Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ιστορικά θέματα

Μεσοποταμία αρχική σελίδα

Μέση περίοδος τού Χαλκού

2.200 - 2.000 π.Χ.

Προηγούμενη περίοδος // Επόμενη περίοδος // Πίνακες τών περιόδων

Η Μεσοποταμία αποτελεί τη χώρα στην οποία έζησαν και έδρασαν τα κεντρικά πρόσωπα τού βιβλίου τής Γενέσεως. Για την κατανόησή του λοιπόν, είναι συχνά απαραίτητο να έχει ο αναγνώστης μια εικόνα τών λαών που έζησαν εκεί και τής ιστορίας του. Οι παρακάτω αναλύσεις, στηρίζονται σε δύο διαφορετικούς πίνακες, και συνδυάζουν δύο διαφορετικές υποδιαιρέσεις τών εποχών. Γι' αυτό, ίσως συναντήσετε τις ίδιες χρονολογίες τών άκρων κάθε περιόδου, σε δύο διαδοχικά αρχεία τής σειράς.

2.200 - 2.000 π.Χ.

ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Ι

Nεοσουμεριακή Περίοδος

H περίοδος μεταξύ της κατάρρευσης της Ακκαδικής αυτοκρατορίας και της δυναστείας της Ουρ ΙΙΙ, ήταν μια περίοδος αναρχίας οικονομικής πτώσης και διάσπασης. Την περίοδο αυτή υπήρχαν επίσης συνεχείς επιθέσεις του Σημιτικού λαού των Αμοριτών. Οι Γκούτι φαίνεται πως ήταν αρκετά απολίτιστοι για να μπορέσουν να συγκροτήσουν μια δική τους ισχυρή διακυβέρνηση στη θέση της Ακκάδ και έτσι περιορίστηκαν σε χαλαρή διοίκηση-εποπτεία την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι σουμεριακές πόλεις-κράτη και σταδιακά προχώρησαν σε σχετική ανεξαρτησία, υπό την ανοχή αρχικά των βάρβαρων Γκούτι. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, οι Γκούτιοι διόριζαν κατά κανόνα ή έδιωχναν τους Ενσί των πόλεων της Μεσοποταμίας. Φάνηκαν να ευνοούν τη Λαγκάς, ίσως επειδή ήταν υποχωρητική. Έτσι η Λαγκάς έφτασε να είναι η κυρίαρχη πόλη, που έλεγχε κατά καιρούς την Ουρ, την Ούμα, ίσως ακόμα και την Ουρούκ. Στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ευημερίας για τη χώρα Σουμέρ. Φαίνεται πως είχαν πια ωριμάσει οι συνθήκες για να κάνουν οι σουμεριακές πόλεις το τελευταίο άλμα προς την πολιτική αυτονομία. Προς το τέλος της περιόδου των Γκούτι παρατηρείται μια σημαντική πολιτιστική και πολιτική αναγέννηση στις σουμεριακές πόλεις, με τη Λαγκάς, την Ουρούκ και την Ουρ να διαδραματίζουν και πάλι πρωτεύοντα ρόλο.

 


ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΓΚΟΥΤΙΩΝ (περίπου 2220 - 2120 π.Χ.)

Η κυριαρχία των Γκούτι

Οι Γκούτιοι ήταν φυλή από την περιοχή Zagros του Ιράν.

Οι περισσότεροι από τους βασιλιάδες τους φαίνονται να βασίλεψαν μόνο για ένα έως τρία έτη, με μακρύτερη βασιλεία τα επτά έτη. Δεν ήταν ποτέ πολυάριθμοι και φαίνεται ότι καταλάμβαναν μόνο μερικές στρατηγικές θέσεις όπως τής Νιππούρ.

Ιμτά

Ινκισχούς

Σαρλαγκάμπ

Σουλμέ

Ελουλουμές

Ινιμπακές

Ιγκεσχαούς

Ιαρλαγκάμπ

Ιμπάτ

Απροσδιόριστος (ταμπλέτα χαλασμένη)

Κουρούμ

Απροσδιόριστος (ταμπλέτα χαλασμένη)

Απροσδιόριστος (ταμπλέτα χαλασμένη)

Ιραρούμ

Ιμπρανούμ

Χαμπλούμ

Πουζούρ-Σιν

Ιαρλαγκάντα

Απροσδιόριστος (ταμπλέτα χαλασμένη)

Τιραγκάν Νικήθηκε από τον Ουτουχενγκάλ τής Ουρούκ. Εμφανίστηκε να βάζει πόδι του πάνω στο λαιμό του.

 

Η 3η Δυναστεία της Λαγκάς (Λαγκάς ΙΙΙ) (περίπου 2155 - 2111 π.Χ.)

Ουρ-Βάου (Ουρ-Μπάμπα) (2155 - 2142 π.Χ.) Η ενσί της Λαγκάς, Ουρ-Βάου, διατηρώντας καλές σχέσεις με τους Γκούτι, ίδρυσε τη δυναστεία και κατάφερε να ισχυροποιηθεί τόσο ώστε να ελέγξει μερικές άλλες Σουμεριακές πόλεις, όπως την Ουρ, την Ούμμα και την Ουρούκ. Την εξουσία της ακολούθησαν οι τρεις γαμπροί της.

Γουδέας (2142 - 2122 π.Χ.) Γαμπρός τής Ουρ-Βάου. Προσπάθησε να αποκαταστήσει τον κλασικο Σουμεριανό πολιτισμό, παρά την Γκουτιαία κυριαρχία. Είχε εμπορικές σχέσεις με όλο το γνωστό τότε κόσμο, και χρησιμοποίησε Ελαμίτες βιοτέχνες για να τον βοηθήσουν να χτίσει τους ναούς του.

Έγινε πατεσί (patesi = αρχιερέας κυβερνήτης) της Λαγκάς, και υπήρξε από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της Νεοσουμεριακής Περιόδου. Η εντύπωση την οποία προκάλεσε η προσωπικότητά του τόσο στους συγχρόνους του όσο και στους μεταγενεστέρους Σουμερίους φαίνεται από το μεγάλο αριθμό ανδριάντων του που διασώθηκαν. Οι περισσότεροι από αυτούς καλύπτονται από εγχάρακτες επιγραφές, οι οποίες αναφέρονται κυρίως στην οικοδομική δραστηριότητα της πόλης Λαγκάς κατά την περίοδο αυτή. Αγαπούσε την τέχνη, γι’ αυτό βρήκαμε πολλά έργα του. Ήταν έμπορος και φιλόλογος, και ένας σπάνιος ευσεβής και ικανός κυβερνήτης. (Κόρπους Νο 5: σ. 50,51). Στην εποχή του, η Λαγκάς έφτασε στη μέγιστη ακμή της. Πολέμησε και νίκησε την Ανσάν γειτονικά τού Ελάμ στο Νότο, ενδεχομένως με εντολή τών Γκουτιαίων.

Ουρ-Νινγκιρσού (2122 - 2118 π.Χ.) Γιος τού Γουδέα. Τελευταίος υποτελής τών Γκουτιαίων.

Ουγκμέ (Πίριγκ-Με) (2117 - 2118 π.Χ.) Αδελφός τού Ουρ-Νιγκιρσού. Πιθανόν υποτελής τής Ουρούκ.

Ουργκάρ (2114) Γαμπρός τής Ουρ - Βάου. Υποτελής τής Ουρούκ.

Ναμχανί (2114 - 2111 π.Χ.) Γαμπρός τής Ουρ-Βάου. Κυβέρνησε επίσης την Ούμα. Ο Ναμχανί συνεργάστηκε πλήρως με τους Γκούτιους, πριν από την εκδίωξή τους και ενδεχομένως στις προσπάθειές τους να ξαναεισβάλλουν στην περιοχή. Θεωρήθηκε ως προδότης τής Σουμερίας και σκοτώθηκε τελικά από τον Ουρ-Ναμού.

 

5η Δυναστεία της Ουρούκ (2123-2113 π.Χ.) (Ουρούκ V).

Ουτου - Χενγκάλ (2123 - 2113 π.Χ.) Επαναστάτησε ενάντια στους Γκούτιους. Οι ορεσίβιοι Γκούτι διώχνονται από τον ενσί Ουτού-Χενγκάλ, ο οποίος για τη νίκη του αυτή εξυμνήθηκε αργότερα στη Σουμεριανή φιλολογία. Αιχμαλώτισε τον τελευταίο βασιλιά τους, τον Τιραγκάν, και έβλαε το πόδι του πάνω στο λαιμό του.

Από μια επιγραφή πού διασώθηκε μαθαίνούμε ότι “ο Ουτουχεγκάλ, ο δυνατός άνδρας, νίκησε τους Γκούτι και αιχμαλώτισε το βασιλιά τους (...) και επανέφερε τη βασιλεία στη Σουμέρ”. Κατόρθωσε να φέρει μεγάλο μέρος τής Σουμερίας κάτω από τον έλεγχό του. Ο βασιλικός κατάλογος αναφέρει πως ο Ουτουχεγκάλ βασίλευσε επτά χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να αναγνωριστεί ως βασιλιάς (lugal) όλης της Σουμερίας και χωρίς να αποφύγει την ήττα από την άλλη ισχυρή πόλη-κράτος, την Ουρ (Κόρπους Νο 5: σ. 51).

 


ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΥΡ ΙΙΙ (2.113 - 2004 π.Χ.)

3η Δυναστεία της Ουρ (2.113 - 2004 π.Χ.) (Ουρ ΙΙΙ).

Η Ουρ ΙΙΙ, ήταν μία Σουμεριακή αυτοκρατορική δυναστεία με κέντρο την πόλη Ουρ, η οποία διέθετε ανεπτυγμένη γραφειοκρατία, και σταθερούς θεσμούς (2.113 - 2.004 π.Χ.). Είχε ως πυρήνα τις πόλεις κράτη της Νότιας Μεσοποταμίας και περιφέρεια τους πρόποδες των λόφων στα Ανατολικά. Οι δύο αυτές περιοχές είχαν διαφορετική διοίκηση και φορολογία

Μπορούμε να διαιρέσουμε την αυτοκρατορία σε δύο τμήματα. Το πρώτο ήταν η κύρια αυτοκρατορία: κυβέρνησε τη Μεσοποταμία πλήρως, και επέβαλε την κρατική θέληση σε όλες τις πόλεις. Δεύτερο τμήμα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τις εξαρτήσεις ή υποτελή έθνη: Τα ξένα εδάφη που κατακτήθηκαν, είτε από στρατιωτική κατάκτηση, είτε που υποχρεώθηκαν να στέλνουν το φόρο στο κράτος τής Ουρ ΙΙΙ.

Με την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ εγκαινιάστηκε μια χωρίς προηγούμενο περίοδος υλικής ευημερίας. Οι Γκούτι αναγκάστηκαν να αποτραβηχθούν στα ορεινά τον Ζάγρου, χωρίς πάντως να αφήσουν ανενόχλητες τις Σουμεριακές πολιτείες. Τείχη και ιερά επισκευάστηκαν, η δε πόλη Νιππούρ ξανάγινε το θρησκευτικό κέντρο των Σουμερίων. Ιδρυτής της Δυναστείας ήταν ο φωτισμένος ενσί Ουρ-Ναμμού (Ur Nammu).

Ο Ουρ-Ναμμού (2113 - 2095 π.Χ.), Διορίστηκε στρατιωτικός κυβερνήτης τής Ουρ από τον Ουτουχενγκάλ. Με το θάνατο του βασιλιά τής Ουρούκ, ο Ουρ-Ναμού αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς τής Ουρ. Κατέλαβε την Ουρούκ, και επιτέθηκε και σκότωσε τον Ναμχανί, τον προδότη τής Λαγκάς. Κυβέρνησε όλη τη Σουμερία, και μεγάλο μέρος τής Ασσυρίας και τού Ελάμ. Η Συρία, συμπεριλαμβανομένης τής Έμπλα, πλήρωσε το φόρο, και μπόρεσε έτσι να γίνει μέρος τής αυτοκρατορίας. Ακόμα και η Φοινικική Βύβλος αναγκάστηκε να πληρώσει. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις στρατιωτικές και διοικητικές τον ικανότητες. Αποτέλεσμα της πλούσιας στρατιωτικής του δραστηριότητας ήταν, μετά από νίκες εις βάρος των πόλεων Λαγκάς, Ουρούκ, Λάρσα και Νιππούρ, να αναγνωριστεί ως αδιαφιλονίκητος βασιλιάς (lugal) όλης της Σουμερίας.

Ο Ουρ-Ναμμού διακρίθηκε ωστόσο και για τα ειρηνικά του έργα. Η πρωτεύουσα Ουρ, “η πόλη τού θεού τής Σελήνης Νάννα”, πού στα χρόνια αυτά πρέπει να άγγιζε σε πληθυσμό τις 360.000 ψυχές (κατά τον L. Wooley) στολίστηκε με εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει (διατηρείται και σήμερα) το μεγάλο Ζιγκουράτ, συνολικού ύψους 20 μ. περίπου, πού έκτισε ο Ουρ-Ναμμού στο Ιερό Τέμενος της τειχισμένης πολιτείας. Στην κορυφή τού Ζιγκουράτ βρισκόταν o ναός τον θεού Νάννα, πολιούχου της Ουρ. Επίσης μερίμνησε για την επισκευή των διωρύγων και την κατασκευή νέων, και ενίσχυσε το εμπόριο και τις τέχνες.Ο Ουρ-Ναμού, ονομάστηκε "Βασιλιάς τής Ουρ, βασιλιάς Σουμέρ και Ακκάδ. ’ρχισε πολλά προγράμματα οικοδόμησης και προήγαγε τον Σουμεριανό τρόπο ζωής. Ελευθέρωσε τη γη τους από τους κλέφτες, τους ληστές και τους επαναστάτες, αποκαθιστώντας την τάξη και την ειρήνη. Αυτός ενίσχυσε τις πόλεις για οποιοδήποτε μελλοντικό κίνδυνο. Παλιά πίστευαν ότι έγραψε τον παλαιότερο γνωστό κώδικα νόμου, αλλά πολλοί μελετητές τώρα πιστεύουν ότι το έκανε στην πραγματικότητα ο γιος του ο Σουλγκί. Πέθανε πολεμώντας τους Γκούτιους, οι οποίοι συνέχιζαν να παραμένουν πρόβλημα.

Σουλγκί (2095 - 2047 π.Χ.), Γιος τού Ουρ-Ναμού. Βασίλεψε σε μια περίοδο ευημερίας. Ολοκλήρωσε τα οικοδομικά προγράμματα τού πατέρα του, και αναδιοργάνωσε τη διοικητική μέριμνα τού βασιλείου. Η αυτοκρατορία παρέμεινε κατά μεγάλο μέρος άθικτη, με το ξεκίνημα τής επαρχιακής κυβέρνησης τού Ενσί, αλλά χωρίς στρατιωτική ισχύ. Η τοπική φρουρά τέθηκε κάτω από τον έλεγχο των βασιλικά διορισμένων στρατιωτικών διοικητών ώστε να ελαττωθούν οι πιθανότητες επανάστασης. Επεξέτεινε την κυριαρχία του έως την Ασσούρ και τη χώρα Σουμπαρτού. Ο Σουλγκί, αν και επηρεασμένος από τη σημιτική παράδοση της ακκαδικής περιόδου (χρησιμοποιούσε λ.χ. τον ακκαδικό τίτλο “βασιλιάς των τεσσάρων μερών”), ήταν ωστόσο λάτρης τού σουμεριακού πολιτισμού. Αγαπούσε τη σουμεριακή λογοτεχνία, προστάτευσε τα σχολεία και την εκπαίδευση και υπερηφανευόταν για την παιδεία την οποία απέκτησε στο σχολείο εντούμπα (edubba) (Κόρπους Νο 5: σ. 51,52).

Είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να υποτάξει τα εδάφη τής Ασσυρίας, με ετήσιες εκστρατείες που άρχισαν στο 24ο έτος τής βασιλείας του. Τελικά πέτυχε να κάνει επαρχία του τη βόρεια περιοχή, με τους Χουριτικούς, Σουμπαρτικούς και Ασσυριακούς πληθυσμούς το 2051, μετά από είκοσι έτη πολέμου. Οδήγησε επίσης τις σωφρονιστικές εκστρατίες ενάντια στους Αμορίτες. Οι Γκούτιοι πέρασαν το Ελάμ, προκαλώντας εκεί μια αναρχία μεγαλύτερη από ότι είχε υπάρξει πριν στη Σουμερία. Πάντρεψε τις κόρες του με τους κυβερνήτες τής Warshe kai Anshan, και μετά κατέλαβε τα Σούσα, και εγκατέστησε έναν Σουμέριο κυβερνήτη. Αργότερα κατέβαλλε μια επανάσταση στην Ανσάν. Οι Ελαμίτες στρατολογήθηκαν σ' έναν στρατό τύπου: "λεγεώνα τών ξένων". Περίπου στο 2055, οδήγησε έναν στρατό ξηράς στην Παλαιστίνη, για να τιμωρήσει τους ντόπιους για τη μη αποστολή φόρου. Μπορεί να προσπάθησε να μιμηθεί τον Ναράμ-Σιν, γιατί πήρε τον τίτλο τού "βασιλιά τών τεσσάρων τετάρτων". Ήταν μεγάλος προστάτης όλων τών Σουμερίων, ακόμα και αν παντρεύτηκε μια Σημίτισσα, την Αμπισιμτί. Επρόκειτο να παραμείνει Αυτή θα έμενε κληρονόμος μετά τους γιους της. Ο Σουλγκί είχε περισσότερα από 50 παιδιά.

Μετά το θάνατο τού Σουλγκί έκανε την εμφάνισή του από τις ερήμους της Συρίας ένα σημιτικό φύλο, οι Αμορίτες, οι οποίοι άρχισαν να εισβάλλουv και να λεηλατούν τις σουμεριακές πόλεις.

Aμάρ-Σιν (2047 - 2038 π.Χ.). Γιος τού Σουλγκί. Έκανε πολυάριθμες εκστρατείες ενάντια στους Αμοραίους. Ο χρόνος τής βασιλείας του, μοιράστηκε ανάμεσα στην οικοδόμηση προγραμμάτων, και στους πολέμους στην Ασσυρία, ενάντια στους Χουρίτες. Ίσως είχε χάσει τα υποτελή έθνη τής Συρίας και τού Ελάμ. Αυτοαποκάλεσε τον εαυτό του: "Ο θεός που δίνει ζωή στη χώρα", και "Ήλιος θεός (δηλαδή δικαστής) τής χώρας". Πέθανε με τρόπο ειρωνικό, από μια μόλυνση, δεδομένου ότι η ασθένεια φάνηκε ως σημάδι τής δυσαρέσκειας τών θεών.

Σου-Σιν (2038 - 2029 π.Χ.). Αδελφός τού Αμάρ-Σιν. Και αυτός επίσης αυτοθεοποιήθηκε. Οι περισσότεροι πόλεμοί του ήταν με τους Αμορραίους. Έχασε την Ασσυρία, και δημιούργησε έναν τεράστιο τοίχο μεταξύ τού τίγρη και τού Ευφράτη, για να περιορίσει τους Αμορρίτες. Ο τοίχος ήταν 270 χιλιόμετρα μακρύς και παραβίασε τις όχθες και τών δύο ποταμών. Έκανε επίσης εκστρατεία στα Ζάγρος, και νίκησε έναν συνασπισμό τών Ιρανικών φυλλών. Είχε εκτενείς εμπορικές σχέσεις με τον πολιτισμό τής κοιλάδας τού Ινδού.

Ιμπί-Σιν (2029 - 2004 π.Χ.). Γιος τού Σου-Σιν. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς τής Ουρ. Η κατάσταση έγινε πολύ επικίνδυνη κατά τα χρόνια της βασιλείας τού τελευταίου βασιλιά της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ, όταν οι επιθέσεις Αμοριτών και Ελαμιτών αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις Σουμεριακές πόλεις. Έχτισε νέα τείχη γύρω από την Ουρ και τη Νιπούρ. Όμως συνεχώς η δύναμή του μειωνόταν. Τα τελευταία χρόνια της χιλιετίας ο Ιμπί-Σιν δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τους Ελαμίτες και αναγκάστηκε να οχυρωθεί στην Ουρ. Η Εσνούνα αποσπάστηκε το 2028, και το Ελάμ το επόμενο έτος. Η Ενσίς και οι περισσότερες πόλεις του τον εγκατέλειψαν, και αυτοπροστατεύονταν ενάντια στους Αμοραίους που ερήμωναν τη Σουμερία. Αυτός έβαλε έναν υπάληλο τον Ισμπί-Ερά, υπεύθυνο για τη Νιππούρ και την Ισίν. Ο Ισμπί-Ερά επέκτάθηκε αργότερα κατά μήκους τών ποταμών από το Hamazi στον Περσικό Κόλπο. Αυτός πήρε την Ενσίς τού φυλακισμένου Ιμπί-Σιν, και εγκαταστάθηκε ο ίδιος, ενώ ακόμα ο Ιμπί-Σιν ήταν ακόμα στο θρόνο. Ακολούθησαν μεγάλη πείνα και οικονομική κατάρρευση. Το τέλος δεν απεφεύχθη. Η Ουρ δέχθηκε τη χαριστική βολή από μια εισβολή Ελαμιτών από τα Σούσα. Καταστράφηκε, και ο βασιλιάς της μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Ελάμ, όπου και πέθανε. (Κόρπους Νο 5: σ. 51,52).

Ο άρχοντας Ισμπί-Ερρά, ενσί της Ισίν, της πιο δυνατής πόλης κατά το διάστημα 2.000-1.900 π.Χ., κατέλαβε την Ουρ και αργότερα την ιερή πόλη Νιππούρ, επιχειρώντας να εξαπλώσει μια ισχυρή δυναστεία πάνω σε όλη τη Σουμερία.

Προηγούμενη περίοδος // Επόμενη περίοδος // Πίνακες τών περιόδων

Δημιουργία αρχείου: 20-6-2000.

Τελευταία ενημέρωση: 14-10-2004.

ΕΠΑΝΩ