Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Βιβλιοπαρουσίαση

 

Βιβλιοπαρουσίαση από τον Papyrus52

Απόστολος Διαμαντής

«Έθνος και θεσμοί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - Η κανονιστική εκτροπή στην ελληνική ιστοριογραφία»

Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2013.

 

Ένα νέο, ιδιαίτερης σημασίας ιστορικό βιβλίο, κυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τις Eναλλακτικές Eκδόσεις. Πρόκειται για ένα «δοκίμιο» -όπως το ονομάζει ο συγγραφέας (σελ. 10)- του ιστορικού Απόστολου Διαμαντή, με τίτλο «Έθνος και θεσμοί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - Η κανονιστική εκτροπή στην ελληνική ιστοριογραφία».

Δεν θα πρέπει ασφαλώς ο όρος «δοκίμιο» να μας ξεγελά ότι πρόκειται απλώς για μια έκθεση στοχασμών· αντιθέτως, στις 280 περίπου σελίδες του βιβλίου του, ο συγγραφέας θεμελιώνει ισχυρά τις θέσεις του σε πάνω από τετρακόσιες ιδιαίτερα χρήσιμες παραπομπές και υποσημειώσεις, όπου κάνει διάλογο με έναν ανάλογο αριθμό βιβλιογραφικών τεκμηρίων (πηγές, ελληνικά, ξενόγλωσσα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά, έργα).

Ο σκοπός και οι στόχοι του βιβλίου περιγράφονται με ακρίβεια στο οπισθόφυλλο:

«Στο βιβλίο αυτό εκτίθεται συνοπτικά η πορεία του ελληνικού έθνους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα διερευνάται μια μεθοδολογική εκτροπή στον χώρο της τρέχουσας ιστοριογραφίας, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην έρευνα, καθώς έχει μεταφέρει το ερευνητικό πεδίο από τη μελέτη των υπαρκτών παραδόσεων, από τη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων, στην πολιτική ιδεολογία.

Η εκτροπή αυτή έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται ιστορικές πραγματικότητες, όπως το έθνος, ως ιδέες, ως προϊόντα νοητικά του κράτους, του νομικού κανόνα δηλαδή. Πρόκειται για μια σαφή κανονιστική εκτροπή της ελληνικής ιστοριογραφίας.

Αυτήν ακριβώς την πολιτικολογούσα κανονιστική ιστοριογραφία θα προσπαθήσουμε στο μικρό αυτό δοκίμιο να αντιμετωπίσουμε, πάνω στο αγαπημένο της έδαφος: την εθνική διάσταση. Και, κυρίως, πάνω στο πιο εκλεκτό της τέκνο, το ελληνικό έθνος, το οποίο κατά ένα περίεργο τρόπο κατέστη τα τελευταία χρόνια ο προσφιλής στόχος κάθε νέου ιστορικού, που ήθελε να δώσει τα διαπιστευτήριά του στο νέο ιστοριογραφικό καθεστώς».

Όπως βλέπουμε, για την ιστοριογραφική σχολή που αποκαλούμε συχνά «αποδομητική»[1] ή «εθνοαποδομητική»[2], ο Απόστολος Διαμαντής χρησιμοποιεί τον όρο «κανονιστική ιστοριογραφία». Με τον τρόπο αυτό, περιγράφει την «τάση να ανάγονται οι κοινωνικές σχέσεις στον νομικό κανόνα» (σελ. 56). Εκτός άλλων, η τάση αυτή θεωρεί πως το κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται «έθνος», δεν αποτελεί πραγματικότητα με ιστορικά αίτια, αλλά είναι κάτι «φαντασιακό», δηλ. είναι έννοια χωρίς πραγματική ύπαρξη, είναι κάτι επινοημένο και αποδίδεται στις εσκεμμένες αποφάσεις των ανθρώπων που διευθύνουν τις τύχες του κράτους. Οι αποδομητές δηλαδή, ουσιαστικά λένε: «δεν είσαστε ελληνικό έθνος, αλλά σας έμαθαν να λέτε ότι είστε το ‘’ελληνικό έθνος’’ όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος»! Μάλιστα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, οι εκπρόσωποι της κανονιστικής ιστοριογραφίας δεν διστάζουν να φτάσουν μέχρι και στην «ανάσυρση […] του ξεχασμένου Φαλμεράγιερ» σχετικά με «το ζήτημα των σλαβικών επιδρομών στην ελληνική χερσόνησο κατά τον 7° και 8° αιώνα» (σελ. 82).

Φυσικά, αυτά αποτελούν στρατευμένες ακροβασίες καθώς έχουμε χαρακτηριστικά ιστορικά τεκμήρια που δείχνουν ότι οι βυζαντινοί μπήκαν στην σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας ως «Έλληνες» (βλ. ΕΔΩ και ΕΔΩ) κάτι που άρχισε να δηλώνεται έντονα από τον 12ο αιώνα και μετά, φανερώνοντας την βυζαντινή αυτοσυνειδησία για μια ελληνική ταυτότητα -πλην ειδωλολατρίας- που βασίζεται στην κοινή «γλώσσα […] κοινό κλασικό παρελθόν […] εκτίμηση των κλασικών έργων και των αρετών των Ελλήνων» (βλ. τη σχετική μετάφραση της Αγγελ. Λαΐου).

Πριν συμβεί το «Σχίσμα των Εκκλησιών» (1054) -από τότε, σταδιακά, η αρχικά ισχυρά φορτισμένη εποχή του «Έλλην» έφτανε στο τέλος της, και μια νέα πραγματικότητα Ελλήνων (=Βυζαντινών) και Βαρβάρων (=Φράγκων/Λατίνων) παρουσιαζόταν-, οι βυζαντινοί, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιούν τον όρο «Έλλην» ως εθνικό προσδιορισμό, διότι σήμαινε κυρίως τον παγανιστή (pagano).

Δεν ευθύνονται όμως οι χριστιανοί γι’ αυτό. Οι Χριστιανοί, από την αρχή είχαν δικό τους όρο για τον ειδωλολάτρη: χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Εθνικός». Άρα, δεν ξεκίνησαν οι χριστιανοί τη χρήση του «Έλλην» με την έννοια αυτή. Παρά το γεγονός όμως ότι το «Έλλην» προσδιόριζε επί αιώνες τον ειδωλολάτρη, οι Χριστιανοί πάντα γνώριζαν ότι το «Έλλην» είχε και χροιά πολιτισμική. Η απάντηση του Γρηγορίου του Θεολόγου προς τον Ιουλιανό το αποδεικνύει πέρα πάσης αμφιβολίας. Και βεβαίως, η κυριαρχία της ελληνικής παιδείας στο βυζάντιο και η δογματικά κατοχυρωμένη (στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας») διαφοροποίηση της καταδικαστέας ειδωλολατρίας από την καθ’ όλα αποδεκτή αρχαία γραμματεία και επιστήμη, μας βεβαιώνει ότι το βυζάντιο βασίστηκε σε έναν άξονα ρωμαϊκής νομοθεσίας και ελληνορθόδοξης παιδείας. Λίγο πριν την Άλωση, από πλήθος παραδειγμάτων που θα μπορούσε να επιλέξει ένας αυθεντικός βυζαντινός όπως ο Ιωσήφ Βρυέννιος (πνευματικός πατέρας του Μάρκου Ευγενικού και του Γενναδίου), για να παρακινήσει την ηγεσία να προστατέψει την Πόλη από τους Τούρκους, επικαλείται ξακουστούς… ειδωλολάτρες σαν τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή, τον Κίμωνα, τον Λυκούργο και άλλους! Και φυσικά, αν τα παραδείγματά αυτά, παρμένα από την αρχαία ελληνική ιστορία, δεν φόρτιζαν θετικά τους ακροατές, δεν θα είχε κανέναν λόγο να τα αναφέρει σε μια τέτοια ομιλία.

Δεν είναι δυνατό λοιπόν να μας λένε οι αποδομητές ότι η σύνδεση ελληνισμού και χριστιανισμού αποτέλεσαν «εφεύρεση» του Ζαμπέλιου τον 19ο αιώνα! Αν ήταν έτσι, γιατί ο επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης μιλά για το Ελληνικό γένος και την απελευθέρωση του από τις αρχές του 18ου αιώνα; Και γιατί, πιο πριν ακόμα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος, μιλά στα μέσα του 17ου αιώνα για «Ελλάδα» και «έθνος»; Άρα, μέσα από πλήθος παρόμοιων παραδειγμάτων (βλ. σελ. 49 κ.ε.), κατανοούμε ότι υπήρξε στον εκκλησιαστικό χώρο και «η συναίσθηση της ενότητας του ελληνισμού από την αρχαία στη μεσαιωνική και νεώτερη ιστορική περίοδο», και «η σαφής εθνική συνείδηση», αλλά «συνάγεται επίσης το βίωμα της κατάκτησης και το αίτημα της ελευθερίας» (σελ. 50). Για παράδειγμα, στα πρωτότυπα των τεκμηρίων που δυστυχώς παραχάραξε ο Μανουήλ Γεδεών στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια», βλέπουμε τον επίσκοπο Μετρών και Αθύρα, Γεράσιμο να περιγράφει την έλλειψη παιδείας και την καταπίεση που έφερε «ο βαρύτατος μωαμεθανικός ζυγός της δουλείας».

Το ζήτημα του έθνους γενικά και του ελληνικού έθνους συγκεκριμένα, το πραγματεύεται επαρκώς ο Απόστολος Διαμαντής: «Η διάκριση μεταξύ ιστορικών και μη ιστορικών εθνών» (σελ. 21 κ.ε.), «Το ιστορικό πρωτείο του έθνους» [έναντι του εθνικού κράτους] (σελ. 194 κ.ε.), «Η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους» (σελ. 42 κ.ε.) είναι κεφάλαια που αποκαλύπτουν με τρόπο πειστικό τις εκτροπές της «κανονιστικής ιστοριογραφίας» δείχνοντας την ορθή κατεύθυνση: το ελληνικό έθνος είναι ένα «ιστορικό» έθνος, μια κοινότητα που δεν είναι κατασκευή του μυαλού, δεν είναι «φαντασιακή», αλλά αποτελεί προϊόν της ιστορικής κίνησης η οποία παράγει τις πραγματικότητες, και μια τέτοια πραγματικότητα είναι τα έθνη (σελ. 211).

Άλλωστε, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, ακόμα και το «κράτος» δεν είναι μια αφηρημένη και αυτόνομη έννοια, αλλά κάθε κράτος «συνιστά μια ιστορική ιδιαιτερότητα: το ασιατικό, το αιγυπτιακό, το αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό, το βυζαντινό […] και αυτό ακόμη το αστικό κράτος δεν υπάρχει αφηρημένα, δεν υπάρχει καθεαυτό, αυτόνομο και ελεύθερο, υπάρχει μόνον το συγκεκριμένο εθνικό κράτος, με τα εντελώς ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά του» (σελ. 214). Τα έθνη και οι λαοί «προηγούνται της ιστορίας των κρατών και δίνουν το περιεχόμενο των κρατικών μορφών και όχι το αντίστροφο» (σελ. 24). Προϋπάρχει έτσι μια εθνική ιδιαιτερότητα η οποία «προσδιορίζει και την κοινωνική ιδιαιτερότητα» (σελ. 216).

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η ελληνική περίπτωση κατέστη ιδανικό παράδειγμα εθνικής επιβίωσης ανά τους αιώνες και γι’ αυτό τον λόγο η ευρωπαϊκή  σκέψη υποδέχθηκε  με  ενθουσιασμό  στις  αρχές του 19ου αιώνα την ελληνική εθνική παλιγγενεσία» (σελ. 21). Και βεβαίως, όπως ορθά αναφέρει ο συγγραφέας, στην επιβίωση αυτή σπουδαίος παράγοντας υπήρξε η «σύγκλιση εκκλησιαστικής και εθνικής συνείδησης» (σελ. 62).

Αξίζει ν’ αναφέρουμε εδώ, όσα έγραφε πριν από έναν αιώνα περίπου για τον Σταμάτιο Ροΐδη ο Ανδρέας Ανδρεάδης, στο βιογραφικό του σημείωμα για τον Εμμανουήλ Ροΐδη:

«[…] είχε σχεδόν εντελώς εξισλαμισθή. Εχρειάσθησαν δε πολλοί κόποι όπως […] μετά πολλά απηρνήθη τον Τουρκισμόν […] πολλοί Έλληνες […] απωλέσθησαν διά παντός διά τον Ελληνισμόν […] αι προσπάθεια […] ως τους επαναφέρωσιν εις την ορθοδοξίαν δεν εκαρποφόρησαν»[3].

Η χρήση των όρων Ισλάμ-Τουρκισμός και Ορθοδοξία-Ελληνισμός ως ζεύγη συνωνύμων, είναι εντυπωσιακή και επιβεβαιώνει τη σύγκλιση εκκλησιαστικής και εθνικής συνείδησης. 

Περίπου 100 σελίδες του βιβλίου του Απόστολου Διαμαντή, είναι αφιερωμένες στους ελληνικούς θεσμούς επί Τουρκοκρατίας και αναλύονται οι βασικοί άξονες, Εκκλησία, Εκπαίδευση, Κοινότητες. Εκεί ο συγγραφέας εξετάζει κάποιες ιδεολογικοποιημένες προσεγγίσεις που κάνει για την περίοδο αυτή η κανονιστική ιστοριογραφία (προνόμια, πατριαρχείο, συγχωρητικά γράμματα κ.ά.) ενώ αφιερώνει ένα μεγάλο κομμάτι στο «ζήτημα του κρυφού σχολειού» (σελ. 126-153) για το οποίο έχει αρκετά και επαρκώς τεκμηριωμένα να προσθέσει. Και όπως ακριβώς η προσπάθεια των αποδομητών να διαψεύσει την έννοια του «Κρυφού Σχολειού» στηρίζεται στην δήθεν «ελεύθερη» λειτουργία των σχολείων σε όλη την Τουρκοκρατία, έτσι και ο Απόστολος Διαμαντής επισημαίνει ότι το κύριο ζήτημα στην υπόθεση αυτή δεν είναι να βρει κανείς συγκεκριμένες μαρτυρίες για «κρυφό σχολείο». Αντιθέτως, το μείζων θέμα είναι η ανυπαρξία του φανερού σχολείου, που μετατρέπει το κρυφό σε αναγκαιότητα. Όταν ο Κούμας γράφει ότι σε μια μεγάλη πόλη σαν τη Λάρισα δεν υπήρχε σχολείο επί τριάντα ολόκληρα χρόνια[4], η ανάγκη ενός αριθμού παιδιών να μάθουν τουλάχιστον γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, θα έπρεπε να καλυφθεί με κάποιον άλλον τρόπο.

Από εκεί και πέρα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποκαλυπτικά τεκμηριωμένες απαντήσεις του Απόστολου Διαμαντή, ο οποίος μέσα από το έργο του Μαρξ αλλά και σημαντικών εκπροσώπων του Διαφωτισμού δείχνει ότι ουδεμία σχέση με αυτούς έχει η κανονιστική ιστοριογραφία. Η θέση αυτή δηλαδή που εισήγαγε στην Ελλάδα ο Φίλιππος Ηλιού και υποστηρίζει ότι «το νεοελληνικό κράτος που σχηματίστηκε μετά την επανάσταση του 1821 ήταν αυτό το οποίο με τους μηχανισμούς ιδεολογικής επιβολής κατασκεύασε τη νεοελληνική ταυτότητα και ιδεολογία» (σελ. 232) ουσιαστικά έρχεται σε αντίθεση με «τα βασικά […] πνευματικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα» (σελ. 236).

Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι η διαπίστωση ότι όλες αυτές οι θεωρίες περί «επινοημένου έθνους», οι οποίες εισήχθησαν και στην Ελλάδα, δεν είναι τίποτε άλλο από την ουσία μιας θεωρίας που υλοποίησε «ο σταλινισμός στη σοβιετική σφαίρα, υποτάσσοντας τα ‘’αδελφωμένα’’ πλέον σοβιετικά έθνη -που έχουν χάσει υποτίθεται τον λόγο υπάρξεώς τους- στο σοβιετικό κράτος» (σελ. 235)! Και ακριβώς, το γεγονός ότι αυτή η ιστοριογραφία τοποθετεί το έθνος στη σφαίρα του «φανταστικού», δηλ. του μη υπαρκτού, είναι που «την έχει καταστήσει σύμμαχο των πιο ακραίων νεοθετικιστικών και νεοφιλελεύθερων θέσεων περί απορρόφησης του εθνικού κράτους από την παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική σφαίρα» (σελ. 235). Εκεί ακριβώς παρεμβαίνουν και οι διάφορες πολιτικές και οικονομικές θεωρίες που κινούνται αυτόνομα σε σχέση με την ιστορία, οι οποίες επιβάλλουν την άποψη ότι το κράτος δεν προέρχεται από μια εθνική κοινότητα που παρέχει νομιμοποιητική βάση, αλλά αποτελεί ένα βολικό για το Κεφάλαιο, «απρόσωπο σώμα ‘’πολιτών’’, το οποίο συγκροτείται μόνον στο πεδίο των χρηματιστικών σχέσεων και της αγοράς» (σελ. 237).

Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για την περίπτωση της Ελλάδας, όλα οδηγούν σε μια λογική σχέση: ο αντικληρικαλισμός πηγάζει αρχικά από την πίεση της αυθαίρετης θεωρίας που θέλει το έθνος να συγκροτείται από το κράτος στα 1821. Κατά συνέπεια, βιάζοντας τα ιστορικά δεδομένα και τα ίδια τα αρχεία της ελληνικής παλιγγενεσίας που συνδέουν απόλυτα την επανάσταση του ’21 με μια σύγκρουση Μωάμεθ-Κατακτητών και Χριστού-Υποδούλων, η Εκκλησία με επίκληση βολικών θραυσμάτων ιστορίας (π.χ. «Πατρική Διδασκαλία», αφορισμός της Επανάστασης), μετατρέπεται σε «αντεθνική». Γι’ αυτό τον λόγο και οι ιστορικές παραχαράξεις που έκανε ο Μανουήλ Γεδεών με σκοπό την τήρηση πολιτικών ισορροπιών με τους Τούρκους, έτυχαν επιδοκιμασίας από την ιστοριογραφική αυτή σχολή.

Και δεν υπάρχει τίποτε πιο φαιδρό από τις αντιφάσεις των εκπροσώπων της, που ενώ θέλουν να μην υπάρχουν καν συνειδητοί Έλληνες στην Τουρκοκρατία, παρά μόνο «Οθωμανοί ελληνόφωνοι χριστιανοί», την ίδια στιγμή κατηγορούν την ορθόδοξη εκκλησία για έλλειψη… εθνικής συνείδησης (σελ. 111, σημ. 163)! Μα πώς γίνεται οι άνθρωποι αυτοί να ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ακόμα εθνική συνείδηση και ταυτόχρονα να κατηγορούν την Εκκλησία που δεν έχει κάτι που… δεν υπάρχει καν ακόμα;!

Επί της ουσίας λοιπόν, η κανονιστική ιστοριογραφία εξυπηρετεί πλήθος κόσμου: αυτούς που υιοθετούν έναν ιδεοληπτικό αντικληρικαλισμό, το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, αλλά και ανθρώπους με το σύνδρομο του ευρωπαρακατιανού που είχαμε περιγράψει, οι οποίοι κρύβουν το σύνδρομο αυτό πίσω από έναν υποτιθέμενο «κοσμοπολιτισμό». Και εύστοχα ο Απόστολος Διαμαντής παραπέμπει σε ένα ευφυολόγημα του Ρουσσώ:

«Οι κοσμοπολίτες διακηρύσσουν ότι αγαπάνε όλο τον κόσμο για να απολαμβάνουν το προνόμιο να μην αγαπούν κανέναν» (σελ. 209)!

Γενικά, το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα συνοπτικό εγχειρίδιο που βοηθά στην κατανόηση αυτού του παράδοξου φαινομένου της αποδομητικής ιστοριογραφικής σχολής. Το βιβλίο τοποθετείται κυρίως στα ζητήματα της Τουρκοκρατίας, καθώς η κανονιστική ιστοριογραφία θεωρεί ότι εκεί βρίσκεται το ιδανικό έδαφος για την αναμέτρηση της με το «έθνος». Κάθε ένας που γνωρίζει ελληνική ιστορία, για πολλά από αυτά που θα διαβάσει στο βιβλίο, θα νιώσει ότι υπήρχαν στο μυαλό του και τώρα διατυπώνονται και μετασχηματίζονται σε κάτι στέρεο που αποκτά νόημα.

Η κανονιστική ιστοριογραφία είναι μια παρανόηση, μια αντίφαση. Θέλει τους κανόνες να προηγούνται από τις κοινωνικές σχέσεις. Σαν η ποίηση να είναι αποτέλεσμα εκμάθησης κανόνων, και όχι οι ποιητικοί ή μετρικοί κανόνες αποτέλεσμα της προϋπάρχουσας ποίησης. Έτσι θέλουν και το έθνος να δημιουργείται από το κράτος, ενώ αντίθετα, το κράτος είναι αυτό που παίρνει χαρακτηριστικά από το έθνος το οποίο προηγείται ιστορικά.

Αλλά και η έννοια του «φαντασιακού» είναι απίθανα παράδοξη, καθώς μετατρέπει το εθνικό βίωμα της Παράδοσης, το σύνολο δηλαδή των «ηθικών, πνευματικών, καλλιτεχνικών βιωμάτων και αξιών των γενεών που προηγήθηκαν, τα οποία παραδέχονται και ακολουθούν οι επόμενες» (σελ. 146, σημ. 218) σε ένα μεταφυσικό νεφέλωμα. Το έθνος, δηλ. το μετατρέπουν σε μια έννοια χωρίς πραγματική ύπαρξη, σε κάτι επινοημένο, σαν μια κατασκευή του μυαλού μας·  το έθνος, μας λένε, είναι «ιδέα μας».

Και επειδή αυτά ακούγονται ιδιαιτέρως παράδοξα, ας αναρωτηθούμε κι εμείς με διάθεση ειρωνική:

Μήπως λοιπόν η κανονιστική ιστοριογραφία αποτελεί μια νέα παραεπιστημονική σύνθεση που κινείται ανάμεσα στην ψυχανάλυση, τον υπνωτισμό, και την ιστορία; Δηλαδή, αν πιστεύω ότι υπάρχει έθνος, σημαίνει ότι έχω παραισθήσεις ή έμμονες ιδέες; Μήπως πρέπει να πάω στον γιατρό; Χρειάζομαι φάρμακα; Υπάρχει θεραπεία;

Πώς είναι δυνατόν να ονομάζονται «φαντασιακά» αυτά που μεταφέρει στον προπάππου μου ο παππούς του, ο προπάππους μου στον παππού μου, αυτός στον πατέρα μου, εκείνος σε εμένα και εγώ στο παιδί μου; Πώς είναι δυνατόν να ονομάζεται «φαντασιακό» το περιεχόμενο δημοτικών τραγουδιών της Μικράς Ασίας και του Πόντου που μιλούν για «Έλληνες» (σελ. 35);

Ενάντια λοιπόν στην μανιχαϊστική λογική της κανονιστικής ιστοριογραφίας που οδηγεί είτε την τρέλα, είτε στον… θεραπευτικό υπνωτισμό, οφείλουμε να επαναφέρουμε την κοινή λογική και αυτό κάνει το βιβλίο του ο Απόστολος Διαμαντής.

Η ιστορία μας είναι κατά βάση αυτή ακριβώς που γνωρίζουμε και δεν είναι καθόλου κακό να χρησιμοποιήσουμε προς όφελος της ιστορίας την αρνητική στάση των αποδομητών και να φωτίσουμε εμείς «κρυμμένες πλευρές της ιστορίας»[5] μακριά από επετειακές θριαμβολογίες. Άλλο όμως αυτό, και άλλο η επιχειρούμενη διαστρέβλωση και αποσιώπηση της ιστορικής αλήθειας που επιχειρούν, και μάλιστα με όχημα την παράλογη ιδέα ότι η πραγματικότητα δεν είναι πραγματική, αλλά αποτελεί εμφυτευμένη ιδέα. Λυπούμαστε, όμως αυτό μοιάζει λιγότερο με ιστοριογραφία και περισσότερο με το σενάριο του… Matrix.

Πρόκειται λοιπόν για ένα εξαιρετικό και επίκαιρο βιβλίο. Ο απόστολος Διαμαντής, με το «Έθνος και θεσμοί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - Η κανονιστική εκτροπή στην ελληνική ιστοριογραφία» δίνει πλήθος απαντήσεων και εξηγήσεων για τις αποδομητικές παρανοήσεις και μεθοδεύσεις σχετικά με την ιστορική προτεραιότητα της έννοιας του έθνους και την ιστορική πορεία του ελληνικού έθνους συγκεκριμένα. Το ελληνικό έθνος ξεκινά από την αρχαιότητα, διαμορφώνεται μέσα στην ιστορική πορεία, συνδέεται με την εκκλησιαστική συνείδηση, αντιμετωπίζει την Τουρκοκρατία, και είναι όχι «φαντασιακό» αλλά πέρα ως πέρα πραγματικό.


Σημειώσεις


[1] Βλ. π.χ., «Εισαγωγικό σημείωμα» στο περ. «Νέος Ερμής ο Λόγιος» 1 (2011), σελ. 6.

[2] Βλ. π.χ., Καραμπελιάς Γιώργος, «Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ. 215.

[3] Βλ. «Βιογραφικόν Σημείωμα» στο Ροΐδης Εμμανουήλ, «Έργα» (επιμ. Πετροκόκκινος Δ. - Ανδρεάδης Α.Μ.), τόμ. 1, Λογοτεχνική βιβλιοθήκη Φέξη, εν Αθήναις 1911, σελ. ιη΄, σημ. 2).

[4] Κούμας Κων., «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας», τόμ. 12, εν Βιέννη 1832, σελ. 584.

[5] Γιώργος Καραμπελιάς, «Η νεώτερη ελληνική ιστοριογραφία και το ζήτημα της ‘’συνέχειας’’», στο συλλογικό έργο με κείμενα του Α΄ Συνεδρίου «Ιστοριογραφία και πηγές για την Ερμηνεία του 1821», εκδ. Αρχονταρίκι, Αθήνα 2013, σελ. 233. Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος θα πραγματοποιηθούν δέκα συνέδρια αφιερωμένα στα 200 χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και οι εισηγήσεις θα εκδοθούν σε τόμους. Έχει κυκλοφορηθεί ο πρώτος τόμος με τις εισηγήσεις των ομιλητών του Πρώτου Συνεδρίου (Ιερά Μονή Πεντέλης, 12-13 Οκτωβρίου 2012).

Τελευταία ενημέρωση: 3-2-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 3-2-2014.