Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Ο Συνοδικός Θεσμός * Η εξουσία τής Εκκλησίας * Πόσο δεσμευτικές είναι οι Σύνοδοι για τους Χριστιανούς; * Από πού πηγάζει το κύρος των Συνόδων; * Απαντήσεις τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για το θέμα τής Ουκρανίας * Πρόταση για την αντιμετώπιση τού Ουκρανικού ζητήματος

Το έκκλητο τού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως

(Το «κηρίον τής εκκλήτου» και οι μέλισσες)

Παναγιώτης Ι. Μπούμης

Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών

 

Μέχρι τώρα, αν και έχω ασχοληθεί αρκετά με το ουκρανικό ζήτημα, δεν γνωρίζω πόσοι παρατήρησαν ότι ειδικά με το έκκλητο[1] τού Πατριαρχικού θρόνου τής Κωνσταντινουπόλεως δεν έχω ασχοληθεί.

Το έκκλητο αυτό αναφέρεται και στηρίζεται κυρίως και κατά πρώτον στον θ΄ κανόνα τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), όπου ορίζεται εκτός τών άλλων το εξής: «Ει δε προς τον τής αυτής επαρχίας Μητροπολίτην Επίσκοπος, ή Κληρικός αμφισβητοίη (πράγμα έχοι), καταλαμβανέτω (= να καταφεύγει), ή τον Έξαρχον τής διοικήσεως, ή τον τής Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ' αυτώ δικαζέσθω». Και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύει: «Όταν δε πάλιν Επίσκοπος, ή Κληρικός έχη κρίσιν με τον Μητροπολίτην, ας πηγαίνη εις τον Έξαρχον τής διοικήσεως, ή εις τον τής Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και εις εκείνον ας θεωρήται η κρίσις» («Πηδάλιον», σελ. 191-192).

Ωστόσο μεγάλη εντύπωση μού είχε προκαλέσει, όπως και ανάσχεση να απασχοληθώ με το θέμα αυτό, η αρχή τής υποσημειώσεως ένα (1) στον παρόντα κανόνα από τον άγιο Νικόδημο για την ευφυή επισήμανσή της. Αυτή έχει ως εξής: «Ωσεί μέλισσαι κηρίον, ούτω διάφοροι γνώμαι περιεκύκλωσαν το μέρος τού παρόντος κανόνος». Και πράγματι παραθέτει πολλές γνώμες και μαρτυρίες στη συνέχεια και στο θέμα τών εξάρχων και στην αρμοδιότητα τών Πατριαρχών και ιδίως τού Κωνσταντινουπόλεως στο έκκλητο.

Αλλά και τον τελευταίο καιρό, μετά από τόσους χρόνους με αφορμή μάλιστα το εκκλησιαστικό ουκρανικό ζήτημα, πολλές μέλισσες όχι μόνον μάς «περιεκύκλωσαν», αλλά και μάς βραχυκύκλωσαν, γι' αυτό κι εγώ απέφυγα μέχρι τώρα να «πλησιάσω» το «κηρίον» αυτό.

Σήμερα όμως, εορτή τής σοφής αγίας Αικατερίνης, διαβάζοντας ένα χριστιανικό περιοδικό έπεσε, ίσως και με τις πρεσβείες τής Αγίας, η προσοχή μου στο επίμαχο αυτό μέρος τού θ΄ καν. τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου που κάνει λόγο για το θρόνο τής βασιλεύουσας Κωνσταντινουπόλεως και ιδιαίτερα στη λέξη «βασιλεύουσα».

Όπως, λοιπόν, διαβάζουμε, ο κανόνας αυτός ορίζει να πηγαίνει ένας κληρικός κάνοντας έφεση (έκκλητο) στο θρόνο τής βασιλεύουσας Κωνσταντινουπόλεως, τής Κωνσταντινουπόλεως που βασιλεύει, για να δικαστεί εκεί. Δηλ. για να κάνει έφεση ή να κριθεί κάποιος κληρικός, όταν έχει πρόβλημα («πράγμα») με τον προϊστάμενό του, στο Πατριαρχείο τής Κωνσταντινουπόλεως, πρέπει η Κωνσταντινούπολη να είναι βασιλεύουσα, να είναι ελεύθερη.

Και τώρα τίθεται το πρόβλημα: Σήμερα όμως η χριστιανική Κωνσταντινούπολη είναι ελεύθερη και βασιλεύει; Η απάντηση είναι προφανής. Επομένως τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να δέχεται εκκλήτους και μάλιστα από διάφορα μέρη και χώρες ο θρόνος τής Κωνσταντινουπόλεως;

Ίσως κάποιος ισχυρισθεί ότι αυτός ο προσδιορισμός («βασιλεύουσα») δεν έχει σημασία. Πλην όμως μπορεί να το ισχυρισθεί αναντιρρήτως ή ανεπιφυλάκτως; Προφανώς, όχι. Ίσως επίσης μπορεί να συνεχίσει αυτός ή άλλος, ότι αυτός ο προσδιορισμός-προϋπόθεση, το «βασιλεύουσα», τέθηκε έτσι τυχαίως, καλοπροαιρέτως, από κάποιο «φιλοβασιλικό» συνοδικό μέλος χωρίς κάποιο νόημα ιδιαιτέρως.

Από τον ή τους Πατέρες που τον πρότειναν ίσως να μην υπήρχε κάποιος βασικός λόγος στο νου τους. Αλλά τίποτε δεν είναι τυχαίο στα θεία κείμενα. Και να μην είχαν υπ' όψη τους κάτι οι εισηγητές Πατέρες για το μέλλον τής Κωνσταντινουπόλεως, όμως αυτό δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο επιστατούσε στις αποφάσεις, όρους και κανόνες τών Οικουμενικών Συνόδων. Και όταν μάλιστα ο α΄ καν. τής Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου μάς διαβεβαιώνει ότι οι Απόστολοι και οι Πατέρες τής Εκκλησίας «εξ ενός γαρ και τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες (= φωτισθέντες) ώρισαν τα συμφέροντα».

Εδώ υπενθυμίζουμε και μία σπουδαία κανονική ερμηνευτική αρχή, που παραθέτει στον ιστ΄ καν. ο Μέγας Βασίλειος και έχει επικυρωθεί από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο: «Πρόσεχε ουν ακριβώς τη Γραφή και αυτόθεν ευρήσεις την λύσιν τού ζητήματος» («Πηδάλιον», σελ. 601). Ιδιαιτέρως τονίζουμε τη λέξη «ακριβώς». Πρόσεχε ακριβώς υποδεικνύει, για να βρεθεί λύση.

Και το τονίζουμε, γιατί έτσι έχουμε και τη συμφωνία στα ανωτέρω τις προόδους και τής σημερινής νομικής σκέψεως και ερμηνευτικής που συνοψίζεται στο δίλημμα ο νόμος ή ο νομοθέτης, το γράμμα τού νόμου ή το πνεύμα τού νομοθέτη.

Την άποψη αυτή ενισχύει και ο καθηγητής τής Νομικής K. Engisch, ο οποίος παρατηρεί: «Πολύ, εύστοχα λέει ο Andre Gide στο έργο του Paludes: "... εκείνο που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι ακριβώς αυτό που πρόσθεσα χωρίς να το ξέρω --αυτό το μέρος τού ασυνειδήτου που θα ήθελα να το ονομάσω μέρος τού Θεού... Ας περιμένουμε την αποκάλυψη τών πραγμάτων από παντού, την αποκάλυψη τών έργων μας από το Κοινό"»[2]. Γι' αυτό και προσθέτει ο ίδιος: «Εδώ και μερικές δεκαετίες η λεγόμενη αντικειμενική (κατά γράμμα) θεωρία ερμηνείας αρχίζει να παίρνει το προβάδισμα, και μάλιστα σε μια προφανώς παράλληλη πορεία με τη συνταγματική και τη δημοκρατική αρχή»[3].

Ο δεύτερος κανόνας, ο οποίος προβάλλεται, για να κατοχυρωθεί το έκκλητο στο θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως, είναι ο ιζ΄ καν. τής ίδιας Δ΄ Οικουμ. Συνόδου. Αυτός διαλαμβάνει τα εξής: «Τας καθ' εκάστην επαρχίαν αγροικικάς παροικίας, ή εγχωρίους, μένειν απαρασαλεύτους παρά τοις κατέχουσιν αυτάς Επισκόπους, και μάλιστα ή τριακονταετή χρόνον ταύτας αβιάστως διακατέχοντες ωκονόμησαν. Ει δε εντός τών τριάκοντα ετών γεγένηταί τις, ή γένοιτο περί αυτών αμφισβήτησις, εξείναι τοις λέγουσιν ηδικήσθαι περί τούτων κινείν παρά τη Συνόδω τής επαρχίας. Ει δε τις αδικοίτο παρά τού ιδίου Μητροπολίτου, παρά τω Εξάρχω τής διοικήσεως, ή τω Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθω, καθ' α προείρηται. Ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ή αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις, και τών εκκλησιαστικών παροικιών η τάξις ακολουθείτω» («Πηδάλιον», σελ. 199).

Ο άγιος Νικόδημος εκτός τής ερμηνείας του παραθέτει και μία «Συμφωνία» μεταξύ κανόνων, όπου γράφει τα εξής στην περίπτωση τού ιζ΄ καν. τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου: «Σημείωσαι ότι τούτον τον Κανόνα η ς΄. εις δύω τμήματα διαιρέσασα, το μεν από τής αρχής τού Κανόνος έως τού, παρά τη Συνόδω τής επαρχίας, κε΄. Κανόνα αυτής ποιεί, το δε από τού, ειδέ και τις εκ Βασιλικής εξουσίας, μέχρι τέλους, λη΄. Κανόνα» («Πηδάλιον», σελ. 200).

Πλην όμως εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι οι δύο αυτοί κανόνες ανανεώνουν την αρχή και το τέλος τού ιζ΄ τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου και παραλείπουν το τμήμα που λέει: «Ει δε τις αδικοίτο παρά τού ιδίου μητροπολίτου, παρά τω εξάρχω τής διοικήσεως, ή τω Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθω, καθά προείρηται».

Γιατί το τμήμα αυτό τού ιζ΄ καν. τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου το παραλείπουν; Δεν το ανανεώνουν; Παύει να ισχύει; Δημιουργούσε διαμάχες; Προέβλεπαν οι Πατέρες κάτι; Δεν μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος για ποιο λόγο το έπραξαν. Ωστόσο μετά βεβαιότητος μπορούμε να πούμε ότι καθίσταται αμφισβητήσιμη η κατοχύρωση οιουδήποτε γενικού εκκλήτου προς το θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως και από τον κανόνα αυτόν (ιζ΄) τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου, αφού μάλιστα στην αρχή μιλάει για κάποιες παροικίες.

Πάντως και από τους δύο κανόνες θ΄ και ιζ΄ τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου εάν δεν στηρίζεται και εάν δεν κατοχυρώνεται σήμερα το έκκλητο τού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι χάνει και τα πρεσβεία τής τιμής. Επ' αυτού βοηθάει και η διατύπωση τού κη΄ καν. τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου και η προσεκτική («ακριβής») μελέτη αυτού εκτός από εκείνα που είχαμε γράψει παλαιότερα και γενικότερα: «...η θέση και η σειρά τών θρόνων καθορίστηκε βάσει και τού πολιτικού παράγοντος. Και καθορίστηκε από Οικουμενικές Συνόδους, το ανώτατο όργανο τής Εκκλησίας. Άπαξ λοιπόν και έλαβε αυτό το οικουμενικό κύρος και παγιώθηκε αυτή η τάξη, φαίνεται ότι οφείλει, ότι δύναται, να παραμείνει τέτοια, ανεξαρτήτως τών μεταβολών, οι οποίες ενδέχεται να επισυμβούν στον πολιτικό παράγοντα, ο οποίος είναι δυνατόν να μη λαμβάνεται πλέον σοβαρώς υπ' όψη. Άλλωστε και ο επίσκοπος Ρώμης, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα τού Κράτους στη Νέα Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη, εξακολούθησε να διατηρεί τα πρεσβεία και τα πρωτεία τιμής, όσο βεβαίως παρέμενε στην Ορθοδοξία»[4].

Παρατηρούμε, λοιπόν, στον κη΄ καν. ειδικότερα ότι οι Πατέρες τής Δ΄ Οικουμ. Συνόδου δεν αφαίρεσαν τα πρεσβεία από το θρόνο τής πρεσβυτέρας Ρώμης, τα οποία είχαν προσδώσει («αποδεδώκασι») σ' αυτόν οι Πατέρες τής Β΄ Οικουμ. Συνόδου, «δια το βασιλεύειν την πόλιν», ένεκα τού ότι, επειδή, εβασίλευε πρότερον, ή όπως λέει ο άγιος Νικόδημος, «δια το να ευρίσκετο βασιλεία εις την πόλιν εκείνην» («Πηδάλιον», σελ. 207). Έτσι και η Κωνσταντινούπολη δεν χάνει τα πρεσβεία που τής έχουν δοθεί, ένεκα τής κυριεύσεώς της και τής υποδουλώσεώς της, τής απώλειας τής βασιλείας και τής ελευθερίας της.

Μόνο είναι δυνατόν να υποστηριχθεί κοσμικώς κάτι άλλο, ότι αποδυναμώθηκε ιδίως με την παραχώρηση τών αυτοκεφαλιών στα εμφανιζόμενα ή αναπτυσσόμενα χριστιανικά κράτη και τις Εκκλησίες-ιεραρχίες τους.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πραγματική αποδυνάμωση, αν λάβουμε υπ' όψη μας την υπέροχη γνώμη-περιγραφή τού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τού αληθινού χρυσορρήμονα, που λέει: «Τα μεν γαρ τού παρόντος αξιώματα βίου τότε μείζονα φαίνεται, όταν εις ένα περιστή μόνον· επί δε τών πνευματικών τουναντίον· τότε λάμπει το τής τιμής, όταν πολλούς τής προεδρείας έχη κοινωνούς και όταν ο μετέχων μη εις ή, αλλά πολλούς έχη τους τών αυτών απολάβοντας»[5].

Αντιθέτως, λοιπόν, αντί να έχουμε αποδυνάμωση τών πρεσβείων τού πατριαρχικού θρόνου με αυτήν τη συνοδική μορφή έχουμε ιδιαίτερη ενδυνάμωσή του.

Παναγιώτης Ι. Μπούμης

Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών

 

Σημειώσεις


[1] Έκκλητος ή έκκλητο: Κάνω ή δέχομαι έφεση. Πρβλ. «Πηδάλιον», σελ. 120, υποσ., στ. α΄: «Αγωγή από οιουδήποτε δικαστηρίου αφ' έτερον μείζον δικαστήριον».

[2] K. Engisch – Μετάφρ. Δ. Σπινέλλη, Εισαγωγή στη νομική σκέψη, έκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1981, σελ. 108.

[3] Όπ. παρ., σελ. 111. Πρβλ. και Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Έκδοση Γ΄, Εκδόσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 2002, σελ. 77.

[4] «Πρωτεία μεταξύ τών Εκκλησιών (Τα πρεσβεία τών θρόνων)», Ιστ. Romfea, Αποστολ. Διακονία και Παν. Μπούμη, Πρωτεία = Πρεσβεία και περί το ουκρανικό ζήτημα, Αθήναι 2020, σελ. 13.

[5] Εις απόστολον Παύλον, Ομιλία 7, PG 50,509. Πρβλ. και Κων. Μουρατίδου, Η ουσία και το πολίτευμα τής Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, Εν Αθήναις 1958, σελ. 237.

Δημιουργία αρχείου: 12-12-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-12-2020.

ΕΠΑΝΩ