Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και οι Πράξεις των Αποστόλων υπό το φως της αρχαιολογικής έρευνας * Ερμηνεία Αγίας Γραφής * Αποδείξεις αξιοπιστίας * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα * Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η «Πηγή των Λογίων» (ή αλλιώς, πηγή «Q») * Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωση τών κειμένων τής Καινής Διαθήκης * Ο επίλογος του κατά Μάρκον Ευαγγελίου

Εισαγωγή στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο

Μαρτυρίες, χρόνος, έρευνες

Ι. Δ. Καραβιδόπουλος

 

Πηγή: Ι. Δ. Καραβιδόπουλου, "Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο", Ερμηνεία Κ.Δ. 2, σελ. 23-38.

 

 

1. Το κατά Μάρκον ευαγγέλιο στη σύγχρονη έρευνα

Το συντομότερο από τα τέσσερα ευαγγέλια, το κατά Μάρκον, είναι το πρώτο βιβλίο που εισάγει και καθιερώνει, όχι μόνο στην Καινή Διαθήκη άλλα και στη Χριστιανική γραμματεία γενικότερα, ένα νέο φιλολογικό είδος, το «ευαγγέλιο». Έτσι, ο όρος που εκφράζει στην πρωτο-Χριστιανική παράδοση το χαρμόσυνο μήνυμα της λύτρωσης, αποβαίνει κατόπιν η ονομασία των βιβλίων εκείνων που καταγράφουν αυτό το μήνυμα και περιέχουν τα σχετικά με τον Ιησού Χριστό, ο οποίος το διακηρύσσει και το ενσαρκώνει, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στην ανθρωπότητα1.

 

Από τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα επικρατεί η άποψη ότι το κατά Μάρκον αποτελεί ένα είδος επιτομής των ευαγγελίων Ματθαίου και Λουκά. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ελάχιστα ερμηνευτικά υπομνήματα των πατέρων διασώθηκαν στο ευαγγέλιο αυτό.

Στα τέλη του 5ου αιώνα ο Βίκτωρ ο Αντιοχέας σημειώνει: «Πολλών εις το κατά Ματθαίον και εις το κατά Ιωάννην, τον υιόν της βροντής, συνταξάντων υπομνήματα, ολίγων δε εις το κατά Λουκάν, ουδενός δε όλως, ως οίμαι, εις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον εξηγησαμένου (επεί μηδέν μέχρι σήμερον ακήκοα, και τούτο πολυπραγμονήσας παρά των σπουδήν ποιουμένων τα των αρχαιοτέρων συνάγειν πονήματα) συνείδον τα κατά μέρος και σποράδην εις αυτό ειρημένα παρά των διδασκάλων της Εκκλησίας, συναγαγείν, και σύντομον ερμηνείαν συντάξαι».

Έτσι, λοιπόν, για να συμπληρώσει ο ίδιος το κενό αυτό, συγκέντρωσε τα «κατά μέρος και σποράδην» από τις ερμηνείες των Ωριγένη, Τίτου Βόστρων, Θεοδώρου Μοψουεστίας, Χρυσοστόμου και Κυρίλλου Αλεξανδρείας και συγκρότησε ένα υπόμνημα με συμπιληματικό χαρακτήρα, που εκδόθηκε στη σειρά του J. Cramer (βλέπε Βιβλιογραφία).

Μετά τον Βίκτωρα, τον πρεσβύτερο της Αντιόχειας, υπόμνημα στο κατά Μάρκον έγραψαν ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος (11ος αιώνας) και ο μοναχός Ευθύμιος Ζιγαβηνός στην Κωνσταντινούπολη (τέλη 11ου αρχές 12ου αιώνα).

Η παραδοσιακή άποψη για τη χρονική σχέση του Μάρκου προς τους άλλους ευαγγελιστές άρχισε να μεταβάλλεται από τα μέσα του περασμένου αιώνα, όταν υποστηρίχθηκε ότι το κατά Μάρκον προηγείται χρονικά των άλλων Συνοπτικών ευαγγελίων και μάλιστα αποτελεί μία από τις πηγές τους. Η άποψη αυτή, ύστερα από πολλές έρευνες που δικαίωσαν τον ισχυρισμό αυτό, επικράτησε σχεδόν καθολικά στους ερευνητές από τα τέλη του 19ου αιώνα και ιδίως από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα σε συνδυασμό με τη «θεωρία των δύο πηγών» για τη λύση του Συνοπτικού προβλήματος. Πολυάριθμες επιστημονικές εργασίες ενίσχυσαν την προτεραιότητα του κατά Μάρκον ευαγγελίου με πολλά επιστημονικά επιχειρήματα που είναι γενικώς αποδεκτά2. Αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τα ακόλουθα τρία:

α. Ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο του ευαγγελίου του Μάρκου, πλην 30 περίπου στίχων (1: 1. 3: 20, 21. 4: 26-29. 7: 3 -4. 8: 22 - 26. 12: 34. 14: 51, 52 κ.ά.), βρίσκεται στα ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά. Δεν είναι δυνατόν το ευαγγέλιο του Μάρκου να είναι μεταγενέστερο των δύο άλλων και να άφησε απ' αυτά ή να αποτελεί επιτομή τους· στην περίπτωση αυτή θα ήταν ανεξήγητο πως σ' ένα μεταγενέστερο κείμενο που αποτελεί επιτομή δύο προηγουμένων του, απουσιάζουν βασικές διηγήσεις όπως π.χ. η γέννηση του Ιησού, οι ωραιότερες παραβολές του, η επί του όρους ομιλία και άλλες διδασκαλίες του Ιησού.

β. Οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς συμφωνούν με τον Μάρκο στη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων ή διδασκαλιών που αφηγούνται μόνο στο κοινό μαζί του περιεχόμενο, ενώ στο ιδιαίτερό του υλικό ο καθένας χωριστά ακολουθεί διαφορετική σειρά· πράγμα που σημαίνει πως όσο χρησιμοποιούν ως πηγή τους τον Μάρκο ακολουθούν τη σειρά του, ενώ όταν απομακρύνονται απ' αυτόν ακολουθούν ο καθένας τους δική του σειρά έκθεσης των γεγονότων ή της πηγής που έχουν στη διάθεσή τους.

Και γ. Οι παράλληλες διηγήσεις των τριών Συνοπτικών παρουσιάζονται, από γλωσσική πλευρά, πιο βελτιωμένες και επεξεργασμένες στους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά, πράγμα που δε θα περίμενε κανείς εάν ο Μάρκος ήταν μεταγενέστερος των άλλων δύο ευαγγελιστών3.

Από τότε που επικράτησε η άποψη ότι το κατά Μάρκον προηγείται χρονικά των άλλων Συνοπτικών ευαγγελίων και αποτελεί πηγή τους, πλήθος επιστημονικών εργασιών είδαν το φως της δημοσιότητας. Καθοριστική για τις μετέπειτα έρευνες υπήρξε η εργασία του W. Marxsen, Der Evangelist Markus. Studien zur Redaktionsgeschichte des Evangeliums, 1956, στην οποία υποστηρίζεται ότι ο συγγραφέας του ευαγγελίου δεν είναι απλώς συλλέκτης και καταγραφέας του υλικού της παράδοσης, όπως δέχεται η Μορφοϊστορική Σχολή, αλλά θεολόγος που έδωσε την προσωπική του συντακτική σφραγίδα στο υλικό που όχι μόνο κατέγραψε αλλά και διαμόρφωσε θεολογικά.

Πέρα από τη συντακτική εξέταση του κατά Μάρκον και τη σχέση του προς τα δύο άλλα μεταγενέστερό του Συνοπτικά ευαγγέλια, καταβάλλεται προσπάθεια στη σύγχρονη έρευνα να προσδιοριστεί ποιο γραπτό κείμενο υπήρχε προ του Μάρκου που χρησιμοποιήθηκε ενδεχομένως ως πηγή του4. Κυκλοφορούσαν μήπως γραπτές ενότητες που περιείχαν θαύματα του Ιησού ή την ιστορία του πάθους; Το ερώτημα δικαιολογημένα μπορεί να τεθεί και εξ αφορμής της πληροφορίας του Λουκά ότι «πολλοί επεχείρησαν ανατάξασθαι διήγησιν περί των πεπληροφορημένων εν ημίν πραγμάτων» (1,1), δεν φαίνεται όμως να κατέληξε η έρευνα σε κανένα θετικό συμπέρασμα.

Εκείνο που κατά καιρούς γοήτευσε τους ερευνητές είναι η υπόθεση ενός Πρωτομάρκου (Urmarkus), η υπόθεση δηλαδή Ότι πριν από το γνωστό και κανονικό κείμενο του κατά Μάρκον ευαγγελίου κυκλοφόρησε ένα αρχικό κείμενο, ο Πρωτομάρκος, που διέφερε κάπως από το σημερινό τελικό κείμενο. Με την υπόθεση αυτή εξηγούν οι οπαδοί της θεωρίας αυτής το γεγονός ότι ορισμένες κοινές στους τρεις Συνοπτικούς ευαγγελιστές φράσεις ή περικοπές, ενώ είναι χαρακτηριστικά όμοιες στους Ματθαίο και Λουκά, διαφέρουν από το γνωστό μας κατά Μάρκον. Η υπόθεση του Πρωτομάρκου που προτάθηκε κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, υποστηρίχθηκε σποραδικά και κατά τον αιώνα μας5, δεν απέκτησε όμως θερμούς υποστηρικτές.

Μέχρι να καταλήξει η επιστημονική έρευνα σε πιο σταθερά συμπεράσματα, ο ευαγγελιστής Μάρκος θα εξακολουθήσει να θεωρείται ο πρώτος συγγραφέας συνεχούς διήγησης για τον Ιησού Χριστό, διήγησης που αποτελεί όχι απλώς εξιστόρηση αλλά «ευαγγέλιο» για την ανθρωπότητα. Επειδή μάλιστα ο σταυρός και η ανάσταση του Χριστού αποτελούν κεντρικά στοιχεία της πρωτοχριστιανικής πίστης, πρέπει να θεωρηθεί ατυχής η άποψη του ερμηνευτή του Στρασβούργου Ε. Trocmé, La formation de l' Evangile de Marc, 1963, ότι το κατά Μάρκον κυκλοφόρησε αρχικά χωρίς τη διήγηση του πάθους, δηλαδή Μόνο με τα κεφ. 1 — 13. Στο κατά Μάρκον, που είναι το πρώτο γραπτό ευαγγέλιο, υπογραμμίζεται η πίστη της Εκκλησίας ότι ο Χριστός· α) Όδευε καθ' όλην τη ζωή του προς το πάθος — το οποίο ήδη στο 3,6 προανακρούεται και στα 8,31. 9,31. 10,33 προαναγγέλλεται ρητώς από τον ίδιο, β) Παραδόθηκε στο θάνατο ως «λύτρον αντί πολλών» (10. 45). Και γ) «ηγέρθη» (16,7) από των νεκρών.

 

2. Μαρτυρίες της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης για το κατά Μάρκον ευαγγέλιο

Από πολλούς αρχαίους Εκκλ. Συγγράφεις διασώζεται η πληροφορία ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου απηχεί το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου, ότι δηλαδή αποτελεί τα «απομνημονεύματα του Πέτρου» κατά την έκφραση του Ιουστίνου6. Τη βάση όλων των μεταγενέστερων πληροφοριών αποτελεί η πληροφορία του Παπία, Επισκόπου στην Ιεράπολη της Φρυγίας (130 μ. Χ.), ο οποίος στο έργο του «Λογιών Κυριακών εξηγήσεις» (που χάθηκε αλλ' αποσπάσματά του διέσωσε ο ιστορικός Ευσέβιος) σημειώνει τα εξής: «Μάρκος μεν ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος, όσα εμνημόνευσεν ακριβώς έγραψεν, ου μέντοι τάξει τα υπό του Κυρίου ή λεχθέντα ή πραχθέντα. Ούτε γαρ ήκουσεν του Κυρίου, ούτε παρηκολούθησεν αυτώ. Ύστερον δε, ως έφην, Πέτρω· ος προς τας χρείας εποιείτο τας διδασκαλίας, αλλ' ουχ ώσπερ σύνταξιν των Κυριακών ποιούμενος λογίων, ώστε ουδέν ήμαρτεν Μάρκος, ούτως ένια γράψας ως απεμνημόνευσεν. Ενός γαρ εποιήσατο πρόνοιαν, του μηδέν ων ήκουσεν παραλιπείν ή ψεύδασθαί τι εν αυτοίς»7.

Πολλή συζήτηση έγινε στη σύγχρονη έρευνα σχετικά με την έννοια του όρου «ερμηνευτής» στο παραπάνω χωρίο του Παπία, που θεωρήθηκε ότι δηλώνει:

α) ότι ο Μάρκος μετέφραζε στα Ελληνικά τα αραμαϊκά κηρύγματα του Πέτρου, ώστε να τα καταλαβαίνουν οι Ελληνιστές Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ· ή

β) ότι κατέγραψε το κήρυγμα του Πέτρου και το παρέδωσε στην Εκκλησία με τη μορφή του ευαγγελίου. Η αρχαία Εκκλ. Παράδοση κατανόησε τον όρο «ερμηνευτής» μ’ αυτήν τη δεύτερη έννοια8.

Την πληροφορία του Παπία επιβεβαιώνουν και πολλοί άλλοι Εκκλ. Συγγραφείς αργότερα. Στα τέλη του 2ου αιώνα ο Ειρηναίος μας πληροφορεί ότι ο Μάρκος, μαθητής και ερμηνευτής του Πέτρου, κατέγραψε τα κηρύγματα του δασκάλου του, μετά το θάνατο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου9. Η πληροφορία αυτή συμφωνεί με όσα διαλαμβάνει ο αντιμαρκιωνιτικός πρόλογος του ευαγγελίου που βρίσκεται σε ορισμένα παλιά Λατινικά χειρόγραφα (τέλη 2ου αιώνα μ. Χ.). Αν προστεθούν σ’ αυτές τις μαρτυρίες και οι πληροφορίες του Τερτυλλιανού10, του Κλήμεντα Αλεξανδρέα11, του Ωριγένη12 και του Ευσεβίου13, τότε έχουμε τη γενικώς επικρατούσα στην αρχαία Εκκλησία παράδοση για το ευαγγέλιο του Μάρκου14.

Ωστόσο, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο δεν απαντούν θεολογικές διδασκαλίες του Απ. Πέτρου, όπως τις γνωρίζουμε από τις δύο καθολικές επιστολές του ή από τους λόγους του στις Πράξεις. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητο, γιατί το ευαγγέλιο του Μάρκου κυρίως έργα του Ιησού διασώζει και όχι θεολογία ενός μαθητή του· άλλωστε ο Μάρκος υπήρξε συνεργάτης και του Απ. Παύλου (βλέπε π. χ. Πρ. 13,5. 12,25. 15,37. Κολοσσαείς 4,10. Β΄ Τιμόθεον 4,11), γι' αυτό μάλιστα ορισμένοι νεώτεροι ερευνητές προσπαθούν να επισημάνουν παύλεια στοιχεία στο ευαγγέλιό του15. Υπήρξε βέβαια ο Μάρκος μαθητής και συνεργάτης των δύο μεγάλων Αποστόλων, είχε όμως και ο ίδιος προσωπική γνώση των γεγονότων που εκθέτει. Πολλοί ερμηνευτές στην πληροφορία των στίχ. 14,51-52 (βλέπε τα εκεί ερμηνευτικά σχόλια) περί του γυμνού νεανίσκου που παρακολουθεί τη σκηνή της σύλληψης του Ιησού στη Γεθσημανή αναγνωρίζουν ένα «προσωπικό βίωμα» του συγγραφέα.

 

3. Ο συγγραφέας

Η επιγραφή «κατά Μάρκον» δεν οφείλεται στον ίδιο το συγγραφέα του ευαγγελίου, αλλά προέρχεται από τον 2ον αιώνα και μαρτυρεί την πίστη της Εκκλησίας ότι το ευαγγέλιο αυτό γράφηκε από τον Μάρκο, τον οποίον ομόφωνη η παράδοση της Εκκλησίας και οι περισσότεροι από τους νεώτερους ερευνητές ταυτίζουν με τον Ιωάννη Μάρκο, για τον οποίο γίνεται λόγος στις Πράξεις των Αποστόλων καθώς και σε επιστολές της Κ.Δ. Ορισμένοι σύγχρονοι θεωρούν γενικά και αόριστα ως συγγραφέα του ευαγγελίου έναν Ιουδαίο Ελληνιστή που ζει έκτος Παλαιστίνης και γράφει για τις Ελληνικές κοινότητες.

Ο Ιωάννης, που κατά τη συνήθεια της εποχής να παίρνουν οι Ιουδαίοι και ένα δεύτερο όνομα Ελληνικό ή Ρωμαϊκό ονομαζόταν και Μάρκος, ήταν γιος μιας εύπορης Χριστιανής ονόματι Μαρίας, η οποία διέθετε το προφανώς ευρύχωρο σπίτι της στην Ιερουσαλήμ για τις συνάξεις των Χριστιανών. Ορισμένοι παλαιότεροι ερμηνευτές δέχονται ότι στο σπίτι αυτό έλαβε χώρα το τελευταίο δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του και ότι ο άνθρωπος, «ο κεράμιον ύδατος βαστάζων» (Μρ. 14,13), ο οποίος θα έδειχνε στους δύο μαθητές που έστειλε ο Ιησούς για την προετοιμασία του δείπνου το «ανώγαιον μέγα εστρωμένον έτοιμον» (14,15), ήταν ο Ιωάννης Μάρκος.

Ο Μάρκος συνεργάσθηκε με τους δύο κορυφαίους Αποστόλους Παύλο και Πέτρο στη διάδοση του ευαγγελίου. Καταρχήν τον συναντούμε μαζί με τον Βαρνάβα (του οποίου ήταν «ανεψιός») στην πρώτη περιοδεία του Παύλου· διακόπτει τη συνεργασία όταν ο Παύλος και οι συνεργάτες του έφθασαν από την Κύπρο στην Πέργη της Παμφιλίας και από εκεί επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ (Πρ. 12,25. 13,13)· στην αρχή της δεύτερης περιοδείας μετά την Αποστολική σύνοδο κατά τον «παροξυσμό» που παρατηρήθηκε μεταξύ Παύλου και Βαρνάβα, ο τελευταίος με τον Μάρκο απέπλευσαν στην Κύπρο και ο Παύλος με τον Σίλα ξεκίνησαν για τη νοτιοδυτική Μ. Ασία (Πρ 15,37 έ.). Αργότερα βρίσκεται πάλι ο Μάρκος κοντά στον Παύλο κατά το χρόνο που γράφει ο Απόστολος τις επιστολές της αιχμαλωσίας (Κολοσσαείς 4,10. Φιλήμ 24) και τέλος μνημονεύεται στην Α' Πέ. 5,17 («ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο Υιός μου») και στη Β΄ Τιμ. 4,11 («Μάρκον αναλαβών άγε μετά σεαυτού, εστίν γαρ μοι εύχρηστος εις διακονίαν»).

Διάφορες παραδόσεις για τον Μάρκο απηχούνται σε Εκκλ. Συγγραφείς ή σε αρχαία Λατινικά χειρόγραφα του ευαγγελίου του. Ο Ιππόλυτος πχ. τον ονομάζει «κολοβοδάκτυλον»16, είτε γιατί είχε δυσανάλογα μικρά δάκτυλα σε σχέση προς το σώμα του, όπως σημειώνει ο κώδικας Toletanus της Βουλγάτας, είτε γιατί απέκοψε ο ίδιος ένα από τα δάκτυλα όταν έγινε Χριστιανός για να μη θεωρείται άρτιος και ικανός να τελεί τα καθήκοντά του ως Λευίτης που ήταν, σύμφωνα με άλλο χειρόγραφο της Βουλγάτας, είτε τέλος σύμφωνα με άλλη, αλληγορική αυτή τη φορά ερμηνεία, γιατί το ευαγγέλιό του στερείται εισαγωγής και επιλόγου17. Ο Επιφάνιος διασώζει την πληροφορία ότι υπήρξε ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Χριστού και ότι ανήκει σ’ εκείνους που σκανδαλίστηκαν από τα λόγια που είπε ο Ιησούς κατά το Ιωάννης 6,66 για τη βρώση της σάρκας του και τον εγκατέλειψαν17α. Τέλος, η εκκλησιαστική παράδοση γενικότερα θεωρεί τον Μάρκο ιδρυτή και πρώτο Επίσκοπο της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας18.

 

4. Περιεχόμενο

Ο ευαγγελιστής μας χαρακτηρίζει ο ίδιος το κείμενό του ήδη με την πρώτη του φράση ως «Ευαγγέλιον Ιησού Χριστού». Έχει λοιπόν επίγνωση του γεγονότος ότι δεν συγγράφει βιογραφία του Ιησού αλλά μεταφέρει ένα μήνυμα ζωής, μια χαρμόσυνη αγγελία, ένα «ευαγγέλιο»· γι' αυτό άλλωστε αρχίζει απευθείας με το πρόσωπο του Ιησού και μάλιστα με την ιστορική εκείνη στιγμή που ο Ιωάννης τον προαναγγέλλει, ο Θεός Πατέρας τον αναγνωρίζει ως «υιόν του αγαπητόν» και ο ίδιος ο Ιησούς κηρύττει το «ευαγγέλιον του Θεού».

Στο κατά Μάρκον, όπως άλλωστε και στα άλλα ευαγγέλια, δεν βρίσκει κανείς πλήρη και συστηματική βιογραφία του Ιησού, αλλά μόνο μερικά χαρακτηριστικά επεισόδια από τη ζωή του και τη διδασκαλία του, σταχυολογημένα από την πλούσια παράδοση της Εκκλησίας. Οι αποσπασματικές αυτές πληροφορίες έχουν ένα βαθύτερο θεολογικό σύνδεσμο μεταξύ τους και αποσκοπούν στο να δείξουν ότι στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού πραγματοποιήθηκαν οι επαγγελίες του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Αυτό το στοιχείο της εκπλήρωσης των προφητειών της Π.Δ. στο πρόσωπο του Χριστού καθώς και η διαβεβαίωση ότι ο Χριστός έπαθε σύμφωνα με τις Γραφές, ότι αναστήθηκε, ότι θα επανέλθει για να κρίνει τον κόσμο και ότι κατόπιν τούτων προτρέπονται οι άνθρωποι να μετανοήσουν και να πιστέψουν, αποτελούν βασικά στοιχεία του πρωτο-Χριστιανικού κηρύγματος, που τα βρίσκουμε τόσο στους λόγους των Αποστόλων στις Πράξεις όσο και στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο.

Ειδικότερα το περιεχόμενο του ευαγγελίου διαιρείται με διαφορετικούς τρόπους από τους ερευνητές. Οι περισσότεροι δίνουν μια κατάταξη του περιεχομένου, στηριγμένη στα γεωγραφικά πλαίσια της δράσης του Ιησού: Δράση στη Γαλιλαία, πορεία προς την Ιουδαία, τελευταία δράση προ του πάθους στην Ιερουσαλήμ, πάθος, ανάσταση. Εμείς κατά την ερμηνεία θα ακολουθήσουμε μια διαίρεση του ευαγγελίου σε επτά ενότητες που δεν στηρίζονται στα εξωτερικά γεωγραφικά πλαίσια, αλλά στη διαδοχική αποκάλυψη του προσώπου του Μεσσία και του μυστηρίου της βασιλείας του Θεού που κηρύττει. Οι ενότητες αυτές έχουν τους ακόλουθους τίτλους:

1. Οι μεσσιανικές απαρχές (1,1 - 13).

2. Τα θαύματα του Ιησού και η σύγκρουσή του με την Ιουδαϊκή θρησκευτική ηγεσία (1,14 - 3,6).

3. Δημιουργία του νέου λαού του Θεού. Αποκάλυψη του μυστηρίου της βασιλείας του Θεού με παραβολές και θαύματα (3,7 - 5,43).

4. Απόρριψη του Μεσσία από τον Ισραηλιτικό λαό. Στροφή προς τους εθνικούς και αποκάλυψη σ’ αυτούς της βασιλείας του Θεού (6,1 - 8,26).

5. Αποκάλυψη του πάθους του Μεσσία στους μαθητές (8,27 - 10. 52).

6. Είσοδος στην Ιερουσαλήμ και τελευταίες πριν από το πάθος διδασκαλίες (11,1 - 13,37).

7. Το Πάθος και η Ανάσταση (14,1 - 16,8). Επίλογος: Οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού (16,9 - 20).

 

5. Αναγνώστες, τόπος και χρόνος συγγραφής του ευαγγελίου

Το ευαγγέλιο του Μάρκου δεν προϋποθέτει αναγνώστες εξοικειωμένους με την Π. Δ. — από την οποία δεν παραθέτει χωρία συχνά όπως συνηθίζει π. χ. ο Ματθαίος και με τις Ιουδαϊκές συνήθειες19. Όταν ο ευαγγελιστής αναφέρεται σε Ιουδαϊκές συνήθειες, τις επεξηγεί για τους αναγνώστες του που φαίνεται ότι δεν τις γνωρίζουν (π. χ. 7,3. 14,12. 15, 42 κ.ά.). Είναι λοιπόν φανερό ότι απευθύνεται σε Χριστιανούς που ήταν πρώην εθνικοί και που ζούσαν έξω από την Παλαιστίνη.

Ως τόπος συγγραφής ήδη από τους αρχαίους χρόνους θεωρείται η Ρώμη (Κλήμης Αλεξ., Ιερώνυμος, Ευσέβιος). Η άποψη του Χρυσοστόμου ότι το ευαγγέλιο γράφηκε στην Αλεξάνδρεια φαίνεται μεμονωμένη και χωρίς υποστηρικτές. Σήμερα επικρατεί σχεδόν γενικώς η άποψη ότι το ευαγγέλιο γράφηκε στη Ρώμη20, εκτός ελαχίστων ερευνητών που τοποθετούν τη συγγραφή του ευαγγελίου στη Γαλιλαία21 ή σε κάποια κοινότητα της Συρίας22.

Για την άποψη της Ρώμης συνηγορούν τα ακόλουθα επιχειρήματα:

α) Η αρχαία παράδοση ότι ο Πέτρος, «ερμηνευτής» του οποίου υπήρξε ο Μάρκος, έδρασε στο τέλος της ζωής του και μαρτύρησε στη Ρώμη,

β) Τα πρώτα κείμενα που χρησιμοποιούν το κατά Μάρκον είναι η A' Κλήμεντος και ο Ποιμήν του Ερμά. Τα δύο αυτά κείμενα προέρχονται από τη Ρώμη,

γ) Υπάρχουν πολλές λατινικές λέξεις στο ευαγγέλιο και ακόμη ορισμένες Ελληνικές επεξηγούνται με τις αντίστοιχες λατινικές, αν και στο επιχείρημα αυτό που συνήθως προσάγεται από τους ερευνητές, θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ότι λατινικές λέξεις χρησιμοποιούνται όχι μόνο στη Ρώμη αλλά σ’ ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία!

δ) Η μνεία διωγμών (π.χ. Στα 8,34-38. 10,38 ε. 13,9-13) θεωρήθηκε από ορισμένους ερευνητές ως υπαινιγμός στους διωγμούς του Νέρωνα αν και θα μπορούσαμε και πάλι να παρατηρήσουμε ότι οι φράσεις του Ιησού για τους διωγμούς έχουν γενικότερο χαρακτήρα. Τέλος,

ε) Το κύρος και η διάδοση του ευαγγελίου αυτού οφείλονται στο ότι σχετίζονται με μια μεγάλη Εκκλησία όπως είναι η Εκκλησία της Ρώμης. Παρά το γεγονός ότι όλα αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι αδιάσειστα, επικρατεί σήμερα η παραδοσιακή άποψη που συνδέει το κατά Μάρκον με τη Ρώμη.

Ως προς το χρόνο συγγραφής, το πιθανότερο είναι ότι το ευαγγέλιο γράφηκε στη δεκαετία του 60 και μάλιστα πριν από το 70, αφού στο κεφ. 13 δεν γίνεται κανένας υπαινιγμός για τη συντελεσθείσα καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού. Πρέπει να γράφηκε μεταξύ των ετών 64-7023. Και οι αρχαίοι Εκκλ. Συγγραφείς συμφωνούν με την τελευταία αυτή χρονολογία, εφόσον μιλούν για συγγραφή του ευαγγελίου μετά το θάνατο του Πέτρου (Ειρηναίος) ή κατά τη διάρκεια ήδη της ζωής του Πέτρου (Κλήμης Αλεξανδρέας).

 

6. Κεντρική θεολογική διδασκαλία του ευαγγελίου

Κεντρικός άξονας του «ευαγγελίου Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού» είναι ο ίδιος ο κήρυκας και ενσαρκωτής του χαρμόσυνου μηνύματος, ο Ιησούς Χριστός, του οποίου ο ευαγγελιστής μας διασώζει όχι τόσο τα «λεχθέντα» όσο τα «πραχθέντα»24. Αυτά τα τελευταία, οι θαυματουργικές του δηλαδή πράξεις, μαρτυρούν για τη μεσσιανική του εξουσία, με την οποία ο Υιός του Θεού κατανικά τις δαιμονικές δυνάμεις και ελευθερώνει τους ανθρώπους από την κυριαρχία τους· τα «πραχθέντα» αποκορυφώνονται στο σταυρό του Ιησού, όπου θριαμβεύει με την ανάσταση η αγάπη του Θεού έναντι των δαιμονικών δυνάμεων. Για το γεγονός του σταυρού προετοιμάζει ο ευαγγελιστής τον αναγνώστη ήδη από τις αρχές του ευαγγελίου του.

Ότι το επίκεντρο όχι μόνο της αφήγησης αλλά και της θεολογίας του Ευαγγελιστή αποτελεί το πάθος του Ιησού και στη συνέχεια το πάθος των μαθητών του, τόσο με τη στενή έννοια των δώδεκα όσο και με την ευρύτερη έννοια των οπαδών του, τονίζεται στη σύγχρονη έρευνα με διάφορες επιμέρους παραλλαγές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: Η θεολογική σκέψη του Μάρκου κινείται μεταξύ τωρινών παθημάτων των πιστών και μέλλουσας δόξας με αποκορύφωμα τη μέλλουσα δόξα·25 ή, ο ευαγγελιστής υπογραμμίζει χαρακτηριστικά τόσο τη μεσσιανική «εξουσία» του Ιησού όσο και την εκούσια πορεία προς το πάθος του26, ή, συνδυάζει την επιφάνεια του Θεού στις θαυματουργικές πράξεις του Ιησού με τη θεολογία του σταυρού27 κ.ά.π. Πάντως με οποία παραλλαγή κι αν παρουσιάζονται οι απόψεις αυτές, βασικό τους στοιχείο είναι η επισήμανση ότι η επικρατούσα θεολογική διδασκαλία του Ευαγγελιστή είναι η του πάθους του Ιησού και των μαθητών του, πράγμα που θα διαπιστώσουμε και θα υπογραμμίσουμε κατά την ερμηνεία του ευαγγελίου.

 

Σημειώσεις


1. Για τα εισαγωγικά στο κατά Μάρκον βλέπε περισσότερα στις Εισαγωγές στην Κ. Διαθήκη των Β. Ιωαννίδη. 1960. 77-95· Σ. Αγουρίδη, 1971, 109-120· Ι. Καραβιδόπουλου. 1983, 113-133. Ειδικότερα για τη θεολογική σημασία του φιλολογικού είδους «ευαγγέλιο» βλέπε S. Schulz, «Die Bedeutung des Markus für die Theologiegeschichte des Urchristentums». Studia Evangelica 2. 1964. 135-148. G. Strecker, «Literarische Überlegungen zum ευαγγέλιον - Begriff im Markusevangelium. Neues Testament und Geschichte. Festschrift O. Cullmann, 1972, 91-104. H. Cancik. «Die Gattung Evangelium». Markus-Philologie 1984, 85-114. H. Köster. «Überlieferung und Geschichte der frühchristlichen Evangelienliteratur», Aufstieg und Niedergang der Römischen Welt. Εκδ. W. Haase, τόμ. 25, μέρος 2. 1984. 1463-1542.

2. Για τη συζήτηση στη σύγχρονη έρευνα σχετικά με τη χρονική προτεραιότητα του κατά Μάρκον εκτός από τα ερμηνευτικά υπομνήματα στο ευαγγέλιο και τις Εισαγωγές στην Κ. Δ. Βλέπε και τα: A. Schweitzer. Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, Ελλην. Μετάφρ. 1982, 147 ε. Π. Βασιλειάδη, Η περί της Πηγής των Λογίων θεωρία 1977. 36 ε.

3. Κριτική κατά της «θεωρίας των δύο πηγών» και της χρονικής προτεραιότητας του Μάρκου άσκησαν οι B. C. Butler, The Originality of St. Matthiew: A Critique of the Two-Document Hypothesis, 1951. W. R. Farmer, The Synoptic Problem: A Critical Analysis, 1965. A. Fuchs. Sprachliche Untersuchung zu Mt und Lk, 1971. H. H. Stoldt, Geschichte und Kritik der Markus-Hypothese. 1977. Βλέπε και M. E. Boismard, The Two-Sources Theory at an impass», NTS 26(1979), 1-17.

4. Βλέπε π.χ. P. Parker, The Gospel before Mark, 1953· του ίδιου, A second look at the Gospel before Mark», JBL 100(1981), 389-413. H. V. Kuhn, «Ältere Sammlungen im Markus-Evangelium. 1971.

5. Βλέπε π.χ. D. F. Robinson. «The Sources of Mark», JBL 66(1947), 153-164. Ch. Masson, L' Evangile de Marc et l' Eglise de Rome. 1968.

6. Διάλογος προς Τρύφωνα 106, 3. ΒΕΠ 3, 307.

7. Ευσεβίου. Εκκλ. Ιστορία Γ’ 39. ΒΕΠ 19, 279.

8. Για τη συζήτηση στη σύγχρονη έρευνα σχετικά με τη μαρτυρία του Παπία βλέπε Η. A. Riggs. «Papias on Mark». NT 1(1956), 160-183. H. Turner. «Modern issues in biblical Studies: The Tradition of Mark's Dependence upon Peter», HxpT 71(1960), 260-263. T. Y. Mullius. Papias on Mark's Gospel· VChr 14(1960), 216-224. W. C. Unnik, «Zur Papiasotiz über Markus», ZNW 54(1963). 276 ε.

9. Έλεγχος Γ' 1, 2· βλέπε και Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία Ε 8, 3. ΒΕΠ 19, 326.

10. Adv. Marcionem 4, 5. PL 2, 396.

11. Βλέπε Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία Β 15, 2. ΣΤ' 14, 6 ε. ΒΕΠ 19. 236· 360.

12. Ευσεβίου. Εκκλ. Ιστορία ΣΤ 25. ΒΕΠ 19, 367.

13. Εκκλ. Ιστορία Β 15. ΒΕΠ 19, 236.

14. Αναλυτική παρουσίαση των μαρτυριών της Εκκλ. Παράδοσης βλέπε στο υπόμνημα του V. Taylor, 1-149.

15. Βλέπε π.χ. Μ. Werner, Der Einfluss paulinischer Theologie im Markusevangelium. 1923. H. G. Wood, «Mark’s Gospel and Paulinism», ExpT 51(1939-40). 327-333. J. C. Fenton, «Paul and Mark», Studies in the Gospels. Essays in Memory of R. H. Lightfoot, 1955, 89-119. K. Romaniuk. Le Probléme des Paulinismes dans l' Evangile de Marc». NTS 23(1977), 266-274.

16. Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος 7, 30. ΒΕΠ 5, 331. Βλέπε και αντι-μαρκιωνιτικό πρόλογο στο κατά Μάρκον: «Marcus adseruit, qui colobodactylus est nomimatus…» (Huck -Greeven, Synopsis, 1981, IX).

17. Παράβαλλε J. L. North, Markos o kolobodaktylos: Hippolythus. Elenchus VII, 30», JTS 28(1977). 498-507, όπου παρέχεται και άλλη άποψη κατά την οποία το «κολοβοδάκτυλος» είναι η Ελληνική απόδοση του λατινικού murcus, χαρακτηρισμός που έδιναν οι Γαλάτες στρατιώτες στους Ιταλούς, οι οποίοι για να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία έκοβαν τα δάκτυλά τους.

17α. Επιφανείου, Κατά αιρέσεων 20, 4· 51, 6. PG 41 280-900.

18. Ευσεβίου. Εκκλ. Ιστορία Β΄ 16. 24. ΒΕΠ 19. 237· 247. Επιφανίου, Κατά αιρέσεων 51, 6. PG 49, 900. Βλέπε και L. W. Barnard, «St. Mark and Alexandria». HThR 57 (1964), 145-150.

19. Για τη σχέση του κατά Μάρκον με την Π. Δ. Βλέπε S. Schulz. «Markus und das Alte Testament», ZThK 58(1961), 184-197. A. Suhl. Die Funktion der alttestamentlichen Zitate und Anspielungen im Markusevangelium, 1965.

20. Εκτός της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπομνημάτων στο κατά Μάρκον και Εισαγωγών στην Κ.Δ. βλέπε και S. Brandon, «The Apologetical Faktor in the Markan Gospel», Studia Evangelica 2, 34-36· «The Date of the Markan Gospel», NTS 7(1961), 126-141.

21. Ε. Lohmeyer, στο υπόμν. και W. Marxen, Der Evangelist Markus.

22. H. Köster, Einführung in das Neue Testament, 1980. 602 - 607.

23. Στη Ρώμη άλλα κατά το έτος 70-71 τοποθετεί τη συγγραφή του ευαγγελίου ο Brandon, στα δυο άρθρα του που σημειώσαμε παραπάνω.

24. Για τα θεολογικά γνωρίσματα, το ύφος και τη γλώσσα του κατά Μάρκου, βλέπε Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Κ. Διαθήκη, 125-128 επίσης C. Turner. «Marcan Usage: Notes, critical and exegetical, on the second Gospel», JTS 25(1924), 377-386. 26(1925). 27(1926). 58-62. G. D. Kilpatrick. «Some Notes on Markan Usage». Bible Translator 7(1956). 2-9, 51-56. 146. M. Reiser, Syntax und Stil des Markusevangeliums, 1984.

25. Τ. Η. Burkill, «St. Mark’s Philosophy of History», NTS 3 (1956-57), 142-148.

26. Δ. Τρακατέλλη, Επισκόπου Βρεσθένης, εξουσία και Πάθος, Χριστολογικές απόψεις του κατά Μάρκον ευαγγελίου, 1983.

27. J. Ernst, «Die Litcrarische und theologische Eigenart des Markusevangeliums». Bibel und Kirche 1981, 233-240. Τη διήκουσα στο ευαγγέλιο του Μάρκου έννοια του πάθους εξαίρουν και οι W. Harrington, «The Gospel of Mark: A Theologia Crucis», Doctrine and Life 26(1976), 24-33. P. J. Achtenmeier, «Mark as Interpreter of the Jesus Tradition», Interpretation 32(1978), 339-352. K. P. Donfried, «The Gospel of Mark: A Word about Suffering», στο έργο του The dynamic Word 1981,79-90.

Δημιουργία αρχείου: 16-9-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 16-9-2020.

ΕΠΑΝΩ