Kεφάλαιο 10ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 12ο

 

Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο.

Μετά 100 χρόνια


            Το τελευταίο κεφάλαιο (Ι’, σελ. 245-269), με τον τίτλο: «Εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Πίου Θ’», αποτελεί ένα είδος επιλόγου στο βιβλίο. Ο συγγραφεύς αναφέρεται στην προσπάθεια αγιοποιήσεως του δημιουργού του αλαθήτου, πάπα Πίου Θ’. Παρά τις προσδοκίες μερικών κάτι τέτοιο ακόμη δεν επιτεύχθηκε. Γιατί; Ήδη το 1907 είχαν αρχίσει οι σχετικές με την αγιοποίηση του Πίου Θ’ ενέργειες. Γρήγορα του δόθηκε βέβαια ο τίτλος «Διάκονος Θεού», δεν ανακηρύχθηκε όμως άγιος. Στις 2 Οκτωβρίου 1962 η ειδική επιτροπή ανέβαλε τη λήψη αποφάσεως. Από τα 19 μέλη τα 13 ζήτησαν «περαιτέρω ιστορική έρευνα». Στις 28 Μαΐου 1963, λίγο πριν τον θάνατο του Ιωάννου ΚΓ’ – θερμού υποστηρικτού της αγιοποιήσεως του Πίου Θ’ – έγινε μια δεύτερη συνεδρία της Επιτροπής. Ο πάπας Παύλος ΣΤ’ ενέκρινε στις 6 Ιουλ. 1963 την απόφαση, ότι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα. Μετά την Β’ Βατικανή, όμως, οι συντηρητικοί κύκλοι του Βατικανού ευνοούν την αγιοποίηση του Πίου Θ’, και θεωρούν την αντίθεσή του εναντίον του φιλελευθερισμού ως υποδειγματική στάση έναντι του πνεύματος της εποχής του, αλλά και της δικής μας. Οι ίδιοι κύκλοι δεν χάνουν ευκαιρία να εξάρουν τη σημασία του αλαθήτου. Ιδρύθηκε μάλιστα και επιτροπή με τον τίτλο «Πίος Θ’», που εκδίδει ομώνυμο περιοδικό και οργανώνει συνέδρια με θέμα τον πάπα. Η επιτροπή ταυτίζεται με το πνεύμα του Πίου και αφήνει να φανεί, ότι ο Ποντίφηξ εκείνος είναι ακόμη ζωντανός! Πανηγυρικοί τόνοι, που αποτελούν προήχημα της αγιοποιήσεώς του... Οι φίλοι του πάπα αυτού έδωσαν το πανηγυρικότερο χρώμα, που μπορούσαν, στον εορτασμό της 100ής επετείου του θανάτου του, στις 7 Φεβρ. 1978. Αρκεί να σημειωθή η συμμετοχή 15 καρδιναλίων, πολυαρίθμων αρχιεπισκόπων και επισκόπων και μεγάλου αριθμού πιστών στον τάφο του. Τις εορτές θα έκλεινε ο ιταλός Πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεόττι στο πρωθυπουργικό μέγαρο με πανηγυρική διάλεξη για τον Πίο Θ’ ως πάπα και αρχηγό Κράτους! Η δολοφονία όμως του Άλντο Μόρο (Aldo Moro) δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση της τελετής αυτής. Στην οργανωτική επιτροπή ανήκαν ο Αντρεόττι και ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών, Αρνάλντο Φορλάνι.

            Ο συγγραφέας βλέπει στην προσπάθεια αγιοποιήσεως του πάπα, όπως και στον εορτασμό της μνήμης του, εκκλησιαστικο-πολιτική σημασία. Η προβολή του είναι το καλύτερο όπλο κατά της φιλελεύθερος παρατάξεως του Ρωμαιοκαθολικισμού, αλλά συγχρόνως και προσέγγιση των συντηρητικών στοιχείων. Αλλά και τα υπάρχοντα εμπόδια για την αγιοποίηση του πάπα δεν φαίνονται να παίζουν σημαίνοντα ρόλο. Γιατί φυσικά υπάρχουν στη δράση του μερικά σκοτεινά σημεία. Π.χ. μέχρι το 1870, δηλαδή μέχρι την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στη Ρώμη, ο Πίος είχε κλείσει τους Εβραίους σε γκέτο. Το 1858 έδωσε στην παπική αστυνομία διαταγή να απαγάγει τον νεαρό γιο (17 ετών) της πλούσιας εβραϊκής οικογένειας Μορτάνα από την Βολωνία και να τον κλείσει εσωτερικό σε χριστιανικό σχολείο, διότι προ ολίγου χρόνου είχε βαπτισθή χριστιανός. Η υπόθεση αυτή προκάλεσε τέτοια αναστάτωση στους φιλελεύθερους κύκλους της Ιταλίας, ώστε να παραβάλλεται αργότερα με την «υπόθεση Ντρέυφους». Ο πάπας αρνήθηκε να δεχθή τις παρακλήσεις της οικογένειας και να ξαναδώσει τον νεαρό γιο τους, απαντώντας με σαρκασμό και πάθος. Δύο χρόνια μετά ο πάπας παρουσίασε στους Εβραίους της Ρώμης τον νεαρό Μορτάνα με τη στολή του σεμιναρίστα. Το ίδιο σκληρός φάνηκε απέναντι στους Προτεστάντες, που προπαγάνδιζαν την πίστη τους. Διέταξε την φυλάκισή τους. Το 1868 διέταξε τον δημόσιο αποκεφαλισμό των ιταλών επαναστατών Μόντι και Τονιέττι για αναρχική ενέργεια. Δυο μόλις δε μέρες πριν από την κατάληψη της Ρώμης (18 Σεπτ. 1870) τιμωρήθηκε ως τελευταίος πολίτης του παπικού Κράτους με απαγχονισμό κάποιος Πάολο Μούτσι. Παρ’ όλ’ αυτά μερικοί βλέπουν στον πάπα Πίο Θ’ «ιδιαιτέρα εκκλησιαστική αποστολή, την οποία είχε λάβει από την θεία Πρόνοια»...

            Έτσι καταλαβαίνει κανείς, γιατί η ογκώδης έρευνα του συγγραφέα, για την οποία έγινε στην αρχή λόγος, συνάντησε τόσο μεγάλη αντίδραση στους επισήμους εκκλησιαστικούς κύκλους. Αρκετοί εκκλησιαστικοί – καθηγητές, δημοσιογράφοι – ανέλαβαν με δημοσιεύματά τους να περιορίσουν την σημασία των ερευνών του Χάσλερ. Εν τούτοις στους ευρύτερους κύκλους του πληρώματος το έργο βρήκε απήχηση. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του συγγραφέως:

 

«Συχνότερη ήταν η επιδοκιμασία σε εκείνους, που ως μη Καθολικοί ή Λαϊκοί μπορούν να αισθάνωνται ελεύθεροι απέναντι στον καταναγκασμό του διδακτικού αξιώματος της Εκκλησίας» (σελ. 256).

 

Άλλωστε και οι αντιδράσεις βοηθούν στην συνειδητοποίηση του γεγονότος, ότι ο συγγραφεύς θίγει κάποιο «πολύ λεπτό» σημείο του παπικού οικοδομήματος. Επίσης (με την βοήθεια και των ερευνών του Χάσλερ) αρχίζει να συμφιλιώνεται κανείς με την ιδέα, ότι η Εκκλησία στην πρώτη χιλιετία αγνοούσε το αλάθητο και ότι και στους μετέπειτα αιώνες τίποτε σχετικό δεν καθορίσθηκε. Πως λοιπόν θα μπορέσει κανείς να δικαιολογήσει της δογματοποίησή του μόλις το 1870; Ο συγγραφεύς προτίθεται σε νέα εργασία του να εκθέσει με λεπτομέρειες τη συζήτηση, που προκάλεσαν μέχρι τώρα οι εργασίες του γύρω από τον Πίο Θ’, την Α’ Βατικανή και το αλάθητο.

            Βασικό όμως μένει και το πρόβλημα των πηγών της ιστορίας της Συνόδου, που μέχρι σήμερα στηρίζεται στις πηγές των νικητών (των οπαδών του αλαθήτου). Γι’ αυτό ο συγγραφεύς προσπάθησε να αφήσει να ακουστούν και οι αντίπαλοί της – οι ηττημένοι. Εδώ φαίνεται πόσο μεγάλο κακό δημιουργεί ο αποκλεισμός των αρχείων, όπως π.χ. του αρχιεπισκόπου Βιντσέντσο Τιτσάνι.

            Στη συνέχεια (σελ. 257 ε.) ο συγγραφέας απαντά στην παρατήρηση, ότι δεν έπρεπε να πάρει η έρευνά του την μορφή «θέσεως» (δημιουργίας θεολογικού ζητήματος). Σωστά όμως παρατηρεί, ότι σημασία δεν έχει τόσο πως στοιχειοθετείται μία θέση, αλλά τι αυτή προσφέρει. Θεωρεί δε τις «θέσεις» και στην ιστοριογραφία αναγκαίες, διότι διαφορετικά δεν θα προχωρούσε κανείς σε μια βαθύτερη ανάλυση, θα περιοριζόταν σε μια απλή περιγραφική έκθεση. Όσο για την μομφή, ότι χρησιμοποιεί όρους ξένους προς την εποχή την οποία ερευνά (π.χ. «ιδεολογία»), απαντά, ότι και οι έννοιες «αρχαιότης» ή «μεσαίων», που χαρακτηρίζουν σήμερα ιστορικά μια εποχή, ήταν άγνωστοι στην εποχή, στην οποία αναφέρονται! Επίσης απαντά στις αιτιάσεις μερικών, ότι κακώς επιδίωξε να αναλύσει την προσωπικότητα του Πίου Θ’ με βάση την ψυχολογική και την ψυχιατρική (σελ. 258 ε.). Ορθά παρατηρεί, ότι πρωταρχική σημασία έχει ο ρόλος του πάπα στην ανακήρυξη του δόγματος. Και το ερώτημα, κατά πόσον η Σύνοδος ήταν ελεύθερη, ήγειρε φυσικά συζητήσεις (σελ. 261 ε.). παρατηρεί όμως, ότι οι μέχρι τώρα συζητήσεις δεν απέδωσαν κάτι το αποφασιστικής σημασίας. Τέλος αναφέρεται (σελ. 264 ε.) στο πρόβλημα σχέσεως Θεολογίας και Ιστορίας, για να καταλήξει (σελ. 267) στην σχετική ανάλυση με το ερώτημα: «Αναθεώρηση της Α’ Βατικανής Συνόδου;».

            Παρά τις ποικίλες θέσεις, που έχουν εκφρασθή αναφορικά προς το παπικό αλάθητο, είναι αναμφισβήτητο, ότι τούτο παίζει μεγάλο (αρνητικό) ρόλο στην μεταρρύθμιση της Εκκλησίας και στην Οικουμενική Κίνηση. Κυρίως όμως πρόκειται για σύγκρουση του πνεύματος της αυθεντίας και εκείνου της ελευθερίας. Όπως δε παρατηρεί ο Χανς Κύνγκ σε σχετικό δημοσίευμά του, το έργο του Χάσλερ αποδεικνύει πλην άλλων, ότι η συζήτηση για το αλάθητο δεν τελείωσε. Η Δυτική Εκκλησία δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα αυτό το πρόβλημα. Ο Υβ Κογκάρ προχωρεί περισσότερο, υποστηρίζοντας την ανάγκη μιας αναθεωρήσεως (Re-Rezeption) των παπικών δογμάτων της Α’ Βατικανής. Το ζήτημα, κατ’ αυτόν, πρέπει να εξετασθή οικουμενικά, από διαχριστιανική ομάδα. Ανάλογες προτάσεις κάνει και ο παλαιοκαθολικός καθηγητής Βέρνερ Κύππερς. Ο συγγραφεύς παρατηρεί σ’ αυτά: Όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό, ότι το δόγμα του παπικού αλαθήτου δεν βρίσκει στήριγμα ούτε στη Γραφή, ούτε στην εκκλησιαστική ιστορία. Αν όμως η Α’ Βατικανή δεν ήταν ελεύθερη, τότε δεν είναι «Οικουμενική Σύνοδος». Τότε όμως οι αποφάσεις της στερούνται κύρους και ισχύος. Έτσι όμως μένει ανοικτός ο δρόμος για μια αναθεώρησή της και διαγράφεται στον ορίζοντα μια διέξοδος στο αδιέξοδο, στο οποίο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει περιέλθει εξ αιτίας της Συνόδου. Το ερώτημα όμως, που θέτει είναι ουσιαστικής σημασίας: Μήπως ζητούμε από την «Εκκλησία» κάτι πολύ μεγάλο; Μπορεί να ομολογήσει ποτέ, ότι μία Σύνοδος της έχει πλανηθή, ότι το 1870 ελήφθη μια πλανημένη απόφαση; Ερωτά όμως εν συνεχεία: Γιατί να μην είναι ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ ο τελευταίος «αλάθητος» πάπας; Αν παίρνει στα σοβαρά την συλλογικότητα του επισκοπάτου, θα ήταν δυνατό, σε μια Γ’ Βατικανή Σύνοδο να διορθωθή ό,τι έγινε εσφαλμένα στην Α’ Βατικανή. Συνεχίζει όμως στο ίδιο ύφος των ερωτήσεων (μιμούμενος τον Κυνγκ): Και η σχετική με μια τέτοια ενέργεια απώλεια αυθεντίας; Μήπως μια τέτοια σκέψη καθιστά κάθε αναθεώρηση αδιανόητη; Δεν είναι πολύ πιο έξυπνο, να ερμηνεύεται περαιτέρω το δόγμα, προσαρμοζόμενο στις νέες καταστάσεις; Μήπως όμως έτσι χάνει πολύ περισσότερα η Εκκλησία;

            Ο συγγραφεύς δείχνει την γνησιότητα του φρονήματός του, όταν ως ειλικρινής πιστός και επιστήμων συμπληρώνει: «Μία αναθεώρηση θα είχε το μεγάλο πλεονέκτημα της εντιμότητος!». Κλείνει δε την θαρραλέα έκθεσή του με τη φράση: «Πρέπει να ελπίζεται, ότι θα φθάσει το πράγμα στην επιθυμητή απροϋπόθετη (απροκατάληπτη) έρευνα, για να έλθει στο φως η αλήθεια, η όλη αλήθεια. Γιατί μόνο για την αλήθεια λέγεται, ότι ελευθερώνει»...

 

Kεφάλαιο 10ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 12ο

Δημιουργία αρχείου: 19-2-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 19-2-2005.

Πάνω