Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Κανόνες και Σχίσματα

Εκκλησία τής Αλβανίας για το πρόβλημα τής αυτοκεφαλίας τής Εκκλησίας τής Ουκρανίας * Η εξουσία τής Εκκλησίας * Πόσο δεσμευτικές είναι οι Σύνοδοι για τους Χριστιανούς; * Από πού πηγάζει το κύρος των Συνόδων; * Ο Συνοδικός Θεσμός * Ιεροί Κανόνες και Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με αφορμή το Ουκρανικό πρόβλημα

Οι επανενταχθέντες σχισματικοί τής Ουκρανίας -

Τι (θα) κοινωνούν;

Παναγιώτης Ι. Μπούμης

Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών

 

Το ερώτημα αυτό αναπτυγμένο θα είχε ως εξής: Οι χριστιανοί τής Ουκρανίας και συμμετέχοντες στις «θείες λειτουργίες» που θα τελούν (πρώην) σχισματικοί ή καθηρημένοι ή αχειροτόνητοι κληρικοί, τι θα κοινωνούν, σώμα και αίμα Χριστού ή απλώς άρτο και οίνο (= ψωμί και κρασί);

 

Η απάντηση έτσι πρόχειρα δεν είναι εύκολη ανθρωπίνως. Εμείς νομίζουμε σ' αυτές τις περιπτώσεις ότι πρέπει να καταφεύγουμε στην Αγία Γραφή και στις αποφάσεις (όχι πρακτικά ή ιστορία) τών Οικουμενικών Συνόδων. Με (ανάλογα) παραδείγματα και υποδείξεις τής θεόπνευστης Γραφής και τών θείων και ιερών κανόνων που αποτελούν τις αυθεντικές αποφάσεις και παράδοση τής Εκκλησίας τών Οικουμενικών Συνόδων οφείλουμε να λύνουμε τα σχετικά εκκλησιαστικά προβλήματα. Δεν υπάρχει εκκλησιαστικό πρόβλημα για τις αυθεντικές αυτές πηγές τού χριστιανισμού. Αρκεί να καταφεύγουμε σ' αυτές.

Α. Αρχίζουμε με μία πράξη τών αγίων Αποστόλων που υπάρχει στο βιβλίο τών «Πράξεων τών Αποστόλων» και είναι πολύ διαφωτιστική και επί τού προκειμένου ζητήματος και ερωτήματος.

Ειδικώς στα χωρία 14-17 αναφέρονται τα εξής: Ακούσαντες δε οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι ότι δέδεκται η Σαμάρεια τον λόγον τού Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην· οίτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αυτών όπως λάβωσι Πνεύμα Άγιον· ούπω γαρ ην επ' ουδενί αυτών επιπεπτωκός, μόνον δε βεβαπτισμένοι υπήρχον εις το όνομα τού Κυρίου Ιησού. Τότε επετίθουν τας χείρας επ' αυτούς, και ελάμβανον Πνεύμα Άγιον.

Έχουμε, λοιπόν, τη γνώμη ότι η περιγραφή αυτή τέθηκε στην Αγία Γραφή όχι ασκόπως και τυχαίως. Τίποτε στην Αγία Γραφή δεν είναι περιττό. Νομίζουμε δηλαδή ότι το περιστατικό αυτό αποτελεί ένα πρότυπο για την αντιμετώπιση, εκτός άλλων περιπτώσεων, και τού θέματος τών Ουκρανών χριστιανών. Προς τούτο ίσως πρέπει να λάβουμε υπ' όψη ορισμένα σημεία ή στοιχεία τού κειμένου και να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.

Αυτά μάς δίνουν αφορμή και ένα περίγραμμα για τις θέσεις και την αντιμετώπιση τών εν λόγω Ουκρανών. Πλην όμως πρέπει το θέμα να αντιμετωπιστεί προσεχώς πιο επίσημα.

Και ερχόμαστε στα στοιχεία που μάς προσφέρει η εν λόγω περικοπή τών Πράξεων τών Αποστόλων:

α) Το πρώτο σημείο που πρέπει να αξιολογήσουμε και να αξιοποιήσουμε είναι το γεγονός ότι οι Σαμαρείτες εκείνοι δέχθηκαν το λόγο τού Θεού και βαπτίσθηκαν στο όνομα τού Ιησού Χριστού.

β) Επίσης εκείνο που πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως είναι ότι το σώμα τών Αποστόλων δεν πήρε απόφαση και δεν έδωσε διαταγή εξ αποστάσεως (μακρόθεν) να κατέβει το Άγιο Πνεύμα, για να το λάβουν οι Σαμαρείτες, αλλά προέβησαν σε μερικές πράξεις.

γ) Έτσι «οι εν Ιεροσολύμοις απόστολοι... απέστειλαν προς αυτούς (τους Σαμαρείτες) τον Πέτρον και Ιωάννην». Επί τού σημείου αυτού ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας παραθέτει την παρατήρηση τού J. A. Bengel, ο οποίος λέει: «Ο αποστελλόμενος πέμπεται είτε υπό ανωτέρου είτε υπό ίσου. Το κύρος τού αποστολικού σώματος ήτο μεγαλύτερον τού ατομικού κύρους τού Πέτρου και τού Ιωάννου»1.

δ) Το τέταρτο και σημαντικό, όπως και κρίσιμο, στοιχείο είναι η επίθεση τών χειρών τών Αποστόλων στους Σαμαρείτες, για να λάβουν Άγιον Πνεύμα, τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, τ.έ. το μυστήριο τού Χρίσματος. Για να γίνει αυτό, σημαίνει ότι οι δύο απόστολοι είχαν την εξουσία και τη δυνατότητα να μεταδίδουν αυτήν την χάρη δυνάμει τής αποστολικής-ιερατικής τους ιδιότητας.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέτει το πρόβλημα: «Και δια τι ουκ ήσαν ούτοι (οι Σαμαρείτες) λαβόντες Πνεύμα Άγιον βαπτισθέντες; ...». Και προσθέτει επεξηγώντας: «Όθεν μοι δοκεί ούτος ο Φίλιππος (που τους βάπτισε) τών επτά (διακόνων) είναι... Διο και βαπτίζων, Πνεύμα τοις βαπτιζομένοις ουκ εδίδου· ουδέ γαρ είχεν εξουσίαν· τούτο γαρ το δώρον μόνον τών δώδεκα ην». Και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ωσαύτως σημειώνει: «Βαπτίζει μόνον ως μαθητής (ο Φίλιππος)· τελειούσι δε την χάριν οι απόστολοι, οις η τής τοιαύτης δόσεως αυθεντία εδέδοτο»2.

ε) Ένα άλλο δεδομένο τής περικοπής είναι και η χρησιμοποίηση τών παρατατικών «επετίθουν τας χείρας» και «ελάμβανον Πνεύμα Άγιον», αντί τού αορίστου «επέθεσαν» και «έλαβον». Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας γράφει: «Ο παρατατικός επετίθουν σημαίνει την επανάληψιν τής πράξεως»3 *. Προφανώς η επανάληψη δεν γινόταν στο ίδιο βαπτισμένο άτομο, αλλά σε άλλο. Έτσι αυτό μάς δίνει το δικαίωμα να πούμε ότι η επίθεση τής χειρός τών Αποστόλων δεν έγινε σε μία μαζική ομαδική ενέργεια, αλλά γινόταν σε μία προσωπική, ιδιαίτερη πράξη. Και αυτό ήταν εύκολο τότε, γιατί οι χριστιανοί ήταν λίγοι και επαρκούσαν οι απόστολοι. Αλλά τι θα έκαναν σήμερα σε μία ομαδική ένταξη στην Εκκλησία, π.χ. χριστιανών βαπτισμένων, αλλά μη κεχρισμένων;

στ) Σ' αυτό το σημείο, παίρνοντας αφορμή από το διάλογο (Πράξ. 8,18-20) μεταξύ τού Σίμωνος μάγου και τών δύο αποστόλων (και ιδίως τού Πέτρου), μπορούμε να πούμε ότι οι απόστολοι εκτός από την εξουσία να χρίουν, να παρέχουν κατά το χρίσμα τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, είχαν και την εξουσία να μεταδίδουν την ικανότητα-εξουσία αυτή τού να χρίουν και σε άλλους. Τουτέστι είχαν τη δυνατότητα-ικανότητα να χειροτονούν διαδόχους τους. Την ικανότητα δηλαδή να χρίουν είχαν την εξουσία να την μεταδίδουν δια τής χειροτονίας στους διαδόχους τους. Έτσι έχουμε την αποστολική διαδοχή. Οι διάδοχοί τους καθίσταντο επίσκοποι· και αυτοί οι επίσκοποι χειροθετούσαν τους βαπτιζομένους, για να λάβουν τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως αυτό γινόταν όσο καιρό ήταν εφικτό, ένεκα τού μικρού αριθμού τών χριστιανών που βαπτίζονταν.

ζ) Ύστερα όμως κατέστη αναγκαίο να μπορούν τα χαρίσματα να παρέχονται με ένα διαφορετικό επίσης και ορατό τρόπο* σε μεγάλο αριθμό βαπτιζομένων. Οπότε θεσμοθετήθηκε το μυστήριο τού χρίσματος, όπως το γνωρίζουμε να τελείται σήμερα και με τους αντιπροσώπους τών Επισκόπων, τους πρεσβυτέρους.

η) Κάτι τέτοιο νομίζουμε ότι μπορεί και με την προσέλευση και ασφαλή ένταξη τών Ουκρανών στη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία να συμβεί.

Β.

1) Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά και συνοψίζοντας τα πράγματα για κάθε μυστηριακή πράξη χρειάζεται η αποστολική διαδοχή, η οποία παρέχεται με το μυστήριο το κανονικό τής ιερωσύνης, στους κληρικούς.

2) Φυσικά πρέπει αυτοί οι κληρικοί να είναι ενταγμένοι μέσα στην Εκκλησία και να μην έχουν αποκοπεί ή αποσχισθεί από αυτήν, είτε εκουσίως σχηματίσαντες σχίσμα ή αίρεση είτε ακουσίως καθαιρεθέντες τής ιερωσύνης από το αρμόδιο γι' αυτούς εκκλησιαστικό όργανο.

3) Σε κάθε κατ' ακρίβεια κανονική μυστηριακή πράξη υπάρχουν εκτός από (τους λόγους) τα αόρατα, θα λέγαμε σημεία και τα ορατά σημεία, τα απτά, ώστε (να βλέπει και) να προσλαμβάνει με βεβαιότητα το μεταδιδόμενο χάρισμα ο κάθε πιστός.

4) Ο κληρικός ο οποίος τελεί ένα μυστήριο πρέπει να έχει την άδεια και την εντολή από ένα ανώτερό του εκκλησιαστικό όργανο ή σώμα, όπως το αποστολικό σώμα τών Ιεροσολύμων τότε έδωσε την άδεια και την εξουσία στους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να πάνε στους Σαμαρείτες για τη χορήγηση τού Αγίου Πνεύματος.

Γ. Ενισχυτικά αυτών τών αρχών έχουμε και τους ιερούς κανόνες οι οποίοι ορίζουν τα πρέποντα, τις απαραίτητες προϋποθέσεις:

1) Ο α΄ αποστολικός κανόνας λέει: «Επίσκοπος χειροτονείσθω υπό Επισκόπων δύο, ή τριών». Ο δε δ΄ καν. τής Α΄ Οικουμ. Συνόδου προσδιορίζει «...εξ άπαντος τρεις επί το αυτό συναγομένους, συμψήφων γινομένων και τών απόντων, και συντιθεμένων δια γραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιείσθαι» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Β΄, σελ. 122). Πρβλ. και μθ΄ (νη΄) και ν΄ (νθ΄) Καρθαγένης. Και τούτο «Επειδή κατά τον Απόστολον, το έλαττον υπό τού κρείττονος ευλογείται (Εβρ. ζ΄, 7 όπερ ιδία περί τής ιερωσύνης είρηται)» (Πηδάλιον, σελ. 1 υποσ.). Τονίζουμε την τελευταία φράση τού αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτου. Και θέτει αυτήν την αρχήν ο απόστολος Παύλος, αφού προηγουμένως γράφει: «Χωρίς δε πάσης αντιλογίας» (Εβρ. 7,7). Έτσι τηρείται και η αρχή, κατά την οποία το σύνολο, το σώμα τών αποστόλων που ήταν στα Ιεροσόλυμα έστειλε στη Σαμάρεια τα πρόσωπα τών αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου. Έτσι διαφυλάσσεται και η αποστολική διαδοχή.

2) Όταν υπάρχει έλλειψη-απουσία τών ανωτέρω κανονικών προϋποθέσεων ή ακόμη και αμφιβολία, πρέπει να επαναλαμβάνεται η χειροτονία. Αυτό υποδεικνύεται από τον πδ΄ (84ο) καν. τής Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου και τον οβ΄ (72ο) τής Καρθαγένης. Ο πρώτος ορίζει: «Τοις κανονικοίς τών Πατέρων θεσμοίς κατακολουθούντες ορίζομεν περί τών νηπίων, οσάκις μη ευρίσκωνται βέβαιοι μάρτυρες, οι ταύτα αναμφιβόλως βαπτισθέντα είναι λέγοντες, και ουδέ αυτά δια την κείραν (= ηλικία), περί τής παραδοθείσης αυτοίς μυσταγωγίας αποκρίνασθαι επιτηδείως έχωσι, χωρίς τινος προσκόμματος οφείλειν ταύτα βαπτίζεσθαι, μήποτε ο τοιούτος δισταγμός αποστερήση αυτά τής τοιαύτης τού αγιασμού καθάρσεως» (Πηδάλιον, σελ. 294). Τα ίδια διαλαμβάνει (έχει) και ο οβ΄ (72ος) καν. τής Καρθαγένης.

Δ.

1) Ακριβώς για να μην υπάρχει κάποια αμφιβολία ή αμφισβήτηση τής κανονικότητας μιας χειροτονίας, αλλά και για την ύπαρξη μαρτυρίας περί τής «αξιότητας» τού χειροτονουμένου πρέπει οι χειροτονίες να γίνονται δημοσίως. Πρβλ. ν΄/νθ΄ καν. Καρθαγένης και ζ΄ καν. Θεοφίλου Αλεξανδρείας, οι οποίοι έχουν επικυρωθεί από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο και έχουν αποκτήσει καθολικό κύρος. Ο πρώτος ορίζει: «Εκείνο δε ορίσαι δει "Ώστε, εάν ποτε προς επιλογήν επισκόπου προέλθωμεν, και αναφυή τις αντιλογία... και επί αυτού τού λαού, ού μέλλει χειροτονείσθαι, εξετασθώσιν πρώτον τα πρόσωπα τών αντιλεγόντων..."». Πολύ διαφωτιστικό είναι το «Και επί αυτού τού λαού, ού μέλλει χειροτονείσθαι».

2) Ο δεύτερος ορίζει σαφέστερα και εντονότερα: «Περί τών οφειλόντων (άλλη γραφή · μελλόντων) χειροτονείσθαι, ούτος έστω (άλλη γραφή · έσται) τύπος... τότε τον επίσκοπον δοκιμάζειν, και, συναινούντος αυτώ τού ιερατείου... ». Σπουδαιότητα έχουν για το θέμα μας οι επόμενες φράσεις τού κανόνα, τις οποίες εδώ εξαίρουμε και υπογραμμίζουμε: Το «χειροτονείν εν μέση τη εκκλησία, παρόντως τού λαού»... και «χειροτονία δε λαθραίως μη γινέσθω» και «πρέπει, παρόντων τών αγίων, τας χειροτονίας επί τής Εκκλησίας γίνεσθαι». Και καταλήγει: «... παρόντι τω λαώ, μόνον ίνα μη περιδρομή τις γένηται» (= Ίνα μη μέσον παραδρομή τις γένηται, εν άλλοις) (Πηδάλιον, σελ. 680). Ο δε Βαλσαμών ερμηνεύει: «ήγουν απάτη και συναρπαγή, και χειροτονηθή τις μη υγιώς έχων περί την πίστιν» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, Δ΄, σελ. 348).

3) Και όλες αυτές οι προϋποθέσεις ορίστηκαν και υπάρχουν, για να έχει η γινομένη χειροτονία, η ιερωσύνη, τη γνήσια και ασφαλή αποστολική διαδοχή, πράγμα το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα και την ισχύ κάθε μυστηρίου τής Εκκλησίας που τελείται από τον χειροτονηθέντα κληρικό. Αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται εν αμφιβολία στους χειροτονηθέντες από σχισματικούς ή καθηρημένους και αφορισμένους. Ούτε λόγος βεβαίως δεν γίνεται καν για τους αχειροτόνητους.

Για τους βαπτισθέντες ή χειροτονηθέντες λοιπόν από σχισματικούς ή καθηρημένους λέει ο α΄ καν. τού Μεγ. Βασιλείου: «Διότι η μεν αρχή τού χωρισμού δια σχίσματος γέγονεν· οι δε τής Εκκλησίας αποστάντες ουκ έτι έσχον την χάριν τού αγίου Πνεύματος εφ' εαυτούς· επέλιπε (= σταμάτησε, δεν έφθασε) γαρ η μετάδοσις τού διακοπήναι την ακολουθίαν (= συνέχεια, διαδοχή). Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά τών πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια τής επιθέσεως τών χειρών αυτών, είχον το χάρισμα το πνευματικόν· οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε τού βαπτίζειν, ούτε τού χειροτονείν είχον εξουσίαν· ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι».

Ο άγιος Νικόδημος δίνει την εξής ερμηνεία: «Επειδή οι πρώτοι Ιερωμένοι τών Σχισματικών είχον μεν το χάρισμα τού να χειροτονούν και τού να βαπτίζουν από την Εκκλησίαν. Αφ' ού δε μίαν φοράν εσχίσθησαν από το όλον σώμα τής Εκκλησίας, έχασαν αυτό και δεν ημπορούν πλέον να βαπτίσουν άλλους ή να χειροτονήσουν, και απλώς να δώσουν χάριν, την οποίαν δια τού σχίσματος εστερήθησαν» (Πηδάλιον, σελ. 589).

Σε διάφορες σχισματικές μερίδες «οικονομίας ένεκα τών πολλών» γίνεται δεκτό το βάπτισμα. Για κάθε περίπτωση όμως πρέπει να τελείται το χρίσμα, όπως έκαναν και οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης στη Σαμάρεια.

Ε.

1) Πολλοί νομίζουν ότι υπάρχει θεραπεία τών πραγμάτων, τών χειροτονιών και τών επακολούθων τους, με τη συλλειτουργία τού καθηρημένου ή αφορισμένου και ακοινωνήτου ή σχισματικού με άλλους κανονικούς λειτουργούς. Αυτό βέβαια δεν έχει καμμία κανονική βάση ή λογική. Αντιθέτως εκείνος που συμπροσεύχεται και συλλειτουργεί με τον ακοινώνητο ή απεσχισμένον καθίσταται και αυτούς ένοχος και παράνομος και δια τούτο τιμωρείται και αυτός.

Ο ι΄ (10ος) αποστολικός κανόνας ορίζει ρητώς: «Ει τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται ούτος αφοριζέσθω». Ακολούθως και ο ια΄ (11ος) αποστολικός κανόνας προστάζει σαφώς: «Ει τις καθηρημένω κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός». Αυτό το επιχείρημα τής θεραπείας μιας αντικανονικής εκλογής-χειροτονίας επισκόπου δια τής συλλειτουργίας με άλλους κανονικούς επισκόπους χρησιμοποιήθηκε και προ ετών, αλλά η «πρεσβυτέρα» τότε κληθείσα Σύνοδος δεν το υιοθέτησε και προέβη στην έκπτωση από το θρόνο τους τών Μητροπολιτών αυτών.

2) Αναφέρουμε επίσης τους ι΄ και με΄ αποστολικούς, α΄, β΄, δ΄, και στ΄ Αντιοχείας, λζ΄, λη΄ και λθ΄ Λαοδικείας, θ΄ Καρθαγένης κ.τ.λ. Από αυτούς παραθέτουμε τον β΄ Αντιοχείας, ο οποίος με μεγαλύτερη σαφήνεια λέει: «Μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις... Ει δε φανείη τις τών επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις τού κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα τής Εκκλησίας» (Ράλλη – Ποτλή, Σύνταγμα, τόμ. Γ΄, σελ. 125-126).

Η συλλειτουργία και η «κοινωνία» στη Θεία Ευχαριστία δεν φαίνεται να είναι προϋπόθεση για την επίτευξη κανονικότητας, για τη θεραπεία μιας αντικανονικότητας. Αντιθέτως είναι το επισφράγισμα τής αποκατασταθείσας, κατόπιν και μετανοίας, κανονικότητας. Τούτο διαφαίνεται ιδιαιτέρως και στον ανωτέρω β΄ κανόνα τής Αντιοχείας.

3) Και αυτήν την τακτική υποδεικνύει και ενισχύει και ο Απ. Παύλος με το να επεξηγεί συγχρόνως και το λόγο τής υπάρξεως και εφαρμογής της. Λέει συγκεκριμένως απευθυνόμενος προς την Εκκλησία τών Κορινθίων: «Πρώτον μεν γαρ συνερχομένων υμών εν τη εκκλησία ακούω σχίσματα εν υμίν υπάρχειν... Συνερχομένων ουν υμών επί το αυτό ουκ έστιν Κυριακόν δείπνον φαγείν» (Α΄ Κόρ. 11,18-20).

Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, ερμηνεύοντας το χωρίο αυτό, γράφει: «Όταν λοιπόν συναθροίζεσθε εις τον αυτόν τόπον τής λατρείας με τας διαιρέσεις σας αυτάς, δεν είναι δυνατόν να φάγετε ακατακρίτως και προς ωφέλειάν σας το δείπνον, που ο Κύριος συνέστησε. Τρώγετε βέβαια δείπνον και τώρα, αλλ' αυτό είναι βεβήλωσις τού ιερού δείπνου, που μάς παρέδωκεν ο Κύριος»4.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Απ. Παύλος εφιστά την προσοχή τών Κορινθίων στις μεταξύ τους «αιρέσεις και διαιρέσεις», και λέει ότι, εφ' όσον υφίστανται αυτές, «δεν υπάρχει Κυριακόν δείπνον, Θεία Ευχαριστία». Και τίθεται αμέσως το ερώτημα: Ποια θεραπεία προσφέρει σε μία αντικανονικότητα ένα ανύπαρκτο («ουκ έστι») Κυριακό δείπνο; Και όχι μόνο αυτό. Αλλά επί πλέον γινόμαστε αίτιοι και ένοχοι αυτής τής βεβηλώσεως τού Κυριακού Δείπνου.

4) Ότι έχει και αυτήν την έννοια ενισχύεται και από το χωρίο τής προς Εβραίους επιστολής (10,29), όπου απειλείται με τιμωρία ο «το αίμα τής Διαθήκης κοινόν ηγησάμενος», το οποίο χωρίο αποδίδεται από τους Πατέρες τής Εκκλησίας και δια τής εκφράσεως «μηδέν πλέον έχον τών λοιπών»5.

Γιατί δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, ότι είναι αμαρτία το να βεβηλώνουμε και να υποτιμούμε το Αίμα τής Καινής Διαθήκης, να παραθεωρούμε το λόγο τού Θεού και να καταπατούμε τον Υιό Αυτού (Εβρ. 10,29).

ΣΤ. Λοιπόν, επαναλαμβάνοντας αυτά οι ι. Κανόνες, νομίζουμε ότι θέλουν να μάς επιστήσουν την προσοχή, στο ότι μόνο με εκείνη την τάξη, τα όργανα και τα μέτρα που ορίζει η Εκκλησία επιτυγχάνεται η θεραπεία τών διαφόρων αντικανονικοτήτων, η διόρθωση τών αναφυομένων κανονικών ζητημάτων, και όχι αυτομάτως («μηχανικά») με τις παντός είδους διοικητικές, κοσμικές, ή ακόμη και λειτουργικές «κονωνίες» και «επικοινωνίες».

Έτσι, για να θεραπευθεί η αντικανονικότητα ενός μέλους τής Εκκλησίας ή οργάνου Αυτής, απαραίτητο είναι να καταφύγει κατά πρώτον στο αμέσως ανώτερο αυτού εκκλησιαστικό όργανο, σε όργανο δηλ. πολυπληθέστερο και ανωτέρου επιπέδου βαθμού (Instanz). Π.χ. ένας ιερέας θα καταφύγει στον επίσκοπο ή ένας επίσκοπος στην αρμόδια σύνοδο κ.ο.κ. Η οικονομία δηλ. χορηγείται απαραιτήτως ιεραρχικώς6, αλλιώς συνιστά παράβαση.

Για το θέμα μάλιστα αυτό αξίζει εδώ να μεταφέρουμε μία μαρτυρία τού Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτη από την ερμηνεία του στην εν λόγω επιστολή, όπου λέει: «Εδώ με τα λόγια ταύτα ήλθεν ο Απόστολος εις το κυριώτερον μέρος, το οποίο συνέχει και συγκρατεί την Εκκλησίαν περισσότερον από όλα δηλ. εις το περί τών χειροτονιών»7.

Ιδαιτέρως διαφωτιστική επί τού προκειμένου είναι και μία πληροφορία, την οποία παρέχει ο Άγιος Νικόδημος στο «Πηδάλιο». Συγκεκριμένως σημειώνει: «Δια τούτο και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος, αγκαλά (= μολονότι) και από βίαν μεγάλην τού βασιλέως Κωνσταντίνου... υιού τής Ειρήνης συνεχώρησε, (μετά τού Ταρασσίου)... κατ' αρχάς Ιωσήφ τον οικονόμον τής Μεγάλης Εκκλησίας, όστις ευλόγησεν αυτόν τον Βασιλέα με την Κουβοκουλαρίαν Θεοδότην την συγγενή του... μ' όλον τούτο ύστερον όταν εβασίλευσε Μιχαήλ ο ευσεβής Βασιλεύς, εκάθηρεν αυτόν ο αυτός Άγιος Νικηφόρος, και όρα τον Δοσίθεον, σελ. 661 και 745 τής Δωδεκαβίβλου» (Πηδάλιον, σελ. 671, υποσ. 4).

Γι' αυτό και το εκκλησιαστικό όργανο οφείλει να τονίζει το κανονικό και την ακρίβεια, από τα οποία υποχωρεί και συγκαταβαίνει κατ' οικονομία για τη σωτηρία τού ανθρώπου και το γενικότερο καλό τής Εκκλησίας «προς τω ευαρεστήσαι τω Θεώ» (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός, PG 98,112). Ο τύπος αυτός παροχής τής οικονομίας ακολουθείται προφανώς, για να έχουμε αίσθηση τού ορθού και συναίσθηση τής παραβάσεως, για να μη λησμονεί ο πιστός χριστιανός την αλήθεια και την ακρίβεια, στην οποία οφείλει να επανέλθει.

Σε κάθε πάντως περίπτωση πρέπει να συμμαρτυρήσει και να συμμαρτυρεί και η καθόλου Ορθόδοξη Εκκλησία, για να έχουν οι εν λόγω χριστιανοί τη βεβαιότητα ότι πράγματι και ορθώς γίνεται η ένταξη, τηρουμένων τών δογματικών και κανονικών προϋποθέσεων, τις οποίες ανέκαθεν ακολουθεί η Εκκλησία τών Οικουμενικών Συνόδων. Και ακόμη έτσι επιτυγχάνεται η βεβαιότητα ότι παραλαμβάνουν και απολαμβάνουν την πληρότητα και ολοκλήρωση τών μυστηρίων τής Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και επισφραγίζεται η ένταξή τους σ' αυτή.

 

Σημειώσεις


* Σημείωση τής ΟΟΔΕ:

1. Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις τών Αποστόλων, Αθήναι 1955, σελ. 270.

2. Παν. Τρεμπέλα, όπ. π., σ. 271.

3. Όπ. π.

4. Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς τής Καινής Διαθήκης, τόμ. Α΄, Αθήναι, σελ. 354.

5. Ιω. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Εβραίους επιστολήν, PG 63,144: «Κοινόν τι εστι; Το ακάθαρτον ή το μηδέν πλέον έχον τών λοιπών». Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ Επιστολάς τού Απ. Παύλου, Έκδ. Νικηφόρου Καλογερά, τόμ. Β΄, Εν Αθήναις 1887, σελ. 422: «μηδέν διαφέρον τών άλλων ανθρωπίνων αιμάτων». Πρβλ. και Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Προς Εβραίους επιστολής εξήγησις, PG 125,336A: «...Και ουδέν τών λοιπών διαφέρον».

6. Πρβλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Η οικονομία, σελ. 68.

7. Νικοδήμου Αγιορείτου, (Ερμηνεία) Εις τας ιδ΄ Επιστολάς τού Αποστόλου Παύλου, τόμ. Γ΄, Αθήναι 1971, σελ. 149.

Δημιουργία αρχείου: 6-11-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 6-11-2019.

ΕΠΑΝΩ