Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Εθνικά θέματα και Ελληνικότητα

 

Το "φιλότιμο" τών Ελλήνων

Υπό Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού

 

Από «Φωνή της Ορθοδοξίας», Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 2009. Επίσημος Έκδοσις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας.

 

Το άρθρο μας για τον μήνα Σεπτέμβριο κάθε χρόνο, συνήθως επικεντρώνει την προσοχή των αναγνωστών μας, άλλοτε στην κορυφαία Εορτή της παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, και άλλοτε πάλι στην επίσης κορυφαία Εορτή της «Ινδίκτου», που είναι η Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά, όπως την καθιέρωσε το Βυζαντινό Τυπικό, το οποίο διατηρείται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με όλη την παραδοσιακή μεγαλοπρέπεια.

Και οι δύο αυτές κεντρικώτατες Εορτές της Ορθοδόξου Λατρείας μας, έχουν μια έκδηλη ελληνική γεύση.

Αυτή όμως η ελληνικότητα, δεν έχει τίποτα να κάμει με την στενοψυχία και τυφλότητα των «φυλετικών» ή των «εθνικιστικών» διακρίσεων, όπως δυστυχώς παρουσιάσθηκαν και φουντώνουν, όλο και περισσότερο, μεταξύ των Ορθοδόξων τα τελευταία 100 χρόνια, παρά το γεγονός ότι το 1872 Μεγάλη Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε ως θανάσιμη αίρεση τον Εθνοφυλετισμό.

Η ελληνικότητα, λοιπόν, που χαρακτηρίζει ως άρωμα «αιωνιότητας» και «οικουμενικότητας», τόσο την παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όσο και την Βυζαντινή Πρωτοχρονιά της «Ινδίκτου», είναι προ πάντων «ζήτημα φωτός»: Κρυστάλλινη διάσταση πολιτισμού, απελευθέρωση από κάθε «δουλεία».

Για να αντιληφθούμε την διαφορά, περί της οποίας ο λόγος, πρέπει να διευκρινήσουμε, ότι η ελληνικότητα στην περίπτωση της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται όχι ασφαλώς στο «Τίμιο Ξύλο» ή στο «Σημείον του Σταυρού», αλλά στο γεγονός του ότι η Βασιλομήτωρ Αγία Ελένη ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό μέσα από την «ευωδία» που εξέπεμπε στη ρίζα του το θαλερό πράσινο φυτό, με το χαρακτηριστικώτατα ελληνικό όνομα «βασιλικός».

Η τρυφερότητα και ευγένεια που εκφράζει (ως απλό «περιτύλιγμα» ο ταπεινός «βασιλικός»!), είναι ακριβώς ο βαθύς συμβολισμός που το ελληνικό πνεύμα «διέβλεψε» εις τον εν Γολγοθά «εναγκαλισμό» του Σταυρωθέντος Χριστού με τον φθαρτό άνθρωπο, για τον οποίο ο Ψαλμωδός προφητικώς είχε εξαγγείλει: «άνθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού» (Ψαλμ. 102, 15).

Ανάλογα θα πρέπει να παρατηρήσουμε και για την κορυφαία Εορτή της «Ινδίκτου».

Και στην περίπτωση αυτή, η «εν σμικρώ» δυναμική ελληνικότητα δεν πρέπει να αναζητηθεί εις τους μεγαλοπρεπείς «Βυζαντινισμούς» μας, για τους οποίους ο μεγάλος Ποιητής μας Κ. Καβάφης είχε εκφράσει ευλαβή ενθουσιασμό.

Το όνομα «Ίνδικτος» από μόνο του (που ως λέξη είναι καταφανώς ελληνορωμαϊκή «κατασκευή»), έχει την δύναμη να διακηρύττει την συνδυαστική σοφία και την παγκοσμιότητα των Ελλήνων, αρετές που εκ των προτέρων θα ώφειλαν να χαρακτηρίζουν κάθε μεγάλο πολιτισμό.

Μετά από τις πιο πάνω παρατηρήσεις (που βέβαια δεν είναι απλώς «εισαγωγή» αλλά μάλλον προσπάθεια για «μύησιν εις ουσίαν», όπως θα έλεγε ο Πλάτων!), μπορούμε τώρα να στραφούμε άνετα και εκτενώς, στο επί μέρους θέμα που εξαγγείλαμε ήδη στον τίτλο του άρθρου μας, το πολυθρύλητο και δήθεν μοναδικό «φιλότιμο» των Ελλήνων.

Δεν νομίζουμε ότι θα ήταν στενόψυχος εθνικισμός ή άλλως «εθνοκαπηλική προπαγάνδα» απαρηγόρητης μειονεξίας, το αν κατ’ αρχήν αναγνωρίζαμε ρεαλιστικά ότι όντως υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερα τρυφερές ευαισθησίες των Ορθοδόξων Ελλήνων, τις οποίες δικαίως εξετίμησαν συγκριτικά με τις αρετές άλλων λαών, και τις διεφήμισαν ανάλογα, διαπρεπείς Εθνολόγοι και Λαογράφοι, δικοί μας και ξένοι.

Τέτοια τραγική εξέλιξη εγνώρισε δυστυχώς, όπως θα δούμε πιο κάτω, και το πολυθρύλητο «φιλότιμο» των Ελλήνων. Ας παρακολουθήσουμε σε γενικές γραμμές την εν προκειμένω απαράδεκτη παρακμή.

Περιέργως είχε αναπτυχθεί (σχεδόν σε όλους τους χώρους του λαϊκού μας πολιτισμού!) μια ολόκληρη μυθολογία, γύρω από την επίμαχη λέξη «φιλότιμο». Την μυθολογία αυτή προσπάθησαν κατά καιρούς να την στηρίξουν, όχι μόνο ιδιοτελείς και «λαοπλάνοι» πολιτευτές, αλλά και κάποιοι, ευχαρίστως «θρηνωδούντες», λαϊκοί «καλλιτέχνες».

Σχεδόν όλοι όσοι επιμένουν να εγκαυχώνται μονίμως για το ελληνικό «φιλότιμο», το πρώτο επιχείρημα που επικαλούνται είναι, ότι πρόκειται για μια λέξη που δεν μεταφράζεται σε καμμιά άλλη γλώσσα.

Και είναι μεν αλήθεια, ότι μονολεκτικώς δεν θα μπορούσε κανείς να εκφράσει σε ξένη γλώσσα, όσα οι Έλληνες αισθάνονται μιλώντας για «φιλότιμο». Ερωτάται όμως: Είναι αυτό αρκετό για να μονοπωλήσουμε την πανανθρώπινη αρετή της «φιλοτιμίας»;

Ποιος λαός και ποια γλώσσα δεν έχει λέξεις χαρακτηριστικές, που επίσης δεν μεταφράζονται μονολεκτικά σε άλλη γλώσσα; Μήπως, για παράδειγμα, η γερμανική λέξη «Kindergarten», που την έχουν υιοθετήσει αυτούσια οι περισσότερες σύγχρονες Κοινωνίες σ’ όλο τον κόσμο, μεταφράζεται μονολεκτικά;

Στα ελληνικά βέβαια την μεταφράσαμε με την λέξη «Παιδό-τοπος», και δεν είναι τελείως λάθος. Το δεύτερο όμως συνθετικό του «Kinder-garten» που είναι ο 2«κήπος» (Garten), σαφέστατα υπερτερεί του ελληνικού «τόπος», τελείως αόριστου.

Γι’ αυτό ακριβώς εδώ πρέπει να θυμίσουμε, ότι στα ζητήματα της ποιητικής ευαισθησίας «οι λέξεις δεν έχουν απλώς νοήματα, αλλά είναι γεύσεις»! Κάτι δηλ. βαθύτερο από την νόηση, που «συγκλονίζει» ολόκληρο τον άνθρωπο!

Θα μπορέσουμε πάντως να συνεννοηθούμε καλύτερα, ως προς την αξία που έχει η λέξη «φιλότιμο» και όσα αυτή σημαίνει για τον Νεοέλληνα, αν την αναλύσουμε προσεκτικά, σύμφωνα με την ετυμολογία της. Γιατί βεβαίως, η επίμαχη αυτή λέξη δεν είναι «γρίφος».

«Φιλώ την τιμήν» σημαίνει απλούστατα, την ιδιότητα να αγαπά κάποιος την «τιμή» γενικώς.

Το να αγαπάς ό,τι είναι τίμιο και πολύτιμο, δηλ. ειλικρινές και χρήσιμο για όλους, είναι οπωσδήποτε μια ευγενής «φιλοδοξία». Γι’ αυτό και την ονομάζουμε «φιλοτιμία», που ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να την μονοπωλεί μια μόνο φυλή.

Θα αντιληφθούμε καλύτερα πόσο πλούσια είναι σε επί μέρους αρετές η έννοια «φιλότιμο», αν δεν την θεωρήσουμε αυτοτελές επί μέρους «στοιχείο» της ιδιοπροσωπίας, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, κληροδοτείται αυτομάτως, περίπου όπως τα γονίδια.

Αλλά ένας τέτοιος σχεδόν τυφλός αυτοματισμός, μπορεί να έχει θέση στην ψυχολογία των ζώων, όπως την θεμελίωσε ο Ρώσος Pavlov, καταγράφοντας τις απλώς αντανακλαστικές λειτουργίες (behaviourism), όχι όμως στον ανεπτυγμένο και πλήρως ελεγχόμενο ψυχισμό του νοήμονος ανθρώπου.

Άλλωστε το «φιλότιμο», ως μία πολυσύνθετη, όπως είδαμε, ευγενική διάθεση και συμπεριφορά, προϋποθέτει ανάλογες καταβολές, που δεν είναι μόνο βιολογικής συστάσεως, αλλά και αναλόγου αγωγής και παιδείας.

Το φιλότιμο, ως ψυχικός θησαυρός ενός ατόμου ή ενός λαού, είναι αναμφιβόλως ο μυστικός καρπός καλλιεργείας που προέρχεται από προσωπικές εμπειρίες ή περιπέτειες (στην περίπτωση του επί μέρους ατόμου). Αν πρόκειται όμως για την πατροπαράδοτη αρετή ενός ολόκληρου λαού, τότε μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το φιλότιμο κορυφαίο καρπό πολλαπλών διασταυρώσεων και εξευγενισμού διαρκείας αιώνων.

Θα εισχωρήσουμε πολύ εύκολα και χωρίς βαρύγδουπες ψυχολογικές θεωρίες εις τον αμύθητο πλούτο που κρύβει η αρετή του φιλότιμου, αν, κατά τρόπο τελείως εμπειρικό, ξεκινήσουμε από το απλούστερο γνωστό δεδομένο της καθημερινής ανθρώπινης ζωής και συμπεριφοράς.

Οι πιο ευαίσθητοι και πιο εμβριθείς Ανθρωπολόγοι, ανάμεσα στα κύρια χαρακτηριστικά που διακρίνουν ριζικά τον άνθρωπο από τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, κατέταξαν και το «χαμόγελο».

Αυτό το γνώρισμα, αν εξετάσουμε προσεκτικά, ίσως διαπιστώσουμε αλήθειες που εκ πρώτης όψεως για τους πολλούς περνούν απαρατήρητες.

Τι σημαίνει λοιπόν χαμόγελο;

Όπως τα δάκρυα είναι πολλών ειδών και πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να τα διακρίνουμε, έτσι και το χαμόγελο μπορεί να είναι στερεότυπη στιγμιαία εκδήλωση κοινωνικής ευπρεπείας, μπορεί να είναι μέθοδος επαγγελματικής συμπεριφοράς ή οποιασδήποτε άλλης σκοπιμότητος, αλλά τότε δεν έχει ακόμη την δύναμη του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω.

Αυτή την δύναμη την έχει το καλοκάγαθο χαμόγελο που βρίσκεται πέρα από κάθε σκοπιμότητα, γι’ αυτό και μπορούμε να το συναντήσουμε το ίδιο σαγηνευτικό σ’ ένα μικρό παιδί, ή σ’ έναν εφησυχάζοντα και μονήρη ηλικιωμένο.

Συμβαίνει μάλιστα κάποτε το καλοκάγαθο χαμόγελο να «γλυκαίνει» την όψη του μικρού παιδιού ή του ηλικιωμένου, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν συνάνθρωποι να το δουν. Πρόκειται δηλ. για την εσωτερική ειρήνη του ανθρώπινου είδους που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία, όπως ακριβώς εφιλοδόξησε τον άνθρωπο ο αρχαίος Περίανδρος, με το γνωστό του αξίωμα «ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή».

Το καλοκάγαθο λοιπόν χαμόγελο δηλώνει, κατά τον πιο αυθεντικό τρόπο, όλα συλλήβδην τα αγαθά που μπορεί να βιώσει καθ’ εαυτόν ο άνθρωπος, και να τα μοιρασθεί ανεπιφύλακτα με τον όποιον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως πόσο σύντομη μπορεί να είναι η συνάντηση και η συναναστροφή των.

Αυτή θα πρέπει να είναι η θεϊκή ρίζα του ανθρώπου, που τον καταξιώνει για κάθε φιλοτιμία στον παρόντα και συνεχώς ρέοντα κόσμο.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΜΠΕΣΑ, ΣΥΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ:

Στα αλβανικά, besa ή besë είναι ο λόγος τιμής, και αρχικά (λέει το ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη) ονομαζόταν έτσι ο όρκος που έδιναν οι συγγενείς του σκοτωμένου προς τους συγγενείς του φονιά ότι δεν θα επιδιώξουν να πάρουν το αίμα τους πίσω και να ξεκινήσουν βεντέτα. Φαντάζομαι έναντι ανταλλαγμάτων, διότι αλλιώς γιατί να το ορκιστούν;

Τέλος πάντων, η μαύρη αλήθεια είναι πως πολύ λίγα αλβανικά ή αρβανίτικα ξέρω, αλλά αν κανείς γείτονας ή γνώστης της αλβανικής παρακολουθεί, ας επιβεβαιώσει. Όποιος δεν έχει μπέσα είναι μπαμπέσης. Αυτό πια το ξέρουμε καλά, από το θαυμάσιο τραγούδι του σμυρνιού Βαγγέλη Παπάζογλου ή Αγγούρη, που το τραγουδάει η Ρόζα Εσκενάζη: Σ’ αγάπαγα και έλεγα πως είχες λίγη μπέσα, μα εσύ μου την κοπάναγες γιατί ήσουνα μπαμπέσα.

Ως γνωστόν, όλες μπαμπέσες είναι εκτός απ’ τη μαμά. Κι ο μπαμπέσης αλβανικής αρχής είναι. Προέρχεται από το αλβανικό pabesë, που σημαίνει άπιστος, δόλιος, αναξιόπιστος. Το αρχικό π έγινε μπ μάλλον με αφομοίωση. Αυτό το αρχικό pa- είναι στα αλβανικά στερητικό πρόθημα, ανάλογο με το ελληνικό ξε-. Besë η μπέσα, pabesë o μπαμπέσης.

Άλλη τέτοια λέξη που να έχει περάσει στα ελληνικά δεν ξέρω, αλλά θα δώσω μερικά αλβανικά παραδείγματα: fat η τύχη στα αλβανικά, pafat ο άτυχος. Cipë η τσίπα (κοινό δάνειο από σλαβική γλώσσα), pacipë ο ξετσίπωτος. Punë η δουλειά, papunë ο άνεργος.

Shpirt ή ψυχή, πρέπει να είναι λατινικό δάνειο από κανένα spirito, pashpirt o σκληρός, ο άκαρδος, και πάει λέγοντας. Εννοείται ότι η λέξη pabesë εμφανίζεται συχνά σε αλβανικά τραγούδια. [Πηγή: Ν. Σαραντάκου, αρθρο "Η μπέσα είναι ελληνική και παίρνει και περισπωμένη!"]

Δημιουργία αρχείου: 1-7-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 1-7-2014.

ΕΠΑΝΩ