Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Θεολογικά και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Οι Ησυχαστικές Έριδες τού 14ου αιώνα

Ιστορική ανασκόπηση

Τού π. Ευάγγελου Μάγειρα

 

 

5. Οι βασικές θεολογικές αρχές τών Ησυχαστών

Β. Η θύραθεν παιδεία

Οι διαφορετικές πηγές έρευνας Ακτίστου και κτιστών πραγμάτων

Ο Βαρλαάμ –και μαζί του η μεσαιωνική λατινική θεολογική παράδοση– κατανόησε την κοσμική γνώση ως προϋπόθεση του φωτισμού της θείας χάριτος. Για την παράδοση, αντίθετα, των Ελλήνων Πατέρων, η θέα του Θεού ήταν αδιανόητο να εξαρτηθεί από την ανθρώπινη γνώση101.

Ήδη ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (2ος-αρχές 3ου αι.) είχε παρατηρήσει ότι για τον Θεό δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς επιστημονικές αποδείξεις, γι’ αυτό ως προς την επιστημονική μέθοδο ο Θεός μένει αναπόδεικτος102.

Ο δε Μ. Βασίλειος (4ος αι.) σε πολλά μέρη της Εξαημέρου διατυπώνει απόψεις, οι οποίες ανταποκρίνονται σε επιστημονικές θέσεις της εποχής του, διακρίνοντας έτσι το «ποιος» έκανε τον κόσμο από το «πώς» έγινε ο κόσμος. «Ο θαυμασμός μας», λέει ο Μ. Βασίλειος, «για το μεγαλείο της δημιουργίας δεν μειώνεται, αν μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο έγιναν τα θαυμαστά αυτά έργα»103. Η χρήση της επιστήμης και της φιλοσοφικής γλώσσας γίνεται δηλαδή από τον Μ. Βασίλειο μόνο για την έρευνα κτιστών πραγμάτων, καθώς και για την αποσαφήνιση των δογματικών διδασκαλιών104.

Οι Έλληνες Πατέρες διακρίνουν σαφώς τη φιλοσοφία από τη θεολογία, τη θύραθεν από τη θεία γνώση. Σκοπός της πρώτης είναι η γνώση των κτιστών, της δεύτερης η γνώση των ακτίστων105.

Γι’ αυτό οι Πατέρες ακολουθούν διπλή γνωσιολογική μέθοδο: τη φιλοσοφική-νοησιαρχική, που έχει εφαρμογή στην περιοχή των διαφόρων επιστημών, και τη θεολογική-εμπειρική, που έχει εφαρμογή στον χώρο των θείων πραγμάτων106. Έτσι η εμπειρία της θεολογίας και η επιστημονική γνώση συνδέονται λειτουργικά χωρίς να συγχέονται μεταξύ τους. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που στη ζωή της Εκκλησίας συνδυάζονται αρμονικά η λόγια παράδοση και η απλοϊκή πνευματικότητα107.

Η διαφορά όμως Βαρλαάμ και Γρηγορίου Παλαμά δεν βρίσκεται απλώς στο πρόβλημα της θεογνωσίας, αλλά στη σχέση της θύραθεν παιδείας με τη σωτηρία.

Ο Βαρλαάμ θεωρούσε πως η κάθαρση και η τελείωση του ανθρώπου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ανθρώπινη γνώση και την αρχαία ελληνική παιδεία108.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αν και θεωρεί τη φιλοσοφία και γενικά την παιδεία χρήσιμη στον άνθρωπο109, εξεγείρεται εναντίον της αντιλήψεως αυτής. Αποκρούει την υπερτίμηση της φιλοσοφίας και την απόδοση σωτηριολογικής αξίας στους «αριστοτελικούς συλλογισμούς»110.

Βάση της θεογνωσίας και κατ’ επέκταση της σωτηρίας θέτει όχι τη νοησιαρχική προσέγγιση του Θεού, αλλά την προσωπική εμπειρία, την πραγματική δηλαδή ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, που τελεσιουργεί η «θεοποιός χάρις» του Αγίου Πνεύματος. Προϋπόθεση δε για τη θέα του θείου φωτός θέτει την άσκηση και τον καθαρισμό της καρδιάς111.

Η κάθαρση, ως ανθρώπινη συνέργεια στη χάρη του Θεού, δεν εξαρτάται από τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου, αλλά από την αγνότητα της καρδιάς και τη θέλησή του να εφαρμόσει το θείο θέλημα. Η κάθαρση από τα πάθη βρίσκει την αληθινή της διάσταση στον μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας. Έτσι δεν τοποθετείται στο πλαίσιο του συναισθηματικού βιώματος, αλλά αποτελεί την προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει τη θεία καθαρότητα μέσα στην κοινωνία με τον Θεό και τους συνανθρώπους του112.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς είναι κατηγορηματικός: Δεν αποδέχεται την ηθικιστική θεώρηση της πνευματικής ζωής. Η θεολογία θεμελιώνεται πάνω στα «έργα» και τον «βίο», πράγματα αληθινά και ασφαλή, πρόκειται δηλαδή για την εμπειρία της Εκκλησίας113. Γι’ αυτό η θεολογία του είναι «θεολογία γεγονότων» ή καλύτερα «θεοπτία», που βρίσκει τη λεκτική της διατύπωση όταν το επιβάλλουν οι ανάγκες της Εκκλησίας114.

Αντίθετα με τις θεολογικές αυτές αρχές, στη Δύση, κυρίως στη σχολαστική θεολογία, κυριάρχησε μια ενιαία μεθοδολογία. Η προπαιδεία στις θύραθεν επιστήμες δεν θεωρήθηκε απλώς ένα γύμνασμα του νου, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεολογική επιστήμη, καθώς η θεολογία ήταν κατά τη μέθοδο και το περιεχόμενο συνέχεια του αντικειμένου των άλλων επιστημών. Τα πάντα ανάγονταν στην αριστοτελική φιλοσοφία. Όλα τα θέματα του φυσικού κόσμου τα είχε ερευνήσει και τα είχε λύσει ο Αριστοτέλης115.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στα πρόσωπα του Βαρλαάμ, του Γρηγορά και των άλλων αντιησυχαστών δεν αρνήθηκε τη φιλοσοφία, αλλά τον αυτονομημένο Ανθρωπισμό, αποτέλεσμα μιας θεολογίας χωρίς Θεό116.

 

Σημειώσεις


101. Ιω. Μάγιεντορφ, Η βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Δ. Μόσχος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σ. 225.

102. «Ο μεν ουν Θεός αναπόδεικτος ων, ουκ έστιν επιστημονικός» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς Δ, PG 8, 1365A).

103. «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις, επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεταί τι τών παραδόξων εξευρεθή» (Μ. Βασίλειος, Εις την Εξαήμερον, PG 29, 25A).

104. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Α. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 142-143, 148.

105. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 33-34.

106. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 34.

107. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Α. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 147-148.

108. Αυτόθι, σ. 39. «ουκ έστιν άγιον είναι μη την γνώσιν ειληφότα τών όντων και τής αγνοίας ταύτης κεκαθαρμένον» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων» 2, 1, 34, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Α΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19884, σ. 495).

109. Στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά δεν υπάρχει καμμιά υποτίμηση της ανθρώπινης γνώσης, ούτε αντίθεση στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Όχι μόνο ο ίδιος οφείλει πολλά στην εκπαίδευσή του στην αριστοτελική λογική, αλλά και ο βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος κοσμεί τα γραπτά του με αναφορές στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Εξ άλλου, υπέρ της αναγέννησης των γραμμάτων ήταν πολλοί ησυχαστές, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Νικόλαος Καβάσιλας (Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 57). Επιπλέον ο θρίαμβος του Παλαμισμού δεν ανέκοψε την «Παλαιολόγεια Αναγέννηση», που συνεχίστηκε μέχρι τις τελευταίες ανάσες της Αυτοκρατορίας (Ιω. Μάγιεντορφ, Η βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Δ. Μόσχος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σ. 225).

110. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 39, 127.

111. Ιω. Ε. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Β΄, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 99.

112. Αν. Κεσελόπουλος, Πάθη και Αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982, σ. 214.

113. «Ημείς δε ου την δια λόγων και συλλογισμών ευρισκομένην γνώσιν δόξαν αληθή νομίζομεν, αλλά την δι’ έργων τε και βίου αποδεικνυμένην, ή και μη μόνον αληθής, αλλά και ασφαλής εστι και απερίτρεπτος» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων» 2, 1, 1, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Α΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19884, σ. 423).

114. Αν. Κεσελόπουλος, Πάθη και Αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1982, σ. 16.

115. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Α. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 150-152.

116. Χρυσ. Α. Σταμούλης, Άσκηση αυτοσυνειδησίας («Λειμών Αμφιλαφής» 7), εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 157-158.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 28-4-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 10-5-2018.

ΕΠΑΝΩ