Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Προφητεύεται στην Αγία Γραφή ο Μωάμεθ;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.

I΄. Ο Προφήτης (Β΄)

 

Τού Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη

 

 

Με μπλε θα είναι τα λόγια του Μουσουλμάνου και με μαύρο τού Σχολιαστή


Ι΄ Ο Προφήτης (Β΄) 

Ο Ιωάννης ο βαπτιστής προλέγει τον ερχομό ενός μεγαλειώδους προφήτη

Ο προφήτης Γιάχια (Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ)) σύμφωνα με τις διηγήσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών, ήταν ξάδερφος του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) και σύγχρονος του (αφού ήταν μόνο έξι μήνες μεγαλύτερος του Ιησού). Στο Ιερό Κοράνι δεν μνημονεύονται πολλά από τη ζωή του παρά μόνο ότι γεννήθηκε ύστερα από ευλογία που έδωσε ο Θεός στον πατέρα του «Ζαχαρία» (Κοράνι, 3:39).

Το μόνο που είναι γνωστό γι’ αυτόν είναι ότι ήταν ένας Ναζαρίτης που ζούσε στην έρημο, έτρωγε ακρίδες και άγριο μέλι, κάλυπτε το σώμα του με ένα ρούχο που είχε γίνει από τρίχες καμήλας κ.α. Πιστεύεται ότι ανήκε σε μία ομάδα που λέγονταν «Εσσαίοι» από τους οποίους αργότερα προήρθαν οι «Εβιονίτες», οι οποίοι σαν χαρακτηριστικό τους είχαν το ότι απείχαν από κοσμικές απολαύσεις.

Αν με τη λέξη «Ναζαρίτης» ο συγγραφέας εννοεί Ναζωραίος (καταγόμενος από την πόλη Ναζαρέτ), μάλλον ο Ιωάννης δεν είχε σχέση με αυτό –εκτός αν η μητέρα του, αγία Ελισάβετ, συγγενής της Παναγίας, ήταν Ναζαρινή. Η Θεοτόκος, σημειωτέον, καταγόταν όντως από τη Ναζαρέτ (Λουκ. 1, 26-27). Δηλαδή εδώ ο συγγραφέας φαίνεται να αποδέχεται τις πληροφορίες του αγίου ευαγγελιστή Λουκά, τον οποίο είχε απαξιώσει σε προηγούμενη ενότητα…

Επίσης, η υποτιθέμενη σχέση του αγίου Ιωάννη με τους Εσσαίους είναι μύθος, κατασκευασμένος από φανατικούς αθεϊστές, και δεν έχει κανένα έρεισμα σε καμία αρχαία πηγή. Οι Εσσαίοι ήταν μια κλειστή και εσωστρεφής κοινότητα που οι θρησκευτικές ιδέες τους διέφεραν από τους υπόλοιπους Ιουδαίους και καμία από αυτές τις αντιλήψεις δεν φαίνεται σχετική με τον άγιο Ιωάννη. Περί Εσσαίων ΕΔΩ

 

Στο Κοράνι ο προφήτης Γιάχια (αλέϊχι σαλάμ) περιγράφεται με τη λέξη «χασούρα» που σημαίνει «αδιάφθορος», «αγνός» κ.τ.λ. Από μικρός έφυγε στην έρημο και δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν, μέχρι που γύρω στα τριάντα άρχισε την αποστολή του, κηρύττοντας και «βαπτίζοντας» τους μετανοούντες αμαρτωλούς με νερό, κατακρίνοντας ταυτόχρονα τους υποκριτές ιερείς των Εβραίων και τους Φαρισαίους και προλέγοντας τον ερχομό ενός προφήτη, ενός μεγαλειώδους προφήτη ο οποίος θα «βάπτιζε» τους ανθρώπους με το «άγιο πνεύμα» και με τη φωτιά και του οποίου τα κορδόνια των παπουτσιών του ο Γιάχια (αλέϊχι σαλάμ) δε θα ήταν άξιος ούτε να λύσει.

Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της τελετής που ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) επίσης μπήκε στα νερά του Ιορδάνη και βαπτίστηκε από τον Γιάχια (αλέϊχι σαλάμ). Τότε η προφητεία ήρθε στον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) με τη μορφή ενός περιστεριού και τότε ακούστηκε από τον ουρανό η φωνή «Αυτός είναι ο αγαπημένος Μου γιος με τον οποίο ευαρεστήθηκα» (Ματθαίος, 3).

Στο τέταρτο «Ευαγγέλιο» δεν ξέρουμε τίποτα σχετικά με τη βάπτιση του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ). Μόνο ξέρουμε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) όταν είδε τον Ιησού είπε «Αυτός είναι το αρνί του Θεού». Σ’ αυτό το ευαγγέλιο λέγεται ότι ο Ανδρέας ήταν ένας από τους μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) τον οποίο στη συνέχεια εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) και μάλιστα έφερε και τον αδερφό του Σίμον στον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) (Ιωάννης, 1), γεγονός που αντιφάσκει με τα γραφόμενα των άλλων Ευαγγελίων (Ματθαίος, 4:18-19 και Μάρκος, 1:16-18). Στο Ευαγγέλιο του Λουκά η ιστορία είναι τελείως διαφορετική. Εδώ ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) φέρεται να γνωρίζει τον Ανδρέα πριν γίνει μαθητής του (Λουκάς, 4:38-39) και γενικά υπάρχουν πολλές αντιφάσεις ανάμεσα στα τέσσερα ευαγγέλια (π.χ. στο τέταρτο Ευαγγέλιο λέγεται ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν ήξερε τον Ιησού μέχρι που (ο Ιησούς) βαπτίστηκε ενώ στο Ευαγγέλιο του Λουκά λέγεται ότι από την κοιλιά της μάνας τους ο Ιωάννης αναγνώρισε τον Ιησού ενώ στο ευαγγέλιο του Ματθαίου στο «9:14» λέγεται ότι μέσα από τη φυλακή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ακόμα δεν ήξερε ποιος πραγματικά ήταν ο Ιησούς και ποια ήταν η αποστολή του).

Παρατηρήσεις επ’ αυτών:

Α) Ο άγιος Ιωάννης δεν λέει πουθενά ότι θα ήταν «προφήτης» Εκείνος, που θα βάπτιζε τους ανθρώπους με το Άγιο Πνεύμα και με τη φωτιά και του οποίου τα κορδόνια των παπουτσιών Του ο ίδιος δε θα ήταν άξιος ούτε να λύσει.

Β) Με μορφή περιστεριού ήρθε στον Ιησού το Άγιο Πνεύμα (Λουκ. 3, 22) και όχι κάποια «προφητεία», όπως για ανεξήγητο λόγο γράφει ο συγγραφέας.

Γ) Για τη γνωριμία Ιησού και αγίου αποστόλου Ανδρέα, στο κατά Λουκάν 4, 38-39, δε βλέπω να λέει κάτι σχετικό, οι δε διηγήσεις Μάρκου και Ματθαίου δεν αντιφάσκουν καθόλου με το κατά Ιωάννην – λένε ότι ο Ιησούς συνάντησε τον Ανδρέα και το Σίμωνα και τους είπε «ακολουθήστε με», δεν αναφέρει αν είχε γνωρίσει ή όχι τον Ανδρέα νωρίτερα, όπως λέει το κατά Ιωάννην. Υπάρχει μόνο μια λεπτομέρεια: μόνον ο Λουκάς αναφέρει τη θαυμαστή αλιεία (δεν είχαν πιάσει ψάρια και, όταν ο Ιησούς τους ζήτησε να ξαναρίξουν τα δίχτυα, αυτά γέμισαν, Λουκ. 5, 4-9), όμως και ο ευαγγελιστής Ιωάννης τη γνωρίζει, γιατί αναφέρει παρόμοιο περιστατικό σε μια από τις εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασή Του (Ιω. 21, 1-7 και εξής). Ο Ιωάννης δεν αναφέρεται στο ίδιο περιστατικό με το Λουκά (απλώς τοποθετώντας το σε άλλη χρονική στιγμή – πράγμα που θα ήταν μία ακόμη «αντίφαση»), διότι αυτό το περιστατικό φαίνεται ότι ήταν γνώριμο στους αποστόλους: με αυτό αναγνώρισαν αμέσως ότι ο άγνωστος που τους μιλούσε από την ξηρά ήταν «ο Κύριος».

Δ) Ο Ιωάννης όντως δεν αναφέρει τη βάπτιση του Ιησού, την αναφέρουν όμως οι τρεις άλλοι ευαγγελιστές και δεν έχουμε απολύτως κανένα λόγο να μη δεχτούμε ότι συνέβη. Άλλωστε, γιατί να επινοήσουν οι απόστολοι ένα φανταστικό επεισόδιο, που μόνο σύγχυση και απορία θα προξενούσε στο ακροατήριό τους; Τα ευαγγέλια δεν γράφουν όλες τις λεπτομέρειες του βίου του Ιησού, ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ξέρουμε (είναι φανερό από το ευαγγέλιό του) ότι έγραψε κυρίως συμπληρωματικά προς τους τρεις προηγούμενους.

Ε) Όσο για τις «αντιφάσεις» των ευαγγελίων, έχουμε αναφέρει και νωρίτερα ότι: α) Το κήρυγμα του χριστιανισμού ξεκίνησε και εξαπλώθηκε από τη Συρία ως την Ισπανία και σε ολόκληρη τη βόρεια Αφρική πριν γραφτούν τα ευαγγέλια (εκτός αν είχε γραφτεί το κατά Μάρκον), δηλαδή λίγο μετά τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., και σίγουρα πριν συγκεντρωθούν τα βιβλία που περίπου από το 150 μ.Χ. συγκεντρώθηκαν και αποτελούν την Καινή Διαθήκη. Σε όλο αυτό το διάστημα ο χριστιανισμός δε στηρίζεται σε κάποια «κείμενα» ή «γραπτά ντοκουμέντα» κ.τ.λ., αλλά στην προσωπική μαρτυρία των αγίων αποστόλων και μαθητών του Χριστού, καθώς και στη συγκλονιστική δράση του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, δηλ. στην παγκόσμια χριστιανική κοινότητα. β) Η θεοπνευστία των ευαγγελίων είναι κατά το νόημα και όχι κατά το γράμμα. Μπορεί δηλαδή ένας ευαγγελιστής να μη θυμάται αν ο Ιησούς χρησιμοποίησε αυτή ή την άλλη λέξη, αν είπε πρώτα αυτό ή πρώτα εκείνο, αν σε μια πόλη θεράπευσε ένα ή δύο ή πολλούς ασθενείς κ.τ.λ., όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο Ιησούς είπε κάτι συγκεκριμένο (κατά το νόημα – το οποίο πάντα είναι ξεκάθαρο, άσχετα από τη μία ή την άλλη λέξη ή τη σειρά των λέξεων) και ότι είχε τη δύναμη να θεραπεύει ασθενείς, όπως και να συγχωρεί αμαρτίες και να δίνει σε άλλους τη δύναμη να θεραπεύουν (Λουκ. 9, 1-6)! Γι’ αυτούς τους λόγους, όχι μόνο δεν μας πειράζουν οι «αντιφάσεις» των ευαγγελίων, αλλά και οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού διατήρησαν ως κόρην οφθαλμού τα τέσσερα ευαγγέλια όπως ήταν και απέρριψαν το ευαγγέλιο «Διατεσσάρων», που συνέταξε το 2ο αι. μ.Χ. ο Σύρος διδάσκαλος Τατιανός συνθέτοντάς το από τα τέσσερα ευαγγέλια.

Στ) Η συνάντηση Ιησού και Ιωάννη, ως εμβρύων, μέσα στις μήτρες των αγίων μητέρων τους, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Ιωάννης δεν είχε ξαναδεί τον Ιησού μέχρι την ημέρα που συναντήθηκαν, ως ενήλικες, στον Ιορδάνη. Απορώ μάλιστα που κάνει τέτοια αναφορά ο συγγραφέας.

Ζ) Στην ερώτηση του Ιωάννη από τη φυλακή, μέσω των μαθητών του, αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ενότητα. Δεν είναι απίθανο ο Ιωάννης, αντιμετωπίζοντας μέγα πόλεμο πειρασμών στη φυλακή, να κλονίστηκε προς στιγμήν για το αν ο Ιησούς είναι ο Χριστός – άνθρωπος ήταν. Όμως είναι πιθανότερο ότι έστειλε τους μαθητές του στον Ιησού για να Τον γνωρίσουν, να ακούσουν τη συγκλονιστική απάντησή Του και να γίνουν δικοί Του μαθητές.

 

Υπάρχει τώρα κάτι πολύ σημαντικό, κρυμμένο στις ερωτήσεις που έκαναν στον Ιωάννη τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) οι Εβραίοι ιερείς. Τον ρώτησαν «Είσαι ο Μεσσίας»? «Είσαι ο Ηλίας»? Όταν απάντησε και στις δύο ερωτήσεις αρνητικά, τον ρώτησαν «Αν δεν είσαι ούτε ο Μεσσίας, ούτε ο Ηλίας και ούτε ο προφήτης που περιμένουμε, γιατί τότε βαπτίζεις?» (Ιωάννης, 1). Εδώ θα πρέπει επίσης να πούμε ότι σύμφωνα με το τέταρτο ευαγγέλιο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) δεν ήταν ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας ούτε εκείνος ο προφήτης ο οποίος αναμενόταν να έρθει. Και ρωτάω τους ιερείς και τους Χριστιανούς (που ισχυρίζονται ότι ο εμπνευστής όλων αυτών των αντιφάσεων της Βίβλου είναι το τρίτο πρόσωπο της «θεότητας» δήθεν το «Άγιο Πνεύμα») [Κανείς χριστιανός δεν είπε τέτοιο πράγμα, όπως φάνηκε ασφαλώς σε όσα γράψαμε αμέσως πριν] ποιος είναι αυτός ο προφήτης που θα ερχότανε μετά τον Χριστό? Δεν ξέρετε ποιος ήταν? Και αν ξέρετε, γιατί το κρύβετε?

Εσύ, αδελφέ μου συγγραφέα, όταν ήσουν χριστιανός, είδες να «ξέρουμε και να κρύβουμε» κάτι που αναφέρεται στη Βίβλο; Ξέρουμε και δεν το κρύβουμε ποιος ήταν ο Προφήτης: ο Χριστός! Το γράψαμε και σε προηγούμενη ενότητα (στη σχετική με τον Προφήτη), όπου αναλύσαμε διεξοδικά τη σχετική προφητεία στο Δευτερονόμιο, τι είναι οι «αδελφοί των Ισραηλιτών» και ποιες οι αναλογίες και ομοιότητες του Ιησού με το Μωυσή. Αντιγράφουμε εδώ μόνο το τελευταίο κομματάκι, παρακαλώντας τους αναγνώστες να ανατρέξουν και να διαβάσουν τα σχόλιά μας σ’ εκείνη την ενότητα:

 

Η άποψη του Ιησού για τον Προφήτη

Είναι αλήθεια ότι στην Καινή Διαθήκη δίνεται η εντύπωση ότι οι σύγχρονοι του Ιησού Ιουδαίοι διαφοροποιούσαν τον Προφήτη από το Μεσσία (π.χ. Ιω. 1, 20-21). Αυτό όμως πρέπει να το αποδώσουμε σε ελλιπή κατανόηση των προφητειών από πλευράς του λαού. Αυτό δεν είναι παράξενο ούτε αποτελεί σκάνδαλο – και τον Ίδιο το Χριστό ο λαός Τον περίμενε ως πολεμιστή, όπως φαίνεται να Τον παρερμηνεύει και ο ίδιος ο συγγραφέας του παρόντος σε άλλο σημείο. Και οι μουσουλμάνοι ασφαλώς θεωρούν ότι οι Εβραίοι παρερμήνευαν τις προφητείες, αλλιώς δε θα προσπαθούσαν να δώσουν άλλες ερμηνείες από τις παραδοσιακές μεσσιανικές.

Ωστόσο ο Ιησούς αναφέρεται στην προφητεία Δευτ. 18, 18-19, όταν λέει:

«έστιν ο κατηγορών υμών Μωυσής, εις ον υμείς ηλπίκατε. εις γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί. περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (κατακρίνεστε από το Μωυσή, στον οποίο στηρίζετε τις ελπίδες σας. Διότι, αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε κι εμένα, διότι ο Μωυσής έγραψε για μένα, Ιω. 5, 45-46).

Αν και ο Μωυσής, ως συγγραφέας της Πεντατεύχου, αναφέρθηκε πολλές φορές προφητικά στο Χριστό, τα παραπάνω λόγια δε μπορεί παρά να αναφέρονται στο Δευτερονόμιο. Εκεί ο Θεός, διά του προφήτη Μωυσή, καλεί το λαό να υπακούει στα λόγια του αναμενόμενου Προφήτη. Εδώ ο Ιησούς λέει ότι, αν οι Εβραίοι πίστευαν τα λόγια του Μωυσή (δηλ. του Θεού διά στόματος του Μωυσή) θα πίστευαν κι Εκείνον, διότι ο Μωυσής έγραψε για Κείνον. Το εύλογο ερώτημα «και τι έγραψε;» δε μπορεί παρά να έχει ως απάντηση: «να με πιστεύετε».

 

Παραπάνω λοιπόν βλέπουμε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αρνήθηκε ότι ήταν ο προφήτης που αναμενόταν ενώ ο Ιησούς φέρεται να έχει πει ότι «κανένας που γεννήθηκε από γυναίκα δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή» (Ματθαίος, 11). Έκανε όντως πραγματικά ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) μία τέτοια δήλωση? Ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) μεγαλύτερος από τον Αβραάμ (αλέϊχι σαλάμ), τον Μωυσή (αλέϊχι σαλάμ), τον Δαβίδ (αλέϊχι σαλάμ) και άλλους? Και πού ήταν αυτή η ανωτερότητα του? Αν όντως η παραπάνω δήλωση «κανένας που γεννήθηκε από γυναίκα δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή» είναι αληθινή, τότε σίγουρα ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) την είπε με την έννοια ότι ο Ιωάννης (αλέϊχι σαλάμ) είχε δείξει τεράστια (ίσως και υπερβολική) εγκράτεια και αυταπάρνηση και βεβαίως η πράξη του να καλεί τους ανθρώπους σε μετάνοια και η προειδοποίηση για τον ερχομό ενός μεγαλειώδους προφήτη.

Η ερμηνεία του συγγραφέα στη φράση του Ιησού για τον Ιωάννη είναι παντελώς αυθαίρετη. Αυτά που γράφει ότι έκανε ο Ιωάννης τα έκαναν κι άλλοι προφήτες. Σύμφωνα με τους αγίους διδασκάλους της χριστιανικής ζωής, που έφτασαν σε ασύλληπτα επίπεδα αγιότητας (γι’ αυτό και μπορούσαν να κατανοήσουν λόγια σαν αυτά του Ιησού, αλλά και να αξιολογήσουν τον –όμοιό τους άγιο– Ιωάννη), ο Ιωάννης

·         είναι «κάτι παραπάνω από προφήτης» επειδή είναι ο μόνος προφήτης που αξιώθηκε να δει, ζώντας εδώ, την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, της δοσμένης μέσω των προφητειών όλων των προφητών, δηλ. τον ερχομό του προσδοκώμενου Μεσσία,

·         είναι «ο ανώτερος από όλους που γεννήθηκαν από γυναίκα» λόγω της μέγιστης ηθικής του καθαρότητας και

·         είναι επίσης «μικρότερος» από «τον τελευταίο στη βασιλεία των ουρανών» (όχι «του Ουρανού»), επειδή πέθανε πριν την ανάσταση του Χριστού και την ίδρυση της Εκκλησίας Του (της βασιλείας των ουρανών), δηλαδή παρέμεινε στο επίπεδο της Παλαιάς Διαθήκης.

Να επαναλάβω εδώ ότι πουθενά ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν αναφέρει ότι θα έρθει «ένας μεγαλειώδης προφήτης». Αυτό που αναφέρει (Ιω. 1, 26-30) είναι ότι:

α) Εκείνος για τον οποίο μίλησε βρισκόταν τότε ήδη ανάμεσα στους Ιουδαίους!!

β) Εκείνος για τον οποίο μίλησε είναι ο Ιησούς!!

γ) Ο Ιησούς είναι όχι προφήτης, αλλά «ο αμνός του Θεού, που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου». Αμνός του Θεού διότι θα θυσιαστεί (όπως το πρόβατο –βλ. Ησαΐα κεφ. 53) και σηκώνει την αμαρτία του κόσμου διότι θανατώθηκε λόγω της αμαρτίας που είχε διαποτίσει τον κόσμο και με το θάνατό Του έφερε τη συγχώρηση των αμαρτιών (και τα δύο έχουν άμεση σχέση με την προφητεία του Ησαΐα, κεφ. 53).

Είπε επίσης για τον Ιησού: «Εκείνος πρέπει να αυξάνεται και εγώ να ελαττώνομαι» και χαρακτήρισε τον Ιησού «νυμφίο» και τον εαυτό του «φίλο του νυμφίου, που χαίρεται όταν ακούει τη φωνή του νυμφίου». Και πρόσθεσε: «ολοκληρώθηκε λοιπόν αυτή η χαρά μου» (βλ. Ιω. 3, 25-30).

 

Ή μήπως αυτή η ανωτερότητα του Ιωάννη του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) οφείλεται (όπως η εκκλησία ισχυρίζεται) στο γεγονός ότι ήταν ξάδερφος του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ)? 

Πότε η Εκκλησία ισχυρίστηκε αυτή την τεράστια ανοησία; Οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι αντίθετα αδιαφόρησαν πλήρως για τη σαρκική συγγένεια Ιησού και Ιωάννη. Και αν υπάρχει κάποιος που να το τόνισε (αν είναι ένας δεν το γνωρίζω), αποτελεί εξαίρεση και δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην άποψη της Εκκλησίας.

 

Η ανωτερότητα κάποιου (ως προφήτη) συνίσταται από το κήρυγμα του και από το έργο του αλλά εδώ δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για την επιτυχία και το μέγεθος του έργου του Ιωάννη (αλέϊχι σαλάμ). Δεν ξέρουμε για παράδειγμα απολύτως τίποτα για το πόσοι άνθρωποι μετανόησαν χάρη στα κηρύγματα του κ.α. Ο Χριστός (αλέϊχι σαλάμ) φέρεται να έχει πει ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) ήταν η (συμβολικά και όχι κυριολεκτικά) μετενσάρκωση του Ηλία (Ματθαίος, 11:14 και 17:12) ενώ αλλού ο Ιωάννης αρνήθηκε το γεγονός αυτό (Ιωάννης, 1). Πώς μπορεί να υπάρχουν αυτά τα ψέματα, τα λάθη και οι αντιφάσεις σε ένα θεϊκά εμπνευσμένο κείμενο? Σίγουρα είναι αδύνατον για κάποιον να καταλάβει την πλήρη αλήθεια από τα Ευαγγέλια, εκτός αν τα διαβάσει από μία Ισλαμική σκοπιά.

Αυτό είναι το ανέκδοτο της χρονιάς!! Εξάλλου, αφού ο συγγραφέας θεωρεί τα ευαγγέλια αναξιόπιστα, και πιο πριν έχει θέσει τη λέξη σε εισαγωγικά, πώς τώρα ψάχνει για «πλήρη αλήθεια» εντός των ευαγγελίων;

Τα ευαγγέλια τα κατανοεί ο άνθρωπος μόνο διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Οι χριστιανοί άγιοι έχουν βιώσει και διδάξει πλήρως τι είναι και πώς αποκτάται αυτή η χάρη – όμως οι «ορθολογιστές» αντίπαλοι του χριστιανισμού όχι μόνο δεν την έχουν βιώσει αλλά και αρνούνται να μελετήσουν τους βίους και τη διδασκαλία των αγίων για να τη μάθουν. Προτιμούν να διαστρεβλώνουν μερικά λόγια ή επεισόδια από βίους αγίων, για να ξεγελούν τη συνείδησή τους και τη συνείδηση των άλλων απαξιώνοντας αυτούς τους κορυφαίους διδασκάλους της ανθρωπότητας.

 

Θα ήθελα να πω ότι οι μουσουλμάνοι πιστεύουν με αγάπη και σεβασμό σε όλους τους προφήτες και ειδικά γι’ αυτούς που αναφέρονται στο Ιερό Κοράνι, όπως ο Γιάχια (Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ)) και ο Ίσα (Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ)) και έτσι δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι αυτοί οι δύο ιεροί προφήτες (ο Ιησούς και ο Ιωάννης) θα μπορούσαν να διαψεύσουν ο ένας τον άλλο).

Το ίδιο κι εμείς, φυσικά, γι’ αυτό και ερμηνεύουμε όπως ερμηνεύουμε αυτά που εκ πρώτης όψεως φαίνονται αντιφατικά.

 

Αυτός ο οποίος «έκραζε» στην έρημο, συνήθιζε να λέει: «Σας βαφτίζω με νερό για μετάνοια και συγχώρεση των αμαρτιών αλλά αυτός ο οποίος θα έρθει μετά από μένα που δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε τα κορδόνια των παπουτσιών του, θα σας βαφτίσει με το πνεύμα και τη φωτιά».  Αυτή η προφητεία μνημονεύεται σχεδόν από όλους τους ευαγγελιστές (έστω και κάπως διαφορετικά) και μας δείχνει τη μεγάλη σημασία και το μεγαλείο του προφήτη που επρόκειτο να έρθει.

Από αυτό που ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) εδώ πέρα λέει, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτός ο προφήτης θα ήταν ο Άδον («Κύριος») και η σφραγίδα των προφητών αλλιώς ένας τόσο ευσεβής προφήτης του Θεού όπως ο Ιωάννης (αλέϊχι σαλάμ), δεν θα είχε κάνει μια τέτοια δήλωση.

 Τώρα, θα πρέπει να πω ποιος ήταν αυτός ο προφήτης που θα ερχόταν. Εδώ θα δείξω ότι αυτός ο προφήτης δεν ήταν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) αλλά ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ). Όλοι ξέρουν ότι οι χριστιανικές εκκλησίες θεωρούν τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) ως έναν πρόδρομο του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) και όλοι οι Χριστιανοί θεωρούν ότι ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) ήταν αυτός που προλέχτηκε από τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ). [Το λέει ο ίδιος ο Βαπτιστής, όπως είπαμε]. Ωστόσο αν κάποιος ψάξει και ερευνήσει προσεκτικά, δεν πρόκειται να του διαφύγει από το μυαλό του το γεγονός ότι αυτός που προφητεύτηκε από τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) δεν ήταν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) επειδή:

Πρώτων, η φράση «ο προφήτης που θα έρθει μετά από μένα» ξεκάθαρα αποκλείει τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) από το να είναι αυτός ο προφήτης αυτής της προφητείας. Και ο Βαπτιστής Ιωάννης (αλέϊχι σαλάμ) και ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) ήταν σύγχρονοι και γεννήθηκαν τον ίδιο χρόνο (έστω και αν είχαν μερικούς μόνο μήνες διαφορά). «Αυτός που θα έρθει μετά από μένα» λέει ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) «θα είναι μεγαλύτερος μου».

Μεγαλύτερος σε αξία, όχι χρονικά – είπαμε ότι ο Ιωάννης είπε ότι ο Ερχόμενος ήταν ήδη παρών (Ιω. 1, 26)! Όσο για το «μετά από μένα», εκπληρώνεται, γιατί ο Ιωάννης άρχισε τη δράση του λίγο –ή αρκετό, δεν αναφέρεται πόσο– καιρό ΠΡΙΝ τον Ιησού, ακριβώς για να προαναγγείλει τον Ιησού.

 

Αυτό το μετά δείχνει ότι θα υπήρχε κάποια χρονική απόσταση ανάμεσα τους και στην προφητική «γλώσσα» αυτό σημαίνει έναν ή περισσότερους «κύκλους» χρόνου που –όπως είναι γνωστό στους σούφι- συνηθίζεται να υπάρχει ένας μεγάλος προφήτης και αργότερα μετά από τέσσερις-πέντε αιώνες να έρχεται ένας άλλος και να κάνει μεταρρυθμίσεις ή και να φέρνει καινούριες αποκαλύψεις κάνοντας μεγάλα θρησκευτικά κινήματα κ.τ.λ. Όλη η ιστορία της θρησκείας του Ενός και Μοναδικού Θεού από τον Αβραάμ (αλέϊχι σαλάμ) μέχρι τον Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) είναι τέτοια ακριβώς, με κάθε εποχή να περνάει μέχρι να έρθει ένας άλλος μεγαλειώδης προφήτης (όπως ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Δαβίδ, ο Ζοροβάβελ, ο Ιησούς και ο Μουχάμμεντ – αλέϊχιμ ους-σαλάμ) και πολλοί από αυτούς τους προφήτες, είχαν και προφήτες βοηθούς (ο Μωυσής και ο Ααρών, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Ιησούς).

Οι σούφι (τουλάχιστον στους αραβικούς λαούς) είναι ένα κίνημα που γεννήθηκε από επιδράσεις του χριστιανισμού στο Ισλάμ. Οι ασκητικές τους τάσεις, η ιδέα για ένωση με το Θεό (και μάλιστα «ερωτική» ένωση) και ένα μέρος της ειρηνικής σοφίας τους είναι δάνεια από το χριστιανισμό. Πολλές ιστορίες από τη ζωή σούφι θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται από τη ζωή χριστιανών αγίων μοναχών και ασκητών, που έζησαν ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. (δηλαδή προ Μωάμεθ) και φυσικά και από τη ζωή χριστιανών αγίων όλων των επόμενων αιώνων, μέχρι και σήμερα.

Οι σούφι βέβαια χρησιμοποιούν λάθος τρόπους για να προσεγγίσουν το Θεό: με το να μη γίνονται χριστιανοί, παραμένουν αποκομμένοι από το Σώμα Χριστού –την Εκκλησία– και μεταχειρίζονται τεχνητούς τρόπους για να προκαλέσουν «πνευματικά βιώματα», όπως ο διαλογισμός και ο χορός. Τέτοιες τεχνικές απορρίπτονται ευθέως από το χριστιανισμό, κατά τον οποίο η χάρη του Αγίου Πνεύματος προσελκύεται με την αγάπη και τη ζητούμε με τη συμμετοχή μας στα Μυστήρια, όπως το βάπτισμα, η εξομολόγηση και η θεία Μετάληψη.

Προκύπτει ωστόσο ένα ερώτημα: κατά πόσον οι αντιλήψεις των σούφι γίνονται αποδεκτές, ή έστω λαμβάνονται υπόψιν, από τους παραδοσιακούς μουσουλμάνους;

Στο ζήτημα των «προφητικών κύκλων» πάντως, που θέτει ο συγγραφέας, η ιδέα τους είναι πέρα για πέρα αστήρικτη. Ανάμεσα στους προφήτες που αναφέρει (εκ των οποίων ο Αβραάμ και ο Ζοροβάβελ, αν και προσωπικότητες-ορόσημα στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, δεν ήταν προφήτες) έδρασαν πολλοί μεγάλοι προφήτες, όπως: πριν και μετά το Δαβίδ, ο Σαμουήλ και ο Σολομώντας, μεταξύ αυτού και του Ζοροβάβελ, ο Ηλίας, ο Ησαΐας, και τρεις κορυφαίοι προφήτες σχεδόν σύγχρονοι και μόλις λίγα χρόνια πριν το Ζοροβάβελ: ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ και ο Δανιήλ. Μετά από αυτούς, έρχονται ο Ζαχαρίας, ο Αγγαίος, ο Μιχαίας, ο Ωσηέ και άλλοι, ενώ ο άγιος Ιωάννης επίσης ήταν σύγχρονος του Ιησού – ο Ιωάννης είναι κι αυτός ένας μεγάλος προφήτης, όχι μόνο για τους χριστιανούς (όπως είπε ο Ίδιος ο Ιησούς) αλλά και για τους μουσουλμάνους: μην ξεχνάμε ότι είναι από τους λίγους που η ιστορία τους (ή έστω μια εκδοχή της) αναφέρεται στο Κοράνι!

Είναι αστείο να θεωρήσουμε «βοηθό» του Ιησού τον Ιωάννη τον Πρόδρομο – εξάλλου, αδελφέ συγγραφέα, αφού τον θεωρείς «βοηθό του Ιησού», πώς ισχυρίζεσαι ότι ήρθε να προετοιμάσει τον μεταγενέστερο ερχομό του Μωάμεθ; Μου εξηγείς, σε παρακαλώ;

Αν και το προφητικό χάρισμα αρχίζει από το Μωυσή, πρέπει να θυμηθούμε και ότι, αμέσως μετά τον Αβραάμ, ακολουθούν οι εξίσου μεγάλες άγιες μορφές των Ισαάκ (κατά τους μουσουλμάνους και ο Ισμαήλ), Ιακώβ και Ιωσήφ.

Από όλους τους παραπάνω, μόνον ο Μωυσής έλαβε Νόμο. Ο Αβραάμ μπορούμε να πούμε πως έλαβε μόνο κάποιες πρωτόλειες διατάξεις, όπως η περιτομή, όλοι δε οι υπόλοιποι δεν έλαβαν Νόμο, αλλά επέστησαν την προσοχή στην τήρηση του προηγούμενου (μωσαϊκού) Νόμου. Ο Ιησούς έδωσε νέο Νόμο (το «νόμο της χάριτος» – ένωση πλέον με το Θεό διά του βαπτίσματος και της θείας Μεταλήψεως και φυσικά με την τήρηση της «νέας εντολής» της αγάπης), όχι ως προφήτης, αλλά ως Νομοθέτης Θεός. Το Νόμο αυτό, όπως τον παλαιό τον παρέλαβε από το Θεό ο Μωυσής στο Σινά, τον παρέλαβαν από τον Ιησού οι απόστολοι και μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο.

Τέλος, ο Μωάμεθ δεν έφερε κανένα νέο Νόμο στους ανθρώπους, αλλά κήρυξε την οπισθοχώρηση στο Νόμο του Μωυσή, αρνούμενος την τέλεια αποκάλυψη του Θεού, τη διδασκαλία του Χριστού. Αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μια πλάνη – εγκατάλειψη της τελειότητας και επιστροφή στο ατελέστερο. Δεν έχει λοιπόν καμιά θέση στη χορεία των προφητών, ούτως ή άλλως.

 

Το έθνος του Ιωάννη του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) ήταν πλέον κατεστραμμένο ηθικά, έχοντας χάσει την ευσέβεια τους και την πίστη τους (πολλοί απ’ αυτούς) στον Θεό και ήταν γεμάτοι με ψευτιά και υποκρισία. Κάποιοι ωστόσο προσβλέπανε στον ερχομό του Μεσσία από τη γενιά (όπως λέγανε) του Δαβίδ για να τους σώσει. [Δεν «τα λέγανε» απλά, το διακήρυσσαν οι προφητείες, όπως είπαμε κατ’ επανάληψιν και αναλυτικότερα στην ενότητα για τον «Σιλό»].

Τώρα, όταν οι Εβραίοι ιερείς και διδάσκαλοι ρώτησαν τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) αν ήταν αυτός ο Μεσσίας, εκείνος αρνήθηκε ξεκάθαρα. Δεν έδωσαν σημασία στα λόγια του, όπως τελικά φαίνεται. Ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) σίγουρα έδειξε τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) ως τον Μεσσία και είπε στους ακολούθους του να τον σέβονται και να τον υπακούν αλλά επίσης προφήτεψε τον ερχομό ενός άλλου προφήτη, ενός τελευταίου προφήτη ο οποίος θα ήταν τόσο δοξασμένος («Μουχάμμεντ» σημαίνει «Δοξασμένος» [δεν έχει αποδεικτική αξία αυτό]) στα «μάτια» του Θεού, που ο Βαπτιστής δεν θα μπορούσε ούτε τα κορδόνια του να λύσει από σεβασμό.

Πού είδε ο συγγραφέας να προφητεύει ο Ιωάννης «έναν άλλο» προφήτη, διαφορετικό από τον Ιησού; Όχι, ο Ιωάννης είπε καθαρά ότι ο Ιησούς είναι Εκείνος για τον Οποίο μίλησε (δώσαμε παραπομπή πριν λίγο).

 

Δεύτερον, δεν ήταν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) αυτός που προφητεύτηκε από τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) επειδή αν όντως ήταν αυτός, τότε ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) θα είχε σίγουρα ακολουθήσει τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) και θα πήγαινε μαζί του ως ένας απόστολος και μαθητής του. Ωστόσο, τον βλέπουμε ότι δεν έκανε έτσι αλλά αντίθετα κήρυττε, «βάφτιζε» τους μετανοούντες αμαρτωλούς, προειδοποιούσε τον βασιλιά Ηρώδη για τις βρωμιές του και προφήτευε για τον ερχομό ενός άλλου ακόμα προφήτη, ενός μεγαλειώδους και δοξασμένου προφήτη πιο ανώτερου απ’ τον ίδιο.

Δεν είναι έτσι. Το απαντήσαμε αυτό στην ενότητα για την προφητεία του Μαλαχία.

 

Τρίτον, παρόλο που οι «χριστιανικές» εκκλησίες έχουν κάνει τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) «Θεό» ή «γιο του Θεού», το γεγονός ότι περιτμήθηκε όπως κάθε Ισραηλίτης και ότι βαφτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Τα λόγια που ανταλλάχτηκαν ανάμεσα στον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) και στον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) κατά τη διάρκεια της βάπτισης του πρώτου, φαίνεται να είναι ψέματα και κάτι παρεμβαλλόμενο γιατί αντιφάσκουν με άλλα λόγια και εδάφια. Αν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) ήταν όντως αυτός ο πιο δυνατός και δοξασμένος τελευταίος προφήτης που είχε προφητέψει ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ), τότε δεν υπήρχε καμία ανάγκη του Ιησού να βαπτιστεί. Ο λόγος «επιβάλλεται σε μας έτσι ώστε να εκπληρώσουμε αυτό που είναι δίκαιο» είναι κάτι ακατανόητο γιατί ποια δικαιοσύνη θα εκπληρωνόταν αν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) βαφτιζόταν? Ίσως για μία και μόνο στιγμή ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) πίστεψε ότι ο Ιησούς ήταν ο προφήτης που ο ίδιος είχε προφητέψει αλλά δεν ήταν έτσι.

Ήταν απόλυτα φυσικό ο Ιησούς να δεχτεί και να εφαρμόσει, ως άνθρωπος, αυτά που είχε διατάξει ως Θεός να κάνουν οι άνθρωποι. Περιτμήθηκε λοιπόν και τήρησε όλα τα έθιμα της εβραϊκής θρησκείας, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι την ανάστασή Του. Έτσι, όχι απλώς επικύρωσε τον παλαιό Νόμο, αλλά έδωσε και ένα παράδειγμα ευσέβειας προς μίμησιν – ακόμη και ταπεινότητας, γιατί υποτάχθηκε στο Νόμο, αν και ο Ίδιος ήταν υπεράνω του Νόμου (δες και Ματθ. 17, 22-27, αν και εκεί μιλάει για τους νόμους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας).

Και βαπτίστηκε (τελικά δέχεται ή όχι ο συγγραφέας ότι έγινε αυτό;), αφενός για τον ίδιο λόγο που είπαμε πριν (ως άνθρωπος ακολούθησε την πορεία της σωστής ευσέβειας) και αφετέρου για να επικυρώσει το βάπτισμα του Ιωάννη, δηλαδή να επιβεβαιώσει ότι ήταν εμπνευσμένο από το Θεό και όχι από το κεφάλι ενός τρελού που παρίστανε τον προφήτη περιφερόμενος στην έρημο του Ιορδάνη.

Ναι, ήταν πιο δυνατός από τον Ιωάννη –το απέδειξε με τη ζωή, το θάνατο και την ανάστασή Του, αλλά και με την αιώνια παρουσία Του στη ζωή των χριστιανών, ιδιαίτερα των αγίων. Αυτά που λέει ο συγγραφέας εδώ είναι ρητορικώς έξυπνα, αλλά δεν αληθεύουν.

Όπως είπαμε σε άλλη ενότητα, ο Ίδιος ο Χριστός διακήρυξε ότι είναι «ο Υιός», δεν «τον κάναμε εμείς». Στην ενότητα για τον Υιό του Ανθρώπου (Μπαρ Νάσα) αναφέραμε μερικά μόνο από τα αμέτρητα σημεία, που φανερώνουν την πραγματική (θεανθρώπινη) ταυτότητα του Ιησού Χριστού, του Κυρίου και Σωτήρος ημών. Επειδή το θέμα είναι πολύ σοβαρό, τα αντιγράφουμε εδώ:

Σε όλη την έκταση των Ευαγγελίων ο Ιησούς ονομάζει πάντοτε το Θεό «Πατέρα Του» και αρκετές φορές τον εαυτό Του «ο Υιός». Είναι φανερό ότι, όταν ο Θεός ονομάζεται «ο Πατήρ» (χωρίς άλλο προσδιορισμό, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται τίνος Πατήρ είναι), ονομάζεται έτσι διότι είναι Πατήρ του Υιού. Ο Ιησούς πάλι λέγεται «ο Υιός» (χωρίς άλλο προσδιορισμό), ως ο Υιός του Πατρός. Βλ. π.χ. Λουκ. 10, 22, Ιω. 5, 19-26, προς Εβραίους 1, 1 κ.λ.π.

Ενώ είναι σαφές στην Παλαιά Διαθήκη ότι μόνο στο Θεό πρέπει να πιστεύουν οι άνθρωποι και μόνον Αυτόν να λατρεύουν, ο Ιησούς ζητάει πίστη στον εαυτό Του (π.χ. Ιω. 3, 29, και 9, 35-38) και δηλώνει ότι η τιμή προς Αυτόν πρέπει να είναι ίση με την τιμή προς τον Πατέρα (Ιω. 5, 23, «ίνα πάντες τιμώσι τον υιόν καθώς τιμώσι τον πατέρα»). Στο μεγάλο προφητικό όραμα της Αποκάλυψης, κεφ. 22, 3-4, οι πιστοί στη νέα Ιερουσαλήμ (στον παράδεισο) θα λατρεύουν εξίσου «τον Θεόν και το Αρνίον» (το Χριστό). Ανάλογη αναφορά δες και στο Αποκάλυψη, 5, 13. Ενδιαφέρον εδώ ότι ο Θεός και το Αρνίον (ο Χριστός) έχουν τον ίδιο θρόνο, κοινό και για τους Δυο, ενώ η Αποκάλυψη μιλάει γι’ Αυτούς σε ενικό αριθμό αντί για πληθυντικό (όπως και στα Αποκάλυψη, 11, 15. 20, 6).

Επίσης, ο Χριστός πάντα δεχόταν να Τον προσκυνούν οι άνθρωποι (π.χ. Ματθ. 28, 9 και 17, Ιω. 9, 38, και 18, 6), ακόμη και τα κακά πνεύματα (Μάρκ. 5, 6), πράξη τιμής που πρέπει να αποδίδεται μόνο στο Θεό, σύμφωνα και την εντολή «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνο λατρεύσεις» (Ματθ. 4, 10).

Στην Παλαιά Διαθήκη το όνομα του Θεού φέρει τη δύναμη του Θεού, όμως στην Καινή Διαθήκη την ιδιότητα αυτή την έχει το όνομα του Ιησού. Ο Ιησούς δίνει εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού εκείνοι που πιστεύουν στο όνομά Του, όχι «στο όνομα του Θεού» (Ιω. 1, 12). Όταν συγκεντρώνονται άνθρωποι «εις το όνομα του Ιησού», Εκείνος βρίσκεται ανάμεσά τους (Ματθ. 18, 20). Οι απόστολοι κάνουν θαύματα λέγοντας το όνομα του Ιησού (π.χ. Λουκ. 10, 17, Πράξ. 3, 6 και 16, 18). Το όνομα του Ιησού μπορεί να τελεί θαύματα, ακόμη και αν απλώς προφέρεται από ανθρώπους που δεν είναι «πιστοί Του» (Ιω. 9, 49-50). Κατά τον απόστολο Πέτρο, οι προφήτες μαρτυρούν ότι, διά του ονόματός Του, θα λάβει συγχώρηση των αμαρτιών κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν (Πράξεις των αποστόλων 10, 43). Οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος «παραδεδώκασι τας ψυχάς αυτών» (=διακινδύνευσαν τη ζωή τους) «υπέρ του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Πράξ. 15, 26), ο δε Παύλος είναι έτοιμος να πεθάνει «υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού» (Πράξ. 21, 13).

Ας σημειωθεί βέβαια ότι η επίκληση του ονόματος του Θεού είναι μια πρόσκληση στο Θεό να παρέμβει, δηλαδή μια προσευχή. Ομοίως, η επίκληση του ονόματος του Ιησού είναι μια πρόσκληση στον Ιησού να παρέμβει, δηλαδή μια προσευχή προς Αυτόν: «ό,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιώ. εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω» (Ιω. 14, 13-14). Αυτό είναι κάτι άλλο (προσευχή προς τον Ιησού) και άλλο το «ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δω υμίν» του Ιω. 15, 16 (προσευχή προς τον Πατέρα).

Η αποστολική Εκκλησία είναι απόλυτα σίγουρο ότι προσευχόταν προς τον Ιησού. Ο άγιος Στέφανος Του ζήτησε να παραλάβει το πνεύμα του (Πράξ. 7, 59 –και στο στ. 60 λέει «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην», όπου αμέσως πριν έχει ονομάσει «Κύριο» τον Ιησού!), ο απόστολος Παύλος προσεύχεται σ’ Αυτόν στο Πράξ. 22, 17-21 (ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η προσευχή του αρχικά απευθυνόταν στον Πατέρα, όμως συνεχίστηκε ως επικοινωνία με τον Ιησού), ενώ άλλοτε Του ζήτησε να τον απαλλάξει από τον κακό άγγελο που τον τυραννούσε (Β΄ Κορινθίους, 12, 8-9 –ο Κύριος εκεί είναι ο Ιησούς, όπως φαίνεται από το στίχο 9). Ο απόστολος και προφήτης Ιωάννης Τον παρακάλεσε να έρθει γρήγορα (Αποκάλυψη, 22, 20). Ο απόστολος Πέτρος λέει στον Αινέα, τον παράλυτο της πόλης Λύδδα, «Αινέα, ιάται σε Ιησούς ο Χριστός» (σε θεραπεύει ο Ιησούς, ο Χριστός, Πράξ. 9, 34), άρα ο Ίδιος ο Χριστός, εκείνη τη στιγμή, παρενέβη από τον ουρανό και τέλεσε τη θεραπεία.

Η προσευχή προς τον Ιησού, ενώ βρίσκεται στον ουρανό, είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που έκαναν οι άνθρωποι που Του ζητούσαν βοήθεια όσο ζούσε στη γη (π.χ. Ματθ. 9, 27. 15, 22, Μάρκ. 3, 10. 9, 17-29. 5, 22-23, κ.α.). Όπως έκανε αμέτρητα θαύματα εδώ, έτσι κάνει και από τον ουρανό. Αφού Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα βρίσκεται μαζί μας όλες τις ημέρες μέχρι τη συντέλεια του αιώνος (Ματθ. 28, 20), γιατί να μην προσευχόμαστε σ’ Αυτόν; Εξάλλου είναι σε συνεχή επικοινωνία μαζί μας, όπως αποδεικνύει το όραμα της Δαμασκού, το όραμα του Ανανία (Πράξ. 9, 17), η θεραπεία του Αινέα, το Ματθ. 18, 20 κ.λ.π.

Ο Χριστός επίσης κατέχει τα «κλειδιά της βασιλείας των ουρανών» και την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες (Λουκ. 7, 48-50, κ.α.), εξουσία που ανήκει μόνο στο Θεό (βλ. π.χ. Ησαΐα 43, 24) –και είναι δικά Του, δεν τα διαχειρίζεται απλώς εξ ονόματος του Πατρός, γι’ αυτό και μπορεί να τα μεταβιβάσει στους μαθητές Του (Ματθ. 16, 19, και 18, 18). Ομοίως, τους μεταβιβάζει και την εξουσία να κάνουν θαύματα (Λουκ. 9, 1-6). Αυτό φανερώνει ότι τα θαύματά Του τα πραγματοποιεί με τη δική Του δύναμη και όχι «με την άδεια του Θεού», όπως φαίνεται να λέει στο ισλαμικό κοράνι. Ας σημειωθεί ότι ο Ιησούς διακηρύσσει ότι έχει «όλα όσα έχει και ο Πατέρας» (βλ. Ιω. 10, 30. 14, 9-11. 16, 15. 17, 10 και 17, 21) και μάλιστα ότι, όπως ο Πατέρας, έτσι κι Εκείνος μπορεί να δίνει ζωή (ανάστησε μάλιστα τρεις νεκρούς όσο ήταν στη γη), πράγμα που θα κάνει σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια όταν θα αναστήσει όλους τους νεκρούς, για να κάνει ο Ίδιος την τελική κρίση και την κατάταξη των ανθρώπων στον παράδεισο και την κόλαση (Ματθ. 25, 31-46, Ιω. 5, 25 και 28).

Στο Ματθ. 23, 34-38, ο Ιησούς λέει προς τους εκπροσώπους της εβραϊκής θρησκείας ορισμένα εκπληκτικά πράγματα. Στίχ. 34: «διά τούτο ιδού εγώ αποστέλλω προς υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών αποκτενείτε» (θα σκοτώσετε) «και σταυρώσετε, και εξ αυτών μαστιγώσετε εν ταις συναγωγαίς υμών και διώξετε από πόλεως εις πόλιν…» – στίχ. 37-38: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμενους προς αυτήν. ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε. ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος».

Αυτά τα λόγια όμως ταιριάζουν μόνο στον Θεό. Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από τέτοια λόγια και είναι όλα δικά Του λόγια. Κατ’ αρχάς, μόνο Εκείνος λέει «ιδού εγώ» (π.χ. Ζαχαρίας 12, 2, Ιερεμίας 23, 2, Μαλαχίας 3, 22, κ.α.) και μόνον Εκείνος στέλνει τους προφήτες, ενώ εδώ ο Ιησούς λέει ότι θα τους στείλει ο Ίδιος. Και, κατά δεύτερον, τίθεται το ερώτημα: πότε ο Ιησούς προσπάθησε να μαζέψει το λαό της Ιερουσαλήμ «κάτω απ’ τα φτερά Του», όπως η όρνιθα τα πουλιά της (και μάλιστα τόσο πολλές φορές, ώστε να θεωρεί πλέον πως είναι μάταιος κόπος); Η μόνη πιθανή απάντηση σ’ αυτό είναι: σε όλη τη διάρκεια της εβραϊκής ιστορίας. Είναι ο Θεός.

Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε πως, όταν στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς χαρακτηρίζεται «Θεός», π.χ. Ιω. 1, 1, Ιω. 20, 28 [ο Θωμάς «είπεν αυτώ» (σ’ Αυτόν) «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»] κ.ά., αυτό γίνεται με την απόλυτη και κυριολεκτική έννοια που έχει το όνομα αυτό στον Πατέρα – και, όταν χαρακτηρίζεται «ο Κύριος», το όνομα αυτό έχει την ίδια έννοια με το όμοιο «ο Κύριος» που αποδίδεται στο Θεό.

Τέτοιες αναφορές βλ. και σε άλλα σημεία, όπως τα Πράξ. 20, 28, Ρωμαίους, 9, 5, Εφεσ. 5, 5 («εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού»), Α΄ Τιμ. 3, 16, Τίτ. 1, 10 («την διδασκαλίαν του σωτήρος ημών Θεού» –ο Χριστός δίδαξε, όχι ο Πατήρ), Τίτ. 2, 13 («επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ος έδωκεν εαυτόν υπέρ πάντων» –η επιφάνεια [εμφάνιση] θα είναι του Χριστού, όχι του Πατρός), Εβρ. 3, 4, Β΄ Πέτρ. 1, 1, Α΄ Ιω. 5, 20 κ.ά.

Ας σημειώσω ότι οι αδελφοί μας μουσουλμάνοι –και όλες οι αντιτριαδικές αιρέσεις– «ξεφεύγουν» από το ακαταμάχητο αυτό τεκμήριο της θεότητας του Χριστού (το ότι στην Κ.Δ. χαρακτηρίζεται «Θεός») με διάφορους τρόπους: είτε λέγοντας ότι «η λέξη Θεός δεν σημαίνει μόνο το Θεό αλλά και… δυνατός» (επιχείρημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά), είτε απαξιώνοντας (αυθαίρετα) την αξιοπιστία των αγίων αποστόλων και συγγραφέων της Κ.Δ.. Ο μουσουλμάνος απολογητής Α. Ελντίν κάπου γράφει: «δείξτε μου ένα σημείο, όπου ο Χριστός να λέει για τον εαυτό του ότι είναι Θεός, κι εγώ θα γίνω χριστιανός». Κι όμως, ακόμη κι αν υπήρχε τέτοιο σημείο, αμέσως κάθε μουσουλμάνος απολογητής θα το απέρριπτε ως «ψεύδος, κατασκευασμένο από τους καινοδιαθηκικούς συγγραφείς».

 

Τέταρτον, το γεγονός ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (όταν ήτανε στη φυλακή) έστειλε κάποιον από τους μαθητές του να ρωτήσουν τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) «Εσύ είσαι αυτός ο προφήτης που περιμένουμε ή θα πρέπει να περιμένουμε κάποιον άλλον» δείχνει ότι ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) δεν ήξερε ξεκάθαρα ποια ήταν η αποστολή του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) μέχρι που (μέσα από τη φυλακή) άκουσε για τα θαύματα του. Το εδάφιο «Ματθαίος, 11:3» αντιφάσκει με το «Ιωάννης, 1» όπου ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) φέρεται να λέει «Έρχεται το φως του κόσμου που θα πάρει τις αμαρτίες του κόσμου» ενώ απ’ την άλλη ο τέταρτος Ευαγγελιστής δεν ξέρει (ή δεν αναφέρει) τίποτα για τον θάνατο του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) κ.α.

Δεν είναι έτσι. Το απαντήσαμε και αυτό στην ενότητα για την προφητεία του Μαλαχία. Και τι σημαίνει ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει το θάνατο του Προδρόμου; Μήπως αμφισβητεί ο συγγραφέας αυτό το γεγονός;

 

Από Ισλαμική σκοπιά, είναι αδύνατον ένας προφήτης ο οποίος στο Κοράνι περιγράφεται ως «Σαϊγίνταν ουά χασούραν ουά ναμπίιγιαν μιν ας-σαλιχίνα» (κύριος και αγνός και προφήτης από τους ευσεβείς) να έχει χρησιμοποιήσει παγανιστικές εκφράσεις για τον Ιησού (αλέϊχι σαλάμ). [Τι εκφράσεις εννοεί;]

Αποστολή του Βαπτιστή ήταν να «βαπτίζει» συμβολικά αυτούς που μετανοούσαν και το βάπτισμα σήμαινε συμβολικά ότι ο μετανοημένος δεν είχε πρόθεση να ξανακάνει την ίδια αμαρτία (ή έστω να αγωνιστεί να μη την ξανακάνει). Αν ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) ήταν αυτός που θα έπαιρνε τις αμαρτίες του κόσμου, τότε το κήρυγμα του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) θα ήταν γελοίο. Καμία αμαρτία δεν έχει πάρει ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ). Όλοι μας βλέπουμε τι γίνεται στον κόσμο μας καθημερινά. Ο Θεός μας έχει δώσει το αυτεξούσιο, την ελευθερία δηλαδή να επιλέξουμε ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Αφού έχουμε το αυτεξούσιο, τι νόημα έχει το να σηκώσει τις αμαρτίες μας κάποιος άλλος? Είναι ο μεγαλύτερος φασισμός και η μεγαλύτερη αδικία.

 

Πώς ο Χριστός πήρε τις αμαρτίες του κόσμου

Φαίνεται ότι ο συγγραφέας έχει σοβαρά κενά στην κατανόηση της χριστιανικής διδασκαλίας – κρίμα που πέρασε και από το χριστιανισμό. Το έργο του Χριστού δεν είναι να εξαναγκάσει ή έστω να πείσει τους ανθρώπους (ίσως με κάποιο υπερφυσικό τρόπο) να μην αμαρτάνουν πλέον – αυτό θα ήταν όντως κατάργηση του αυτεξουσίου μας, επομένως θα ήταν «ο μεγαλύτερος φασισμός και η μεγαλύτερη αδικία», όπως τσαμπουνάει ο συγγραφέας μας. Ο Ιησούς πήρε τις αμαρτίες του κόσμου από δύο απόψεις:

α) Εξαιτίας των αμαρτιών του κόσμου θανατώθηκε με τη φοβερή ποινή της σταύρωσης, που επιβαλλόταν μόνο στους μεγάλους κακούργους. Έτσι «πήρε τις αμαρτίες» (δηλ. συμμερίστηκε την τύχη) όλων εκείνων που υφίστανται ποινές, όλων των μεγάλων αμαρτωλών και όλων εκείνων που βασανίζονται και θανατώνονται φρικτά (σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, έως το τέλος), παρόλο που Εκείνος ήταν –και είναι– ο Δημιουργός Θεός, ενώ εμείς είμαστε απλώς τα δημιουργήματά Του (σε σύγκριση με Αυτόν, ασήμαντοι) και δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος να έχει και ο Ίδιος την τύχη μας.

β) Με το θάνατο και την ανάστασή Του, ως άνθρωπος (νέος Αδάμ), εγκαινίασε τη νέα δημιουργία του ανθρώπου και έτσι όσοι θέλουν (δεν υπάρχει «φασισμός» εδώ) μπορούν να ενωθούν με Αυτόν διά του βαπτίσματος και της θείας Μεταλήψεως και να φτάσουν στην ένωση με το Θεό (θέωση). Ο Χριστός λοιπόν κατάργησε τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος (σύντριψε την κεφαλή του όφεως) και όχι τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέξει, αν θέλει, να αμαρτάνει!

Τέλος, η αναφορά του αγίου προφήτη και Προδρόμου Ιωάννη στον «αμνό, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», υπαινίσσεται και τον αποδιοπομπαίο τράγο των Ιουδαίων, που συμβολικά «του φόρτωναν τις αμαρτίες του λαού» και τον εξαπέλυαν στην έρημο να πεθάνει. Ο τράγος αυτός, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ο Χριστός. Όχι επειδή ο αμνός συγγενεύει με τις κατσίκες, αλλά επειδή ο Χριστός πέθανε σηκώνοντας τις αμαρτίες του λαού (όλου του ανθρώπινου γένους), όπως ο αποδιοπομπαίος τράγος πέθαινε σηκώνοντας τις αμαρτίες των Ιουδαίων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Θεός κατεβαίνει, γίνεται άνθρωπος και υφίσταται τον έσχατο εξευτελισμό! Και όλα αυτά για να σώσει τα δημιουργήματά Του, δηλ. για να τα καλέσει στη σωτηρία, όχι να τα σώσει εξαναγκάζοντάς τα να Τον ακολουθήσουν. Αυτό είμαι βέβαιος πως είναι ακατανόητο για μια θρησκεία με «μονοπρόσωπο» και πολεμιστή Θεό –τόσο την ιουδαϊκή της Π.Δ. όσο και το Ισλάμ, που αντιγράφει την ιουδαϊκή. Μόνο ο Τριαδικός Θεός της αγάπης είναι τόσο παράξενος, ώστε κάνει τέτοια πράγματα, διότι Αυτός ο Τριαδικός Θεός «αγάπη εστί».

Λυπούμαι, διότι ο συγγραφέας νομίζει –ή έτσι ισχυρίζεται– ότι το να παίρνει κάποιος τις αμαρτίες του άλλου είναι αδικία και «φασισμός». Για ένα χριστιανό αυτός ο ισχυρισμός είναι ακατανόητος. Ίσως εκείνος, επειδή ήταν ρωμαιοκαθολικός και οι ρωμαιοκαθολικοί δίνουν τρομερή (και νοσηρή) έμφαση στην ιδέα της ενοχής και της τιμωρίας, να αγνοεί ή να μη μπορεί να καταλάβει το πνεύμα αγάπης της αρχαίας και της ορθόδοξης Εκκλησίας. Για μας, το να αναλάβει κάποιος την ενοχή για τις αμαρτίες ενός άλλου είναι η ύψιστη θυσία και συμπεριφορά που ταιριάζει στους αγίους. Και φυσικά ο Ιησούς, που ανέλαβε τις αμαρτίες όλου του κόσμου, είναι ο πιο άγιος από όλους τους αγίους – ενώ ο Μωάμεθ, που δεν ανέλαβε τις αμαρτίες κανενός, δε μπορεί να διεκδικήσει αγιότητα μεγαλύτερη από τον Ιησού, ούτε καν από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Και αν σκέφτεστε: «Μα τότε ο Μωυσής και οι άλλοι προφήτες δεν ήταν άγιοι;», σας εξηγώ. Ο Μωυσής ανήκει στην Π.Δ. και οι πράξεις του ανήκουν στο νηπιακό στάδιο της αποκάλυψης του Θεού. Ακόμη κι αυτός όμως ανέλαβε την αμαρτία του λαού του (λατρεία του χρυσού μόσχου), διακινδυνεύοντας τη σωτηρία του, όταν είπε στο Θεό: «Κύριε, συγχώρησε την αμαρτία αυτού του λαού ή σβήσε κι εμένα από το βιβλίο Σου» (Έξοδος, 32, 32). Οι δε προφήτες επίσης έπεσαν θύματα των αμαρτιών του λαού τους, γιατί οι περισσότεροι θανατώθηκαν μαρτυρικά! Τέλος, οι χριστιανοί άγιοι επίσης αναλαμβάνουν τις αμαρτίες των άλλων, με το να προσεύχονται διαρκώς για τη συγχώρηση των αμαρτιών και των ζωντανών και των νεκρών (και όχι μόνο για τις δικές τους αμαρτίες, όπως ίσως νομίζετε, μουσουλμάνοι αδελφοί μου). Για να δείτε τι σημαίνει αυτό, διαβάστε τη μελέτη «Περί Προσευχής», του σύγχρονου μεγάλου ορθόδοξου αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ («Σωφρονίου του Έσσεξ» - περί αυτού βλέπε ΕΔΩ).

Υπενθυμίζω ότι ο Παύλος γράφει ότι είναι πρόθυμος να χάσει τον παράδεισο, αν έτσι σωθούν οι Ιουδαίοι, δηλαδή οι «κατά σάρκα αδελφοί και συγγενείς του» (προς Ρωμαίους, 9, 3).

 

Πέμπτον,  ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) δεν θα μπορούσε να είναι ο πρόδρομος του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ) με την έννοια που η Εκκλησία του έχει αποδώσει. Ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) προβάλλεται σε μας ως η «φωνή που κράζει στην έρημο», ως η εκπλήρωση αυτού που λέγεται στο «Ησαϊας, xl:3». [Ακριβώς, δηλαδή ο προάγγελος του ερχομού του Θεού αυτοπροσώπως – αυτό λέει η προφητεία του αγίου προφήτη Ησαΐα] Ωστόσο, όπως είναι σίγουρο το ότι ένα πράγμα είναι ένα και δύο συν δύο κάνουν τέσσερα, τόσο ακόμα σίγουρο είναι ότι οι Χριστιανοί έχουν αποτύχει.

Μπα; Πώς απέτυχαν, όταν κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γίνει άγιος; Πώς απέτυχαν, όταν εκατομμύρια άνθρωποι έχουν φτάσει στην αγιότητα και δισεκατομμύρια έχουν μπει στον παράδεισο;

Ή μήπως «πέτυχαν» οι μουσουλμάνοι, που (συγχωρέστε με, αδελφοί μου, να πω τι βλέπουμε εμείς) ιστορικά κατέκτησαν και καταπίεσαν αφόρητα τους χριστιανικούς λαούς και διέπραξαν και συνεχίζουν να διαπράττουν τόσους φόνους;

Βλ. μια σύγχρονη περίπτωση και ένα σύγχρονο χριστιανό άγιο μάρτυρα στο http://www.impantokratoros.gr/BDC5C441.el.aspx. Δες επίσης βανδαλισμούς μουσουλμάνων της 26 Ιουλίου 2009 κατά ορθοδόξων χριστιανών στην Ινδονησία: http://www.impantokratoros.gr/8FBAB7DE.el.aspx.

 
Εδώ θα ήθελα να εξηγήσω ακόμα κάτι, αυτός που ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) φέρεται να είπε, ότι δηλαδή «Κανένας άντρας που γεννήθηκε από γυναίκα δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή αλλά ο τελευταίος στη Βασιλεία του Ουρανού, είναι μεγαλύτερος από τον Βαπτιστή». Θέλει ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) να μας πει ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) και οι άλλοι προφήτες είναι κατώτεροι από μας? Αυτό για μένα είναι αδιανόητο να θεωρήσω ότι είμαι ανώτερος από έναν προφήτη. Όλα αυτά δείχνουν το μέγεθος της αλλοίωσης που έχουν υποστεί τα λεγόμενα Ευαγγέλια αλλά παρόλα αυτά, ακόμα έχουν κάποια στοιχεία που μας οδηγούν στην αλήθεια, την οποία οι Χριστιανοί αποκρύπτουν. Ποιός τότε είναι στην πραγματικότητα αυτός που θα ήταν τελευταίος στην Βασιλεία του Θεού και «μεγαλύτερος» του Βαπτιστή?

Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που μας είπε ο Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ) κανένας γεννημένος από γυναίκα δεν ήταν ποτέ πιο «μεγάλος» από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) αλλά ο τελευταίος (η ελάχιστος) στη Βασιλεία του Θεού, θα ήταν μεγαλύτερος του. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο τελευταίος και πώς θα ήταν ο μεγαλύτερος από τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) και τους προφήτες που πέρασαν? Μήπως λοιπόν αυτός θα ήταν ο τελευταίος προφήτης που θα ήταν η σφραγίδα των προφητών κα έτσι θα ήταν ο τελευταίος και μεγαλύτερος όλων? Ο πιο νέος (στα αραβικά «σαγίρ» και στα αραμαϊκά «ζίρα») με την έννοια ότι θα ήταν χρονολογικά κοντά στους ανθρώπους, είναι μόνο ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ), αφού οι άλλοι προφήτες έζησαν πολύ πριν απ’ αυτόν και όλοι οι προηγούμενοι προφήτες μαζί, δεν είχαν εκπληρώσει το τεράστιο εκείνο έργο που είχε κάνει ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ).

Τα εξηγήσαμε αυτά και δε νομίζω ότι πρέπει να τα ξαναγράφω. Ας ανατρέξει ο αναγνώστης στα προηγούμενα. Ευχαριστώ.

 

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (αλέϊχι σαλάμ) αναγνωρίζει τον προφήτη Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) ως τον τελευταίο, ως τον κύριο των προφητών αλλά και μεγαλύτερο του αφού είχε πει «Αυτός που θα έρθει μετά από μένα» (που λανθασμένα λοιπόν οι Χριστιανοί παρουσιάζουν στη Βίβλο ότι είναι ο Χριστός) υπενθυμίζοντας έτσι στους Φαρισαίους την αρχαία προφητεία του Ιακώβ (αλέϊχι σαλάμ) για τον ερχομό του «Σιλό», λέξη που όπως είπα έχει σχέση με τη λέξη «shiloukh» ή «Shilokhah» σημαίνει «απεσταλμένος του Θεού» (στα αραβικά «ρασούλουλλάχ»).  Όταν λοιπόν βλέπουμε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ) να λέει αυτά που λέει στους Φαρισαίους και σκεφτούμε τη δύναμη και το μέγεθος του έργου του προφήτη Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) και των ακολούθων του (ίδρυσαν 25 αυτοκρατορίες, διέλυσαν μεγάλες αυτοκρατορίες που κάποτε είχαν μεγάλη δύναμη, κατέλαβαν τη Μέκκα κατατροπώνοντας τους Άραβες παγανιστές, εξαπλώθηκαν μέσα σε 2 χρόνια από το Μαρόκο και την Ισπανία μέχρι την κεντρική Ασία κ.τ.λ.), τότε καταλαβαίνουμε πως πράγματι ο Μουχάμμεντ αλ-Μουσταφά (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) ήταν μεγαλύτερος του Βαπτιστή (αλέϊχι σαλάμ).

Πουθενά δεν λέει τέτοια πράγματα ο Ιωάννης. Πρόκειται για αυθαίρετες ερμηνείες, γεννήματα της φαντασίας (και του προπαγανδιστικού στόχου) του συγγραφέα. Νομίζω ότι έχουν ανατραπεί πλήρως στις προηγούμενες ενότητες. Περιττεύουν οι επαναλήψεις.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 26-8-2015.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-9-2015.

ΕΠΑΝΩ