Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Περιεχόμενα // Kεφάλαιο 2ο

Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής

Α΄ ΠΕΡΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΩΝ

1. Ορισμός, Πηγές, Περιεχόμενο και Μέθοδος τής Δογματικής

Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

 

 

 

α. Μορφές και χαρακτήρας τής Δογματικής

Η Δογματική ως ιδιαίτερος "κλάδος" και "μάθημα τής Θεολογίας εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στη Δύση και εισήχθη στις Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές κατά τους νεωτέρους χρόνους. Κύριο χαρακτηριστικό τού κλάδου αυτού, σε αντιδιαστολή με άλλα μαθήματα τής Θεολογίας, είναι ο συστηματικός χαρακτήρας της. Ενώ δηλαδή άλλοι κλάδοι τής Θεολογίας ασχολούνται με τη δογματική πίστη τής Εκκλησίας, η Δογματική προσεγγίζει την πίστη αυτή κατά θέματα και την εκθέτει συστηματικά.

Η συστηματική ενασχόληση με την πίστη τής Εκκλησίας εμφανίζεται στην πατερική εποχή για πρώτη φορά κυρίως στον Ωριγένη (στο έργο του "Περί Αρχών"), με τρόπο δε αυστηρά συγκροτημένο στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (Έκθεσις Ορθοδόξου Πίστεως). Έκτοτε το είδος αυτό αναπτύσσεται στη Δύση στον Μεσαίωνα (Θωμάς ο Ακυνάτης, SUMMA) και στην μετά τη Μεταρρύθμιση περίοδο με την άνθιση τής Ομολογιακής Θεολογίας, στην οποία λαμβάνει μέρος (κακώς) και η Ορθοδοξία (Ομολογία Μογίλα, Κυρίλλου Λουκάρεως, Δοσιθέου κ.λ.π.). Στα νεώτερα χρόνια (είχε προηγηθεί ο Ευγένιος Βούλγαρις) ανθεί το είδος στον 19ο αιώνα (Αθανάσιος Πάριος "Επιτομή" 1806. Μοσχόπουλος, "Επιτομή δογματικής και ηθικής θεολογίας", 1851. Ιδιαίτερα μεταξύ τών Ρώσων: Μητροπολίτης Αντώνιος, Μακάριος Μόσχας - ευρέως γνωστοί).

Στον 20ο αιώνα ηγείται στην Ελλάδα ο Ζ. Ρώσσης, με κεντρικό πρόσωπο τον Χ. Ανδρούτσο, ακολουθούν δε διορθώνοντας εν πολλοίς τον Ανδρούτσο, οι Ι. Καρμίρης και Π. Τρεμπέλας, διατηρώντας πάντως την ίδια μέθοδο και διαίρεση. Στη Θεολογική Σχολή τής Χάλκης καλλιέργησε με επιτυχία τον κλάδο αυτόν ο Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης. Νέα ώθηση στη Δογματική έδωσε στις μέρες μας ο Ι. Ρωμανίδης με την επιμονή του στον βιωματικό χαρακτήρα τού δόγματος και την αναζήτηση τών πατερικών καταβολών τών δογμάτων σε αντιπαράθεση προς τη Δυτική Θεολογία.

Αλλά η συστηματική ενασχόληση δεν είναι η μόνη μορφή δογματικής θεολογίας. Ούτε στην Βίβλο ούτε στους Πατέρες τών πρώτων αιώνων κυριαρχεί αυτό το είδος. Αντ' αυτού κυριαρχεί η περιστατική δογματική θεολογία, και τούτο με τις εξής μορφές:

(Ι) Την λατρευτική και μάλιστα την ευχαριστιακή:

Χριστολογικοί ύμνοι στην Κ.Δ., τους οποίους ευρίσκει ο Παύλος στις πρώτες κοινότητες (π.χ. Προς Φιλιππισίους 2). Αυτοί αποτελούν θεολογικά - δογματικά στοιχεία για όλη τη σκέψη του. Το ίδιο ισχύει για την Ιωάννειο γραμματεία τής Κ.Δ. (το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο θεωρείται από πολλούς ως ευχαριστιακό - λειτουργικό κείμενο αν όχι εξ ολοκλήρου, τουλάχιστον ως προς τον βασικό πυρήνα του, ο δε πρόλογος τού Ευαγγελίου πιθανότατα αποτελεί λειτουργικό υλικό, που βρήκε ο Ιωάννης χρησιμοποιούμενο στη λατρεία). Επίσης η Πέτρειος γραμματεία (η Α΄ Πέτρου είναι ίσως βαπτισματική Λειτουργία), κ.λ.π. Το ίδιο συμβαίνει με τις ευχαριστιακές αναφορές τών πρώτων αιώνων που αποτελούν μορφές προφητικής - χαρισματικής θεολογίας τών επισκόπων που προϊσταντο τών ευχαριστιακών συνάξεων (και που αρχικά ήσαν ελεύθεροι να αυτοσχεδιάζουν, όπως μαρτυρεί ο Ιουστίνος, η Διδαχή κ.λ.π.).

(ΙΙ) Την Βαπτισματική

μαζί με την κατηχητική προπαρασκευή που προηγείτο. Αυτή είναι και η κυριότερη πηγή τής Συμβολικής Θεολογίας (δηλαδή τών Συμβόλων τής Πίστεως). Τα Σύμβολα ήταν όλα Βαπτισματικά και παρέμειναν έτσι στους πρώτους αιώνες. Επί παραδείγματι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος χρησιμοποιεί ως βάση τού Συμβόλου της, βαπτισματικά σύμβολα τοπικών Εκκλησιών.

(ΙΙΙ) Την αντι-αιρετική:

Αυτή έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη και επέκταση τών αρχικών βαπτισματικών συμβόλων σε ευρύτερα σύμβολα, προκειμένου να αντιμετωπισθούν κίνδυνοι από αιρέσεις (π.χ. Γνωστικισμός, Αρειανισμός κ.λ.π.). Στα πλαίσια αυτά αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τη Δογματική η θεολογία τών Πατέρων (π.χ. Ειρηναίου, Αθανασίου, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Μαξίμου Ομολογητού κ.λ.π.), η οποία αναπτύσσεται ως αντίθεση και όχι ως θετική έκθεση πίστεως.

V) Τη συνοδική

και μάλιστα τών Οικουμενικών Συνόδων που προήλθε από ένα συνδυασμό αντι-αιρετικής θεολογίας (αποκλεισμός αιρέσεων) και βαπτισματικής - συμβολικής θεολογίας. Έτσι οι όροι και τα σύμβολα τών συνόδων αλλά και πολλοί από τους κανόνες τους αποτελούν θεμελιώδεις μορφές δογματικής θεολογίας.

(V) Την εμπειρική

μορφή θεολογίας που προήλθε από την ασκητική κυρίως εμπειρία τών Πατέρων, η οποία για μας τους Ορθοδόξους έχει ιδιαίτερη σημασία. Έτσι τα αποφθέγματα τών Πατέρων τής ερήμου, τα έργα τού Ιωάννου τής Κλίμακος, Μαξίμου τού Ομολογητού, Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τών Ησυχαστών και μάλιστα Γρηγορίου τού Παλαμά εκφράζουν τη δογματική θεολογία δια μέσου τής ασκητικής εμπειρίας.

Λόγω όλων αυτών τών στοιχείων η Δογματική είναι βασικά βιωματική, εμπειρική υπόθεση και όχι θέμα διανοητικής συλλήψεως και εκθέσεως λογικών προτάσεων. Δεν είναι δηλαδή υπόθεση προσυπογραφής και ομολογίας αληθειών που απευθύνονται απλώς στο νου και στο λόγο, αλλά βιώσεως και εμπειρίας ορισμένης σχέσεως τού ανθρώπου με το Θεό και με τον κόσμο.

Από το τελευταίο αυτό σημείο συνάγεται ότι η έννοια τού βιώματος και τής εμπειρίας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ευσεβιστικά (= ψυχολογική εμπειρία τού ατόμου) ή ηθικά (= ορισμένη συμπεριφορά τού ατόμου, ορισμένες πράξεις του), αλλά υπαρξιακά με την ευρύτερη έννοια τού όρου που ταυτίζεται ουσιαστικά με την οντολογία. Η Δογματική δηλαδή ασχολείται με θέματα που άπτονται τού ίδιου τού είναι (= να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις), και τέτοια θέματα είναι π.χ. το είναι και το μηδέν ("ουκ είναι") (= δημιουργία), η ζωή και ο θάνατος ως οριακά σημεία τής υπάρξεως, το κτιστό και το άκτιστο ως πρόβλημα ελευθερίας (τής υπάρξεως), το πρόσωπο και η αγάπη ως οριακά κατηγορήματα τής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ ανθρώπου και ζώου (= τής στιγμής κατά την οποίαν ο άνθρωπος είτε αναδύεται ως άνθρωπος είτε πίπτει), δηλαδή το πρόβλημα τού κακού και τής αμαρτίας - και γενικά κάθε τι που άπτεται θεμελιακών και οντολογικών ζητημάτων, και όχι απλώς ζητημάτων βελτιώσεως τής ζωής (π.χ. οργανώσεως τής κοινωνικής ζωής κατά τρόπο αποδοτικότερο κ.λ.π. Τινές τών θεολόγων ασχολούνται κυρίως με αυτό ιδίως στη Δύση).

Συνέπεια όλων αυτών τών θέσεων είναι ότι η Δογματική αναφέρεται πάντοτε σε ζωτικά θέματα, σωτηριολογικής σημασίας. Η Εκκλησία δογματίζει πάντοτε για να σώσει, όχι για να εμπλουτίζει τη γνώση μας περί Θεού, κόσμου κ.λ.π. Κάθε δόγμα τής Εκκλησίας και κάθε συνοδική δογματική απόφαση αφορά πάντοτε σε κάποιο σωτηριολογικό πρόβλημα. τούτο σημαίνει ότι η όλη σχέση μας με το Θεό και τον κόσμο αλλάζει κατά τρόπο επικίνδυνο αν δεν γίνει δεκτό ένα ορισμένο δόγμα, ή αντίθετα διαμορφώνεται κατά τρόπο σωτήριο για εμάς και τον κόσμο, αν το δόγμα αυτό γίνει δεκτό. Συνεπώς στη Δογματική πρέπει να αναζητούμε πάντοτε τη σωτηριολογική σημασία τών δογμάτων και όχι απλώς να τα παραθέτουμε ξηρά, σαν "φόρμουλες" λογικές. Αυτό σημαίνει υπαρξιακή κατανόηση τού δόγματος ή εμπειρική θεολογία στη σωστή της έννοια.

Έτσι η Δογματική πρέπει να προβαίνει πάντοτε σε ερμηνεία τών δογμάτων και όχι να τα συντηρεί ή να τα παραθέτει μόνο όπως διατυπώθηκαν στην αρχική μορφή τους. Το θέμα αυτό είναι πελώριο και πολύ λεπτό, και έχει ανάγκη αναλύσεως.

 

β. Η Δογματική ως ερμηνευτική

1. Το πρόβλημα της ερμηνευτικής είναι καίριας σημασίας όχι μόνο για τα δόγματα, αλλά και για την ίδια την Αγία Γραφή. Θα έλεγα ότι πρόκειται στην ουσία για το ίδιο πρόβλημα. Όπως η Βίβλος είναι νεκρό γράμμα χωρίς ερμηνεία, έτσι και τα δόγματα απολιθώνονται και γίνονται μουσειακά, αρχαιολογικά αντικείμενα, που απλώς τα συντηρούμε και τα περιγράφουμε αν δεν προβούμε στην ερμηνεία τους. Θα έλεγε κανείς ότι τα δόγματα είναι στην ουσία ερμηνεία της Βίβλου.

2. Η ερμηνεία των δογμάτων ή της Βίβλου περιλαμβάνει δύο σκέλη:

α. Την προσπάθεια να κατανοηθεί πιστά (όχι αναχρονιστικά – πράγμα δύσκολο, χρειάζονται καλοί ιστορικοί) η ιστορική πραγματικότητα, στα πλαίσια της οποίας διατυπώθηκε το δόγμα (ή η Γραφή). Αυτό περιλαμβάνει τα εξής ερωτήματα:

Ι. Τι είδους προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει η Εκκλησία τη συγκεκριμένη εκείνη ιστορική εποχή;

ΙΙ. Με τι είδους μέσα αντιμετώπισε τα προβλήματα αυτά, που σημαίνει:

Α. Τι είδους γραπτή και προφορική παράδοση είχε στη διάθεσή της; (Αγία Γραφή, Παράδοση κ.λ.π.), (Κάθε Σύνοδος λαμβάνει υπ’ όψιν την προηγούμενη παράδοση).

Β. Τι είδους λεξιλόγιο και νοήματα διέθετε το πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής; (π.χ. ο Δ΄ αιώνας χρησιμοποιεί το «ομοούσιος» που δεν το έχει η Καινή Διαθήκη, ενώ ο ΙΔ΄ αιώνας έχει άλλες έννοιες κ.λ.π.).

Γ. Τι είδους βιώματα (λατρείας, ασκήσεως κ.λ.π.) διέθετε (π.χ. το μαρτύριο στην Καινή Διαθήκη, οι εικόνες στη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Ησυχασμός κ.λ.π.).

Όλα αυτά πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, ώστε να διαμορφωθεί η γνώση του ιστορικού περιβάλλοντος. Χωρίς αυτή την ακριβή ιστορική βάση, κάθε ερμηνεία είναι παρακινδυνευμένη. Όπως δεν μπορεί να γίνει ερμηνεία της Βίβλου, αν δεν γίνει πρώτα ακριβής και αντικειμενική (όσο γίνεται) έρευνα του ιστορικού υποβάθρου, έτσι και με τα δόγματα. Πρέπει να δούμε τι προβλήματα οδήγησαν στη διατύπωση ενός δόγματος, με τι είδους φιλολογικό και φιλοσοφικό υλικό δούλεψαν οι Πατέρες και από ποια εμπειρία (λατρευτική, ασκητική κ.λ.π.) ξεπήδησε η διατύπωση του δόγματος. Ο καλός δογματικός πρέπει να είναι και καλός ιστορικός.

β. Την προσπάθεια να εντοπισθούν και εκφρασθούν τα σύγχρονα προβλήματα που επιβάλλουν την ερμηνεία, ήτοι:

Ι. Τυχόν νέες αιρέσεις ή νέα αγωνιώδη ερωτήματα του ανθρώπου πάντοτε θεμελιακού χαρακτήρος (σήμερα λεγόμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.λ.π. αλλά και τεχνολογία, οικολογία κ.λ.π.).

ΙΙ. Το λεξιλόγιο και οι κατηγορίες της εποχής (είδαμε ότι και οι Πατέρες ήσαν σύγχρονοι της εποχής τους και δεν κολλούσαν στο γράμμα της Κ.Δ.  παράβαλλε «ομοούσιος»).

ΙΙΙ. Η λατρευτική και ασκητική ζωής της Εκκλησίας (η οποία ουσιαστικά δεν μπορεί να διαφέρει από την παλιά, αλλά είναι δυνατόν να έχει μορφές και εμφάσεις διαφορετικές, π.χ. το μαρτύριο, η νοερά προσευχή με τη μορφή τη συγκεκριμένη του Ησυχασμού, η επίδραση του Μοναχισμού στις «κοσμικές» ακολουθίες της Εκκλησίας – Ώρες κ.λ.π. – και η βαθμιαία αποδέσμευση κατά τρόπο ημιτελή και ανακόλουθο, όπως π.χ. σήμερα – όλα αυτά υποδηλούν μετατοπίσεις εμφάσεως στη λατρευτική και ασκητική εμπειρία, που δεν είναι δυνατόν παρά να επηρεάζουν την ερμηνεία του δόγματος.

Για να γίνει καλή ερμηνεία χρειάζεται ο δογματικός να μην είναι μόνο καλός ιστορικός, αλλά επίσης και καλός φιλόσοφος, (δηλαδή με φιλοσοφική σκέψη και γνώση της σύγχρονης φιλοσοφίας), και ακόμη να έχει ποιμαντικές διαθέσεις (να αγαπά τον άνθρωπο, να σκύβει στα προβλήματά του κ.λ.π.). Οφείλει επίσης να γνωρίζει τη λειτουργική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας καθώς και την κανονική δομή της, διότι και αυτά τα στοιχεία εκφράζουν τη δογματική πίστη της Εκκλησίας. (Όλα αυτά βέβαια δεν μπορεί να τα συγκεντρώνει ένας άνθρωπος κατά τρόπον πρωτότυπο – να είναι δηλαδή πρωτότυπος ερευνητής όλων αυτών – αλλά οφείλει, αν θέλει να είναι καλός δογματικός, να είναι ενημερωμένος στις τελευταίες θέσεις των ειδικών ως προς τους τομείς αυτούς).

 

γ. Μέθοδος της Δογματικής

Όπως βλέπετε, η Δογματική έχει ευρύτατο φάσμα έρευνας και προϋποθέτει πολύπλευρη γνώση αλλά και ευαισθησία και δημιουργική σκέψη. Γι’ αυτό το λόγο η μέθοδος της Δογματικής πρέπει να περιλαμβάνει:

Α. Ένα πολύ γενικό σχέδιο ή δομή, και αυτή να είναι η του Συμβόλου τής Πίστεως, όπως επεκράτησε στη Βαπτισματική και Ευχαριστιακή λατρεία ανέκαθεν. Ο λόγος για τον οποίο συνίσταται αυτή η δομή είναι τόσο γιατί βασικά τηρήθηκε στην Πατερική εποχή, όσο και γιατί συνδέεται με την ίδια τη δομή των σχέσεων που ο Θεός δια του Χριστού και εν Αγίω Πνεύματι προσέφερε για τη σωτηρία μας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσετε ότι η κατά θεωρητικήν ύλην διαίρεσις σε θέματα όπως π.χ. Τριαδολογία, Χριστολογία, Σωτηριολογία, Μυστηριολογία, εσχατολογία, κ.λ.π. όταν δεν συνδέεται άμεσα με τη δομή του Συμβόλου, είναι επικίνδυνη. Αναπτύχθηκε στη Δύση και αντιγράφηκε από Ορθοδόξους με πρωτοστάτες τους Ρώσους και Ανδρούτσο.

Β. Το σχέδιο αυτό πρέπει να είναι πολύ γενικό, ώστε να επιτρέπει την αλληλοπεριχώρηση των επί μέρους τμημάτων. Π.χ. στο περί Αγ. Τριάδος να μπορεί να γίνεται λόγος περί Εκκλησίας και αντιστρόφως. Ή στο περί Μυστηρίων, περί Εσχάτων κ.λ.π. Έτσι αποφεύγεται η Σχολαστική Δογματική που ήλθε από τη Δύση. Πρέπει όμως πάντοτε να τηρούνται οι αναλογίες, όπως θα δούμε στα οικεία μέρη.

Γ. Να γίνεται εξακρίβωση και πιστή έκθεση της σημασίας που είχαν τα δόγματα για την εποχή τους: Τι είδους προβλήματα είχαν υπόψη και με ποια μέσα (φιλολογικά και φιλοσοφικά) τα αντιμετώπισαν, δηλαδή ένα στοιχείο ιστορίας και δογμάτων πρέπει να έχει πάντοτε η Ορθόδοξη ιδία Δογματική. Χωρίς καλή ιστορία δογμάτων, δεν μπορεί να γίνει Ορθόδοξη Δογματική.

Δ. Να επιχειρήται ερμηνεία κάθε δόγματος με τη βοήθεια των εξής:

Ι. Σύνδεση με την εμπειρία της Εκκλησίας, λατρευτική και ασκητική (π.χ. Ο Χριστός ως Υιός του Θεού: πώς λατρεύεται και πώς βιούται στην Εκκλησία;)

ΙΙ. Σύνδεση με τα πιο θεμελιώδη υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου κάθε εποχής, όπως η αναζήτηση της ελευθερίας, της αγάπης, της υπερβάσεως του θανάτου κ.λ.π. (π.χ. Η σημασία της πίστεως σε Τριαδικό Θεό για όλα αυτά κ.λ.π.)

ΙΙΙ. Σύνδεση με τα σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου. Αυτό κυρίως είναι έργο της Ηθικής Ποιμαντικής, αλλά πρέπει, τουλάχιστον με νύξεις να προετοιμάζεται από τους δογματικούς θεολόγους. (π.χ. τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, τα ζητήματα που θέτει η τεχνολογία, η οικολογία, κ.λ.π.)

ΙV. Σύνδεση με τα ευρύτερα προβλήματα της Γνώσεως σήμερα, όπως τίθεται από τις Φυσικές Επιστήμες κ.λ.π.

Το άρθρο στα Αγγλικά

 


Περιεχόμενα // Kεφάλαιο 2ο


Δημιουργία αρχείου: 20-5-2002.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-9-2015.

ΕΠΑΝΩ