Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Φιλοσοφία και Ελληνικότητα

Η χριστιανική ανάγνωση της ελληνικής μυθολογίας * Οι Πατέρες τής Εκκλησίας και οι Έλληνες Φιλόσοφοι * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Θεολογία και φιλοσοφία * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Διαφορές τής θεώρησης περί ψυχής στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Χριστιανισμό * Περί τας «Ελληνο-Χριστιανικάς συνθέσεις» Βιβλίο * Χρήσεις τού Αριστοτέλους στην τυπική εκπαίδευση και τη Θεολογία στο Βυζάντιο κατά τον 14ο Αιώνα

Συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού

Υπέρ τού Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού

Μιχάλης Κουτσός, Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Αναδημοσίευση από: https://www.pemptousia.gr

 

Η συνάντηση αυτή έγινε τον 4ο αιώνα και κυρίως από τους τρεις ιεράρχες, τον Μ. Βασίλειο, τον αδελφό του Γρηγόριο Νύσσης και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Οι Πατέρες αυτοί φοιτούν στις φιλοσοφικές σχολές του 4ου αι. και στη συνέχεια καλούνται να αντιπαρατεθούν στους συχνά πρώην συμμαθητές τους εθνικούς και να απολογηθούν υπέρ της πίστης τους. Στον λόγο τους υιοθετούν αρχαία στοιχεία διαλεκτικής, ενώ η γλωσσική μορφή του λόγου τους προσανατολίζεται στα αττικά γλωσσικά πρότυπα.

 

Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ως ποιητής χρησιμοποιεί στα επιγράμματα την αρχαιοελληνική γραμματεία (Όμηρο, Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, στον Ηρόδοτο, στον Πίνδαρο κ.ά).

 

Τι πήρε η Εκκλησία από τον Ελληνισμό;

Κυρίως τη γλώσσα, με την οποία διατύπωσε την αποκάλυψή της νέας Αλήθειας στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και τα έργα των μεγάλων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων.

Επίσης από την ελληνική φιλοσοφία δανείστηκε έννοιες και όρους, για να διατυπώσει τα δόγματά της, όπως οι όροι: φύσις, πρόσωπο, ουσία, ενέργεια και πολλές άλλες. Η φιλοσοφία και η επιστήμη έδωσαν επιχειρήματα, για να υπερασπίσει η Εκκλησία το κήρυγμά της απέναντι στην ειδωλολατρική σκέψη, όπως έκαναν οι Απολογητές του Χριστιανισμού, ενώ οι ηθικές αξίες του Ελληνισμού ήταν ένα στοιχείο επαφής με τις αρχές της χριστιανικής αγάπης και αρετής.

Η ελληνιστική τέχνη ήταν ένα άλλο στοιχείο που χρησιμοποίησε η Εκκλησία, αφού εξέφρασε τη θεολογία της τόσο με τις εικαστικές τέχνες και την αρχιτεκτονική, όσο και με τη λογοτεχνία.

Στο νότιο εξωνάρθηκα και αριστερά της εισόδου της μονής Διονυσίου εικονίζονται ως Έλληνες προφήτες ολόσωμοι οι επτά «φιλόσοφοι», ο Πλάτων, ο Απολλώνιος, ο Σόλων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Θουκυδίδης και ο Χείλων, προφανώς γιατί στο έργο τους υπάρχουν σπέρματα αληθείας του Λόγου του Θεού... 

Κατά τού όρου «Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός»

Υπάρχουν όμως και μερικοί, όπως ο Π. Β. Πάσχος, που δεν συμφωνούν με τον όρο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Συγκεκριμένα υποστηρίζει:

Η χρήση του όρου ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός τις περισσότερες φορές παρασέρνεται από συναισθηματισμούς πατριωτικούς. Η συχνή αναδρομή των Πατέρων της Εκκλησίας στα κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, έδωκε δικαίωμα σε μερικούς, όπως στους Απολογητάς, να βρίσκουν την πλήρη συμφιλίωση της ελληνικής φιλοσοφίας με τον Χριστιανισμό.

Ο 4ος αιώνας αντέταξε με όση δύναμη μπορούσε το μεγαλείο των χριστιανικών γραμμάτων, απέναντι στην ειδωλολατρική φιλοσοφία των εθνικών, με σύνεση και διάκριση. Για να δεχτούμε πως δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στο ελληνικό και στο χριστιανικό πνεύμα, χρειάζεται μεγάλη δόση αμάθειας ή εμπάθειας. Αλλά από αυτό το σημείο, ως το σημείο να παραδεχτεί κανείς πως είναι δυνατή η σύζευξη, και μάλιστα κατά ιδανικό τρόπο, υπάρχει αρκετός χώρος για να διατυπώσουμε τις αντιρρήσεις ή τουλάχιστον τις επιφυλάξεις μας

Εκείνο, που πρέπει να λεχθεί κατηγορηματικά, είναι πως η σχέση, που υπάρχει ανάμεσα στο ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο, είναι ίδια με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στο ένδυμα και στο σώμα του ανθρώπου. Όσο μπορεί να αφομοιωθεί το σώμα με το ένδυμα κατά «ιδανικό» τρόπο, άλλο τόσο κι ο Χριστιανισμός με τον Ελληνισμό.

Κανείς δεν απορρίπτει την προσφορά της «ελληνικής θύραθεν σοφίας» προς τον Χριστιανισμό. Οι φιλοσοφίες των θύραθεν αναλίσκονται στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να συλλάβουν και να ερμηνεύσουν το νόημα της ζωής. Ο Χριστιανισμός μας δείχνει την «Οδό την Αλήθεια και τη Ζωή» και μας δίνει την δυνατότητα της μυστικής ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, συγκρίνοντας τους χριστιανούς με τους φιλοσόφους των Ελλήνων, λέγει: «Τα από τού στόματος τών Ελλήνων απορρέοντα ρήματα, μάταια και ακάθαρτα». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι από την εθνική παιδεία εμείς οι χριστιανοί «κρατήσαμε ό,τι είναι έρευνα και θεωρία του αληθούς. Ό,τι όμως οδηγεί στους δαίμονες, στην πλάνη και στην άβυσσο της καταστροφής το απομακρύναμε». Τελευταία, αξίζει να διαβάσει κανείς ολόκληρη την πραγματεία του Μεγ. Βασιλείου «προς τους νέους κ. λπ.», για να ιδεί πόση προσοχή τους συνιστά, όταν διαβάζουν τους θύραθεν συγγραφείς των «ελληνικών λόγων».

 Ύστερα όμως από αυτά τα κατά και τα υπέρ, πού βρίσκεται η αλήθεια; Οι απόψεις του Ιουστίνου του φιλόσοφου ίσως μας βοηθήσουν.

 

Ιουστίνος ο Φιλόσοφος (πιθ. 100 – 165 μ.Χ.)

Η θεωρία του σπερματικού λόγου

Γι’ αυτές τις ομοιότητες, που παρατηρήσαμε, διατυπώθηκαν δύο θεωρίες: η θεωρία του σπερματικού Λόγου και η θεωρία της επίδρασης της Ελληνικής Μυθολογίας από την Ιουδαϊκή. Από τις δύο αυτές θεωρίες η πρώτη, η θεωρία του σπερματικού Λόγου, είναι η επικρατέστερη, ενώ η δεύτερη αμφισβητήθηκε σοβαρά. Ας δούμε από πιο κοντά την θεωρία αυτή του σπερματικού Λόγου.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο Ιουστίνος παρέλαβε την έννοια του «σπερματικού λόγου» από το λεξιλόγιο της στωικής φιλοσοφίας. Εντούτοις το περιεχόμενο, με το οποίο χρησιμοποιήθηκε η έννοια αυτή στη θεολογία του, δεν έχει καμιά ουσιαστική σχέση με το στωικισμό[1].

Κατά τον Ιουστίνο ο «σπερματικός λόγος» δεν σχετίζεται με τον παγκόσμιο και καθολικό λόγο ή τον πανθεϊσμό της στωικής φιλοσοφίας, αλλά με το Λόγο του Θεού, για τον οποίο γίνεται λόγος στον πρόλογο του «Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου». Έτσι ο «σπερματικός λόγος» είναι γι’ αυτόν η έμφυτη δύναμη του Λόγου του Θεού, που ενυπάρχει και ενεργεί σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως, και με την οποία ο Λόγος φωτίζει τη συνείδηση και τη διάνοια του ανθρώπου και τον καθοδηγεί στη μερική ανεύρεση της αλήθειας. Η διδασκαλία του Ιουστίνου δεν είναι στωική αλλά πέρα για πέρα βιβλική, διότι η φωτιστική ενέργεια του Λόγου στον κόσμο δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στους Χριστιανούς, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους, εφόσον ο Λόγος κατά τον Ιωάννη ως «το φως το αληθινόν… φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. 1, 9) και όχι βέβαια μόνο τους Χριστιανούς.

Με βάση τα δεδομένα αυτά ο Ιουστίνος υποστηρίζει την άποψη ότι όλες οι αλήθειες, στις οποίες οδηγήθηκε η προχριστιανική ανθρωπότητα, είναι ουσιαστικά προϊόντα της φωτιστικής ενέργειας και παρουσίας του σπερματικού θείου Λόγου που ενεργεί αδιάκριτα σ’ όλους τους ανθρώπους, εφόσον βέβαια δεν συσκοτίζεται από τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Έτσι όχι μόνο οι αλήθειες της Π. Διαθήκης, αλλά και οι αλήθειες της ελληνικής αρχαιότητας είναι στενότατα συνδεδεμένες με την αποκαλυπτική παρουσία και επενέργεια του Λόγου.

Ενώ όμως στην εποχή της Π. Διαθήκης ο Λόγος ενεργούσε αποκαλυπτικά και άμεσα στους Πατριάρχες και τους Προφήτες ως άσαρκος Λόγος, στην περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ενεργούσε έμμεσα ως σπερματικός λόγος μέσω των διαφόρων φιλοσόφων, ποιητών και συγγραφέων. Με την έννοια αυτή ακριβώς υποστηρίζει ότι όλοι όσοι έζησαν κατά την προχριστιανική αρχαιότητα σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου, όχι μόνο οι προφήτες της Π. Διαθήκης αλλά και οι Έλληνες φιλόσοφοι, καθοδηγούνταν από τον σπερματικό θείο λόγο.

Ωστόσο η πληρότητα της αποκάλυψης των θείων αληθειών υπάρχει κατά τον Ιουστίνο μόνο μέσα στον Χριστιανισμό, γι’ αυτό και η διδασκαλία της χριστιανικής πίστης είναι κατ’ αυτόν πολύ ανώτερη σε σχέση με τη διδασκαλία της ελληνικής φιλοσοφίας και διανόησης.

 

Κλείνοντας το θέμα μπορούμε να τονίσουμε τα εξής:

Τόσο ο Ιουδαϊσμός όσο και ο Ελληνισμός αποτελούν προδρομικά φαινόμενα του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού αποκαλυπτικά του Ελληνισμού κεκαλυμμένα. Ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε την πλούσια ελληνική γλώσσα, για να εκφράσει τις υψηλές θεολογικές έννοιες, όπως τις ανέπτυξαν οι Πατέρες της εκκλησίας, αλλά και πολλά πολιτιστικά στοιχεία του Ελληνισμού, στα οποία έδωσε νέο νόημα και νέο περιεχόμενο. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ο ελληνικός πολιτισμός έδωσε την καλύτερη υποδομή, για να κτιστεί το οικοδόμημα της εκκλησίας του Χριστού, αλλά και γιατί, εφόσον απευθύνονταν σε κάποιους ανθρώπους, λογικό είναι να χρησιμοποιήσει τα παλαιά καλούπια, για να χύσει μέσα σε αυτά το νέο πνεύμα της εκκλησίας του Χριστού.

 


1. Βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου: η θεολογία του «σπερματικού λόγου» και η σημασία της για τους Διαχριστιανικούς και Διαθρησκειακούς διαλόγους (Διαδίκτυο).

Δημιουργία αρχείου: 23-7-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 26-7-2021.

ΕΠΑΝΩ