Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Μελέτες για την Ορθοδοξία

Δέσμη προτάσεων για τον εκδημοκρατισμό της Εκκλησιαστικής διοίκησης

Καποδίστριας και στην Εκκλησία

Ι. Μ. Κονιδάρη. Καθηγητού Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Πώς είναι δυνατόν η Μητρόπολη της Θήρας λ.χ. ή των Κυθήρων να εξομοιωθεί με τη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης;

Στην τελευταία επιφυλλίδα μου («Το Βήμα της Κυριακής», 20.2.2005, σ. A50), κατά την αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν στην πρόσφατη κρίση τη διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος, είχα αναφερθεί στην ανάγκη αυστηρής τήρησης του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, όπως αυτό προβλέπεται από το κανονικό της δίκαιο.

Και είχα υποστηρίξει την ανάγκη δύο ρηξικέλευθων τομών: της επαναφοράς αιρετών λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας και στη διαδικασία επιλογής των ποιμένων της, στην οποία και αναφέρθηκα διεξοδικώς, και της επανόδου στο μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως.

Πράγματι, παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής, τον Ιούλιο 1922, με τον N. 2891, καταργήθηκε το κανονικό σύστημα διοικήσεως που ίσχυε έως τότε και όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάσθηκαν Μητροπόλεις και οι αρχιερατεύοντες σε αυτές Μητροπολίτες... Το σύστημα αυτό υιοθέτησε ατυχώς και ο Καταστατικός Χάρτης του 1923 και η καταστατική νομοθεσία που ακολούθησε...

H νομοθεσία αυτή ήταν προφανώς αντικανονική. Ηταν αντίθετη και με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε την αυτοκεφαλία της καθ' Ελλάδα Εκκλησίας. Στον Τόμο αυτό αντικείμενο ρυθμίσεως αποτελούν Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, το ίδιο δε διαλαμβάνουν και οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866, με τις οποίες υπήχθησαν στην Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες, και πάλι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, της Επτανήσου, και του 1882, οι Μητροπόλεις και Επισκοπές μέρους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Αντιθέτως, αλώβητο διατήρησε το μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως έως τις ημέρες μας η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, η οποία αποτελούσε μία Μητρόπολη με επτά Επισκοπές, και τη διοίκησή της είχε η Επαρχιακή/Μητροπολιτική Σύνοδος που έδρευε στην έδρα της Μητροπόλεως. Ατυχώς, το 1967, με αναγκαστικό νόμο της δικτατορίας, μετονομάστηκαν και οι Επισκοπές της Κρήτης σε Μητροπόλεις και ο Μητροπολίτης Κρήτης, που διατηρεί την προεδρία της Επαρχιακής Συνόδου, έλαβε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, δηλ. τίτλο κατώτερο του Μητροπολίτη!

H εξομοίωση και εξίσωση όλων των εκκλησιαστικών επαρχιών, πέραν του ότι είναι αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα των κανόνων της Εκκλησίας, αντιστρατεύεται και την κοινή λογική, αφού είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να πιστέψει πως είναι δυνατόν να εξομοιωθεί η Μητρόπολη της Θήρας, λ.χ., ή των Κυθήρων με τη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης... Τελικώς δηλ. υποδαυλίζεται με τον τρόπο αυτό η επιθυμία για μετάθεση από τη μικρή Μητρόπολη σε μεγαλύτερη, με ό,τι τούτο συνεπάγεται.

Επανειλημμένως μάλιστα στο παρελθόν επιδιώχθηκε η λύση των εκκλησιαστικών προβλημάτων με την ίδρυση νέων Μητροπόλεων. Ετσι άλλωστε από 66 συνολικώς Μητροπόλεις, που προβλέπονταν στον Καταστατικό Χάρτη του 1943, από τις οποίες οι 33 ήταν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έφθασαν σήμερα στις 81. Εάν σε αυτές προστεθούν και εκείνες της Κρήτης και της Δωδεκανήσου φθάνουν τις 95! Κατόρθωσε λοιπόν η Εκκλησία της Ελλάδος να ξεπεράσει σε Μητροπολίτες και την Εκκλησία της Ρωσίας!

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εκκλησία της Ρουμανίας ακολουθεί ακόμη και σήμερα αναλλοίωτο το κανονικό μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως με την υποδιαίρεσή της σε 5 Μητροπόλεις και αυτών σε 23 Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές.

H επαναφορά λοιπόν στο κανονικό σύστημα διοικήσεως, με την επανακαθιέρωση του μητροπολιτικού συστήματος, θα σήμαινε τη διαίρεση της Εκκλησίας της Ελλάδος σε μεγάλες εκκλησιαστικές επαρχίες, περίπου δέκα Μητροπόλεις, αντίστοιχες ίσως με τις διοικητικές περιφέρειες της χώρας, και αυτών σε περισσότερες Επισκοπές, ορισμένες από τις οποίες, για ιστορικούς και κανονικούς λόγους, θα είχαν τον τίτλο της Αρχιεπισκοπής. H διοίκηση της Εκκλησίας θα ασκείται προεχόντως από τις επιμέρους επαρχιακές Συνόδους, όλους δηλ. τους Επισκόπους κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας υπό τον Μητροπολίτη.

Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας βαθιάς τομής στην οργάνωση της Εκκλησίας με την επαναφορά του μητροπολιτικού συστήματος διοικήσεως θα είναι πολλά. H διοίκηση της Εκκλησίας θα αποκεντρωθεί και κατά συνέπεια θα είναι πιο κοντά στα προβλήματα κάθε τοπικής κοινωνίας. Το συνοδικό σύστημα διοικήσεως θα αναζωογονηθεί. H τοπική σύνοδος των Επισκόπων θα επιλύει υπό τον Μητροπολίτη τα ζητήματα εκεί που αυτά δημιουργούνται. Ικανοί και δοκιμασμένοι ήδη Επίσκοποι θα μπορούν να προβληθούν σε Μητροπολίτες, χωρίς ασφαλώς να εμποδίζεται και η απ' ευθείας ανάδειξη. Θα παύσει η ανιστόρητη και αντικανονική εξίσωση όλων των αρχιερατικών θρόνων ως Μητροπόλεων, που ως αυτονόητη συνέπεια είχε τη δημιουργία συνεχών πιέσεων για καθιέρωση ή περαιτέρω διευκόλυνση από την πλευρά της Πολιτείας του μεταθετού και από την πλευρά των ενδιαφερομένων των μεταθέσεων.

Μια τέτοια τομή δεν μπορεί ασφαλώς ούτε αμέσως να υλοποιηθεί ούτε να αφορά στους ήδη εν ενεργεία Μητροπολίτες... Προϋποθέτει καλή προετοιμασία και μεταβατικό στάδιο. Αλλά, εάν όντως επιθυμεί κανείς να ανανεωθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, να εκσυγχρονισθεί και να επιστρέψει ταυτοχρόνως στο παραδοσιακό-κανονικό σύστημα διοικήσεώς της, πρέπει κάποια στιγμή να κάνει την αρχή...

Ο κ. I. M. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-03-2005
Κωδικός άρθρου: B14424B422

Δημιουργία αρχείου: 28-3-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 29-3-2005.

ΕΠΑΝΩ