Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες, Θεολογικά και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων

 

α) Η θεολογία του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος

2. Η περί ανθρώπου διδασκαλία τού Αγίου Ειρηναίου τής Λυών485

Και η ανθρωπολογία του Ειρηναίου παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον κυρίως δια την ιδιομορφίαν και ιδιοτυπίαν αυτής. Και αυτή μορφούται ως επί το πλείστον εκ του αντιγνωστικού αγώνος της Εκκλησίας, στηριζομένη βασικώς εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής. Τα κυριώτερα σημεία αυτής είναι τα ακόλουθα:

 

1. Εν αντιθέσει προς την υπόλοιπον φυσικήν δημιουργίαν την εξ ύλης συνισταμένην, ο άνθρωπος αποτελείται εκ σώματος και ψυχής «Homo est temperatio animae et carnis, qui ad Dei similitudinem formatus est».486 Tο σώμα του πρώτου ανθρώπου ο Θεός έπλασε δια των ιδικών του χειρών, λαβών τμήμα εκ της πλέον λεπτής και καθαράς γης487 ακατεργάστου εισέτι και «παρθένου».488 Eις το σώμα τούτο ο Δημιουργός συνήνωσε μέρος της ιδικής του δυνάμεως489, ήτοι ενεφύσησεν εις αυτό πνεύμα ζωής.

2. Οι Γνωστικοί συμφώνως προς τας δυαρχικάς των αντιλήψεις εδέχοντο αγεφύρωτον χάσμα μεταξύ ύλης και σαρκός ψυχής και πνεύματος.490 Βάσει των τοιούτων αντιλήψεών των προέβαινον ακολούθως εις την διάκρισιν των ανθρώπων εις τρεις βασικός κατηγορίας: εις τους πνευματικούς, τους ψυχικούς και τους χοϊκούς ή υλικούς. Εκ τούτων οι μεν πνευματικοί ήσαν προωρισμένοι εις σωτηρίαν, οι δε ψυχικοί ήσαν δεκτικοί σωτηρίας ή απωλείας ενώ οι υλικοί ήσαν εκ των προτέρων καταδικασμένοι εις απώλειαν.491 Τας αντιλήψεις ταύτας των Γνωστικών ο Ειρηναίος αποκρούει μετά δυνάμεως. Κατ' αυτόν ο οντολογικός ούτος της φύσεως διαφορισμός είναι τελείως αυθαίρετος, όλοι δε ανεξαιρέτως οι άνθρωποι φέρουν την αυτήν φύσιν και έχουν την αυτήν δυνατότητα σωτηρίας. Η φύσις του ανθρώπου απαρτίζεται βασικώς εκ δύο συστατικών μερών, του σώματος και της ψυχής. Τα μέρη ταύτα δεν είναι στατικώς εχθρικά μεταξύ των, ως εδίδασκεν ο Γνωστικισμός αλλ' ευρίσκονται εις δυναμικήν προς άλληλα επικοινωνίαν.492 Τόσον το σώμα, όσον και η ψυχή δύνανται εν συνεργασία μεταξύ των να συνεισφέρουν είτε εις σωτηρίαν είτε και εις κατάκρισιν.493

3. Παραλλήλως όμως και εν προφανεί αντιθέσει προς τα ανωτέρω ο Ειρηναίος, εις σειράν άλλην χωρίων του φέρεται αποδεχόμενος την τριχοτομιστικήν θεωρίαν, κατά την οποίαν η φύσις του ανθρώπου αποτελείται εκ τριών συστατικών μερών, της σαρκός, της ψυχής και του πνεύματος. Άνευ ενός των τριών τούτων συστατικών ο άνθρωπος δεν δύναται να νοηθή πλήρης και τελεία οντότης, αλλ' είναι ελλιπής και ατελής.494 Παρά ταύτα, εάν μελετήσωμεν προσεκτικώτερον τα εν λόγω χωρία και εξετάσωμεν αυτά υπό το φως της γενικωτέρας διδασκαλίας του Ειρηναίου, θα ίδωμεν ότι ο Ιερός Πατήρ δεν είναι κατ' ουσίαν τριχοτομιστής, αλλά διχοτομιστής, δεχόμενος δύο μόνον συστατικό μέρη της φύσεώς, τα σώμα και την ψυχήν. Το Πνεύμα περί του οποίου γίνεται λόγος δεν αποτελεί ίδιον συστατικόν στοιχείον της ανθρωπίνης φύσεως, αλλ' είναι το Πνεύμα του Θεού (το Άγιον Πνεύμα),495 του οποίου η παρουσία εν τω ανθρώπω είναι απαραίτητος, δια να διάγη ούτος ζωήν πνευματικήν, κοινωνών μετά του θείου πλαστουργού του. Τοιουτοτρόπως μεταξύ του σώματος του ανθρώπου και του Πνεύματος του Θεού μεσολαβεί η ψυχή, η οποία υπό μεν του Πνεύματος πτερουμένη ανυψούται εις την μετά του Θεού πνευματικήν επικοινωνίαν, ενώ στρεφομένη προς την σάρκα διάγει βίον άλογον (irrationabiliter),496 συρομένη εις επιθυμίας γεώδεις και υλικάς: «quae (anima) aliquando quidem subsequens spiritum, elevatur ab eo; aliquando autem consentiens carni, decidit in terrenas concupiscentias497 Mε άλλους λόγους, η ουσία ημών (substantia nostra) δεχομένη το Πνεύμα του Θεού προβάλλει τoν αληθή πνευματικόν άνθρωπον (spiritualem hominem perficit), τoν σύμφωνον προς την ιδέαν του θείου πλαστουργού του.

4. Ο άνθρωπος επλάσθη κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Οι δύο ούτοι όροι δεν έχουν παρ' Ειρηναίω ενιαίον και σαφές περιεχόμενον, αλλά λαμβάνονται υπό διαφόρους εκάστοτε σημασίας. Τοιουτοτρόπως: α) Χρησιμοποιούνται αυστηρώς ως συνώνυμα και μάλιστα ως σχήμα εν δια δυοίν.498 β) Χρησιμοποιείται ο ένας εξ αυτών, ώστε η συνωνυμία να εξυπακούεται ή να παρίσταται ως πιθανή.499 γ) Αμφότεροι οι όροι αποδίδονται εις τον φυσικόν, λογικόν και ελεύθερον άνθρωπον.500 δ) αντιδιαστέλλονται οι όροι και αντιπαρατίθενται εις τρόπον, ώστε η μεν «εικών» να αναφέρεται εις την φύσιν και τα αγαθά αυτής, η δε ομοίωσις εις την εν τω ανθρώπω παρουσίαν του αγίου Πνεύματος.501 ε) αναφέρονται εις την αρχέγονον κατάστασιν του ανθρώπου, η οποία, απολεσθείσα δια της πτώσεως, αποκαθίσταται εν Χριστώ Ιησού.502 Και στ) Λαμβάνονται εν τη εννοία της δόξης, την οποίαν θα κληρονομήση ο άνθρωπος εν τη των πάντων τελειώσει (C. H. V, 8, 1).503

5. Το βασικώτερον στοιχείον της εικόνος, εις το οποίον ο άνθρωπος ώφειλεν απ' αρχής την εν τη δημιουργία εξέχουσαν θέσιν του, ήτο η λογικότης της φύσεώς του (ο άνθρωπος επλάσθη «ζώον λογικόν», animal rationale), της οποίας πάλιν κυριωτέρα εκδήλωσις ήτο το αυτεξούσιον. Δια της αυτεξουσίου ορμής του ο άνθρωπος — μόνος μεταξύ των επί γης εμβίων φυσικών όντων — είχε την δυνατότητα να θέλη συνειδητώς την μετά του Θεού πνευματικήν επικοινωνίαν και ζωήν. Ως άλλοτε οι Απολογηταί, ούτω και ο Ειρηναίος δια της περί αυτεξουσίου του ανθρώπου διδασκαλίας του απέκρουεν επιτυχώς την κακοδοξίαν των Γνωστικών, οι οποίοι το εν τω ανθρώπω ενυπάρχον καλόν, ως και το κακόν, απέδιδον εις την φυσικήν ιδιοσυστασίαν αυτού. Εάν πράγματι το καλόν και το κακόν υπήρχον φύσει εις τον άνθρωπον, τότε η ηθική αξιολόγησις των πράξεών του θα ήτο αδύνατος: «Ει φύσει οι μεν φαύλοι, οι δε αγαθοί γεγόνασιν, ουθ' ούτοι επαινετοί όντες αγαθοί, τοιούτοι γαρ κατεσκευάσθησαν ουτ' εκείνοι μεμπτοί, ούτω γεγονότες. Αλλ' επειδή οι πάντες της αυτής εισί φύσεως, δυνάμενοί τε κατασχείν και πράξαι το αγαθόν, και δυνάμενοι πάλιν αποβαλείν αυτό και μη ποιήσαι…».504 Αλλά και η αμαρτία θα ήτο εν τη περιπτώσει τούτη αδιανόητος, διότι αυτή αποτελεί ελευθέραν ενέργειαν του ανθρώπου, ο οποίος έλαβεν ως δώρον παρά του Θεού το αυτεξούσιον της φύσεώς του («Liber in arbitrio factus et suae potestatis»).505

6. Παραλλήλως προς ταύτα, άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι και εν άλλο σημείον της ανθρωπολογίας του Ειρηναίου, το οποίον σχετίζεται προς τας περί «homo futurus» αντιλήψεις του. Κατά τον Ειρηναίον ο Ιστορικός Χριστός ήτο το πρότυπον, το οποίον είχεν εν νω ο Θεός, όταν εδημιούργει τον άνθρωπον. Ο Χριστός ήτο ο μέλλων να εμφανισθή επί της γης πλήρης και τέλειος άνθρωπος, ο δε Δημιουργός προΐδών αυτόν έπλασε τον Αδάμ συμφώνως προς το μελλοντικόν τούτο πρότυπον.506 Επομένως ο Αδάμ επλάσθη κατ' εικόνα του Λόγου, ο οποίος έμελλεν, ως Χριστός, να προσλάβη εν χρόνω την ανθρωπίνην φύσιν και να εμφανισθή τέλειος άνθρωπος επί της γης. Δια της ενανθρωπήσεώς του ο Σωτήρ κατέδειξεν εναργώς την εικόνα του Θεού Λόγου, βάσει της οποίας επλαστουργήθη ο άνθρωπος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και την ομοίωσιν κατέστησε βεβαίαν, την οποίαν απώλεσεν ο Αδάμ δια της παρακοής.507

7. Τα όσα ανωτέρω ελέχθησαν προσανατολίζουν ημάς εις την δυναμικήν περί του πρώτου ανθρώπου εκδοχήν, την οποίαν εδίδαξεν ο Ειρηναίος. Κατ' αυτόν ο άνθρωπος δεν εδημιουργήθη εξ αρχής τέλειος υπό του Θεού, αλλ' ήτο πνευματικώς και ηθικώς «νήπιος». «Έπειτα κατέστησε τον άνθρωπον κύριον της γης και πάντων των εν αυτή· τον κατέστησεν ωσαύτως κύριον των όντων, τα οποία ώφειλον να τον υπηρετούν. Ενώ όμως το τελευταία ταύτα ευρίσκοντο εις το αποκορύφωμα της δυνάμεώς των, ο κύριός των, τ.έ. ο άνθρωπος, ήτο ακόμη μικρός, ήτο νήπιον, το οποίον έπρεπε να μεγαλώση δια να επιτύχη την τελειότητά του».508 Ό,τι δε αναμένει κανείς από έν νήπιον, δηλαδή να μεγαλώση τούτο και να ανδρωθή, το αυτό ανέμενε και από τον Αδάμ, τ.έ. να ανδρωθή ηθικώς, τη δυνάμει του Αγίου Πνεύματος και να πλησιάση (όχι να εξομοιωθή) προς τον αγέννητον δημιουργόν του.509 Την νηπιότητα του Αδάμ ο Ειρηναίος συνάγει και δια της θεολογικής οδού, ήτοι εκ της σχέσεως του αγεννήτου προς την τελειότητα. Τέλειος είναι μόνον ο αγέννητος Θεός ενώ παν δημιούργημα, καθ' ό πεποιημένον, είναι φύσει ατελές διαφέρον του δημιουργού του.510 Τέλος την αυτήν νηπιότητα ο Ειρηναίος συνάγει και εκ της παιδαγωγούσης προνοίας του Θεού. Όπως δηλαδή, η μήτηρ, εάν θέλη, δύναται να δώση στερεάν τροφήν εις το βρέφος της τούτο όμως αδυνατεί, λόγω της νηπιότητός του, να την δεχθή, τοιουτοτρόπως και ο Θεός «δυνατός ην διδόναι το τέλειον τω ανθρώπω, εκείνος δε, άρτι γεγονώς, αδύνατον ήν λαβείν αυτό, ή και λαβών χωρήσαι, ή και χωρήσας κατασχείν». Δια τον λόγον ακριβώς τούτον και ο Σωτήρ, ελθών εις τον κόσμον, «συνενηπίαζεν…, τέλειος ων, τω ανθρώπω, ου δι' εαυτόν, αλλά δια το του ανθρώπου νήπιον ούτω χωρούμενον, ως άνθρωπος χωρείν αυτόν ηδύνατο. Ου περί τον Θεόν μεν. Το αδύνατον και ενδεές, αλλά περί τον νεωστί γεγονότα άνθρωπον, ότι μη αγέννητος ην».511 Τα περί νηπιότητος του Αδάμ διδάγματα του Ειρηναίου μας επιτρέπουν να συμπεράνωμεν, ότι κατ' αυτόν η εν τω ανθρώπω θεία εικών ήτο ατελώς εντετυπωμένη. Ότι δηλαδή ο Αδάμ είχε προκαταβολήν μόνον της θείας ομοιώσεως αυτό δε τούτο το κατ' εικόνα όχι πλήρες και αποτετελεσμένον.512

8. Ο υπό του Θεού πλαστουργηθείς άνθρωπος ώφειλε, καθό νήπιος ηθικώς να προβή εις την βαθμιαίαν ηθικήν άνδρωσιν και τελειοποίησιν αυτού (δυναμική περί ανθρώπου θεώρησις), χρησιμοποιών καλώς την ελευθερίαν της βουλήσεώς του και επικουρούμενος υπό του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Δια την ευχερεστέραν δε επιτυχίαν του σκοπού τούτου ο Θεός υπέβαλε τον πρώτον άνθρωπον εν τω Παραδείσω εις ηθικήν δοκιμασίαν, απαγορεύσας εις αυτόν την βρώσιν εκ του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού. Η δοθείσα εντολή είχεν ως σκοπόν αφ' ενός μεν ο άνθρωπος να είναι επιγνώμων της φύσεώς του ως δημιουργήματος έχοντος Κύριον εις τον οποίον ώφειλεν υπακοήν εν ταπεινοφροσύνη,513 αφ' ετέρου δε η δι' αυτής επιδιωκομένη άνδρωσις να είναι αγαθόν ηθελημένον, οφειλόμενον, εκτός της βοηθείας του Αγ. Πνεύματος και εις την καλήν χρήσιν της ελευθέρας του βουλήσεώς. Το τελευταίον τούτο σημείον αποτελεί όρον απαραίτητον της πραγματικής μακαριότητος του ανθρώπου.514

9. Εν τω Παραδείσω ο άνθρωπος αντί να χωρήση ελευθέρως εις τον ηθικόν απαρτισμόν της φύσεώς του, παρέβη την εντολήν του Θεού. Αποτέλεσμα της παραβάσεως ήτο η ανακοπή της δυναμικής τελειώσεως της φύσεώς του. Εις τούτο συνέτεινον δύο τινά: η αλόγιστος χρησιμοποίησις της ελευθερίας του ανθρώπου και η φθοροποιός επήρεια του Σατανά.515 Εκ της πλευράς του τελευταίου τούτου, το κίνητρον της κατά του ανθρώπου επιθέσεως εντοπίζεται υπό του Ειρηναίου εις τον φθόνον (invidia).516 Φθονήσας, δηλαδή, ο διάβολος την εξαίρετον θέσιν και υπεροχήν του Αδάμ, εστράφη κατ' αυτού μανιωδώς, με σκοπόν να τον απομακρύνη εκ του Θεού. Τα επίκεντρον δε του πειρασμού συνίστατο εις την από μέρους του διαβόλου εξαπάτησιν του ανθρώπου, ότι, καίτοι νήπιος ων (εις την νηπιότητα ταύτην εύρε σημείον επαφής ο Σατανάς) ηδύνατο να φθάση εις τα τέρμα του προορισμού του, να γίνη δηλαδή όμοιος με τον Θεόν, χωρίς να περιμένη την βαθμιαίαν ανέλιξιν της ηθικής αυξήσεως και ανδρώσεως αυτού.517 Πράγματι δε η πλεκτάνη του διαβόλου επέτυχε του σκοπού της. Ο φθόνος κατώρθωσε δύο τινά: αφ' ενός μεν να κατασπάση τον άγγελον εκ της υψηλής περιωπής του και να τον εξακοντίση εις την άβυσσον της πτώσεως αφ' ετέρου δε να συμπαρασύρη εις την πτώσιν και τον ανώριμον άνθρωπον. Το παράπτωμα του Αδάμ ήτο σαφής παρακοή κατά του θελήματος του Θεού. Μέσος ιστάμενος μεταξύ υπακοής και παρακοής εξέλεξεν ελευθέρους την δευτέραν.518 Παρεπλανήθη εν τούτω, ότι ηδύνατο, ασχέτως του Θεού και προώρως να επιτύχη την θείαν εξομοίωσίν του.

10. Αι εκ της προγονικής εκείνης παραβάσεως συνέπειαι ήσαν αι ακόλουθοι: α) Η εκδίωξις του ανθρώπου εκ του Παραδείσου της τρυφής και η υπαγωγή της ζωής του υπό το κράτος του πόνου και των θλίψεων.519 β) Η εισβολή του αμαρτητικού φρονήματος, το οποίον εκυρίευσε την φύσιν του παραβάτου.520 γ) Η απώλεια του Πνεύματος του Αγίου, ήτοι της ομοιώσεως του Θεού,521 η οποία είχεν ως συνέπειαν την παρέκκλισιν του ανθρώπου εκ της φυσικής του καταστάσεως, την υπαγωγήν του υπό το κράτος του διαβόλου, την απώλειαν της κοινωνίας μετά του Θεού και την εκτροπήν του παραβάτου εκ της οδού της βαθμιαίας τελειοποιήσεώς του.522 Και δ) Ο θάνατος, τόσον ο φυσικός όσον και ο πνευματικός. Ο τελευταίος ούτος συνίσταται εις τον τελειωτικόν και πλήρη αποχωρισμόν του ανθρώπου από τον Θεόν.523

Η αμαρτία, τέλος, του Αδάμ δεν είχε συνεπείας αποκλειστικώς και μόνον δια την φύσιν του παραβάτου, αλλά μεταδίδεται κληρονομικώς και εις όλους τους εξ αυτού καταγομένους ανθρώπους. Η περί μεταδόσεως του προπατορικού αμαρτήματος διδασκαλία του Ειρηναίου είναι πλουσιωτάτη. Εδώ ολίγαι μόνον μαρτυρίαι επαρκούν προς διαπίστωσιν αυτής. Πρωτίστως κατά γενικόν τρόπον τονίζεται, ότι «nos omnes ex ipso, et quoniam sumus ex ipso propterea quoque ipsius hereditavimus appellatiomen».524 Εκ του Αδάμ οι άνθρωποι κληρονομούν αγνωσίαν του Θεού,525 την εφάμαρτον επιθυμίαν και ορμήν (concupiscentiam),526 τον πόνον και τον θάνατον.527 ακολούθως την άρσιν του προπατορικού αμαρτήματος είχεν ως ειδικόν σκοπόν η θεία ενανθρώπισίς του Λόγου: «ut quod perdideramus in Adam, id est secundum imaginem et similitudinem esse Dei, hoc in Christo Jesu reciperemus».528 Αι δηλώσεις αύται του Ειρηναίου, ως και άλλαι πολλαί,529 μας διαφωτίζουν επαρκώς περί της εν προκειμένω θεολογικής σκέψεως αυτού, είναι δε απορίας άξιον πώς διατυπώνονται ενίοτε ισχυρισμοί, ότι, δηλαδή, παρά τω Ιερώ Πατρί ουδόλως απαντά η ιδέα της κληρονομικής μεταδόσεως του προπατορικού αμαρτήματος.530

 

Σημειώσεις


485. Βλέπε Α. Θεοδώρου. Η περί ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία του Ειρηναίου, εν Αθήναις 1972, σελ. 18 και εξής

486. C. H. IV, Praef., 4.

487. Επιδ. 11 (Καραβ. 33).

488. «De rudi terra et de adhuc νirgine» (C. H. Ill, 21, 10).

489. Επίδ. 11 (Καραβ. 33).

490. Σ. Αγουρίδου, Ο άνθρωπος κατά τον άγιον Ειρηναίον εν αντιθέσει προς την περί ανθρώπου εικόνα των Γνωστικών, εν Απόψεις Χριστ. Ανθρωπολογίας. Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 55.

491. C.H.I, 7, 5. I, 6, 1. Βλέπε Ε. De Faye, Gnostiques et gnosticieme. Étude critique des documents du gnosticisme chrétien aux Il et III siècles, Paris 1913, σελ. 45-48, 67-76 — Η διδασκαλία αυτή δεν ήτο άλλο τι ή ο πλατωνικός τριχοτομισμός μεταφερόμενος υπό των Γνωστικών εκ του ατόμου (ανθρώπου) εις το καθολικόν είδος της ανθρωπότητας (F. Vernet, μν. έργ., σελ. 2454).

492. Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σελ. 56.

493. «Ο άνθρωπος, ως ζωντανόν ον εκ ψυχής και σώματος αποτελούμενον, πρέπει να λαμβάνη υπ' όψιν του αμφότερα το στοιχεία ταύτα. Και επειδή εξ αμφοτέρων των στοιχείων τούτων δύναται να προέλθη πτώσις, διακρίνει τις την αγιότητα του σώματος, η οποία συνίσταται εις την εγκράτειαν, την καταστέλλουσαν τας επονειδίστους πράξεις και απομακρύνουσαν τας κακάς πράξεις, και την αγιότητα της ψυχής η οποία συνίσταται εις την ακεραιότητα της πίστεως προς τον Θεόν, χωρίς να προσθέτη τι ή να αφαιρή τι εξ αυτής» (Επίδ. 2. Καραβ. 27).

494. C.Η. V, 6, 1.

495. Την διδασκαλίαν τούτην απεδέχετο, ως είδομεν, και ο Ιερός Ιουστίνος. Αι ρίζαι αυτής ανάγονται εις την ανθρωπολογίαν του Απ. Παύλου.

496. C.H. V, 8, 2.

497. C.H. V, 9, 1.

498. Επιδ. 11 (Καραβ. 33-34).

499. Ουτως η μεν «εικών» (imago) μόνη χρησιμοποιείται εις τα χωρία: C.H. III, 17, 3, IV, 20, 1. V, 12, 4, η δε «ομοίωσις» (similitudo) εις τα χωρία: C.H. IV, praef. 4. V, 1, 1. V, 6, 1.

500. «homo rationabilis, at secundum hoc similis Deo, liber in arbitrio factus» (C.H. IV, 4. 3). «Jam non servavit similitudinem hominis, qui factus est secundum imaginem et similitudinem» (C.H. IV, 37, 4).

501. «Si autem defuerit animae Spiritus, animalis est vere, qui est talis, et carnalis derelictus imperfectus erit; imaginem quidem habens in plasmate, similitudinem vero non assumens par Spiritum» (C. H. V, 6, 1). Παράβαλλε και V, 16, 2 (Αποσπ. 82. Β.Ε.Π. 5, 166): «Εν τοις πρόσθεν χρόνοις ελέγετο μεν κατ’ εικόνα Θεού γεγονέναι τον άνθρωπον, ουκ εδείκνυτο δε. Έτι γαρ αόρατος ην ο Λόγος, ού κατ' εικόνα ο άνθρωπος εγεγόνει. Δια τούτο δε και την ομοίωσιν ραδίως απέβαλεν. Οπότε δε σαρξ εγένετο ο Λόγος του Θεού, το αμφότερα επεκύρωσε· και γαρ και την εικόνα έδειξεν αληθώς αυτός τούτο γενόμενος, όπερ ην η εικών αυτού· και την ομοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τον άνθρωπον τω αοράτω Πατρί…»

502. «ut quod perdideramus in Adam, id est secundum Imaginem et similitudinem esse Dei, hoc in Christo Jesu raciperemus» (C.H. III, 18, 1).

503. Εις την θεολογικήν εμβάθυνσιν του σπουδαίου χωρίου της Γενέσεως (1, 26) (ένθα γίνεται λόγος περί θείας εικόνος και ομοιώσεως) προήχθη ο Ειρηναίος εκ της αντιγνωστικής πολεμικής του. Οι Γνωστικοί, και μάλιστα η Βαλεντίνειος μερίς αυτών, ηρμήνευον τον στίχον ιδιοτύπως δηλαδή συμφώνως προς τας δυαρχικάς των αντιλήψεις. Ούτω, διακρίνοντες και οξέως αντιδιαστέλλοντες το πνευματικώτερον και υψηλότερον στοιχείον από του υλικωτέρου και χαμηλοτέρου εν τω κόσμω, προέβαινον ακολούθως εις οξείαν διάκρισιν μεταξύ εικόνος και ομοιώσεως (C. H. I, 5, 5). Ως προς το τελευταίον τούτο σημείον, υπεστηρίχθη από τινών, ότι ο Ειρηναίος, πολεμών τους Γνωστικούς υπέστη την επίδρασιν αυτών, δηλαδή το περί διακρίσεως εικόνος και ομοιώσεως διδάγματά του ήσαν επιδράσεις σαφώς γνωστικοί. Κατ' άλλους όμως το και πιθανώτερον, η επίδρασις αυτή δεν ήτο ουσιώδης αλλά δευτερευούσης μόνον σημασίας. Το ενδιαφέρον του Ειρηναίου εν προκειμένω ήτο καθαρώς βιβλικόν και Παύλειον, χωρίς εν τοσούτω να παραθεωρήται και η διαφορά, η υφισταμένη εν προκειμένω μεταξύ της θεολογίας του Παύλου και της του Ειρηναίου (βλέπε σχετικώς: Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 25-26).

504. C.H. IV, 37, 2. Αποσπ. 62. Β.Ε.Π. 5. 156.

505. C. H. IV, 37, 5.

506. Βλέπε Fr. Loofs, Theophilus von Antiochien Adversus Merclonem und die anderen theologischen Quellen bei Irenaeus, εν TU, XLVI, μέρ. II. Leipzig 1930.

507. C.H.V, 16, 2. Η άποψις καθ' ηv ο Ειρηναίος, ως συμπιλητής ασχέτων στοιχείων και πηγών, φέρει εις οξείαν αντιδιαστολήν τον Λόγον, ως προϋπάρχοντα Υιόν του Θεού από του Ιστορικού Χριστού, δεν φαίνεται ανταποκρινομένη εις την θεολογικήν σκέψιν του Ειρηναίου. Ο Χριστός είναι αυτός ούτος ο Λόγος του Θεού, η πραγματική εικών του Πατρός, ο προϋπάρχων αϊδίως παρά τω Πατρί, ο οποίος όμως εν χρόνω έμελλε να σαρκωθή επί της γης. Άρα πρόκειται περί ενός και του αυτού προσώπου, του προϋπάρχοντος Υιού και Λόγου του Θεού, ο οποίος εν χρόνω προσέλαβε πλήρη και ακεραίαν την ανθρωπίνην φύσιν (Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 26). — Εις άλλην σειράν χωρίων του ο Ειρηναίος την θείαν εικόνα και ομοίωσιν, παραλλήλως προς τον Λόγον, αποδίδει και εις το Πνεύμα το Άγιον. Τόσον ο Λόγος όσον και το Πνεύμα το Άγιον χαρακτηρίζονται από του Ειρηναίου ως αι «χείρες» του Θεού, δια των οποίων ούτος επλαστούργησε τον κόσμον και τον άνθρωπον: «Homo est autem temperatio animae et camis, qui secundum similitudinem Del formatus est, et per manus ejus plasmatus est, hoc est per Filium et Spiritum» (C.H. εν, Praef., 4). Εν τη μορφώσει επομένως του ανθρώπου συμμετείχεν ενεργώς και το Πνεύμα το Άγιον: «Αυτό το Πνεύμα παρέχει εις τον άνθρωπον την προς τον Θεόν ομοίωσιν» (Επίδ. 5. Καραβ. 30). Τέλος εις ένα άλλο χωρίον του ο Ειρηναίος παρουσιάζει το Πνεύμα το Άγιον ως μορφοποιούν τον άνθρωπον καθ’ ομοίωσιν του Λόγου: «…caro a Spiritu possessa, oblite quidem sui, qualitatem Spiritus assumens, conformls facta Verbo Dei» (C.H. V, 9, 3). Περιττόν να σημειωθή, ότι η εναλλαγή αυτή οφείλεται εις την ενιαίαν δημιουργικήν και αγιαστικήν ενέργειαν των προσώπων της Αγίας Τριάδος.

508. Επιδ. 12 (Καραβ. 34).

509. «Έδει δε τον άνθρωπον πρώτον γενέσθαι, και γενόμενον αυξήσαι, και αυξήσαντα ανδρωθήναι, και ανδρωθέντα πληθυνθήναι, και πληθυνθέντα ενισχύσαι και ενισχύσαντα δοξασθήναι και δοξασθέντα ιδείν τον εαυτού Δεσπότην» (C.H. IV, 38, 3. Απόσ. 65. Β.Ε.Π. 5, 158).

510. C.H. IV, 38, 1. Απόσπ. 65. Β.Ε.Π. 5. 157.

511. C.H. IV, 38, 1. Απόσπ. 65. Β.Ε.Π. 5, 157.

512. Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σελ. 61.

513. «Αλλά δια να μη υψηλοφρονήση ο άνθρωπος και να μη καταληφθή οιήσεως, ωσάν να μη είχε κύριον, δια να μη απατηθή εις τας σχέσεις του μετά του Θεού, του Δημιουργού του, ένεκα της δυνάμεως και της ελευθερίας, μεθ' ων επροικίσθη, υπερβαίνων τα τεθέντα εις αυτόν όρια, και δια να μη παρασυρθή από σκέψεις οιήσεως και επαναστατήση εναντίον του Θεού, δια να διδαχθή ούτως, ότι έχει ένα Κύριον, τον Κύριον των πάντων…» (Επίδ. 15. Καραβ. 36).

514. C.H. IV, 37, 7.

515. Η περί Σατανά διδασκαλία του Ειρηναίου κατέχει προέχουσαν θέσιν εν τω θεολογικώ συστήματι αυτού, θέσιν εναρμονιζομένην καλώς εν τω πλαισίω των περί ανακεφαλαιώσεως του ανθρώπου ιδιαιτέρων διδαγμάτων του. Κατά τον Ειρηναίον ο Σατανάς εδημιουργήθη υπό του Θεού αγαθός όπως και οι υπόλοιποι άγγελοι. Εις το ερώτημα διατί ο διάβολος, καίπερ δημιούργημα του Υψίστου, επανεστάτησε κατά του Θεού και εξέπεσε της θέσεώς του, ο Ειρηναίος δεν έχει πιθανήν απάντησιν, φρονών ότι αυτή θα δοθή μόνον κατά το τέλος του κόσμου, όταν ο Χριστός θέση τους εχθρούς του υποπόδιον των ποδών του (C.H. II, 28,7). Από της πτώσεώς του και εξής ο Σατανάς αποτελεί τον πραγματικόν και αδυσώπητον εχθρόν του Θεού. Η φύσις του είναι καθαρά αποστασία και σκοτασμός. Ως αποστάτης δε μανιωδώς καταφέρεται εναντίον του θελήματος του Θεού, ευρισκόμενος εις διαρκή πόλεμον κατά του Πνεύματος το οποίον απεστάλη ομοίως εκ του ουρανού, ώστε ο άνθρωπος επί της γης να έχη τόσον τον συνήγορόν του (το Πνεύμα), όσον και τον κατήγορον αυτού (τον διάβολον) (C. H. III, 17, 3). Ο χρόνος της δράσεως του Σατανά είναι σαφώς καθωρισμένος υπό του Θεού. Ο διάβολος σπεύδει αναποτρέπτως εις αιωνίαν καταδίκην και απώλειαν, ουδεμίαν δυνατότητα έχων επιστροφής εις τον Θεόν, ενώ οι άνθρωποι, τους οποίους ούτος παραπλανά, έχουν όλοι ανεξαιρέτως την δυνατότητα μετανοίας και επιστροφής. Δια τούτον ακριβώς τον λόγον το ευαγγέλιον της σωτηρίας πρέπει να κηρύσσεται εις όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και εις όλα τα μέρη της γης εις τρόπον ώστε, ει δυνατόν, να μείνη μόνος ο Σατανάς εν τη αιωνία κολάσει, η οποία τον αναμένει (C.H. III, 23, 3-8).

516. Ο φθόνος είναι πάθος φοβερόν και ολέθριον, επιφέρον την αποξένωσιν του Θεού («invidia anim aliene est a Deo» C.H. V, 24, 4).

517. Βλέπε N. Bonwetsch, Der Gedsnke dar Erzlehung des Menschangeschischtes bel Irenaus, εν ZST (1923-4), σελ. 639.

518. C.H. IV, 39, 1.

519. Επίδ. 17. Καραβ. 37.

520. C.H. III, 23, 5.

521. Δια της πτώσεως ο άνθρωπος δεν απώλεσε βεβαίως απηρτισμένην τινά και πλήρη τελειότητα, την οποίαν ουδέποτε είχε, διότι επλάσθη «νήπιος» υπό του Θεού. Εκείνο το οποίον απώλεσε ήτο η σχετική του μόνον τελειότης η οποία συνίστατο εις την παρουσίαν του Αγ. Πνεύματος, εις την αθωότητα της φύσεως και εις τα δώρα της χάριτος του Θεού. Εκ πρώτης όψεως θα ενόμιζε κανείς ότι δια των τοιούτων αντιλήψεών του ο Ειρηναίος προβαίνει εις μείωσιν του βάρους και της σοβαρότητας του προπατορικού αμαρτήματος. Πράγματι δυνάμεθα να ανιχνεύσωμεν παρ' αυτώ ελαφράν τάσιν αμβλύνσεως του τόνου και της βαρύτητας της προπατορικής αμαρτίας, οφειλομένην κυρίως εις το γεγονός, ότι ούτος ήτο υποχρεωμένος να μάχεται κατά των Γνωστικών, οι οποίοι εσυνήρτων εκ της τραγικής αποτυχίας του ανθρώπου εν τη πτώσει την δημιουργίαν αυτού καθόλου από μιας κατωτέρας θείας δυνάμεως» (Σ. Αγουρίδου, μν. έργ., σελ. 62). Η εντύπωσις όμως αυτή υποχωρεί αισθητώς, εάν αναλογισθώμεν τα περί φθοράς της φύσεως, τα περί θανάτου φυσικού και ψυχικού — και τα περί υποδουλώσεως εις τον διάβολον διδάγματα του Ειρηναίου, ως επίσης και τον υπ' αυτού ισχυρόν τονισμόν της παρουσίας και του έργου της ηθικής ελευθερίας εν τω ανθρώπω, δια της οποίας ούτος καθίσταται ένοχος ενώπιον του Θεού δια το θλιβερώτατον κατάντημά του.

522. Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 34-35.

523. C.H. V, 27, 2. Απόσπ. 87. Β.Ε.Π. 5, 167.

524. C.H. III, 23, 2.

525. C.H. V., 12, 4.

526. C.H. V, 10. 1-2.

527. Επίδ. 31 (Καραβ. 47).

528. C.H. V, III, 13, 1. Βλέπε και: V, 1, 3. V, 21, 1. V, 16, 3. Απόσπ. 83. Β.Ε.Π. 5, 166.

529. Βλέπε J. Turmal, Le dogme du peché originel dens saint Augustin, εν RHLR, Paris 1901, t. IV, σελ. 425-426.

530. P. Beuzart, Essai sur la théologie d' Irénée. Le Puy, 1908, σελ. 110.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 13-6-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 28-6-2018.

ΕΠΑΝΩ