Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο.

Ο διωγμός του Διοκλητιανού


Ο Διοκλητιανός, αισθανόμενος την ανάγκη να αποκτήσει η αυτοκρατορία μόνιμη και σταθερή διακυβέρνηση και επιθυμώντας να αναπληρώσει την έλλειψη κληρονομικής δυναστείας, καθιέρωσε το διοικητικό σύστημα της τετραρχίας και έδωσε στην αυλή του ανατολική αίγλη και μεγαλοπρέπεια. Με το σύστημα της τετραρχίας, σύμφωνα με το οποίο τους δυο Αυγούστους (αυτοκράτορες) θα διαδέχονταν ύστερα από μια εικοσαετία οι δυο Καίσαρες ως Αύγουστοι, που θα εξέλεγαν αμέσως δυο νέους Καίσαρες, θα προλαμβάνονταν αιματηρές διεκδικήσεις του αυτοκρατορικού θρόνου. Τις θέσεις των Καισάρων θα καταλάμβαναν άριστοι αξιωματικοί του στρατού. Οι τέσσερις συνάρχοντες θα έσωζαν την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας στο πρόσωπο του πρώτου Αυγούστου.

Ο Διοκλητιανός δεν άσκησε αδιάφορη θρησκευτική πολιτική ούτε ήθελε θρησκεία που θα αδιαφορούσε απολύτως για τα πολιτικά. Αντιθέτως, άσκησε πολιτική με ενοποιητικό χαρακτήρα, γιατί πίστευε ότι η πνευματική ενότητα, με βάση την επίσημη ρωμαϊκή θρησκεία, θα συντελούσε στην αύξηση της δύναμης και του μεγαλείου της αυτοκρατορίας. Ύστερα από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις στο στρατό η ολοκλήρωση της αποκατάστασης και ανανέωσης της πνευματικής ενότητας με πολιτικά μέσα ήταν επιτακτική ανάγκη. Ο Διοκλητιανός ήταν θερμός οπαδός της εθνικής θρησκείας του Κράτους και θεωρούσε καθήκον του να ανυψώσει αυτήν στην αρχαία της λαμπρότητα. Η αρχαία θρησκεία του Κράτους συνδεόταν στενά με τον οργανισμό και την κρατική νομοθεσία. Συνεπώς ο αυτοκράτορας έπρεπε να περιφρουρεί και να προστατεύει τη θρησκεία του Κράτους γιατί αλλιώς θα ακολουθούσε η χαλάρωση της νομοθεσίας. Ως θερμός θιασώτης της εθνικής θρησκείας έπρεπε φυσικά να καταπολεμήσει το Χριστιανισμό, ο οποίος έσκαβε τα θεμέλια της εθνικής θρησκείας και επομένως και τα θεμέλια της ρωμαϊκής νομοθεσίας. Άλλωστε, αν και την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός είχε ρίξει βαθιά τις ρίζες του και πολλοί ήταν αυτοί που τον είχαν ασπαστεί, εντούτοις ο αυτοκράτορας δεν τον προτίμησε και για ένα ακόμη σοβαρό λόγο με την επικράτηση του Χριστιανισμού θα έχανε ο αυτοκράτορας το αξίωμα του μέγιστου Αρχιερέα (pontifex maximus) καθώς και τις θείες τιμές που απέδιδαν σ' αυτόν οι υπήκοοι του.

Ο Διοκλητιανός, άνθρωπος απαίδευτος που κατάκτησε το ύπατο αξίωμα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την παράτολμη δραστηριότητα του, ήταν δεισιδαίμονας μέχρι φανατισμού. Πίστευε ότι η εξουσία του ήταν θεόσδοτη και τον προστάτευε ιδιαιτέρως ο Δίας. Έτσι χαίρονταν να αυτοαποκαλείται Jovius και ίδρυσε στον περσικό θεό Μίθρα, του οποίου η λατρεία ήταν διαδομένη στο στρατό, πολλούς βωμούς.

Σημαντική ήταν και η επίδραση που άσκησε ο Γαλέριος στο Διοκλητιανό, ύστερα από την πετυχημένη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον των Περσών (296-297). Ο Γαλέριος είχε για γυναίκα του τη θυγατέρα του Διοκλητιανού Βαλερία και εκμεταλλεύτηκε το συγγενικό του αυτό δεσμό για να επηρεάσει τον πεθερό του εναντίον των Χριστιανών. Η μητέρα του Γαλερίου Ρωμούλα ήταν φανατική θιασώτρια της αρχαίας εθνικής θρησκείας και δεν έπαυσε να παρακινεί το γιο της εναντίον της Εκκλησίας. Επίσης οι εθνικοί ιερείς δεν έπαυσαν να παραπονούνται ότι όλες οι θυσίες τους δεν ωφελούσαν σε τίποτε αφού η αίρεση των Χριστιανών, που ήταν μισητή στους θεούς, αφηνόταν ελεύθερη και ακαταδίωκτη. Και οι νεοπλατωνικοί όμως φιλόσοφοι κινήθηκαν εναντίον του Χριστιανισμού και ξεσήκωσαν τους Εθνικούς να μισήσουν τους Χριστιανούς. Ως αρχηγός των νεοπλατωνικών φιλοσόφων θεωρήθηκε ο Ιεροκλής, που είχε χρηματίσει κάποτε διοικητής της Βιθυνίας. Ευλόγως, λοιπόν, ο Ιεροκλής θεωρείται ως ο ηθικός αυτουργός του τελευταίου και ισχυρότερου εναντίον της Εκκλησίας διωγμού. Ο Ευσέβιος Καισαρείας (Εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Β΄, 50-51) αναφέρει τα εξής για τα αίτια του διωγμού του Διοκλητιανού:

"Ότι δια την του Απόλλωνος μαντείαν, ως μη δυναμένου μαντεύεσθαι δια τους δικαίους, ο διωγμός ανεκινήθη. «Τον Απολλώ το τηνικαύτα έφασαν εξ άντρου τινός και σκοτίου μυχού ουχί  δ’ εξ ανθρώπου χρήσαι, ως άρα οι επί της γης δίκαιοι εμπόδιον είεν του αληθεύειν αυτόν, και δια τούτο ψευδείς των τριπόδων τας μαντείας ποιείσθαι. Τούτο γαρ τοι η ιέρεια αυτού, κατηφείς τους πλοκάμους ανείσα υπό μανίας τ’ ελαυνομένη, το εν ανθρώποις κακόν απωδύρετο. Αλλ’ ίδωμεν ταύτα εις οποίον τέλος εξώκειλε».

Ότι νέος ων έτι Κωνσταντίνος αυτήκους γέγονε Διοκλητιανού δια το ακούσαι τους δικαίους είναι Χριστιανούς τα περί διωγμού γράψαντος. «Σε νυν τον ύψιστον Θεόν καλώ· ηκροώμην τότε κομιδή παις έτι υπάρχων, πως ο κατ’ εκείνο καιρού παρά τοις Ρωμαίων αυτοκράτορσιν έχων τα πρωτεία, δείλαιος, αληθώς δείλαιος, πλάνη την ψυχήν ηπατημένος, παρά των δορυφορούντων αυτόν, τίνες άρα είεν οι προς τη γη δίκαιοι, πολυπραγμονών επυνθάνετο, και τις των περί αυτόν θυηπόλων αποκριθείς, Χριστιανοί δήπουθεν, έφη. Ο δε την απόκρισιν ώσπερ τι βροχθίσας μέλι τα κατά των αδικημάτων ευρεθέντα ξίφη κατά της ανεπιλήπτου οσιότητος εξέτεινεν. Αυτίκα δη ουν διατάγματα λύθρων μιαιφόνοις ως ειπείν ακωκαίς συνέταττε, τοις τε δικασταίς την κατά φύσιν αγχίνοιαν εις εύρεσιν κολαστηρίων καινότερων εκτείνειν παρεκελεύετο».

Από το 295 περίπου είχε αρχίσει κάποια κίνηση στο ρωμαϊκό στρατό εναντίον των Χριστιανών στρατιωτών· αφορμή γι’ αυτό αποτέλεσε πιθανώς η άρνηση Χριστιανών της Αφρικής, που είχαν ενστερνισθεί Μοντανιστικές και μανιχαϊκές ιδέες, να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Το 296 εκδόθηκε διάταγμα εναντίον των Μανιχαίων με το αιτιολογικό ότι οι Μανιχαίοι αποτελούσαν κίνδυνο για την αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι στους κόλπους του Μανιχαϊσμού, που προερχόταν από την Ανατολή και είχε πολλά μέλη από τις ακραίες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, υπήρχαν πράκτορες των Περσών, που δεν τα πήγαιναν καλά με τους Ρωμαίους, οδήγησε, προφανώς, τον αυτοκράτορα στην έκδοση αυτού του διατάγματος κατά της «νέας θρησκείας» των Μανιχαίων.

Ύστερα από την επάνοδο του Γαλερίου από τον περσικό πόλεμο (298) διατάχθηκαν όλοι όσοι υπηρετούσαν στο στρατό να προσφέρουν θυσία στους θεούς της ειδωλολατρείας. Αφορμή για το μέτρο αυτό αποτέλεσε η γιορτή της πεντηκονταετηρίδας (245-298) και η αναγόρευση του Μαξιμιανού Ερκουλίου σε Καίσαρα (dies natalis Caesaris). Τότε πολλοί Χριστιανοί στρατιωτικοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παραιτήθηκαν από τα στρατιωτικά αξιώματα και γενικά από τη στρατιωτική υπηρεσία και ιδιώτευσαν για να μείνουν πιστοί στην ευσέβεια τους. Η δίωξη αυτή των Χριστιανών στρατιωτικών αποτέλεσε ειδικό στρατιωτικό μέτρο και προηγήθηκε από το γενικό εναντίον των Χριστιανών διάταγμα. Ενδεχομένως, θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί, κρίνοντας με τα δεδομένα μεταγενέστερων εποχών και ιδίως σύγχρονων, ότι οι ειδωλολάτρες στρατιωτικοί φρόντισαν να ληφθεί το μέτρο αυτό για να χτυπήσουν τους Χριστιανούς στρατιωτικούς που είχαν καίριες θέσεις στα ανάκτορα και το στράτευμα, να περιορίσουν τον αριθμό και τη δύναμη τους, ώστε ο έλεγχος να μείνει στα χέρια τους και να μην περάσει στους Χριστιανούς (σύμπηξη στρατιωτικού συνδέσμού ειδωλολατρών εναντίον των Χριστιανών):

Μυρίους μεν γαρ ιστορήσαι αν τις θαυμαστήν υπέρ ευσέβειας του Θεού των όλων ενδεδειγμένους προθυμίαν, ουκ εξ ότουπερ μόνον ο κατά πάντων ανεκινήθη διωγμός, πολύ πρότερον δε καθ’ οv έτι τα της ειρήνης συνεκροτείτο. Άρτι γαρ άρτι πρώτον ώσπερ από κάρου βαθέος υποκινούμενου του την εξουσίαν ειληφότος κρύβδην τε έτι και αφανώς μετά τον από Δεκίου και Ουαλεριανού μεταξύ χρόνον ταις Εκκλησίαις επιχειρούντος ουκ αθρόως τε τω καθ’ ημών επαποδυομένου πολέμω, αλλ’ έτι των κατά τα στρατόπεδα μόνων αποπειρωμένου (ταύτη γαρ και τους λοιπούς αλώναι ραδίως ώετω, ει πρότερον εκείνων καταγωνισάμενος περιγένοιτο), πλείστους παρήν των εν στρατείαις οράν ασμενέστατα τον ιδιωτικόν προασπαζομένους βίον, ως αν μη έξαρνοι γένοιντο της περί τον των όλων δημιουργόν ευσέβειας. Ως γαρ ο στρατοπεδάρχης, όστις ποτέ ην εκείνος, άρτι πρώτον ενεχείρει τω κατά των στρατευμάτων διωγμώ, φυλοκρινών και διακαθαίρων τους εν τοις στρατοπέδοις αναφερομένους αίρεσίν τε διδούς ή πειθαρχούσιν ης με την αυτοίς απολαύειν τιμής ή τουναντίον στέρεσθαι ταύτης, ει αντιτάποιντο τω προστάγματι, πλείστοι όσοι της Χριστού βασιλείας στρατιώται την εις αυτόν ομολογίαν, μη μελλήσαντες, της δοκούσης δόξης και ευπραγίας ης είχοντο, αναμφιλόγως προυτίμησαν. Ήδη δε σπανίως τούτων εις που και δεύτερος ου μόνον της αξίας την αποβολήν, αλλά και θάνατον της ευσεβούς ενστάσεως αντικατηλλάποντο, μετρίως πως ήδη τότε του την επιβουλήν ενεργούντος και μέχρις αίματος επ’ ενίων φθάνειν επιτολμώντος, του πλήθους, ως έοικεν, των πιστών δεδιτομένου τε αυτόν έτι και αποκναίοντος επί τον κατά πάντων αθρόως εφορμήσαι πόλεμον» (Ευσεβίου, εκκλησιαστική ιστορία, Η' 4,1-4).

Ήταν επόμενο, εξαιτίας του μέτρου αυτού, να μαρτυρήσουν αρκετοί Χριστιανοί τόσο στη Μυσία, όπου ήταν ο Γαλέριος, όσο και στη Δύση, την οποία διοικούσε ο Μαξιμιανός.

Ο Λακτάντιος (De mortibus persecutorum, κεφ. 10) αναφέρεται και στην αιτία των διωγμών του Διοκλητιανού. Λέγει, λοιπόν, ότι ο αυτοκράτορας, βρισκόμενος στην Ανατολή, πρόσφερε συχνά θυσίες στους θεούς και προσδοκούσε να αντιληφθεί τα μέλλοντα να συμβούν από τα προσφερθέντα ως θυσία ζώα. Σε μια από τις θυσίες αυτές φάνηκε ότι οι θεοί δεν ικανοποιήθηκαν από τη θυσία που προσφέρθηκε. Η θυσία επαναλήφθηκε και ο προϊστάμενος των παριστάμενων δήλωσε, είτε διαπιστώνοντας είτε εικάζοντας, ότι τα σφάγια δεν αποφαίνονται γιατί τη στιγμή εκείνη ήταν παρόντες κακοί άνθρωποι. Τότε οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε όχι μόνο οι παρόντες στη θυσία αλλά και όλοι οι παλατιανοί να θυσιάσουν. Οποίος αρνούνταν έπρεπε να ραβδιστεί. Επίσης ο Διοκλητιανός έδωσε εντολή στους στρατιωτικούς διοικητές να εξαναγκάσουν τους στρατιώτες να λάβουν μέρος στις ανόσιες θυσίες. Οποίος δεν υπάκουε θα απομακρυνόταν από το στράτευμα. Τίποτε περισσότερο δεν έκανε ο Διοκλητιανός που να ήταν αντίθετο με τους νόμους και τη θρησκεία. Ύστερα από λίγο ήρθε ο Διοκλητιανός στη Βιθυνία για να περάσει εκεί το χειμώνα. Εκεί ήρθε και ο Γαλέριος, που προσπάθησε να επηρεάσει τον πεθερό του εναντίον των Χριστιανών. Στην αρχή του επομένου κεφαλαίου (κεφ. 11, De mortibus persecutorum) ο Λακτάντιος αναφέρει το ρόλο της δεισιδαιμόνισσας μητέρας του Γαλερίου στον επηρεασμό για τη δίωξη των Χριστιανών.

Όλο σχεδόν το χειμώνα του 302/303 συγκροτήθηκαν πολλά συμβούλια στη Νικομήδεια, που έδιναν την εντύπωση ότι ασχολούνταν με τις πιο μεγάλες υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Για το Διοκλητιανό ήταν αρκετό οι παλατιανοί μόνο και οι στρατιωτικοί να κρατηθούν μακριά από το Χριστιανισμό. Αυτή όμως δεν ήταν η πρόθεση του Γαλερίου και άλλων. Έπειτα ο Διοκλητιανός δεν είχε διάθεση να καταδικάσει σε θάνατο κανένα Χριστιανό στρατιώτη· του ήταν αρκετό η αποχώρηση από το στρατό κάθε Χριστιανού που δε θα ήθελε να θυσιάσει στους θεούς της ειδωλολατρείας. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές, στην οποία έλαβαν μέρος δικαστικοί και στρατιωτικοί, μερικοί από μίσος εναντίον των Χριστιανών, είπαν ότι έπρεπε να εξολοθρεφτούν οι εχθροί των θεών και οι αντίπαλοι της κρατικής θρησκείας, ενώ άλλοι, που δεν είχαν αυτή τη γνώμη, αναγκάστηκαν, από φόβο ή συγκαταβατικότητα, να αποδεχτούν την άποψη του Γαλερίου και να συμφωνήσουν με τους προηγούμενους. Ύστερα από την απόφαση αυτή ο Διοκλητιανός θέλησε να μάθει και τη γνώμη των θεών και για το σκοπό αυτό ρώτησε, με απεσταλμένο του, τον Θεό Απόλλωνα της Μιλήτου. Η απάντηση του Θεού ήταν τέτοια που θα περίμενε ένας εχθρός του Χριστιανισμού· ήταν ευνοϊκή για το Γαλέριο, που είχε φροντίσει να πάρει από το μαντείο την απάντηση που ήθελε. Ο Διοκλητιανός με κανένα τρόπο δεν ήθελε την καταστροφή των Χριστιανών, που δεν ήταν άλλωστε δυνατή και εύκολη, αλλά τη βίαιη επιστροφή τους στην εθνική θρησκεία. Αλλά και αυτό το ήθελε σιγά σιγά, χωρίς να χυθεί αίμα και χωρίς θανατικές ποινές, αντίθετα με το Γαλέριο, που ήθελε τον όλεθρο όσων αρνούνταν να θυσιάσουν. Ο Διοκλητιανός μπροστά στις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, του Γαλερίου και του Θεού Απόλλωνα δεν μπόρεσε να προβάλει αντίσταση (Lactantius, De mortibus persecutorum, κεφ. 11).

Στις 23 Φεβρουαρίου 303 έγινε η πρώτη απόπειρα κατά των Χριστιανών, υπογράφηκε το πρώτο διάταγμα, το οποίο την επόμενη ημέρα 24 Φεβρουαρίου, αναρτήθηκε στο Χριστιανικό ναό της Νικομήδειας. Την ημέρα αυτή τελούνταν και η γιορτή του Θεού των μεθορίων (Terminalia), που θεωρούνταν από τους ειδωλολάτρες ότι συντελούσε στην ευτυχή έκβαση πολλών πραγμάτων, και ο ύπαρχος των πραιτωριανών όρμησε με τη στρατιωτική ακολουθία του στο Χριστιανικό ναό, γκρέμισαν τις πόρτες, έκαψαν τα ιερά βιβλία και λεηλάτησαν τα πάντα. Ύστερα από λίγο, με διαταγή του Διοκλητιανού, ισοπεδώθηκε ο ναός. Το διάταγμα αυτό όριζε όχι μόνο την ολοκληρωτική καταστροφή των ναών και την εξαφάνιση με κάψιμο των Αγίων Γραφών, αλλά συγχρόνως διέτασσε ώστε όλοι οι Χριστιανοί που είχαν πολιτικά αξιώματα να εμφανιστούν στις θυσίες και να λάβουν μέρος στην τελετή, εάν δε αρνηθούν και επιμένουν στη Χριστιανική πίστη, οφείλουν να αποβληθούν από τις θέσεις τους και να χάσουν όλα τα πολιτικά τους δικαιώματα. Τελικώς, λήφθηκαν εναντίον όλων γενικώς των Χριστιανών πολύ αυστηρά μέτρα, γιατί υποβάλλονταν σε κάθε είδους έρευνα, δεν είχαν δικαίωμα να καταγγείλουν επιζήμιες πράξεις που γίνονταν σ' αυτούς από τους ειδωλολάτρες και απαγορεύονταν στους δούλους Χριστιανούς να αποκτήσουν την ελευθερία τους, εφόσον επέμεναν στο Χριστιανισμό. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, αναφερόμενος στο διάταγμα τούτο, λέγει συνοπτικό τα εξής:

"Έτος τούτο ην εννεακαιδέκατον της Διοκλητιανού βασιλείας, Δύστρος μην, λέγοιτο ο αν ούτος Μάρτιος κατά Ρωμαίους, εν ω της τον σωτηρίου πάθους εορτής επελαυνούσης ήπλωτο πανταχόσε βασιλικά γράμματα, τας μεν Εκκλησίας εις έδαφος φέρειν, τας δε γραφάς αφανείς πυρί γενέσθαι προστάττοντα, και τους μεν τιμής επειλημμένους άτιμους, τους ο εν οικετίαις, ει επιμένοιεν τη του Χριστιανισμού προθέσει, ελευθερίας στερείσθαι προαγορεύοντα. Και η μεν πρώτη καθ’ ημών γραφή τοιαύτη τις ην (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 2,4' ιδές και Lactantii, De mortibus persecutorum, κεφ. 13). Ο Λακτάντιος στο κεφ. 12 του ίδιου έργου του, Περί του θανάτου των διωκτών, στο οποίο κάνει λόγο για το ξέσπασμα του διωγμού στις 23 Φεβρουαρίου, που ήταν τα Terminalia, λέγει ότι ο Χριστιανισμός θεωρήθηκε νομικώς όμοιος με τα σύνορα (Terminus) και χρησιμοποιεί τους στίχους της Αινειάδας του Βιργιλίου (IV, 169) Ille dies primus lehti, primusque malorum causa fuit (εκείνη η ημέρα ήταν η πρώτη του θανάτου και η πρώτη αιτία των κακών), για να δείξει ακριβώς το μέγεθος της συμφοράς που περίμενε τους Χριστιανούς.

Από το διάταγμα αυτό προκύπτει κάτι νέο, το οποίο δεν υπήρχε στους μέχρι τώρα διωγμούς, ότι δηλαδή οι ειδωλολάτρες ζητούσαν να εξαφανίσουν τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας με την κρυφή ελπίδα ότι έτσι πιθανώς θα αφάνιζαν το Χριστιανισμό. Γι’ αυτό και εξαπέλυσαν άγρια επίθεση και προς την κατεύθυνση αυτή. Πολλοί αντιστάθηκαν και προτίμησαν να χάσουν τη ζωή τους ή να παραδώσουν τις Άγιες Γραφές, υπήρξαν όμως και άλλοι που φοβήθηκαν τα μαρτύρια και το θάνατο και παρέδωσαν αυτές. Την εποχή αυτή, εξαιτίας της παράδοσης αυτής των ιερών βιβλίων, έχουμε την εμφάνιση μιας νέας τάξης πεπτωκότων, τους traditores, αυτούς που παρέδιναν τα βιβλία.

Λίγο καιρό ύστερα από την έκδοση του πρώτου διατάγματος οι Χριστιανοί και πάλι δοκιμάστηκαν, γιατί εκδόθηκε και δεύτερο διάταγμα. Στα ανάκτορα του Διοκλητιανού, στη Νικομήδεια, ξέσπασε πυρκαϊά, η οποία αποτέφρωσε μεγάλο μέρος από αυτά. Μερικοί πίστεψαν ότι η πυρκαϊά προήλθε από κεραυνό, γιατί τη θεώρησαν τελείως αδόκητη. Άλλοι υποπτεύτηκαν το Γαλέριο ως αίτιο της πυρκαϊάς με σκοπό να ερεθίσει το Διοκλητιανό να λάβει σκληρά μέτρα κατά των Χριστιανών (Lactantii, De mortibus persecutorum, κεφ. 14). Η είδηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθινή, βέβαιο όμως μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Γαλέριος χρησιμοποίησε την πυρκαϊά σύμφωνα με την επιθυμία, να καταστήσει τους Χριστιανούς υπόπτους και να πείσει το Διοκλητιανό να τους διώξει ως υπαίτιους. Και η δημόσια γνώμη κατηγόρησε τότε ιδιαιτέρως τους Χριστιανούς που υπηρετούσαν στα ανάκτορα ως πρωταίτιους της πυρκαϊάς και συνωμότες κατά της ζωής των δυο αυτοκρατόρων, Διοκλητιανού και Γαλερίου, οι οποίοι με πολύ κόπο απέφυγαν τότε το θάνατο από την πυρκαϊά. Ότι οι Χριστιανοί ήταν πάρα πολύ ερεθισμένοι κατά των αυτοκρατόρων γίνεται φανερό από τη συμπεριφορά ενός επιφανούς Χριστιανού, που υπηρετούσε στην αυλή του αυτοκράτορα, ο οποίος μέρα μεσημέρι, όπως λέγεται, πήγε άφοβα στον τόπο όπου ήταν τοιχοκολλημένο το διάταγμα κατά των ομοπίστων του και το ξέσχισε, λέγοντας ότι σ' αυτό αναγράφονταν πάλι νίκες των αυτοκρατόρων κατά των Γότθων και Σαρματών. Με αυτά τα λόγια ο Χριστιανός χλεύαζε τους αυτοκράτορες που μεταχειρίζονταν τους Χριστιανούς σαν να ήταν Γότθοι και Σαρμάτες. Ήταν επόμενο ο γενναίος αυτός Χριστιανός να τιμωρηθεί με σκληρότατο θάνατο: Aυτίκα γουν των ουκ ασήμων τις, αλλά και αγάν κατά τας εν τω βίω νενομισμένας υπεροχάς ενδοξοτάτων, άμα τω την κατά των Εκκλησιών εν τη Νικομήδεια προτεθήναι γραφήν, ζήλω τω κατά Θεόν υποκινηθείς διαπύρω τε  εφορμήσας τη πίστει, εν προφανεί και δημοσίω κειμένην ως ανοσίαν και ασεβεστάτην ανελών σπαράττει, δυείν επιπαρόντων κατά την αυτήν πόλιν βασιλέων, του τε πρεσβυτάτου των άλλων και του τον τέταρτον από τούτου της αρχής επικρατούντος βαθμόν. Αλλ’ ούτος μεν των τηνικάδε πρώτος τούτον διαπρέψας τον τρόπον άμα τε τοιαύτα οία και εικός ην, υπομείνας ως αν επί τοιούτω τολμήματι, το άλυτον και ατάραχον εις αυτήν τελευταίαν διετήρησεν αναπνοών. (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 5' Ιδές και Lactantii, De mortibus persecutorum, κεφ. 13). Είναι οπωσδήποτε αναπόδεικτη και αστήρικτη η γνώμη ότι Χριστιανοί αυλικοί ίσως χρησιμοποίησαν την πυρκαϊά ως μέσο για να εμποδίσουν τους αυτοκράτορες να πραγματοποιήσουν το διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Πάντως όμως το γεγονός της πυρκαϊάς έδωσε αφορμή να υποβληθούν σε κοινή εξέταση όλοι οι ανακτορικοί Χριστιανοί και να βασανιστούν μάλιστα χωρίς να αποδειχθεί κάτι το ύποπτο σε βάρος τους. Επειδή όμως ύστερα από δεκαπέντε ημέρες ξέσπασε και νέα πυρκαϊά στα ανάκτορα, ο Διοκλητιανός, παρότι η πυρκαϊά σβέστηκε αμέσως, άρχισε να μαίνεται όχι μόνο εναντίον των ανακτορικών αλλά και εναντίον όλων των Χριστιανών (Lactantii, De mortibus persecutorum, κεφ. 14). Ο Γαλέριος, τον οποίο ο Λακτάντιος θεωρεί υπεύθυνο και αυτής της πυρκαϊάς, έφυγε από τα ανάκτορα την ίδια ημέρα της πυρκαϊάς για να μην καεί ζωντανός, όπως είπε. Πάντως όμως δεν απέφυγε να διαβάλει στο Διοκλητιανό τους Χριστιανούς ως αίτιους των συμβάντων. Ο Διοκλητιανός στράφηκε αμέσως εναντίον των Χριστιανών, γιατί αυτοί θεωρήθηκαν αίτιοι, αντί ο αυτοκράτορας να διατάξει ανακρίσεις για να ανακαλύψει τους πραγματικούς ενόχους. Όλοι οι αυλικοί έπρεπε να θυσιάσουν για να αποδείξουν την αθωότητα τους και ανάμεσα σ' αυτούς που θυσίασαν ήταν η γυναίκα του Πρίσκα και η κόρη του Βαλερία, η γυναίκα του Γαλερίου. Υπάλληλοι όμως των ανακτόρων αρνήθηκαν να θυσιάσουν και βασανίστηκαν ενώπιον των αρχόντων. Από τους αυλικούς αναφέρει ως μάρτυρες ο Ευσέβιος Καισαρείας τους Πέτρο, Δωρόθεο και Γοργόνιο (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 6, 1-5). Στη Νικομήδεια επίσης θανατώθηκε με αποκεφαλισμό ο Επίσκοπος της πόλης Άνθιμος· ύστερα προστέθηκαν πολλοί ακόμη μάρτυρες:

Εν τούτω της κατά Νικομήδειαν Εκκλησίας ο τηνικαύτα προεστώς Άνθιμος δια την εις Χριστόν μαρτυρίαν την κεφαλήν αποτέμνεται τούτω δε πλήθος άθρουν μαρτύρων προστίθεται, ουκ οιδ’ όπως εν τοις κατά την Νικομήδειαν βασιλείοις πυρκαϊάς εν αυταίς δη ταις ημέραις αφθείσης, ην καθ’ υπόνοιαν ψευδή προς των ημετέρων επιχειρηθήναι λόγου διαδοθέντος, παγγενεί σωρηδόν βασιλικώ νεύματι των τήδε θεοσεβών οι μεν ξίφει κατεσφάττοντο, οι δε δια πυρός ετελειούντο, ότε λόγος έχει προθυμία θεία τινί και αρρήτω άνδρας άμα γυναιξίν επί την πυράν καθαλέσθαι· δήσαντες δε οι δήμιοι άλλο τι πλήθος επί σκάφαις τοις θαλαττίοις εναπέρριπτον βυθοίς. Τους δε γε βασιλικούς μετά θάνατον παίδας, γη μετά της προσηκούσης κηδείας παραδοθέντος, αύθις εξ υπαρχής ανορύξαντες εναπορρίψαι θαλάττη και αυτούς ώοντο δειν οι νενομισμένοι δεσπόται, ως αν μη εν μνήμασιν αποκειμένους προσκυνοίεν τίνες, θεούς δη αυτούς, ως γε, ώοντο λογιζόμενοι.

Και τα μεν επί της Νικομήδειας κατά την αρχήν αποτελεσθέντα του διωγμού τοιαύτα. (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η', 6,6-7).

Όπως βλέπουμε άλλοι Χριστιανοί σφάζονταν σωρηδόν, άλλοι ρίχνονταν στη φωτιά και άλλους τους έριχναν δεμένους στη θάλασσα. Ακόμη και τους βασιλικούς υπηρέτες, που είχαν ενταφιαστεί με την πρέπουσα κηδεία, οι κύριοι τους τους ξέθαβαν και τους έριχναν στη θάλασσα για να μη βρεθούν μερικοί να τους προσκυνήσουν καθώς ήταν μέσα στα μνήματα, θωρούντες αυτούς ως θεούς, όπως νόμιζαν. Τη μανία όμως αυτή των διωκτών την υποδέχονταν οι Χριστιανοί μάρτυρες με ενθουσιασμό. Αυτόπτης μάρτυρας των φρικτών αυτών γεγονότων στη Νικομήδεια ήταν και ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος, που είχε αισθανθεί αποτροπιασμό για τους διώκτες των Χριστιανών, όπως ο ίδιος έλεγε αργότερα.

Ο διωγμός ξαπλώθηκε σ' όλη την αυτοκρατορία, από τις πόλεις της Αρμενίας και Μεσοποταμίας μέχρι τη Λισσαβώνα και από την Αραβία, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική μέχρι τα βρετανικά νησιά. Ο Λακτάντιος (De mortibus persecutorum, κεφ. 15) αναφέρεται στο διωγμό αυτό και καταγράφει συνοπτικά τις διώξεις κλήρου και λαού. Ακόμη αναφέρει ότι στάλθηκαν έγγραφα στους Μαξιμιανό και Κωνστάντιο το Χλωρό να κινήσουν και αυτοί τις ίδιες διαδικασίες εναντίον των Χριστιανών. Στην Ιταλία (και την Αφρική) ο Μαξιμιανός εφάρμοσε το διωγμό με μεγάλη βιαιότητα και σκληρότητα, πολλοί δε μάρτυρες αναδείχτηκαν εκεί. Ο Κωνστάντιος, Καίσαρας της Δύσης, που επιθυμούσε να μην υπακούσει στις εντολές των προϊσταμένων του, επέτρεψε την καταστροφή Χριστιανικών ναών, τους οποίους μπορούσε κανείς να ξανακτίσει, αλλά τον πραγματικό ναό του Θεού, που ήταν στις ψυχές των ανθρώπων, τον άφησε άθικτο. Πάντως πρέπει να πούμε ότι, σύμφωνα με τα ρωμαϊκά μαρτυρολόγια, αναφέρονται μάρτυρες του διωγμού του Διοκλητιανού σε αρκετές πόλεις της Γαλλίας και ιδιαιτέρως στις 6 Οκτωβρίου στην πόλη Trier (Τρέβιρα). Επίσης αναφέρεται ως διώκτης κάποιος έπαρχος Riktiovarus. Ένα μέρος από τους μάρτυρες αυτούς είναι της εποχής του Κωνσταντίου, όπως ο Μαυρίτιος, ο Βίκτωρας και Ούρσος, ο Αλβανός και ο Γεδεών, που μαρτύρησαν αντίστοιχα στη λίμνη της Γενεύης, στο Solothurn, στο Mainz και στο Koln. Παρέλκει ίσως να αναφερθεί ότι ο διωγμός εφαρμόστηκε σκληρά και στην επαρχία του Γαλερίου.

Η σκληρότητα του διωγμού προκάλεσε τους συνετούς, οι οποίοι δεν έκρυβαν τον πόνο τους για τις ανάξιες ενέργειες και συζητούσαν μεταξύ τους φανερά και με παρρησία:

Και προείρητό γε η τούτων έκβασις υπό των ευ φρονούντων· ουδέ γαρ εσιώπων ουδέ την οιμωγήν των αναξίως γιγνομένων επεκαλύπτοντο, φανερώς δε και δημοσία παρρησιαζόμενοι προς αλλήλους διελέγοντο. «Τις η τοσαύτη μανία; Πόση δε η της δυναστείας αλαζονεία το τολμάν πολεμείν Θεώ όντας ανθρώπους, αγνότατη δε και δικαιότατη θρησκεία, θέλειν εμπαροινείν, τοσούτου δε δήμου και ανθρώπων δικαίων όλεθρον μηδεμιάς προϋπαρχούσης πλημμελείας μηχανήσασθαι, και ταύτα ευκαιρίας τε ούσης ιδία τε και δημοσία, δεξιώς φερομένων πάντων πραγμάτων, ομονοίας τε των δυναστευόντων βεβαίας μενούσης. Έσται τούτων τίσις, έσται του αδίκως αίματος εκχυθέντος εκδικία, και ίσως γε τους τε αιτίους και τους αναίτιους η αυτή περιλήψεται συμφορά. Νεμεσά γαρ δικαίως προς τους πονηρούς το θείον.

Και ταύτα έλεγον ουκ απεικότως τεκμαιρόμενοι εώρων γαρ μεγίστην τινά και υπερορίαν ωμότητα. Πάντων γαρ αναλωθέντων όσα πέφυκεν επινοείν ωμότης, επί ασχήμονας τιμωρίας μετήλθεν η δυσσέβεια. Αγνάς γαρ παρθένους και σώφρονας γυναίκας ο προειρημένος βασιλεύς εις λύμην ασέλγειας κατέκρινεν, αισχροίς ψηφίσμασιν επί τας ηδονάς παρακαλών τους νέους εν ω κρείσσων ευρέθη των χυδαίων η εγκράτεια της ακολασίας του τυράννου, ουδείς γαρ εαυτόν καθήκεν εις ανόσιον θυμηδίαν, και το ψήφισμα του βασιλέως την του δήμου σωφροσύνην ουκ ίσχυσεν αναχαιτίσαι. Ω νόμων επιμελητήν άριστον, ω της των πάντων υπηκόων σωφροσύνης διδάσκαλον, ω κηδεμονίας στρατού προς τους εαυτών πολίτας. Ετίτρωσκον τα στέρνα των ομοφύλων οι μηδέποτε τα των πολεμίων εν παρατάξει μετάφρενα θεασάμενοι (Βασιλέως Κωνσταντίνου, Λόγος τω των Αγίων συλλόγω, 25,2-3).

Το εναντίον των Χριστιανών μίσος του Διοκλητιανού υπέσκαπταν και διαφορετικά· ειδωλολάτρες συγγραφείς επιτίθονταν κατά της Εκκλησίας και των Χριστιανών με τα συγγράμματα τους. Ο νεοπλατωνικός Ιεροκλής, που είχε διοριστεί την εποχή αυτή έπαρχος της Βιθυνίας, ασχολούνταν συγγράφοντας «Κατά Χριστιανών».

Την ίδια εποχή στάσεις εναντίον του αυτοκράτορα, που έγιναν στην Αρμενία και τη Συρία, έδωσαν αφορμή να καταστούν για μια ακόμη φορά ύποπτοι οι Χριστιανοί και ιδιαιτέρως οι κληρικοί. Έτσι με την πρόφαση αυτή, το αυτοκρατορικό διάταγμα έλεγε ρητώς να φυλακιστούν όλοι οι ιερείς «των Εκκλησιών προεστώτες» και να τεθούν στα δεσμά. Επειδή δε σε διάστημα ολίγου χρόνου γέμισαν οι φυλακές από Επισκόπους, Πρεσβυτέρους, Διακόνους, Αναγνώστες και Εξορκιστές, δεν έμεινε χώρος σ' αυτές για τους κατάδικους για κακουργήματα:

Ουκ εις μακρόν ο ετέρων κατά την Μελιτηνήν ούτω καλουμένην χώραν και αύ πάλιν άλλων αμφί την Συρίαν επιφυήναι τη βασιλεία πεπειραμένων, τους πανταχόσε των Εκκλησιών προεστώτας ειρκταίς και δεσμοίς εγείραι πρόσταγμα εφοίτα βασιλικόν. Και ην η θέα των επί τούτοις γινομένων πάσαν διήγησιν υπεραίρουσα, μυρίου πλήθους εν παντί τόπω καθειργνυμένου και τα πανταχή δεσμωτήρια, ανδροφόνοις και τυμβωρύχοις πάλαι πρότερον επεσκευασμένα, τότε πληρούντων Επισκόπων και Πρεσβυτέρων και διακόνων αναγνωστών τε και επορκιστών, ως μηδέ χώραν έτι τοις επί κακουργίαις κατακρίτοις αυτόθι λείπεσθαι. (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 6,8-9).

Μετ’ ov πολύ δε ετέρων επιφοιτησάντων γραμμάτων, προσετάττετο τους των Εκκλησιών προέδρους πάντας τους κατά πάντα τόπον πρώτα μεν δεσμοίς παραδίδοσθαι, είθ’ ύστερον πάση μηχανή θύειν εξαναγκάζεσθαι. (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 2,5).

Ένα ακόμη διάταγμα, που εκδόθηκε λίγο μετά το δεύτερο, αναφέρει ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική του Ιστορία (Η' 6,10). Με το διάταγμα αυτό διατάσσονταν οι έγκλειστοι να αφήνονται ελεύθεροι να φύγουν αν θυσίαζαν, εάν δε αντιστέκονταν να κακοποιούνται με πολλά βασανιστήρια. Ήταν επόμενο και ύστερα από το διάταγμα αυτό να αναφανεί ένας μεγάλος αριθμός μαρτύρων:

Αύθις δ’ ετέρων τα πρώτα γράμματα επικατειληφότων, εν οις τους κατάκλειστους θύσαντας μεν εάν βαδίζειν επ’ ελευθερίας, ενισταμένους δε μυρίαις καταξαίνειν προστέτακτο βασάνοις, πως αν πάλιν ενταύθα των καθ’ εκάστην επαρχίαν μαρτύρων αριθμήσειε τις το πλήθος και μάλιστα των κατά την Αφρικήν και το Μαύρων έθνος Θηβαΐδα τε και κατ’ Αιγύπτου; Εξ ης και εις ετέρας ήδη προελθόντες πόλεις τε και επαρχίας διέπρεψαν τοις μαρτυρίοις.

Τα διατάγματα αυτά, το δεύτερο και το τρίτο, στρέφονταν κατά των κληρικών ή στόχευαν περισσότερο τους κληρικούς. Και με βάση αυτά γέμισαν οι φυλακές και άρχισε ύστερα μανιώδης επίθεση εναντίον αυτών που ήταν στις φυλακές. Ήταν επόμενο μαζί με τους κληρικούς να συμπαρασυρθούν και λαϊκοί, αλλά αργότερα ο Διοκλητιανός εξέδωκε ειδικό διάταγμα εναντίον τους. Με τα τρία διατάγματα επεχείρησαν να εξαφανίσουν το Χριστιανισμό κυρίως και όχι τους Χριστιανούς. Αυτό άλλωστε φαινόταν από την καταστροφή των ναών και των Αγίων Γραφών, από τη δήμευση της περιουσίας των Χριστιανών και τη στέρηση της ελευθερίας τους, από τη θανάτωση των κληρικών και την πλήρη εξαφάνιση τους.

Όχι ένας ή δυο αλλά σωρηδόν οδηγούνταν οι κληρικοί στις φυλακές και τα βασανιστήρια και από τους τοπικούς διοικητές εξαρτιόταν ο βαθμός της αγριότητας του διωγμού.

Σύντομη διακοπή των διωγμών εναντίον των Χριστιανών επέφερε το διάταγμα του Διοκλητιανού, που εκδόθηκε με αφορμή τη γιορτή της εικοσαετηρίδας του (Vicennalia). Στις 20 Νοεμβρίου του 303 τελέστηκαν τα ναcennalia, εκδόθηκε το περί αμνηστείας διάταγμα και οι Χριστιανοί ωφελήθηκαν πολλά από αυτό.

Ύστερα από λίγο όμως γενικότερος και σφοδρότερος διωγμός άρχισε κατά των Χριστιανών. Στις αρχές του 304 δημοσιεύτηκε το τέταρτο διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι Χριστιανοί σ' όλη την Επικράτεια έπρεπε να θυσιάσουν στα είδωλα: Δευτέρου δ’ έτους διαλαβόντος, και δη σφοδρότερον επιταθέντος του καθ’ ημών πολέμου, της επαρχίας ηγουμένου τηνικάδε Ουρβανού, γραμμάτων τούτω πρώτον βασιλικών πεφοιτηκότων, εν οις καθολικώ προστάγματι πάντας πανδημεί τους κατά πόλιν θύειν τε και σπεύδειν τοις ειδώλοις εκελεύετο (Ευσεβίου, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων, 3). Σ' όλους τους δημοσίους χώρους και τους δρόμους των πόλεων διακηρύχτηκε ότι όλοι έπρεπε να παρευρεθούν στους ειδωλολατρικούς ναούς· εκεί καταγράφονταν τα ονόματα τους και ρωτούνταν ύστερα με επιμέλεια αν είναι Χριστιανοί. Όσοι δήλωναν ότι είναι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν αμέσως. Η ποινή του θανάτου δεν ήταν ρητώς δηλωμένη ή είχε παύσει να επιβάλλεται, εύκολα όμως μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι διάταγμα σαν αυτό, που πρόσταζε να αναγκαστούν όλοι οι Χριστιανοί με κάθε τρόπο να προσφέρουν θυσία, οδηγούσε ασφαλώς τους Χριστιανούς να υποστούν κάθε είδους βασανιστήρια και να βρεθούν αντιμέτωποι με την ωμότητα φανατικών έπαρχων, σκληρών εκπροσώπων της Ρώμης και λεπτολόγων ερμηνευτών του διατάγματος, οι οποίοι θα ήθελαν ενδεχομένως να αποσπάσουν και την αυτοκρατορική εύνοια.

Η εθνική εξουσία επιθυμούσε ιδιαιτέρως τη συμμετοχή των Χριστιανών στις θυσίες ή τουλάχιστο την παρουσία τους σ' αυτές, γιατί πίστευε ότι και η απλή παρουσία ήταν άρνηση του Χριστιανισμού. Και ο ελάχιστος κόκκος θυμιάματος, που ριχνόταν στο βωμό από τους Χριστιανούς προς τιμή των θεών και πολλές φορές η βίαιη παρουσία τους στους βωμούς μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία της εθνικής εξουσίας. Ακόμη και η βίαιη προσαγωγή Χριστιανού στις εθνικές θυσίες θεωρήθηκε ως προσφορά θυσίας. Υπήρχαν περιπτώσεις που Χριστιανοί, χωρίς να πλησιάσουν στο βωμό, αφήνονταν ελεύθεροι γιατί οι Εθνικοί μαρτυρούσαν γι’ αυτούς ότι θυσίασαν ή άλλοτε, Χριστιανοί που αρνούνταν να θυσιάσουν ή περιφρονούσαν την ειδωλολατρική θυσία, κτυπιόνταν στο στόμα από τους παριστάμενους στρατιώτες να σιωπήσουν και απομακρύνονταν με τη βία. Από τις εκδηλώσεις αυτές φαίνεται ότι ανάμεσα στους Εθνικούς υπήρχαν ήπιοι και αγαθοί, ανεξίθρησκοι ή συμπαθούντες τους Χριστιανούς, άνθρωποι που απεχθάνονταν τους διωγμούς ή και είχαν αηδιάσει από τις διώξεις των Χριστιανών. Οι αληθινοί όμως Χριστιανοί με κανένα τρόπο δεν ήθελαν, έστω και εξωτερικά ή τυπικά να λαμβάνουν μέρος στις θυσίες, γιατί πίστευαν ότι, ό,τι προσφερόταν στους εθνικούς θεούς και η οποία παρουσία τους στους βωμούς των ειδωλολατρών, θεωρούνταν θυσία που προσφερόταν στους δαίμονες. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί προτιμούσαν το θάνατο για την πίστη τους παρά να θυσιάσουν στους θεούς.

Το τέταρτο διάταγμα του Διοκλητιανού μας φέρνει στο νου το διάταγμα του Δεκίου, που και εκείνο κήρυσσε γενικό διωγμό κατά της Εκκλησίας. Βέβαια τώρα, με το διάταγμα του Διοκλητιανού δεν καθορίστηκε ο τρόπος της εφαρμογής του, όπως είχε καθοριστεί από το Δέκιο, φαίνεται όμως να αφέθηκε στην κρίση των κατά τόπους διοικητών, γιατί, όπως φαίνεται από τις πράξεις των μαρτύρων, δεν υπήρξε σ' όλες τις περιοχές ομοιόμορφη εφαρμογή του διατάγματος αυτού. Ήταν επόμενο οι πιο φανατικοί διοικητές να προσπαθούν να εύρουν τα πιο απάνθρωπα μέσα, όπως και τα πιο φαύλα και ανήθικα. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι κατά το διωγμό αυτό έχουμε και περιπτώσεις αυτοκτονιών Χριστιανών γυναικών. Άγιες γυναίκες και παρθένες για να αποφύγουν επονείδιστες ηθικές εξυβρίσεις από τους εθνικούς διώκτες τους ρίχνονταν από τα ύψη στους δρόμους και φονεύονταν ή πνίγονταν στη θάλασσα. Η καταδίκη στα μεταλλεία ή ο ακρωτηριασμός, όπως η τύφλωση ή το βγάλσιμο των οφθαλμών, το κόψιμο των ποδιών ή το σπάσιμο, ώστε να μείνει κουτσός ο Χριστιανός, ήταν μερικά από τα είδη της τιμωρίας. Μερικές φορές καίγανε το δεξί μάτι και στο ίδιο άτομο καίγανε με πυρακτωμένο σίδηρο το αριστερό πόδι και αντιστρόφως και έτσι μονόφθαλμο και χωλό καταδίκαζαν το Χριστιανό να εργάζεται στα μεταλλεία. Και αυτός ο τρόπος βασανισμού και τιμωρίας θεωρούνταν από τους Εθνικούς επιεικής, αφού οι Χριστιανοί δεν καταδικάζονταν έτσι σε θάνατο! Ο Ευσέβιος Καισαρείας δίνει αρκετά εντυπωσιακή εικόνα των διωγμών της εποχής αυτής αλλά και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η'), και ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τους μάρτυρες (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 13,6-7). Είναι σχεδόν απίστευτη η πληροφορία που μας δίνει ότι στη Φρυγία κατέκαυσαν οι διώκτες ολόκληρη πόλη μαζί με τους Χριστιανούς, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο επιμελητής, οι διοικητές και όλοι οι αξιωματικοί της πόλης:

Ήδη γουν όλην Χριστιανών πολίχνην αύτανδρον αμφί την Φρυγίαν εν κύκλω περιβαλόντες οπλίται πύρ τε υφάψαντες κατέφλεξαν αυτοίς άμα νηπίοις και γυναιξί τον επί πάντων Θεόν επιβοωμένοις, ότι δη πανδημεί πάντες οι την πόλιν οικούντες λογιστής τε αυτός και στρατηγοί συν τοις εν τέλει πάσιν και όλω δήμω Χριστιανούς σφάς ομολογούντες, ουδ’ οπωστιούν τοις προστάττουσιν ειδωλολατρείν επειθάρχουν (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Η' 11,1).

Μια σύγχρονη με το Διοκλητιανό μαρτυρία μας πληροφορεί για την παραίτηση του από την εξουσία, για τα ψυχολογικά προβλήματα που είχε από κεραυνό, που έπεσε και κατέστρεψε τα παλάτια του, και για την αφροσύνη του να προκαλέσει εναντίον του την οργή του Θεού των Χριστιανών:

Περί Διοκλητιανού μετ’ αισχύνης την βασιλείαν παραιτησαμένου και δια τον διωγμόν της Εκκλησίας κεραυνωθέντος.

Διοκλητιανός δε μετά την μιαιφονίαν του διωγμού αυτός εαυτού καταψηφισάμενος, λέληθεν αποκηρύξας μεν εαυτόν  της αρχής  ως άχρηστον, ομολογήσας δε την της αφροσύνης βλάβην μιας ευκαταφρόνητου οικήσεως καθειργμώ. Τι δη τούτω συνήνεγκε προς τον Θεόν ημών τον πόλεμον ενστήσασθαι; "Ιν’ οίμαι την του κεραυνού βολήν δεδιώς διαγάγοι τον επίλοιπον βίον. Λαλεί Νικομήδεια, ου σιωπώσι δε και οι ιστορήσαντες, ων και αυτός ων τυγχάνω. Είδον γαρ, ηνίκα ευτελής το φρόνημα και πάσαν μεν πρόσοψιν παντοίον δε ψόφον δεδιώς εποτνιάτο των περιεστώτων κακών αιτίαν γεγενήσθαι την αφροσύνην εαυτού προκαλεσαμένου καθ’ εαυτού την θείαν τοις δικαίοις επικουρίαν. Εδηούτο μέντοι τα βασίλεια και ο οίκος αυτόν, επινεμομένου σκήπτου νεμομένης τε ουράνιας φλογός…

Τέλος γουν την των ανοσίων έργων εκδικίαν η θεία πρόνοια μετήλθεν, ου μην άνευ δημοσίας βλάβης. Τοσαύται γουν εγένοντο σφαγαί, όσαι ει κατά βαρβάρων εγένοντο, ικανάς είναι προς αιωνίαν ειρήνην. Παν γαρ το του προειρημένου βασιλέως στράτευμα, υποταχθέν εξουσία τινός αχρήστου βία τε την Ρωμαίων αρχήν αρπάσαντος, προνοίας Θεού την μεγάλην πόλιν ελευθερούσης, πολλοίς και παντοδαποίς πολέμοις ανήλωται.

Αλλά τις αν προκομισθείη σαφεστέρα και εναργεστέρα της του Θεού κρίσεως απόδειξις; Bοά μεν ο κόσμος αυτός, λαμπρότερα δε και εναργεστέρα η των άστρων πομπή καταφαίνεται, γεγηθότων οίμαι δια την των ανοσίων έργων προσήκουσαν εκδικίαν (Βασιλέως Κωνσταντίνου, Λόγος τω των Αγίων συλλόγω, 25,1-2,4-5).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 28-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 28-4-2010.

Πάνω