Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Κοινωνία - Έθνος

Η στράτευση των πρώτων Χριστιανών // Οι νόμοι φθοράς και αφθαρσίας και οι πόλεμοι // Νόμοι φθοράς και αφθαρσίας // Πατριωτισμός, Eθνικισμός, Eυρωσκεπτικισμός // Πώς ο Εθνικισμός υποσκάπτει την καθολικότητα της Εκκλησίας // Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ο σεβασμός στην επίγεια πατρίδα // To Kράτος του Θεού το Kράτος του Aνθρώπου και η Θεανθρώπινη Πολιτεία

Ορθοδοξία και αίρεση: Γ΄ Περίοδος

Χριστιανισμός και πόλεμος

Πότε είναι ανεκτός ο πόλεμος στη Χριστιανική πίστη;

 Πατήρ Γεώργιος Μούλτος

 

Πηγή: Απομαγνητοφωνημένη εκπομπή από το ραδιόφωνο της Πειραϊκής Εκκλησίας. Σειρά αντιαιρετικών εκπομπών με τον Π. Γεώργιο Μούλτο.

Πρώτη μετάδοση: 26 Οκτωβρίου 2008.

 

Βρισκόμαστε ενόψει της Εθνικής Εορτής και παρατηρούμε ότι η Εκκλησία τη συνδυάζει με μια γιορτή της Παναγίας την εορτή της Αγίας Σκέπης που θυμίζει την προστασία της Θεοτόκου στο λαό μας στις δύσκολες ώρες των εχθρικών επιδρομών.

Στις εθνικές εορτές που θυμίζουν τους αμυντικούς πολέμους του έθνους μας παρατηρούμε ότι συνδυάζονται με επίσημες δοξολογίες και με προσευχή. Αυτοί οι συνδυασμοί εκφράζουν την αλήθεια ότι η Εκκλησία ευλογεί τους δικαίους και αμυντικούς πολέμους. Άλλωστε όπως λέει και ο στίχος «τη σημαία του 21’ κρατάει ένας δεσπότης». Είναι επίσης γνωστό ότι ο Άγιος Κωνσταντίνος στον κρίσιμο εκείνο πόλεμο μετά από τον οποίο έγινε μονοκράτορας πολέμησε με το λάβαρο, το οποίο είχε επάνω το Σταυρό και τη φράση «Εν τούτω Νίκα».

Αυτή η αλήθεια ότι δηλαδή η Εκκλησία ευλογεί τους δικαίους και αμυντικούς πολέμους, δίνει λαβή στους αιρετικούς και μάλιστα στους μάρτυρες του Ιεχωβά, να λένε ότι η Εκκλησία ευλογεί τους πολέμους και τους φόνους και ότι έρχεται σε αντίθεση με τη φωνή του Θεού που εντέλλεται: «ου φονεύσεις», και με τη φωνή του Ευαγγελίου που λέει: «αγαπάτε τους εχθροὺς υμών». Οι αιρετικοί λοιπόν, συμμορφούμενοι τάχα με το λόγο του Θεού αρνούνται να πάρουν όπλο, εμφανίζονται σαν ειρηνιστές ενώ εμάς μας λένε φιλοπόλεμους.

Όλα ετούτα είναι υποκριτικά και αυτό φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα ενός περιοδικού που εκδίδουν, το περιοδικό «Ξύπνα». Σ’ ένα άρθρο γράφουν: «Πρέπει να υπερασπίζεστε τον εαυτό σας; Ποιά είναι η άποψη της βίβλου; Από Γραφική άποψη αυτός που ενεργεί για να αμυνθεί, δεν θα ήταν ένοχος αίματος. Άρα μερικοί χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά μπορεί να διερωτώνται αν θα έπρεπε να οπλιστούν για να είναι έτοιμοι για μια πιθανή επίθεση. ...Άρα η Αγία Γραφή δίνει σε ένα άτομο το δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του ή να υπερασπίζει άλλους έναντι σωματικής βλάβης». Ενώ λοιπόν για την υπεράσπιση της περιουσίας ή του εαυτού τους λένε ότι μπορούν να έχουν ένα όπλο, για την υπεράσπιση της πατρίδας λένε ότι απαγορεύεται ο φόνος.  

Ποιά είναι η αλήθεια λοιπόν στο θέμα αυτό; Έχει επίκαιρο ενδιαφέρον στις μέρες μας, τώρα που η ανθρωπότητα πάντα ζει κάτω από τη σκιά της απειλής κάποιου πυρηνικού ολοκαυτώματος να ανατρέξουμε στο λόγο του Θεού για να βρούμε τις απαντήσεις. Ανοίγουμε πρώτα την Παλαιά Διαθήκη, την οποία ο Θεός δεν κατέλυσε αλλά «επλήρωσε». «Ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλὰ πληρώσαι» λέει ο Κύριος.

Διαβάζουμε στο βιβλίο του Δευτερονομίου ότι όταν οι Ισραηλίτες έφτασαν στη γη της επαγγελίας, ο Θεός τους έδωσε την εντολή να χρησιμοποιήσουν πρώτα ειρηνικά μέσα προς τους κατοίκους, όμως, όπως λέει στο 20ο κεφάλαιο και στους στίχους 10 ως 13: «εαν δε μη υπακούσωσί σοι και ποιώσι προς σε πόλεμον», δηλαδή εάν δεν δεχτούν τα ειρηνικά μέσα τότε να πολιορκήσεις τη γη, να επιμείνεις πολεμώντας μέχρι να την παραδώσει ο Κύριος στα χέρια σου και τότε θα φονεύσεις κάθε άνδρα σε αυτό το μέρος. Αυτά τα λέει το Δευτερονόμιο. Ο ίδιος Θεός που είπε: «οὐ φονεύσεις», εδώ δίνει εντολή στους Ισραηλίτες να φονεύσουν όλους τους εχθρούς. Διαβάζουμε ακόμη ότι ένας από τους πατριάρχες, δηλαδή τους γενάρχες του ισραηλιτικού λαού, ο δίκαιος Αβραάμ, σε κάποια περίπτωση για να ελευθερώσει τον ανηψιό του τον Λωτ, επέπεσε με 318 δικούς του ανθρώπους κατά των εχθρών και τους κατέκοψε, όπως λέει στη Γένεση στο 14ο κεφάλαιο.

Στα βιβλία των Βασιλειών της Παλαιάς Διαθήκης διαβάζουμε ότι στην εποχή που έζησε ο Σαούλ, που ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Ισραηλιτών και ο Σαμουήλ ο επίσης  προφήτης, έγινε παντελής αφανισμός των Αμαληκιτών, που ήταν ένας πολεμοχαρής λαός. Αφανίστηκαν όλοι από ανθρώπου έως κτήνους. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε ότι ο προφήτης Ηλίας μετά από εκείνη την προσευχή που έγινε πάνω στο Καρμήλιον όρος, όταν ο Θεός έριξε φωτιά και έκαψε το σφάγειο που ήταν επάνω στο βωμό, τότε προς τιμωρία κατέκοψε όλους τους ιερείς της αισχύνης, κατά εκατοντάδες. Ακόμη στα βιβλία των Αριθμών και Δευτερονομίου διαβάζουμε για πολλούς πολέμους που έκαναν οι Ισραηλίτες που ήταν την εποχή εκείνη ο περιούσιος λαός, ο ευλογημένος λαός του Θεού, πολέμους που τους έκαναν από την περίοδο του Μωυσή και του Ιησού του Ναυή μέχρι την εποχή των Κριτών και των Βασιλέων, όπως του βασιλιά Δαυίδ, για τον οποίο ο Θεός είπε: «εύρον Δαυῒδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατὰ την καρδίαν μου». Ο Δαυίδ ήταν ευάρεστος στο Θεό, παρόλο που είχε κάνει πολλούς πολέμους. Είχε πολεμήσει ο Δαυίδ ακόμη και εναντίον ομογενών, όπως έγινε όταν κήρυξε επανάσταση ο γιός του ο Αβεσσαλώμ. Τέλος, για το θέμα του πολέμου στο βιβλίο της Εξόδου (17ο κεφ.) γίνεται αναφορά στη νίκη των Ισραηλιτών κατά των Αμαληκιτών, η οποία έγινε καθώς ο Μωυσής προσευχόταν με υψωμένα σταυροειδώς τα χέρια του και με κίνδυνο της ζωής του για να στέψει ο Θεός τον αγώνα των Ισραηλιτών με τη νίκη.

Τα παραδείγματα που αναφέραμε από την Παλαιά Διαθήκη σημαίνουν ότι ο Θεός θέλει τους πολέμους και τα αίματα; Η απάντηση είναι φυσικά όχι. Αυτά τα σημεία της Παλαιάς Διαθήκης να ερμηνευτούν οικονομικώς. Ο Ισραηλιτικός λαός ήταν τότε ο μόνος που είχε την αληθινή πίστη. Έπρεπε όμως να επιβιώσει μέχρι να έρθει ο Μεσσίας κι αυτό ήταν δύσκολο γιατί οι Ισραηλίτες ήταν ολιγάριθμοι και γύρω τους υπήρχαν πολλοί πολεμοχαρείς λαοί. Ο Θεός λοιπόν κατ’ οικονομίαν έγινε προστάτης των Ισραηλιτών και πολεμούσε για λογαριασμό τους. Άρα στην περίοδο την προχριστιανική ο Θεός ανέχθηκε τον πόλεμο με απώτερο σκοπό να έρθει η ειρήνη.   Αυτός ο απώτερος σκοπός φαίνεται σε μια προφητεία του Ησαΐα που λέει: «Κύριε ειρήνη δος ημίν», δηλαδή ας σταματήσουν οι πόλεμοι, δώσε μας την ειρήνη, «Κύριε κτίσε ημάς, εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν», δεν γνωρίζουμε άλλον από εσένα, «το όνομά Σου ονομάζομεν», Εσένα πιστεύουμε και Εσένα ομολογούμε.

Με αφορμή την επέτειο του 1940 και ως προς το θέμα του πολέμου ας δούμε τί μας λέει και η Καινή Διαθήκη. Η Καινή Διαθήκη είναι η περίοδος από την σάρκωση του Κυρίου μας και μετά, περίοδος κατά την οποία ήρθε η πολυπόθητη ειρήνη που λαχταρούσαν στην Παλαιά Διαθήκη. Το μήνυμα για τον ερχομό της ειρήνης ακούστηκε τη νύχτα της Γεννήσεως του Σωτήρα. Οι Άγγελοι έλεγαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επὶ γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Επίσης, ο Κύριος συχνά έλεγε σαν χαιρετισμό το: «Ειρήνη υμίν». Στη Γεσθημανή δε, όταν πήγε ο όχλος να τον συλλάβει και ο Πέτρος τράβηξε το μαχαίρι για να τον υπερασπιστεί ο Κύριος του είπε να βάλλει το μαχαίρι στη θέση του γιατί: «Πας ο μαχαίραν χρώμενος εν μαχαίρα  απολείται». Τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει βία και συμπλήρωσε λέγοντας: «Ηδυνάμην πλείους, ή δώδεκα λεγεώνας παραστήσαι Αγγέλων», δηλαδή αν ήθελα να χρησιμοποιήσω βία θα μπορούσα να έχω εδώ αναρίθμητους αγγέλους να με υπερασπιστούν.

Η διδασκαλία του Κυρίου γενικότερα είναι διδασκαλία αγάπης και ανεξικακίας. Ο Κύριος έλεγε ότι αντίθετα προς το πνεύμα το προχριστιανικό που έλεγε το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και «οδόντα αντί οδόντος», αφού συμπλήρωσε το νόμο το Μωσαϊκό, πρόσταξε ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αντιστέκονται στον πονηρό. «Αλλ' όστις σε ραπίζει εις την δεξιὰν σιαγόνα σου, στρέψον αυτώ και την άλλην». Επίσης, ο Κύριος συμβούλευε: «Αγαπάτε τους εχθροὺς υμών,  ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς». Όταν δίδαξε τί να λέμε στην προσευχή μας, δίδαξε την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών» μια φράση του οποίου είναι «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν...», δηλαδή συγχώρησε εκείνους που μας βλάπτουν όπως και εμείς συγχωρούμε. Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο Χριστός δίδαξε την κατάργηση κάθε βίας και εξουσίας; Αν είναι έτσι πώς μπορεί να σταθεί το κράτος που στηρίζεται στη δύναμη και την πολιτική εξουσία; Άραγε ήθελε ο Χριστός τα χριστιανικά έθνη να σταυρώνουν τα χέρια έναντι των επιδρομέων που δεν σέβονται τίποτα; Για να απαντήσουμε σωστά και όχι επιπόλαια, όπως κάνουν οι αιρετικοί, οι οποίοι παριστάνουν τους ειρηνιστές, πρέπει να δούμε γενικότερα τη διδασκαλία του Κυρίου. Αυτά τα παραδείγματα που αναφέραμε από την Καινή Διαθήκη είναι μια όψη της διδασκαλίας Του. Διαβάζοντας όμως ολόκληρη την Καινή Διαθήκη παρατηρούμε ότι η αγάπη που κήρυξε ο Κύριος συμβαδίζει με μια άλλη διδασκαλία Του, εκείνη περί της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη είναι απόρροια της αγάπης. Η αγάπη συχνά επιβάλλει ποινή και τιμωρία χάριν σωφρονισμού και επανορθώσεως των παρεκτρεπομένων.

Ας αναφέρουμε κάποια σχετικά παραδείγματα. Θυμηθείτε την παραβολή εκείνου του δούλου που χρώσταγε μύρια τάλαντα. Τον συγχώρεσε ο κύριός του γι' αυτό που χρώσταγε, όταν όμως είδε την αχαριστία του, αφού έπιασε τον άλλο σύνδουλό του και τον έβαλε φυλακή για ένα ευτελές ποσό, τότε είπε να τον παραδώσουν στους βασανιστές και να τον βάλλουν στη φυλακή. Βλέπουμε δηλαδή σε αυτήν την παραβολή ότι η αγάπη και η ανοχή του Θεού παραχωρούν κάποτε τη θέση τους στην ποινή και την τιμωρία, δηλαδή στη δικαιοσύνη. Το ίδιο βλέπουμε και σε μια άλλη παραβολή, εκείνη των κακών εργατών του αμπελώνος που αναφέρεται στο 21ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Εκείνοι οι κακοί γεωργοί, όταν τους έστελνε το αφεντικό τους δικούς του ανθρώπους να πάρουν τους καρπούς, τους έδερναν, τους σκότωναν, ως και που σκότωσαν και τον γιό του. Ρωτάει, λοιπόν, ο Κύριος λέγοντας την παραβολή, ποιά θα πρέπει να είναι η τιμωρία αυτών των κακών δούλων. Του απάντησαν οι ακροατές: «κακοὺς κακώς απολέσει αυτούς και τον αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς» και ο Κύριος συμφώνησε με αυτό. Τους κακούς γεωργούς έπρεπε να τους τιμωρήσει. Το ίδιο βλέπουμε και στην παραβολή των ταλάντων, όπου ο Κύριος τον ράθυμο δούλο, ο οποίος είχε κρύψει το τάλαντο και το παρέδωσε ως είχε στο αφεντικό του όταν γύρισε, διέταξε να τον βγάλουν έξω στο «πυρ το εξώτερον». 

Ας πούμε μερικά ακόμη παραδείγματα από την Καινή Διαθήκη. Ο ίδιος ο Κύριος είχε πει όταν κάποιος σε ραπίσει στη μια σιαγόνα να γυρίσεις και την άλλη. Όταν Τον χαστούκισαν κατά τη σύλληψή Του και κατά την ανάκριση στο σπίτι του αρχιερέως, ο Κύριος δεν έστρεψε και το άλλο μάγουλο στο ράπισμα αλλά ζήτησε το λόγο. Είπε: «ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περι του κακού· ει δε καλώς, τί με δέρεις»; Το γεγονός αυτό μας βοηθάει να καταλάβουμε σωστότερα τί εννοούσε ο Κύριος να γυρίσουμε και το άλλο μάγουλο.

Στους υποκριτές επίσης γραμματείς και φαρισαίους, ενώ ο Κύριος ήταν ο κήρυκας της αγάπης, μίλησε με πολύ αυστηρή γλώσσα και με ιερή αγανάκτηση. Ας θυμηθούμε εκείνα τα φοβερά «Ουαί», τα οποία εκτόξευσε εναντίον τους. Τους ονόμασε υποκριτές και χρησιμοποίησε βαρείς χαρακτηρισμούς εναντίον τους, τους είπε όφεις, γεννήματα εχιδνών.

Σε άλλη περίπτωση ο Κύριος, όπως είπε στο 10ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου: «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επὶ την γήν· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλὰ μάχαιραν», δεν ήλθα να φέρω ειρήνη στον κόσμο αλλά μάχαιρα. Υπάρχουν δηλαδή στιγμές κατά τις οποίες το κακό πρέπει να παταχθεί. Και να παταχθεί με τη δύναμη. Σε άλλη παραβολή Του ο Κύριος, σε αυτήν του κακού ποιμένος, λέει ότι ο κακός ποιμένας βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει. Κάτι τέτοιο το καυτηριάζει ο Κύριος γιατί όταν τα πρόβατα κινδυνεύουν εμείς έχουμε υποχρέωση να τα προστατέψουμε και όχι να τα εγκαταλείπουμε. Άρα σε καιρό επιδρομής πολεμοχαρών ανθρώπων έχουμε καθήκον να μην αφήσουμε τους αμάχους να τους σκοτώσουν, να τους βιάσουν, να τους αφανίσουν αλλά είναι ανάγκη να αμυνθούμε και να πολεμήσουμε εναντίον των λύκων.  Επίσης, ας θυμηθούμε και την περίπτωση που ο γλυκύς και πράος Ιησούς που έλεγε: «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί· και ταπεινὸς τη καρδία» υπήρξε στιγμή που μπροστά στην ασέβεια και την ιεροκαπηλία, πήρε φραγγέλιο. Πήρε ένα σχοινί, το έκανε μαστίγιο και άρχισε να χτυπάει τους εμπόρους εκεί στο ναό, να ανατρέπει τα τραπέζια τους και να τους λέει ότι έκαναν το ναό του Θεού οίκο εμπορίου. Ακόμη, όταν ο Κύριος πλησίαζε στο πάθος Του και είδε την Ιερουσαλήμ είπε εκείνα τα λόγια που δείχνουν φιλοπατρία και πατριωτισμό. «Ιερουσαλὴμ Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτὴν, ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου, ον τρόπον όρνις επισυνάγει τα νοσσία αυτής υπὸ τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε». Πόσες φορές δεν θέλησα να μαζέψω τα παιδιά σου και να τα προστατέψω όπως η όρνιθα βάζει τα κοτόπουλα κάτω από τα φτερά της, αλλά δεν θελήσατε.

Την ίδια θέση τηρούν και οι άγιοι σε αυτά τα θέματα. Όταν πήγαν κάποιοι στρατιωτικοί στον Ιωάννη τον Πρόδρομο για να γίνουν μαθητές του και του είπαν τί να κάνουμε, εκείνος δεν τους είπε αφήστε τη δουλειά σας, αφήστε τα όπλα σας, αφήστε τα στρατιωτικά σας καθήκοντα αλλά τους είπε: «Μηδέν ποιείτε παρά των διατεταγμένων και αρκείσθε τοις  οψωνίοις ημών», να μην κάνετε δηλαδή, καταχρήσεις, να μην πιέζετε τους ανθρώπους για να τους αρπάζετε χρήματα, να αρκείσθε στον μισθό σας. Επίσης, έχουμε λόγια της Αγίας Γραφής που είναι επαινετικά για ανθρώπους που ήταν στρατιωτικοί, ήταν άνθρωποι της εξουσίας και των όπλων. Ο Χριστός σε όλη την Καινή Διαθήκη δύο μόνο περιπτώσεις αναφέρει στις οποίες επαίνεσε κάποιους ανθρώπους. Η μια από αυτές τις περιπτώσεις ήταν ο έπαινός Του προς έναν εκατόνταρχο, ο οποίος έδειξε μια υψηλού επιπέδου πίστη και είπε ο Κύριος ότι τέτοια πίστη δεν βρήκα ούτε στους Ισραηλίτες. Αυτός ο εκατόνταρχος ήταν Ρωμαίος, ήταν στρατιωτικός. Το ίδιο βλέπουμε στην περίπτωση του Κορνηλίου του εκατοντάρχου που και αυτός επαινέθηκε από το Θεό.

Ακόμη, μας λέει ο Απόστολος Παύλος ότι ο πολιτικός άρχοντας «ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί, Θεού γαρ διάκονος εστί». (Ρωμαίους Επιστολή). Δηλαδή δεν φορά τα όπλα του άσκοπα, αλλά διακονεί τον Θεό. Επομένως, το να υπάρχουν όπλα και δύναμη και εξουσία είναι από το Θεό και άρα για να υπάρχουν αυτά επιτρέπεται η χρήση τους για σωστούς σκοπούς. Ο δε Απόστολος Πέτρος λέει στην Α’ Καθολική του Επιστολή στο 2ο κεφάλαιο: «υποτάγειτε  ουν πάσι ανθρωπίνῃ κτίσει  διά τον Κύριον», να είμαστε δηλαδή νομιμόφρονες και να υπακούμε στις εξουσίες.

Το συμπέρασμα λοιπόν από τα χωρία που αναφέραμε είναι ότι η πίστη η χριστιανική δεν είναι εναντίον των όπλων και της εξουσίας γενικά, αλλά σε αυτήν την παρούσα φάση του κόσμου, τα ανέχεται διότι δεν υπάρχει τελειότητα. Υπάρχουν όμως ελαττώματα και πάθη και αδυναμίες. Χρειάζεται, επομένως, να υπάρχει η απειλή του όπλου ώστε να περιορίζονται οι κακοί άνθρωποι. Παράλληλα, όμως το Ευαγγέλιο αγωνίζεται με μεθόδους πνευματικές και εσωτερικές να κόψει τα πάθη και τις κακίες από τις οποίες προέρχονται οι πόλεμοι, μέχρι να εξαλειφθούν οι πόλεμοι και να έρθει το τέλειο. Και με αυτή τη μέθοδο την πνευματική, πέτυχε η πίστη σπουδαιότατα αποτελέσματα. Έτσι καταργήθηκε η δουλεία. Καταργήθηκε με την πειθώ και τον λόγο. Υψώθηκε επίσης η θέση της γυναίκας, η οποία ήταν τραγική την εποχή του Κυρίου. Βελτιώθηκαν οι όροι εργασίας. Ανυψώθηκε το βιοτικό και πνευματικό επίπεδο της κοινωνίας. Εάν ο Κύριος κήρυττε αφοπλισμό πριν καθαρθούν οι καρδιές θα κήρυττε ένα πράγμα εντελώς ανεφάρμοστο.

Η χριστιανική πίστη λοιπόν θεωρεί στον παρόντα κόσμο τον πόλεμο και τη χρήση των όπλων προς άμυνα βέβαια, σαν ένα αναγκαίο κακό. Επομένως, όταν κινδυνεύουν τα αγαθά της ζωής, η τιμή, η ελευθερία, η πατρίδα και η οικογένεια, οφείλουμε σαν χριστιανοί να τα υπερασπιστούμε πολεμώντας και μέχρι θανάτου αν χρειαστεί. Ο Κύριος έλεγε: «Μείζονα ταύτης αγάπη ουδείς έχει ίνα τις θει την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού», δηλαδή δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από το να θυσιαστεί κανείς για αυτούς που αγαπάει. Επομένως, όταν θυσιαστεί κανείς στον πόλεμο για να υπερασπίσει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους δικούς του είναι επαινετή πράξη. Εννοείται βέβαια ότι οι χριστιανοί πριν φτάσουν στη χρήση των όπλων οφείλουν να εξαντλήσουν κάθε ειρηνικό μέσο και μόνο σαν έσχατο όπλο να χρησιμοποιήσουν τον πόλεμο.

Ας δούμε τώρα πώς οι Άγιοι Πατέρες, στοιχιζόμενοι με την Αγία Γραφή και την λοιπή Ιερά  Παράδοση, αντιμετωπίζουν το θέμα. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει τα εξής: «Ενώ η αφαίρεση της ζωής του άλλου ανθρώπου βιαίως, δηλαδή ο φόνος, είναι καθ’ εαυτόν παράνομος, το να πεθάνεις στον πόλεμο, άρα και το να φονεύσεις τους εχθρούς, και ορθό είναι και νόμιμο είναι και αξιέπαινο». Άρα λοιπόν, όχι η στρατιωτική ιδιότητα, αλλά η κακία είναι που βλάπτει, η αποθηρίωση, το μίσος και η απανθρωπιά. Έχουμε επίσης, πολλούς αγίους, οι οποίοι υπήρξαν στρατιωτικοί, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος, οι Άγιοι Θεόδωροι ο Στρατηλάτης και ο Τήρων, ο Άγιος Μηνάς και άλλοι. Έχουμε περιπτώσεις αυτοκρατόρων, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος, οι οποίοι ενθαρρύνθηκαν στον αγώνα κατά των αντιπάλων από θείες οπτασίες. Είναι γνωστό το όραμα που είδε ο Μέγας Κωνσταντίνος την παραμονή της κρίσιμης μάχης. Μέσα στο καταμεσήμερο είδε στον ουρανό έναν φωτεινό σταυρό περικυκλωμένο από αστέρια και με τη φράση «Τούτῳ Νίκα», με αυτόν δηλαδή το σταυρό, να νικήσεις. Ο ίδιος ο Άγιος Κωνσταντίνος δίδαξε στους στρατιώτες του την εξής προσευχή: «Κύριε του ουρανού και της γης Εσένα μόνο αναγνωρίζουμε Θεό μας, Εσένα γνωρίζουμε βασιλιά μας, Εσένα επικαλούμαστε βοηθό, από Σένα αντλήσαμε τις νίκες, με τη βοήθειά Σου γίναμε ανώτεροι των εχθρών, σε Εσένα οφείλουμε τα αγαθά. Από Σένα περιμένουμε και τα μέλλοντα αγαθά. Εσένα παρακαλούμε όλοι τον βασιλιά μας Κωνσταντίνο και τα παιδιά του τα ευσεβή, να φυλάς και να μακροημερεύουν». Επίσης, είναι γνωστό από την ζωή της Εκκλησίας μας ότι, οι χριστιανοί της εποχής του Βυζαντίου απέδιδαν τις νίκες κατά των εχθρών στην Παναγία. Τον Ακάθιστο Ύμνο τον συνέθεσαν οι χριστιανοί μετά από εκείνη τη θαυματουργική προστασία της Βασιλεύουσας, της Κωνσταντινουπόλεως από την επιδρομή των Αβάρων.

Ακόμη, οι χριστιανοί  επί τουρκοκρατίας θεωρούσαν ότι αρχηγός τους και επικεφαλής τους ήταν ένας κληρικός, ο Πατριάρχης. Όταν δε το 1821 κηρύχθηκε η Επανάσταση, οι Έλληνες που επαναστάτησαν, πολέμησαν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Μάλιστα, οι ήρωες του ΄21 αντλούσαν δύναμη για τον αγώνα τους από την προσευχή και τη Θεία Μετάληψη. Αλλά και οι ήρωες του 1940 που τους θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη αυτές τις μέρες στη Μεγαλόχαρη απέδωσαν τη νίκη τους κατά των φασιστών Ιταλών, διότι είχαν προσβάλλει τη Θεοτόκο με τον τορπιλισμό της Έλλης μέσα στο λιμάνι της Τήνου.

Πάντως, να πούμε ότι παρόλο που η βίαιη αφαίρεση της ζωής που συμβαίνει στον πόλεμο, γίνεται ανεκτή από την Εκκλησία δεν παύει να φέρνει και κάποιο μολυσμό στον άνθρωπο και επειδή ο κλήρος εκπροσωπεί την πιστότερη εικόνα του ουρανίου Βασιλέως, γι’ αυτό και ο φόνος στον πόλεμο αποτελούσε ανέκαθεν κώλυμα για την είσοδο στον κλήρο. Στο βιβλίο των Παραλειπομένων αναφέρεται ότι ο βασιλιάς Δαυίδ, εμποδίστηκε να κτίσει ναό για τον Κύριο γιατί δεν ήταν τελείως αγνός λόγω των πολέμων. Κι όμως ο Δαυίδ ήταν αρεστός στο Θεό. Επίσης, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους όταν ο βασιλεύς Φωκάς ζήτησε να συγκαταλέγονται στους μάρτυρες και αυτοί που πεθαίνουν για την πατρίδα, του αρνήθηκαν οι Πατέρες προβάλλοντας ένα κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου που έλεγε: «Τους φόνους στον πόλεμο οι Πατέρες μας δεν λογάριασαν για φόνους. Νομίζω έκαναν αυτή τη συγκατάβαση διότι αυτοί πολέμησαν για την σωφροσύνη και την ευσέβεια. Πάντως, καλό είναι να συμβουλεύουμε εκείνους που σκότωσαν στον πόλεμο να απέχουν κάποιο διάστημα από την Αγία Κοινωνία λόγω του ότι δεν είναι καθαρά τα χέρια τους.

Αδελφοί μου, ο πόλεμος είναι κακό πράγμα. Κανείς δεν αμφιβάλλει περί αυτού. Ο πόλεμος αποθηριώνει τον άνθρωπο, καταστρέφει τη ζωή και τα αγαθά της, χαλαρώνει τις ηθικές αξίες. Γι' αυτό και βλέπουμε σε εποχές πολέμου μπορούν να συμβούν προδοσίες, μαυραγοριτισμός και άλλα παρόμοια. Οπότε διερωτώμεθα γιατί ο Θεός που είναι Πανάγαθος ανέχεται τον πόλεμο και τον επιτρέπει αφού χωρίς αμφιβολία είναι κάτι κακό;

Πρώτα, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Θεός δεν δημιουργεί τον πόλεμο. Αιτία του πολέμου είναι η διεστραμμένη ανθρώπινη φύση. Στην Καθολική Επιστολή του Ιακώβου, λέει: «Πόθεν εν ημίν πόλεμοι και μάχαι;», δηλαδή «από πού προέρχονται οι πόλεμοι και οι μάχες;», «ουχί εντεύθεν εκ των ηδονών ημών;», «δεν είναι από τις κακίες μας;» Ο Θεός όμως θα λέγαμε επωφελείται από τους πολέμους, τους χρησιμοποιεί για τις αιώνιες βουλές Του. Είναι αποδεδειγμένο ότι από άποψη συνόλου από ένα πόλεμο, ωφελείται η ανθρωπότητα παρά την καταστροφικότητά του. Καμιά μεγάλη σύρραξη  που συνέβη δεν απέληξε τελικά κατά του πολιτισμού. Πολλές φορές από τους πολέμους και τις θλίψεις ανέβλυσε νέα ζωή, ανώτερη και ωραιότερη από την προηγούμενη, τόσο από πλευράς τεχνικού πολιτισμού, όσο και από πλευράς πνευματικής. Και αυτό γιατί υπό την πίεση του πολέμου το ανθρώπινο πνεύμα εντείνει τις δυνάμεις του για ανακάλυψη νέων τεχνικών μεθόδων, αλλά και για τη δημιουργία νέων ιδεωδών και για την εξόρμηση δημιουργίας μιας νέας ζωής μετά τον πόλεμο. Το κυριότερο είναι ότι ο Θεός χρησιμοποιεί τον πόλεμο σαν μέσο κρίσεως του κόσμου. Οι λαοί που έχουν φρόνηση, πίστη, ανδρεία επικρατούν εις βάρος αυτών που δεν έχουν αυτές τις αρετές και είναι λαοί άξιοι διαγραφής. Αυτό φυσικά είναι προς όφελος της ζωής. Με τον πόλεμο ο Θεός αποδίδει στον καθένα κατά τα έργα του. Τιμωρεί εκείνους που περιυβρίζουν τους θείους νόμους και καθαρίζει τον κόσμο.    

Κατά καιρούς προτάθηκαν διάφορες μέθοδοι για να σταματήσουν οι πόλεμοι. Πίστεψαν μερικοί ότι η φιλοσοφία θα δώσει ένα σύστημα δικαίου για να εξουδετερώσει την ανισότητα και την αδικία. Οι ανθρωπιστές πίστεψαν ότι ένας κοινός πολιτισμός θα εξουδετερώσει την φιλοπατρία, τη φιλαυτία, την ιδιοτέλεια, τα οποία και δημιουργούν πολέμους. Άλλοι πίστεψαν σαν αντίδοτο του πολέμου τη διεθνοποίηση της επιστήμης, άλλοι τους παγκόσμιους συνδέσμους των εργατών, οι οποίοι θα μπορούσαν να γκρεμίσουν τις κεφαλαιοκρατικές τάσεις που δημιουργούν τους πολέμους. Άλλοι θεώρησαν ότι η κοινωνία των εθνών, ο ΟΗΕ λόγου χάριν, και οι συμμαχίες και οι συνασπισμοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο των πολέμων. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι για να μην ξεσπάσει πόλεμος, η λύση ήταν οι πολεμικές προπαρασκευές με το σλόγκαν: «Εαν θέλεις ειρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο». Όλα αυτά δείχνουν ότι, οι άνθρωποι σε όλα και παντού μπορεί να πιστέψουν, αλλά όχι εκεί που πρέπει, δηλαδή στον Ιησού Χριστό. Όπως τότε που γεννήθηκε ο Χριστός δεν βρέθηκε τόπος για να γεννηθεί, έτσι και τώρα στην εποχή μας δεν υπάρχει τόπος στις καρδιές για Εκείνον. Με όλα συμβιβάζονται οι άνθρωποι, με το χρήμα, με τις μυστικές εταιρίες, τους συνεταιρισμούς, με τη δύναμη. Με το Χριστό, ωστόσο, δεν σκέφτονται να συμβιβαστούν. Κι όμως ΜΟΝΟ ο Χριστός μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα του πολέμου. Ο χριστιανισμός χρησιμοποιεί σαν βάση και μέσο την αρετή, δηλαδή την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη θυσία. Καταπολεμεί τον πόλεμο η πίστη μας, όχι με τη δύναμη, αλλά με την αναγέννηση και την αλλαγή του ανθρώπου. Πετυχαίνει νίκες όχι με τα όπλα, αλλά με τη θυσία, όπως το βλέπουμε στο παράδειγμα του Κυρίου και των μαρτύρων. Ο χριστιανισμός δεν εναντιώνεται στον πατριωτισμό, που είναι θεάρεστος, αλλά τον βάζει υπηρέτη στο θείο θέλημα. Ο πόλεμος θα περιοριστεί αρχικά με τη δικαιοσύνη και θα εκλείψει με την εκκοπή των παθών.  Η βασιλεία του Θεού είναι το ιδανικό στο οποίο πρέπει να αποβλέπουμε, για να έρθει στον κόσμο η ειρήνη.

Δημιουργία αρχείου: 27-10-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 27-10-2016.

ΕΠΑΝΩ