Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Θεολογικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα

Ερμηνευτικές Αντιαιρετικές Μελέτες

Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου

Γεωργίου Παν. Τσιμπιρίδη

 

Μέρος 2ο: Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου

 

40. Το έργο τού Θεού και ο Άρτος ο Αληθινός (Ιωάν. ΣΤ: 28-31).

Το κατ' εξοχήν έργο που θέλει ο Θεός είναι η πίστη στο Χριστό ο Οποίος είναι ο Άρτος ο εκ τού ουρανού ο Αληθινός

«Είπον ουν προς αυτόν· τί ποιούμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα τού Θεού; Απεκρίθη Ιησούς και είπες αυτοίς· τούτό εστι το έργον τού Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλεν εκείνος. Είπον ουν αυτώ· τί ουν ποιείς συ σημείον ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι; Τί εργάζη; Οι πατέρες ημών το μάννα έφαγον εν τη ερήμω, καθώς εστι γεγραμμένον· άρτον εκ τού ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν» (Ιωάν. 6:28-31).

Δηλαδή: «Είπαν τότε σ’ αυτόν: Τί να κάνουμε για να (θεωρηθεί ότι) κάνουμε τα έργα που θέλει ο Θεός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε σε αυτούς: Τούτο είναι το έργο που θέλει ο Θεός, να πιστεύσετε σ’ αυτόν που έστειλε εκείνος. Είπαν τότε σ’ αυτόν: Αλλά τί θαύμα μπορείς να κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστεύσουμε σε εσένα; Τί έργο μπορείς να κάνεις; Οι πατέρες μας στην έρημο έφαγαν το μάννα καθώς είναι γραμμένο· άρτο από τον ουρανό έδωσε σ’ αυτούς να φάγουν».

Σύμφωνα με τον προηγούμενο στίχ.27 ο Ιησούς προέτρεψε τούς Ιουδαίους να εργάζονται, όχι για τη φθαρτή, αλλά για την άφθαρτη τροφή που δίνει ζωή αιώνια. Από αυτή την προτροπή οι Ιουδαίοι πήραν αφορμή και ρώτησαν τον Ιησού: Τί πρέπει να κάνουμε, για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού, για να εκτελούμε τα έργα που αρέσουν στο Θεό;

Εις το ερώτημα τών Ιουδαίων, τί πρέπει να κάνουμε, ο Χριστός θα μπορούσε να απαντήσει όπως απάντησε στον άρχοντα εκείνον που τον ρώτησε τί να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή. Ο Χριστός τού απάντησε να τηρήσει τις εντολές τού Νόμου (Λουκ. 18:18-20). Όπως λοιπόν σ’ εκείνο τον άρχοντα, έτσι και σε τούτους τούς Ιουδαίους ο Χριστός θα μπορούσε να απαντήσει: Τις εντολές γνωρίζετε, αυτές να εκτελείτε, και εάν τις εκτελείτε, τότε κάνετε τα έργα τού Θεού.

Αλλά στην παρούσα περίπτωση ο Χριστός δεν απάντησε έτσι. Οι Ιουδαίοι μίλησαν για «έργα», σε πληθυντικό αριθμό. Ο Χριστός μίλησε για «έργον», σε ενικό αριθμό. Εκείνοι είπαν «τί ποιούμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα τού Θεού», ενώ ο Χριστός είπε «τούτό εστι το έργον τού Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλεν εκείνος». Για τούς ανθρώπους δηλαδή τής Παλαιάς Διαθήκης ήταν αρκετό να εκτελούν τις εντολές τού Νόμου, ενώ για τούς ανθρώπους τής Καινής Διαθήκης η εκτέλεση τών εντολών τού Νόμου δεν είναι αρκετή. Για να ευαρεστήσουν τον Θεό οι άνθρωποι τής Καινής Διαθήκης, που αξιώθηκαν ν’ ακούσουν το Ευαγγέλιο, είναι απαραίτητο να πιστεύσουν στο Μεσσία, το Χριστό, που έστειλε ο Θεός Πατέρας.

Η πίστη λοιπόν στο Χριστό είναι «το έργον», το πρώτο και κύριο έργο που έχουν να κάνουν οι άνθρωποι τής Χριστιανικής εποχής. Εάν οι άνθρωποι ρωτούσαν το Μωυσή ή τον Απόστολο Παύλο ποια έργα να κάνουν για να είναι στο Θεό ευάρεστοι, ουδέποτε ο Μωυσής ή ο Παύλος θα έλεγε «Αυτό είναι το έργο τού Θεού, να πιστεύσετε σε μένα»! Τέτοιος λόγος θα ήταν εγωιστικός και εξωφρενικός. Ο Ιησούς όμως απαιτεί πίστη στο Πρόσωπό Του, όχι απλώς στα λόγια Του, διότι είναι πρόσωπο τής Θεότητος, ο μονογενής Υιός και Λόγος τού Θεού, που έλαβε ψυχή, σάρκα και οστά και έγινε άνθρωπος!

Πώς όμως εις τον παρόντα στίχο η πίστη ονομάζεται έργο; Ονομάζεται έτσι με τη γενικότερη έννοια τής λέξεως «έργον». Ο,τιδήποτε κάνουμε είναι έργο με τη γενικότερη έννοια τής λέξεως. Οι Ιουδαίοι ρώτησαν τί να κάνουν και σύμφωνα με την απάντηση τού Ιησού αυτό έπρεπε να κάνουν, να πιστεύσουν στο πρόσωπό Του. Αλλά αφού η πίστη είναι πράγμα που έπρεπε να κάνουν, τότε είναι έργο με τη γενικότερη έννοια τής λέξεως.

Η πίστη όμως είναι έργο και με ειδική έννοια τής λέξεως. Είναι έργο πνευματικό που συντελείται αοράτως στο εσωτερικό τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος σκέφτεται, ερευνά τα τεκμήρια τής Χριστιανικής πίστεως, κάνει συλλογισμούς και έτσι πιστεύει. Οι Ιουδαίοι όφειλαν να σκεφτούν, να ερευνήσουν επιμελώς και προσεκτικώς τις Μεσσιακές προφητείες τής Παλαιάς Διαθήκης, να εξετάσουν προσεκτικά τα έργα τού Ιησού, να δουν ότι οι προφητείες έβρισκαν την εκπλήρωσή τους στο πρόσωπο τού Ιησού και έτσι να πιστεύσουν, ότι ο Ιησούς είναι πράγματι ο προφητευόμενος Μεσσίας, αλλά δεν έπραξαν το έργο τής πίστεως λόγω τής κακής τους προαιρέσεως.

Εις τούς επόμενους στίχ.30-31 οι Ιουδαίοι ρωτούν τον Ιησού τί θαύμα μπορεί να κάνει ο ίδιος, τί έργο θαυμαστό και καταπληκτικό, για να δουν και να πιστεύσουν. «τί ουν ποιείς συ σημείον ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι;». Στούς Κορινθίους ο Παύλος έγραψε: «Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσι» (Α΄ Κορ. 1:22). Οι Ιουδαίοι ζητούν θαύμα για να πιστεύσουν, και οι Έλληνες ζητούν σοφία, δηλαδή φιλοσοφικές και λογικές αποδείξεις. Αλλά μόλις την προηγούμενη ημέρα δεν είδαν οι Ιουδαίοι το τεράστιο θαύμα τού πολλαπλασιασμού τών πέντε άρτων και τών δύο ιχθύων από τούς οποίους έφαγαν και χόρτασαν στην έρημο χιλιάδες άνθρωποι; Εκείνο το θαύμα τούς ενθουσίασε τόσο πολύ, ώστε σχεδίαζαν να αρπάξουν τον Ιησού και να τον ανακηρύξουν βασιλέα (6:15). Πώς λοιπόν τώρα ζητούν κι άλλο θαύμα; Γιατί τόσο γρήγορα εξασθένησε η εντύπωση από αυτό το καταπληκτικό θαύμα;

Με το θαύμα τού πολλαπλασιασμού τών άρτων και τών ιχθύων οι Ιουδαίοι χόρτασαν σωματικώς και ικανοποιήθηκαν, αλλά πνευματικώς ούτε με αυτό το θαύμα, ούτε με τα προηγούμενα και τα επόμενα θαύματα χόρτασαν και ικανοποιήθηκαν. Εν μέσω αναρίθμητων θαυμάτων οι ταλαίπωροι Ιουδαίοι ψυχικώς έμειναν αχόρταγοι και ανικανοποίητοι, διότι η ψυχή τους είχε διαφθαρεί και διαστραφεί.

Στο φυσικό κόσμο τα ίδια φυσικά αίτια προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα. Αλλά στον ψυχικό κόσμο τα ίδια υπερφυσικά αίτια, τα θαύματα, δεν προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα. Ο ένας βλέπει θαύματα και αλλάζει, ο άλλος βλέπει τα ίδια θαύματα αλλά δεν αλλάζει. Κι όχι μόνο δεν αλλάζει, αλλά μπορεί να σκληρύνεται και να γίνεται χειρότερος, διότι άφησε την ψυχή του να γίνει κακοπροαίρετη και να κυριευθεί από ακάθαρτο πνεύμα.

Πολλά θαύματα έγιναν κατά την εποχή τού Μωυσέως και στην Αίγυπτο και στην έρημο. Έγινε το θαύμα τής διαιρέσεως τής Ερυθράς Θαλάσσης και τής διαβάσεως τών Ισραηλιτών σα να περπατούν σε ξηρά, καθώς και τής επανόδου τών υδάτων και τού καταποντισμού τών Αιγυπτίων. Αλλά από όλα τα θαύματα οι Ιουδαίοι ξεχώρησαν και ανέφεραν ένα, την πτώση τού μάννα από τον ουρανό. Γιατί αφήσαν άλλα θαύματα και μνημόνευσαν αυτό; Διότι αυτό το θαύμα ήταν υλικής φύσεως και εξυπηρέτησε υλική ανάγκη, την ανάγκη τής κοιλίας. Αυτό το θαύμα, αν και υλικής φύσεως, οι Ιουδαίοι το ανέφεραν ως ανώτερο, χρησιμοποιώντας την έκφραση τού Ψαλμωδού: «Άρτον εκ τού ουρανού έδωκεν αυτοίς φαγείν» (Ψαλμ. 77 [78]:24).

Αναφέροντας δε οι Ιουδαίοι το θαύμα τού μάννα ως ανώτερο, εμμέσως μείωναν τον Ιησού και εξύψωναν το Μωυσή. Είναι σα να τού έλεγαν: Εσύ με το θαύμα Σου έθρεψες μερικές χιλιάδες, αλλά ο Μωυσής έθρεψε εκατοντάδες χιλιάδες. Εσύ έθρεψες αυτές τις χιλιάδες μόνο μία φορά, αλλά ο Μωυσής έθρεψε τις δικές του χιλιάδες επί σαράντα έτη. Εσύ έδωσες τροφή από τη γη, κρίθινο ψωμί και ψάρια από τη θάλασσα, ενώ ο Μωυσής έθρεψε το λαό του με άρτο από τον ουρανό. Οι υλόφρονες Ιουδαίοι έκαναν το Μωυσή ανώτερο από τον Ιησού, το δούλο ανώτερο από τον Κύριο (πρβλ. Εβρ. 3:5-6)! Πού να φαντάζονταν, ότι ο Ιησούς ήταν εκείνος που έριξε το μάννα στο λαό και ότι είχαν τον μανναδότη Κύριο ενώπιόν τους!


Άλλα σχετικά άρθρα:

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα

 

Δημιουργία αρχείου: 11-3-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-3-2017.

ΕΠΑΝΩ