Kεφάλαιο 1ο

Περιεχόμενα

Περί Αγγέλων και Γιγάντων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 


Ξεκινώντας την παρούσα μελέτη μας, αισθανόμαστε την ανάγκη να αναφέρομεν ολίγα τινά περί τής Αγίας Γραφής. Όσο περισσότερο μελετά κάποιος τη Γραφή καθώς και τις ερμηνείες και μεταφράσεις αυτής, διαπιστώνει, ότι εν αυτή υπάρχουν δυσερμήνευτα χωρία, αινιγματικά και κυριολεκτικά μυστηριώδη, πραγματικοί σταυροί τών ερμηνευτών. Κι αυτό, διότι η Γραφή είναι απλούν άμα και βαθύ, εύκολον άμα και δύσκολον βιβλίον. Ομοιάζει προς την θάλασσαν, η οποία έχει επιφάνειαν, όπου ευκόλως δύναταί τις να κολυμβά, αλλά έχει και βάθος, όπου μόνον δεινοί δύτες δύνανται να καταδύωνται. Επιπόλαιοι και αδαείς, όπως τυγχάνουν οι πλείστοι τών αιρετικών, αυτοί μόνον νομίζουν, ότι η Γραφή είναι εύκολον βιβλίον, και ότι είναι τού παντός να ερμηνεύει αυτήν.

Υπάρχει δε εν τη Γραφή χωρίον, το Γαλ. 3/γ΄ 20 τού οποίου ηριθμήθησαν υπέρ τας 400 ερμηνείας! Ό,τι ο απόστολος Πέτρος είπε δια τας επιστολάς τού Παύλου, ότι εν αυταίς υπάρχουν “δυσνόητα τινα (Β΄ Πέτρ. 3/γ΄ 16), ισχύει γενικώτερον περί τής Αγίας Γραφής. Και οι Πατέρες διαπιστώνουν, ότι η Γραφή έχει δυσερμήνευτα χωρία και είναι άβυσσος ζητημάτων. Δια τούτο και οι Πατέρες, ενώ εις τα δόγματα τής πίστεως είναι σύμφωνοι, εις την ερμηνείαν πολλών χωρίων κατά το μάλλον ή ήττον διαφέρουν. Οι ερμηνείες των είναι ευσεβείς, αλλ’ όχι όλες επιτυχείς. Οι Πατέρες, και ιδίως ο Ιερός Χρυσόστομος, ο πρύτανις τών ερμηνευτών, ηρμήνευσαν ορθώς το μέγιστον μέρος τής Γραφής. Άφησαν δε μέρος ανερμήνευτον, για να έχουν την χαράν τής ερεύνης και τής ανακαλύψεως θείων νοημάτων οι ζηλωτές τού ιερού κειμένου τού Θεού μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας. Η Αγία Γραφή είναι μεταλλείον ανεξάντλητον.

Η δυσκολία εν τη ερμηνεία τής Γραφής οφείλεται εις πολλές αιτίες.

Η Παλαιά Διαθήκη, κατά το μέγιστον αυτής μέρος, εγράφη εις την Εβραϊκήν. Η δε Εβραϊκή είναι πτωχή γλώσσα, δεν έχει το πλήθος τών λέξεων τής Ελληνικής γλώσσης. Δια τούτο είναι δυνατόν μία λέξις τής Εβραϊκής να βαστάζει μεγάλο φορτίο εννοιών, όπως διεπιστώσαμεν, εις την διάρκειαν τής μελέτης μας, περί τής λέξεως ΄΄αδάμ΄΄, όπου εκτός από τις συνήθεις έννοιες που τής αποδίδουν, π.χ. "άνθρωπος", "Αδάμ", "ανθρώπινο γένος" απεδείξαμε, ή μάλλον υποστηρίζομεν, ότι έχει προσλάβει και την έννοιαν τής "φυλής τού Αδάμ", τού "λαού τού Αδάμ".

Λόγω, λοιπόν, τού μεγάλου φορτίου εννοιών που είναι δυνατόν να βαστάζουν ορισμένες λέξεις τής Εβραϊκής γλώσσης, είναι δύσκολον να κρίνει τις, ποίαν εκ τών πολλών σημασιών η λέξις αύτη έχει εις ταύτην ή εκείνην την περίπτωσιν, άλλοτε δε, όπερ το χειρότερον, να μην είναι γνωστές όλες οι σημασίες τής λέξεως αυτής. Επίσης είναι ατελής η γνώσις τών ιδιωματισμών τής Εβραϊκής γλώσσης.

Φρονούμε δε, ότι η δυσχέρεια ως προς την κατανόησιν τής Βίβλου είναι και σκόπιμος. Νομίζομεν δηλαδή, ότι σκοπίμως ο Θεός, δια τών ιερών συγγραφέων, διετύπωσε το ιερόν του κείμενο κατά τοιούτον τρόπο, ώστε να μην είναι ευκόλως κατανοητό εν πάσι και τοις πάσι. Και τούτο για να μην περιφρονήται, αλλά να ταπεινώνει τα ανθρώπινα πνεύματα, τα οποία ρέπουν προς την υπερηφάνειαν, και ν’ αναγκάζει τούς καλοπροαιρέτους και αξίους τής αληθείας να επικαλούνται τον θείον φωτισμόν προς εύρεσιν αυτής, να ερευνούν, να γυμνάζονται εν τη ερεύνη και να ωφελούνται πνευματικώς. Επιπλέον δε και να δοξάζονται οι αγράμματοι συγγραφείς τής Αγίας Γραφής, οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι αλιείς, διότι αυτοί, δια τών συγγραμμάτων των, περιπλέκουν τούς σοφούς τής γης και τών αιώνων και προκαλούν εις αυτούς ίλιγγον.

Περιττόν δε να είπωμεν, ότι η Αγία Γραφή είναι επίσης εν πολλοίς δυσνόητος, διότι περιέχει υψηλά πνευματικά νοήματα, εις τούς σαρκικούς απρόσιτα, προσιτά δε εις τούς πνευματικούς. “Πνευματικοίς πνευματικά ανακρίνοντες”, λέγει ο Απόστολος (Α΄ Κορ. 2/β΄ 13).

Επειδή οι ερμηνείες και μεταφράσεις που εδόθησαν εις την αινιγματικήν ενότητα Γένεσις 6/στ΄ 1-4 δεν ήσαν εις ημάς ικανοποιητικές, επεδόθημεν εις έρευναν δι’ εύρεσιν ικανοποιητικής ερμηνείας τής ενότητος αύτης. Η έρευνα υπήρξεν επίπονος. Εβασανίσαμε τα χωρία τής μυστηριώδους αύτης ενότητος και εβασανίσθημεν υπ’ αυτών. Ανετρέξαμεν εις τα πλέον έγκυρα Λεξικά τής Εβραϊκής γλώσσης για την εύρεση σημασιών λέξεων τού Μασωριτικού κειμένου, αλλ’ εις τα Λεξικά δεν εύρομεν όλες τις σημασίες, οι οποίες θα έλυον ερμηνευτικά προβλήματα. Ως ήδη είπομεν, η Γραφή έχει ιδίαν γλωσσαν. Τις σημασίες λέξεων τινών εξηγάγομεν εξ αυτής ταύτης τής Γραφής, όπως συνέβει με την Εβραϊκήν λέξιν "αδάμ", λέξις κλειδί, που καθ’ ημάς, λύει πολλά δύσκολα ζητήματα, ιδία εις το βιβλίον τής Γενέσεως και δη εις τα πρώτα αυτής κεφάλαια. Ζητήματα που ήδη έχομεν αρχίσει να εγκύπτομεν κι ευελπιστώμεν να ίδουν το φως τής δημοσιότητος, εάν βέβαια ο Κύριος το επιτρέψει, εις το μέλλον. Δεν αποκρύπτομεν βέβαια και το εξής, ότι η δημοσίευσις τής επομένης μελέτης θα εξαρτηθή εκ τής κριτικής που θα δεχθεί η παρούσα μελέτη. Η δημοσίευσις, επαναλαμβάνομεν, κι όχι η συγγραφή η οποία έχει ήδη γίνει.

Δέον δε να είπωμεν και τούτο, ότι πολλάκις - και εις την παρούσαν μελέτη, αλλά και εις την επομένην, τής οποίας ένα μεγάλο μέρος έχει ήδη καταγραφή - πρώτον υπωπτεύθημεν την ορθήν έννοιαν μίας λέξεως ή φράσεως ή ενός χωρίου και ύστερον εύρομεν την επιχειρηματολογίαν, δια τής οποίας η υποψία ημών εδικαιώθη.

Βεβαίως δεν φρονούμεν, ότι έχομεν το αλάθητο. Ουδέν άτομον έχει το αλάθητον, αλλ’ η Εκκλησία, ήτις είναι "στύλος και εδραίωμα τής αληθείας" (Α΄ Τιμ. 3/γ΄ 15). Έχομεν όμως την συνείδησιν, ότι προσφέρομεν, με την παρούσα μελέτη, σοβαράν και πρωτότυπον ερμηνεία επί τής μυστηριώδους ενότητος Γένεσις 6/στ΄ 1-4. Άλλωστε, δεν είναι υπερηφάνεια, αλλά πίστις, ευγνωμοσύνη προς τον Κύριον το να λέγει τις, ότι ανακαλύπτει τι εκ τής Γραφής, όπως άλλος ανακαλύπτει εκ τής φύσεως. "Το Πνεύμα μη σβέννυτε", λέγει ο απόστολος (Α΄ Θεσ. 5/ε΄ 19).

Για να δείξει ο Θεός την υπερβάλλουσαν αγάπην Του, τιμά και ελαχιστοτάτους, έδωκε και εις τον ελαχιστότατον εμέ την χάριν, να εξιχνιάσω τι εκ τού κεκρυμμένου θησαυρού τής αποκαλύψεώς Του.

Κατά την ανάγνωσιν τής παρούσης μελέτης δέον να έχει τις προ οφθαλμών τα κείμενα τής Αγίας Γραφής, για να βλέπει τα εδάφια, εις τα οποία παραπέμπομεν. Για μεν την Παλαιάν Διαθήκην χρησιμοποιούμε την μετάφρασιν τών Ο΄, κατά την έκδοσιν τής "Ζωής" (ενίοτε δε εσυμβουλεύθημεν και την δίτομον κριτικήν έκδοσιν τού ALFRED RAHLFS “SEPTUAGINTA id est Vetus Testamentum Graece iuxta LXX interpretes”, Stuttgart 1952) και το Εβραϊκόν ή Μασωριτικόν κείμενο, ιδία δε την διάστιχον αυτού μετάφρασιν εις την Αγγλικήν (NIVInterlinear Hebrew English Old Testament”, έκδ. John R. Kohlenberger ΙΙΙ 1987).

Για δε την Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούμε το εκκλησιαστικόν κείμενον, ήτοι το κείμενον τής εκκλησιαστικής παραδόσεως, διότι το εκκλησιαστικόν κείμενον είναι ορθότερον, δεν έχει την εξαλλοσύνην και αποκρουστικότητα τού λεγομένου "κριτικού κειμένου". Η Εκκλησία δεν είναι μόνον ο φύλαξ και εγγυητής τής Πίστεως, αλλά και τής Αγίας Γραφής (Α΄ Τιμ. 3/γ΄ 15). Όπου χρησιμοποιούμε άλλο κείμενο, μνημονεύομεν αυτό.

Εκτός δε τής αναφερομένης βιβλιογραφίας, ξένης τε και ημετέρας, που είχαμε υπ’ όψιν και παρεθέσαμε, τρία ιδία συγγράμματα οφείλομεν να μνημονεύσομεν τα οποία ικανά εβοήθησαν ημίν εις την συγγραφήν τής παρούσης μελέτης. Κατά σειράν που παρετέθησαν είναι: 1. ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΔΟΪΚΟΥ: “Οι "Υιοί τού Θεού", οι "θυγατέρες τών ανθρώπων" και οι "Γίγαντες" κατά το Γένεσις 6/στ΄ 1-4”. 2. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ: “Ανθρωπολογία τής Παλαιάς Διαθήκης”, Αθήναι 1989 και 3. ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΣΑΚΚΟΥ: “Υπόμνημα εις την Επιστολήν τού Ιούδα”, Θεσ/νίκη 1970 εξ ών τα πλείστα ερανίσθημεν.

Εν τη συνειδήσει, ότι η παρούσα μελέτη είναι επανάστασις, όχι μόνον εις την ερμηνείαν τής μυστηριώδους ενότητος Γένεσις 6/στ΄ 1-4, αλλά και εις όλο το βιβλίον τής Γενέσεως, ιδία δε εις τα πρώτα αυτής κεφάλαια, (λόγω τής πρωτοτύπου ερμηνείας που αποδίδομεν εις την Εβραϊκήν λέξιν κλειδί ΄΄αδάμ΄΄, που είναι ικανή, καθ’ ημάς, να λύσει πάμπολα ανθρωπολογικά προβλήματα που απαντώνται εις την αρχή τού βιβλίου τής Γενέσεως και που θ’ αποπειρανθώμεν ν’ απαντήσομεν εις την επομένην μας μελέτη), παραδίδομεν τούτη εις την κρίση όσων κρίνουν άνευ επιπολαιότητος και εις την αγάπην όσων αγαπούν τον Ιησούν Χριστόν, το ιερό Του κείμενο και τούς εκ ζήλου ερευνητάς τής θείας αποκαλύψεως.

Είτι ορθόν εν τη μελέτη ταύτη, αποδοτέον τω Θεώ, όστις έδωκε τον νουν και "διανοίγει τον νουν τού συνιέναι τας γραφας" (Λουκ. 24/κδ΄ 45). Είτι εσφαλμένον, αποδοτέον τη ανθρωπίνη ατελεία. Το τέλειον απόκειται εις την τελείωσιν (Α΄ Κορ. 13/ιγ΄ 9-10). Ευχόμεθα δε, όπως η ερμηνευτική αυτή προσπάθεια γίνει αφορμή προς καλλιτέραν έρευναν, ερμηνείαν και μετάφρασιν τού ιερού κειμένου τού Θεού και ιδία τής μυστηριώδους ενότητος Γένεσις 6/στ΄ 1-4.

(Εις τον παρόντα πρόλογο παρεθέσαμε ικανό μέρος εκ τού αντιστοίχου τού διδασκάλου ημών και επαναστάτου εις την ερμηνείαν τής Γραφής ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, που απαντά εις τον Α΄ τόμο τού μοναδικού έργου "Ερμηνεία Δυσκόλων Χωρίων τής Γραφής", κι αυτό διότι μας εκφράζει κατά πάντα).

Ίσως δε τινες εκ τών αναγνωστών, μελετώντες το παρόν πόνημα, θεωρήσουν, ότι οι νέες ερμηνείες που προσφέρομεν εις την αινιγματικήν ενότητα Γένεσις 6/στ΄ 1-4, (κι όχι μόνο), συνιστούν δήθεν ανευλάβεια προς τούς Πατέρες. Εκ προοιμίου, λοιπόν, λέγομεν, ότι ανευλάβεια προς τούς Πατέρες και εκτροπή εκ τής Ορθοδοξίας, θα ήτο η διατύπωσις ερμηνείας όχι απλώς νέας, αλλ’ αντιθέτου προς την πίστιν τών Πατέρων, και τα δόγματα τής Εκκλησίας. Τοιαύτην όμως ερμηνείαν ουδέποτε διετυπώσαμεν, ουδέ διενοήθημεν ποτέ την ελαχιστοτάτην παρέκκλιση εκ τών γραμμών τής Ορθοδοξίας. Όλες οι ερμηνείες, τις οποίες διατυπώνομεν, ευρίσκονται εντός τού Πατερικού και Ορθοδόξου πνεύματος, και ουδεμία προσβάλλει την πίστη τών Πατέρων. Οι ημέτερες ερμηνείες διαφέρουν Πατερικών ερμηνειών ως προς άλλα πράγματα, όχι ως προς την πίστιν. Άλλωστε και Πατερικές ερμηνείες εις δύσκολα χωρία τής Γραφής διαφέρουν μεταξύ των. Άλλως ερμηνεύει ούτος ο Πατήρ δυσνόητον χωρίον τής Γραφής και άλλως έτερος Πατήρ. Αλλά και ο αυτός Πατήρ το αυτό δυσνόητον χωρίον τής Γραφής, είναι δυνατόν να ερμηνεύει άλλως τώρα και άλλως ύστερον, αναθεωρών την πρώτην ερμηνείαν.

Δυνάμεθα δε να είπομεν, ότι κατά την διάρκειαν τής παρούσης μελέτης, οι προεκτάσεις τής προτεινομένης ερμηνείας εις άλλα σχετικά θέματα μάς εξέπληξαν, καθώς μάς έδωσαν τις αιτίες και τις αποδείξεις για πλήθος Πατερικών δηλώσεων, οι οποίες εφαίνοντο εις εμάς αναίτιες και αινιγματικές. Τα θέματα αυτά όμως, απέχουν από τον στόχον τής παρούσης μελέτης.

Η έρευνα τού Βιβλίου τού Θεού και η προσπάθεια προς καλλιτέραν εξήγησίν του εις δυσνόητα χωρία, όχι μόνον δεν προσβάλλει τούς Πατέρες, αλλά και προκαλεί την χαράν και την αγαλλίασίν των εν τοις ουρανοίς.

Θερμοτάτας, τέλος, απευθύνομεν ευχαριστίας και από τής θέσεως ταύτης προς τούς συγγενείς και εκλεκτούς φίλους ημών για την πολύτιμον ηθικήν ενίσχυσιν αυτών κατά την μακράν διάρκειαν τής ερεύνης και προόδου τής παρούσης εργασίας μέχρι και τής εν δυνάμει Κυρίου συγκλείσεως αυτής. Έτι δε και προς πάντας τούς καθ’ οιονδήποτε τρόπον συντελέσαντας εις την περάτωσιν τής παρούσας μελέτης, μάλιστα δε προς τα πρόσωπα τού αμέσου περιβάλλοντος ημών, τα υποστάντα τας συνεπείας εκ τής μακράς απομονώσεως ημών κατά την διάρκειαν τής συγγραφής. "Χάρις αυτοίς και ειρήνη πληθυνθείη" δια πρεσβειών Μωυσέως τού θεράποντος τού Κυρίου (Αριθ. 12/ιβ΄ 7).

 

Ενδεκάτη εγράφη

μηνί Απριλίω εν τη ευσήμω ημέρα

τής Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Έτει σωτηρίω 1999

Ελάχιστος εν Χριστώ Ιησού Θεώ ημών,

τω θανάτω θάνατον πατήσαντι.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝ. ΤΣΙΜΠΙΡΙΔΗΣ

 

Kεφάλαιο 1ο

Περιεχόμενα

Πάνω