Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά θέματα

Το δόγμα ως έκφραση της εμπειρίας και ως οδηγός στην εμπειρία * Η αξία της εμπειρίας τής Θείας αποκαλύψεως * Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού * Η σημασία των δογμάτων. Σχετίζεται το δόγμα με την σωτηρία του ανθρώπου; * Μεταφορά της εμπειρίας - Η παράδοση τής εμπειρίας με λέξεις * Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα

Τα θεμέλια της εμπειρικής θεολογίας

Η Χριστιανική πίστη δεν στηρίζεται σε θεωριολογίες αλλά στην εμπειρική αποκάλυψη τού Θεού

Π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: Μετάφραση στη Δημοτική τμήματος τής Εισαγωγής τής Β Έκδοσης τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα".

 

Υπάρχουν δύο κέντρα της ανθρώπινης προσωπικότητας, που αντιστοιχούν σε δύο καρδιές, εκ των οποίων μία είναι η γενικώς γνωστή διά της οποίας κυκλοφορεί το αίμα ώστε να ζει το σώμα και δεύτερη η οποία ανακαλύφθηκε τελευταία από Ρώσους στη σπονδυλική στήλη διά της οποίας κυκλοφορεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό ώστε να τρέφεται το νευρικό που απολήγει στον εγκέφαλο. Έτσι, ο μεν εγκέφαλος προσανατολίζει τον άνθρωπο στο περιβάλλον του, ενώ η καρδιά προσανατολίζει αυτόν στο Θεό.

 

Η πτώση κάθε ανθρώπου οφείλεται στο γεγονός ότι «πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (όλοι αμάρτησαν και στερούνται της δόξης του Θεού) (Ρωμ. 3, 23). Εξ αιτίας της απώλειας της δόξης του Θεού, δηλαδή της θέωσης, «εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδιά» (σκοτίσθηκε η ασύνετη καρδιά τους) και «παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίες των καρδιών αυτών» (τους παρέδωσε ο Θεός στις επιθυμίες των καρδιών τους) (Ρωμ. 1, 24). Συνέπεια της απόσπασης της καρδιάς εκ της κοινωνίας της δόξης του Θεού είναι ο πνευματικός θάνατος, που προηγείται του σωματικού.

Όσοι βρίσκονται στη θέωση γίνονται ελεύθεροι από τα αδιάβλητα πάθη του θανάτου, όπως η φθορά, ο ύπνος, η κόπωση, η πείνα, η δίψα και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, σε ολόκληρη τη διάρκεια της εν Χριστώ θεοπτίας, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του Μωυσή και του Παύλου αλλά και πολλών αγίων. Ο Δανιήλ ο Στυλίτης, π.χ. ζούσε κατά τη διάρκεια του χειμώνα σκεπασμένος με πάγο και χιόνι.

Η θέωση αυτή αποτελεί προσωρινή κατάσταση αφθαρσίας, πρόγευση της τελικής ανάστασης και αφθαρσίας. Έτσι η ζωοποίηση του θνητού σώματος, κατά την Αγία Γραφή, αναφέρεται και στην προ του σωματικού θανάτου κατάσταση της δόξης. Γι ’ αυτό και τα μέλη του σώματος του Χριστού, τα οποία θα ζουν κατά την μέλλουσα γενική ανάσταση των νεκρών, θα αλλάξουν ενδυόμενα την αφθαρσία και αθανασία χωρίς μεσολάβηση σωματικού θανάτου. (Α΄ Κορ. 15, 52-54). Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί μόνο όσοι έχουν θεωθεί αφήνουν ιερά λείψανα. Οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι η βάση ερμηνείας των Πατέρων πάνω στην πτώση των πρωτοπλάστων. Η παρούσα θέωση διά μέσω όλων των εποχών, και όχι η φαντασία των εκτός της παράδοσης αυτής ερμηνευτών, αποτελεί την κλείδα ερμηνείας της ιστορίας των θεώσεων από τους πρωτόπλαστους ως σήμερα.

Η θέωση είναι ο εν Χριστώ συνδοξασμός (Ρωμ. 8, 17) και η συμβασιλεία (Α΄ Κορ. 4, 8, Β΄ Τιμ. 2, 12), δηλαδή η απελευθέρωση από τη δουλεία στην κτίση, και συγχρόνως η κατακυρίευσή της (Γεν. 1, 28). Ο σκοτισμός της καρδιάς από λογισμούς της διανοίας εξαρτώμενους από το περιβάλλον, αποτελεί υποδούλωση στην κτίση.

Συνέπεια της πτώσης ήταν η εμφάνιση των αδιάβλητων παθών, (όπως αναφέρθηκαν παραπάνω), τα οποία εκούσια ανέλαβε ο Λόγος του Θεού διά της ενανθρωπήσεως, προς απελευθέρωση ακριβώς των ανθρώπων από αυτά τα πάθη. Τα αδιάβλητα αυτά πάθη μεταβάλλονται σε διαβλητά σε αυτούς που έχουν σκοτισμένη την καρδιά από τους λογισμούς της διάνοιας, οι οποίοι αντικαθιστούν το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος στον έσω άνθρωπο, μετατρέποντας έτσι την ανιδιοτελή αγάπη σε ιδιοτελή. Σ’ αυτή την ξεπεσμένη κατάσταση οι άνθρωποι «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» (ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν μωροί, και άλλαξαν τη δόξα του άφθαρτου Θεού σε ομοίωμα εικόνας φθαρτού ανθρώπου, και πουλιών και τετράποδων και ερπετών) (Ρωμ. 1, 22-23).

Όποιος φανερά αγνοεί την ασθένεια της καρδιάς του, μεταμορφώνει τον Θεό σε ομοίωμα της ασθένειάς του, η οποία είναι η ιδιοτελής αγάπη. Έτσι φαντάζεται το Θεό όχι ως θεραπευτή της άρρωστης ιδιοτέλειάς του, αλλά ως εκείνον που θα του ικανοποιήσει αυτή (την ιδιοτέλεια) μέσω της ευδαιμονίας σε αυτόν τον κόσμο ή σε άλλον, κατάσταση δηλαδή που διακρίνει τη φραγκολατινική παράδοση που ακολούθησε τον Αυγουστίνο.

Η θεραπεία του ανθρώπου συνίσταται στην κάθαρση της καρδιάς εξ όλων των λογισμών της διάνοιας, καλών και κακών, σε περιορισμό αυτών εντός του εγκεφάλου ώστε να επιτρέπεται στο Πνεύμα του Θεού, για να μεταφέρει τις προσευχές και τους ψαλμούς από τη λογική στο πνεύμα του ανθρώπου, δηλαδή στον έσω άνθρωπο ή διαφορετικά εντός της καρδιάς. Αυτό σημαίνει το «προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ. Ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ» (θα προσευχηθώ με το πνεύμα, θα προσευχηθώ όμως και με τον νου. Θα ψάλλω με το πνεύμα, θα ψάλλω και με τον νου) (Α΄Κορ. 14, 15). Αυτή είναι η κυρίως μετάνοια, διά της οποίας αρχίζει η μετατροπή των διαβλητών παθών σε αδιάβλητα, που οδηγεί στη θέωση, δηλαδή την κατάργηση των παθών.

Ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού είναι οι αριθμούμενοι από τον απόστολο Παύλο στην Α΄ Κορ. 12, 28. Οι Απόστολοι και οι Προφήτες έφτασαν στην εν Χριστώ θεοπτία, η οποία είναι η αποκάλυψη. Σε αυτούς αναφέρεται ο Παύλος στο προοίμιο του ορισμού των μελών της Εκκλησίας κατά τάξη. «Είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Αν ένα μέλος δοξάζεται, όλα τα μέλη χαίρονται μαζί.» (Α΄ Κορ. 12, 27) Εδώ το «δοξάζεται» είναι το «θεούται», δηλαδή η αποκάλυψη. Το μυστήριο το οποίο «κατά αποκάλυψιν εγνωρίσθη» (κατά αποκάλυψη φανερώθηκε) στον Παύλο, «ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις Αποστόλοις αυτού και Προφήταις εν Πνεύματι…» (σε άλλες γενεές δε γνωστοποιήθηκε στους γιους των ανθρώπων, καθώς αποκαλύφθηκε τώρα διαμέσου του Πνεύματος στους αγίους Αποστόλους του και Προφήτες…» (Εφεσ. 3, 5).

Υπόλοιπα μέλη στην Εκκλησία στην Α΄ Κορ. 12, 28, είναι οι φωτισμένοι, οι οποίοι δεν έφτασαν στη θέωση. Τα κατώτερα από τα χαρίσματα των μελών της Εκκλησίας είναι τα «γένη γλωσσών», κοινά όμως σε όλα τα μέλη. Έτσι ο Παύλος, αν και συγκαταλέγει τον εαυτό του στην πρώτη θέση μεταξύ των Αποστόλων, γράφει «ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσες λαλών» (ευχαριστώ το Θεό μου ότι, μιλάω περισσότερες γλώσσες από όλους εσάς) (Α΄ Κορ. 14, 18) διότι έχει τα γένη των γλωσσών όπως όλα τα μέλη. Το γεγονός ότι ψάλλει διά του Πνεύματος στην καρδιά, αλλά και διά του νοός, δηλαδή της λογικής, δηλώνει ότι πρόκειται για ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι καμία σχέση δεν έχουν με τα χωρίς νόημα μουρμουρίσματα της σύγχρονης γλωσσολαλιάς των Προτεσταντών, των Λατίνων και ορισμένων «Ορθοδόξων» της Αμερικής.

Τον Παύλο απασχόλησε στην Κόρινθο το ζήτημα αυτών που είχαν μόνο τα γένη γλωσσών, οι οποίοι τελούσαν ακολουθίες σιωπηλά με το πνεύμα, ωφελώντας έτσι τον εαυτό τους, όχι όμως και τους ιδιώτες, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονταν ποια στιγμή να πουν το «Αμήν» (Α΄ Κορ. 14, 16). Επειδή αυτός που προσεύχεται και ψάλλει με το πνεύμα του καλώς μεν ευχαριστεί «αλλά ο έτερος ουκ οικοδομείται» (αλλά ο άλλος δεν οικοδομείται» (Α΄ Κορ. 14, 17) διότι «ουδείς ακούει» (κανείς δεν ακούει) (Α΄ Κορ. 14, 7-11) για να ωφεληθεί: «τι υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω» (τι θα σας ωφελήσω αν δε σας μιλήσω) (Α΄ Κορ. 14, 6). Ορισμένα είναι «τα γένη φωνών εν τω κόσμω, και ουδέν άφωνον» (τα είδη των γλωσσών μέσα στον κόσμο και κανένα απ’ αυτά δεν είναι χωρίς σημασία) (Α΄ Κορ. 14, 10). Έτσι αν κάποιος μεταχειριστεί «άδηλον φωνή» (ασαφή… φωνή) δε μπορεί ο άλλος να αντιδράσει σε κάτι που δεν έχει ακουστεί. (Α΄ Κορ. 14, 7-11). Γι’ αυτό αυτός που δεν έχει ακόμη τις προσευχές και τους ψαλμούς στον έσω άνθρωπο έχει ανάγκη να ακούσει «την δύναμιν της φωνής» (Α΄ Κορ. 14, 11) μετέχοντας διά του «Αμήν» και έτσι να ωφεληθεί.                                                                                         

Ιδιώτες είναι αυτοί που έχουν βαπτιστεί δι’ ύδατος εις άφεσιν αμαρτιών σε κατάσταση κάθαρσης και που δεν έχουν ακόμη λάβει την υπό του Πνεύματος μεταβίβαση των προσευχών και ψαλμών από τη λογική στο επανερχόμενο στην καρδιά πνεύμα, γι’ αυτό και δεν αποτελούν ακόμη μέλη του σώματος του Χριστού, ενώ άπιστοι (Α΄ Κορ. 14, 22-24) είναι προφανώς αυτοί που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στο στάδιο της κάθαρσης.

Ο φωτισμός του έσω ανθρώπου αποτελεί μόνο την αρχή της θεραπείας του ανθρώπου, ενώ η τελείωση της θεραπείας αυτού είναι η εν Χριστώ θεοπτία, δηλαδή ο δοξασμός ή η θέωση. Αυτό ακριβώς δηλώνεται διά του «διώκετε την αγάπην, ζηλούτε τα πνευματικά, μάλλον ίνα προφητεύητε» (να επιδιώκετε την αγάπη, και να ζητάτε με ζήλο τα πνευματικά χαρίσματα, περισσότερο όμως το να προφητεύετε» (Α΄ Κορ. 14, 1). Το «θέλω πάντας ημάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε» (θέλω, μάλιστα, όλοι να μιλάτε γλώσσες περισσότερο όμως να προφητεύετε) (Α΄Κορ. 14, 5) σημαίνει ότι όλοι οφείλουν να φθάσουν στην εν Χριστώ θεοπτία η οποία είναι οδηγός σε όλη την αλήθεια.

Η θέωση, προ της ενδόξου εμφανίσεως του Χριστού στην Ανάσταση των νεκρών, είναι η τελειοποίηση του φωτισμένου, κατάσταση βέβαια προσωρινή, διότι μετά την εν Χριστώ θεοπτία αυτός που θεώνεται επανέρχεται στο φωτισμό. Κατά τη διάρκεια της θέωσης οι προφητείες καταργούνται, οι γλώσσες παύονται και η γνώση καταργείται ενώ η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (ποτέ δεν ξεπέφτει) (Α΄ Κορ. 13, 8).

Κατά την τάξη, οι φωτισμένοι νοούνται διά του «εκ μέρους γαρ γινώσκομεν» (επειδή κατά μέρος γνωρίζουμε), οι θεωθέντες, οι οποίοι και πάλι βρίσκονται σε φωτισμό (νοούνται) διά του «εκ μέρους γαρ προφητεύομεν» (κατά μέρος προφητεύουμε) (Α΄Κορ. 13, 9), ενώ όσοι βρίσκονται στην εν Χριστώ θεοπτία διά του «όταν έλθη το τέλειον, το εκ μέρους καταργηθήσεται» (όταν όμως έλθει το τέλειο, τότε το κατά μέρος θα καταργηθεί) (Α΄ Κορ. 13, 10).

Ο φωτισμένος είναι νήπιο, μιλά ως νήπιο, σκέφτεται ως νήπιο (Α΄ Κορ. 13, 11). Ο θεούμενος, ο οποίος και πάλι βρίσκεται σε φωτισμό, έγινε άνδρας και «κατήργηκε τα του νηπίου» (έβαλε κατά μέρος εκείνα που έχει το νήπιο) (στο ίδιο χωρίο). Όλοι όσοι βρίσκονται σε κατάσταση φωτισμού βλέπουν «άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε [εν τη θέωση] πρόσωπον προς πρόσωπον» (σαν μέσα από ένα θαμπό κάτοπτρο, με τρόπο αινιγματώδη, τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο) (Α΄ Κορ. 13, 12).

Συνεχίζει δε ο Παύλος αναφερόμενος στον εαυτό του: «άρτι [εν τω φωτισμώ] γινώσκω εκ μέρους, τότε δε [εν τη θεώσει] επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (στο ίδιο χωρίο). Δηλαδή θα γνωριστεί ο Παύλος από το Θεό πάλι όπως είχε γνωριστεί κατά το παρελθόν. «Ώστε, τώρα [εν τω φωτισμώ] μένει πίστη, ελπίδα, αγάπη, αυτά τα τρία, όμως απ’ αυτά, μεγαλύτερη είναι η αγάπη». (Α΄ Κορ. 13, 13). Ο προσευχόμενος εν Πνεύματι βλέπει το Χριστό «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», ενώ αυτός που θεώνεται βλέπει Αυτόν «πρόσωπο προς πρόσωπο», γι’ αυτό και οι δύο καταστάσεις ονομάζονται θεωρία Θεού εν Χριστώ δι’ Αγίου Πνεύματος.

Έτσι γίνεται σαφές ότι η Ανάσταση του Χριστού και η εμφάνισή Του έγινε εν δόξη και γίνεται μόνο για τη θέωση των κατάλληλα προετοιμασμένων. Η εμφάνιση ακριβώς αυτή δεν έγινε μόνο σε ορισμένους «τυχαίους» που βρέθηκαν στα Ιεροσόλυμα κατά τα γεγονότα των Παθών, της Ανάστασης, της Ανάληψης και της Πεντηκοστής, αλλά γίνεται σε όσους θέλουν να ακολουθήσουν την ίδια οδό θεραπείας της ασθένειας της ιδιοτέλειας προς απόκτηση της υγείας της ανιδιοτέλειας. Η θέωση λοιπόν δεν αφορά μόνο τους τυχόντες στο περιβάλλον του Χριστού αλλά όλους σε όλο τον κόσμο. Αυτό ακριβώς σημαίνει η παρουσία προφητών στις ενορίες που ιδρύθηκαν από τους Αποστόλους μακριά από τα Ιεροσόλυμα.

Μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός εμφανίζεται μόνο για τη θέωση και τελείωση των μαθητών Του, και όχι στον κόσμο. «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτε με» (Λίγο ακόμα, και ο κόσμος δε με βλέπει πλέον, εσείς, όμως, με βλέπετε) (Ιωάν. 14, 19). Για τον κόσμο υπάρχει μόνο ο κενός τάφος.

Διά του Παύλου μαθαίνουμε ότι ο Θεός ορίζει τα μέλη του σώματος του Χριστού. Έτσι ερμηνεύεται το «ους ο Θεός έθετο εν τη εκκλησία» (Α΄ Κορ. 12, 28). Αισθητό σημείο μετοχής των μελών αυτών στο σώμα του Χριστού είναι οι προσευχές και οι ψαλμοί εν τη καρδία, δηλαδή «τα γένη γλωσσών» τα οποία υπενθυμίζει ο Παύλος στους Εφεσίους (Εφεσ. 5, 19-20). Το δε μυστήριο του Μύρου είναι η σφραγίδα δωρεάς του Αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 4, 30), το οποίο στη Δύση ονομάστηκε confirmatio, δηλαδή «επιβεβαίωση» «ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (ότι η αγάπη του Θεού είναι ξεχυμένη μέσα στις καρδιές μας διαμέσου του Αγίου Πνεύματος, που δόθηκε σε μας) (Ρωμ. 5, 5).

Ο στερούμενος του Πνεύματος του Θεού αδυνατεί να υποταχθεί στο νόμο του Θεού (Ρωμ. 8, 7) και έτσι τα πάθη του παραμένουν διαβλητά. Το Πνεύμα του Θεού «συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Το ίδιο το Πνεύμα του Θεού δίνει μαρτυρία, μαζί με το πνεύμα μας, ότι είμαστε παιδιά του Θεού) (Ρωμ. 8, 16). Ο Παύλος ομιλεί διά πραγματική και αδιάλειπτο προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία, όχι για καρδιακά συναισθήματα (Ρωμ. 8, 15-16, 26, Γαλ. 4, 6, Α΄ Θεσσ. 5, 17).

Τα τρία στάδια της σωτηρίας, η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση είναι αναποσπάστως συνδεδεμένα. Αυτό σημαίνει το γραφικό «ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε [στην κάθαρση], και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσε [διά του φωτισμού εν τη καρδία], ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε, τούτους [διά της θέωσης]» (Ρωμ. 8, 30). Γι' αυτό οι Απόστολοι και Προφήτες αποτελούν από κοινού ένα «θεμέλιο» της Εκκλησίας γενικά, και ειδικότερα της Ενορίας. Ακριβώς όπως είναι αδύνατον για να λειτουργήσει ένα θεραπευτήριο χωρίς γιατρούς και νοσοκόμους, έτσι και το θεραπευτικό έργο της Εκκλησίας είναι αδύνατο να ευοδωθεί χωρίς θεωμένους και φωτισμένους.

Γράφοντας ο Παύλος στην Εκκλησία της Εφέσου των χρόνων εκείνων και όχι στις σημερινές ενορίες, υπογραμμίζει ότι «ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, εν ω πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναό άγιον εν Κυρίω, εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι» (Δεν είστε λοιπόν πλέον ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού), που εποικοδομηθήκατε επάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών, που ακρογωνιαία πέτρα είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, στον οποίο κάθε οικοδομή, καθώς συναρμολογείται, αυξάνει σε έναν άγιο ναό εν Κυρίω, στον οποίο κι εσείς συνοικοδομείστε σε κατοικητήριο του Θεού διαμέσου του Πνεύματος.) (Εφεσ. 2, 19-22).

Σημειωτέον ότι και γυναίκες συγκαταριθμούνταν μεταξύ των προφητών (Πράξ. 2, 17, 21, 9, Α΄ Κορ. 11, 5), διότι στο «έθνος άγιον και βασίλειον ιεράτευμα» (Εξ. 19, 6. Α΄ Πέτρ. 2, 9) «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό) (Γαλ. 3, 28). Μάλλον δε το χωρίο Α΄ Κορ. 14, 24-37 αναφέρεται σε γυναίκες ιδιώτιδες, ίσως δε και φωτισμένες, αλλά όχι σε προφήτιδες.

Αυτά όσον αφορά στα χαρίσματα διά των οποίων ο Θεός καθιστά τα μέλη της Εκκλησίας κατά τάξη. Το ειδικό όμως ιερατείο των επισκόπων και πρεσβυτέρων οι οποίοι εκλέγονται εκ των προφητών, είναι για άνδρες σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες της αποστολικής Εκκλησίας.

Δημιουργία αρχείου: 1-2-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 1-2-2020.

ΕΠΑΝΩ