Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία
Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.
Η μοναρχία του Πάπα
Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την ρωμαιοκαθολική αντίληψη, η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι, παρά μία απόλυτη μοναρχία»[1], της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, και ο οποίος ως τέτοιος ενεργεί[2].
Σε αυτήν την μοναρχία του επισκόπου της Ρώμης «συνίσταται όλη η δύναμη και η σταθερότητα της Εκκλησίας»[3], η οποία «δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν»[4]. Αυτός καθεαυτός ο χριστιανισμός «στηρίζεται εξ ολοκλήρου πάνω στην βάση του παπισμού»[5] και, ακόμη περισσότερο, «ο παπισμός είναι το σημαντικότερο στοιχείο του χριστιανισμού»[6], «η σύνοψη και η ουσία του»[7].
Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα, ως «ανωτάτου αρχηγού και κεφαλής της Εκκλησίας», «ακρογωνιαίου λίθου», «αλανθάστου διδασκάλου της πίστεως», «αντιπροσώπου του Θεού επί της γης», «ποιμένος των ποιμένων», «ανωτάτου αρχιερέως» κ.λπ. κ.λπ., είναι απόλυτα εξουσιαστική, κάθε στιγμή εκτελεστή, και εκτείνεται σε ολόκληρη την οικουμένη.
Η εξουσία αυτή επεκτείνεται «θείω δικαίω»[8] πάνω σε όλους μαζί τους βαπτισμένους χριστιανούς ολοκλήρου του κόσμου[9] και στον καθένα χωριστά. Αυτή λοιπόν η δικτατορική εξουσία μπορεί ανά πάσα στιγμή να δράσει κατ’ ευθείαν πάνω στον κάθε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, επίσκοπος, αρχιεπίσκοπος, καρδινάλιος ή και πατριάρχης· και ακόμη πάνω σε κάθε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσας[10], γιατί ο Πάπας είναι ο πρώτος επίσκοπος σε κάθε επισκοπή του κόσμου[11].
Εκείνοι που αρνούνται να αναγνωρίσουν αυτήν την εξουσία η δεν υποτάσσονται σ αυτήν «τυφλά»[12], είναι «σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι· οι δε ψυχές τους είναι από τώρα προορισμένες να ριχθούν στο πυρ το εξώτερον, γιατί βεβαίως είναι απαραίτητη για την σωτηρία της ψυχής η πίστη ότι η ίδρυση του παπισμού ανάγεται στον Θεό και η υποταγή στους αντιπροσώπους του»[13]. Κι έτσι ο Πάπας φαίνεται να ενσαρκώνει τον φανταστικό εκείνον ηγεμόνα στου οποίου την σύντομη άφιξη πίστευε ο Κικέρωνας και για τον οποίον έγραφε ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν[14].
Και, πάντοτε κατά το ρωμαϊκό δόγμα, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει και να κρίνει όλες τις πνευματικές υποθέσεις όλων των χριστιανών και καθενός ξεχωριστά, πολύ περισσότερο μπορεί να επεμβαίνει στις επίγειες και υλικές υποθέσεις τους»[15].
Για τον λόγο αυτόν, μπορεί μεν να περιορίζεται μόνο στην επιβολή πνευματικών ποινών και στην στέρηση της σωτηρίας της ψυχής εκείνων που αρνούνται να υποταχθούν σε εκείνον, αλλά «έχει ομοίως το δικαίωμα να εξαναγκάζει τους πιστούς να υπακούουν σε αυτόν»[16]. Γιατί «η Εκκλησία κρατάει δύο ξίφη· το ένα σύμβολο της πνευματικής και το άλλο της κοσμικής εξουσίας. Το πρώτο ξίφος βρίσκεται στα χέρια των ιερέων και το δεύτερο στα χέρια των βασιλέων και των στρατιωτών. Αλλά και αυτό υπόκειται στην κρίση και την θέληση των ιερέων»[17].
Ο Πάπας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος στην γη Εκείνου «ου η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»[18], Εκείνου ο οποίος απαγόρευσε στους Αποστόλους να ασκήσουν και την παραμικρότερη κυριαρχία η ηγεμονία πάνω στους πιστούς[19], είναι παρ’ όλα αυτά και κοσμικός βασιλιάς, συνεχίζοντας έτσι στο πρόσωπό του την καισαρική αυτοκρατορική παράδοση της Ρώμης, της «Αιωνίας Πόλεως» και βασιλίδος του κόσμου[20]. Κατά την πορεία της ιστορίας, ο Πάπας έγινε κύριος μεγάλων κρατών και διεξήγαγε τους πιο αιματηρούς πολέμους εναντίον άλλων χριστιανών βασιλέων, με σκοπό να κατακτήσει νέους τόπους η για να κορέσει απλώς την άπληστη δίψα του για κυριαρχία.
Επίσης, απέκτησε χιλιάδες δούλους και έπαιξε πρωτεύοντα και πολλές φορές αποφασιστικό ρόλο στην διεθνή πολιτική. Το «καθήκον των χριστιανών ηγεμόνων και κυβερνητών» είναι να υποχωρούν μπροστά στον «υπό του Θεού διορισθέντα βασιλέα», παραχωρώντας του το ίδιο το βασίλειο και τον εκκλησιαστικοπολιτικό θρόνο, «ο οποίος εγκαθιδρύθηκε προς αγλάισμα και στήριγμα όλων των άλλων θρόνων του κόσμου»[21]. Σήμερα, το κοσμικό βασίλειο του Πάπα περιορίζεται στην πόλη του Βατικανού, η οποία αποτελεί αυτόνομη πολιτεία, με διπλωματική αντιπροσώπευση στις χώρες των πέντε ηπείρων της γης, με στρατό, με όπλα, με αστυνομία, με φυλακές, με νόμισμα, με εμπόριο κ.λπ.
Και ως αποκορύφωμα αυτής της παντοδυναμίας του, ο Πάπας έχει κι ένα άλλο τρομερό προνόμιο, το οποίο είναι ταυτόχρονα και μοναδικό σε ολόκληρο τον κόσμο· ένα τερατώδες και ανήκουστο προνόμιο, τέτοιο που ούτε η οργιαστική φαντασία των πιο εκτροχιασμένων ειδωλολατρικών θρησκειών μπόρεσε ποτέ να ονειρευθεί: Ο Πάπας είναι θείω δικαίω «αλάθητος», κατά τον δογματικό ορισμό της Συνόδου του Βατικανού του έτους 1870[22]. Και ως εκ τούτου, από τότε «σε αυτόν πρέπει να απευθύνει η ανθρωπότητα εκείνους τους λόγους τους οποίους απηύθυνε πριν στον Σωτήρα: “Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις”[23]». Στο εξής πλέον δεν υπάρχει ανάγκη παρουσίας του Αγίου Πνεύματος για την καθοδήγηση της Εκκλησίας «εν πάση αληθεία»[24] ούτε καν της Αγίας Γραφής ούτε της Παραδόσεως, γιατί ήδη υπάρχει ένας θεός πάνω στην γη, με εξουσία να αχρηστεύει η ακόμη και να κηρύσσει ως πλανεμένες τις διδασκαλίες του Θεού των Ουρανών[25]. Βάσει αυτού του αλαθήτου, ο Πάπας και μόνον ο Πάπας είναι ο Κανόνας της Πίστεως[26] και μπορεί να διακηρύττει, έστω και χωρίς την συγκατάθεση της Εκκλησίας, οσαδήποτε νέα δόγματα θέλει, στα οποία οι πιστοί έχουν την αυστηρή υποχρέωση να πιστεύουν τυφλά, αν θέλουν να γλυτώσουν τα μαρτύρια της κολάσεως μετά τον θάνατό τους[27].
«Εξαρτάται μόνο από την θέληση και ευχαρίστηση της Αγιότητάς Του», έγραφε ο Καρδινάλιος Baronius, «να θεωρείται εκείνο το οποίο αυτός επιθυμεί ως “ιερό και άγιο από ολόκληρη την Εκκλησία”[28], και οι ποιμαντορικές επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύονται και να υπακούονται ως “Κανονικές Γραφές”»[29].
Ως λογική συνέπεια του αλαθήτου εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι παπικές διδασκαλίες πρέπει να τηρούνται με τέτοια τυφλή υπακοή, ώστε ο ίδιος ο Καρδινάλιος Μπελαρμίνο, ο οποίος ανακηρύχθηκε «άγιος» από την Ρωμαϊκή Εκκλησία, στην περίφημη Theologia του παρουσιάζει την υπόθεση αυτή με την μεγαλύτερη φυσικότητα: «Αν κάποια ημέρα ο Πάπας έπεφτε σε σφάλμα συνιστώντας αμαρτίες και απαγορεύοντας αρετές, η Εκκλησία θα ήταν υποχρεωμένη να πιστέψει ότι πράγματι οι αμαρτίες είναι καλές και οι αρετές κακές. Διαφορετικά θα διέπραττε αμάρτημα κατά της συνειδήσεώς της»[30].
Ο Καρδινάλιος Ζαμπαρέλλα προχωρεί ακόμη περισσότερο, διαβεβαιώνοντας ότι: «Αν ο Θεός και ο Πάπας συνέλθουν σε μία Σύνοδο [...] ο Πάπας μπορεί να πράξει [εκεί] περίπου παν ό,τι και ο Θεός [...] και ο Πάπας πράττει παν ό,τι επιθυμεί, έστω και παρανομίες, και επομένως είναι κάτι παραπάνω από Θεός» [31].
Όταν τελείωσα την μελέτη όλων αυτών των βιβλίων, είδα τον εαυτό μου ξένο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας μου, της οποίας η οργανική σύνθεση ήταν φανερό ότι δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία που είχε ιδρύσει ο Κύριος, που οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους είχαν οργανώσει και που οι άγιοι Πατέρες είχαν περιγράψει και αποσαφηνίσει. Κατά την αντίληψή μου, μία τέτοια παπική οργάνωση δύσκολα θα μπορούσε να ταυτισθεί με την Εκκλησία του Χριστού, καθώς δεν βρίσκεται κτισμένη πάνω στον βράχο που είναι αυτός ο ίδιος ο Κύριος, αλλά πάνω στην ασταθή άμμο μερικών υποτιθεμένων προνομίων του Πάπα, τα οποία κληρονόμησε δήθεν από τον Σίμωνα Πέτρο, ο οποίος όμως ουδέποτε τα είχε και ούτε καν ποτέ τα διανοήθηκε.
«Εμείς», λέει ο ιερός Αυγουστίνος, ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας, «εμείς που είμαστε χριστιανοί και με τους λόγους μας και με τα έργα μας, δεν πιστεύουμε στον Πέτρο, αλλά σε Εκείνον τον οποίο και αυτός ο ίδιος ο Πέτρος είχε πιστέψει [...] Αυτός, ο Χριστός, ο Διδάσκαλος του Πέτρου, που τον κατήχησε στον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια ζωή, Αυτός είναι και ο μοναδικός Διδάσκαλός μας» [32].
Και πραγματικά, πως θα ήταν δυνατόν ποτέ να δεχθώ σοβαρά το αλάθητο των Παπών, που σφετερίζονται τον τίτλο των «αποκλειστικών κληρονόμων» του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος υπήρξε ακριβώς ο μόνος μέσα σε όλους τους υπολοίπους, που, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, σε ορισμένες περιπτώσεις δεν γνώριζε αυτά που έλεγε[33]; Αλάθητος ο Σίμων Πέτρος, ο οποίος κατακρίθηκε από τον απόστολο Παύλο, γιατί «κατεγνωσμένος ην» [34], επειδή «δεν πορευόταν σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου» [35]; Αλάθητοι εκείνοι οι οποίοι αυτοαποκαλούνται «νόμιμοι διάδοχοι εκείνου στον παπικό θρόνο και την επισκοπή της Ρώμης», την στιγμή που γνώριζαν καλά ότι μεταξύ τους συναντώνται όχι ολίγα σκανδαλώδη ονόματα, όπως εκείνο του πάπα Μαρκέλλου, πασίγνωστου αποστάτη και ειδωλολάτρη, ο οποίος, όπως είναι σε όλους γνωστό, θυσίαζε στην Αφροδίτη μέσα στον ναό της και μπροστά στον βωμό της[36]; Αλάθητος λοιπόν και ο πάπας Ιούλιος, ο οποίος αφορίσθηκε ως αιρετικός από την Σύνοδο της Σαρδικής[37]; Αλάθητος και ο Λιβέριος, ο οποίος ακολουθούσε τις πλάνες του Αρείου και καταδίκασε ως αιρετικό τον άγιο Αθανάσιο, τον μεγάλο αυτόν πρωταγωνιστή της Ορθοδοξίας[38]; Αλάθητος και ο Φήλιξ Β΄, για τον οποίον ο άγιος Αθανάσιος λέει ότι εξελέγη Πάπας από τρεις ευνούχους και χειροτονήθηκε από τρεις κατασκόπους του αυτοκράτορα και ότι υπήρξε υποψήφιος αντάξιος των εκλογέων του φυράματός του, αφού οι αιρετικές του δοξασίες ήταν σε όλους γνωστές και γενικά η όλη του διαγωγή ταίριαζε σε αντίχριστο[39]; Αλάθητος ο Ονώριος ο μονοθελητής[40] και ο Γελάσιος, ο οποίος ακολουθούσε αιρετικές δοξασίες σχετικά με το δόγμα της Θείας Ευχαριστίας; Αλάθητος ο πάπας Σίξτος Ε΄, ο οποίος κυκλοφόρησε μία έκδοση της Αγίας Γραφής «διορθωμένη από τον ίδιο βάσει της εξουσίας της πληρότητας της αποστολικής του δυνάμεως», έκδοση η οποία ήταν τόσο γεμάτη από πλάνες κάθε είδους, ώστε αναγκάσθηκαν να την αποσύρουν εν μέσω μεγάλου σκανδάλου[41]; Αλάθητος ο Ουρβανός Η΄, ο οποίος καταδίκασε ως αιρετική την θεωρία του Γαλιλαίου ότι η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο[42]; Αλάθητοι ο πάπας Ζαχαρίας, ο οποίος απαγόρευσε επί ποινή αναθέματος να πιστεύουν ότι η γη είναι σφαιρική[43], και ο Πίος Β΄, ο οποίος είχε την αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια να ειδοποιήσει φιλικά τον βασιλιά Κάρολο Ζ΄ της Γαλλίας ότι δεν πρέπει να πιστεύει σε όσα λένε οι Πάπες, γιατί τις περισσότερες φορές μιλούν από πάθος η συμφέρον[44]; Αλάθητος ο πάπας Πίος Δ΄, ο οποίος τόλμησε να ακυρώσει τον VII κανόνα της Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου[45] και ο οποίος παρέβη τον όρκο που έδωσε κατά την τελετή της αφιερώσεώς του[46];
Η Εκκλησία, λέει ο άγιος Κυπριανός, και όχι ο επίσκοπος Ρώμης, είναι εκείνο «το αγνό και ζωοποιόν ύδωρ, το οποίο δεν είναι δυνατόν να θολωθεί και να νοθευθεί, γιατί η πηγή από την οποίαν αναβλύζει είναι η ίδια αγνή και καθαρή»[47]. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υποσχέθηκε σε ολόκληρη την Εκκλησία και όχι κατ’ αποκλειστικότητα στους Πάπες την παντοτινή του συμπαράσταση μέχρι την συντέλεια των αιώνων[48]. Και για χάρη ολόκληρης της Εκκλησίας, και όχι μόνο για τον Πέτρο και τους διαδόχους του, υποσχέθηκε να ζητήσει από τον Πατέρα του το «Πνεύμα της αληθείας»[49], το Πνεύμα εκείνο το οποίο διδάσκει «πάσαν την αλήθειαν»[50] και πάντα όσα δίδαξε ο Κύριος[51]. Και γι' αυτόν τον λόγο ακριβώς ο απόστολος Παύλος αποκαλεί την Εκκλησία, και όχι τον Πέτρο, «στύλον και εδραίωμα της αληθείας»[52]. Και επίσης, για τον ίδιο λόγο ο άγιος Ειρηναίος διδάσκει ότι πουθενά αλλού, παρά μόνο μέσα στην Εκκλησία πρέπει να αναζητούμε την αλήθεια του Χριστού, γιατί «μόνο μέσα στους κόλπους της την βρίσκουμε με κάθε βεβαιότητα αγνή, ακέραια και ανόθευτη»[53].
Και ο Κύριος, όχι μόνο στον Σίμωνα Πέτρο, αλλά σε όλους τους Αποστόλους και τους μαθητές Του είπε: «Ο ακούων υμών, εμού ακούει»[54]. Εξάλλου, κατά την διάρκεια όλης της ιστορίας της αρχαίας Εκκλησίας, από την ίδρυσή της μέχρι το μεγάλο σχίσμα, δεν υπάρχει ούτε το παραμικρότερο προηγούμενο μίας μεγάλης διαφωνίας η ενός βαρυσήμαντου ζητήματος πίστεως, το οποίο να λύθηκε από τους επισκόπους της Ρώμης· πράγμα κατά την γνώμη μου ανεξήγητο, αν υποτεθεί ότι οι τελευταίοι ήταν όντως αναγνωρισμένοι ως αληθινοί αρχηγοί, απόλυτοι και προπαντός αλάνθαστοι, της οικουμενικής Εκκλησίας. Είναι στους πάντες γνωστό ότι καμία από τις μεγάλες αιρέσεις δεν νικήθηκε με αυτόν τον τρόπο, αλλά είτε μέσω μίας Συνόδου, είτε από κάποιον Πατέρα της Εκκλησίας, είτε από κάποιον άγιο θεολόγο. Τον αρειανισμό π.χ. τον καταδίκασε η Σύνοδος της Νικαίας και όχι ο Πάπας, ο οποίος ήταν και ο ίδιος αρειανός. Η Σύνοδος της Εφέσου καταδίκασε τον νεστοριανισμό. Ο άγιος Επιφάνιος ήταν εκείνος που κατετρόπωσε τους γνωστικούς, ο ιερός Αυγουστίνος εκείνος που κυρίως ανεσκεύασε τις δοξασίες του πελαγιανισμού και ούτω καθεξής.
Επιπλέον, οι επίσκοποι της Ρώμης δεν ήταν οι δικαστές σε κανένα από αυτά τα μεγάλα εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά ήταν πολλές φορές ακόμη και κατηγορούμενοι και δικαζόμενοι από άλλους επισκόπους, Πατριάρχες η Συνόδους. Έτσι, η Σύνοδος της Αρελάτης απεφάσισε για την φιλονικία μεταξύ του Επισκόπου Ρώμης και αυτών της Αφρικής ως προς το ζήτημα του αναβαπτισμού[55]. Η Aφρικανική Εκκλησία επίσης έγραψε προς τον Επίσκοπο Ρώμης, όπως και προς εκείνον της Αλεξανδρείας, προτρέποντάς τους αυστηρά να ειρηνεύσουν[56]. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας με τους ανατολικούς επισκόπους αφόρισε τον πάπα Ιούλιο στην Σύνοδο της Σαρδικής[57]. Ο πάπαςΟνώριος καταδικάσθηκε και αναθεματίσθηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο[58] κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Έχοντας απόλυτη πεποίθηση για τα παραπάνω, η οποία από τότε δεν με εγκατέλειψε ποτέ, έγραψα στον πνευματικό μου την πρώτη επιστολή μετά τον αποχωρισμό μας: «Μελέτησα τα βιβλία που η Αιδεσιμότητά σας είχε την καλοσύνη να μου συστήσει. Παρ’ όλα αυτά, η συνείδησή μου μου απαγορεύει να παραβώ τις εντολές του Θεού δίνοντας πίστη σε ανθρώπινες διδασκαλίες[59], οι οποίες δεν έχουν ούτε την ελάχιστη βιβλική βάση. Τέτοιες είναι η σειρά των ανισορροπιών του παπισμού, οι οποίες γεννώνται από τον παραλογισμό του αλαθήτου.
Αναγνωρίζουμε την αληθινή Εκκλησία στηριζόμενοι στα βιβλικά κριτήρια, λέει ο ιερός Αυγουστίνος, και όχι πάνω σε λεγόμενα ούτε σε αποφθέγματα ούτε σε επισκοπικές συνόδους ούτε στο γράμμα των διχογνωμιών, οποιεσδήποτε κι αν είναι αυτές, ούτε σε απατηλά σημεία και τέρατα, παρά μόνο πάνω σε εκείνα που βρίσκονται γραμμένα στις προρρήσεις των προφητών, στα άσματα και τους ψαλμούς, στα λόγια του ιδίου του Ποιμένος, στα έργα και στις διδασκαλίες των Ευαγγελιστών και, με μία λέξη, πάνω στο κανονικό κύρος των Αγίων Γραφών» [60].
Ο ίδιος άγιος Πατήρ γράφει εναντίον των δονατιστών: «Δεν θέλω πλέον να ακούσω αυτό το “εσύ λες” και “εγώ λέω”, παρά όλοι μας ας ακούμε το “έτσι λέει ο Κύριος”. Αναμφίβολα υπάρχουν Γραφές του Κυρίου στων οποίων το κύρος όλοι συμφωνούμε, υπακούουμε και υποτασσόμαστε. Σ’ αυτές λοιπόν ας αναζητήσουμε την Εκκλησία και με βάση αυτές ας συζητήσουμε την διαφορά μας» [61].
Τελείωσα την επιστολή στον πνευματικό μου με τα εξής λόγια: «Δεν θα απομακρυνθώ λοιπόν ποτέ από εκείνο το οποίον αποτελεί τον αληθινό χριστιανικό κανόνα για την δοκιμή της πίστεως και κάθε δόγματος: την αυθεντία του λόγου του Θεού και της Παραδόσεως της Εκκλησίας Του[62]. Και τα δόγματά σας είναι ασυμβίβαστα με αυτόν τον κανόνα».
Η απάντηση δεν άργησε να φθάσει: «Η Οσιότητά σας δεν άκουσε τις συμβουλές και τους προσανατολισμούς που σάς έδωσα», παραπονιόταν ο πνευματικός μου, «και αφήσατε την Βίβλο να συνεχίσει την επικίνδυνη επίδρασή της πάνω στην ψυχή σας. Τα ιερά βιβλία είναι σαν την φωτιά, η οποία όταν δεν φωτίζει, καίει και μαυρίζει... και για τον λόγο αυτό οι Πάπες σωστά εθέσπισαν ότι “πρόκειται για μία σκανδαλώδη πλάνη να πιστεύουμε ότι όλοι μπορούν να διαβάζουν τις Άγιες Γραφές”[63], και οι θεολόγοι μας επιβεβαιώνουν ότι αυτές “αποτελούν ένα σκοτεινό σύννεφο, ένα προκάλυμμα, πίσω από το οποίο και αυτοί ακόμη οι άθεοι μπορούν να ταμπουρωθούν”[64]. “ Η πίστη στην σαφήνεια των Γραφών αποτελεί ετερόδοξο δόγμα”[65], λένε οι αλάνθαστοι αρχηγοί μας.
Όσο για την Παράδοση, δεν θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω στην Οσιότητά σας ότι οφείλουμε “να ακολουθούμε προ πάντων και κατά πρώτο λόγο τον Πάπα, όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως, παρά χιλιάδες αγίους Αυγουστίνους, Ιερωνύμους, Γρηγορίους, Χρυσοστόμους κ. λπ. ”[66] και ότι όταν κατέχουμε την ερμηνεία που μας δόθηκε από την Ρώμη για οποιοδήποτε κείμενο της Βίβλου, ανεξάρτητα αν η ερμηνεία αυτή μπορεί να μας φαίνεται παράλογη και αντίθετη προς το ίδιο το νόημα του κειμένου, πρέπει να πιστεύουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια του λόγου του Θεού»[67].
Όλα αυτά στήριξαν ακόμη περισσότερο τις πεποιθήσεις μου. Απέναντι σε όλες τις θεωρίες του, απέναντι σε όλα τα δόγματα της Εκκλησίας μας, απέναντι ακόμη και στον ίδιο τον Πάπα, εγώ δεν θα έβαζα ποτέ κατά μέρος τον λόγο του Θεού, ο οποίος είναι απόλυτα και αναμφισβήτητα ορθός και καθαρός για εκείνους που έχουν βρει την αληθινή γνώση[68]. Αυτός είναι ο λόγος του Φωτός[69], ο οποίος μπορεί να φαίνεται σκοτεινός μόνο σε εκείνους που βαδίζουν προς την απώλειά τους και «των οποίων ο θεός του αιώνος τούτου ετύφλωσε το πνεύμα»[70]. Η Αγία Γραφή είναι ο λόγος της ζωής[71], της χάριτος[72], της αληθείας[73] και της σωτηρίας[74], και δεν ήθελα να γίνω υπόδικος την ώρα της κρίσεως διότι την παραμέλησα[75].
Εγώ γνώριζα ότι αυτή ακριβώς η πίστη στην Αγία Γραφή είναι η ορθότερη όλων[76] και η απόλυτα καθολική[77], αφού μόνον αυτή φθάνει, όπως λέει ο άγιος Αθανάσιος, για την επαγγελία της αλήθειας[78]· και γι' αυτό τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι «έχοντας τις Άγιες Γραφές, είναι ανόητο να ζητούμε άλλους δασκάλους εκτός από αυτές»[79].
«Σε αυτές», γράφει ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσίου, «υπάρχει κάθε τι που είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε»[80], και «κάθε τι που ενδιαφερόμαστε να μάθουμε»[81], σύμφωνα με τον μέγα Βασίλειο, ο οποίος προσθέτει ότι «είναι φανερή ατέλεια της πίστεώς μας και απόδειξη υπερηφάνειας το να απορρίπτουμε κάτι από όσα είναι γραμμένα στην Αγία Γραφή η αντίθετα να παραδεχόμαστε κάτι που δεν είναι γραμμένο εκεί»[82].
Από αυτό οι άγιοι Πατέρες συνάγουν εύλογα το συμπέρασμα ότι «πρέπει να πιστεύουμε μόνον ό,τι είναι γραμμένο στα ιερά βιβλία, και ό,τι δεν είναι γραμμένο εκεί να μην το ζητούμε[83] ούτε ποτέ να το χρησιμοποιούμε»[84].
Κτυπώντας τις Γραφές η Εκκλησία μου δεν πέτυχε τίποτα άλλο παρά να χάσει στα μάτια μου κάθε κύρος, αφού έγινε όμοια με εκείνους τους αιρετικούς για τους οποίους ο άγιος Ειρηναίος λέει ότι «αφού επιτιμήθηκαν από τον λόγο του Θεού, ξαναγυρίζουν πάλι εναντίον του για να τον κατηγορήσουν»[85].
«Εκείνος ο οποίος προσαρμόζεται σε όσα είναι γραμμένα στις Άγιες Γραφές», γράφει ο μέγας Χρυσόστομος, «εκείνος είναι χριστιανός. Εκείνος που τις πολεμά βαδίζει έξω από τον κανόνα. Κι αν έρχεται και σάς λέει ότι η Γραφή διδάσκει αυτό που εκείνος πιστεύει, τότε, πείτε μου, εσείς δεν έχετε νου και κρίση;»[86].
Αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου. Ύστερα από αυτό θεώρησα ότι δεν άξιζε τον κόπο να εξακολουθήσω την αλληλογραφία μας και δεν του ξαναέγραψα. Ούτε και ο ίδιος ζήτησε από τότε να μάθει για μένα, προτιμώντας να μην αναμιχθεί περισσότερο στην «δυσάρεστη υπόθεσή μου», δεδομένου ότι αυτό αναμφίβολα θα μπορούσε να τον ζημιώσει στις λαμπρές δυνατότητες που είχε να προαχθεί σε επίσκοπο «χάριτι της αποστολικής έδρας» (Apostolicae Sedis Gratia), την οποία τόσο πιστά είχε υπηρετήσει κάθε στιγμή.
Ωστόσο, εγώ δεν σταμάτησα εκεί. Είχα αρχίσει «να παρεκκλίνω από την παρέκκλιση» της Εκκλησίας μου, ακολουθώντας έναν δρόμο που δεν μου ήταν δυνατόν να σταματήσω πριν φθάσω σε μία θετική τοποθέτηση, τουλάχιστον θεωρητική. Το δράμα που έζησα τις ημέρες εκείνες ήταν ότι, ενώ ένοιωθα τον εαυτό μου να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον παπισμό, εν τούτοις δεν αισθανόμουν τάση προσεγγίσεως προς καμία άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα.
Η Ορθοδοξία, ο Προτεσταντισμός και ο Αγγλικανισμός δεν αποτελούσαν τότε για μένα παρά αρκετά συγκεχυμένες ιδέες, και δεν είχε φθάσει ακόμη η ώρα και η ευκαιρία να σκεφθώ ότι θα μπορούσαν να έχουν έστω και την ελάχιστη σχέση με την προσωπική μου περίπτωση.
Παρ’ όλα αυτά, εγώ αγαπούσα την Εκκλησία μου, η οποία με είχε κάνει χριστιανό και της οποίας το ράσο φορούσα.Ήταν άλλωστε αναγκαίο να εμβαθύνω και να μελετήσω ευρύτερα το ζήτημα, για να φθάσω σιγά-σιγά και με οδύνη στην αποκαρδιωτική πεποίθηση ότι η Εκκλησία αυτή ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτη και δεν είχε καμία θέση μέσα στο παπικό καθεστώς.
Και πραγματικά, μπροστά στην δικτατορική εξουσία του Πάπα, το κύρος της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος πρακτικά είναι ανύπαρκτο. Γιατί, σύμφωνα με την θεολογία τους, «το κύρος της Εκκλησίας είναι αυθεντικό και αποτελεσματικό, μόνο όταν εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Στην αντίθετη περίπτωση δεν έχει καμία απολύτως αξία»[87].
Ώστε λοιπόν, την ίδια αξία έχει ο Πάπας μαζί με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία· με άλλα λόγια, ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτα. Δικαιολογημένα λοιπόν έγραφε με θλίψη ο επίσκοπος Μαρέ: «Μεταβάλλοντας την σύνθεση της Εκκλησίας, μεταβάλλουμε και το δόγμα της. Και από τώρα και στο εξής θα είναι σωστότερο να ομολογούμε στην Θεία Λειτουργία: “Πιστεύω εις τον Πάπαν”, αντί να λέμε: “Πιστεύω εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν”»[88].
Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων στην ρωμαϊκή Εκκλησία συνίστατο στο να κατέχουν θέση απλού υφισταμένου, εκπροσώπου της παπικής εξουσίας, διεσπαρμένοι σε κάθε γωνιά του κόσμου. Στην εξουσία αυτήν υποτάσσονται το ίδιο όπως και οι απλοί πιστοί.
Οι παπικοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κατάσταση αυτή στηριζόμενοι πάνω σε μία παράλογη ερμηνεία του 21ου κεφαλαίου του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου[89], σύμφωνα με το οποίο «ο Κύριος» –λέγουν– «εμπιστεύθηκε στον απόστολο Πέτρο, πρώτο Πάπα, την ποιμαντορική εντολή πάνω στα αρνία και τα πρόβατά Του, δηλαδή την εντολή του ανωτάτου και μοναδικού ποιμένος όλων των πιστών, οι οποίοι συμβολίζονται ως αρνία, και πάνω σε όλους τους υπολοίπους, Αποστόλους και Επισκόπους, οι οποίοι συμβολίζονται ως πρόβατα»[90].
Αλλά και οι επίσκοποι στον Ρωμαιοκαθολικισμό δεν είναι ούτε καν διάδοχοι των Αποστόλων[91], γιατί «οι εξουσίες οι οποίες ανήκαν στους Αποστόλους χάθηκαν μαζί τους και γι' αυτό δεν περιήλθαν στους διαδόχους τους στο επισκοπικό αξίωμα. Μόνο η εξουσία του αποστόλου Πέτρου, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλες οι άλλες, μεταβιβάσθηκε στους διαδόχους του στον παπισμό»[92]. Επομένως, «υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην διαδοχή του αποστόλου Πέτρου και στην διαδοχή οποιουδήποτε άλλου Αποστόλου. Ο ρωμαίος Ποντίφηκας διαδέχεται τον Πέτρο ως νόμιμος ποιμένας ολόκληρης της Εκκλησίας και, κατά συνέπεια, έχει όλες τις εξουσίες που προέρχονται από Εκείνον από τον οποίον ο Πέτρος τις παρέλαβε. Ενώ οι υπόλοιποι επίσκοποι δεν διαδέχονται στην κυριολεξία τους Αποστόλους, επειδή εκείνοι ήταν απλοί εξουσιοδοτημένοι ποιμένες, των οποίων διάδοχος δεν μπορεί να υπάρξει».
Οι επίσκοποι λοιπόν, αφού, κατά τον παπισμό, δεν κληρονόμησαν καμία αποστολική εξουσία, δεν διαθέτουν καμία άλλη δύναμη εκτός από εκείνη που έλαβαν, όχι κατ’ ευθείαν από τον Θεό, αλλά από τον ανώτατο Ποντίφηκα της Ρώμης: «Η δικαιοδοσία των επισκόπων πηγάζει κατ’ ευθείαν και αμέσως από τον Πάπα»[93].
Αυτό αποτελούσε κατά την γνώμη μου αδικαιολόγητη ύβρη κατά του επισκοπικού αξιώματος, του οποίου την αξία εξευτέλιζαν, θυσιάζοντάς την χάριν ενός υψηλότερου βαθμού της παπικής εξουσίας.
Δεν χρειαζόταν απαραίτητα να κατέχω σε βάθος και πληρότητα την ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας για να αντιληφθώ ότι πάντοτε, από τους αποστολικούς ήδη χρόνους, η τάξη των επισκόπων εγκαθίδρυε την εξουσία της βασιζόμενη στο γεγονός ότι «διαδέχθηκε τους Αποστόλους και διοικούσε την Εκκλησία με την ίδια δύναμη[94] και με το ίδιο αξίωμα που είχαν και εκείνοι»[95].
Ο άγιος Αθανάσιος μιλά για την διακονία των επισκόπων ως κάτι το οποίο ο Κύριος καθιέρωσε δια των Αποστόλων[96]. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας διδάσκει σαφώς: «Σήμερα οι επίσκοποι κατέχουν στην Εκκλησία την θέση των Αποστόλων»[97].
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς λέει ότι η αποστολική εξουσία που έλαβαν οι επίσκοποι προέρχεται από τον Θεό Πατέρα[98], και προσθέτει ότι ο επίσκοπος δεν υποτάσσεται σε κανένα άλλον, παρά μόνο στον ίδιο τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν[99]. Επομένως, «η χρυσή αλυσίδα που ενώνει τους πιστούς με τον Θεό περνάει από κρίκο σε κρίκο από τους επισκόπους στους Αποστόλους, από τους Αποστόλους στον Ιησού Χριστό και από Εκείνον στον Θεό Πατέρα»[100].
Την κατά παράδοση αυτήν διδασκαλία της Εκκλησίας την εξέφρασαν οι άγιοι Πατέρες τόσο σαφώς, ώστε για μένα δεν υπήρχε καμία απολύτως αμφιβολία. Αρκεί να διαβάσουμε τους αρχαίους επισκοπικούς καταλόγους που μας άφησαν ο άγιος Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός, ο Ευσέβιος, ο άγιος Ιερώνυμος, ο άγιος Οπτάτος της Μιλεύης και τόσοι άλλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί ιστοριογράφοι, οι οποίοι προσπάθησαν να σημειώσουν και να περιγράψουν με την πιο λεπτομερή φροντίδα τις διαδοχές των επισκόπων που διοικούσαν τις διάφορες Εκκλησίες που είχαν ιδρυθεί από τους Αποστόλους.
Μετά τα ονόματα των ιδρυτών Αποστόλων σημειώθηκαν διαδοχικά τα ονόματα όλων των επισκόπων κάθε έδρας, μέχρι την εποχή των συγγραφέων των καταλόγων αυτών.
Γιατί λοιπόν τέτοια φροντίδα, τέτοιο ενδιαφέρον και τέτοια προσοχή στο να αποδειχθεί η αποστολική αυτή διαδοχή, αν, όπως ισχυρίζεται ο Ρωμαιοκαθολικισμός, «η εξουσία των Αποστόλων χάθηκε μαζί με τους ιδίους τους Αποστόλους και δεν μεταβιβάσθηκε στους διαδόχους τους στο επισκοπικό αξίωμα»[101]; Κατά λογική συνέπεια των παπικών διδασκαλιών για την εξουσία και την ισχύ των επισκόπων, στην ρωμαϊκή Εκκλησία πιστεύεται ότι κι αυτές οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν έχουν άλλη αξία, παρά αυτήν που ο Πάπας καταδέχεται να τους παραχωρήσει.
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι», λένε, «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι κάτι άλλο, παρά συνέδρια χριστιανισμού, τα οποία συγκλήθηκαν από την δύναμη του Κυριάρχου και υπό την προεδρία του»[102].
Δεδομένου ότι ο κυρίαρχος αυτός δεν είναι ο Κύριος αλλά ο Πάπας, κατ’ αρχήν δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν συγκληθεί υπό την προσωπική προεδρία του Πάπα[103] η των αμέσων αντιπροσώπων του[104]. Σε οποιαδήποτε στιγμή κατά την διάρκεια μίας Οικουμενικής Συνόδου, ο Πάπας, και μόνο αυτός, μπορεί να την αναβάλει, να την μεταφέρει η να την διαλύσει[105]. Αρκεί να βγει από την αίθουσα λέγοντας «“Δεν είμαι πλέον εδώ”, για να μετατραπεί η Οικουμενική Σύνοδος από την στιγμή εκείνη σε ιδιωτική συνέλευση, και, αν τα μέλη της επιμένουν ακόμη, σε ένα διαβούλιο παράνομο και σχισματικό»[106].
Και αυτά ακόμη τα διατάγματα της Συνόδου δεν έχουν την ελάχιστη αξία, αν δεν τα αποδεχθεί και δεν τα επικυρώσει ο Πάπας και αν δεν γνωστοποιηθούν υπό την σφραγίδα της εξουσίας του[107].
Διαβάζοντας όλα αυτά τα κείμενα άρχισα να καταλαβαίνω κάτι που μέχρι τότε μου ήταν ακατανόητο· το ότι οι ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι από όλες τις χώρες του κόσμου, συγκεντρωμένοι το 1869 στην Σύνοδο του Βατικανού, είχαν συγκατατεθεί στο να υποβιβάσουν την αξία τους και να μεταβληθούν σε βουβούς υπηρέτες του Επισκόπου Ρώμης, αποδεχόμενοι το δόγμα περί του παπικού αλαθήτου. Απλώς, ο Πάπας ήταν ο δικτάτορας της συνόδου από την ημέρα της συγκλήσεως μέχρι και την λήξη της, ώστε ήταν αδύνατο να μην πραγματοποιηθεί ό,τι επιθυμούσε η να ορισθεί κάτι χωρίς την θέλησή του.
Και πράγματι, αυτό αποδεικνύεται από τις δηλώσεις του γερμανού αρχιεπισκόπου Strossmayer, ενός από τα μέλη της Συνόδου, του οποίου η διαυγής συνείδηση σκανδαλίσθηκε βλέποντας την επισκοπική τάξη χωρίς δύναμη και ελεύθερη βούληση μπροστά σε έναν παντοδύναμο Πάπα: «Στην Σύνοδο του Βατικανού δεν είχαμε την απαραίτητη ελευθερία. γι' αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να ονομασθεί αληθινή σύνοδος και να έχει δικαίωμα να συντάσσει διατάγματα που έχουν την δύναμη να υποτάξουν τις συνειδήσεις ολοκλήρου του καθολικού κόσμου [...] Ό,τι μπορούσε να εξασφαλίσει την ελευθερία του λόγου και της κρίσεως αποκλείσθηκε με προσοχή [...] και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η σύνοδος αυτή απετέλεσε την πιο σκανδαλώδη δημόσια παραβίαση του αρχαίου εκκλησιαστικού ρητού “quod semper, quod ubique, quod ab omnibus”[108].
Με μία λέξη, η πιο πρόδηλη και απεχθής άσκηση του υποτιθεμένου παπικού αλαθήτου ήταν αναγκαία πριν το ίδιο το αλάθητο κηρυχθεί ως δόγμα. Και επιπλέον προστίθενται τα εξής: Ότι η Σύνοδος δεν συνήλθε νόμιμα· ότι οι ιταλικής καταγωγής επίσκοποι, υψηλοί αξιωματούχοι και επίσημοι αποτελούσαν μία κολοσσιαία και εξέχουσα μερίδα, σχεδόν μονοπωλιακή· ότι οι Vicarii δαμάσθηκαν από την πιο σκανδαλώδη προπαγάνδα και ότι όλος ο μηχανισμός της παπικής εξουσίας, την οποία εξασκούσε την στιγμή εκείνην ο Πάπας στην Ρώμη, συνετέλεσε στον εκφοβισμό και στην αναστολή κάθε ελευθερίας εκφράσεως. Μπορεί κανείς λοιπόν να συμπεράνει σαφώς, ποιο είδος η τρόπο ελευθερίας συζητήσεως (όρος απαράβατος σε κάθε σύνοδο) είχαμε στην Σύνοδο του Βατικανού»[109].
Σε όλην αυτήν την περίοδο της τόσο σφοδρής πνευματικής κρίσεως, είχα σχεδόν εγκαταλείψει εξ ολοκλήρου τις μελέτες μου. Όλες τις ώρες που μου επέτρεπε η τάξη του τάγματος, τις αξιοποιούσα στην απομόνωση και την κατάνυξη του κελιού, αυξάνοντας τις γνώσεις μου και εμβαθύνοντας σε μία τόσο ευρεία ύλη. Μήνες ολόκληρους μελετούσα από τις βιβλικές, αποστολικές και πατερικές πηγές την σύνθεση και την οργάνωση της πρώτης Εκκλησίας.
Αλλά ο κόπος αυτός δεν γινόταν τελείως κρυφά. Η συμπεριφορά μου φαινόταν να έχει επηρεαστεί έντονα από την μεγάλη ανησυχία μου, η οποία είχε ήδη απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον. Δεν δίσταζα να ζητώ εκτός του μοναστηριού τα έργα και τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να συντελέσουν κατά κάποιον τρόπο στο να φωτιστώ περαιτέρω για το πρόβλημά μου.
Αργότερα, τολμούσα να αποκαλύπτω εν μέρει την κατάστασή μου, αν και με μεγάλη σύνεση και προσοχή, αποκαλύπτοντας εμπιστευτικά κάποιους υπαινιγμούς σε διαφόρους λογίους της Εκκλησίας, με τους οποίους μας συνέδεε φιλία. Με αυτόν τον τρόπο έλαβα συμβουλές, κρίσεις και γνώμες για το ζήτημά μου μεγάλης πάντοτε σημασίας και ενδιαφέροντος για εμένα.
Εν τούτοις, έβρισκα τους περισσοτέρους από τους ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου περισσότερο φανατικούς από ό,τι είχα υποθέσει.
Αν και αναγνώριζαν και εκείνοι τον παραλογισμό ολόκληρης της παπικής διδασκαλίας, παρέμεναν απελπιστικά δεμένοι στην ιδέα ότι «η υποταγή η οφειλόμενη στον Πάπα απαιτεί τυφλή συγκατάθεση του νου»[110] και σε εκείνο το άλλο ρητό του Ιγνατίου Λοϊόλα, του ιδρυτή των Ιησουιτών, σύμφωνα με το οποίο, «για να έχουμε σε όλα τα πράγματα την αλήθεια και να μην απατώμαστε σε τίποτα, πρέπει πάντοτε να έχουμε ως σταθερή αρχή ότι εκείνο που βλέπουμε λευκό είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν έτσι ορίζει η ιεραρχία της Εκκλησίας»[111].
Εμφορούμενος από αυτήν την φανατική νοοτροπία, απέναντι στην οποία έμενε άγονη η λογική αντίρρηση, ένας ιερέας του τάγματος αυτού, χάριν της φιλίας που μας συνέδεε, μου εμπιστεύθηκε τα εξής: «Ό,τι λες είναι αναμφίβολα λογικό και προφανές από κάθε άποψη και δεν μπορώ παρά να το αναγνωρίσω. Αλλά εμείς, οι Ιησουίτες, εκτός από τις τρεις συνηθισμένες υποσχέσεις, έχουμε και μία τέταρτη ειδική, πιο ουσιώδη από αυτές της υπακοής, της αγνότητας και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεση της ακράδαντης υποταγής στον Πάπα[112]. γι' αυτό είμαι υποχρεωμένος να προτιμήσω καλύτερα να γκρεμιστώ μαζί με τον Πάπα στην αιώνια καταδίκη, παρά να σωθώ με όλες αυτές τις ακλόνητες αλήθειες σας».
Σημειώσεις
[1] Devoti, Instit. Canon., Proleg., Cap. 2.
[2] Γρηγόριος ΙΣΤ΄ (Mauro Cappellari), Βιβλίο περί του Πρωτείου του Ρωμαίου Επισκόπου, Εισαγωγική Ομιλία, κεφ. 25.
[3] Βούλλα «Pastor Aeternus», της Συνόδου του Βατικανού, Εισαγωγή.
[4] Maistre, Du Pape, Discours preliminaire, I· και αυτόθι, βιβλ. 1, κεφ. 3.
[5] Αυτόθι, Εισαγωγική Ομιλία, 3.
[6] Καρδιναλίου Μπελαρμίνο,De Sum. Pontific., βιβλ. 2, κεφ. 31, τ. 1.
[7] Αυτόθι, Πρόλογος, τ. 2. Βλέπε επίσης: Marin Ordonez, El Pontificado, τ. I, Madrid 1887, κεφ. 10, σ. 30· J. Donoso Cortes, Obras Completas, τ. 2, Madrid 1901, σ. 37.
[8] Πίος Ι΄, «Vacante Sede Apostolica», της 25ης Δεκεμβρίου 1904· Πίος ΙΑ΄, «Cum Proxime», της 1ης Μαρτίου 1922.
[9] Agosto Trionfo, Summa de Potestate Ecclesiastica, Quaest. 19, 1, άρθρ. 3.
[10] Mons. Roey, L Episcopat et la Papaute au Point de vue Theologique, παράρτ. 10ο, εις «The Conversations at Malines», δημοσίευση από τον Λόρδο Χάλιφαξ, Λονδίνο 1930.
[11] Βλ. π.χ. το Δελτίο της Επισκοπής του Στρασβούργου,Μάρτιος 1945, τ. 3, σ. 45.
[12] Mauro Cappellari (Γρηγόριος ΙΣΤ΄), αυτόθι, Πίναξ, κεφ. 6, 10.
[13] Gerson, De Statu Sum. Pont., Consid. 1.
[14] Κικέρων, De Divinatione, βιβλ. 2, κεφ. 54.
[15] Γρηγόριος Ζ΄, Επιστολή «Notum fieri», προς τους Γερμανούς.
[16] Mauro Cappellari (Γρηγόριος ΙΣΤ΄), αυτόθι, 11.
[17] Βονιφάτιος Η΄, Βούλλα «Unam Sanctam»· και περισσότερο σαφές και ανεπτυγμένο: Bernadus Claravalensis, De Consideratione, IV, 3· Hugui Sancti Victoris, De Sacramentis, II, 2, 4· Alexandre d Hales, Summa Theologica, IV, quaestio 10, αριθ. 5, αριθ. 2.
[18] Ιω. 18, 36.
[19] Λουκ. 22, 25-26.
[20] Mathieu, Le Pouvoir Temporal des Papes.
[21] Maistre, Du Pape, Discours Prelim., 2.
[22] Constit. Dogmat. Conc. Vatic, Sess. 4, Const. I, Βούλλα «Pastor Aeternus»· (Κείμενο στο Denzinger, Enchiridion, 139, 16671683).
[23] Veuillot, Livre sur la Papaute, κεφ. 1, 11 (Ιω. 6, 68).
[24] Ιω. 16, 13.
[25] Με τον τρόπο αυτόν οι ρωμαιοκαθολικοί, βάσει του υποτιθεμένου αλαθήτου του Πάπα τους, τείνουν να μοιάσουν με εκείνους τους παλαιούς αιρετικούς που καταδικάστηκαν από ολόκληρη την Εκκλησία, γιατί, όπως λέει ο άγιος Βικέντιος ο εκ Λειρίνου, «είχαν το θράσος να υποσχεθούν και να διδάξουν ότι στην Εκκλησία τους, δηλαδή στην αιρετική τους φατρία, καταπέμπεται μία ειδική χάρις, μεγάλη, εντελώς προσωπική, έτσι ώστε χωρίς κανένα κόπο, χωρίς καμία προσπάθεια, χωρίς την παραμικρότερη φροντίδα, έστω κι αν δεν το ζητήσουν η δεν το επικαλεσθούν, παίρνουν τέτοια ενίσχυση από τον Θεό όλοι εκείνοι που ανήκουν στους κόλπους της φατρίας τους, που σαν να τους κρατούν οι άγγελοι στα φτερά τους, δεν πληγώνουν ποτέ τα πόδια τους πάνω στις πέτρες, δηλαδή ουδέποτε υποπίπτουν σε σκάνδαλο παρερμηνείας της πίστεως» (Commonitorium de Orthod., Fide 25, 8).
[26] Perujo, Λεξικόν των Εκκλησιαστικών Επιστημών, 100.
[27] Devoti, Instit. Canon., Πρόλ. κεφ. 2. Περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση ταιριάζουν εδώ τα λόγια του αγίου Βικεντίου: «Δεν παύω να εκπλήσσομαι», λέει αυτός ο σεβάσμιος και παλαιότατος πατήρ της Εκκλησίας, «για την άκρα ασέβεια του τυφλωμένου τους νου, για το ακόρεστο πάθος τους για την πλάνη και το κακό, ώστε δεν ικανοποιούνται με τον κανόνα της πίστεως που μας δόθηκε και λάβαμε άπαξ και διαπαντός από παλαιοτάτων χρόνων, αλλά ζητούν καθημερινώς αμέτρητους νεωτερισμούς και είναι διαρκώς ανήσυχοι, επιθυμώντας να προσθέσουν η να αλλάξουν η να αφαιρέσουν κάτι από την θρησκεία, σαν να μην είναι θείο δόγμα, που αρκεί ότι αποκαλύφθηκε άπαξ στους ανθρώπους, αλλά ένας ανθρώπινος θεσμός, ο οποίος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητά του, παρά διαμέσου μίας αέναης διορθώσεως και αναθεωρήσεως» (Commonitorium 21, 1).
[28] Baronii, Annales, Ad Ann. 553, Num. 224.
[29] Gratianus, Codex Juris Canonici, τ. 1, Παρίσι 1612, dis. 19, μέρος 1, κεφ. 6, σ. 90 και Col. 55, editio Leipzig 1839.
[30] Si autem Papa erraret, praecipiendo vitia, vel prohibendo virtutes, tenetur Ecclesia credere vitia esse bona, et virtutes mala (Theologia, Bellarmino, De Romano Pontifice, βιβλ. 4, κεφ. 23).
[31] «Deus et Papa faciunt unum consistorium [...] Papa potest quasi omnia facere quae facit Deus [...] et Papa facit quidquid libet, etiam illicita, et est ergo plus quam Deus» (Cardinalius Zabarella, De Schism, Innocent. VII).
[32] Αγ. Αυγουστίνου, De Civitate Dei, XVIII, 54.
[33] Λουκ. 9, 33.
[34] Γαλ. 2, 11.
[35] «Είδον ότι ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου» (Γαλ. 2, 14).
[36] Ο πάπας Μάρκελλος (296-303) έπεσε στην ειδωλολατρία και έφθασε στο σημείο να θυσιάσει στους βωμούς των εθνικών θεών, για να σώσει την ζωή του και την ιδιοκτησία του κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού. Είναι ένα γεγονός ιστορικά ακριβές, επί παραδείγματι, το ότι ο Μάρκελλος μπήκε στον ναό της Αφροδίτης και εκεί θυσίασε στην θεά και στον ίδιό της τον βωμό. Από το σκανδαλώδες αυτό γεγονός, γνωστό γενικά και διαφημισμένο την εποχή εκείνη, η χριστιανοσύνη της Ρώμης διατήρησε την χειρότερη ανάμνηση αυτού του Πάπα για ολόκληρες γενεές, το λιγότερο μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα, αν κρίνουμε από τις μαρτυρίες που έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας. Οι ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί, μπροστά στην αδυναμία να αρνηθούν το προφανές των ιστορικών αποδείξεων για τα λυπηρά αυτά γεγονότα, προτιμούν να τις αποδώσουν στην φαντασία των αιρετικών δονατιστών, εχθρών του Μαρκέλλου, οι οποίοι είχαν δήθεν οργανώσει εκστρατεία δυσφημήσεως εναντίον του μετά τον θάνατό του. Αλλά δεν μπορούν να μας εξηγήσουν γιατί στην περίπτωση αυτήν, στο ίδιο το ρωμαϊκό Liber Pontificalis, ο πάπας Μάρκελλος ρητώς σημειώθηκε ως αποστάτης. Επιπλέον, αυτή ήταν ακριβώς και η γνώμη του ιδίου του ανωτέρου κλήρου της Ρώμης, ο οποίος αρνήθηκε να γράψει το όνομα του αποστάτη αρχηγού του στο επίσημο ημερολόγιο όπου σημειώνονταν οι περίοδοι αρχιερατείας όλων των Παπών. Πράγματι, από τον Φάβιο (250) μέχρι τον Μάρκο (395) βρίσκονται εκεί όλα τα ονόματα και οι ημερομηνίες όλων των ρωμαίων επισκόπων, με μόνη την εξαίρεση του Μαρκέλλου.
[37] Είναι γενικά γνωστό ότι στην Σύνοδο της Σαρδικής το 342 (343;) οι επίσκοποι της Ανατολής μαζί με τον πατριάρχη Στέφανο της Αντιοχείας, μπροστά στις δυτικές αξιώσεις να αναθεωρήσουν τα αποφθέγματα και τις ιδιαίτερες εκκλησιαστικές διαθέσεις των ανατολικών, αφόρισαν τον Ιούλιο, επίσκοπο Ρώμης, τον Όσιο της Κορδούης, τον Πρωτογένη της Σαρδικής και άλλους (βλ. Mansi, Summa Conciliorum, Actae Synod. Sardic. Decreta).
[38] Ως προς την αίρεση του Λιβερίου (352-366) έχουμε τρεις αναμφισβήτητους μάρτυρες: τον άγιο Ιερώνυμο, τον άγιο Ιλαρίωνα και τον άγιο Πέτρο τον Δαμιανό. Ορθόδοξος αρχικά, ο πάπας Λιβέριος αποκλείσθηκε από την Ρώμη και εξορίσθηκε από τους αρειανούς. Λίγο αργότερα όμως, κουρασμένος από τις ενοχλήσεις της εξορίας και κινούμενος από την νοσταλγία της ένδοξης και πολυτελούς ζωής του στην παπική του έδρα, πρόδωσε τους πιστούς, αποστάτησε και υπέγραψε το αιρετικό «Πιστεύω» των αρειανών. Μετά από αυτό, καταδίκασε και αναθεμάτισε τον άγιο Αθανάσιο ως αιρετικό. Χάρη σε όλα αυτά, οι αρειανοί του επέτρεψαν να επιστρέψει στην Ρώμη και να καταλάβει εκ νέου τον θρόνο του. Ο άγιος Ιερώνυμος ρητά γράφει: «Ο Λιβέριος, κουρασμένος από τις ενοχλήσεις της εξορίας, υπέγραψε την αιρετική πλάνη και επέστρεψε στην Ρώμη ως κατακτητής» (Χρονικών, A. D. 357 και: De Script. Eccles.). Το ίδιο βεβαιώνει και ο άγιος Ιλαρίων και διακηρύττει μιλώντας για την θλίψη που νοιώθει βλέποντας την παπική υπογραφή στο αιρετικό «Πιστεύω»: «Haec est perfidia ariana!» (Fragment. Histor., VII). Και ο άγιος Πέτρος ο Δαμιανός, τον 11ο αιώνα, επικυρώνει εκ νέου ότι ο πάπας Λιβέριος υπήρξε «αιρετικός και αποστάτης» (Liber Gratissimus, κεφ. 16).
[39] Αγ. Αθανασίου, Αρειανή Ιστορία, 73. Ο άγιος Αθανάσιος λέει επίσης ότι ο πάπας Φήλιξ ήταν τόσο σκανδαλωδώς αιρετικός, ώστε οι πιστοί της Ρώμης αρνούνταν να εισέλθουν στις εκκλησίες που επισκεπτόταν (Επιστολή προς τους μοναχούς, Παρίσιοι 1627, opp. I, 861. Βλ. επίσης: Duchesne, Histoire Ancienne de l Eglise, τ. ΙΙ, κεφ. ΧΙΙΙ).
[40] Ο πάπας Ονώριος (625) δέχθηκε και επικύρωσε δημοσίως τις αιρετικές διδασκαλίες των μονοθελητών. Παραμένοντας σε αυτήν την τόσο βασική για την πίστη πλάνη, καταδικάστηκε ομόφωνα και αναθεματίστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο μαζί με όλους τους άλλους αρχηγούς της μονοθελητικής αιρέσεως: «Στον Θεόδωρο Φαρανίτη τον αιρετικόν ανάθεμα, στον Σέργιο τον αιρετικόν ανάθεμα, στον Ονώριο τον αιρετικόν ανάθεμα, στον Κύρο τον αιρετικόν ανάθεμα, στον Πύρρο τον αιρετικόν ανάθεμα» (βλ. Mansi, Sum. Concil., Acta VI Concil. Gener., Sess. XIII). Για τα γεγονότα αυτά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Οι ίδιοι οι διάδοχοι του Ονωρίου στην παποσύνη τα διαβεβαιώνουν στις επιστολές τους. Στην αποστολική επιστολή λοιπόν που ο άγιος Λέων Β΄ έστειλε στους επισκόπους της Ισπανίας ζητώντας την συναίνεσή τους στα διδάγματα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, λέει ότι ο Ονώριος και οι οπαδοί του «τιμωρήθηκαν με την αιώνια καταδίκη» («aeterna condemnatione muletati sunt»), γιατί η Σύνοδος τους βρήκε προδότες της καθαρότητας της αποστολικής παραδόσεως. Ο ίδιος γράφει στον βασιλιά Ερβίγιο ότι ο Ονώριος «καταδικάστηκε από την σεβαστή Σύνοδο και αποκλείστηκε από την κοινωνία της καθολικής Εκκλησίας».Ομοίως ο πάπας Αδριανός Β΄, στην συνοδική επιστολή της Ρωμαϊκής Συνόδου, κάνει μνεία της αιρετικής ενοχής και του αναθεματισμού του Ονωρίου από την Σύνοδο: «Honorio ab Orientalibus post mortem anathema sit dictum, sciendum tamen est, quia fuerit super haeresi accusatus... «(Adrianii II, epist. Synod. Concilii Romani, quae in octavae Synodi Actione VII et lecta et approbata est). Οι ρωμαιοκαθολικοί ιστορικοί, μην μπορώντας να αρνηθούν το προφανές των γεγονότων αυτών, έχουν πάρει διαταγή να τα αποσιωπούν απολύτως η, στην περίπτωση που θα ήταν απαραίτητα αναγκαίο, να τα μνημονεύουν απλώς και μόνον. Έτσι, παραδείγματος χάριν, στην Somme des Conciles του Abbe Guyot (Paris 1868) δεν βρίσκεται πουθενά η καταδίκη του Ονωρίου μεταξύ των πράξεων που ανήκουν στην συνεδρία XIII της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ούτε καν η ελάχιστη μνεία για αυτήν (βλ. τ. Ι, σ. 315). Και στην Ακολουθία του Breviarium Romanum για τον εορτασμό του αγίου Λέοντος, ο οποίος τιμάται στην Δύση την 28η Ιουνίου, περιεχόταν η περιγραφή όλων αυτών των γεγονότων, ως την ημέρα που το Βατικανό έκρινε τόσο προσβλητικό το κείμενο ώστε διέταξε την εξαφάνισή του. Το αφαίρεσαν πράγματι στον ανασχηματισμό του Breviarium που έκανε ο πάπας Κλήμης Η΄.
[41] Ο πάπας Σίξτος Ε΄ (1585-1590) εξέδωσε γύρω στο 1590 ένα κείμενο της Vulgata, και διακήρυξε επίσημα από το perpetuum Decretum ότι αυτό θα ήταν από τότε το μοναδικό αυθεντικό κείμενο και υπεράνω των Αγίων Γραφών, εφόσον το είχε διορθώσει ο ίδιος, «στηριζόμενος στην εξουσία της αφθονίας της αποστολικής του δυνάμεως». Το Decretum ανακοίνωνε επισήμως στους πιστούς ότι όλες οι άλλες εκδόσεις της Βίβλου αυτομάτως έχαναν κάθε αξία και ότι εκείνος που θα τολμούσε να αλλάξει το παραμικρό στο νέο κείμενο, είτε σε διδασκαλίες είτε σε άλλες δημόσιες ερμηνείες, όπως σε ιδιωτικές συζητήσεις, θα ήταν «ipso facto» αφορισμένος. Η έκδοση όμως αυτή του Σίξτου Ε΄ ήταν τόσο γεμάτη από πλάνες μεταφράσεως, εκφράσεως και διδασκαλίας, όσες ούτε ένας μαθητής δεν θα παρουσίαζε. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο να αποσυρθεί άμεσα η έκδοση εν μέσω μεγίστου σκανδάλου. Ο καρδινάλιος Bellarminus κατάλαβε ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για την διάδοση των διδασκαλιών του σχετικά με την παπική εξουσία. Τότε ζήτησε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΔ΄ (1590-1591), διάδοχο του Σίξτου, να προστατέψει την φήμη του τελευταίου εκδίδοντας εκ νέου το κείμενο, διορθωμένο πλέον (βλ. Καρδ. Bellarminus, Αυτοβιογραφία, 1591, σ. 211). Ο Bellarminus σκεπτόταν επίσης να προσθέσει έναν πρόλογο σε αυτήν την νέα έκδοση, στον οποίο θα εξηγούσε στους πιστούς ότι στην ατυχή πρώτη έκδοση του 1590 είχαν γραφεί «μερικές πλάνες» των οποίων ένοχοι ήταν... «οι τυπογράφοι και άλλα πρόσωπα»! Αλλά ο ίδιος ο Bellarminus εξομολογείται στην Αυτοβιογραφία του ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα ευσεβές ψέμα, αφού όλοι γνώριζαν ότι ο Σίξτος ήταν συγγραφέας αυτού του «λαβυρίνθου των κάθε είδους πλανών», και ότι κάθε παράγραφος που ο Πάπας αυτός είχε αγγίξει, είχε μεταβληθεί με τον χειρότερο τρόπο, «Permulta perperam mutata» (Bellarm., Aut., ibid, 291).Οδιάδοχος του Γρηγορίου στην παποσύνη Κλήμης Η΄ (1592-1605), για να ξεχαστεί όσο το δυνατόν περισσότερο το ζήτημα, εξέδωσε ένα νέο κείμενο της Vulgata το 1592, διαφορετικό από το προηγούμενο σε αναρίθμητα σημεία του, τα οποία ωστόσο παρέμεναν πολύ ελαττωματικά. Ο γενικός όμως χλευασμός, υποκινούμενος από την δυστυχή Vulgata του Σίξτου Ε΄, ήταν τέτοιος, ώστε για αιώνες η μνήμη του Πάπα αυτού γινόταν παντού αιτία για ειρωνικά αστεία.
[42] Όταν η Ιερά Εξέταση με τα βασανιστήριά της, κατά διαταγή του πάπα Ουρβανού Η΄, διέταξε τον Γαλιλαίο να αποδοκιμάσει την θεωρία του ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, αυτός ο περίφημος αστρονόμος, έχοντας χάσει την πίστη του στον Πάπα και στην Εκκλησία του, ψιθύριζε ακόμη, αφού είχε υπογράψει την αποδοκιμασία του, τα λόγια αυτά τα οποία η ιστορία έκανε διάσημα: «Κι όμως γυρίζει...!» Ο Ουρβανός Η΄ εξέδωσε αμέσως, σαν νίκη της παπικής εξουσίας, την πράξη της αποδοκιμασίας του μεγάλου αστρονόμου, ο οποίος τόσο άδικα οδηγήθηκε από τους δημίους στην Ιερά Εξέταση. Και από την 30ή Ιουνίου του 1633 υποχρεώθηκαν όλοι να πιστεύουν ότι η γη δεν περιστρεφόταν γύρω από τον ήλιο, υπό τον φόβο του αναθεματισμού τους ως αιρετικών. «Αλλά ο Θεός, ο οποίος ακόμη εκείνο τον καιρό ήταν πιο δυνατός από τον Επίσκοπο Ρώμης», λέει με ειρωνεία ο Stanislas Jedrezewsky, «έμελλε να δικαιώσει τελικά τον Γαλιλαίο». Πράγματι, η μετέπειτα πρόοδος της αστρονομικής επιστήμης έκανε τόσο φανερή την «αιρετική» θεωρία του Γαλιλαίου, ώστε το 1822, ο πάπας Πίος Ζ΄ υποχρεώθηκε να γελοιοποιήσει την παπική εξουσία, διορθώνοντας τα διατάγματα της Ιεράς Εξετάσεως του 1633 εναντίον του Γαλιλαίου και επιτρέποντας τις αστρονομικές προσπάθειες του Κοπέρνικου. Τελικά, εν μέσω μεγίστου σκανδαλισμού των πιστών για τις πράξεις των Παπών στο ζήτημα αυτό και της ειρωνικής περιφρονήσεως του επιστημονικού κόσμου, το Βατικανό δεν μπόρεσε να βρει άλλο μέσο για να αποκαταστήσει το γόητρο της εξουσίας του, παρά επιτρέποντας και επιδοκιμάζοντας ό,τι μέχρι τότε είχε καταδικάσει και αναθεματίσει. Και το 1835, μέσα σε κλίμα γενικού χλευασμού, ο Πάπας διέταζε να εξαφανιστούν από τον Δείκτη Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum) όλα τα έργα του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου.
[43] Βλ. Innovaciones del Romanismo, G. H. C., Madrid 1891, XIV, σ. 202.
[44] «Umum a te petimus fili charissime, Doctoribus Sedis Apostolicae non semper credas, multa illorum passionibus tribuas» (Epist. Pii II ad Carolum VII Regem Galliae, Epist. CCCLXXIV).
[45] Ο Πίος Δ΄ ενήργησε ενάντια στον Ζ΄ κανόνα της Οικουμενικής Συνόδου τής Εφέσου, στον οποίον περιέχεται το απόφθεγμα της καταθέσεως και το ανάθεμα εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να συντάξει και να επιβάλει στους πιστούς ένα άλλο «Πιστεύω» από αυτό της Συνόδου της Νικαίας. Ο Πίος Δ΄ συνέθεσε το «Πιστεύω» που φέρει το όνομά του: «Πιστεύω του Πίου Δ΄» (Credo Pii Quarti). Είναι αλήθεια ότι αυτό το «Πιστεύω» δεν αντιτίθεται στο της Νικαίας, αλλά αρκεί το γεγονός ότι είναι διαφορετικό. Πράγματι, στην 5η Συνεδρία της Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας απαγγέλθηκε το «Πιστεύω» της Νικαίας και στην συνέχεια απαγορεύθηκε όχι μόνο η σύνθεση ενός «Πιστεύω» αντιθέτου με αυτό, αλλά έστω και «κάποιου άλλου Πιστεύω, ανεξαρτήτως του τι μπορεί να λέει» (Βλ. Mansi, Summa Concil, Act. Concil. Ephes., Can. VII, act. Conc. Calced, sess. V).
[46] Κάθε Πάπας, κατ’ επιταγή του H΄ κανόνα της Συνόδου της Κωνσταντίας, υποχρεώνεται να προβαίνει σε ομολογία πίστεως κατά την τελετή της στέψεώς του, η οποία περιέχεται στο Liber Diurnus: «Με το στόμα μου και με την καρδιά μου υπόσχομαι να διατηρήσω χωρίς να μεταβάλω στο ελάχιστο ό,τι θεσπίσθηκε και διατάχθηκε στις 8 Οικουμενικές Συνόδους· την πρώτη της Νικαίας, την δεύτερη της Κωνσταντινουπόλεως, την τρίτη της Εφέσου, την τέταρτη της Χαλκηδόνας, την πέμπτη και την έκτη της Κωνσταντινουπόλεως, την έβδομη, δεύτερη στην Νίκαια, και την όγδοη της Κωνσταντινουπόλεως. Υπόσχομαι να τις θεωρώ όλες ίσες σε κύρος και τιμή, ακολουθώντας με φροντίδα ό,τι διατάχθηκε σ αυτές και καταδικάζοντας ό,τι καταδικάσθηκε».
[47] Αγ. Κυπριανού, Επιστολή LXXIII.
[48] Ματθ. 28, 20.
[49] Ιω. 14, 16.
[50] Ιω. 16, 13.
[51] Ιω. 14, 26.
[52] Α΄ Τιμ. 3, 15.
[53] Αγ. Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων Γ΄, κεφ. 4.
[54] Λουκ. 10, 16.
[55] Βλ.Mansi, Summa Conciliorum, Act. Concil. Arelat., Can.VIII.
[56] «Placuit etiam, ut de dissentione Romanae atque Alexandrinae Ecclesiae, ad sanctum papam Innocentium scribatur: quo utraque Ecclesia intra se pacem, quam praecepit Dominus, teneat» (Codex Canon. Eccles. Afric., αριθ. 101).
[57] Βλ. Mansi, Sum. Concil., Concil. Sard., Decreta.
[58] «Honorio haeretico, anathema» (Mansi, Sum. Concil, Act. VI Concil. Gener, sess. XIII).
[59] Ματθ. 15, 3-9· Μάρκ. 7, 7-9.
[60] Αγ. Αυγουστίνου, De Unitate Ecclesiae, 1, 16.
[61] Αγ. Αυγουστίνου, επιστ. Adversus Donatum, 3, 5.
[62] Αγ. Βικεντίου του εκ Λειρίνου, Commonitorium, 29, 2.
[63] Clementii XI Bulla «Unigenitus».
[64] Καρδινάλιος Bellarminus, De Verbo Dei..., Liber IV, 4.
[65] Γρηγόριος ΙΣΤ΄ (Mauro Cappellari), El Triunfo de la Santa Sede, Madrid 1834, Index, κεφ. 8, 2.
[66] Cornelius Mussus., In Epist. ad Roman., I, κεφ. VIV.
[67] Cardinalii Hosii, De Expresso Verbo Dei, 1584, σ. 623.
[68] Παρ. 8, 9· Αγ. Κλήμεντος Αλεξανδρείας, Στρωματείς, βιβλ. 6, κεφ. 15.
[69] Ψαλμ. 118 (119), 105.
[70] Β΄ Κορ. 4, 3-4.
[71] Φιλιπ. 2, 16.
[72] Πράξ. 20, 32.
[73] Εφεσ. 1, 13· Ιακ. 1, 18.
[74] Πράξ. 13, 26· Εφεσ. 1, 13.
[75] Βλ. Ιω. 12, 48.
[76] Βλ. Β΄ Τιμ. 3, 15-17.
[77] Αγ. Αυγουστίνου, Sermo IV De Verbo Apostol.
[78] Αγ. Αθανασίου, Κατά Εθνικών, τ. Ι, μ. 1.
[79] Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία Θ΄, εις την Επιστ. προς Κολασ.
[80] Αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολή 4, 67, 91.
[81] Αγ. Βασιλείου, Επιστολή προς Γρηγόριον· Αγ. Αυγουστίνου, De Doctrina Christiana, 1, κεφ. 9.
[82] Αγ. Βασιλείου, Περί Πίστεως, κεφ. Α΄· βλ. επίσης: Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΓ΄, εις την Β΄ Κορινθίους, 7· του ιδίου Ομιλία ΚΑ΄, εις το στ΄ της προς Εφεσίους επιστολής· του ιδίου Ομιλία ΣΤ΄, περί Λαζάρου· Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 12.
[83] Αγ. Βασιλείου, Ομιλία ΚΑ΄, Κατά των συκοφαντούντων την Αγίαν Τριάδα· Αγ. Ιωάν. Δαμασκηνού, Περί Ορθοδόξου Πίστεως, βιβλ. Α΄, κεφ. Α΄· Θεοδωρήτου, Διάλ. 1· Ατρνπτ.
[84] Αγ. Αμβροσίου, De Offic., Lib. I, 23· Ωριγένους, Ομιλία Ε΄, περί Λευϊτικού.
[85] Αγ. Ειρηναίου, Κατά Αιρέσεων Ι, 3, κεφ. 2.
[86] Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΛΓ΄, περί των Πράξεων των Αποστόλων.
[87] Devoti, Institutiones Canonicae, Proleg., κεφ. 2· et. T. N. v. sect. 1, 5.
[88] Maret, Du Concile General, 2, 375.
[89] Ιω. 21, 15-17.
[90] Bernardino Llorca S. J., Historia de la Iglesia Catolica, τ. Ι, Madrid 1950, σ. 262.
[91] Pii X, Decretum «Lamentabili», 50. Actae Sanctae Sedis, 40, 476.
[92] Devoti, Institutiones Canonicae, Prolegom., κεφ. 2.
[93] Bellarminus, De Pontifice Romano, Liber IV, 24 και 25· και liber 1, 9.
[94] Αγ. Κλήμεντος Ρώμης, Προς Κορινθίους επιστολή 12, 44.
[95] Βλ. Martigny, Dictionn. d Archeologie Chretienne, Eveques, σ. 569: Πράξεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος.
[96] Αγ. Αθανασίου, Προς Δρακόντιον Επιστολή, 3, 1.
[97] Αγ. Γρηγορίου τού Μεγάλου, Ομιλίαι εις τα Ευαγγέλια ΙΙ, 23, 5.
[98] Αγ. Ιγνατίου Αντιοχείας, προς Μαγνησίους Επιστολή, 3.
[99] Αγ. Ιγνατίου Αντιοχείας, προς Φιλαδελφείς Επιστολή, 1. Βλ. Martigny, αυτόθι, σ. 566.
[100] Ruiz Baeno, Padres Apostolicos, Εισαγωγή εις την Επιστολήν του Αγ. Κλήμεντος, Madrid 1950, σ. 149
[101] Devoti, Institutiones Canonicae, Prolegom., κεφ. ΙΙ· Bellarminus, De Pontifice Romano, Lib. IV, κεφ. 24, 25· και Lib. I, κεφ. 9.
[102] De Maistre, Du Pape, βιβλ. Ι, κεφ. 3.
[103] Βενέδικτος ΙΕ΄, Codex Iuris Canonici, κανών 222, 1· Hefele, Histoire des Conciles, Introduction, II, 3.
[104] Βενέδικτος ΙΕ΄, αυτόθι· Devoti, έ.α., Prolegom., III, 38· Hefele, αυτόθι.
[105] Διάταγμα Λέοντος Ι΄ στην Ε΄ Σύνοδο του Λατερανού.
[106] De Maistre, Du Pape, βίβλ. Ι, κεφ. 3.
[107] Βενέδικτος ΙΕ΄, Codex Iuris Canonici, κανών 227· Λέων ΙΓ΄, Εγκύκλιος «Satis Cognitum».
[108] «Catholicum est, quod semper, quod ubique et quod ab omnibus creditum est», δηλαδή: «Όντως καθολικόν είναι ό,τι πάντοτε, παντού και υπό πάντων επιστεύθη» (Αγ. Βικεντίου του εκ Λειρίνου, Commonitorium, κεφ. 2).
[109] Από τις δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Kolnische Zeitung την 13η Ιουλίου 1881.
[110] Γρηγορίου ΙΣΤ΄ (Mauro Cappellari), El Triunfo de la Santa Sede, Madrid 1834, Πίναξ, κεφ. VI, 10.
[111] Ιγνατίου Λοϊόλα, Libro de Exercicios Espirituales.
[112] Η αφοσίωση αυτή των Ιησουιτών στην παπική έδρα δεν ήταν ποτέ ειλικρινής, προπαντός στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συγκρουόταν με τα ειδικά συμφέροντα του σκοτεινού αυτού τάγματος. Οι ίδιοι οι Ιησουίτες, παρ’ όλη την υπόσχεση της τυφλής υποταγής τους στον Πάπα, για την οποίαν τόσο υπερηφανεύονται λέγοντας ότι κατέχουν μία ειδική αρετή πρώτης τάξεως, την ξέχασαν απότομα, όταν ο Κλήμης ΙΔ΄ διέταξε την διάλυση του τάγματός τους. Πράγματι, ο πάπας Κλήμης το έτος 1773 εξέδωσε ένα διάταγμα, Decretum Brevis, στο οποίο διακήρυττε την διάλυση της οργανώσεως των Ιησουιτών και την διαπαντός εκμηδένισή της. Αυτοί όμως, αντί να διαλυθούν, κατέφυγαν στις χώρες της Πρωσσίας και της Ρωσσίας, όπου ο Πάπας δεν μπορούσε να επιβάλει το διάταγμά του με την δύναμη των όπλων. Εκεί έμεναν οργανωμένοι και πολλαπλασιαζόμενοι μέχρι το 1814, οπότε κατόρθωσαν με τις πολλές τους μηχανορραφίες να πετύχουν από τον πάπα Πίο Ζ΄ την έκδοση άλλου διατάγματος, το οποίο αναιρούσε το πρώτο και επέτρεπε εκ νέου την ύπαρξη και λειτουργία του τάγματος.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 6-8-2009.
Τελευταία ενημέρωση: 8-8-2009.