Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Το αΐδιο θείο θέλημα και προορισμός // Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της // Από τα κτιστά ρήματα στα άρρητα ρήματα // Χρόνος και αιώνες στη φιλοσοφία, και μέτρο σχέσης στη Θεολογία

Αιωνιότητα και Χρόνος

Στην Ορθόδοξη παράδοση

Νικόλαος Γ. Ξεξάκης

Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Πηγή:  Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 86. Τεύχος 1ο. Ιανουάριος - Μάρτιος 2015, σελ. 95-105.

 

1. Η αιωνιότητα τον Θεού

Ο Θεός υπέρκειται του χρόνου ποιοτικά και οντολογικά, και αυτό διότι ο χρόνος είναι ποίημα της δημιουργικής ενέργειάς Του. Ο Θεός υπάρχει και ζει αιωνίως, στην αιωνιότητα, μέσα στην οποία κινείται ο χρόνος -παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία προσδιορίζουν την ύπαρξη του Θεού, με βάση την αγιογραφική και Πατερική Παράδοση, είναι: Το ακατάληπτο, άκτιστο, άυλο και αναλλοίωτο της θείας ουσίας, της θείας ενέργειας ή τών θείων ενεργειών και των τριών θείων υποστάσεων, το μεθεκτό της θείας ενέργειας ή τών θείων ενεργειών, το ενιαίο της Θείας Ουσίας.

Από τα ιδιώματα αυτά το άκτιστο και το αναλλοίωτο είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία δηλώνουν την υπερβατικότητα του Θεού σε σχέση προς τον κόσμο και τον χρόνο και προσδιορίζουν, με σαφήνεια, την αιωνιότητα[2].

Η υπάρχουσα πραγματικότητα διακρίνεται σε δυο βασικές και απόλυτα διακεκριμένες κατηγορίες, ποιοτικά διαφορετικές, την άκτιστη και την κτιστή, τη θεία και την κοσμική, την αγένητη και τη γενητή, την αδημιούργητη και τη δημιουργημένη. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ άκτιστου και κτιστού είναι σαφής και απαραβίαστη, όπως σημειώνει ο Μάξιμος ο ομολογητής: «ου γαρ οίον τε την αυτήν και μίαν ενέργειαν… ή φύσιν το σύνολον, θείαν εν ταυτώ και ανθρωπίνην υπάρχειν· ή Άκτιστον, και κτιστόν»[3]. Επίσης ο Γρηγόριος Παλαμάς, βασιζόμενος στον ιερό αυτό πατέρα, παρατηρεί σχετικά: «Ου γαρ ενθεωρειται … ούτε τη θεία φύσει τι κτιστόν ούτε τη ανθρωπίνη τι Άκτιστον»[4]. Ασφαλώς το άκτιστο δεν αναφέρεται μόνο στη θεία ουσία-φύση, αλλά και στις θείες υποστάσεις και τις θείες ενέργειες.

Τούτο λοιπόν ισχύει και για το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του Θεού, το αναλλοίωτο. Το άτρεπτο και αναλλοίωτο της Θείας Ουσίας επισημαίνεται με σαφήνεια και δηλώνεται με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο από τον Ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγει: «Εγώ Κύριος ο Θεός υμών, και ουκ ηλλοίωμαι»[5]. Επίσης ο προφητάνακτας Δαυίδ, θέλοντας να επισημάνει το «ωσαύτως αεί έχειν» του Θεού και αντιπαραθέτοντας τη θεία πραγματικότητα προς την κτιστή, σημειώνει ότι οι ουρανοί «απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται· συ δε ο αυτός ει, και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν»[6].

Ωσαύτως το αναλλοίωτο του Θεού διδάσκεται στην Καινή Διαθήκη, καθόσον «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστί καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ' ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα»[7].

Το αναλλοίωτο της Θείας Ουσίας και πραγματικότητας αποδίδεται και στον ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, στον οποίον απορρίπτεται κάθε έννοια μεταβολής, τροπής η αλλοίωσης, δεδομένου ότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[8].

Το αναλλοίωτο και αμετάβλητο της Θείας ουσίας διαβεβαιώνει και η Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Θεός είναι, ήταν και θα είναι πάντοτε ο ίδιος. Ούτε έγινε δηλαδή καλύτερος ή χειρότερος με κάποια προσθαφαίρεση, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος με τον Εαυτόν Του, «ο αυτός εστίν εαυτώ αεί»[9].

Το αναλλοίωτο του Θεού συνδέεται άρρηκτα με το όλο, την πληρότητα, το τέλειο, «ο τέλειος ούτε μειούται, ούτε αυξάνεται»[10] . Δεν τοποθετείται ο Θεός μεμονωμένα ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον, άλλα νοείται ως διαρκές και αιώνιον παρόν. Την αίσθηση και βεβαιότητα του διαρκούς παρόντος αντλούμε και από τον χαρακτηρισμό του Θεού με την μετοχή ενεστώτα του ρήματος ειμί, δηλαδή ο «ων». Ο όρος «ων» εκφράζει το αιώνιο. Με αυτόν αυτοτιτλοφορείται ο Θεός, όταν εμφανίζεται στον Μωυσή στο όρος Σινά. Ο «ων» είναι δηλωτικό και προσδιοριστικό όνομα του αναλλοίωτου και άτρεπτου, του «αεί όντος». Αυτό σημαίνει, όπως σημειώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι «ο ων, του αεί είναι σημαντικόν εστι, και του αναρχως είναι, και του όντως είναι, και κυρίως» [11].

Άρρηκτα προς το αναλλοίωτο συνδέεται το άναρχο και το άπειρο της Θείας Ουσίας.

Το αναλλοίωτο της Θείας Ουσίας αναφέρεται και στο αναλλοίωτο των τριών θείων υποστάσεων, οι οποίες έχουν κοινή τη Θεία Ουσία. Δεν συμβαίνει αυξομείωση των θείων υποστάσεων, αλλαγή, μεταβολή, πρόοδος ή βελτίωσή τους. Η τριάδα δεν γίνεται ούτε τετράδα αυξανόμενη ούτε δυάδα μειούμενη. Όποιος δέχεται την υποταγή του Υιού έναντι του Πατρός δέχεται, κατ’ ακολουθία, την αλλοίωση και τροπή της Θείας Ουσίας, το άνισο και ανόμοιο κατά φύση του Υιού[12].

Ομοίως καμία μεταβολή δεν επέρχεται στη βουλή, τις σκέψεις και τις ενέργειες του Θεού. Έτσι ο Θεός σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου, όπως παρατηρεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «ου … πρότερον μη θέλων ύστερον ηθέλησεν, αλλ' αεί ήθελεν εν τω υπ’ αυτού ωρισμένω καιρώ γενέσθαι την κτίσιν»[13]. Δεν υπήρξε, δηλαδή, αμφιταλάντευση, αλλά σταθερή και αμετάβλητη θέληση και βουλή του Θεού. Ουδεμία μεταμέλεια απαντά στον Θεό[14]. Ο Θεός ενεργεί σύμφωνα με τη φύση Του, λαμβανομένου υπόψιν ότι «ου βούλεται τα παρά φύσιν ο Θεός, ούτε τα από κακίας ούτε τα αλόγως γινόμενα»[15]. Ο Θεός ενεργεί, δρα και κινείται χωρίς να αρνείται τον εαυτόν Του, δηλαδή χωρίς να μεταβάλλεται, χωρίς να αυτοαναιρείται, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος: «Εκείνος πιστός μένει· αρνήσασθαι εαυτόν ου δύναται»[16].

 

2. Η χρονικότητα του κόσμου

Ο Θεός βέβαια δεν είναι μόνο "είναι", δεν είναι μόνο ύπαρξη, αλλά και αγάπη και αγαθότητα. Την αγάπη αυτή ο Θεός θέλησε να καταστήσει μέτοχο των δημιουργημάτων Του. Συνοψίζοντας την μέχρι αυτού σχετική πατερική διδασκαλία ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γράφει: «ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός ουκ ηρκέσθη τη εαυτού θεωρία, αλλ' υπερβολή αγαθότητος ευδόκησε γενέσθαι τινά τα ευεργετηθησόμενα και μεθέξοντα της αυτού αγαθότητος, εκ του μη όντος εις το είναι παράγει και δημιουργεί τα σύμπαντα, αόρατά τε και ορατά, και τον εξ ορατού και αοράτου συγκείμενον άνθρωπον»[17].

Η δημιουργία του κόσμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δημιουργία του χρόνου. Κόσμος και χρόνος είναι δύο θεμελιώδεις κοσμολογικές έννοιες, που απορρέουν από την «εξ ουκ όντων» δημιουργία του κόσμου[18]. Αμεσότατα συνδεδεμένες νοούνται η μία σε αναφορά προς την άλλη. Καμία δεν νοείται από μόνη της και ως ανεξάρτητη. Η έννοια του χρόνου βρίσκεται στην κτιστότητα, άρα στην τρεπτότητα και μεταβλητότητα, δεδομένου ότι χρόνος είναι η μετάβαση από το προηγούμενο στο επόμενο, από το προγενέστερο στο μεταγενέστερο. Η έννοια του χρόνου είναι συνυφασμένη με τη διαδοχή, τη διαδοχική κίνηση από την μια κατάσταση στην άλλη[19]. Εδώ πρόκειται για τη μετάβαση από το μη είναι στο είναι.

Δεν υπήρχε χρόνος προ της δημιουργίας, διότι προ αυτής δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τον Τριαδικό Θεό. Στον Τριαδικό Θεό δεν υπάρχει χρόνος, διότι σε Αυτόν δεν υπάρχει μεταβολή, αλλοίωση, αλλαγή, διαδοχή. Υπάρχει αδιάδοχη και αμετάβλητη κατάσταση. Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικά: «Η άκτιστος φύσις της κινήσεως της κατά τροπήν και μεταβολήν και αλλοίωσίν εστίν ανεπίδεκτος, παν δε το δια κτίσεως υποστάν συγγενώς προς την αλλοίωσιν έχει»[20]. Το απαραίτητο στοιχείο ύπαρξης του χρόνου είναι η κτίση, το δημιούργημα, καθόσον στο ποίημα υπάρχουν η μεταβολή και η αλλοίωση, η κίνηση και η διαδοχή, δηλαδή το είναι του χρόνου. Έτσι διαφέρει ο χρόνος από την αιωνιότητα. Σε αντίθεση προς τον χρόνο η αιωνιότητα έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά, δηλαδή «το γνώρισμα του απεριόριστου» και «το γνώρισμα του αδιάδοχου». Το απολύτως αμετάβλητο, όπως δεν γνωρίζει διαδοχή, έτσι δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος[21].

Ο κόσμος δεν έχει μόνο αρχή αλλά και τέλος, όπως δείχνουν τα αγιογραφικά χωρία[22]. Έχει τέλος, διότι έχει αρχή, και έτσι κατευθύνεται στην ανυπαρξία, από την οποία προήλθε με τη δημιουργική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Όπως ο κόσμος έχει αρχή και τέλος, έτσι και ο χρόνος, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με τον κόσμο, έχει όχι μόνο αρχή άλλα και τέλος. Όπως η αρχή του χρόνου συμπίπτει με την αρχή του κόσμου, έτσι και το τέλος του χρόνου συμπίπτει με το τέλος του κόσμου. Ο κόσμος δημιουργεί τον χρόνο και παύει την ύπαρξη του χρόνου. «Τα από χρόνου αρξάμενα», παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, «πάσα ανάγκη και εν χρόνω συντελεσθήναι. Ει αρχήν έχει χρονικήν, μη αμφιβάλης περί του τέλους … ου τα μέρη φθοραίς και αλλοιώσεσιν υπόκειται, τούτου και το όλον ανάγκη ποτέ τα αυτά παθήματα τοις οικείοις μέρεσιν υποστήναι»[23].

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την αγιογραφική βάση και την Πατερική Παράδοση, το τέλος του κόσμου, το οποίο ταυτόχρονα είναι και τέλος του χρόνου, δεν σημαίνει ανυπαρξία, δεν προσδιορίζει το τέλος της κτίσης. Όπως αναφέρει ο Απόστολος Πέτρος: «Καινούς… ουρανούς και γην καινήν … προσδοκώμεν»[24]. Τα δημιουργήματα, τα οποία προς το παρόν διατηρούνται με τη θεία πρόνοια στο είναι, θα οδηγηθούν σε τέλος. Το τέλος όμως αυτό δεν νοείται ως εξαφάνιση της κτίσης, αλλά ως αλλαγή της μορφής της, υπό το φως της προσδοκίας, η οποία εκφράζεται από τον Απόστολο Πέτρο.

Ο Θεός -ο Τριαδικός Θεός, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα- κινείται μέσα στον κόσμο και τον χρόνο, τον χώρο και τον χρόνο, και προβαίνει στην προνοητική και αγιαστική Του ενέργεια. Ο Θεός μετά το αποτέλεσμα τής δημιουργικής Του ενέργειας δεν παραμένει αδρανής. Ο κόσμος δεν εγκαταλείπεται μόνος από τον Δημιουργό του, όπως υποστηρίζει ο Δεϊσμός. Ο Θεός προνοεί για τον κόσμο, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο.

 

3. Η περιχώρηση αιωνιότητας και χρόνου

Ασφαλώς κορυφαίο γεγονός, στο πλαίσιο της θείας Πρόνοιας, αποτελεί και η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, για την ανακαίνιση του κόσμου και τη σωτηρία του ανθρώπου. Με το γεγονός αυτό της ενανθριόπησης του Υιού, το οποίο πραγματοποιήθηκε, «ότε … ήλθε το πλήρωμα του χρόνου»[25], συντελέστηκε, με τον πλέον κατηγορηματικό, άλλα και μυστηριώδη τρόπο, η συνάντηση του αιώνιου και του χρονικού, του άκτιστου και του κτιστού, του άτρεπτου και του τρεπτού. Μοναδική δυνατότητα μετοχής και μέθεξης του κτιστού στο άκτιστο, της κτιστής στην άκτιστη φύση, υπήρξε στην ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, δια της οποίας ο άνθρωπος αποκτά την ικανότητα μετοχής στη θεία ενέργεια και όχι στη Θεία Ουσία. Έτσι, «ουκ ουσίαν, πάντες λαμβάνομεν, μόνον δε το θείον εκείνο πρόσλημμα υποστατικώς ενωθήναι τω Λόγω πιστεύομεν, ίνα δι' εκείνου ως δυνατόν κοινωνήσωμεν ημείς του Θεού»[26].

Ο Θεός είναι μακράν ως ουσία, πλησίον όμως ως προς τις θείες ενέργειες, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μ. Βασίλειος: «ημείς… εκ μεν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος»[27]. Σχετικά παρατηρεί ο Γρηγόριος ο Παλαμάς: «δει ζητείν ημάς Θεόν όντα πως μεθεκτόν, ου μετέχοντες έκαστος οικείως εαυτού κατά την της μεθέξεως αναλογίαν όντες και ζώντες και ένθεοι εσόμεθα»[28].

Ο αιώνιος και υπερβατικός «κατέρχεται» σε εμάς και γίνεται χρονικός και προσιτός, «ο άναρχος άρχεται, και ο Λόγος σαρκούται», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας κατά την εορτή των Χριστουγέννων. Οι δύο έννοιες αιωνιότητα και χρόνος βρίσκονται σε στενή συνάφεια και συνάρτηση.

Προσδιορίζοντας ο Μάξιμος ο ομολογητής χρόνο και αιωνιότητα, γράφει: «αιών… εστίν ο χρόνος, όταν στη της κινήσεως, και χρόνος εστίν ο αιών, όταν μετρήται κινήσει φερόμενος, ως είναι μεν τον αιώνα χρόνον εστερημένον κινήσεως, τον δε χρόνον αιώνα κινήσει μετρούμενον»[29]. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί»[30]. Ο Θεός Λόγος σαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος, προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, την κτιστή φύση, χωρίς να μεταβληθεί η θεία Του φύση. Πράγματι το γεγονός αυτό υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις για την κατανόησή του. «Μυστήριον ξένον και παράδοξον βλέπω … Σύνδρομα τα πάντα τω Θεώ. Σήμερον ο ων τίκτεται, και ο ων γίνεται όπερ ουκ ην ων γαρ Θεός, γίνεται άνθρωπος, ουκ εκστάς του είναι Θεός. Ουδέ γαρ κατ’ έκστασιν θεότητος γέγονεν άνθρωπος, ουδέ πάλιν κατά προκοπήν εξ ανθρώπου γέγονε Θεός, αλλά Λόγος ων, δια το απαθές σαρξ εγένετο, αμεταβλήτου μενούσης της φύσεως»[31].

Έτσι λοιπόν ο αιώνιος, άκτιστος και αναλλοίωτος Θείος Λόγος «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν… »[32]. Ο Θεός Λόγος με την ενανθρώπηση, τη διδασκαλία και το σωτηριώδες έργο Του προσφέρει στα θνητά όντα την δυνατότητα να καταστούν αιώνια.

Ο άνθρωπος επιτυγχάνει τούτο με την συμμετοχή του στην Εκκλησία και την ένωσή του με το μυστικό σώμα του αναστάντος Ιησού Χριστού, δια της μετοχής στα μυστήρια της Εκκλησίας και μάλιστα το κατ’ εξοχήν μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ζώντας ο πιστός υπεύθυνα, ευσυνείδητα και ουσιαστικά μέσα στην Εκκλησία αποκτά τη δυνατότητα και ικανότητα να κατανοεί με βεβαιότητα την Χριστιανική διδασκαλία και αλήθεια και να ζει σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, μεταμορφούμενος δια «της προς το κρείττον αλλοιώσεως»[33].

Ευνόητον είναι ότι απαιτείται αληθινή και ζωντανή πίστη μέσα στην Εκκλησία από τον πιστό. Για την προσωπική ζωντανή, συνειδητή και ουσιαστική συμμετοχή του πιστού στην Εκκλησία, στο μυστικό σώμα του Ιησού Χριστού, απαραίτητη είναι η βοήθεια και αρωγή του Αγίου Πνεύματος, διότι, όπως σημειώνει και ο Μ. Αθανάσιος: «χωρίς… του Πνεύματος ξένοι… εσμέν τού Θεού τη δε του Πνεύματος μετοχή συναπτόμεθα τη θεότητι ώστε το είναι ημάς εν τω Πατρί μη ημέτερον είναι, αλλά του Πνεύματος του εν ημίν όντος και εν ημίν μένοντος»[34]. Έτσι θα έχουμε την ικανότητα να πραγματοποιήσουμε την πορεία από το «κατ’ εικόνα» προς το «καθ’ ομοίωσιν» και θα επιτύχουμε τη θέωση, όπως αναφέρεται και στην Β΄ Πέτρου: «ίνα … γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως»[35]. Λέγοντας «θέωση» δεν εννοούμεν ότι ο άνθρωπος γίνεται «κατά φύσιν» Θεός, αλλά Θεός «κατά χάριν»[36]. Εδώ το φθαρτό και χρονικό γίνεται δια του Αιωνίου αθάνατο, αιώνιο, συμμετέχον στην αιώνια θεία ζωή.

Έτσι ο υπερβατικός και άτρεπτος Τριαδικός Θεός συντηρεί, κυβερνά και αγιάζει, με την παρουσία και τη θεία ενέργεια Του, την κτιστή και τρεπτή πραγματικότητα και συμβάλλει ώστε οι άνθρωποι, μέσα στο χρόνο, να επιτύχουν, ως τρεπτά και ελεύθερα όντα, την «καλήν αλλοίωσιν» και κατ’ ακολουθία την σωτηρία τους. Έχοντας ως σημείο αναφοράς της ζωής μας τον Θεό, την πηγή της σταθερότητας, της ελπίδας, της αγαθότητας, θα κατορθώσουμε, μέσα στους σημερινούς άστατους, κρίσιμους και δυσχείμερους καιρούς, τους οποίους διερχόμαστε, να ζήσουμε, με δύναμη, ελπίδα και αισιοδοξία, σε μια κοινωνία περισσότερο ανθρώπινη, με αρχές, αξίες, ιδανικά και Χριστιανική προοπτική, μακριά από την διαφθορά, διαπλοκή, εκμετάλλευση, βία καταπίεση· θα επιτύχουμε να κάνουμε το ανθρώπινο πρόσωπο σεβαστό και αντάξιο του προορισμού και της αποστολής του· να καταστήσουμε το νόημα της ζωής μας μεστό περιεχομένου, κοντά στον Θεό, «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν ότι αι ημέραι πονηραί εισί»[37].

Το πονηρό των ημερών δεν αναφέρεται στις ημέρες, αλλά στα συμβαίνοντα κατά την διάρκειά τους, όπως δηλώνει και η γνωστή έκφραση: πέρασα δύσκολη και κακή ημέρα. Οι άνθρωποι είναι οι δημιουργοί των συμβαινόντων πονηρών έργων κατά την διάρκεια του χρόνου και γι' αυτό υπάρχει η ονομασία: καιροί πονηροί[38]. Να εκμεταλλευόμαστε λοιπόν δια το αγαθό τον καιρό, ο οποίος δεν περιμένει, αλλά τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, μέσα στον οποίο μεταβάλλονται και παρέχονται τα όντα και κατά τη γνωστή ρήση του Ηρακλείτου, όπως αναφέρει ο Πλάτων: «πάντα χωρεί και ουδέν μένει, και ποταμού ροή απεικάζων τα όντα λέγει ως δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»[39].

Ο χρόνος είναι θείο δώρο, το οποίο υπενθυμίζει την παροδικότητά μας, με την οποία «οι ιερές έννοιες: προορισμός, αποστολή, σκοπός, πορεία, τέλος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες»[40], όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Στυλιανός. Ο χρόνος είναι θείο δώρο, το οποίο οφείλουμε με σύνεση και περίσκεψη, να αξιολογούμε, να αξιοποιούμε και νοηματοδοτούμε με έργα δημιουργικά, αγλαόκαρπα και ειρηνικά, τα οποία θα συντελούν στην πνευματική κατάρτιση και ψυχική ανακαίνιση, την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική καλλιέργεια και πρόοδο.

Μέσα στο χρόνο ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία και οφείλει, με πίστη, αγάπη, ελπίδα, πραότητα, ειρήνη, ομόνοια, αλληλεγγύη, αδελφοσύνη, εγρήγορση, συνέπεια, υπευθυνότητα και υπομονή -με αυτή την ανθοδέσμη των Χριστιανικών αρετών αποβάλλοντας την «ευπερίστατον», την περιστοιχίζουσα αμαρτία, να αγωνίζεται «τον καλόν αγώνα της πίστεως»[41]. Να τρέχει «τον προκείμενον ημίν αγώνα», τον αγώνα, ο οποίος προβάλλει μπροστά μας, τον αγώνα της πνευματικής πορείας και του ορθού τρόπου ζωής, «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν… »[42]. Να έχει δηλαδή ο άνθρωπος, ως σημείο αναφοράς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστό και να επικαλείται την χάρη Του για επιτυχή κατάληξη της αγωνιστικής του πορείας, δεδομένου ότι, όπως λέγει ο ίδιος ο Κύριος: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»[43], και για την πνευματική οικοδομή ο Απόστολος Παύλος σημειώνει: «θεμέλιον … άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός»[44]. Να αγωνίζεται υπομένοντας τις θλίψεις και να τρέχει στο δρόμο, ο οποίος δεν οδηγεί στο μηδέν, αλλά στον ουρανό[45].

Έτσι ο άνθρωπος θα επιτύχει την «κατά χάριν» αιωνιότητα, την ζωή κοντά στον Θεό, την σωτηρία, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα»[46], βιώνοντας μέσα στο λειτουργικό-Εκκλησιαστικό χρόνο, ήδη από την παρούσα ζωή, το διαρκές παρόν, την αιωνιότητα.

Ο αιώνιος εισέρχεται στο χρόνο και μεταβάλλει, με την «καλήν αλλοίωσιν», το χρονικό σε αιώνιο. Το παρόν τότε μόνο έχει νόημα θεολογικά, όταν είναι εσχατολογικό, όταν σκεπτόμαστε την παροδικότητα και ρευστότητα της κοσμικής πραγματικότητας, ότι είμαστε παροδικοί, προσωρινοί και φιλοξενούμενοι στην παρούσα ζωή, και αναλογιζόμαστε τους λόγους του απ. Παύλου: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν. Άλλα την μέλλουσαν επιζητούμεν»47 όταν δηλαδή ο άνθρωπος στρέψει τους πνευματικούς του οφθαλμούς προς το απώτατο μέλλον, τα έσχατα, την αιωνιότητα, προσδοκώντας την «ζωήν του μέλλοντος αιώνος» και μεταβαίνοντας από το χρόνο στην αιωνιότητα, στον Τριαδικό Θεό, τον Δημιουργό και Σωτήρα μας.

 

Σημειώσεις


[2] Βλέπε Νικολάου Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική, Αθήνα 22009 (τ. Β΄, σσ. 94 και εξής, 108 και εξής., τ. Γ', σσ. 66 και εξής.

[3] Μαξίμου Ομολογητού, Εγχειρίδια Θεολογικά και πολεμικά προς Μαρίνον τον οσιώτατον πρεσβύτερον, PG 91, 117Α. Παράβαλλε Μ. Φαράντου, Η περί Θεού Ορθόδοξος διδασκαλία. Αθήναι 1985, σ. 205.

[4] Γρηγορίου Παλαμά, αντιρρητικοί λόγοι προς Ακίνδυνον, Λόγ. Α., 7, 31, ΓΠΣ, τ. Γ', σ. 61.

[5] Μαλαχίας 3. 6. Παράβαλλε Μ. Βασιλείου. Κατά Ευνομίου, Λόγ. Α΄, 8, SC 299, 196 (ΒΕΠΕΣ 52, 168-169): «το εκ προσώπου του Θεού λεγόμενον, εγώ ειμί και ουκ ηλλοίωμαι, το αεί ταυτόν και άτρεπτον της Θείας Ουσίας μανθάνομεν».

[6] Ψαλμοί 101, 26-28. Βλέπε και Εβραίους 1. 11-12.

[7] Ζαχ. 1,17.

[8] Εβραίους 13,8. Παράβαλλε Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προς Ερμείαν, Λόγ. Ε', SC 237,380: «Που γαρ έτι μεμένηκεν ο αυτός, ει μετατρέποιτο κατ’ ουσίαν;».

[9] Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου, Λόγ. A', Jaeger, τ. I, σσ. 196-197 (ΒΕΠΕΣ 67,128).

[10] Μ. Βασιλείου, Προς συκοφαντούντας 3, PG 31, 1493Α (ΒΕΠΕΣ 54, 236).

[11] Παράβαλλε Ιωάννης Χρυσοστόμου, υπόμν. Εις Ιωάννην, ομιλ. ΙΕ΄, 2, PG 59, 100.

[12] Γρηγορίου Νύσσης, Πώς τρία πρόσωπα λέγοντες εν τη θεότητι…., Mueller, Gno, τ. III, Leiden 1958, σ. 24 (ΒΕΠΕΣ 68, 165). Κυρίλλου Αλεξάνδρειάς, Προς Ερμείαν, Λόγ. Ε', SC 237, 378.

[13] Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων 6, Kotter Εν, 355 (PG 94,1512Bc).

[14] Παράβαλλε Iων. 3, 10: «και είδεν ο Θεός τα έργα αυτών (= των Νινευητών), ότι απέστρεψαν από των οδών αυτών των πονηρών, και μετενόησεν ο Θεός επί τη κακία, ή ελάλησε του ποιήσαι αυτοίς, και ουκ εποίησε». Εδώ πρόκειται για μετάνοια όχι του Θεού αλλά του λαού της Νινευή. Σχετικά παρατηρεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Μεταμελείσθαι δε λέγεται (= τον Θεόν) εκ των καθ’ ημάς … Ημείς γαρ, όταν δώμέν τίνι πλούτον και κακώς εκεινος χρήσηται αυτώ, μεταμελούμεθα. Ούτως του Θεού τον άνθρωπον ποιήσαντος και τον Σαούλ χρίσαντος εις βασιλέα και αμαρτησάντων αυτών μεταμελείσθαι λέγεται, ου του Θεού μεταμεληθέντος -προήδει γαρ το εσόμενον αλλά τούτων άξια μεταμέλειας πραξάντων». [Κατά Μανιχαίων, 80, Kotter Εν, 395 (PG 94,1580)]

[15] Ωργγένους, Κατά Κέλσου ΕXXIII, GCS 2, 24 (ΒΕΠΕΣ 10, 27-28).

[16] Β΄ Τιμόθεον 2,13.

[17] Ιωάννης Δαμασκηνού, έκδοσις 16, Kotter II, 45 (PG 94, 864C-865A). Παράβαλλε Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Λη 9, SC 358,120 (ΒΕΠΕΣ 60, 67): «Επεί δε ουκ ήρκει τη αγαθότητι τούτο, το κινείσθαι μόνον τη εαυτής θεωρία, αλλ' έδει χεθήναι το αγαθόν και oδεύσαι, ως πλείονα είναι τα ευεργετούμενα -τούτο γαρ της άκρας ην αγαθότητος… ».

[18] Περί της θεολογίας της «εξ ουκ όντων» δημιουργίας του κόσμου βλέπε Νικολάου Ξεξάκη, Ορθόδοξος Δογματική:, τ. Γ', Αθήνα 22009, σσ. 16 και εξής.

[19] Βλέπε Θωμά Ακινατου, Summa theologica, εξελλην. υπό Ιωάννης Καρμίρη, τ. Α', τεύχ. 1, σ. 148.

[20] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός 6, Srawley, σσ. 33-34 (ΒΕΠΕΣ 68, 390).

[21] Θωμά Ακινατου, Summa theologica, σ. 148.

[22] Βλέπε Ψαλμοί 101, 27: «αυτοί (= οι ουρανοί) απολούνται, συ δε διαμένεις, και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται… ». Ματθαίος 24,35: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι».

[23] Μ. Βασιλείου, εις εξαήμερον, ομιλ. Α΄ 3, SC 26BIS, σσ. 98-100 (PG 29, 9Β-12Α). Η θεία χάρη προσφέρει σε ορισμένα από τα δημιουργήματα το ατελεύτητο. Ενώ έχουν αρχή δεν έχουν τέλος, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους και την ψυχή. Άγγελοι και ψυχή δεν είναι φύσει αθάνατοι, αλλά χάριτι Θεού και θέσει αθάνατοι.

[24] Β ' Πέτρ. 3, 13.

[25] Γαλ. 4, 4.

[26] Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, κεφ. λβ΄ PG 155, 172Bc.

[27] Μ. Βασιλείου, Επιστολή 234, 1, Courtonne, III, σ. 42 (PG 32, 869Α).

[28] Γρηγορίου Παλαμά, Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόχτων 3, 2, 24, ΓΠΣ, τ. A', σ. 676.

[29] Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών τον Αγίου Διονυσίου και Γρηγορίου προς Θωμάν τον ηγιασμένον 9, PG 91,1164BC.

[30] A ' Τιμ. 3, 16.

[31] Ιωάννης Χρυσοστόμου (;), εις το γενέθλιον του Σωτήρος … 1, PG 56, 385-386.

[32] Φιλιπ. 2, 7-8.

[33] Γρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος, Jaeger, τ. VIII, 1, 213 (PG 46, 285BC).

[34] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, Λόγ. Γ', 24, PG 26, 373 (ΒΕΠΕΣ 30, 270).

[35] Β΄ Πέτρου 1,4.

[36] Παράβαλλε Συμεών Θεσσαλονίκης, επιστολή Δογματική προς Κρήτά τινα ήτοι κατά Λατίνων, εν «Έργα Θεολογικά, κριτική έκδοσις μετ’ εισαγωγής» υπό D. Balfour [Ανάλεκτα Βλατάδων 34], Θεσσαλονίκη, 1981, σσ. 204-205: «Τις δε η θέωσις; Ίνα και ημείς θεοί κατά φύσιν ή θεάνθρωποι τελεσθώμεν, ή υιοί Θεού φύσει; Ουδαμώς αλλά κατά χάριν υιοί και κατά χάριν θεοί, δια του κατά φύσιν αληθινού Θεού και Υιού… ».

[37] Εφ. 5,16.

[38] Ιωάννης Χρυσοστομου, υπόμν. εις Εφεσίους επιστ., ιθ', 1, PG 62, 128.

[39] Πλάτωνος, Κρατύλος 402a.

[40] Στυλιανού Αυστραλίας, Εν υπακοή πίστεως, Αθήνα 2002, σ. 135.

[41] Παράβαλλε Α΄ Τιμ. 6,12: «αγωνίζου τον καλόν αγώνα της πίστεως». Εβραίους 12,1: «δι' υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Β΄ Τιμόθεον 4, 7: «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα».

[42] Εφ. 12, 1-2.

[43] Ιωάννης 15, 5.

[44] Α' Κορινθίους 3,11.

[45] Βλέπε Ιωάννου Χρυσοστόμου, υπόμν. Εις Β΄ προς Τιμόθ. Επιστ„ 2, PG 62, 653.

[46] Ιωάννης 11, 26.

[47] Εβραίους 13,14.

Δημιουργία αρχείου: 6-8-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 6-8-2015.

ΕΠΑΝΩ