Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Δογματικά

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι // Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας

Είναι όλες οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι Έγκυρες/Αλάθητες;

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/2A3CCD56.el.aspx

 

    Κάθε εκκλησιαστική Σύνοδος είναι αλάθητη; Σε κάθε εκκλησιαστική Σύνοδο επιφοιτά «αναγκαστικώς» το Άγιον Πνεύμα, επειδή απλώς αυτοί που την συνεκάλεσαν ήταν Επίσκοποι; Επειδή μία Σύνοδος επιδιώκει να ονομασθή και αναγνωρισθή ως «Οικουμενική», γι' αυτό «αναγκάζεται» το Άγιον Πνεύμα να επικυρώση οπωσδήποτε τις αποφάσεις της; Οι αποφάσεις μιας εκκλησιαστικής Συνόδου είναι δεσμευτικές για τους Χριστιανούς, όπως οι διαταγές ενός στρατιωτικού στους υφισταμένους του,  αν οι αποφάσεις αυτές συγκρούονται με την ως τότε Πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που ανακύπτουν στη συνείδησι πολλών Χριστιανών, όταν συγκεκριμένα γεγονότα τούς φέρνουν σε αντίθεσι με τις απόψεις της διοικήσεως της Εκκλησίας και με τις συνοδικές Της αποφάσεις.


       Η εμπειρία της Εκκλησίας από την ως τώρα ιστορία Της, δίνει μια ολοκάθαρη απάντησι στα παραπάνω ερωτήματα: «ΟΧΙ»!


       Εν πρώτοις, προτού αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα, μεταφέρουμε συνοπτικώς τα επί τούτου γραφόμενα έγκριτου Καθηγητού της Θεολογίας: «Η ίδια η μακραίων ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί αδιαμφισβήτητα, ότι δεν εγγυάται και κάθε σύνοδος επισκόπων για την αλήθεια ή είναι απαλλαγμένη κάθε πλάνης. Το γεγονός, ότι άγιοι και μεγάλοι άνδρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Αθανάσιος και ο θείος Χρυσόστομος καθαιρέθηκαν από επισκοπικές συνόδους, δικαιολογεί πληρέστατα το παράπονο Γρηγορίου του Θεολόγου ... (...)  Είναι ιστορικό γεγονός πολλαπλά μαρτυρημένο, ότι ούτε το πλήθος των παρακαθημένων Επισκόπων, ούτε η προέλευσή τους από κάθε μέρος της οικουμένης και από τις Εκκλησίες οι οποίες ευρίσκονται σε κάθε μέρος, ούτε η συμμετοχή όλων των κεντρικών θρόνων και Αρχιεπισκόπων, αρκούν για τη συγκρότηση Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, στη δικαίως ονομασθείσα ληστρική σύνοδο της Εφέσου (το 449) παρεκάθησαν 135 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Διόσκορος [Πατριάρχης] Αλεξανδρείας και ο [Αρχιεπίσκοπος] Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος και ο Θαλάσσιος [Αρχιεπίσκοπος] της Καισαρείας της Καππαδοκίας»[1].

Πράγματι, ας δούμε και ολίγα ακόμη ιστορικά στοιχεία περί συνόδων:

      Οι «δίδυμες σύνοδοι» Αριμίνου (Ρίμινι Ιταλίας) και Σελευκείας της Ισαυρίας, που συγκλήθηκαν (359 μ.Χ.) από τον αιρετικό (αρειανόφρονα) Αυτοκράτορα Κωνστάντιο για την επίλυση των αρειανικών ερίδων, και στις οποίες πήραν μέρος Επίσκοποι αντιστοίχως της Δύσεως και της Ανατολής, αποτελούμενες η μεν πρώτη από 400 Επισκόπους (στους οποίους 80 αρειανόφρονες)  και η δεύτερη από 160 επισκόπους (στους οποίους 15 Ορθόδοξοι), τελικώς αποδέχθηκαν τον Δεκέμβριο του 359 μ.Χ.το αρειανικό σύμβολο πίστεως «της Νίκης», πόλεως της Θράκης, επειδή το επέβαλε ο Αυτοκράτωρ και στις δύο συνόδους, παρά τις αντίθετες αποφάσεις που αυτές είχαν λάβει.

  •         Η ληστρική (δηλ. των ληστών) σύνοδος της Εφέσου (Αύγουστος 449 μ.Χ.), συγκλήθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' (408-450) με πρόεδρο τον (μετριοπαθή) μονοφυσίτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, για την αθώωση του ακραίου μονοφυσίτη αιρεσιάρχη Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς, που ήταν επόπτης των Μοναχών της ΚΠόλεως. Η σύνοδος αυτή καθήρεσε τον Άγιον Φλαβιανόν Πατριάρχην ΚΠόλεως[2] και τον Ευσέβιον Επίσκοπον Δορυλαίου κ.α. Ο Άγιος Φλαβιανός εκοιμήθη λίγο αργότερα από τις κακώσεις που υπέστη από τους οπαδούς του Διοσκόρου.
     
  •       Οι εικονομαχικές σύνοδοι Ιερείας (754 μ.Χ.) και Φραγκφούρτης (794 μ.Χ.). Η πρώτη συγκλήθηκε υπό την προστασία του εικονομάχου Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε' (741-775) με τη συμμετοχή 338  εικονομάχων επισκόπων· στη Σύνοδο αυτή εκφωνήθηκαν και αναθέματα κατά του Πατριάρχη ΚΠόλεως Αγίου Γερμανού Α΄ (715-730 μ.Χ.), αλλά ιδίως κατά του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (ca. 680-749 μ.Χ.), λόγω της τεραστίας του συμβολής στη θεολογική κατάρριψη της εικονομαχίας, ο οποίος αναθεματίσθηκε ως «κακώνυμος και σαρακηνόφρων» και «επίβουλος της βασιλείας». Η σύνοδος της Φραγκφούρτης συγκλήθηκε από τον Βασιλέα των Φράγκων Καρλομάγνο και ουσιαστικώς απέρριψε την τιμή των ιερών Εικόνων στη Δύση, θεωρώντας τις ιερές Εικόνες μόνον ως διακοσμητικό στοιχείο (όχι δηλ. προς σχετική προσκύνηση).
     
  •        Η ενωτική (ψευδο)-σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439 μ.Χ.) στην Ιταλία. Το συμφέρον του Πάπα Ρώμης Ευγενίου Δ΄ (1431-1447) και του Ρωμηού Αυτοκράτορος Ιωάννου Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) να ενωθή η δυτική χριστιανωσύνη με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε ο μεν Πάπας να υπερισχύση έναντι της μεταρρυθμιστικής Συνόδου της Βασιλείας (1431-1449), ο δε Αυτοκράτωρ να τύχη της παπικής βοηθείας έναντι της προελάσεως των Τούρκων, οδήγησαν στη σύνοδο αυτή. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και αφόρητη πίεση επί των Ορθοδόξων Αρχιερέων εκ μέρους των παπικών και του Αυτοκράτορος Ιωάννου, η σύνοδος κατέληξε στην υπογραφή «Όρου», ο οποίος ευνοούσε τις παπικές αξιώσεις και αιρέσεις. Μόνον ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, το κυριώτερο θεολογικό ανάστημα των Ορθοδόξων, και άλλοι πέντε αντιπρόσωποι, καθώς και οι αντιπρόσωποι της Ιβηρίας (Γεωργίας) δεν υπέγραψαν τον «Όρο» και απεχώρησαν. Η εκκλησιαστική συνείδηση των Ορθοδόξων δεν επέτρεψε τελικώς την επικράτηση της ψευδενώσεως στην Ανατολή, παρά τις μεθοδεύσεις του Αυτοκράτορος, και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ανεδείχθη σε «άτλαντα» της Ορθοδοξίας, ο οποίος μόνος έφερε το βάρος της αντιπαραθέσεως και της νίκης κατά των παπικών και των «ορθοδόξων» λατινοφρόνων (τους οποίους ο Άγιος Μάρκος ονόμαζε «Γραικολατίνους»).

Υπάρχουν βεβαίως και πολλές άλλες ακόμη αιρετικές και ληστρικές Σύνοδοι.

       Ας υπενθυμίσουμε, ότι όταν συγκαλούνταν αυτές οι Σύνοδοι, δεν χαρακτηρίζονταν ως «αιρετικές» ούτε υπήρχε κάποια άλλη επίσημη ένδειξη για την ετεροδοξία τους, αλλά οι περισσότερες από  αυτές ήταν διοργανωμένες από την «επίσημη Εκκλησία» της πολιτείας, και με την προστασία των τοπικών (βασιλικών ή και αυτοκρατορικών) αρχών και με το πρόσχημα της επιδιώξεως της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ειρήνης. Μόνον οι μεταγενέστερες ορθόδοξες Σύνοδοι στιγμάτιζαν και κατεδίκαζαν τις προηγηθείσες αιρετικές.
        Ο σπουδαίος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, αποτυπώνοντας την ιστορική πραγματικότητα για το αν ευρίσκεται η αλήθεια πάντα μαζί με το πλήθος ή όχι, γράφει:

«Πολύ συχνά το μέτρον της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας. Είναι δυνατόν να είναι Καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιον [Λουκ.12, 32]. Ίσως υπάρχουν περισσότεροι ετερόδοξοι παρά ορθόδοξοι. Είναι δυνατόν να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού, ubique, και να καταλήξη η Εκκλησία εις το περιθώριον της Ιστορίας ή να αποσυρθή εις την έρημον. Αυτό συνέβη κατ' επανάληψιν εις την Ιστορίαν και είναι πολύ πιθανόν να συμβή και πάλιν (...) Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο επίσκοπος παρεκκλίνει από τον καθολικόν κανόνα και ο Λαός έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήση, ακόμη δε και να τον καθαιρέση»[3].


       Αλλά τότε, πότε μία Σύνοδος αναγνωρίζεται ως Οικουμενική ή ως γενικώς αποδεκτή; Ποια είναι η σημασία της συμμετοχής Αγίων ανθρώπων σ' αυτήν; Ποια είναι η σημασία της γνώμης του πληρώματος της Εκκλησίας (τοπικώς και διαχρονικώς) για την ισχύ των αποφάσεων μιας Συνόδου; Πόσο αποφασιστικός παράγων είναι η διατήρηση αναλλοίωτης της Παραδόσεως της Καθολικής Εκκλησίας, για την αποδοχή ή κατάκριση των αποφάσεων μιας Συνόδου από τον Λαό των Ορθοδόξων πιστών;


       Τελικώς, το κύρος μιας Συνόδου κρίνεται από την ευθυγράμμισή της με την Αλήθεια την αποκαλυμμένη στους Αγίους (Πατριάρχες, Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες). Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες της Ανατολής στην απάντησή τους στον Πάπα Πίο τον 9ο, το 1848, διεκήρυξαν, σύμφωνα με την εκκλησιαστική Παράδοση, ότι «σε μας, ούτε Πατριάρχες, ούτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτέ να εισαγάγουν νέα [δόγματα και έθη], διότι ο υπερασπιστής της θρησκείας είναι το ίδιο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή ο ίδιος ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμά του αιωνίως αμετάβλητο και ομοειδές με αυτό των πατέρων του»[4]

        Γι' αυτό στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.), κατά της εικονομαχίας, αναφέρονται και τα εξής λόγια των Αγίων Πατέρων: «Αυτή είναι η Πίστη των Αποστόλων· αυτή είναι η Πίστη των Πατέρων· αυτή είναι η Πίστη των Ορθοδόξων· αυτή η Πίστη στήριξε την οικουμένη. [...] Εμείς ακολουθούμε την αρχαία θεσμοθεσία της Καθολικής [ορθόδοξης] Εκκλησίας· εμείς όσους προσθέτουν κάτι ή αφαιρούν από την Καθολική  Εκκλησία τους αναθεματίζουμε»[5].

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  • 1. Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμ. Β΄, εκδ. «Σωτήρ», Αθήναι 2003, σελ. 403.404.

  • 2. Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Φεβρουαρίου.

  • 3. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσα-λονίκη 1976, σελ. 71.75.

  • 4. (§17), εν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σελ. 920.

  • 5. Mansi 13, 416.

Δημιουργία αρχείου: 29-9-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 17-3-2011.