφάνιση του Χριστιανισμού. Ο διωγμός αυτός στόχευε κυρίως τους Επισκόπους και γενικότερα τους κληρικούς, γιατί οι Εθνικοί νόμιζαν ότι πιο εύκολα θα μπορούσαν να καθυποτάξουν τους Χριστιανούς, και χωρίς να φτάσουν στο έσχατο μέτρο, στο θάνατο δηλαδή των Χριστιανών, εάν φυλάκιζαν, θανάτωναν ή ανάγκαζαν τους κληρικούς της Εκκλησίας να επανέλθουν στην ειδωλολατρεία. Αυτό το μέτρο θεωρητικά ήταν σωστό, αφού οι κληρικοί με τις γνώσεις τους, τη στάση τους και την αντοχή τους διατηρούσαν σε υψηλό βαθμό το ζήλο των Χριστιανών και την πίστη τους, πρακτικά όμως φάνηκε ανεφάρμοστο και η αντοχή των Χριστιανών δεν εξαρτιόταν από την όποια στάση και διάθεση των πνευματικών αρχηγών τους. Άλλωστε αρκετοί από τους κληρικούς προτίμησαν να κρυφτούν την εποχή αυτή του διωγμού για να διευθύνουν από το κρυσφύγετο τους πιστούς τους και να τους ενθαρρύνουν για να μην αρνηθούν την πίστη τους. Στις περιπτώσεις αυτές δε θα πρέπει να κατηγορηθούν οι κληρικοί αυτοί ως δειλοί ή πεπτωκότες αλλά αντίθετα πρέπει να εξαρθεί η προσφορά τους για χάρη του ποιμνίου τους. Προτίμησαν να κατηγορηθούν ως πεπτωκότες, να χαρακτηριστούν δειλοί και να υποστούν τις οποίες συνέπειες της φυγής τους αυτής παρά να αφήσουν το ποίμνιο τους χωρίς ποιμένα και να ικανοποιήσουν έτσι τις βλέψεις και τις διαθέσεις των διωκτών. Ότι οι κληρικοί αυτοί δεν κρύφτηκαν από λόγους δειλίας μας δείχνει το παράδειγμα του Επισκόπου Καρχηδόνος Κυπριανού, που κρύφτηκε κατά το διωγμό του Δεκίου, αργότερα όμως, το 258 μαρτύρησε κατά το διωγμό του Βαλεριανού. Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι αρκετοί από τους κληρικούς αυτούς θεώρησαν επιβεβλημένο καθήκον τους να απουσιάσουν για ένα διάστημα από τον τόπο δράσης τους, για να συμβάλουν με την απουσία τους στη διατήρηση της ησυχίας και γαλήνης, γιατί η παρουσία τους ανάμεσα στο ποίμνιο τους προφανώς θα ερέθιζε ακόμη περισσότερο τους διώκτες τους, που θα έβλεπαν τους κληρικούς να περιφέρονται απτόητοι ανάμεσα σε Χριστιανούς και Εθνικούς.

Σύμφωνα με το αυτοκρατορικό διάταγμα ορίστηκε ημέρα κατά την οποία όλοι οι Χριστιανοί σ' όλη την επικράτεια όφειλαν να εμφανιστούν στις αρμόδιες αρχές και να δηλώσουν αν μένουν πιστοί στο Χριστιανισμό ή επιθυμούν να επανέλθουν στη ρωμαϊκή θρησκεία. Η διαταγή αυτή δεν εξαιρούσε φυσικά ούτε τα ανήλικα ούτε τους δούλους. Ιδιαίτεροι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι φρουμεντάριοι, έτρεχαν σε αναζήτηση των Χριστιανών όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, τη Ρώμη, την Καρχηδόνα, την Αλεξάνδρεια, την Έφεσο και άλλες, αλλά και στα χωριά. Καθένας Χριστιανός καλούνταν ονομαστικά στην επιτροπή και υποχρεωνόταν να προσφέρει θυσία ή να κάψει θυμίαμα, να λοιδορήσει το Χριστό και να ομολογήσει εγγράφως ότι είναι ειδωλολάτρης. Υπήρξαν Χριστιανοί, οι οποίοι, πριν να φτάσει η προθεσμία παρουσίασης τους στην αρμόδια αρχή, έφευγαν· αυτών οι περιουσίες δημεύονταν και απαγορεύονταν σ' αυτούς με θάνατο να επιστρέψουν στον τόπο τους. Όσοι πάλι Χριστιανοί προσέρχονταν με τη θέλησή τους, κατά τον καθορισμένο χρόνο, στις επιτροπές, που αποτελούνταν από τις τοπικές ρωμαϊκές αρχές, ενισχυμένες από πέντε πρόκριτους πολίτες (Κυπριανού, Επιστολή 43,3), και δε δέχονταν να αρνηθούν την πίστη τους, βασανίζονταν και ρίχνονταν στις φυλακές. Σπανίως, κατά το διωγμό του Δεκίου, οι ομολογητές της πίστης τους Χριστιανοί καταδικάζονταν σε θάνατο. Συνήθως υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία πολλοί πέθαιναν στα δεσμωτήρια. Ο διωγμός του Δεκίου δε σκόπευε να μειώσει τον αριθμό των Χριστιανών με την καταδίκη τους σε θάνατο. Ο Δέκιος ήθελε την επιστροφή των Χριστιανών στην ειδωλολατρεία και γι’ αυτό σπάνια στην αρχή έχουμε καταδίκες σε θάνατο. Για τις τοπικές ρωμαϊκές αρχές αποτελούσε εγγύηση και απόδειξη της νομιμοφροσύνης προς τον αυτοκράτορα και της πίστης προς τους ρωμαϊκούς θεούς η έγγραφη ομολογία που έδινε καθένας ότι θυσίασε στους θεούς και τον αυτοκράτορα. Αυτή η πράξη για τους μη Χριστιανούς ήταν καθαρά εξωτερική και τυπική και γι’ αυτό δεν αισθάνονταν καμιά δυσκολία, οποιαδήποτε και αν ήταν τα φρονήματα τους, για τους Χριστιανούς όμως και μάλιστα για τους ευσυνειδήτους ήταν μεγάλος πειρασμός και πρόβλημα ζωής και θανάτου. Όσοι από τους Χριστιανούς αρνούνταν την πίστη τους και ομολογούσαν ότι αεί θύων διετέλεσα και νυν επί παρούσιν υμίν κατά τα προστεταγμένα έθυσα και των ιερείων εγευσάμην και αξιώ υμάς υποσημειώσασθαι λάβαιναν έγγραφη βεβαίωση, ένα πιστοποιητικό, θα λέγαμε, εθνικών και θρησκευτικών φρονημάτων, κάτι παρόμοιο και ανάλογο με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, που αποτελούσαν καθοριστικό στοιχείο της ζωής και δράσης των πολιτών πριν από λίγα χρόνια. Τα βεβαιωτικά αυτά πρωτόκολλα —ορισμένα διασώθηκαν σε πάπυρους— είναι γνωστά στην έρευνα ως libelli persecutionis. Από τις λίγες δεκάδες των δηλώσεων (λίβελλοι) αυτών, που διασώθηκαν μέχρι σήμερα, παραθέτουμε ενδεικτικά τέσσερις:

Τοις επί των θυσιών ηρημένοις π(αρά) Αυρηλίας Αμμωναρίου από κώ(μης) Θεοδελφείας και αεί μεν θύουσα και ευσεβούσα τοις θεοίς συν τοις τέκ(νοις) Αύρηλ(ίοις) Διδύμου και Νουφίου και Ταάτος διατετελέκαμεν και νυν επί παρόντων υμών κατά τα προσταχθέντα εσπίσαμεν και εθύσαμεν και των ιερειών εγευσάμεθα και αξιώ υμάς υποσημιώσασθαί μοι. Διευτυχείται (με το χέρι του υπαλλήλου) Αυρήλιοι Σερήνος και Έρμης είδαμεν υμάς θυσιάσοντες. Γραφή τρίτου προσώπου ΕPMCECHM. Γραφή του πρώτου προσώπου (έτους) Α' αυτοκράτορος Καίσαρος Γαίου Μεσσίου Κυίντου Τραϊανού Δεκίου Ευσεβούς Ευτυχούς Σεβαστού Παύνι Κ' = 14 Ιουνίου 250

*

Τοις επί των θυσιών ηρημένοις / κώμης Αλεξάνδρου Νήσου / παρά Αυρηλίου Διογένους / Σατάβουτος από Κώμης Αλεξάνδρου Νήσου, / ως ετών εβδομήκοντα δύο, ουλή οφρύι δεξιά· / Και αεί θύων τοις θεοίς διετέλεσα / και νυν επί παρούσιν υμίν, / κατά τα προστεταγμένα έθυσα και έσπεισα / και των ιερείων εγευσάμην / και αξιώ υποσημειώσασθαί / διευτυχείτε. / Αυρήλιος Διογένης επιδέδωκα. / Αυρήλιος Σύρος Διογένης θύοντα άμα / υμίν κοινωνός σεσημείωμαι. / Έτους α'. / αυτοκράτορος Καίσαρος Γαΐου / Μεσσίου, Τραϊανού Δεκίου / ευσεβούς ευτυχούς Σεβαστού επείφ β' ( = 26 Ιουνίου 250).

Τοις επί των θυσιών ηρημένοις / κώμης Φιλαδέλφειας / παρά Αυρηλίων Σύρου και Πασβείου του / αδελφού και Δημητριάς και Σαραπιάδος / γυναικών (η)μών εξωπυλιτών. / αεί θύον(τες) τοις Θεοίς διετελέ / σαμεν και νυν επιπαρόντων ημών / κατά τα προσταχθέντα και εσπείσαμεν / και τ(ων) ί(ερείων) ε(γευσάμεθα και) / α(ξιούμεν υμάς υποσημειώ) / σασθαι ημίν. Διευτ(υχείτε). / Αυρήλιος Σύρος και Πάσβης επιδεδώκαμεν. / Ισίδωρος έγρ(αψα) ό(περ) αυτ(ών) αγ(ραμμάτων).

*

Τοις επί των θυσιών / ηρημένοις / παρά Αυρηλίας Αμμω / νούντος Μύστου Ιε / ρείας Πετεσούχου Θεού / μεγάλου μεγάλου αειζώ(ν)ου / και των ε(ν Μ)οήρει θείων / (α)πό αμ(φ)οδο(υ) Μοήρεως. Αεί / (μ)εν θύ(ο)υσ(α) τοις θεοίς δι / (ε)τέλεσα τον βίον, επί δη / (κ)αι νυν κατά τα κελευσθέ(ντ)α και επί παρόντων (υμ)ών έθυσα και έσπισα / (κ)αι των ιερ(ε)ίων εγευσά / (μη)ν και (αξι)ώ υποση/(μιώ)σασθα(ι).

Όσοι από τους Χριστιανούς δε θέλησαν να αρνηθούν την πίστη τους υπέστησαν αφάνταστα βασανιστήρια. Τους μαστίγωναν σε τέτοιο βαθμό ώστε οι δερμάτινοι ιμάντες καταξέσχιζαν το σώμα των μαρτύρων· πολλές φορές τα ρόπαλα αντικαθιστούσαν τους ιμάντες. Άλλοτε οι δήμιοι ξάπλωναν τα σώματα των ομολογητών Χριστιανών πάνω σε βασανιστήριο όργανο, που είχε σχήμα αλόγου, ή πάνω στην πυρά, αφού προηγουμένως έβγαζαν ένα ένα τα νύχια από τα δάκτυλα των χεριών και των ποδαριών" έκλειναν τους ομολογητές Χριστιανούς στη φυλακή, τους έδεναν με αλυσίδες, τέντωναν τα χέρια τους και τα άλλα μέλη του σώματος τους αντίστροφα πάνω στο κορμί τους, διαπερνούσαν το κορμί τους με καρφιά ή άγκυστρα και το στροβίλιζαν στον τροχό ή στη σχάρα· για αρκετό χρονικό διάστημα υπόβαλλαν τους μάρτυρες σε φρικτή θερμότητα και τους καυτηρίαζαν με σιδηρένιους πυραύνους (μανγκάλια) ή άλλα οξέα εργαλεία. Όπου εκδηλωνόταν αντοχή των Χριστιανών, εκεί πολλές φορές ο διωγμός γινόταν σκληρότερος και ο φανατισμός των Εθνικών εκδηλωνόταν με τον πιο άγριο τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαμε και αντικατάσταση των κατά τόπους ρωμαίων διοικητών από άλλους, όταν διαπιστωνόταν ότι κάποιος από αυτούς δεν εφάρμοζε το διάταγμα κατά των Χριστιανών με φανατισμό και έδειχνε ευμενή και φιλάνθρωπο διάθεση απέναντι τους. Αυτός ο ζήλος των Εθνικών οδήγησε πολλούς Χριστιανούς στο θάνατο. Πολύ σωστά ο Ωριγένης δέχεται ότι οι μάρτυρες του διωγμού του Δεκίου ήταν πάρα πολλοί σε σχέση με κείνους που μαρτύρησαν πριν από το Δέκιο, γιατί όπως αναφέρει ολίγοι κατά καιρούς (προ του Δεκίου) και σφόδρα ευαρίθμητοι περί της Χριστιανών θεοσέβειας τεθνήκασι (Ωριγένους, Κατά Κέλσου, Γ').

Για μεγάλο αριθμό Χριστιανών ο διωγμός του Δεκίου ήταν απροσδόκητος. Πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας εδώ και αρκετά χρόνια δεν είχαν την εμπειρία των διωγμών, είχαν ζήσει ειρηνικά και δεν μπορούσαν να φανταστούν διωγμούς και μάλιστα στην έκταση και την αγριότητα αυτού του διωγμού. Σ' όλη την αυτοκρατορία δημιουργήθηκε αναστάτωση, γιατί παντού παρουσιάστηκαν κρούσματα απειθαρχίας. Πολλοί Χριστιανοί, που έγιναν μέλη της Εκκλησίας σε καιρό ειρήνης, φάνηκαν την ώρα του κινδύνου τελείως απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις· υπήρχαν και άλλοι που με ελαφρή συνείδηση ασπάστηκαν τη νέα πίστη και δεν είχαν διάθεση να αγωνιστούν γι’ αυτήν. Γι’ αυτό πολλοί ήταν και οι πεσόντες ή αρνηθέντες την πίστη τους, οι πεπτωκότες (lapsi), όπως επεκράτησε να λέγονται. Ο Κυπριανός Καρχηδόνος αναφέρει στο έργο του De lapsis (για τους πεπτωκότες) ότι πολλοί Χριστιανοί νικήθηκαν πριν να αρχίσουν τον αγώνα, πριν να συναντηθούν με τον εχθρό, πριν να προσαχθούν στο δικαστήριο· χωρίς να εκβιαστούν να θυσιάσουν στα είδωλα και τον αυτοκράτορα, προσέρχονταν στο θυσιαστήριο πρόθυμα σαν να περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να αρνηθούν την πίστη τους: μόλις ακούστηκαν οι πρώτες λέξεις τον εχθρού (Δεκίου), που απειλούσε, αμέσως ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών πρόδωσε την πίστη του. Οι Χριστιανοί αυτοί δεν υπέκυψαν γιατί επήλθε ο σφοδρός διωγμός, αλλά υπέκυψαν αφ’ εαυτών, με τη θέλησή τους… Πολλοί Χριστιανοί πριν ακόμη να συλληφθούν και ανακριθούν αρνούνταν την πίστη τους. Ήδη νικούνταν πριν από τη μάχη μη δυνάμενοι να πολεμήσουν και θυσίαζαν στα είδωλα με τη θέλησή τους… Οι δημόσιες αρχές δεν επαρκούσαν να καταγράφουν τους αποστάτες Χριστιανούς (De lapsis, κεφ. 7,8). Έτσι λοιπόν, μόλις ακούστηκαν οι πρώτες απειλητικές λέξεις του διωγμού πολλοί Χριστιανοί φάνηκαν προδότες της πίστης τους και θυσίαζαν στους θεούς της ειδωλολατρείας. Ακόμη υπήρχαν Χριστιανοί που παρακαλούσαν τις ρωμαϊκές αρχές να τους καταγράψουν στους Αποστάτες ή πολλοί από αυτούς οδηγούσαν τα παιδιά τους στους εθνικούς βωμούς με τη θέλησή τους και χωρίς να εκβιαστούν για να κάμουν αυτό. (De lapsis, κεφ. 7-9). Ανάμεσα στους πεπτωκότες υπήρχαν, κατά τη μαρτυρία του Κυπριανού, και κληρικοί (Κυπριανού, Επιστολή 14, κεφ. 1).

Αλλά και ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Αντιοχείας Φάβιο περιγράφει τα αιματηρά και άλλα αποτελέσματα του διατάγματος του Δεκίου στην Αλεξάνδρεια. Την επιστολή αυτή διέσωσε ο Ευσέβιος Καισαρείας στην εκκλησιαστική του Ιστορία (Στ' 41-42):

«Και δη και παρήν το πρόσταγμα, αυτό σχεδόν εκείνο οίον το προρρηθέν υπό του Κυρίου ημών παρά βραχύ το φοβερώτερον, ως, ει δυνατόν, σκανδαλίσαι και τους εκλεκτούς. Πλην πάντες γε κατεπτήχεσαν, και πολλοί μεν ευθέως των περιφανέστερων, οι μεν απήντων δεδιότες, οι δε δημοσιεύοντες υπό των πράξεων ήγοντο, οι δε υπό των αμφ’ αυτοίς εφείλκοντο ονομαστί τε καλούμενοι ταις ανάγνοις και ανιέροις θυσίαις προσήεσαν, οι μεν ωχριώντες και τρέμοντες, ώσπερ ου θύσοντες, αλλ’ αυτοί θύματα και σφάγια τοις ειδώλοις εσόμενοι, ως υπό πολλού του περιεστώτος δήμου χλεύην αυτοίς επιφέρεσθαι και δήλους μεν είναι προς πάντα δειλούς υπάρχοντας, και προς το τεθνάναι και προς το θύσαι οι δε τίνες ετοιμότερον τοις βωμοίς προσέτρεχον, ισχυριζόμενοι τη θρασύτητι το μηδέ πρότερον Χριστιανοί γεγονέναι, περί ων ή του Κυρίου πρόρρησις αληθέστατη ότι δυσκόλως σωθήσονται. Των δε λοιπών οι μεν είποντο τούτοις εκατέροις, οι δε έφευγον, οι δε ηλίσκοντο, και τούτων οι μεν άχρι δεσμών και φυλακής χωρήσαντες, και τινές και πλείονας ημέρας καθειρχθέντες, είτα και πριν επί δικαστήριον ελθείν, εξωμόσαντο, οι δε και βασάνοις επί ποσόν εγκαρτερήσαντες, προς το εξής απείπον.

Οι δε στερροί και μακάριοι στύλοι του Κυρίου κραταιωθέντες υπ’ αυτού και της ισχυράς εν αυτοίς πίστεως αξίαν και ανάλογον δύναμιν και καρτερίαν λαβόντες, θαυμαστοί γεγόνασιν αυτού της βασιλείας μάρτυρες. Ων πρώτος Ιουλιανός, άνθρωπος ποδαγρός, μη στήναι, μη βαδίσαι δυνάμενος, σου ετέροις δύο τοις φέρουσιν αυτόν προσήχθη ων ο μεν έτερος ευθύς ηρνήσατο, ο δ’ έτερος, Κρονίων ονόματι, επικλήν δε εύνους, και αυτός ο πρεσβύτης Ιουλιανός ομολογήσαντες τον Κύριον, δια πάσης της πόλεως μεγίστης ούσης ως ιστε, καμήλοις εποχούμενοι και μετέωροι μαστιγούμενοι, τέλος ασβέστω περικεχυμένοι, του δήμου παρόντος, κατετάκησαν. Στρατιώτης τε αυτοίς απαγομένοις παραστάς και τοις εφυβρίζουσιν εναντιωθείς, εκβοησάντων εκείνων προσαχθείς ο ανδρειότατος οπλομάχος του Θεού Βησάς καν τω μεγάλω πολέμω τω περί της ευσέβειας αριστεύσας, απετμήθη την κεφαλήν. Και τις έτερος, το μεν γένος Λίβυς, την δε προσηγορίαν άμα και την ευλογίαν αληθής Μάκαρ, προτροπής αυτώ πολλής υπό του δικαστού προς άρνησιν γενομένης, ουχ υπαχθείς ζων καταπέφλεκται. Επίμαχος τε μετ’ αυτούς και Αλέξανδρος μετά πολύν οv έμειναν δεσμώται χρόνον, μυρίας διενεγκόντες αλγηδόνας ξυστήρας μάστιγας, ασβέστω και ούτοι διεχύθησαν.

Και συν αυτοίς γυναίκες τέσσαρες, Αμμωνάριον μεν αγία παρθένος, πάνυ φιλονείκως αυτήν επί πλείστον του δικαστού βασανίσαντος, άτε προαποφηναμένην ότι μηδέν ων εκείνος κελεύοι φθέγξεται, αληθεύσασα την επαγγελίαν, απήχθη· αι δε λοιπαί, η σεμνότατη πρεσβύτις Μερκουρία ετέρα τε Αμμωναρία και η πολύπαις μεν, ουχ υπέρ τον Κύριον δε αγαπήσασα τα τέκνα Διονυσία, καταιδεσθέντος εις ανήνυτον έτι βασανίζειν και υπό γυναικών ητάσθαι του ηγεμόνος, σιδήρω τεθνάσι, μηκέτι βασάνων πείραν λαβούσαι τας γαρ υπέρ πασών η πρόμαχος Αμμωνάριον ανεδέδεκτο. Ήρων δε και Ατήρ και Ισίδωρος Αιγύπτιοι και συν αυτοίς παιδάριον ως πεντεκαιδεκαέτης ο Διόσκοπος παρεδόθησαν· και πρώτον το μειράκιον λόγοις τε απατάν ως ευπαράγωγον και βασάνοις καταναγκάζειν ως ευένδοτον πειρωμένου, ουτ’ επείσθη ουτ’ είξεν ο Διόσκορος· τους δε λοιπούς αγριώτατα καταξήνας, εγκαρτερήσαντας πυρί και τούτους έδωκε. Τον δε Διόσκορον ελλαμπρυνάμενόν τε δημοσία και σοφώτατα προς τας ιδίας πεύσεις αποκρινάμενον θαυμάσας, παρήκεν, υπέρθεσιν φήσας εις μετάνοιαν αυτώ δια την ηλικίαν επιμετρείν· και νυν ο θεοπρεπέστατος συν ημίν εστίν Διόσκορος, εις μακρότερον τον αγώνα και διαρκέστερον μείνας τον άθλον. Νεμεσίων δε τις, κακείνος Αιγύπτιος, εσυκοφαντήθη μεν ως δη σύνοικος ληστών, απολυσάμενος δε ταύτην παρά τω εκατοντάρχω την αλλοτριωτάτην διαβολήν, καταμηνυθείς ως Χριστιανός ήκεν δεσμώτης επί τον ηγούμενον· ο δε αδικώτατος διπλαίς αυτόν ή τους ληστάς ταις τε βασάνοις και ταις μάστιξι λυμηνάμενος, μεταξύ των ληστών κατέφλεξε, τιμηθέντα τον μακάριον τω του Χριστού παραδείγματι.

Αθρόον δε τι σύνταγμα στρατιωτικόν, Άμμων και Ζήνων και Πτολεμαίος και Ιγγένης και συν αυτοίς πρεσβύτης Θεόφιλος, ειστήκεισαν προ του δικαστηρίου· κρινόμενου δη τίνος ως Χριστιανού και προς άρνησιν ήδη ρέποντος, επρίοντο ούτοι παρεστηκότες, και τοις τε προσώποις ενένευον και τας χείρας ανέτεινον και συνεσχηματίζοντο τοις σώμασιν. Επιστροφής δε πάντων προς αυτούς γενομένης, πριν τινας αυτών άλλως λαβέσθαι, φθάσαντες επί το βάθρον ανέδραμον, είναι Χριστιανοί λέγοντες, ως τον τε ηγεμόνα και τους συνέδρους εμφόβους γενέσθαι, και τους μεν κρινόμενους ευθαρσεστάτους εφ’ οις πείθονται, φαίνεσθαι, τους δε δικάζοντας αποδειλιάν. Και ούτοι μεν εκ δικαστηρίων ενεπόμπευσαν και ηγαλλιάσαντο τη μαρτυρία, θριαμβεύοντος αυτούς ενδόξως του Θεού.

Άλλοι δε πλείστοι κατά πόλεις και κώμας υπό των εθνών διεσπάσθησαν, ων ενός παραδείγματος ένεκεν επιμνησθήσομαι. Ισχυρίων επετρόπευε τίνι των αρχόντων επί μισθώ. Τούτον ο μισθοδότης εκέλευσε θύσαι, μη πειθόμενον ύβριζεν, εμμένοντα προεπηλάκιζεν, υφισταμένου, βακτηρίαν μεγίστην λαβών δια των εντέρων και των σπλάχνων διώσας, απέκτεινεν.

Τι δει λέγειν το πλήθος των εν ερημίαις και όρεσι πλανηθέντων, υπό λιμού και δίψης και κρύους και νόσων και ληστών και θηρίων διεφθαρμένων; ων οι περιγενόμενοι της εκείνων εισίν εκλογής και νίκης μάρτυρες, εν δε και τούτων εις δήλωσιν έργον παραθήσομαι. Χαιρήμων ην υπέργηρως της Νείλου καλούμενης πόλεως Επίσκοπος. Ούτος εις το Αράβιον όρος άμα τη συμβίω εαυτού φυγών, ουκ επανελήλυθεν,ουδέ εδυνήθησαν ιδείν ουκέτι, καίτοι πολλά διερευνησάμενοι, οι αδελφοί ούτε αυτούς ούτε τα σώματα. Πολλοί δε οι κατ’ αυτό το Αραβικόν όρος εξανδραποδισθέντες υπό βαρβάρων Σαρακηνών· ων οι μεν μόλις επί πολλοίς χρήμασιν ελυτρώθησαν, οι δε μέχρι νυν ουδέπω. Και ταύτα διεξήλθον ου μάτην,αδελφέ αλλ’ ίνα είδης όσα και ηλίκα δεινά παρ’ ημίν συνέβη· ων οι μάλλον πεπειραμένοι πλείονα αν ειδείεν».

Είτα τούτοις επιφέρει μετά βραχέα λέγων· «αυτοί τοίνυν οι θείοι μάρτυρες παρ’ ημίν, οι νυν του Χριστού πάρεδροι και της βασιλείας αυτού κοινωνοί και μέτοχοι της κρίσεως αυτού και συν δικάζοντες αυτώ, των παραπεπτωκότων αδελφών τινας υπευθύνους τοις των θυσίων εγκλήμασι γενομένους προσελάβοντο, και την επιστροφήν και μετάνοιαν αυτών ιδόντας δεκτήν τε γενέσθαι δυναμένην τω μη βουλομένω καθόλου τον θάνατον του αμαρτωλού ως την μετάνοιαν δοκιμάσαντες, εισεδέξαντο και συνήγαγον και συνέστησαν και προσευχών αυτοίς και εστιάσεων εκοινώνησαν. Τι ουν ημίν, αδελφοί, περί τούτων συμβουλεύετε; Τι ημίν πρακτέον; Σύμψηφοι και ομογνώμονες αυτοίς καταστώμεν και την κρίσιν αυτών και την χάριν φυλάξωμεν και τοις ελεηθείσιν υπ' αυτών χρηστευσώμεθα, ή την κρίσιν αυτών άδικον ποιησώμεθα και δοκιμαστάς αυτούς της εκείνων γνώμης επιστήσωμεν και την χρηστότητα λυπήσωμεν και την τάξιν ανασκευάσωμεν;».

Ο Ευσέβιος στην αρχή της παραπάνω διήγησης του μας αναφέρει αρκετές περιπτώσεις Χριστιανών της Αλεξανδρείας που άλλοτε από την πρώτη στιγμή, μόλις έφτασε το διάταγμα του Δεκίου, και άλλοτε όταν άρχισε η εφαρμογή του, αρνήθηκαν την πίστη τους. Φυσικό ήταν, λέγει, να τρομοκρατηθούν όλοι οι Χριστιανοί, αμέσως όμως πολλοί από τους επιφανείς Χριστιανούς έσπευσαν φοβισμένοι να παρουσιαστούν στις ανακριτικές αρχές, οι δημόσιοι υπάλληλοι οδηγούνταν από τους τόπους της δουλειάς τους και άλλοι σύρονταν από τους γύρω τους. Ύστερα άρχισαν οι ονομαστικές προσκλήσεις και μερικοί Χριστιανοί κατακίτρινοι από τον τρόμο λάβαιναν μέρος στις θυσίες, προκαλούντες το χλευασμό των Εθνικών που ήταν συγκεντρωμένοι και έβλεπαν τόσο δειλούς τους Χριστιανούς αυτούς, ενώ άλλοι έτρεχαν με μεγάλη προθυμία στους βωμούς, ισχυριζόμενοι με θρασύτητα ότι ουδέποτε υπήρξαν Χριστιανοί. Υπήρχαν και εκείνοι που ακολουθούσαν τη στάση των προηγουμένων, εκείνοι που έφευγαν και εκείνοι που συλλαμβάνονταν. Μερικοί από τους συλληφθέντες Χριστιανούς άντεχαν μέχρι τη φυλακή και τα δεσμωτήρια και ύστερα αρνούνταν την πίστη τους, άλλοι άντεχαν ακόμη περισσότερο, αφού έμεναν στις φυλακές πολλές ημέρες, γίνονταν όμως εξωμότες πριν ακόμη να οδηγηθούν στο δικαστήριο. Τέλος, άλλοι οδηγούνταν στην άρνηση αφού για λίγο καιρό υπέμεναν τα βασανιστήρια. Πολλοί από τους Χριστιανούς που έφυγαν περιπλανώμενοι στις ερημιές και τα βουνά, πέθαιναν από την πείνα, τη δίψα, το κρύο, τις αρρώστειες, τους ληστές και τα θηρία. Ήταν φυσικό, ύστερα από τον απερίγραπτο φόβο, που κατέλαβε τους Χριστιανούς, να συμβούν και φρικτές σκηνές. Μερικοί από τον τρόμο τους και άλλοι από τη συναίσθηση της ευθύνης τους για την εξωμοσία έχασαν το λογικό τους ή έπαθαν άλλα δεινά.

Στο ερώτημα γιατί οι Χριστιανοί εύκολα αρνήθηκαν την πίστη τους και ασπάστηκαν την εθνική θρησκεία, δίνει απάντηση ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Κυπριανός στην πραγματεία του De lapsis (Για τους πεπτωκότες). Ο Κυπριανός θεωρεί το διωγμό του Δεκίου ως τιμωρία του Θεού για εκείνους από τους Χριστιανούς που είχαν πίστη νεκρή και ζούσαν με ασέβεια και πλεονεξία. Κατά τον Κυπριανό πολλοί Επίσκοποι, που είχαν καθήκον να νουθετούν τους άλλους και να χρησιμεύουν ως παράδειγμα των Χριστιανών, έγιναν, κατά τη διάρκεια της ειρήνης, επιλήσμονες των καθηκόντων τους και έστρεψαν τα ενδιαφέροντα τους στα εγκόσμια, συγκέντρωναν χρήματα, ήταν πλεονέκτες και πολλαπλασίαζαν τα χρήματα τους με την τοκογλυφία. Γι’ αυτούς ο Θεός προείπε, κατά τον Κυπριανό, την τιμωρία με το στόμα του Δαβίδ: «εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτόν τον νόμον μου και εν τοις κρίμασί μου μη πορευθώσιν· εάν τα δικαιώματα μου βεβηλώσωσι και τας εντολας μού μη φυλάξωσιν· επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών» (Ψαλμοί 88, 31-33). Επειδή η ασέβεια και η αδιαφορία για την πίστη του Χριστού υπήρχε στις τάξεις των Χριστιανών και των κληρικών ακόμη, όσο η Εκκλησία ειρήνευε με τους προηγούμενους αυτοκράτορες, ο Θεός έστειλε το διωγμό του Δεκίου ως τιμωρία εναντίον τους, γιατί επιθυμούσε να καθαρίσει την Εκκλησία του με τις θλίψεις και τις δοκιμασίες, ώστε οι οπαδοί της να συνετισθούν και να ενθυμηθούν τον ιδρυτή και θεμελιωτή της Χριστό. Ο Κυπριανός αναφέρει συγκεκριμένα: Όταν έγινε γνωστή η αιτία του κακού, βρέθηκε και η θεραπεία του. Ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει το λαό του και επειδή ο βίος μας, που προγράφηκε από τον Θεό, διαφθάρηκε με τη μακρά ειρήνη, γι’ αυτό η θεία νέμεση ξύπνησε από το λήθαργο την καταπεσμένη και ας πούμε κοιμούμενη πίστη. Επειδή εμείς, εξαιτίας των αμαρτιών μας, είμασταν άξιοι περισσότερων κακών, ο πολυέλεος Θεός έτσι τα έφερε όλα, ώστε όσα συνέβησαν μέχρι τώρα ήταν μάλλον δοκιμασία παρά διωγμός. Μερικοί που ξέχασαν τελείως κάθε τι που γινόταν την εποχή των Αποστόλων και ό,τι όφειλαν να κάνουν πάντοτε, φρόντιζαν με ακόρεστη επιθυμία να αυξάνουν την επίγεια περιουσία τους… Πολλοί δε από τους Επισκόπους, που όφειλαν να είναι ηγέτες των άλλων Χριστιανών με τη νουθεσία και το παράδειγμα, παραμελούσαν τη θεία τους κλήση και ασχολούνταν με τη φροντίδα των επιγείων πραγμάτων εγκαταλείποντες τη διδασκαλική έδρα και αδιαφορούντες τελείως για το λαό τους. Πολλοί λοιπόν από τους Χριστιανούς, εξαιτίας της μακράς ειρήνης και ησυχίας, την οποία απόλαυσε η Χριστιανική θρησκεία την εποχή των αυτοκρατόρων Αντωνίου του ευσεβή, Αλεξάνδρου του Σεβήρου και Φιλίππου τον Άραβα, προσηλώθηκαν στα επίγεια αγαθά· δεν εξαιρούνταν. Και μερικοί Επίσκοποι, οι οποίοι λησμόνησαν το φοβερό αγώνα, τον οποίο είχε ο Χριστιανισμός προς τον εθνικό κόσμο, ενώ όφειλαν να δείχνουν αυταπάρνηση, την οποία διακήρυττε ο Χριστός, που περιφρονούσε τα επίγεια αγαθά, λέγοντας: ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολουθεί μοι (Ματθαίος 19,21).

Την εποχή του Δεκίου δεν υπήρχε η Αποστολική λιτότητα και η διανομή των αγαθών για τη συντήρηση των αναξιοπαθούντων, των χηρών και των ορφανών. Οι πλούσιοι την εποχή αυτή δεν έφερναν στη μνήμη τους τα λόγια του Χριστού γιατί ο νους και η καρδιά τους δέθηκαν στενά με τα επίγεια αγαθά, ενώ πολλοί Χριστιανοί, που απόκτησαν αγαθά του κόσμου τούτου έγιναν ελαστικοί στην πίστη. Ήταν επόμενο, όταν ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου, εύκολα να αρνούνται την πίστη τους.

Υπήρχαν Χριστιανοί οι οποίοι πρόσφεραν θυσία στους θεούς ή έκαιγαν θυμίαμα στους θεούς· οι πρώτοι ονομάστηκαν sacrificati (θυσιάσαντες) και οι άλλοι thurificati (θυμιάσαντες). Πέρα από αυτούς υπήρχαν και οι Χριστιαvoi που με χρηματισμό γράφονταν στους καταλόγους αυτών που πρόσφεραν θυσία και λάβαιναν έτσι σχετική έγγραφη άδεια ή απόδειξη (libellum). Με τον τρόπο αυτό οι έπαρχοι και οι αρμόδιοι κρατικοί υπάλληλοι εύρισκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν εύκολα, αφού δεν φρόντιζαν για την ακριβή εκπλήρωση των νόμων αλλά για την αύξηση των εσόδων τους. Έτσι έδιναν εύκολα αποδείξεις-βεβαιώσεις στους Χριστιανούς, που δεν ήθελαν να ειδωλοθυτήσουν, ότι εκτέλεσαν τις αξιώσεις του διατάγματος.

Οι Χριστιανοί αυτοί ονομάστηκαν libellatici και acta facientes ή accepta facientes. Ο Επίσκοπος Καρχηδόνος Κυπριανός μας δίνει αρκετές πληροφορίες, σε επιστολές του, για τους Χριστιανούς εκείνους που εξασφαλίζονταν από τη μανία των διωκτών με τα χρήματα που έδιναν στις αρχές για να λάβουν την έγγραφη βεβαίωση. Ο ίδιος Επίσκοπος, στην επιστολή 55 προς τον Αντωνιανό, επίσκοπο Νικομήδειας, και στην επιστολή 56 προς τους αδελφούς Φουρτουνάτου και άλλους, μας δίνει πληροφορίες για τους thurificati και libellatici. Η Εκκλησία πάντως καταδίκαζε πάντοτε και τους ελαφρότερους πεπτωκότες, τους λιβελλοφόρους και τους εγγεγραμμένους δηλαδή, γιατί θεωρούσε την πράξη τους αυτή ως άρνηση της πίστης τους. Και αυτοί, συνεπώς, έπρεπε να μετανοήσουν για να γίνουν δεκτοί στην Εκκλησία. Ο Κυπριανός στο De lapsis έλεγε ότι όφειλαν να μην εξαιρούνται από το καθήκον της μετάνοιας και εκείνοι που δε μιάνθηκαν μεν από τις ασεβείς θυσίες, αφού δεν πρόσφεραν, πάντως όμως μίαναν τη συνείδηση τους με έγγραφες αποδείξεις, γιατί η έγγραφη αυτή απόδειξη ήταν επίσης άρνηση, αφού οποίος έπαιρνε την απόδειξη αυτή ομολογούσε ότι είχε εκτελέσει κάθε τι που έκαμε και εκτελούσε άλλος (αυτός που θυσίαζε στα Είδωλα).

Το πρόβλημα των πεπτωκότων ήταν από τα πιο σοβαρά της Εκκλησίας. Αν η πτώση μιας μεγάλης μερίδας Χριστιανών είχε συγκλονίσει την Εκκλησία, η επάνοδος στην Εκκλησία των πεπτωκότων απείλησε αισθητά την ενότητα της. Οι πεπτωκότες ζήτησαν την επάνοδο τους στο Χριστιανισμό χωρίς μετάνοια, με απλή συγχώρηση, που θα δινόταν εγγράφως από μάρτυρες και ομολογητές Χριστιανούς. Μια μερίδα όμως στην Εκκλησία, οι Νοβατιανός, αποσχίστηκαν και απέκρουσαν τελείως την παραδοχή των πεπτωκότων στην Εκκλησία ενώ μια άλλη τους δεχόταν με μετάνοια και θεωρούσε ενόχους αυτούς που αρνήθηκαν το Χριστό εκουσίως και χωρίς ανάγκη, ενώ ολιγότερο ενόχους θεωρούσε εκείνους που από ανθρώπινη αδυναμία δεν μπόρεσαν να αντέξουν μέχρι το τέλος τα βασανιστήρια και υπέκυψαν. Το Μάιο του 251 σύνοδος στην Καρχηδόνα, που συγκάλεσε ο Κυπριανός, διευθέτησε το θέμα των πεπτωκότων σύμφωνα με τις απόψεις του. Οι θυσιάσαντες και θυμιάσαντες γίνονταν δεκτοί σε ισόβια μετάνοια και τους χορηγούσαν πλήρη άφεση τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους. Όσοι εφοδιάστηκαν με πιστοποιητικά, δίχως να θυσιάσουν, γίνονταν δεκτοί σε εκκλησιαστική κοινωνία αφού περνούσαν ορισμένο καιρό μετανοίας. Στη Ρώμη ο νέος Επίσκοπος Κορνήλιος όταν έλαβε τις αποφάσεις αυτές συγκάλεσε σύνοδο· και εδώ αποφασίστηκε ό,τι και στην Καρχηδόνα, να γίνονται δηλαδή οι πεπτωκότες Χριστιανοί δεκτοί στην Εκκλησία με επιείκεια.

Ένα έτος ύστερα από την έναρξη του διωγμού έγινε αισθητό ότι τα μέτρα του Δεκίου δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ούτε ανανεώθηκε η παλιά ειδωλολατρική πίστη, οι πεπτωκότες Χριστιανοί ζητούσαν επίμονα να επανέλθουν στην Εκκλησία, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ύστερα από την πτώση τους ζητούσαν να επανορθώσουν το σφάλμα τους με θαρραλέα ομολογία της Χριστιανικής πίστης τους. Ο Δέκιος είχε, φαίνεται, αντιληφθεί ότι δεν μπόρεσε να κερδίσει τους Χριστιανούς στην παλιά πίστη και περισσότερο όσους από αυτούς θεωρούσε ως ικανούς ανθρώπους στην κοινωνία. Η εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, η αποστασία της Μακεδονίας και ο πόλεμος προς τους Γότθους έθεσαν οριστικό τέρμα στους διωγμούς. Άλλωστε μέσα στο 251 πέθανε ο Δέκιος στη Δοβρουτσά, στον πόλεμο εναντίον των Γότθων.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω