Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογία και Φιλοσοφία

Θεολογία και φιλοσοφία * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη * Η αρχαία Εκκλησία διαφθάρηκε από την Ελληνική φιλοσοφία; * Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού

4ο Μέρος: Η "αποδοχή" τού εκκλησιολογικού περιεχομένου τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" από τους Πατέρες τής Εκκλησίας τών τριών πρώτων αιώνων

Η εκκλησιολογική ερμηνεία των εκφράσεων: «κοινωνία Πνεύματος»[a] και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»[b]

Μία δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στη σκέψη του απ. Παύλου

Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου*

 

Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 92ος. Απρίλιος - Ιούνιος 2021. Τεύχος 2ο. Σελίδες 7-34.

 

Άρθρα της ενότητας: "Εκκλησιολογική ερμηνεία τής Κοινωνίας Πνεύματος":

(Σημείωση ΟΟΔΕ: Το αρχικό άρθρο χωρίσθηκε σε πολλά μέρη, με κριτήριο τη χρήση τμημάτων του στην Ορθόδοξη Απολογητική με εύληπτο και εύχρηστο τρόπο)

4. Η «αποδοχή» του εκκλησιολογικού περιεχομένου των εκφράσεων «κοινωνία Πνεύματος» και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» από τους Πατέρες της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων

Η θεωρία των δοκητών για αποχή από το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας, «δια το μη ομολογείν την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την υπέρ των αμαρτιών ημών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρεν»[48], απετέλεσε για τον Ιγνάτιο Αντιόχειας (+77 μ. Χ.) την αιτία για να θέσει το μυστήριο της κοινωνίας ως βάση στην οποία στηρίζεται και φανερώνεται ορατά και πραγματικά το μυστήριο της ενότητας του Χριστού με τους Χριστιανούς και μεταξύ τους, και η οποία βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στον ίδιο χρόνο μέσα στη Θεία Ευχαριστία[49]. Η ενότητα όμως αυτή δεν είναι μόνο μέσα στον χρόνο αλλά και στον τόπο και πραγματοποιείται στο πρόσωπο του Επισκόπου. «Σπουδάσατε ουν», τονίζει ο Ιγνάτιος, «μία ευχαριστία χρήσθαι· μία γαρ σαρξ του κυρίου ημών Ιησού Χριστού και έν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού, έν θυσιαστήριον, ως είς Επίσκοπος άμα τω Πρεσβυτερίου και Διακόνοις, τοις συνδούλοις μου· ίνα ό εάν πράσσητε κατά Θεόν πράσσητε»[50].

Ορατό δηλαδή σημείο της κοινωνίας ως ενότητας της Εκκλησίας γύρω από τον Χριστό, τον μοναδικό Υιό του Θεού, είναι η Θεία Ευχαριστία, η οποία φανερώνει την υφιστάμενη ενότητα Χριστού και Θεού Πατέρα[51] αλλά συγχρόνως και το πρόσωπο του Επισκόπου, ο οποίος είναι η «θύρα του Πατρός» (Ιωάννης 10, 7-9) δια της οποίας εισερχόμεθα και καθιστάμεθα Εκκλησία[52]. Ο Επίσκοπος δηλαδή αποτελεί το ορατό και πραγματικό στοιχείο αυτής της ενότητας, ακριβώς επειδή είναι «τύπος Θεού Πατρός»[53]. Αυτή η έννοια του «τύπου» περιγράφεται ως η ζωντανή εικόνα του αοράτου Θεού[54] και γι' αυτό στην τοπική Εκκλησία ο Επίσκοπος εκφράζει τη γνώμη του Ιησού Χριστού, ο Οποίος αποτελεί τη γνώμη του Θεού Πατέρα[55], καθιστάμενος με το λειτούργημά του αυτό μιμητής του Χριστού, όπως και ο Χριστός είναι μιμητής του Θεού Πατέρα[56]. Όπως ο Επίσκοπος είναι «εγκεκραμένος» με τον Χριστό έτσι και οι πιστοί οφείλουν να βρίσκονται σε μία ανάλογη σχέση κοινωνίας με τον Επίσκοπό τους, οποιαδήποτε δε διαφοροποίηση από τη γνώμη του Επισκόπου έχει επίπτωση στο γεγονός της κοινωνίας με τον Χριστό, αφού «όσοι γαρ Θεού εισιν και Ιησού Χριστού, ούτοι μετά του Επισκόπου εισιν και όσοι αν μετανοήσαντες έλθωσιν επί την ενότητα της Εκκλησίας, και ούτοι Θεού έσονται ίνα ώσιν κατά Ιησούν Χριστόν ζώντες»[57]. Η αποκατάσταση της κοινωνίας μετά του Επισκόπου και του συνεδρίου του, των πιστών, μέσω της μετάνοιας συνεπάγεται και τη συμμετοχή στην κοινωνία και την ενότητα[58]. Δεν θα πρέπει τέλος να μας διαφεύγει ότι για τον Ιγνάτιο η ορατή, πραγματική και αληθινή ενότητα της Εκκλησίας είναι η εγγύηση για τη σωτηρία των ανθρώπων, γι' αυτό και η ενότητα αυτή δεν επιτρέπεται να διηθήται ή να διαβρώνεται («αποδιυλίζεται») από καμία αιρετική αντίληψη, όπως συνέβη στην εποχή του, όπου αμφισβητείτο ο ρόλος και η ισχύς του επισκοπικού λειτουργήματος και των λειτουργών της Εκκλησίας από κάποιες αιρετικές ομάδες[59].

Ο αγώνας του Ιγνατίου Αντιόχειας για μία ορατή ενότητα της Εκκλησίας στο μυστήριο της Θείας ευχαριστίας και στο πρόσωπο του Επισκόπου επικεντρώνεται στον εμφατικό τονισμό ότι το γεγονός της εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν αποτελεί μία αφηρημένη, μη ορατή και μη πραγματική ενότητα, αλλά ότι πρόκειται για μία ορατή και συγκεκριμένη δομή[60], η οποία «μορφούται» σε «σώμα Χριστού» μόνον όταν οι πιστοί συνάζονται «εν κοινωνία» υπό τον Επίσκοπο, ως προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως, ο οποίος περιστοιχίζεται από τον σύλλογο των Πρεσβυτέρων και των διακόνων και τον λαό του Θεού.

Αυτή η σχέση ταυτότητας Επισκόπου και Εκκλησίας, η οποία συναντάται αργότερα και στον Κυπριανό Καρθαγένης[61], αποτελεί το εχέγγυο της γνήσιας, πραγματικής και αληθούς εκκλησιαστικής ενότητας και κοινωνίας, η οποία καθιστά και την ευχαριστιακή σύναξη πραγματική έκφραση του ευχαριστιακού σώματος του Χριστού και το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας ως «φάρμακον αθανασίας αντίδοτον του μη αποθανείν αλλά ζην εν Ιησού Χριστώ δια παντός»[62], γιατί και η έννοια της αιώνιας ζωής είναι αποτέλεσμα κοινωνίας «εν Χριστώ» και «εν Αγίω Πνεύματι» και μίμηση Χριστού[63].

Ο Ειρηναίος, Επίσκοπος Λυώνος (130/140-202 μ.Χ.), στοιχούμενος στην περί κοινωνίας παύλειο εκκλησιολογία και στην ιγνατιανή εκκλησιαστική δομή της ευχαριστιακής κοινωνίας[64], αντιμετωπίζει τον γνωστικό Ουαλεντίνο και τον Μαρκίωνα[65] επεκτείνοντας την ερμηνεία της έννοιας της κοινωνίας, προκειμένου να οριοθετήσει την αληθινή Εκκλησία, όχι μόνο μέσα από την δομή της, στη βάση δηλαδή του Ιγνατιανού ρεαλισμού, αλλά και στο γεγονός της σωτηρίας, ως ένα γεγονός πραγματικό, όπως πραγματικό γεγονός αποτελεί και η ανάσταση των νεκρών. Ο άνθρωπος δηλαδή με τη συμμετοχή του στο μυστήριο της Θείας ευχαριστίας, κατά τον Ειρηναίο Λυώνος, κοινωνεί και μετέχει του αναστημένου σώματος του Χριστού, στο πρόσωπο του οποίου ανακεφαλαιώνεται ολόκληρη η ιστορία της σωτηρίας απ' αρχής έως εσχάτων[66].

Με τη νέα αυτή σύνθεση συνδέει την ιστορική και θεσμική διάσταση της Εκκλησίας με το γεγονός της κοινωνίας του Πνεύματος και προς την κοινότητα, το «σώμα Χριστού», άλλα και προς τον Επίσκοπο, τον εις «τόπον Θεού Πατρός» ευρισκόμενο κατά τον Ιγνάτιο[67]. Αυτό δεν είναι πλέον μόνο στοιχείο της θεσμικής και ιστορικής όψεως της Εκκλησίας άλλα και εικόνα του Χριστού και συγχρόνως δομικό και χαρισματικό στοιχείο της Εκκλησίας «εν Πνεύματι Αγίω»[68], αφού και ο Χριστός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το Πνεύμα.

Ο Ειρηναίος, αποδεχόμενος την προδιατυπωμένη ιγνατιανή θέση: «όπου ο Επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία»[69], προσθέτει: «ubi Ecclesia ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, ilie Ecclesia et omnis gratia: Spiritus autem veritas» (A' Ιωάννης 5, 6)[70]. Ο συνδυασμός του χριστολογικού και πνευματολογικού αυτού στοιχείου της Εκκλησίας ως κοινωνίας, συνδυασμός παύλειας και ιγνατιανής θεολογίας, επιβεβαιώνει ότι ο Επίσκοπος δεν είναι μόνον ο εγγυητής ιστορικά, θεσμικά αλλά και χαρισματικά ο εκφραστής της Αλήθειας, έχοντας το ορισμένο «χάρισμα της αληθείας» (charisma Veritatis certum), το οποίο φυσικά σχετίζεται με την κοινότητα, με την κοινωνία δηλαδή του Πνεύματος, ενώ ο ρόλος του δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορική Εκκλησία, ως «άρχειν» και «φροντίζειν», όπως θεωρούσε ο Ωριγένης[71], αλλά οφείλει να λειτουργεί «έως εσχάτων», όπως και το Άγιο Πνεύμα[72].

Με βάση αυτήν τη θεολογική παράδοση, ο Ειρηναίος αγωνίσθηκε να απαντήσει στον Μαρκίωνα και στον Ουαλεντίνο, προκειμένου να διαφοροποιήσει την πραγματική και αληθινή Εκκλησία του Χριστού από αυτήν την «Εκκλησία» του Μαρκίωνα, στην οποία υπήρχε μεν δομή όχι όμως με ειδικό χάρισμα[73]. Απάντησε επίσης στον δοκητισμό της σωτηριολογίας του Μαρκίωνα, σύμφωνα με τον οποίον το αίμα του Χριστού καμία άφεση αμαρτιών δεν προσφέρει, άλλα δόθηκε ως αντίτιμο στον Δημιουργό, με το οποίο αγοράσθηκαν όλες οι ψυχές[74] και αντιμετώπισε τον ευχαριστιακό δοκητισμό του Ουαλεντίνου, σύμφωνα με τον οποίον ο Κύριος δεν έπαθε, γι' αυτό και η Θεία Ευχαριστία δεν έχει κανέναν ρεαλισμό· πρέσβευε μάλιστα ότι η φράση των κυριακών λόγων: «τούτο εστί το σώμά μου» θα πρέπει, κατά την αντίληψή του, να αντικατασταθεί με τη φράση: «τούτο εστί το σχήμα του σώματός μου»[75].

Στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι είναι αναγκαίες κάποιες επισημάνσεις. Η σωτηρία κατά τον Ειρηναίο δεν είναι αποτέλεσμα μιας νοητικής, γνωσιακής δυνατότητας, όπως πρέσβευαν οι γνωστικοί, αλλά αποτέλεσμα της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό «εν Χριστώ Ιησού» και «εν Πνεύματι Αγίω», γι' αυτό και χαρακτηρίζεται ως γνώση της Αλήθειας. Για να είναι η Αλήθεια αυτή σωτήρια για τους ανθρώπους πρέπει να συνδέεται με την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, την παράδοση της Αλήθειας (traditio Veritatis), γιατί μόνο τότε η γνώση αυτής της Αλήθειας[76] ως γεγονότος κοινωνίας οδηγεί στη σωτηρία τους ανθρώπους[77].

Με βάση την κοινωνία αυτή δομείται η κοινότητα ως σύναξη του λαού «εν Χριστώ» και «εν Αγίω Πνεύματι» και φανερώνεται η ευχαριστιακή κοινωνία ως ο κατ’ εξοχήν τρόπος κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, μέσα από τον οποίον επιτυγχάνεται η γνώση της Αλήθειας, με την οποία οδηγείται ο άνθρωπος στη σωτηρία.

Εξ αιτίας αυτής της ευχαριστιακής κοινωνίας, η σωτηρία καθίσταται γεγονός εκκλησιαστικό και όχι αποτέλεσμα γνωσιακού ατομισμού και η κοινωνία ως Εκκλησία καθίσταται η «κιβωτός σωτηρίας»' γι' αυτό και έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), άλλα και η Θεία Ευχαριστία ως το κατ’ εξοχήν μυστήριο της εκκλησιαστικής κοινωνίας και της αληθινής γνώσης καθίσταται «φάρμακον αθανασίας» δια της Εκκλησίας.

Με τον τρόπο αυτόν η ενσωμάτωση των πιστών και η μετοχή τους στην «εν Αγίω Πνεύματι» κοινωνία μετά του Χριστού είναι πραγματική και υπαρξιακή και όχι συναισθηματική, γι' αυτό και οι πιστοί απολαμβάνουν της χάριτος της σωτηρίας, αφού μετέχουν του ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού «εν κοινωνία» Πνεύματος. Η μετοχή αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη προς το «συνέρχεσθαι επί το αυτό» δια Χριστόν και «εν Πνεύματι Αγίω», τον αυθεντικό δηλαδή τρόπο τον «κοινωνείν»[78]. Κατά συνέπεια, η φύση της Εκκλησίας, από τον απ. Παύλο μέχρι και τον Ειρηναίο, ορίζεται πληρέστερα ως κοινωνία, σύναξη, κοινότητα μετοχής, «εν μία ελπίδι της κλήσεως υμών» στο ένα σώμα και Πνεύμα, επειδή «είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα, είς Θεός και Πατήρ πάντων»[79].

Αυτή η κοινωνία όμως πραγματοποιείται υπό τον Επίσκοπο, πέριξ του οποίου διαμορφωνόταν βαθμιαία και μία εκκλησιαστική δομή, στη βάση πάντοτε της ευχαριστιακής κοινωνίας, όπου ο Επίσκοπος «εις τύπον Θεού Πατρός» ευρισκόμενος δεν φανέρωνε μόνο την ιστορική και θεσμική όψη της Εκκλησίας αλλά και την «εν Αγίω Πνεύματι» χαρισματική της λειτουργία, τον κατ’ εξοχήν τρόπο έκφρασης της αυθεντίας ως γεγονότος κοινωνίας του Πνεύματος. Ο Επίσκοπος δηλαδή υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να κατέχει το «χάρισμα Αλήθειας» (charisma Veritatis), σύμφωνο προς την παράδοση των Αποστόλων και τη διαδοχή των Αποστόλων (successione Apostólica), συγχρόνως όμως καθίσταται και εγγυητής αυτής της παράδοσης, επειδή βρισκόταν πάντοτε σε συνεχή σχέση προς την κοινότητα και στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτής της εκκλησιαστικής κοινωνίας και με αφορμή τα σχίσματα της εποχής του, ο Κυπριανός Καρθαγένης (+258 μ.Χ.) έκανε ένα ακόμη βήμα στηριζόμενος στον Παύλο, τον Ιγνάτιο και τον Ειρηναίο.

Όποιος δεν είναι με τον Επίσκοπο και δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Επίσκοπο δεν βρίσκεται στην Εκκλησία[80], ενώ η μοναδικότητα του Επισκόπου κάθε τοπικής Εκκλησίας εξασφαλίζει και τη μοναδικότητα της πλήρους και αληθινής Εκκλησίας[81] όχι βεβαίως από μόνος του, άλλα όταν βρίσκεται σε ενότητα και κοινωνία με την κοινότητά του και με τους επισκόπους των άλλων τοπικών Εκκλησιών, όπου η ενότητα αυτή επιβεβαιώνεται και ως συμφωνία πίστεως[82]. Απέναντι λοιπόν σε κάθε υφιστάμενο ή διαμορφούμενο σχίσμα οι «εν κοινωνία και ενότητι» Επίσκοποι εκφράζουν την ορατή και πραγματική ενότητα και κοινωνία της Καθόλου Εκκλησίας. Αυτή η κοινωνία των Επισκόπων αποτελεί μία ακόμη δομή στην Εκκλησία, η οποία εκφράζεται μέσα από τη Συνοδικότητα και επιβεβαιώνεται με την Αποστολική διαδοχή «εν τόπω και χρόνω»[83].

Για τον Κυπριανό όλη αυτή η δομή της Εκκλησίας δεν υφίσταται έξω από το γεγονός της κοινωνίας ούτε ανεξάρτητα από αυτό. Επειδή όμως αυτό ακριβώς το γεγονός είναι η αυθεντική, αληθινή και πραγματική Εκκλησία, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus)[84], στη σκέψη του Κυπριανού οι παύλειες εκφράσεις «κοινωνία Πνεύματος» και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» επιβεβαιώνονται ως ένα γεγονός «εν χρόνω» και «εν τόπω» κοινωνίας και ενότητας, το οποίο οδηγεί στη σωτηρία των μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας. Με τον Κυπριανό Καρθαγένης η συνείδηση για την ενότητα της Εκκλησίας και η κοινωνία συσχετίζονται πλέον και με την καθολικότητα της Εκκλησίας, η οποία φανερώνεται πλήρως στην κοινωνία των Επισκόπων[85], ως consensus στην πίστη και τη ζωή άλλη μία έννοια ιγνατιανή, η οποία συναντάται στον Ειρηναίο Λυώνος και στον Κυπριανό Καρθαγένης[86].

 

Συνεχίζεται στο 5ο Μέρος με τίτλο: "Το εκκλησιολογικό περιεχόμενο τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" και η σωτηριολογική τους σημασία".

 

Σημειώσεις


* Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββάτος είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

a. Φιλιπ. 2, 1.

b. Β΄ Κορινθίους 13, 13.

48. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Σμυρνιείς VII, 1, SCh. 10, 138. Παράβαλλε Ρ. Th. Camelon, Ο. Ρ, Ignace d’ Antioche-Polycarpc de Smyrne, Lettres-Μartyre de Polycarpe (SCh 10), Paris 1969, σ. 45.

49. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XIII, 1, SCh. 10, 68.

50. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς IV, 1, SCh. 10, 122.

51. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Μαγνησιείς VII, 2 SCh. 10, 89. Ο Ιγνάτιος Αντιόχειας, αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρο κοινωνία, εν τούτοις τον ταυτίζει με τον όρο ενότητα, ακολουθώντας την παύλεια ταυτοσημία των δύο όρων.

52. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς IX, 1, SCh. 10, 128.

53. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Τραλλιανούς III, 1, SCh. 10, 96.

54. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Μαγνησιείς III, 1, SCh 10, 82.

55. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους III, 2, SCh. 10, 60.

56. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς VII, 2, SCh. 10,126. Παράβαλλε Κλήμεντος Ρώμης, προς Κορινθίους Α', 42, ΒΕΠΕΣ 1, 29-30. Παράβαλλε Β, Στογιάννος, «Η Χριστολογία των επιστολών Ιγνατίου του και Θεοφόρου», Θεολογικόν Συμπόσιον εις τον Παναγιώτην Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 69-110.

57. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς III, 2 SCh. 10, 422.

58. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς III, 2, SCh. 10, 122. Του ίδιου, Προς Μαγνησιείς VIII, 1, SCh. 10, 86. Του ίδιου, Προς Φιλαδελφείς VIII, 1, SCh. 10, 126.

59. Βλέπε Τ. Nicklas, “A Church without Spirit?”, The Holy Spirit and the Churls according to the New Testament. Sixth International East-West Symposium of New Testament Scholars, Belgrade, August 25 to 31 2013, Mohr Siebeck, Tübingen 2016, σσ. 406-407.

60. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Τραλλιανούς III, 1, SCh. 10, 96: «χωρίς τούτων (ενν. επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου) Εκκλησία ου καλείται».

61. Κυπριανού Καρθαγένης, επιστολή 66, 8, Κυπριανός, Επίσκοπος Καρχηδόνος, 1) De Catholicae Ecclesiae Unitate. 2) Επιστολαί 73η, 66η, 46η, 74η, 10η, 70ή, μετάφρ. Κ. Δρατσέλλα, Αθήναι 1968, 90 (εφ' εξής: Δρατσέλλας).

62. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XΧ, 2, SCh. 10, 76.

63. Παράβαλλε Φιλιπ. 3, 10. Ρωμ. 6, 5. 8, 17.

64. Παράβαλλε Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσεων IV, 18, 5, SCh. 100, 611-613 και V, 2, 3, SCh. 153, 35-41. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α΄ Αθήναι 19822, σ. 294.

65. Ο Μαρκίων αναπτύσσει με βάση τις αντιλήψεις του γνωστικού Ουαλεντίνου έναν δοκητισμό ακόμη και στο επίπεδο της σωτηριολογίας, αναπτύσσοντας τη θεωρία προσφοράς του αίματος του Χριστού ως «αντιτίμου» στον Δημιουργό, με το οποίο αγοράστηκαν όλες οι ψυχές (βλέπε Τερτυλλιανού, De carne Christi 4, Pl 2, 759. Ωριγένους, εις την, έξοδον, ομιλία VI, 9, PG 12, 338. Επιφανείου Κύπρου, Κατά αιρέσεων XL II, Η', PG 41, 765. Ανδρ. Θεοδώρου, Ιστορία Δογμάτων A', 1, Εν Αθήναις 1963, σσ. 372- 375). Ο Μαρκίων επίσης ιδρύει δική του ανεξάρτητη Εκκλησία, η οποία οργανώνεται με πρότυπο διοίκησης αυτό των Ορθοδόξων Εκκλησιών, με ειδική ιεραχία και τρεις βαθμούς Ιερωσύνης (παράβαλλε Ανδρ. Θεοδώρου, όπου πριν, σσ. 378). Σε σχέση προς αυτήν την ορατή και πραγματική Εκκλησία του Μαρκίωνα, ο Ειρηναίος Λυώνος έπρεπε να αποδείξει αφ’ ενός τη σωτηριολογική της ασυνέπεια και αφ’ ετέρου την πραγματικότητα της σωτηρίας σε σχέση προς την εν Χριστώ αλήθεια, η οποία εκφράζεται και διασώζεται μόνο στην αληθινή και πραγματική Εκκλησία.

66. Παράβαλλε Στ. Παπαδόπουλος, όπου πριν, σσ. 298-299.

67. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Μαγνησιείς VI, 1, SCh. 10, 84.

68. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Μαγνησιείς VI, 1-2, SCh. 10, 84.

69. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Σμυρνιείς VIII, 2, SCh. 10, 138-140.

70. Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσεων III, 24,1 SCh. 211, 473-474. Σημαντική αναφορά ως προς τη συζήτηση «περί των ορίων της Εκκλησίας».

71. Παράβαλλε Ωριγένους, Κατά Κέλσου η', 75, ΒΕΠΕΣ 10, 230-231.

72. Βλέπε Ιωήλ 3, 15. Πράξεις 2, 16-17 και εξής.

73. Βλέπε Ανδρ. Θεοδώρου, όπου πριν, σσ. 378. Στ. Παπαδόπουλος, όπου πριν, σσ. 142-143.

74. Ανδρ. Θεοδώρου, όπου πριν, σ. 375. Ο Χριστός δεν έλαβε πραγματικά ανθρώπινο σώμα άρα δεν γεννήθηκε σαρκικά (αυτόθι), γι' αυτό το σώμα του Χριστού είναι πνευματικό ή ψυχικό. Βλέπε Κ. Σκουτέρης, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Α', Αθήνα 1998, σ. 313.

75. Στ. Παπαδόπουλος, όπου πριν, σσ. 230-233.

76. Για μία εκκλησιολογική και σωτηριολογική προσέγγιση της έννοιας «Αλήθεια» στην προοπτική της κοινωνίας και τις οντολογικές συνέπειες της βλέπε Jean Zizioulas (Métropolite de Pergame), «Vérité et communion. Fondements patristiques et implications existentielles de lecclésiologie eucharistique», στο: ο ίδιος, L’être ecclesiale, ed. Labor et Fides, Genève 1981, σσ. 57-110.

77. Παράβαλλε Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσεων V, 28, 4, SCh 153, 361.

78. Κυπριανού Καρθαγένης, Επιστολή 66, 8, Δρατσέλλας, 90.

79. Εφεσίους 4, 4-5.

80. Κυπριανού Καρθαγένης, επιστολή 66, 8, Δρατσέλλας, 90.

81. Κυπριανού Καρθαγένης, επιστολή 73, 21, Δρατσέλλας, 76. Παράβαλλε Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσεων III, 24, 1, SCh. 211, 475. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός Α', 6, ΒΕΠΕΣ 7, 92. Ωριγένους, εις τον Ιησούν Ναυή, ομιλία III, 5, PG 12, 841 Β΄.

82. Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, Έργα A΄ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2016, σ. 235. Η παρούσα εκκλησιολογική αρχή αποτέλεσε τη βάση διαμόρφωσης και ανάπτυξης της συνοδικότητας (βλέπε Ο ίδιος, όπου πριν, σσ. 651-722· Ιω. Βλ. Φειδάς, Η γένεση του θεσμού των συνόδων στην αρχαία Εκκλησία, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2004).

83. Κυπριανού Καρθαγένης, De Unitate Ecclesia 5, Δρατσέλλας, 32.

84. A. Brent, Ignatius of Antiochia and the Second Sophistic: A Study on Early Christian Transformation of Pagan Culture, Tübingen 2006, 231-311. J. P. Lotz, Ignatius and Concord: The Background and Use of the language of concord in the letters of Ignatius of Antioch, Patristic Studies, New York 2007.

85. Βλέπε Κυπριανού Καρθαγένης, επιστολή 66, 8, Δρατσέλλας, 90. Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, όπου πριν, σ. 26.

86. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς III, 2, SCh. 10, 122.

 

Συνεχίζεται στο 5ο Μέρος με τίτλο: "Το εκκλησιολογικό περιεχόμενο τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" και η σωτηριολογική τους σημασία".

Δημιουργία αρχείου: 15-2-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-2-2022.

ΕΠΑΝΩ