Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή - Χριστιανική Επέκταση, Ορθοδοξία και Ιστορικά θέματα

Η Χριστιανική επέκταση εν μέσω διωγμών // Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή ΟΛΟΚΛΗΡΟ Ιστορικό βιβλίο // Άγιος Ιλαρίων: Ο Ιεραπόστολος Μοναχός τής αρχαίας Παλαιστίνης (4ος αιώνας) // Η Ιεραποστολική δράση τού Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου στη Φοινίκη (5ος αιώνας) // Ο Ευαγγελισμός τών Γότθων // Ο Ευαγγελισμός τών Λαζών και τής Κολχίδος

Ιεραποστολή στα πέριξ της Αυτοκρατορίας βάρβαρα έθνη

Ο Ευαγγελισμός τών Ιβήρων

και η δημιουργία τής Εκκλησίας τής Γεωργίας

 

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 101 - 102.

 

Ο Λατίνος ιστορικός Ρουφίνος αναφέρει - και τις πληροφορίες του υιοθετεί ο ιστορικός Σωκράτης - ότι γύρω στο 330 γνώρισαν τον Χριστό και οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) από μία Χριστιανή αιχμάλωτη από την Καππαδοκία ονομαζόμενη Νίνα.

Στη διάδοση τής πίστεως βοήθησαν οι θεραπείες που επιτέλεσε η γεμάτη πίστη εκείνη χριστιανή και ιδιαίτερα η θεραπεία τού γιου τού βασιλιά τών Ιβήρων, καθώς και τής βασίλισσας (την ιστορία αυτή τη διηγήθηκε στον Ρουφίνο, ο οποίος την παραθέτει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του που συνέταξε το 403, ο Ίβηρας πρίγκιπας Μπακούριζ).

Κατόπιν τούτου οι Ίβηρες έστειλαν πρεσβεία προς τον Μ. Κωνσταντίνο και τον παρακαλούσαν να τούς αποστείλει επισκόπους και άλλους κληρικούς, "πιστεύειν γαρ ειλικρινώς έλεγον τω Χριστώ" (Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 129, 132, 133).

Και ο Θεοφάνης σημειώνει ότι επί τού Μ. Κωνσταντίνου "πλείστα τών εθνών εφωτίσθησαν τω Χριστώ προσδραμόντα... ομοίως και οι Ίβηρες" (Θεοφάνους Χρονογραφία, Α΄, έκδοση. Βόννης, σ. 34,35).

Στη διάδοση τού Ευαγγελίου στη Γεωργία βοήθησαν οι Χριστιανοί στρατιώτες που έρχονταν από τις γειτονικές επαρχίες. Ως πρώτος επίσκοπος Ιβήρων φέρεται ο Έλληνας Ιωάννης (326-332), ο οποίος εστάλη στην Κωνσταντινούπολη επί τού Γεωργιανού βασιλέως Μηριάν (263-342), και διάδοχοί του οι Έλληνες Ιακώβ (332-360), Ηλίας (375-394), Συμεών (395-411), Ιωνάς (412-415), Ιωάννης Β΄ (416-418) και άλλοι (Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ιστορία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, Α΄, Αθήνα 1953, σ. 317).

Οι πληροφορίες που έχουμε σχετικά με τον εκχριστιανισμό τών Ιβήρων παρουσιάζονται συχνά συγκεχυμένες. Αναφέρεται επίσης ότι ο Αρμένιος πατριάρχης Βαρτανές, γιος τού Γρηγορίου τού Φωτιστού, ανέδειξε Καθολικό (=Πατριάρχη) τής Ιβηρίας τον μεγαλύτερο γιο του Γρηγόριο και από τότε άρχισαν στενότερες σχέσεις μεταξύ τών δύο Εκκλησιών, εξαιτίας τών οποίων η Εκκλησία τής Ιβηρίας έγινε για λίγο διάστημα μονοφυσιτική και επέστρεψε στην Ορθόδοξη διδασκαλία γύρω στο 608.

Υπάρχει επίσης η πληροφορία που μάς διασώζουν ο Μαλάλας και ο Θεοφάνης, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς τών Ιβήρων Ζαμαναρσός προσήλθε στην Εκκλησία τού Χριστού μαζί με όλους τους ομοφύλους του. "Τούτω τω έτει ο τών Ιβήρων βασιλεύς Ζαμαναρσός ήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει προς τον ευσεβέστατον βασιλέα Ιουστινιανόν μετά τής γυναικός και τών συγκλητικών αυτού, παρακαλών αυτόν τού είναι αυτόν σύμμαχον Ρωμαίων και φίλον γνήσιον, ο δε βασιλεύς την τοιαύτην προαίρεσιν αποδεξάμενος, πολλά αυτόν εφιλοτιμήσατο και τους αυτού συγκλητικούς· ομοίως και η αυγούστα τη αυτού γυναικί κόσμια παντοία δια μαργαριτών εχαρίσατο, και απέλυσεν αυτούς εν ειρήνη εις την ιδίαν βασιλείαν" (Θεοφάνους Χρονογραφία , Α΄, έδ. Βόννης, σ. 336).

Πιθανόν την εποχή αυτή να συμπληρώθηκε ο εκχριστιανισμός τής Ιβηρίας. Η κάτω Ιβηρία ήταν εξαρτημένη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και απέκτησε την αυτονομία της στις αρχές τού 7ου αιώνα, ενώ η άνω Ιβηρία εξαρτώμενη από το Πατριαρχείο Αντιοχείας έγινε ανεξάρτητη επί τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου τού Μονομάχου (1042-1054). (Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α΄, Αθήναι 1948, σ. 250).

Δημιουργία αρχείου: 10-11-2015.

Τελευταία μορφοποίηση: 10-11-2015.

ΕΠΑΝΩ