Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθόδοξες Πρακτικές

Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου * Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα; * Εικονοκλάστες: Οι συντηρητικοί τής Ορθοδοξίας * «Εικονομαχία, η αναστήλωση των εικόνων και μια… υποκριτική ιστορία» * Νοθείες αρχαίων και νέων Εικονομάχων, σε κείμενα αγίων Πατέρων περί εικόνων * Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες εικόνες

Περί αγίων εικόνων Μέρος 29ο

Η ιστορική μαρτυρία τής αιμορροούσας

Αρχαίες ιστορικές μαρτυρίες υπέρ αγίων Εικόνων

Μιχάλης Μαυροφοράκης

 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 
Ομιλία Νο 184

Ομιλία Νο 184. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 17/10/1997).

Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3 (ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ)

Αγαπητοί ακροαταί χαίρετε!

Στη σημερινή εκπομπή, θα εξετάσουμε επιπρόσθετες μαρτυρίες από κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας μας, αλλά και ιστορικών της εποχής προ του 8ου μ.Χ. αιώνος, έτσι όπως αναφέρονται στον 3ο Λόγο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού προς τους Διαβάλλοντες τις άγιες Εικόνες, μέσα από τις οποίες καταδεικνύεται με άμεσο τρόπο, ότι η χρήση των εικόνων και άλλων συμβόλων στη Θεία Λατρεία, όχι μόνον δεν απαγορεύεται, αλλά μάλλον υπάρχουν και προτροπές προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Ήδη, αναφέροντας αποσπάσματα και σχολιάζοντάς τα, από τους «Τρεις Λόγους» του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, γύρω από το ζήτημα της χρήσης και της προσκύνησης των αγίων εικόνων, έχουμε διαπιστώσει τελεσιδίκως, εξετάζοντας και από θεολογική πλευρά το ζήτημα, και μέσα από πολλές μαρτυρίες της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, έχουμε λοιπόν διαπιστώσει, πως η χρήση και προσκύνηση των αγίων Εικόνων, όχι μόνο δεν απαγορεύεται από το Ιερό αυτό βιβλίο, αλλά ήταν (και εξακολουθεί βεβαίως να είναι), πρακτική της Εκκλησίας.

 

Τα αποσπάσματα στα οποία αναφέρονται ορισμένοι, που θέλουν να υποστηρίξουν την εσφαλμένη θέση τους, ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται και να προσκυνούνται εικόνες, τα αποσπάσματα λοιπόν αυτά, όχι μόνο δεν είναι απόλυτα, οι απαγορεύσεις όχι μόνο δεν είναι απόλυτες, αλλά δεν έρχονται και σε σύγκρουση με άλλα αποσπάσματα, στα οποία ο Ίδιος ο Θεός προτρέπει τον Μωυσή αλλά και τους υπόλοιπους δούλους Του προφήτες, στην κατασκευή εικόνων και συμβόλων, τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθούν στη Θεία Λατρεία.

 

Εκείνο που έχουμε διαπιστώσει, είναι ότι οι εικόνες, αυτές καθεαυτές, δεν απαγορεύονται, αλλά η χρήση τους είναι εκείνη η οποία τις καθιστά απαγορευμένες, ή αντίθετα χρήσιμες, και επιβεβλημένες πολλές φορές, στη θεία λατρεία.

 

Θα ξεκινήσουμε από ένα απόσπασμα του Αγίου Βασιλείου, από την Ερμηνεία στον Ησαϊα:

 

«Όταν είδε τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, και μη μπορώντας να γίνει Θεός, όλη του τη μοχθηρία την άδειασε στην εικόνα του Θεού. (Εδώ αναφέρεται στον διάβολο). Και αυτό συμβαίνει, όπως ακριβώς κάποιος οργιζόμενος, πετροβολά την εικόνα, κτυπώντας το ξύλο που έχει τη μίμηση του προσώπου, επειδή δεν μπορεί να χτυπήσει το βασιλιά».

 

Σ’ αυτό το απόσπασμα, διαπιστώνουμε την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα και στο πρωτότυπο. Ανάμεσα στη μίμηση και στο αρχέτυπο. Σ’ αυτό το απόσπασμα, κάνει το εξής σχόλιο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Έτσι, και όποιος τιμά την εικόνα, είναι φανερό πως τιμά το αρχέτυπο».

 

Αυτή ακριβώς τη σχέση, (συμπληρώνουμε αγαπητοί ακροαταί), τονίζουμε και υποστηρίζουμε τη χρήση των εικόνων στη Θεία Λατρεία, όπως άλλωστε γίνεται φανερό, σε όλη τη διάρκεια της Θείας αποκαλύψεως. Και στα χρόνια δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και στης Νέας, συμβαίνει το ίδιο πράγμα, και για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιούνται οι εικόνες. Ο λόγος είναι, ότι η τιμή, και η δόξα και η προσκύνηση που γίνεται στις άγιες εικόνες, διαβαίνει και απευθύνεται προς το πρωτότυπο, προς το αρχέτυπο, στον μόνο προσκυνητό Θεό δηλαδή, αλλά και σε όσους ο Θεός έχει κατοικήσει, λόγω του ότι οι ίδιοι έχουν γίνει φίλοι Του.

 

Πάλι από τον άγιο Βασίλειο, και από την ίδια ερμηνεία στον Ησαϊα, διαβάζουμε τα εξής: «Όπως ακριβώς, όποιος εξυβρίζει βασιλική εικόνα, κρίνεται σαν να είχε προσβάλλει τον ίδιο το βασιλιά, έτσι είναι ένοχος το ίδιο, όποιος εξυβρίζει το κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα».

 

Εδώ ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας μας, αναφέρεται στον κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα άνθρωπο. Αλλά όπως αναλυτικά διαπιστώσαμε σε προηγούμενες εκπομπές, κυρίως μέσα από τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, υπάρχουν πολλών ειδών εικόνες, και μία απ’ αυτές είναι ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού. Άλλο είδος εικόνας είναι αυτό που αποτυπώνεται, είτε με τον λόγο, είτε με τα χρώματα στο ξύλο. Και ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση αυτή.

 

Ας προχωρήσουμε όμως στη συνέχεια, σε έναν άλλο μεγάλο πατέρα και διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Αθανάσιο. Από τα γραπτά 100 κεφάλαια προς τον Αντίοχο τον άρχοντα, με ερωτήσεις και αποκρίσεις, ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το 38ο κεφάλαιο:

 

Απόκριση: «Εμείς οι πιστοί, δεν προσκυνάμε τις εικόνες ως θεούς, (μη γένοιτο!) όπως οι ειδωλολάτρες. Αλλά μονάχα δείχνουμε την σχέση, και τον πόθο της αγάπης μας προς τη μορφή του προσώπου της εικόνας. Γι’ αυτό, πολλές φορές, αν η μορφή διαβρωθεί, σαν άχρηστο υπολειπόμενο ξύλο καίμε την άλλοτε εικόνα».

 

Αυτό το στοιχείο αγαπητοί ακροαταί είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι είναι πολύ παλαιό, και ως προς την ιστορική του δηλαδή αξία είναι πολύ μεγάλο, αλλά και παράλληλα δείχνει το πώς Ορθόδοξα αντιμετωπίζουμε τις εικόνες. Δεν είναι δηλαδή σε καμία περίπτωση οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που προσκυνούν τις εικόνες «ειδωλολάτρες», διότι δεν λατρεύουν την ύλη, το ξύλο, αλλά εκείνον που απεικονίζεται στο ξύλο. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, αναφέρει εδώ, και προς επίρρωσιν των όσων λέγονται για την χρήση των εικόνων, αναφέρει ο άγιος Αθανάσιος λέγοντας: «Γι’ αυτό πολλές φορές, αν η μορφή διαβρωθεί, σαν άχρηστο υπολειπόμενο ξύλο καίμε την άλλοτε εικόνα».

 

Και συνεχίζει: «Όπως λοιπόν ο Ιακώβ, όταν επρόκειτο να πεθάνει, προσκύνησε στηριζόμενος στο άκρο του μπαστουνιού του Ιωσήφ, “Επί το άκρον της ράβδου του Ιωσήφ προσεκύνησεν”, (όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Γενέσεως, 47/μζ: 31 ή στην προς Εβραίους επιστολή 11/ια: 21), «…χωρίς να τιμά το μπαστούνι αλλά τον κάτοχό του, έτσι κι εμείς οι πιστοί για κανέναν άλλο λόγο δεν ασπαζόμαστε τις εικόνες, αλλά όπως και τα παιδιά μας, και πολλές φορές και τους πατέρες φιλούμε, για να δείξουμε τον πόθο της ψυχής μας. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Ιουδαίος, και προσκυνούσε κάποτε τις πλάκες του Νόμου, και τα δύο Χερουβείμ τα χρυσά και γλυπτά, χωρίς να τιμά την φύση του λίθου και του χρυσαφιού, αλλά τον Κύριο που επέτρεψε όλα αυτά».

 

Και ας προχωρήσουμε στον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, και ας αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τον «Προσφωνητικό λόγο προς τον βασιλιά Θεοδόσιο». Λέει: «Οι εικόνες είναι σαν τα αρχέτυπα. Οφείλει κανείς έτσι να τις έχει, και όχι με άλλο τρόπο». Πάλι και εδώ, φανερώνεται η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα και στο πρωτότυπο.

 

Πάλι από τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, από τους «Θησαυρούς», αναφέρουμε τα εξής: «Πάντοτε οι εικόνες, τείνουν προς τα αρχέτυπα». Το ίδιο πράγμα, αναφέρει με άλλο τρόπο και στην πραγματεία ότι «το μυστήριο του Χριστού σημαίνεται μέσω των λόγων του Μωυσή».

 

Και περί του Αβραάμ και του Μελχισεδέκ, (6ο κεφάλαιο), «Για μένα, (λέγει), είναι επιταγή, οι εικόνες να ζωγραφίζονται σε σχέση με τα αρχέτυπα».

 

Σε όλα αυτά τα σημεία, γίνεται φανερή η σχέση τη εικόνας και του αρχετύπου. Και αυτή ακριβώς η σχέση, είναι εκείνη που ενυπάρχει στην Ορθόδοξη λατρεία, και στην χρήση και στην προσκύνηση των αγίων εικόνων.

 

Πάνω ακριβώς σ’ αυτή τη σχέση, ας αναφέρουμε και μία άλλη μαρτυρία, του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζινού, από τον «Λόγο περί Υιού» τον 2ο: Λέγει: «Αυτή είναι η φύση της εικόνας: Να είναι μήνυμα του αρχετύπου, και όποιου λέγεται».

 

Θα συνεχίσουμε αγαπητοί ακροαταί, να αναφέρουμε μαρτυρίες από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από Ιστορικούς, γύρω από το ζήτημα της χρήσης και προσκύνησης των αγίων εικόνων, έτσι όπως παρουσιάζεται στον «3ο λόγο προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας», του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.

 

Υπενθυμίζουμε ότι ο λόγος αυτός γράφθηκε τον 8ο αιώνα, τότε που παρουσιάσθηκε (και μάλιστα με έντονο τρόπο), το ζήτημα της εικονομαχίας, όταν ο Λέων ο 3ος με διάταγμά του, αποφάσισε να καταργήσει τη χρήση και την προσκύνηση των αγίων εικόνων. Αυτά τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια, τα οποία είχαν Δυτική προέλευση ευτυχώς (όχι μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και για όλο τον κόσμο) δεν έγιναν πραγματικότης, διότι κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα βάλλει εναντίον του προσώπου γενικότερα, και ειδικότερα εναντίον του προσώπου του Κυρίου μας, ο Οποίος έλαβε ανθρώπινη μορφή, και μ’ αυτόν τον τρόπο έσωσε τον άνθρωπο. Η προσπάθεια λοιπόν, να καταργηθεί οποιαδήποτε χρήση της ύλης στην ουσία, και να διασωθεί η λατρεία με διανοητικό μόνο τρόπο, έρχεται να καταργήσει αυτή την ίδια την ενανθρώπιση του Λόγου. Σ’ αυτό ακριβώς το γεγονός που είναι πολύ σπουδαίο και μεγάλο στη ρίζα του, αντιστάθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία, και στο πρόσωπο των αγίων της, κράτησε αυτό που για αιώνες εβίωνε, αυτό που για αιώνες πίστευε και ζούσε.

 

Οι μαρτυρίες αυτές είναι πολύ σημαντικές και για ιστορικούς λόγους, γιατί αποδεικνύουν ότι ανέκαθεν, και στα χρόνια δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, και στα χρόνια των Αποστόλων, αλλά και μετέπειτα, υπήρξε μια συνεχής χρήση των αγίων εικόνων στη Θεία Λατρεία.

 

Στη συνέχεια θα αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τη Χρονογραφία του Ιωάννη Αντιοχείας, του ονομαζομένου και Μαλάλα, που έχει σχέση με την αιμορροούσα και με τη στήλη που αφιέρωσε στο Σωτήρα Χριστό. Σημειώνουμε ότι ο Χρονογράφος Μαλάλας, έζησε στον 6ο μ.Χ. αιώνα, και το έργο του «Χρονογραφία», είναι ένα έργο 18 τόμων, και μέσα από αυτό θα αναφέρουμε στη συνέχεια το απόσπασμα που έχει σχέση με την αιμορροούσα. Λέγει τα εξής:

 

«Από τότε, και ο Βαπτιστής Ιωάννης φανερώθηκε στους ανθρώπους, και τον αποκεφάλισε ο Ηρώδης ο Τοπάρχης στο βασίλειο της Τραχωνίτιδας χώρας, στην πόλη Σεβαστή, 8 μέρες πριν από τις Καλένδες Ιουνίου, δηλαδή στις 24 Μαϊου, στην Υπατία του Φλάκωνα και του Ρουφήνου. Γι’ αυτό ο βασιλιάς Ηρώδης, ο γιος του Φιλίππου, νιώθοντας λύπη, ανέβηκε από την Ιουδαία.

 

Τότε παρουσιάσθηκε ενώπιόν του κάποια πλούσια γυναίκα ονόματι Βερνίκη, που κατοικούσε στην ίδια πόλη, την Πανεάδα, θέλοντας, (επειδή είχε γιατρευτεί από τον Ιησού), να υψώσει προς τιμήν του στήλη. Και μη τολμώντας να κάνει τούτο χωρίς την βασιλική άδεια, παρακάλεσε το βασιλιά Ηρώδη, και του ζήτησε να υψώσει η ίδια στήλη για τον σωτήρα Χριστό στην πόλη της. Η παράκλησή της, διατυπώθηκε ως εξής:

 

«Στο σεβαστό Ηρώδη, Τοπάρχη και Νομοθέτη Ιουδαίων και Ελλήνων, στο βασιλιά της Τραχωνίτιδας, δέηση και ικεσία από την Βερνίκη, προερχόμενη από την τιμημένη πόλη την Πανεάδα. Δικαιοσύνη και φιλανθρωπία, και οι υπόλοιπες αρετές στεφανώνουν το πρόσωπό σας. Γι’ αυτό και εγώ, γνωρίζοντας τούτο, παρουσιάζομαι με αγαθές τις ελπίδες πως όλα θα πάνε καλά, και αυτό αποτελεί το θεμέλιο του παρόντος προοιμίου. Παρακάτω, ο λόγος θα σε διδάξει:

 

Από την παιδική μου ηλικία έπασχα από ακατάσχετη αιμορραγία, και ξόδεψα τη ζωή μου και την περιουσία μου στους γιατρούς και καμιά θεραπεία δεν βρήκα. Ακούγοντας τις θεραπείες του Χριστού, που τόσο θαυμάζετε, πως ανασταίνει νεκρούς, δίνει ξανά το φως σε τυφλούς, και διώχνει τους δαίμονες από τους ανθρώπους και θεραπεύει με τον λόγο Του όλους που τους τρώει η αρρώστια, έτρεξα κι εγώ όπως πηγαίνει κανείς σε θεό, και σαν πλησίασα το πλήθος που τον έζωνε, δείλιασα, μη τυχόν και αηδιάσει από το μόλυσμα της αρρώστιας, και οργισθεί εναντίον μου, και μεγαλώσει περισσότερο η πληγή της αρρώστιας μου, και τότε συλλογίσθηκα ότι θα μπορούσα να σωθώ, αν κατόρθωνα να αγγίξω την άκρη του φορέματός του. Και μόλις το άγγιξα, σταμάτησε η ροή του αίματος και αμέσως γιατρεύτηκα. Αυτός βέβαια κατάλαβε από πριν τους λογισμούς της καρδιάς μου, και φώναξε:  «Ποιος με άγγιξε; Από μέσα μου βγήκε κάποια δύναμη!»

 

Εγώ λοιπόν χλώμιασα και στέναξα. Και σαν σκέφτηκα πως η αρρώστια θα ξαναγύριζε χειρότερη, έπεσα στη γη και γέμισα δάκρια, ομολογώντας την τόλμη μου. Αυτός όμως ως αγαθός με σπλαχνίσθηκε, και επισφράγισε τη γιατρειά μου, λέγοντας: «Θάρρος κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό». [«Θάρσει θύγατερ, η πίστη σου σέσωκέσε. Πορεύου εις ειρήνην» (Ματθαίος 9/θ: 20-22)].

 

Έτσι κι εσείς σεβαστοί μου, δώστε προσοχή στα παρακάλια μιας Ικέτιδας».

 

Σαν άκουσε ο βασιλιάς Ηρώδης όλα αυτά, ύστερα από τούτη την ικεσία, ταρακουνήθηκε από το θαύμα, και επειδή φοβήθηκε το μυστήριο τούτης της γιατριάς, είπε: «Η γιατριά που έγινε σ’ εσένα γυναίκα, αξίζει λαμπρή στήλη. Πήγαινε και ύψωσε προς τιμήν του, όποια στήλη θέλεις, που να δοξάζει εκείνον που σε γιάτρεψε».

 

Κι αμέσως, η ίδια η Βερνίκη, που πριν έπασχε από αιμορραγία, στο κέντρο της πόλης της Πανεάδας, ύψωσε στον Κύριο και Θεό χάλκινη στήλη από λιωμένο χαλκό, αφού τον ανέμιξε με χρυσό και ασήμι.

 

Η στήλη αυτή μένει ως σήμερα στην πόλη Πανεάδα, και δεν έχει πολύ καιρό που μεταφέρθηκε από το μέρος όπου είχε στηθεί, σε άγιο τόπο, σε ναό μέσα στην πόλη. Στην ίδια πόλη Πανεάδα, βρέθηκε για το γεγονός αυτό, ένα υπόμνημα, από κάποιον ονόματι Βάσο, που είχε γίνει Χριστιανός από Ιουδαίος, όπου υπήρχε ο βίος όλων όσων βασίλεψαν στη χώρα των Ιουδαίων».

 

Διαβάσαμε λοιπόν ένα απόσπασμα από τη Χρονογραφία του Ιωάννη Αντιοχείας, που ονομάζεται και Μαλάλας, σε σχέση με τη στήλη που ύψωσε η αιμορροούσα στον Χριστό, στην πόλη της την Πανεάδα. Το απόσπασμα αυτό και η μαρτυρία ολόκληρη είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι είναι πολύ παλιά. Ο Χρονογράφος Μαλάλας έζησε όπως και προηγουμένως αναφέραμε τον 6ο αιώνα, και παράλληλα μας λέει ότι η στήλη αυτή παρέμενε ως τις μέρες του. Έχουμε λοιπόν μια μαρτυρία, ότι ήδη από την εποχή του Χριστού είχε στηθεί στήλη αφιερωμένη σ’ εκείνον.

 

Και επειδή το γεγονός είναι πολύ σημαντικό, ας φέρουμε και έναν δεύτερο μάρτυρα, έναν δεύτερο ιστορικό που αναφέρει το γεγονός αυτό. Είναι ο Ευσέβιος, και ας διαβάσουμε από το 7ο βιβλίο της Εκκλησιαστικής του Ιστορίας, που αναφέρεται στην αιμορροούσα της Πανεάδας. Λέγει τα εξής:

 

«Μια και αναφέραμε τούτη την πόλη, (δηλαδή την Πανεάδα), νομίζω πως δεν είναι πρέπον να παραλείψουμε μια διήγηση, και να μη μνημονεύσουμε την αξία που έχει για μας. Από τούτη την πόλη έλεγαν πως κατάγεται η αιμορροούσα εκείνη γυναίκα, για την οποία μάθαμε από τα Ιερά Ευαγγέλια ότι ο Σωτήρας μας την γιάτρεψε από την αρρώστια. Έλεγαν επίσης, πως δείχνουν το σπίτι της μέσα στην πόλη, και πως εξ αιτίας της ευεργεσίας που δέχθηκε, στήθηκαν εκεί και παραμένουν θαυμαστά τρόπαια.

 

Μπροστά στα προπύλαια του σπιτιού της, είναι στημένο σε υψηλή πέτρα, χάλκινο ομοίωμα μιας γυναίκας με γερμένο το γόνατο, και τα χέρια μπροστά τεντωμένα σαν να ικετεύουν τον απέναντι άνδρα, ένα όρθιο άγαλμα, φτιαγμένο από το ίδιο υλικό, διακοσμημένο μ’ ένα διπλά τυλιγμένο μανδύα, και με το χέρι που το προσφέρει στη γυναίκα.

 

Και εκεί, σ’ αυτή τη στήλη, δίπλα στα πόδια του, φυτρώνει ένα βότανο, κάποιο παράξενο είδος, που ανεβαίνει ως την άκρη του χάλκινου μανδύα, αλεξιφάρμακο, εναντίον όλων των νοσημάτων. Έλεγαν, ότι αυτό το άγαλμα, έχει την εικόνα του Κυρίου Ιησού, και διασώζεται ως σήμερα, όπως μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αν περάσει από την πόλη.

 

Και δεν είναι διόλου περίεργο, ότι όσοι από τους Εθνικούς ευεργετήθηκαν από τον Σωτήρα μας, έκαναν τέτοια έργα, όπως περιγράψαμε, και τις εικόνες των ίδιων των αποστόλων, του Πέτρου, και του Παύλου και του ίδιου του Σωτήρα, καθώς συνηθίζεται στους παλιούς, κατά τη συνήθεια που υπάρχει στα έθνη, να αποδίδουν τέτοιες τιμές φανερά και ανεπιφύλλακτα με τούτο τον τρόπο».

 

Έχουμε λοιπόν για τούτο το πολύ σημαντικό γεγονός, και μια δεύτερη ιστορική μαρτυρία. Και λέμε «πολύ σημαντικό γεγονός», διότι ο Κύριος επέτρεψε να γίνει άγαλμα που να έχει τη μορφή του, και μάλιστα όπως αναφέρει και ο Ευσέβιος, στο άγαλμα αυτό φύτρωνε και βότανο που ήταν θεραπευτικό για διάφορες ασθένειες.

 

Το ότι φτιάχθηκε τέτοιο άγαλμα, και προφανώς και άλλες εικόνες, όπως μας αναφέρει ο Ευσέβιος, όχι μόνο του Κυρίου μας, αλλά και των αποστόλων και μαθητών του Κυρίου, είναι πολύ φυσικό, και παράλογο θα ήταν το αντίθετο. Όπως και σήμερα, όπως όταν κάποιος θέλει να διατηρήσει στη μνήμη του, όσο γίνεται περισσότερο, και όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για να τη δείξει στους φίλους του και στα παιδιά του, την εικόνα και το πρόσωπο αγαπημένων προσώπων, τα αποτυπώνει σε χαρτί και τα χρωματίζει με χρώματα σε ξύλο, ή φυλάσσει τις φωτογραφίες τους, το ίδιο λογικό είναι, να φτιάχθηκαν εικόνες που να αποτυπώνουν την όψη του Κυρίου μας και των μαθητών Του. Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, το παράλογο θα ήταν ακριβώς το αντίθετο.

 

Και ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τις φωτογραφίες και τις εικόνες προσφιλών μας προσώπων, το ίδιο και περισσότερο αναμένουμε να συμβαίνει και με την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που ενώ είναι Θεός, έλαβε την ανθρώπινη μορφή, την ανθρώπινη φύση από την παρθένο Μαρία, και ως άνθρωπος έσωσε παγγενή τον Αδάμ.

 

Στην επόμενη εκπομπή θα αναφέρουμε περισσότερες ακόμα μαρτυρίες, για το ότι οι εικόνες, η χρήση τους και η προσκύνησή τους, ποτέ δεν ήταν μία πρακτική ξένη προς την Εκκλησία. Και ποτέ δεν δόθηκαν απαγορευτικές διατάξεις γι’ αυτή ακριβώς τη συνήθεια. Αντίθετα, μόνο προτροπές για το λόγο αυτό διαβάζουμε και στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και την Εκκλησιαστική ιστορία, και απαγορεύσεις διαβάζουμε για το αντίθετο, και για την κακή τους χρήση. Αυτό είναι εκείνο το οποίο πρέπει να προσέχουμε και από το οποίο πρέπει να φυλαγόμαστε.

 

Κάθε άλλη διδασκαλία, για ολοκληρωτική απαγόρευση της χρήσης και της προσκύνησης των εικόνων, είναι Αντιγραφική, είναι έξω από τα όρια και την πρακτική της Χριστιανικής Εκκλησίας, και όσοι ασπάζονται τέτοιου είδους αντιλήψεις, πρέπει να αναζητήσουν το ιστορικό και δογματικό σημείο της αποστασίας αυτής, του σφάλματος αυτού, και να επιστρέψουν στην αλήθεια της μιας Χριστιανικής Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

 

Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ.

Δημιουργία αρχείου: 10-8-2010.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-4-2022.

ΕΠΑΝΩ