Kεφάλαιο 1ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 3ο

 

Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Από τον Ραββί Ιησού, στον "αλάθητο" πάπα


Το πρώτο κεφάλαιο (σελ. 3-23) φέρει τον τίτλο: «Από τον Ραββί Ιησού στον αλάθητο πάπα». Ο συγγραφεύς παρουσιάζει σύντομα την ιστορική εξέλιξη του προβλήματος του αλαθήτου, για να φανεί ο τρόπος επιβολής του στον Παπισμό.

            Έτσι μεταξύ των άλλων λέγει: Στην δισχιλιετή ιστορία του Χριστιανισμού διαμορφώθηκαν  πολλές Εκκλησίες. Ομολογίες και Αιρέσεις που επικαλούνται όλες το όνομα του Χριστού. Μία από τις πολλές αυτές ομολογίες είναι και η «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία», που θεωρεί τον εαυτό της ως την μόνη αληθινή Εκκλησία. Ο Προκαθήμενος της πάπας χαρακτηρίζεται ως Βικάριος-Αντιπρόσωπος του Χριστού. Απαιτεί άμεση ηγεσία σ’ ολόκληρη την Εκκλησία και το αλάθητο για κάθε του απόφαση «εκ καθέδρας» επί ζητημάτων πίστεως και ηθών. Ποιος δρόμος οδηγεί από τον Ραββί Ιησού στον αλάθητο πάπα και Βασιλέα της Ρώμης;

            Εν συνεχεία ο συγγραφεύς προσπαθεί να τονίσει την τεράστια διαφοροποίηση  που επήλθε στο χώρο του Παπισμού, όταν συγκρίνεται η σημερινή «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» προς ό,τι ίδρυσε στον κόσμο ο Χριστός. Βέβαια στα ερμηνευτικά θέματα ο συγγραφεύς φαίνεται επηρεασμένος από τον Προτεσταντισμό, όπως άλλωστε και ο πνευματικός πατέρας του Κυνγκ, κυρίως δε από την εξουθενωτική για κάθε έννοια παραδόσεως μέθοδο της απομυθεύσεως του R. Bultmann. Έτσι δεν δέχεται π.χ. ο συγγραφεύς ότι ο Χριστός μίλησε ποτέ για το «αλάθητό» του (σελ. 3). Τι άλλο όμως σημαίνουν τα λόγια του: «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή;» (Ιω. 14, 6. Πρβλ. Ιω 8, 40.45. Ιω. 16, 7 κ.λπ.).

            Βέβαια με την μέθοδο της απομυθεύσεως ο «επιστήμων» γίνεται αυθεντία και κριτήριο της θείας Αληθείας και αποφαίνεται αυτός, τι κατά την γνώμη του είπε ο Χριστός και τι όχι.

            Δυστυχώς και ο συγγραφεύς δεν κατορθώνει  να μείνη ανεπηρέαστος από την προτεσταντική αυτή μανία της απομυθεύσεως, όπως και αρκετοί δικοί μας θεολόγοι, που αρνούνται την πατερική  ερμηνευτική χάριν  των αμφιβόλου ποιότητος μεθόδων του δυτικού Χριστιανισμού, για να μη φανούν ότι δεν γνωρίζουν την «τελευταίαν» λέξιν της επιστήμης… Χάριν του προσωπικού γοήτρου θυσιάζεται η αποκάλυψη και η πίστη της Εκκλησίας! Έτσι σε πολλά σημεία διαφωνεί ο Ορθόδοξος αναγνώστης με τις θέσεις του συγγραφέως, όσον αφορά βέβαια σε δογματικά θέματα, όπως το παραπάνω. Γι’ αυτό θα περιορισθούμε εδώ βασικά σε ό,τι αναφέρεται στο πρόβλημα του αλαθήτου και κυρίως στην ιστορική πλευρά του, που, ανεξάρτητα από κάθε τάση επιστημονικού δογματισμού, αντιμετωπίζει ο Χάσλερ.

            Για να επανέλθουμε όμως: Ο Χριστός – λέει ο συγγραφεύς – δεν έδωσε κανένα «σύστημα» (διδασκαλίας). Για πολλά θέματα (πολιτική, τέχνη, σχέση των φύλων) δεν μίλησε. Δεν έδωσε σημασία στα λόγια, αλλά στην πράξη, στην ενέργεια του ανθρώπου. Έτσι διακρίνει μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στον Χριστό και το δογματικό σύστημα του Παπισμού, όπως τούτο διαμορφώθηκε τον 19ο και 20ό αιώνα. Ο Χριστός – λέγει – δεν θέλησε να δημιουργήσει καμία Εκκλησία (προτεσταντική άποψη). Εκήρυξε μόνο την «Βασιλεία του Θεού» σ’ ολόκληρο τον ισραηλιτικό λαό, χωρίς την διάθεση όμως να ιδρύσει μια χωριστή κοινότητα. Για τους μαθητάς Του επίσης σημασία είχε όχι το κήρυγμα τόσο, όσο το πρόσωπο του Χριστού. Η πρώτη χριστιανική Κοινότητα εν τούτοις ονόμασε τον Χριστό «Κύριο», τον εθεοποίησε και τον ανακήρυξε παγκόσμιο διδάσκαλο. Όλ’ αυτά βέβαια αποτελούν ανορθόδοξες και αντιεκκλησιαστικές – προτεσταντικές θέσεις, που η «ακαδημαϊκή θεολογία» της εποχής μας έχει αναγάγει σε δικό της δόγμα. Ο συγγραφεύς πάντως προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει την αλλοτρίωση, που υπέστη ο Χριστιανισμός στον Παπισμό. Δυστυχώς όμως και εδώ και σε άλλα σημεία, «μαζί με το νερό του μπάνιου πετά και το ίδιο το παιδί». Μαζί δηλαδή με τα πραγματικά έκτροπα του Παπισμού αρνείται και ό,τι συνιστά γνήσιο χριστιανικό – εκκλησιαστικό στοιχείο.

            Στην συνέχεια, μιλώντας για την «εξέλιξη» της Εκκλησίας, αναφέρεται στην δημιουργία του κανόνος, πρώτα των παλαιοδιαθηκικών βιβλίων (τέλος α’ αι.) και μετά της Καινής Διαθήκης (τέλος του δ’ αι.). Οι Χριστιανοί απέκτησαν το ιερό τους βιβλίο, που εθεωρήθη θεόπνευστο. Έτσι η αλάθητη διδασκαλία συμπληρώθηκε με το άγιο και αλάθητο βιβλίο. Ο κανόνας όμως απαιτούσε κάποια αυθεντία εκκλησιαστική, που να μπορή να τον επιβάλει. Τις αρχικές χαρισματικές τάσεις αντικατέστησε κατόπιν η έννοια του Καθιδρύματος. Ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων εδημιούργησε την ανάγκη ορατής αυθεντίας. Έτσι θεωρήθηκαν οι Απόστολοι ως αντιπρόσωποι του Χριστού στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας, οι δε αρχαίοι Πατέρες συγκεντρώνουν την προσοχή τους στα διάφορα αποστολικά κέντρα (π.χ. ο Ειρηναίος στην Ρώμη) ως εγγυητές της αληθείας. Αργότερα η πολιτική σημασία της πόλεως νικά την αποστολικότητά της, όπως συνέβη λ.χ. με την Κωνσταντινούπολη, η οποία ως νέα πρωτεύουσα απέκτησε γρήγορα και σπουδαία εκκλησιαστική σημασία.

            Η εποχή του Μ. Κωνσταντίνου επιφέρει μεταβολή  και στην έννοια του εκκλησιαστικού αξιώματος. Παράλληλα προς την κοσμική ιεραρχία δημιουργείται η εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι κληρικοί αξιωματούχοι παίρνουν πολλά προνόμια από την Πολιτεία. Το εκκλησιαστικό δίκαιο διαμορφώνεται παράλληλα προς το κοσμικό. Έτσι δημιουργούνται δύο τάξεις στη ζωή της Εκκλησίας: Οι αξιωματούχοι (κληρικοί) και οι λαϊκοί. Οι πρώτοι γίνονται «διδάσκαλοι» και είναι ενεργητικοί. Οι άλλοι, οι λαϊκοί, είναι οι «απαίδευτοι» και περιορίζονται σε ένα παθητικό ρόλο στη ζωή της Εκκλησίας. Κανείς όμως δεν διενοήθη ποτέ κάποια αλάθητη διδακτική εξουσία. Παρ’ όλο που μερικές Σύνοδοι απέκτησαν υποχρεωτικό χαρακτήρα, κανείς δεν μίλησε για το αλάθητό τους. Μάλλον το αλάθητο αποδιδόταν στον αυτοκράτορα. Και εδώ πρόκειται για ισχυρή προτεσταντική επίδραση και μερική παρερμηνεία του θεσμού των Συνόδων και μάλιστα των Οικουμενικών, παρ’ όλο που και ένας Ορθόδοξος δεν μπορεί να μη δεχθή πολλές από τις θέσεις του συγγραφέως.

            Από το σημείο αυτό όμως αρχίζει η αναφορά του συγγραφέως στην εξέλιξη του Παπισμού και περιορίζονται στο ελάχιστο οι «ανακρίβειες» και «παραποιήσεις», που παραπάνω συναντήσαμε. Έτσι λέγει στην συνέχεια: Από τον δ’ αι. κ.ε. οι επίσκοποι της Ρώμης επιχείρησαν επανειλημμένα να επιβάλουν το ανέκκλητο και την υποχρεωτική σημασία των αποφάσεών των. Επικαλούνταν προ πάντων τα χωρία Ματθ. 16, 18 και Λουκ. 21, 22. Κατά την α’ χιλιετία όμως κανείς πάπας δεν μίλησε ποτέ για το αλάθητό του. Διότι κατά την α’ χιλιετία το περιεχόμενο της πίστεως ήταν για την Εκκλησία σπουδαιότερο από την μορφή, και η ορθή διδασκαλία σημαντικότερη από την νομική αυθεντία. Από την εποχή όμως του πάπα Γρηγορίου Ζ’ (1073-1085) άρχισε η νομικίστικη σκέψη να κατακλύζει την Εκκλησία της Δύσεως. Οι κανονολόγοι πρόβαλαν πρώτοι το ερώτημα: ποιος έχει την ανωτάτη αυθεντία στην διδασκαλία της Εκκλησίας;

            Πρώτος που απάντησε στο ερώτημα αυτό ήταν ο φραγκισκανός Πέτρος Ολίβι (1248/9-1298), ο οποίος και αναγνώρισε το αλάθητο στους Πάπες. Στην διένεξη των φραγκισκανών με τον πάπα για το ζήτημα της περιουσίας τους θέλησε ο Ολίβι να κερδίσει με την διδασκαλία για το παπικό αλάθητο την παπική εύνοια! Ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ (1316-1334) όμως εχαρακτήρισε την φραγκισκανή διδασκαλία για το παπικό αλάθητο «έργον του Σατανά». Οι επίσκοποι της Ρώμης δεν ενδιαφέρονταν τότε γι’ αυτήν την θεωρία, γιατί είχαν σπουδαιότερα προβλήματα. Ο Παπισμός, ως καθεστώς και σύστημα, αντιμετώπιζε την αντίδραση του πληρώματος, που κορυφώθηκε αργότερα στην Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414-1418). Η Ρώμη είχε την εποχή αυτή τρεις πάπες, που ο καθένας αναθεμάτιζε τους άλλους. Γι’ αυτό η Σύνοδος εξέλεξε νέο πάπα. Έτσι όμως το κύρος του παπικού θεσμού κουρελιάστηκε και επικράτησε η άποψη για την αυθεντία της Συνόδου και το αλάθητό της (η παλαιά δηλαδή και ορθόδοξος άποψη). Πρώτος ο γάλλος θεολόγος Ιωάννης Γκέρσων (1363-1429) μίλησε για το αλάθητο της Συνόδου. Ο καρδινάλιος δε Νικόλαος Κουζάνος (1401-1464) είναι εκείνος που πρώτος εχρησιμοποίησε τον όρο «αλάθητος». Δεν έπαυσαν όμως οι προσπάθειες να αποκτήσει το σύστημα διδασκαλίας του Παπισμού το κύρος της αυθεντίας, ιδίως μετά την εμφάνιση του Προτεσταντισμού (1517) και τον ισχυρότατο κλονισμό που αυτός επέφερε στο οικοδόμημα του Παπισμού. Στον αγώνα τους εναντίον του Προτεσταντισμού οι πάπες θυμήθηκαν την διδασκαλία περί αλαθήτου. Ακόμη βέβαια υπήρχε αντίδραση για την παραδοχή μιας κεντρικής εξουσίας της Ρώμης. Έτσι στη Σύνοδο της Τριδέντου (1545-1563) και αυτή η ανακήρυξη του παπικού πρωτείου προσέκρουσε στην αντίδραση πολλών επισκόπων, ιδιαίτερα εκείνων από την Γαλλία. Υποστηρίχθηκε όμως από ιταλούς επισκόπους και ιησουΐτες η ιδέα του παπικού αλαθήτου. Οι καρδινάλιοι Ρ. Μπελλαρμίνος (1542-1621) και Κ. Βαρώνιος (1538-1607) πρωτοστάτησαν στον αγώνα για τα δικαιώματα του παπικού θεσμού. Τον 18ο αι. όμως, κυρίως με το βιβλίο του επισκόπου Ι. Ν. φον Χοντχάϊμ – γνωστού ως Φεβρώνιου (1701-1790) – κυριάρχησε η άποψη για το αλάθητο όχι του πάπα, αλλά της όλης Εκκλησίας. Και κατά τον 19ο αι. μια διδασκαλία υπέρ του παπικού αλαθήτου, εκτός από την Ιταλία και την Ισπανία, δεν μπορούσε να βρει πουθενά αλλού στηρίγματα.

            Η αλλαγή όμως, που επέφερε στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση (1789), ήταν και για τον χώρο της Εκκλησίας αποφασιστική. Η δύναμη του Παπισμού φάνηκε να εξατμίζεται. Εν τούτοις γρήγορα ο Παπισμός μπόρεσε να ξεπεράσει τον κίνδυνο, όπως φάνηκε με την σύναψη παπικού Κονκορδάτου με τον Ναπολέοντα (1801). (Πάντα το Κονκορδάτο θεωρείται ως παραδοχή της δυνάμεως του Παπισμού, γιατί προϋποθέτει την αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρος του!) Έτσι μπόρεσε ο πάπας Πίος Ζ’  να κερδίσει την εμπιστοσύνη κυρίως του κατωτέρου κλήρου. Οι μεταβολές επίσης στις επισκοπικές θέσεις, που πραγματοποίησε ο πάπας βάσει του Κονκορδάτου, αύξησε το κύρος του στους γάλλους επισκόπους. Η αυθαιρεσία των γάλλων επισκόπων σταμάτησε και ο κατώτερος κλήρος βρήκε «προστασία» στην Ρώμη. Ήταν καλύτερο άλλωστε να έχει κανείς ένα «Δεσπότη» μακριά, παρά εκατό κοντά του!  Και στην Γερμανία οι εξ αιτίας της Γαλλικής Επαναστάσεως μεταβολές και ανακατατάξεις έφεραν την εκεί Εκκλησία πιο κοντά στην Ρώμη. Το σχέδιο για δημιουργία «κρατικής Εκκλησίας» απέτυχε στο Συνέδριο της Βιέννης (1814-15) λόγω της αντιδράσεως του παπικού αντιπροσώπου. Η παπική Κουρία επανέκτησε την δύναμή της. Και ο παπικός κόσμος της Δύσεως αποζητούσε την εξουσία της Ρώμης, για να αποφύγει την πίεση της Πολιτείας. Έγινε έτσι κοινή απαίτηση μια κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας από την παπική Κουρία.

            Αλλά και τα πνευματικά ρεύματα της εποχής ισχυροποιούσαν όλο και περισσότερο τον παπικό θεσμό. Ο Διαφωτισμός είχε καταντήσει πια «εκτός μόδας» και οι άνθρωποι ζητούσαν νέες αυθεντίες. Ο γάλλος συγγραφεύς Σατωμπριάν (1768-1848) μίλησε για την ομορφιά των καθολικών δογμάτων, εθίμων και μυστηρίων. Άλλοι ενίσχυσαν την πίστη στην εκκλησιαστική παράδοση. (Ήταν άλλωστε η εποχή του ρομαντισμού, όπου το παρελθόν – οποιοδήποτε – εξιδανικευόταν). Ο γάλλος κόμης De Maĩstre (1753-1821) παρουσίασε ως αίτημα της εποχής το αλάθητο του πάπα. Δεν ενδιαφέρθηκε βέβαια καθόλου για μια αγιογραφική ή ιστορική θεμελίωση της αξιώσεώς του! Οι ίδιες τάσεις παρατηρήθηκαν και στην Γερμανία. Η στροφή αυτή των μακράν της Ρώμης (Ultramontanes) προς το παπικό Κέντρο ισχυροποίησε τον Παπισμό στη συνείδηση του παπικού κόσμου. Για τον σκοπό δε αυτό χρησιμοποιήθηκαν όλα τα γνωστά μέσα επηρεασμού των μαζών. Από την εποχή του πάπα Γρηγορίου ΙΣΤ’ (1831-1846) η Ρώμη άρχισε να εκμεταλλεύεται τη στροφή του ρωμαιοκαθολικού κόσμου προς τον παπικό θεσμό. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ’  σε ένα βιβλίο του, με τον τίτλο «Ο θρίαμβος της Αγίας Έδρας», υποστήριζε τη θέση, ότι ο πάπας ως πραγματικός μονάρχης πρέπει να είναι και αλάθητος! Με μεγαλύτερη συνέπεια συνέχισε το έργο του Γρηγορίου  ο διάδοχός του Πίος Θ’ (1846-1878). Η παπική αυθεντία προβαλλόταν ως το αποτελεσματικότερο όπλο εναντίον του Φιλελευθερισμού, του Ορθολογισμού και της Φυσιοκρατίας.

            Ιδιαίτερα ενισχύθηκε γι’ αυτό ο παπικός συγκεντρωτισμός. Απαγορεύθηκαν οι εθνικές επισκοπικές Σύνοδοι. Οι επίσκοποι είχαν την υποχρέωση να επισκέπτονται συχνά την Ρώμη, για να συνειδητοποιούν την εξάρτησή τους από αυτήν. Οι Νούντσιοι διεκπεραίωναν τις νέες αυτές παπικές αποφάσεις. Εγχειρίδια  θεολογικά με έμφαση στο επισκοπικό αξίωμα δέχονταν αναθεώρηση. Στις Κατηχήσεις άρχισε συστηματικά πλέον να γίνεται λόγος για το παπικό αλάθητο.

            Ο Πίος Θ’ προχώρησε και σε ένα συγκεκριμένο πείραμα. Το 1854 ανακήρυξε ως δόγμα του Παπισμού την «άσπιλο σύλληψη» της Παναγίας:  η Θεοτόκος αμέτοχος του προπατορικού αμαρτήματος. Το ενενήντα τοις εκατό των επισκόπων βέβαια συμφώνησαν με την παπική απόφαση. Προβλήθηκαν όμως και αντιρρήσεις, κυρίως από την Γερμανία. Ο πάπας τότε απαγόρευσε τις συζητήσεις. Ο μεγάλος θεολόγος και ιστορικός του Μονάχου Ιγνάτιος φον Ντέλλιγκερ υποχρεώθηκε να σιωπήσει! Έτσι ο πάπας με την ανακήρυξη του νέου δόγματος – καινοτομίας για τον Χριστιανισμό – έκανε επίδειξη του αλαθήτου του. Βέβαια οι αντιδράσεις δεν σταμάτησαν. Κυρίως στην Γερμανία οι περισσότεροι θεολόγοι, εν ονόματι της ιστορίας και της επιστήμης, αντιστάθηκαν στον παπικό αυτό συγκεντρωτισμό, ιδιαίτερα ο Ντέλλιγκερ.

            Η ταχύτατα διαδιδόμενη «παπολατρία» ομολογείτο ως κάτι το ξένο προς την ουσία της Εκκλησίας. Ο κίνδυνος της επικρατήσεως ενός «ειδώλου» απειλούσε τη χριστιανική Δύση! Οι Ultramontanes (οι μακράν της Ρώμης παπικοί) κοσμούσαν τον πάπα Πίο όχι μόνο με τίτλους, όπως: Βασιλεύς, Πάπας-Βασιλεύς, Ηγεμών, Καίσαρ, λαμπρότατος πρίγκηψ, ύψιστος κύριος του κόσμου, βασιλεύς βασιλέων κ.λπ., αλλά συνέθεταν και ύμνους εκκλησιαστικούς προς τιμήν του, χρησιμοποιώντας τα ίδια επίθετα, με τα οποία υμνούσαν τον Θεό! Όλοι δε τον υμνούσαν ως «αντιπρόσωπο του Θεού επί της γης». Κάποιος δε τόλμησε να τον ονομάση «Αντί-Θεο της ανθρωπότητος»… έτσι στην συνείδηση πολλών άρχισε να ταυτίζεται ο πάπας με τον Χριστό, αφού δεν δίσταζαν να καλούν τον πάπα «σωτήρα», «κρεμάμενον επί του Σταυρού, ως ο Χριστός»…

            Ο τιμώμενος από τον Παπισμό ως άγιος, Ντον Μπόσκο, εχαρακτήριζε τον πάπα «Θεό επί γης», συμπληρώνοντας: «Ο Χριστός ύψωσε τον πάπα υπεράνω των προφητών, του Προδρόμου Ιωάννου, των Αγγέλων. Ο Ιησούς ανέβασε τον πάπα στο ύψος του Θεού»… Ο ίδιος ο Πίος Θ’ εθεωρείτο κάτοχος θαυματουργικής δυνάμεως. Καμμιά  δε αντίδραση δεν είχε την δύναμη να σταματήσει αυτή την παπομανία.

            Δεκατέσσαρεις γερμανοί επίσκοποι τόλμησαν να υποδείξουν με εμπιστευτικό τους έγγραφο (4 Σεπτ. 1869) τον κίνδυνο αυτών των εξελίξεων. Κανείς όμως δεν φαινόταν να έχει την διάθεση να τους ακούσει. Αντίδραση παρουσιάσθηκε και στην Γαλλία. Αλλά μάταια. Το γενικό κλίμα ήταν καθαρά φιλοπαπικό.

            Ο συγγραφεύς θέτει στην συνέχεια μιαν ερώτηση: Γιατί μόλις το 1870 έγινε η δογματοποίηση του παπικού αλαθήτου; Πολλοί πιστεύουν ότι σε τούτο συνετέλεσε η πτώση της Εκκλησίας – Κράτους (του παπικού δηλαδή Κράτους). Η απώλεια κοσμικής δυνάμεως από τον Παπισμό οδήγησε στην αναζήτηση μιας πνευματικής υπεροχής. Θεωρεί όμως πιο βάσιμη την γνώμη, ότι τόσον ο πάπας, όσο και οι οπαδοί του αλαθήτου επιδίωξαν με το νέο δόγμα να επιφέρουν μία αλλαγή τάσεως μέσα στην τότε κοινωνία. Εναντίον των αρχών της Γαλλικής Επαναστάσεως επεδιώχθη να θεμελιωθή η αρχή της Αυθεντίας, σαν φράγμα στην αχαλίνωτη δημοσιογραφία. Στην προσπάθεια αυτή εύρισκαν βέβαια καταφύγιο και κοσμικά ενδιαφέροντα πολιτικού χαρακτήρος. Μαζί με τον πάπα και διάφοροι ιταλοί πρίγκηπες ήλπιζαν στη συντριβή της «Ιταλικής Επαναστάσεως» και στην επιστροφή τους στην εξουσία. Είναι γεγονός όμως, ότι χωρίς την προσωπικότητα του πάπα Πίου Θ’ είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την δογματοποίηση του παπικού αλαθήτου.

 

Kεφάλαιο 1ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 3ο

Δημιουργία αρχείου: 18-2-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 19-2-2005.

Πάνω