Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Περί της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού * Βάπτισμα και Ευχαριστία * Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία * Η σημασία τής "κλάσεως τού άρτου" * Δέκα χρόνια Θείας Κοινωνίας μαζί με τους λεπρούς. Ο παπάς της "Σπιναλόγκα" * Το  επιτίμιο  τής  ακοινωνησίας * Όταν δεν μπορούμε να Κοινωνήσουμε. Μήνυμα παραμυθίας και ελπίδας * Μεταλαμβάνοντας σε καιρούς πανδημίας

Η μαρτυρία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Θεία Κοινωνία

Τοποθέτηση σε τρέχουσες θεολογικές αντιρρήσεις και καταγραφή εκκλησιαστικών πηγών για την Θεία Κοινωνία

Τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

 

Πρόλογος

Τον τελευταίο καιρό αντιμετωπίσαμε πρωτόγνωρα γεγονότα με την εμφάνιση τού νέου ιού (covid-19), και επέπεσε φόβος και τρόμος «πάση τη κτίσει». Η ασθένεια και ο θάνατος που την ακολουθεί προκάλεσε δικαίως τον φόβο τού θανάτου.

 

Επίσης, ως Χριστιανοί δοκιμάσαμε μεγάλο πόνο από το κλείσιμο τών Ναών μας, που συμπεριλαμβάνεται μέσα στα μέτρα για την μη διάδοση τού θανατηφόρου ιού. Όλοι, Κληρικοί και λαϊκοί, πονέσαμε περισσότερο από το ότι δεν μπορούμε ελεύθερα να πάμε στους Ιερούς Ναούς, και μάλιστα να τους βλέπουμε κλειστούς και να μη γίνεται θεία Λειτουργία, που είναι το μεγαλύτερο που γίνεται στην γη, αφού η θεία Λειτουργία είναι «σύνοδος ουρανού και γης», είναι βίωση τού Μυστηρίου τής Ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού.

Όμως, και τα δύο αυτά γεγονότα πιστεύω ότι είναι πρόσκαιρα. Ύστερα από λίγο μπορεί ο νέος αυτός ιός να μην είναι τόσο απειλητικός, γιατί θα βρεθούν τα φάρμακα άμεσης και έμμεσης θεραπείας και το εμβόλιο, όπως έγινε μέχρι τώρα για διάφορες άλλες μολυσματικές ασθένειες. Αλλά και το κλείσιμο τών Ιερών Ναών θα είναι πρόσκαιρο, γιατί πολύ γρήγορα θα δοθή η δυνατότητα να τελούνται θείες Λειτουργίες, να υπάρχη ελεύθερη πρόσβαση στους Χριστιανούς να προσευχηθούν και να κοινωνούν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού.

Και τα δύο αυτά πιστεύω θα διορθωθούν. Εκείνο, όμως, το οποίο περισσότερο πλήγωσε την καρδιά μας, τραυμάτισε την εκκλησιολογική μας ευαισθησία είναι ότι μερικοί αμφισβήτησαν το κέντρο τής Εκκλησίας μας, που είναι το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, ότι δήθεν μέσα από το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού μεταφέρονται ιοί και μικρόβια, ενώ η πείρα τών αιώνων απέδειξε το εντελώς αντίθετο.

Και δεν μάς πλήγωσαν μόνον οι «αλειτούργητοι» και οι «ακοινώνητοι» που τόλμησαν να ασεβήσουν στο Άγιο Σώμα τού Χριστού, αλλά περισσότερο μάς πλήγωσαν οι δήθεν θεολόγοι και θεολογούντες που στοχάσθηκαν με την λογική και την φαντασία τους πάνω σε αυτό το μέγα Μυστήριο.

Αυτό ήταν που μάς οδήγησε, με τους συνεργάτες μου, να ασχοληθούμε με σοβαρότητα με το θέμα αυτό. Έτσι, μαζί με τους συνεργάτες μου καταρτίσαμε ένα κείμενο με τίτλο «Η μαρτυρία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Θεία Κοινωνία» και υπότιτλο «Τοποθέτηση σε τρέχουσες θεολογικές αντιρρήσεις και καταγραφή εκκλησιαστικών πηγών για την Θεία Κοινωνία», που αποτελείται από δύο μέρη ήτοι: «Α΄ Μέρος – Θεολογική τοποθέτηση σε σύγχρονες θεολογικές αντιρρήσεις», «Β΄ Μέρος – Η παράδοση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Θεία Κοινωνία», και τα συμπεράσματα.

Φέρουμε εις γνώση τού πιστού λαού αυτήν την εργασία, ώστε να αντιμετωπισθή ένας βλάσφημος «θεολογικός ιός», που τολμά να εισέλθη μέσα στην Εκκλησία μας, η οποία είναι το ευλογημένο Σώμα τού Χριστού και στην θεία Κοινωνία τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού.

* * *

 

Εισαγωγικά περί τής ταυτότητας τής Εκκλησίας

Τού αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε

Θα παρατεθούν κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο τού αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε με τίτλο: Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, διότι αναφέρονται στην σύνδεση θείας Λειτουργίας, Ευχαριστίας και Εκκλησίας. Γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο Νέος:

«Η Θεία Λειτουργία αποτελεί το αποκορύφωμα τού θεανθρώπινου ρεαλισμού. Από την σάρκωση τού Λόγου, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός κατέστη η πλέον προφανής, αθάνατη, αιώνια πραγματικότητα όλων τών κόσμων και, ιδιαιτέρως, τών ανθρωπίνων κόσμων μας. Μεθ' ημών ο Χριστός: «μεθ' ημών ο Θεός/Εμμανουήλ», αιωνίως μεθ' ημών ο Θεός. Ο πειστικότερος μάρτυς αυτού τού γεγονότος είναι η Εκκλησία, το Θεανθρώπινο Σώμα τού Χριστού. Ουσιαστική ταυτοσημία: Εκκλησία εν Ευχαριστία, Ευχαριστία εν Εκκλησία. Όπου απουσιάζει ο Θεάνθρωπος, απουσιάζει και η Εκκλησία, απουσιάζει και η Ευχαριστία. Οτιδήποτε αποκλίνει από αυτό αποτελεί αίρεση, μη Εκκλησία, αντι-εκκλησία, ψευδο-εκκλησία.

Ως Σώμα Χριστού, η Εκκλησία η καθολική ενότητα, αλλά και η ενότητα τής καθολικότητας. Το ίδιο ισχύει και για την Ευχαριστία ως Σώμα Χριστού: «ότι είς άρτος, έν σώμα οι πολλοί εσμεν, οι γαρ πάντες εκ τού ενός άρτου μετέχομεν»1. Ναι, «έν σώμα οι πολλοί εσμεν» και τούτο υπό μίαν Κεφαλή, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γι' αυτό και εν τη Ευχαριστία και εν τη Εκκλησία ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι τα πάντα εν πάσι, Εκείνος «εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε»2.

Η ευαγγελία για το ανθρώπινο γένος είναι μοναδική: η Μετάληψη είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο ο χριστιανός δέχεται, υπό την μορφή τού άρτου και τού οίνου, το ίδιο το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου Ιησού Χριστού, συνενώνεται με Εκείνον, λαμβάνει άφεση αμαρτιών και την υπόσχεση τής αιωνίου ζωής3… Αυτό το ιερό μυστήριο, λόγω τής απροσμέτρητης σπουδαιότητάς του, αποτελεί την ουσία τής ουσιωδέστερης χριστιανικής λατρείας, τής Θείας Λειτουργίας. Κατά την διάρκειά της ο προσφερόμενος άρτος και οίνος, δια τής επικλήσεως και τής επενεργείας τού Αγίου Πνεύματος καθαγιάζονται και μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.

Κάθε μέλος τής τού Χριστού Ορθοδόξου Εκκλησίας, κάθε ορθόδοξος χριστιανός μπορεί να προσέλθη στο ιερό μυστήριο τής Μεταλήψεως, από το βρέφος ως τον γέροντα4… Το Θείο Αίμα τού Κυρίου Ιησού Χριστού είναι η θεανθρώπινη δύναμη η οποία εξαγιάζει, καθαίρει, μεταμορφώνει, χριστοποιεί, εκκλησιοποιεί, θεανθρωποποιεί, τριαδοποιεί και σώζει. Γι' αυτό και η Καινή Διαθήκη είναι η εν τω αίματι τού Θεανθρώπου Χριστού Καινή Διαθήκη. Αυτή η Διαθήκη επεκτείνεται, ευχαριστιακώς, στο Θεανθρώπινο Σώμα τής Εκκλησίας συνενώνοντας δια τού Θεανθρώπινου αίματος, εμάς τους ανθρώπους με τον Θεό και μεταξύ μας. Επειδή, ενώνοντας τον άνθρωπο με τον Θεάνθρωπο αυτό το πανάγιο Αίμα ενώνει δια τού Θεανθρώπου και εμάς με όλους τους ανθρώπους.

Είναι ολοφάνερο ιστορικό γεγονός ότι η ορθή, αληθινή, αθάνατη ενότητα τού ανθρώπου με τους ανθρώπους υπάρχει δια τού Θεανθρώπου. Ο Θεός είναι εγγύτερος στον κάθε άνθρωπο από ό,τι ο άνθρωπος στον ίδιο τον εαυτό του, εγγύτερος σε όλους τους ανθρώπους από ό,τι οι ίδιοι στους εαυτούς τους. Γι' αυτό και χωρίς τον Θεό, χωρίς τον Θεάνθρωπο, χωρίς την συγγένεια αίματος και την συνένωση με Εκείνον, για τον άνθρωπο δεν υπάρχει ενότητα με τον ίδιο τον εαυτό του και με τους ανθρώπους γύρω του. Και τούτη η συγγένεια αίματος, η ένωση τού ανθρώπου με τον άνθρωπο, πραγματώνεται στο Θεανθρώπινο Σώμα τού Χριστού, στην Εκκλησία, και με ιδιαιτέρως ρεαλιστικό και εμπειρικό τρόπο κατά την Θεία Ευχαριστία, στην Μετάληψη τού σώματος και τού αίματος τού Χριστού5

Περί αυτής τής θεανθρωπίνης πραγματικότητας ο θεόσοφος Καβάσιλας ευαγγελίζεται «η Εκκλησία καταδεικνύει τον εαυτό της μέσα στα ιερά μυστήρια (τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού), όχι όπως μέσα από σύμβολα, αλλά ως μέλη στην καρδιά και ως κλάδοι στην ρίζα τού δένδρου και, κατά τα λόγια τού Κυρίου όπως η άμπελος και το κλήμα». Γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνον περί κοινωνίας και αναλογιών κατά την ομοιότητα, παρά ταυτότητα. Γιατί αυτά τα μυστήρια είναι το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, και τούτο αποτελεί την αληθινή τροφή και πόση τής Εκκλησίας τού Χριστού. Και αυτή, μεταλαμβάνοντας Αυτών, δεν τα μεταβάλλει σε Σώμα ανθρώπινο, όπως συμβαίνει με την ανθρώπινη τροφή, παρά η ίδια –η Εκκλησία- μεταβάλλεται σε αυτό το Σώμα και Αίμα Χριστού και, αν θα μπορούσε κάποιος να δη την Εκκλησία, το κατά πόσο αυτή ενώθηκε με Εκείνον κοινωνώντας το Σώμα Του, δεν θα μπορούσε τίποτε άλλο να δη από το ίδιο το Σώμα Του. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Παύλος γράφει «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους»6»7… Αν όλα τα μυστήρια τής Καινής Διαθήκης, τής Διαθήκης τού Θεανθρώπου, και όλα τα μυστήρια τής Εκκλησίας τού Χριστού, τής Εκκλησίας τού Θεανθρώπου, μπορούσαν να συνοψισθούν σε ένα μυστήριο, τότε αυτό το μυστήριο θα ήταν το ιερό Μυστήριο τής Μεταλήψεως, τής Θείας Ευχαριστίας. Αυτό το μυστήριο μάς καταδεικνύει και μάς προσφέρει Όλον τον Κύριο Ιησού Χριστό σε όλον τον θαυματουργό πλούτο τού Θεανθρωπίνου Προσώπου και τού Θεανθρωπίνου Σώματός Του, το οποίο είναι η Εκκλησία8».

Η μαρτυρία τού αγίου Ιουστίνου τού Νέου επαναλαμβάνει με όλους τους αγίους την ταυτότητα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την θεία Λειτουργία ως Ευχαριστία και Μετάληψη τού Σαρκωθέντος Λόγου τού Θεού. Η Εκκλησία δεν μπορεί να αρνηθή τον εαυτό της, διότι ο εαυτός της είναι το Σώμα τού Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός παρατεινόμενος στους αιώνες υπάρχει όντως στην θεία Λειτουργία και προσφέρεται κατά την Μετάληψη τών Χριστιανών. Θεία Λειτουργία σημαίνει την πίστη στην ύπαρξη τού Χριστού ως Σαρκωθέντος Λόγου, που προσφέρει τον εαυτό Του στους μεταλαμβάνοντες για να ζήση ο κόσμος.

 

Α΄ Μέρος

Θεολογική τοποθέτηση σε σύγχρονες θεολογικές αντιρρήσεις

1. Η παύση τής Θείας Λειτουργίας ως ύψιστη πράξη αγαπητικής αυτοκένωσης τής Εκκλησίας

Ήδη προτού κλείσουν οι Ναοί από το Κράτος, προτάθηκε η παύση τής Λειτουργίας από θεολόγους και μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις Ναών, οι οποίοι έκλεισαν πριν καν η Σύνοδος πάρη οποιαδήποτε απόφαση. Η θεολογική αιτιολογία τής παύσης τής Λειτουργίας από προϊσταμένους τών Ναών υπήρξε η χριστιανική αγάπη ως αυτοκένωση τής Εκκλησίας από τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή την θεία Λειτουργία, με σκοπό να προστατευθεί αγαπητικά από κάθε μολυσμό η κοινωνία τών ανθρώπων.

Κατά περίεργη χρονική σύμπτωση παρόμοιος συλλογισμός δημοσιεύθηκε στους New York Times από τον προτεστάντη Ιερέα και καθηγητή Dr. Esau McCaulley, ο οποίος στο άρθρο με τίτλο «Η χριστιανική απάντηση στον Κορωναϊό: Μείνετε Σπίτι» έγραψε τα εξής:

«Με το πρωτοφανές τού κορωναϊού να απλώνεται ραγδαία, αυτή δεν είναι μια ερώτηση για τα μέλη τής Εκκλησίας ως άτομα. Η πανδημία υποχρεώνει την Εκκλησία ως θεσμό να αναλογισθή τον ρόλο της κατά την διάρκεια μιας κρίσης.

Αρκετές θρησκευτικές κοινότητες αναστέλλουν τις τυπικές λειτουργίες τους. Η Εκκλησία τού Ιησού Χριστού τών Αγίων τών Τελευταίων Ημερών σταμάτησε τις ακολουθίες της παγκοσμίως. Προσωρινά, η Καθολική εκκλησία στη Ρώμη έκλεισε τις πόρτες της ερμητικά. Το ίδιο έγινε σε μεγάλο βαθμό στην πολιτεία τής Ουάσιγκτον.

Τι πρέπει να σκεφτούμε γι' αυτά; Εγκαταλείπουν οι χριστιανοί την ευθύνη τους απέναντι στους υποφέροντες και τους ασθενείς;

Κάποιοι χριστιανοί μπορεί να μπουν στον πειρασμό να κοιτάξουν πίσω στο παρελθόν, το οποίο παραμένει ζωντανό σε καιρούς απελπισίας. Ξεκινώντας από το 250 μ.Χ. μια πανώλη που στην κορύφωσή της ειπώθηκε ότι σκότωνε 5000 ανθρώπους την ημέρα ρήμαξε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι χριστιανοί στάθηκαν στο καθήκον τους προς τους ασθενήσαντες. Πιστεύοντας ότι ο Θεός ήταν παντοδύναμος και πάνω από κάθε αρρώστια, ήταν πρόθυμοι να διακονήσουν τους ασθενήσαντες ακόμη και με το κόστος τής ζωής τους. Αυτή η μαρτυρία κέρδισε πολλούς στο χριστιανικό σκοπό. Πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους και να συγκεντρωθούμε να εορτάσουμε κατά λόγον και λατρεία, στην τελετή, όπως επίσης και επί τού άρτου και τού οίνου;… Η απουσία τής Εκκλησίας, η κένωσή της κατά κυριολεξία, μπορεί να λειτουργήση ως ένα σύμβολο εμπιστοσύνης τής Εκκλησίας στη δύναμη τού Θεού να μάς συναντήση ασχέτως τού χώρου. Η Εκκλησία παραμένει η Εκκλησία είτε σε σύναξη είτε διασκορπισμένη. Εμμέσως, ακόμη, μπορεί να μάς υπενθυμίση το δώρο τής σύναξης, το οποίο συχνά κι εμείς ακόμα εκλαμβάνουμε ως δεδομένο… Κατά την διάρκεια τής επιδημίας τού AIDS, πολλές Εκκλησίες έδειξαν την αλληλεγγύη τους δια τής από κοινού μετοχής στον άρτο και τον οίνο με τους μολυσμένους, προκειμένου να δειχτή ότι δεν υπήρχε τίποτε για να φοβηθή κανείς.

Σήμερα, ίσως πρέπει να δείξουμε την αλληλεγγύη μας δια τής άρνησης τής κοινής μετοχής (στον άρτο και τον οίνο).

Το Ευαγγέλιο τού Ιωάννη εξιστορεί τα λόγια τού Ιησού στους Μαθητές Του στο ανώγι προ τού θανάτου Του. Κατά την τελευταία ομιλία του, τους λέγει ότι είναι καλύτερο να φύγη, ούτως ώστε ο Παράκλητος να έλθη. Το νόημα είναι ότι η απώλεια τής φυσικής Του παρουσίας δια μέσου τού θανάτου, τής ανάστασης και ανάληψης θα οδηγήση τους Μαθητές σε μια έτι βαθύτερη κοινωνία με το Θεό.

Αρκούντως παράξενα, είναι πιθανόν ότι η απουσία τής Εκκλησίας θα αποτελέση σπουδαία μαρτυρία τής παρουσίας τού Θεού στη φροντίδα τών χριστιανών προς τον συνάνθρωπο»9.

Μια τέτοια τοποθέτηση είναι απολύτως συνεπής με την προτεσταντική ομολογία πίστεως, κατά την οποία τα Τίμια Δώρα δεν είναι ο ίδιος ο Χριστός, αλλά κτιστά σύμβολα που χρησιμοποιούνται πλέον σε ελάχιστες προτεσταντικές ομολογίες με σκοπό την ενεργοποίηση τής μνήμης σε σχέση με το σωτηριώδες έργο τού Χριστού. Για τον προστεστάντη Χριστιανό η Εκκλησία δεν είναι η Ευχαριστία ως Σώμα Χριστού, ούτε η σωτηρία τού ανθρώπου εξαρτάται από την μυστηριακή συμμετοχή τού πιστού στην λατρεία, διότι απλούστατα τα πάντα είναι κτιστά. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τού αγίου Πορφυρίου, μία τέτοια παραδοχή μπορεί να προέλθη από κάποιον που δεν πιστεύει στην άκτιστη Εκκλησία. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο στον Προτεσταντισμό είτε είναι κανείς στο σπίτι είτε στην αίθουσα ανάγνωσης τού λόγου τού Θεού είναι το ίδιο πράγμα. Μάλιστα σε καιρούς επιδημίας γίνεται προφανές ότι η εξίσωση ατομικής λατρείας και κοινής λατρείας γέρνει απολύτως υπέρ τής πρώτης αφού αυτό ορίζεται ως χριστιανική αγάπη με σκοπό την απουσία μετάδοσης ασθενειών.

Επιστρέφοντας στα καθ' ημάς, η προτροπή για παύση τής Λειτουργίας ως θυσιαστικής αγάπης τής Εκκλησίας προέρχεται και από την πεποίθηση τής μετάδοσης φθοράς και μολυσμού δια τής θείας Μεταλήψεως. Οι θεολογικές προϋποθέσεις τής πεποίθησης ότι η θεία Μετάληψη μπορεί να αποτελέση φορέα μετάδοσης ασθενειών βασίζονται στη θεώρηση τής φύσης είτε κτιστής, είτε άκτιστης ως ενός αναγκαστικού πράγματος επειγόμενου για την ατομική του επιβίωση. Συχνά στα κείμενα τών θεολογούντων διαβάζει κανείς ότι ο Θεός ως πρόσωπο ελευθερώνεται από την φύση Του και ότι η αληθής ύπαρξη τού ανθρώπου συνίσταται στην έκσταση από την φύση του, διότι η φύση αποτελεί πράγμα ανελεύθερο με απρόσωπη φορά προς την ατομιστική επιβίωση. Με δεδομένη την υποτίμηση τής φύσης και τών φυσικών, ως πραγμάτων που επείγονται για την ατομική τους επιβίωση, η θεία Μετάληψη παρομοιάζεται με ένα κοινωνείν προσώπων ενάντια στο επιβιώνειν τής ατομιστικής φύσεως. Ακόμη και ο Θεός ως πρόσωπο ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα τής φύσης Του. Αυτή ακριβώς η υποτίμηση τής φύσης, ακόμα και τής θεϊκής, καθιστά τα Τίμια Δώρα φορείς μολυσματικών, φθοροποιητικών, ιογενών επιδράσεων. Ως απόδειξη αυτής τής θεολογικής ερμηνείας τίθεται ο βιολογικός θάνατος τών μεταλαμβανόντων, όπως και όλων τών υπολοίπων ανθρώπων.

Η θεώρηση τής Μετάληψης ως κοινωνίας προσώπων σε αντιδιαστολή με την αναγκαστική φύση, η οποία οδηγεί μόνον στο επιβιώνειν, καθιστά ανύπαρκτη την αγιαστική Χάρη που εκπορεύεται από τον Ευχαριστιακό Άρτο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται στην συγκεκριμένη θεώρηση η πλήρης ταύτιση με τον Προτεσταντισμό εκ δευτέρου. Όπως οι προτεστάντες δεν παραδέχονται καμμία φυσική παρουσία τού Θεού επί τών Τιμίων Δώρων, έτσι και οι υπέρμαχοι μιας κοινωνίας τών προσώπων Θεού και ανθρώπου αδειάζουν τις δύο φύσεις τού σαρκωμένου Λόγου ως Σώματος Χριστού, διότι γι' αυτούς ο Ευχαριστιακός Άρτος είναι σημείο τής κοινωνίας τών προσώπων. Έπειτα, με την εξ ορισμού υποτίμηση τής φύσης και τών φυσικών, ως πραγμάτων επειγομένων για την ατομιστική τους αυτάρκεια, οι φύσεις τού Χριστού παραμερίζονται απολύτως και έτσι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την θεοποιό ενέργεια τών Τιμίων Δώρων. Οπότε πολύ φυσιολογικά άγονται στην μετάδοση ιών και φθοράς μέσω τής θείας Μεταλήψεως.

Έτι περαιτέρω, όταν η Θεία Κοινωνία αποτελεί στην αντίληψη τών ανθρώπων απλώς σημείο, σημάδι, σύμβολο τής κοινωνίας τών προσώπων Θεού και ανθρώπων, είναι εξίσου φυσιολογική η εξίσωση διατυπώσεων τύπου «προσεύχομαι σπίτι» και «μετέχω τής λατρείας στον ναό», διότι σημασία έχει η κοινωνία τών προσώπων και όχι η μετοχή στην θεοποιό ενέργεια τού Ευχαριστιακού Άρτου.

Για τον ορθόδοξο Χριστιανό το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού δεν μπορεί να αποτελέση φορέα μόλυνσης και θανάτου, διότι ο Κύριος τής Ζωής δεν κληροδοτεί φθορά και θάνατο. Κατά τον τρόπο που η ανθρώπινη φύση τού Χριστού φανέρωνε την θεία ζωοποιό ενέργεια κατά τις θαυματουργίες, με τον ίδιο τρόπο ο Ευχαριστιακός Άρτος ενεργεί τον αγιασμό τών ανθρώπων.

Η θεία Χάρη ενεργεί διττώς επί τών Τιμίων Δώρων. Η Χάρη αγιάζει τα Τίμια Δώρα και καθιστά αγιαστικά τα Τίμια Δώρα ως ενεργούντα τον αγιασμό κατά την προαίρεση εκάστου. Γράφει σχετικά ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας:

«Διττώς γαρ λέγεται ενεργείν εν τοις τιμίοις δώροις η χάρις, ένα μεν τρόπον καθ’ ον αυτά αγιάζεται, έτερον δε καθ’ ον η χάρις δι’ αυτών ημάς αγιάζει.

Τον μεν ουν πρώτον τρόπον εν τοις δώροις την χάριν ενεργείν, ουδέν δύναται κωλύειν τών ανθρωπίνων κακών. Αλλά καθάπερ ο αγιασμός αυτών ουκ έστιν ανθρωπίνης αρετής έργον, ούτως ουδέν κωλύεσθαι δυνατόν αυτόν υπό κακίας ανθρώπων. Ο δεύτερος δε και τής ημετέρας δείται σπουδής. Δια τούτο και υπό τής ημών κωλύεται ραθυμίας. Αγιάζει γαρ η χάρις δια τών δώρων ημάς, εάν προς τον αγιασμόν επιτηδείως έχοντας λάβη, α δε απαρασκευάστοις εμπέση, ούτε όφελος ήνεγκεν ουδέν και μυρίαν ημίν ενέθηκε βλάβην»10.

Η ερμηνεία τού αγίου Νικολάου Καβάσιλα για τα Τίμια Δώρα βρίσκεται σε συστοιχία με την αντίδοση τών ιδιωμάτων τών φύσεων στο πρόσωπο τού Θεού Λόγου. Η ανθρώπινη και η θεϊκή φύση τού Χριστού αντιδίδει τα γνωρίσματά της στο πρόσωπο τού Σαρκωμένου Λόγου. Η σάρκα τού Ιησού Χριστού αν και θνητή προ τής Ανάστασης απέβαλε την φθαρτότητα και την θνητότητα με την Ανάσταση και εκχέει το πλήρωμα τής ακτίστου ενεργείας τής θεότητας. Η Σάρκα τού Χριστού είναι ζωοποιός και ενεργεί τα τής θεότητος όχι αφ' εαυτής, αλλά εξαιτίας τής ενώσεως.

Αντιστοίχως η ενέργεια τής θεότητας εκπορεύεται από τον Ευχαριστιακό Άρτο. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Ευχαριστιακός Άρτος είναι ζωοποιός. Αγιάζεται ο Άρτος και γίνεται αγιαστικός ως Σώμα Χριστού.

Γράφει συναφώς ο ιερός Δαμασκηνός: «Μεμενήκασι γαρ και μετά την ένωσιν αι φύσεις ασύμφυρτοι και αι τούτων ιδιότητες αλώβητοι. Η δε τού Κυρίου σαρξ τας θείας ενεργείας επλούτησε δια την προς τον Λόγον ακραιφνεστάτην ένωσιν ήτοι την καθ' υπόστασιν ουδαμώς τών κατά φύσιν ιδίων υποστάσα έκπτωσιν· ου γαρ κατ' οικείαν ενέργειαν, αλλά δια τον ηνωμένον αυτή Λόγον τα θεία ενήργει τού Λόγου δι' αυτής την οικείαν ενδεικνυμένου ενέργειαν. Καίει μεν γαρ ο πεπυρακτωμένος σίδηρος, ου φυσικώ δε λόγω την καυστικήν κεκτημένος ενέργειαν, αλλ' εκ τής προς το πυρ ενώσεως τούτο κτησάμενος. Η αυτή τοιγαρούν θνητή τε ην δι' εαυτήν και ζωοποιός δια την προς τον λόγον καθ' υπόστασιν ένωσιν»11.

Ο Ευχαριστιακός Άρτος είναι το Σώμα τού Χριστού. Ο Άρτος σε αναλογία με το παράδειγμα τού πυρακτωμένου σιδήρου που χρησιμοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκφαίνει την άκτιστη ενέργεια, διότι ο Άρτος είναι ο εξ ουρανού καταβάς, ο σαρκωμένος Θεός Λόγος.

Στα Ευαγγέλια ο Ιησούς Χριστός θεραπεύει τους αρρώστους δι' αφής σωματικής εκφαίνουσας την άκτιστη ενέργεια τής θεότητας. Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο διαβάζει κανείς «Και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτώ ότι εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι. ο δε Ιησούς σπλαγχνισθείς, εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού και λέγει αυτώ· θέλω, καθαρίσθητι. και ειπόντος αυτού ευθέως απήλθεν απ' αυτού η λέπρα, και εκαθαρίσθη»12. Η αφή τού Θεανθρώπου Χριστού, δηλαδή η ενέργεια που εκπορεύεται από την ανθρώπινη φύση Του, συνεργάζεται μετά τής θεϊκής Του ενέργειας και ο λεπρός θεραπεύεται.

Συναφώς γράφει ο άγιος Μάξιμος: «Θεόν σεσαρκωμένον και τελείως δι ημάς ενανθρωπήσαντα, θεϊκώς άμα και ανθρωπικώς τον αυτόν ενεργούντα, έφυσεν, ως ου λόγω μόνον, και τοις θεοπρεπέσιν επιτάγμασιν, ενεργός ευρίσκεται ο Σωτήρ εν τω τους νεκρούς διανιστάν και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν· αλλά συνεργάτιν ώσπερ τινά προς τούτο δη μάλιστα την αγίαν αυτού παραλαμβάνειν ηπείγετο σάρκα· τούτο ποιών μεν ως Θεός τω παντουργώ αυτού προστάγματι· ζωοποιών δε αύ πάλιν και τη αφή τής ηνωμένης αυτώ καθ' υπόστασιν αγίας σαρκός, ίνα δείξη και ταύτην ζωοποιείν δυναμένην δια τής ουσιώδους αυτού ενεργείας, ης εστι κυρίως η αφή, η φωνή, και όσα τοιαύτα. Είτα, ως έδειξε τας φυσικάς ενεργείας αυτού, τού εξ αμφοίν συγκειμένου Χριστού τού Θεού, σωζομένας τελείως· την τής θεότητος αυτού, δια τού παντουργού προστάγματος, την δε τής ανθρωπότητος αυτού, δια τής αφής· παρέστησε ταύτας ηνωμένας διόλου τη προς αλλήλας συμφυία και περιχωρήσει·»13.

Ο Άρτος λειτουργεί ως η ζωοποιός Σάρκα τού Χριστού. Συνδέοντας κανείς τα κείμενα τών αγίων Μαξίμου και Δαμασκηνού στην προοπτική τών Τιμίων Δώρων, όπως το πράττει ο Καβάσιλας, κατανοεί την ταυτότητα τής Εκκλησίας ως Σώματος τού ζώντος Χριστού, πηγής θεώσεως και αγιασμού ψυχής τε και σώματος.

 

2. Το αίτημα για παύση τής Θείας Λειτουργίας ως μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός κατά τα πρότυπα τών λοιπών χριστιανικών ομολογιών

Αναρωτιούνται μερικοί άσχετοι ή και άθεοι αρθρογράφοι, γιατί δεν μεταρρυθμίζεται επιτέλους η Ορθόδοξη Εκκλησία στην παύση τής θείας Λειτουργίας κατά τα πρότυπα τού Βατικανού και τών λοιπών προτεσταντικών Ομολογιών. Η απάντηση είναι σχετικά προφανής. Ούτε το Βατικανό, ούτε οι προτεσταντικές Ομολογίες θεωρούν την Εκκλησία άκτιστη και κτιστή, ως τον ίδιο τον σαρκωμένο Λόγο. Η θεία Χάρη για τους Ρωμαιοκαθολικούς είναι κτιστή, ενώ οι Προτεστάντες δεν δέχονται αληθή παρουσία Χριστού στα Τίμια Δώρα. Συναφώς, τα Τίμια Δώρα όποτε υπάρχουν και εφόσον υπάρχουν αποτελούν κτίσματα μόνον.

Αντιθέτως, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως λέγει ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: «Ο Θεός εν τη απείρω αγάπη Του μάς ένωσε πάλι με την Εκκλησία Του στο πρόσωπο τού Χριστού. Μπαίνοντας στην άκτιστη Εκκλησία, ερχόμαστε στον Χριστό, μπαίνομε στο άκτιστον. Καλούμαστε δηλαδή κι εμείς οι πιστοί να γίνομε άκτιστοι κατά χάριν, να γίνομε μέτοχοι τών θείων ενεργειών τού Θεού, να μπούμε μέσα στο μυστήριο τής θεότητος, να ξεπεράσομε το κοσμικό μας φρόνημα, να αποθάνομε κατά «τον παλαιό άνθρωπον» και να γίνομε ένθεοι. Όταν ζούμε στην Εκκλησία, ζούμε τον Χριστό. Αυτό είναι πολύ λεπτό θέμα, δεν μπορούμε να το καταλάβομε. Μόνο το Άγιον Πνεύμα μπορεί να μάς το διδάξει… Η Εκκλησία και ο Χριστός είναι ένα. Το σώμα τής Εκκλησίας τρέφεται, αγιάζεται, ζει με τον Χριστό. Αυτός είναι ο Κύριος, ο παντοδύναμος, ο παντογνώστης, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο στηριγμός μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας. Αυτός είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, η βάσις, το παν. Χωρίς Χριστό, Εκκλησία δεν υπάρχει. Νυμφίος ο Χριστός· νύμφη η καθεμία ψυχή»14.

Κατά συνέπεια η Λειτουργία είναι η υπαρκτική ταυτότητα τών Ορθοδόξων. Η ζωή τού ορθόδοξου Χριστιανού είναι δια τής ζωής στο Σώμα τού Χριστού και το Σώμα τού Χριστού φανερώνεται στην Λειτουργία.

Η απόφαση τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και άλλων Εκκλησιών να μην παύση η θεία Λειτουργία αποτελεί την ομολογία ότι ο Ιησούς είναι ο Υιος τού Θεού τού ζώντος. Παύση τής θείας Λειτουργίας σημαίνει παύση τής πίστης ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιος και Λόγος τού Θεού. Τελικά η Πολιτεία έχει άλλη αντίληψη τών πραγμάτων.

Σε διαφορετικές εποχές πανδημιών, επειδή το σύνολο τής κοινωνίας πίστευε στον Ιησού Χριστό, η σκέψη για την παύση τών ιεροπραξιών ήταν αδιανόητη. Αυτό μάλιστα παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι είχαν πλήρη συνείδηση για τον μεταδοτικό χαρακτήρα τής μολυσματικής αρρώστιας.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται η πανώλη τών Σερρών τού 1642, η οποία θέρισε την περιοχή τών Σερρών με 12000 νεκρούς σε λιγότερο από ένα έτος15.

Πληροφορίες για την πανώλη παρέχονται στην χρονογραφία τού παπα-Συναδινού16, ενός λογίου ιερέως, ο οποίος τελικά εγκατέλειψε το ποιμνιό του από τον φόβο τής πανούκλας.

Ο συγγραφέας Χ. Βουρουτζίδης με αναφορές στην χρονογραφία τού παπα- Συναδινού γράφει σχετικά: «Με τη λέξη "φευγία" ο παπα-Συναδινός εννοεί την εθελούσια απομάκρυνσή του από τους ενορίτες του, προκειμένου να γλυτώσει από την αρρώστια τής πανούκλας, την οποία ονομάζει στο έργο του "οργή Κυρίου, και είτις παραμερίση εγλυτώνει" σε αντίθεση με άλλους ιερείς τής Μητροπόλεως Σερρών που, όχι μόνο έμειναν στην πόλη κοντά στους ενορίτες τους μα, με προφανή κίνδυνο τής ζωής τους, έθαβαν και τα θύματα τής πανώλης. Μνημονεύει ο παπα-Συναδινός τους ιερείς, που δεν εγκατέλειψαν τους ενορίτες τους: τον παπά Εζεκιήλ τον Σιναΐτη και τον παπά Γεώργη τού Κυριαζή, που τελικά χτυπήθηκαν από την πανούκλα. Τους ιερείς: παπά Γεράκο και παπά Μπατζή τού Κομνιανάκη που έθαβαν τους νεκρούς χωρίς να αρρωστήσουν17… Ο "χρονογράφος" τών Σερρών ζει το 1641 στην πόλη τών Σερρών… θαυμάζει την αυτοθυσία όσων ιερέων συμπαραστέκονται στη δυστυχία τού χριστεπώνυμου ποιμνίου τους, μεταξύ τών οποίων ήταν και ο παπά κυρ Γεράκος, που "θάφτη εις όλον το κάστρον". Ο παπα-Συναδινός τον επαινεί λέγοντας: "και καλά έκαμεν εις τους επτωχούς· καλή ελεημοσύνη είναι" όμως, τρομοκρατημένος από την πανούκλα και, προφανώς απομονωμένος στην οικία του, αντί να επωμισθεί τις ευθύνες τού ομόδοξου συμπολίτη και ιδιαίτερα τού ορθόδοξου ιερέα, διερωτάται: "Αμή αν επεθήνησκεν <ο Παπαγεράκος> άρα γε τα παιδία τού τα ανήλικα που ήθελεν να τα αφήση οπού δεν έχει τίποτες;"18».

Εξίσου χαρακτηριστική περίπτωση είναι η πανώλη τής Κέρκυρας τού 1629. Ο Λαυρέντιος Σ. Βροκίνης στο βιβλίο του Περί τών ετησίως τελουμένων εν Κερκύρα Λιτανειών τού Θ. Λειψάνου τού Αγίου Σπυρίδωνος και τής εν έτει 1716 πολιορκίας τής Κέρκυρας ιστορική επιτομή γράφει σχετικά: «Η Βαϊοφόρος Λιτανεία τού Αγίου, τελείται εις ανάμνησιν τής δια θαύματος αυτού απολυτρώσεως τής νήσου εκ τής πανώλους (θανατικού), εξ ης σπουδαίως εκινδύνευσαν πάντες οι κάτοικοι αυτής κατά τους μήνας Οκτώβριον και Νοέμβριον τού έτους 1629… ότε η φθοροποιά αυτή νόσος, κατεμάστιζεν απάσας τας νήσους τού Ιονίου Πελάγους και ολόκληρον την Ιταλίαν εξ ης είχε μεταδοθεί και εις την ημετέραν νήσον… Μεθ' όλων τών αυστηροτάτων προφυλακτικών μέτρων άτινα η εγχώριος Διοίκησις μετεχειρίσθη τότε προς καταστολή τής νόσου, δαπανήσασα χίλια Δουκάτα δια τας επελθούσας ανάγκας, από τής ημέρας εκείνης διαρκώς απέθνησκαν άνθρωποι. Άπας ο Λαός προσέδραμεν εις τον ναόν τού Αγίου Σπυρίδωνος, μετά δακρύων δε δεηθείς εις τον Άγιον την, δια τής θείας αυτού παρά τω Υψίστω μεσιτείας, διαφύλαξιν τής νήσου εκ τής θανατηφόρου εκείνης ασθενείας, αύτη περιωρίσθη τότε εις μόνον 60 άτομα άτινα αρχικώς προσβληθέντα είχον αποβιώσει. Διηγείται τότε ο ζων ιστορικός Μαρμαράς, ότι πλείστοι μεμολυσμένοι ασθενείς, ιδόντες κατ' όναρ τον Άγιον υποσχόμενον εις αυτούς Σωτηρίαν, εσώθησαν, και ότι καθ' ας νύκτας εμαστίζετο η πόλις υπό τής ασθενείας, εφαίνεται επάνω τού ναού τού Αγίου φως, εν είδει λυχναρίου, όπερ διαρκώς έβλεπαν εις τα φρούρια νυκτερινοί σκοποί. Ολίγον κατ' ολίγον ηλαττώθησαν έκτοτε μέχρι τής ημέρας τών Βαΐων, οπότε κατέπαυσεν ολοσχερώς η νόσος, ουδενός αποβιώσαντος, ουδέ προσβληθέντος. Διο τη ημέρα τών Βαΐων τού έτους εκείνου, ελιτανεύθη εκτός τού ναού τού Αγίου το λείψανον αυτού κατ' αίτησιν τής Εγχωρίου αρχής, δηλαδή τών Συνδίκων, οίτινες συνέλεξαν, κατά το λέγειν τού ιστορικού Μαρμαρά, πεντακισχίλια Δουκάτα προς ωραϊσμόν τού ναού τού Αγίου και δι' αναφοράς τών προς τους Ενετούς διοικητάς τής νήσου, προκάλεσαν το υπό χρονολογίαν 21 Ιουνίου 1630 θέσπισμα περί τής ανά έκαστον έτος λιτανεύσεως τού αγίου Σπυρίδωνος»19.

Έπροσθεν τής φρικωδίας τού θανάτου κάθε κοινωνική, ταξική διαστρωμάτωση κατέρρεε από μόνη της και πλούσιοι, φτωχοί γινόταν αξεχώριστοι στις λιτανείες τών Αγίων και τής παράκλησης για την αποσόβηση τού θανάτου: «Σε αντίθεση με τις τελετές πολιτικού χαρακτήρα, εκείνες που συνδέονταν με απρόοπτα γεγονότα, προωθούσαν την ιδέα τής ενότητας και τής εμφάνισης όλων τών μελών τής κοινωνίας ως ένα και μόνον σώμα. Αυτό, ωστόσο, που πρέπει να τονιστεί είναι η διαφορά στη δομή μιας λιτανείας που γινόταν όταν η επιδημία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και μιας άλλης που οργανωνόταν με αφορμή τη λήξη της. Στην πρώτη περίπτωση η ανάδειξη τής κοινωνικής ιεραρχίας υποβαθμιζόταν, δίνοντας τη θέση της σε μια πορεία όμοια με ταξίδι προσκυνήματος… Βεβαίως, η πραγματικότητα τής διαστρωμάτωσης δεν εξέλειπε εντελώς, όμως η ομαδική παράκληση για τη θεία επέμβαση έτεινε να καλύψει τις διαφορές. Αντίθετα, όταν οι εκδηλώσεις αυτές λάμβαναν χώρα μετά το τέλος ενός λοιμού, ή όταν με την ίδια αφορμή, καθιερωνόταν σε ετήσια βάση, το τυπικό άλλαζε εντελώς»20.

Εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι λιτανείες γινόταν με οργάνωση και παρότρυνση τών δημοσίων αρχών: «Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, το 1630, απόφαση τού συμβουλίου τής πόλης προέβλεπε την επιβολή προστίμου 20 δουκάτων στους επικεφαλής τών αδελφοτήτων (ορθοδόξων και καθολικών) σε περίπτωση άρνησής τους να συμμετάσχουν στην περιφορά τών λειψάνων τού Αγίου Σπυρίδωνος, η οποία γινόταν με αφορμή τη σωτηρία τής πόλης από τον κίνδυνο τής νόσου. Η διαδρομή που ακολουθούσαν οι πιστοί πίσω από το σκήνωμα τού αγίου, περιέκλειε ολόκληρο σχεδόν το τειχισμένο μέρος τής πόλης, θέτοντας έτσι συμβολικά τον αστικό οικισμό κάτω από την προστασία του μαζί με όλους τους εκπροσώπους τής τοπικής κοινωνίας»21. Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις μαρτυρούν την πίστη τών Χριστιανών ότι ο Κύριος κάθε δημιουργίας είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος που καθορίζει καθολικά την ζωή τών Χριστιανών.

Χριστιανοί αρθρογραφούντες ισχυρίστηκαν πώς η πανώλη τού 3ου αιώνα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φανέρωσε το γνήσιο χριστιανικό ήθος, διότι οι Χριστιανοί έπαιρναν πάνω τους τον θάνατο από άλλους ανθρώπους, ενώ η σημερινή πρακτική συμμετοχής τών ανθρώπων στις ακολουθίες είναι αντιχριστιανικό ήθος, διότι σπέρνει τον θάνατο μέσω τού μολυσμού. Ατυχώς, η συγκεκριμένη ερμηνεία γίνεται με πολύ ρηχές προϋποθέσεις. Οι Χριστιανοί που φρόντιζαν τους αρρώστους, γνωρίζοντας μάλιστα την μεταδοτικότητα τής πανώλης και τελικά αρρώσταιναν οι ίδιοι ως περιθάλποντες, είχαν οικογένειες και ζούσαν ανάμεσα σε ανθρώπους. Με την λογική τών σημερινών θεολογούντων εγκληματούσαν, διότι η βοήθεια τών ασθενών από τους ακτιβιστές αποτελούσε βιολογική βόμβα για τις ίδιες τις οικογένειες τών ακτιβιστών περιθαλπόντων, όπως επίσης και για το κοντινό περιβάλλον τους. Με την ίδια λογική –άπαγε τής βλασφημίας– ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος εγκληματούσε ως ασπαζόμενος τους λεπρούς, διότι θα μπορούσε να μεταδώση την λέπρα στο κοντινό του περιβάλλον, αφότου την κολλούσε ο ίδιος.

Το κείμενο τού Ευσεβίου Καισαρείας που περιγράφει την συμπεριφορά τών Χριστιανών ως ζωντανής θυσίας για τον κάθε άρρρωστο σχετίζεται με την εορτή τού Πάσχα. Η πανώλη προέκυψε κατά την περίοδο τού Πάσχα και αφότου είχε ήδη προκληθή άγριος διωγμός κατά τών Χριστιανών, οι οποίοι συνέχιζαν να τελούν την θεία Λειτουργία και να ειρηνεύουν εν Χριστώ. Μέσα στο ίδιο το κείμενο ρητώς αναφέρεται ότι οι Χριστιανοί γιόρταζαν πάντα, τόσο επί τών διωγμών όσο και επί τής πανώλης. Η γιορτή συνδέεται με την τέλεση τής θείας Λειτουργίας, η οποία αποτελούσε την εορτή τών εορτών.

Γράφει ο Ευσέβιος πώς ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας απευθυνόμενος προς το ποίμνιό του «εκ νέου κατά την εορτή τού Πάσχα απηυθύνθη προς αυτούς με γράμματα από την ίδια την Αλεξάνδρεια ωσάν να ήτο εξόριστος… Έπειτα από αυτά, αφού τον πόλεμον διεδέχθη επιδημική νόσος και καθώς πλησίαζε η εορτή, πάλιν επικοινωνεί με τους αδελφούς δι' επιστολής περιγράφων τα πάθη τής συμφοράς δια τών λόγων τούτων. "Εις μεν τους άλλους ανθρώπους τα παρόντα δεν θα εφαίνοντο ότι ήτο κατάλληλος καιρός δι' εορτήν˙… όλα είναι θρήνοι, όλοι πενθούν και εις την πόλιν αντηχούν στεναγμοί δια το πλήθος τών αποθανόντων και καθημερινώς αποθνησκόντων. Πράγματι, όπως έχει γραφτεί περί τών πρωτοτόκων τών Αιγυπτίων, ούτω και τώρα έγινε κραυγή μεγάλη, διότι δεν υφίσταται οικία, εις την οποία δεν υπάρχει νεκρός, και είθε να ήτο μόνον εις… Τρομερά υπήρξαν και τα προηγουμένως συμβάντα. Πρώτον μεν εδίωξαν ημάς και μόνοι ημείς διωκόμενοι από όλου και θανατούμενοι εορτάσαμεν και τότε (εννοεί όπως και τώρα στην περίοδο τής πανώλης), και κάθε ιδιαίτερος τόπος τής θλίψεώς μας αγρός, ερημία, πλοίον, πανδοχείον, δεσμωτήριον, έγινε δι' ημάς χώρος πανηγυρικός, την φαιδροτέραν δε από όλας τας εορτάς ετέλεσαν οι τέλειοι μάρτυρες, διασκεδάσαντες εις τον ουρανόν. Μετά ταύτα δε ήλθε πόλεμος και πείνα, τα οποία υπεφέραμεν μαζί με τους Εθνικούς…

Μόλις δε ανεπνεύσαμεν ολίγον και ημείς και αυτοί, ενέσκηψεν η νόσος αυτή, πράγμα δι' εκείνους φοβερότερον από πάντα φόβον και σκληρότερον από οποιαδήποτε συμφοράν και όπως κάποιος συγγραφεύς ιδικός των είπε, τούτο υπήρξε πράγμα μοναδικόν και ανώτερον από κάθε προσδοκίαν˙ εις ημάς όμως δεν υπήρξε τόσο φοβερόν, αλλ' ήτο άσκησις και δοκιμασία όχι μικροτέρα από οποιανδήποτε άλλην…

Οι περισσότεροι από τους αδελφούς μας αψηφούντες τον κίνδυνον δια τους εαυτούς των και αφοσιωνόμενοι εις αλλήλους από υπερβολικήν αγάπην και φιλαδελφίαν, επισκεπτόμενοι τους ασθενείς χωρίς προφύλαξιν, υπηρετούντες λαμπρώς, περιποιούμενοι εν Χριστώ, συναπέθνησκον ευχαρίστως με εκείνους, μολυνόμενοι με το πάθος από εκείνους και εκλύοντες προς τους εαυτούς των την νόσον από τους πλησίον και λαμβάνοντες εις τους εαυτούς των τους πόνους εκουσίως. Πολλοί, αφού ενοσοκόμησαν και θεράπευσαν τους άλλους, απέθανον οι ίδιοι, μεταφέροντες εις εαυτούς τον θάνατον…

Οι άριστοι λοιπόν από τού αδελφούς μας απεχώρησαν τού βίου με αυτόν τον τρόπον, μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί, επαινούμενοι μεγάλως, διότι το είδος τούτο τού θανάτου, προκαλούμενον από πολλήν ευσέβειαν και ισχυράν πίστιν, δεν εθεωρείτο ότι απείχε καθόλου από το μαρτύριον. Ελάμβαναν δε τα σώματα τών αγίων με ηπλωμένας τα χείρας εις τα στήθη, εκαθάριζον τους οφθαλμούς, έκλειον τα στόματα, τους έφερον επί τών ώμων και τους ετακτοποίουν˙ εγγίζοντες αυτούς, εναγκαλιζόμενοι με αυτούς, στολίζοντες αυτούς με λουτρά και ενδύματα, έπειτα από ολίγον επιτύγχαναν τα ίσα, και πάντοτε οι επιζώντες ηκολούθουν τους προηγηθέντας αυτών.

Οι δε Εθνικοί ακριβώς το αντίθετον˙ απώθουν και απέφευγον τους φιλτάτους μόλις προσεβάλλοντο από την νόσον, τους έρριπτον ημιθανείς εις τα οδούς, και τους απέρριπτον ως σκύβαλα ατάφους νεκρούς, αποστρεφόμενοι την μετάδοσιν και επαφήν τού θανάτου, την οποίαν δεν ήταν εύκολον να απομακρύνουν, όσα μηχανεύματα κι αν εχρησιμοποίουν"22».

Η θεία Λειτουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να σταματήση. Η θεία Λειτουργία αποτελεί την πίστη τών Χριστιανών ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος όλης τής δημιουργίας.

Η πρώτη ανακοίνωση τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος για την τήρηση τής θείας Λειτουργίας τις Κυριακές 7-8 π.μ., με παράλληλες παραινέσεις για αποχή κάθε ευπαθούς ομάδας και κάθε ασθενούς, φανέρωσε με σαφήνεια την σοβαρότητα λήψης τών επιστημονικών δεδομένων από την Εκκλησία τής Ελλάδος.

Εν τέλει, η συγκατάθεση τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου στην κρατική εντολή για θεία Λειτουργία με μόνους τους Λειτουργούς μαρτυρεί: πρώτον, την σοβαρή στάση τής Εκκλησίας απέναντι στα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία αποτρέπουν τον συγχρωτισμό τών ανθρώπων, δεύτερον, την πρόνοια τής Εκκλησίας να μην βλασφημηθή το όνομα τού Ιησού Χριστού και τών Χριστιανών ως φορέων τού θανάτου στην κοσμική κοινωνία, τρίτον, την αγάπη τής Εκκλησίας προς όλο τον λαό –Χριστιανούς και μη– και μαρτυρεί την άρνηση τής Εκκλησίας να λειτουργήση ως κομματική μερίδα εγείροντας εμφυλιακές τάσεις εντός τού ιδίου Ελληνικού Έθνους.

 

3. Η επίκριση τής άποψης τής Συνόδου και τής μαρτυρίας επισκόπων και κληρικών ότι η θεία Κοινωνία δεν μεταδίδει μολυσματικές ασθένειες

Με αφορμή τη χρήση τής ιερής λαβίδας, τού μάκτρου και τών ιερών σκευών επικράτησε μια μεγάλη συζήτηση περί μεταδοτικότητας μολυσματικών ασθενειών.

Μάλιστα, με άξονα αναφοράς την θέση ότι τα Τίμια Δώρα αποτελούν υλικά τής πεπτωκυΐας φθαρτής φύσεως έγινε λόγος για μονοφυσίτες και μονοφυσιτισμό τής θείας Μεταλήψεως. Ισχυρίστηκαν ορισμένοι ότι είναι μονοφυσιτισμός να λέγεται ότι η θεία Κοινωνία δεν μεταδίδει μολυσματικές ασθένειες, διότι έτσι παραβλέπεται η φθαρτή φύση τού Ευχαριστιακού Άρτου. Κατά τους ιδίους επικριτές τής Συνόδου, φθαρτός άρτος σημαίνει μετάδοση μολυσματικών ασθενειών. Επομένως, για τους ιδίους επικριτές το να ισχυριστή κανείς ότι ο Άρτος δεν μεταδίδει μολυσματικές ασθένειες ισοδυναμεί με θεώρηση τού Άρτου όντως αποκλειστικά θείας φύσης, εξ ού και ο μονοφυσιτισμός.

Είναι γεγονός, ότι πλείστο μέρος λειτουργών έχουν βρεθή μάρτυρες σε εξωτερικές αλλοιώσεις τού Ευχαριστιακού Άρτου, όπως π.χ. τού Άρτου τής Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ή τού Άρτου τής Μεγάλης Πέμπτης, ο οποίος φυλάττεται στο αρτοφόριο τής αγίας Τραπέζης κάθε ναού με σκοπό την Μετάληψη τών εχόντων ανάγκη σε ώρες που δεν γίνεται Θεία Λειτουργία. Το γεγονός πιθανής αλλοίωσης τού Ευχαριστιακού Άρτου μαρτυρεί προφανώς για την υλική του υπόσταση, ωστόσο καθότι ο Ευχαριστιακός Άρτος είναι αληθώς Σώμα και Αίμα Χριστού είναι αδύνατον να αποτελέση αντικείμενο μολυσματικών ασθενειών. Ο Άρτος τής Ζωής δεν μπορεί να είναι μέσον θανάτου και φθοράς. Η αντίδοση τών ιδιωμάτων τών φύσεων στο πρόσωπο τού σαρκωμένου Λόγου βοηθά στην κατανόηση τού πράγματος. Κατά τον τρόπο που προ τής Αναστάσεως η παθητή σάρκα τού Κυρίου υπήρχε ζωοποιός, με τον ίδιο τρόπο ο Ευχαριστιακός Άρτος ως Σώμα Χριστού είναι κτιστός και πληρωμένος τών ακτίστων ενεργειών τής θεότητος τού Ιησού Χριστού.

Πέραν αυτών, υπάρχουν δεκάδες μαρτυρίες ζώντων και τεθνεώτων τών λειτουργών τού Θεού, οι οποίοι κατέλυαν την θεία Κοινωνία είτε εκκλησιάσματος με εξόχως μολυσματικές ασθένειες, είτε με κάθε είδους ζωντανών οργανισμών (ζωϋφίων, εντόμων κλπ), οι οποίοι εξ ατυχήματος συγκεντρωνόταν στο ιερό Ποτήριο. Όλες αυτές οι μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την θεία Χάρη να ενεργή στον Ευχαριστιακό Άρτο ως απολύτως αποτρεπτική κάθε φθοράς.

Επίσης ενδεικτικός τών παραπάνω είναι ο σχολιασμός τού αγίου Νικοδήμου στον ΛΒ΄ κανόνα τής Πενθέκτης, κατά τον οποίο, αν τα τίμια δώρα προσβληθούν είτε από φυσικές αλλοιώσεις είτε από αλλοιώσεις μικρών εμβίων και αυτό γίνει αντιληπτό προ τού καθαγιασμού, τότε ο άρτος και ο οίνος αντικαθίστανται και ρίπτονται στο χωνευτήριο. Αντιθέτως, αν είτε φυσικές είτε άλλες αλλοιώσεις γίνουν αντιληπτές επί τού Ευχαριστιακού Άρτου μετά τον καθαγιασμό (π.χ. τού Άρτου τής Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ή τού Άρτου τής Μεγάλης Πέμπτης), τότε γίνεται αποξήρανση τού Ευχαριστιακού Άρτου και καταλύεται μετά γλυκέος οίνου χωρίς ουδόλως να ριφθή στο χωνευτήριο. Είναι προφανής η πίστη τής Εκκλησίας στα Τίμια Δώρα ως τού ίδιου τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού, εξ ης και απορρέει η πρακτική τής κατάλυσης τού Ποτηρίου σε κάθε περίσταση.

Ένα άλλο ζήτημα που συζητήθηκε πολύ ήταν ο τρόπος Μετάληψης δια τής λαβίδας, η πιθανή μετάδοση μολυσμού μέσω τού μάκτρου, εναλλακτικοί τρόποι θείας Μετάληψης κλπ. Όλη η συζήτηση σχετικά με το τι κολλάει και τι δεν κολλάει αναφορικά με τον τρόπο μετάληψης είναι μια απολύτως αδιέξοδη σχολαστική λεπτολογία. Ο άνθρωπος προσέρχεται να μεταλάβη τον Άρτο τής ζωής. Ο Κύριος τής ζωής οικονομεί στον καθένα μας τι θα συμβή και τι δεν θα συμβή, ποιος θα κολλήση, αν κολλήση και πότε θα κολλήση. Δεν μπορεί ο Χριστιανός να συμπεριφέρεται ως βαριά νευρωτικός και ψυχαναγκαστικός με μικροβιακές εμμονές έμπροσθεν τού μεγαλύτερου θαύματος τής δημιουργίας, τής ίδιας τής ενανθρώπησης τού Θεού Λόγου, η οποία ανακαινίζει το σύμπαν και καθιστά τον άνθρωπο σύσσωμο και σύναιμο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Στις παρακλήσεις σε διαφόρους αγίους περί πανώλης, περί ασθένειας κλπ. υπάρχει η μαρτυρία τής Εκκλησίας ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Κύριος τής ζωής και τού θανάτου. Με τα λόγια τού ίδιου τού Χριστού κάθε τρίχα τής κεφαλής τού ανθρώπου βρίσκεται κάτω από την θεία Πρόνοια. Όλα είναι στο χέρι τού Θεού.

Συνεπώς, ο Χριστιανός πράττει το θέλημα τού Θεού και τα υπόλοιπα εμπιστεύεται στην απόλυτη αγαθότητα τού Κυρίου, ο οποίος κατεργάζεται την σωτηρία τού καθενός με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος όπως και Σύνοδοι άλλων Εκκλησιών έθεσαν μια σειρά προστατευτικών μέτρων για τους Χριστιανούς και τις ευπαθείς ομάδες. Το έπραξαν αυτό με εμπιστοσύνη στα επιστημονικά δεδομένα, καθότι και η επιστημονική πρόοδος όταν χρησιμοποήται σωστά, είναι δώρο Θεού.

Εν τούτοις, η Εκκλησία δεν μπορεί να σταματήση να λειτουργή. Η θεία Λειτουργία που για ένα μικρό διάστημα υποχρεώνεται να τελήται κεκλεισμένων τών θυρών δεν παύει να είναι ανοικτή σε όλον τον κόσμο.

Η ευχή μετά τον καθαγιασμό τών Τιμίων Δώρων στην Θεία Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου συνοψίζει τον τρόπο τής Εκκλησίας: «Έτι σού δεόμεθα· Μνήσθητι, Κύριε, τής Αγίας σου Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, τής από περάτων έως περάτων τής οικουμένης, και ειρήνευσον αυτήν, ην περιεποιήσω τω τιμίω Αίματι τού Χριστού σου, και τον άγιον Οίκον τούτον στερέωσον μέχρι τής συντελείας τού αιώνος· Μνήσθητι, Κύριε, τών τα Δώρά σοι ταύτα προσκομισάντων, και υπέρ ων, και δι' ων, και εφ' οις αυτά προσεκόμισαν· Μνήσθητι, Κύριε, τών καρποφορούντων, και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου Εκκλησίαις και μεμνημένων τών πενήτων. Άμειψαι αυτούς τοις πλουσίοις σου και επουρανίοις χαρίσμασι, χάρισαι αυτοίς αντί τών επιγείων, τα επουράνια, αντί τών προσκαίρων, τα αιώνια, αντί τών φθαρτών, τα άφθαρτα. Μνήσθητι, Κύριε, τών εν ερημίαις, και όρεσι, και σπηλαίοις, και ταις οπαίς τής γης. Μνήσθητι, Κύριε, τών εν παρθενία, και ευλαβεία και ασκήσει, και σεμνή πολιτεία διαγόντων. Μνήσθητι, Κύριε, πάσης αρχής και εξουσίας, ους εδικαίωσας βασιλεύειν επί τής γης. Χάρισαι αυτοίς βαθείαν και αναφαίρετον ειρήνην, λάλησον εις την καρδίαν αυτών αγαθά υπέρ τής Εκκλησίας σου και παντός τού λαού σου, ίνα εν τη γαλήνη αυτών ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν, εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι. Τους αγαθούς, εν τη αγαθότητί σου διατήρησον. Τους πονηρούς, αγαθούς ποίησον εν τη χρηστότητί σου.

Μνήσθητι, Κύριε, τού περιεστώτος λαού, και τών δι' ευλόγους αιτίας απολειφθέντων, και ελέησον αυτούς και ημάς, κατά το πλήθος τού ελέους σου. Τα ταμεία αυτών έμπλησον παντός αγαθού, τας συζυγίας αυτών εν ειρήνη και ομονοία διατήρησον, τα νήπια έκθρεψον, την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον, τους ολιγοψύχους παραμύθησαι, τους εσκορπισμένους επισυνάγαγε, τους πεπλανημένους επανάγαγε, και σύναψον τη Αγία σου Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία. Τους οχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων ελευθέρωσον, τοις πλέουσι σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσι συνόδευσον, χηρών πρόστηθι, ορφανών υπεράσπισον, αιχμαλώτους ρύσαι, νοσούντας ίασαι. Τών εν βήμασι, και μετάλλοις, και εξορίαις, και πικραίς δουλείαις, και πάση θλίψει και ανάγκη και περιστάσει όντων, μνημόνευσον, ο Θεός, και πάντων τών δεομένων τής μεγάλης σου ευσπλαγχνίας, και τών αγαπώντων ημάς και τών μισούντων, και τών εντειλαμένων ημίν τοις αναξίοις εύχεσθαι υπέρ αυτών. Και παντός τού Λαού σου μνήσθητι, Κύριε, ο Θεός ημών, και επί πάντας έκχεον το πλούσιόν σου έλεος, πάσι παρέχων τα προς σωτηρίαν αιτήματα. Και ων ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν, δι' άγνοιαν ή λήθην, ή πλήθος ονομάτων, αυτός μνημόνευσον, ο Θεός, ο ειδώς εκάστου την ηλικίαν, και την προσηγορίαν, ο ειδώς έκαστον εκ κοιλίας μητρός αυτού. Συ γαρ ει, Κύριε, η βοήθεια τών αβοηθήτων, η ελπίς τών απηλπισμένων, ο τών χειμαζομένων σωτήρ, ο τών πλεόντων λιμήν, ο τών νοσούντων ιατρός. Αυτός τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς έκαστον, και το αίτημα αυτού, οίκον, και την χρείαν αυτού. Ρύσαι, Κύριε, την πόλιν και χώραν ταύτην, και πάσαν πόλιν, και χώραν, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων, και εμφυλίου πολέμου».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ονομάζει μονοφυσίτη τον Βαρλαάμ, καθότι δεν δέχεται την ύπαρξη άκτιστης σωτηριώδους ενέργειας επί τών κτισμάτων. Ο Βαρλαάμ είναι μονοφυσίτης, διότι δέχεται κτιστή την θεία Χάρη, οπότε η μόνη φύση που δέχεται είναι η κτιστή φύση τόσο τών δημιουργημάτων όσο και τής Χάριτος. Προσφεύγει ο άγιος Γρηγόριος στον άγιο Μάξιμο και τους Πατέρες τής Εκκλησίας για να αποδείξη την ενέργεια ως φανέρωση τού κάθε υπαρκτού. Κατά συνέπειαν, επειδή ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος ο αυτός, γι' αυτό ενεργεί ανθρωπίνως και ενεργεί θεϊκώς. Επομένως, ο Χριστός έχει δύο ενέργειες, άκτιστη και κτιστή. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον Βαρλαάμ:

«”Άπαγέ” φησιν, “εν γαρ άκτιστόν τε και άναρχον η ουσία τού Θεού, πάσα δε ενέργεια αυτού κτιστή”. Τής ασεβείας· ή γαρ ουκ έχει φυσικάς και ουσιώδεις ενεργείας ο Θεός και άθεός εστιν ο τούτο λέγων —τούτο γαρ αντικρύς φησιν ότι ουκ έστι Θεός· οι γαρ άγιοι πατέρες φανερώς λέγουσι, κατά τον θείον Μάξιμον, μήτε είναι, μήτε γινώσκεσθαι, χωρίς τής ουσιώδους αυτής ενεργείας την οιανδήποτε φύσιν—, ή ουν ουκ εισίν ουσιώδεις και φυσικαί θείαι ενέργειαι και ουδέ Θεός εστι λοιπόν, ή είπερ εισίν ενέργειαι θείαι, φυσικαί και ουσιώδεις, κτισταί δε εισιν αύται, κτιστή έσται και η ταύτας έχουσα ουσία τού Θεού· ης γαρ ουσίας τε και φύσεως αι φυσικαί και ουσιώδεις ενέργειαι κτισταί, και αυτή η ταύτας έχουσα φύσις και ουσία κτιστή και έστι και γινώσκεται. Ειπέ δη μοι· πόθεν εν δυσίν ενεργείαις και φύσεσιν έγνωμεν Χριστόν, ει μη αι τού Θεού φυσικαί ενέργειαι έγνωμεν Χριστόν, ει μη αι τού Θεού φυσικαί ενέργειαι άκτιστοί εισι;»23.

Ο άγιος Γρηγόριος κατηγορεί τον Βαρλαάμ ότι με το να ονομάζη κτιστή κάθε ενέργεια στον Θεό είναι Χριστομάχος, διότι καταργεί την θεότητα τού Χριστού και την εξ αυτής τής θεότητος ενέργεια. Ο Βαρλαάμ είναι επίσης μονοφυσίτης και κτιστολάτρης, διότι λατρεύει στον Χριστό μόνο την ανθρωπότητά Του και αδειάζει την θεότητα τού σαρκωμένου Λόγου: «Ούτω ταις καινοφωνίαις ο ταλαίπωρος ούτος, ου τη θεία φύσει μόνον, αλλά και τη δια σαρκός επιδημία τού Σωτήρος επηρεάζει και χριστιανοκατήγορος εθέλων είναι τού χριστιανών ευσεβούς πληρώματος εαυτόν εξέβαλε, μονοφυσίτης τε και μονοθελήτης και τών πώποτε αναφανέντων χείρων υπό τών οικείων λόγων εξελεγχθείς. Ει γαρ πάσα ενέργεια Θεού, χωρίς τής τα πάντα πρώτως ενεργούσης ουσίας τού Θεού, κατά τους εκείνου λόγους, χρονικήν έσχεν αρχήν και κτιστή εστιν εξ ανάγκης πάσα ενέργεια Θεού, λοιπόν ουκ είχεν ο Χριστός κτιστάς και ακτίστους ενεργείας φυσικώς, αλλά κτιστάς μόνον· μιας άρα ενεργείας ην και ταύτης ου θείας, ως οι κακόδοξοι εκείνοι έλεγον· υπό γαρ το κτιστόν άπασαί εισιν·»24.

Οι βαρλααμικές συνέπειες είναι προφανείς και επί τού Ευχαριστιακού Άρτου. Η παραδοχή μετάδοσης νοσημάτων από τον Ευχαριστιακό Άρτο τον καθιστά αποκλειστικά κτιστό και μάλιστα φθαρτό. Μηδενίζει την άκτιστη ενέργεια που εκπορεύεται από το Σώμα τού σαρκωμένου Λόγου και καθιστά κτιστολάτρη και φθαρτολάτρη, όποιον πιστεύει στην μετάδοση φθοράς από το αναστημένο σώμα τού Κυρίου. Επομένως, μονοφυσίτες δεν είναι όσοι πιστεύουν στην απουσία μετάδοσης ασθενειών από τον Ευχαριστιακό Άρτο. Δυστυχώς, μονοφυσίτες και φθαρτολάτρες είναι όσοι πιστεύουν ότι ο Άρτος τής Ζωής μπορεί να είναι και πρόξενος φθοράς.

Στο επόμενο δεύτερο μέρος θα παρατεθούν κείμενα αγίων Πατέρων που τεκμηριώνουν όσα μέχρι τώρα έχουν υποστηριχθεί.

 

Β΄ Μέρος

Η παράδοση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Θεία Κοινωνία

1. Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος

Ο άγιος Ιγνάτιος παραλαμβάνει την αποστολική μαρτυρία και επαναδιατυπώνει τα λόγια τού Χριστού «αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον. εγώ ειμι ο άρτος τής ζωής. οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον· ούτός εστιν ο άρτος ο εκ τού ουρανού καταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη. εγώ ειμι ο άρτος ο ζων ο εκ τού ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου τού άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σαρξ μού εστιν, ην εγώ δώσω υπέρ τής τού κόσμου ζωής»25.

Σε άμεση σύνδεση με τα λόγια τού Χριστού χαρακτηρίζει τον Άρτο τής Ζωής ως φάρμακο αθανασίας. Το φάρμακο τής αθανασίας είναι ο Ιησούς Χριστός, Υιος Θεού και υιος ανθρώπου, ο ένας και ο αυτός: «συνέρχεσθε εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ, τω «κατά σάρκα» εκ γένους «Δαυίδ», τω υιώ ανθρώπου και υιώ θεού, εις το υπακούειν υμάς τω επισκόπω και τω πρεσβυτερίω απερισπάστω διανοία, ένα άρτον κλώντες, ος εστιν φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος τού μη αποθανείν, αλλά ζην εν Ιησού Χριστώ δια παντός»26.

Η βεβαιότητα τού αγίου Ιγνατίου για την Μετάληψη τής ζωοποιού σάρκας τού Χριστού φαίνεται σαφώς από το ότι επαναλαμβάνει την αντιδιαστολή μεταξύ τού μάννα τών Εβραίων και τού Άρτου τής Ζωής. Το καθημερινό ψωμί είναι φθαρτό και οδηγεί στην φθορά και στον θάνατο. Ο Άρτος τής Ζωής οδηγεί στην αθανασία. Ο Θεός από αγάπη προς τον άνθρωπο γίνεται άνθρωπος με σκοπό την αθανασία τού ανθρώπου. Ο άφθαρτος Θεός αφθαρτίζει τον φθαρτό άνθρωπο ως μεταλαμβανόμενος Άρτος τής Ζωής: «Ο εμός έρως εσταύρωται, και ουκ έστιν εν εμοί πυρ φιλόϋλον· ύδωρ δε ζων και λαλούν εν εμοί, έσωθέν μοι λέγον· Δεύρο προς τον πατέρα. Ουχ ήδομαι τροφή φθοράς ουδέ ηδοναίς τού βίου τούτου. Άρτον θεού θέλω, ό εστιν σαρξ Ιησού Χριστού, «τού εκ σπέρματος Δαυΐδ», και πόμα θέλω το Αίμα αυτού, ό εστιν αγάπη άφθαρτος»27.

Απέναντι στην αληθή ενανθρώπηση τού Λόγου τού Θεού, ο άγιος Ιγνάτιος αντιμετωπίζει τους δοκήτες γνωστικούς, οι οποίοι ομιλούν για ασώματη φανέρωση τού Θεού και καταργούν την σωτηρία τού ανθρώπου μέσα από την πρόσληψη αληθούς ανθρωπότητος από τον ίδιο τον Θεό Λόγο. Αντίστροφα, οι δοκήτες μη πιστεύοντας στην αληθή σάρκωση τού Λόγου δεν πιστεύουν και στην αλήθεια τού Άρτου τής Ζωής: «Ταύτα γαρ πάντα έπαθεν δι' ημάς, ίνα σωθώμεν· και αληθώς έπαθεν, ως και αληθώς ανέστησεν εαυτόν, ουχ ώσπερ άπιστοί τινες λέγουσιν, το δοκείν αυτόν πεπονθέναι, αυτοί το δοκείν όντες· και καθώς φρονούσιν, και συμβήσεται αυτοίς, ούσιν ασωμάτοις και δαιμονικοίς»28.

Ο άγιος Ιγνάτιος ομολογεί ότι μόνον η κράση τών ανθρώπων μετά τού Άρτου τής Ζωής, ο οποίος είναι το αναστημένο Σώμα τού Χριστού, οδηγεί στην υπέρβαση τού θανάτου: «Εγώ γαρ και μετά την ανάστασιν εν σαρκί αυτόν οίδα και πιστεύω όντα. Και ότε προς τους περί Πέτρον ήλθεν, έφη αυτοίς· “Λάβετε, ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι ουκ ειμί δαιμόνιον ασώματον.” Και ευθύς αυτού ήψαντο και επίστευσαν, κραθέντες τη σαρκί αυτού και τω πνεύματι. Δια τούτο και θανάτου κατεφρόνησαν, ηυρέθησαν δε υπέρ θάνατον. Μετά δε την ανάστασιν συνέφαγεν αυτοίς και συνέπιεν ως σαρκικός, καίπερ πνευματικώς ηνωμένος τω πατρί»29.

 

2. Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς

Η Μετάληψη τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού δεν αποτελεί ένα γεγονός μεταβολής τών θνητών ανθρώπων στην επόμενη ζωή και μετά την κοινή ανάσταση, αλλά αποτελεί ζωοποίηση τής φθαρτής ανθρώπινης σάρκας εδώ και τώρα πριν την κοινή ανάσταση και την Δευτέρα Παρουσία.

Επομένως η Μετάληψη δεν έχει χαρακτήρα συμβολικό, ούτε παραπέμπει απλώς και μόνον σε μια ψυχική ανακαίνιση, ενώ μεταθέτει την σωματική μεταμόρφωση αποκλειστικώς για την Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου. Η Μετάληψη αφορά την φθαρτή σάρκα τού ανθρώπου. Η θεία Μετάληψη κατεργάζεται την μεταμόρφωση τού ανθρώπου ως σαρκός και αίματος σε Σώμα και Αίμα Χριστού από την ενθαδική ζωή. Κατά τον τρόπο που ο Θεός γίνεται αληθώς άνθρωπος, με τον ίδιο τρόπο και η ανθρώπινη σάρκα δια τής Μεταλήψεως τού Άρτου τής Ζωής γίνεται Σώμα Χριστού.

Γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς: «Και η τροφή αύτη καλείται παρ' ημίν ευχαριστία, ης ουδενί άλλω μετασχείν εξόν εστιν ή τω πιστεύοντι αληθή είναι τα δεδιδαγμένα υφ' ημών, και λουσαμένω το υπέρ αφέσεως αμαρτιών και εις αναγέννησιν λουτρόν, και ούτως βιούντι ως ο Χριστός παρέδωκεν. ου γαρ ως κοινόν άρτον ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν· αλλ' ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός ο σωτήρ ημών και σάρκα και Αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι' ευχής λόγου τού παρ' αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης Αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου τού σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και Αίμα εδιδάχθημεν είναι»30.

 

3. Άγιος Ειρηναίος Λυώνος

Αντιμέτωπος με τους γνωστικούς δοκήτες ο άγιος Ειρηναίος Λυώνος καταγράφει τις συνέπειες τής άρνησης τής ενανθρώπησης. Άρνηση τής ενανθρώπησης σημαίνει άρνηση τού Άρτου τής ζωής και αντίστροφα άρνηση τού Άρτου τής ζωής σημαίνει άρνηση τής ενανθρώπησης και τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Το να θεωρήση κανείς τον Άρτο τής Ζωής ως κομίζοντα την φθορά σημαίνει άρνηση τής ενανθρώπησης τού Θεού Λόγου. Το να θεωρήση κάποιος την ανθρώπινη σάρκα που μεταλαμβάνει τον Άρτο τής ζωής ως απλή σάρκα που πεθαίνει, αυτό σημαίνει άρνηση τής ενανθρώπησης τού Θεού Λόγου.

Φυσικά, κάθε ανθρώπινη σάρκα έχει ως τέλος της τον θάνατο, αλλά η μεταμόρφωση τής ανθρώπινης σάρκας δια τής θείας Μεταλήψεως ξεκινάει από τώρα και ολοκληρώνεται στην κοινή ανάσταση. Η μεταμόρφωση τής σάρκας συνίσταται στον αγιασμό της και στην δημιουργία προϋποθέσεων για την κοινή ανάσταση. Η δημιουργία αγιάζεται δια τής μεταβολής τού κοινού άρτου και οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.

Γράφει ο άγιος Ειρηναίος: «Πώς, όμως, θα παραδεχθούν αυτοί ότι το ψωμί που προσφέρεται στην Ευχαριστία, είναι το Σώμα τού Κυρίου τους και το κρασί μέσα στο Ποτήριο είναι το Αίμα του, εάν δεν παραδέχονται ως Υιό τού Δημιουργού τού κόσμου τον Λόγο του…; Πώς λέγουν ότι η σάρκα μεταβαίνει στην φθορά και δεν παίρνει ζωή, αφού τρέφεται από το Σώμα τού Κυρίου και το Αίμα του; Ή την γνώμη τους ας αλλάξουν, ή ας σταματήσουν να προφέρουν όσα είπαμε. Η δική μας γνώμη συμφωνεί με την Ευχαριστία και η Ευχαριστία, πάλι, επιβεβαιώνει την γνώμη μας.

Προσφέρουμε στον Θεό τα δικά του, κηρύσσοντας πρεπόντως την κοινωνία και την ένωση και ομολογώντας την έγερση τού σώματος και τού πνεύματος. Όπως το ψωμί, που προέρχεται από την γη, όταν παίρνη και την επίκληση τού Θεού, δεν είναι πλέον κοινό ψωμί, αλλά Ευχαριστία που συνίσταται από δύο στοιχεία, το επίγειο και το επουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, όταν παίρνουν την Ευχαριστία, δεν είναι πλέον φθαρτά, διότι έχουν την ελπίδα τής αιώνιας αναστάσεως.

Προσφέρουμε, λοιπόν, στον Θεό, όχι διότι τάχα έχει ανάγκη, αλλά διότι τον ευχαριστούμε δια την δωρεά Του και έτσι αγιάζουμε την δημιουργία»31.

Ο Άρτος τής Ζωής δεν μπορεί κατ' ουδένα τρόπο να κληροδοτήσει την φθορά. Αποδοχή τού γεγονότος ότι ο Άρτος τής Ζωής κληροδοτεί φθορά, σημαίνει άρνηση τού Άρτου ως αιώνιας ζωής, ως ζωοποιού Σώματος και Αίματος τού Θεού Λόγου.

Ο άγιος Ειρηναίος πολεμώντας τους γνωστικούς δοκήτες, οι οποίοι αρνούνται τόσο την ενανθρώπηση, όσο και την δυνατότητα αγιασμού σε κάθε τι σωματικό, επιμένει ο άγιος επίσκοπος Λυώνος πώς η Μετάληψη τού Άρτου τής Ζωής αφορά το σώμα τού ανθρώπου, την σάρκα του και το αίμα του και όχι αποκλειστικά την ψυχή του. Εδώ βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά από την δυαρχική ελληνική φιλοσοφία, στην οποία μόνον η ψυχή τού ανθρώπου είναι ο αληθής άνθρωπος. ΓΡΑΦΕΙ:

«Επειδή είμαστε δικά του μέλη και τρεφόμαστε με την δημιουργία… ωμολόγησε ότι το θείο ποτήριο, που παίρνουμε από την κτίση, είναι δικό του αίμα, με το οποίο ποτίζει το δικό μας αίμα. Και το ψωμί, που παίρνουμε από την δημιουργία, μάς διαβεβαίωσε ότι είναι το Σώμα του, με το οποίο αυξάνουν τα δικά μας σώματα.

Όταν, λοιπόν, και το ποτήριο, στο οποίο ενώνεται το κρασί με το νερό, και ο άρτος επιδέχονται τον λόγο τού Θεού, τότε γίνεται η θεία Ευχαριστία, το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, από τα οποία αυξάνει και συνίσταται η υπόσταση τού σώματός μας.

Επομένως, πώς λέγουν ότι το σώμα μας δεν μπορεί να δεχθή την δωρεά τού Θεού, που είναι η αιώνια ζωή, αφού αυτό τρέφεται από το Σώμα και το Αίμα τού Κυρίου και είναι δικό του μέλος; Έτσι λέγει ο μακάριος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή «ότι μέλη εσμέν τού σώματος αυτού, εκ τής σαρκός αυτού και εκ τών οστέων αυτού». Δεν τα λέγει αυτά για κάποιον πνευματικό και αόρατο άνθρωπο, «ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει»32, αλλά για την οικονομία αληθινού ανθρώπου με σάρκα και νεύρα και οστά, που τρέφεται από το ποτήριο τού Χριστού, δηλαδή το Αίμα του, και αυξάνει από τον άρτο, δηλαδή, το Σώμα του. Το ξύλο τής αμπέλου, όταν γείρη στην γη, καρποφορεί στον καιρό του και ο κόκκος τού σίτου, όταν πέση στην γη και διαλυθή, υψώνεται πολλαπλάσιος με το Πνεύμα τού Θεού που συνέχει τα πάντα˙ έπειτα με την σοφία τού Θεού τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι και επιδεχόμενα τον λόγο τού Θεού γίνονται ευχαριστία, δηλαδή Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτσι και τα σώματά μας, που τρέφονται από αυτήν την Ευχαριστία και τίθενται στην γη και διαλύονται σε αυτήν, θα αναστηθούν στον καιρό τους, διότι ο Λόγος τού Θεού τους χαρίζει την ανάσταση για την δόξα τού Θεού και Πατρός»33.

 

4. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Καθώς τα Τίμια Δώρα αποτελούν υλικά τής φθαρτής δημιουργίας, θα μπορούσε με αναφορά στις φθαρτές ιδιότητες τών Τιμίων Δώρων να τεθή μια εικασία για την μετάδοση φθοράς στα παρόντα σώματα από τον Άρτο τής Ζωής, ο οποίος είναι μεν Σώμα και Αίμα Χριστού, πλην ο Άρτος παραμένει κατά τις ιδιότητές του φθαρτός, οπότε και καθίσταται λογική η πιθανολογία τής μετάδοσης φθοράς από τον Ευχαριστιακό Άρτο.

Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την θέση τού Αποστόλου Παύλου για την ανάξια μετοχή στην θεία Μετάληψη, εξηγεί ότι ο θάνατος δεν έρχεται από την φύση τού Ευχαριστιακού Άρτου, ως προξένου θανάτου, αλλά από την αμαρτωλή προαίρεση τού μεταλαμβάνοντος. Είναι αδύνατον ο Ευχαριστιακός Άρτος να είναι μεταδοτικός φθοράς, διότι είναι ο Άρτος τής Ζωής. Η Ζωή δεν κληροδοτεί θάνατο. Η καταδίκη που επιφέρει ο άνθρωπος στον εαυτό του προσερχόμενος αναξίως συνίσταται ακριβώς στην απουσία επίγνωσης ότι μεταλαμβάνει τον Άρτο τής Ζωής.

Συνεπώς, αγνοώντας αμαρτητικά τον Άρτο τής Ζωής, καταδικάζει τον εαυτό του σε κόλαση άγνοιας. Αντιστρόφως, η παραδοχή ότι ο Άρτος τής Ζωής είναι μεταδοτικός φθοράς, συνιστά άγνοια τού Άρτου τής Ζωής, οπότε ο άνθρωπος περιπίπτει στην αμαρτητική άγνοια την οποία περιγράφει ο Απόστολος Παύλος.

Γράφει ο άγιος Ιωάννης σχετικά: «Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως, τού Κυρίου κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει. Τι λέγεις; ειπέ μοι· η τοσούτων αγαθών αιτία, και ζωήν βρύουσα τράπεζα, αύτη κρίμα γίνεται; Ου παρά την αυτής φύσιν, φησίν, αλλά παρά την τού προσιόντος προαίρεσιν. Ώσπερ γαρ η παρουσία αυτού, η τα μεγάλα εκείνα και απόρητα κομίσασα ημίν αγαθά, τους μη δεξαμένους αυτήν μάλλον κατέκρινεν· ούτω και τα μυστήρια μείζονος εφόδια κολάσεως γίνεται τοις αναξίως μετέχουσι. Δια τι δε κρίμα εαυτώ εσθίει; Μη διακρίνων το Σώμα τού Κυρίου»34.

Ο θάνατος τών ανθρώπων έρχεται ως αποτέλεσμα τής αμαρτίας τους και δεν αφορά την θεία Ευχαριστία ως φορέα τής φθοράς. Αφορά, εν τούτοις, την ευρύτερη παιδαγωγία τού Θεού προς τον άνθρωπο, όπως λέγει ο άγιος παρακάτω. Ο θάνατος έρχεται ως αυτεξούσια παύση τής κοινωνίας με το Θεό.

Γράφει: «Ει γαρ μάθοις ακριβώς τις ποτέ εστιν ο προκείμενος, και τις ων τίνι εαυτόν δίδωσιν, ουδενός ετέρου δεήση λόγου, αλλ' αρκεί σοι τούτο εις άπασαν νήψιν, ει μη σφόδρα είης αναπεπτωκώς. Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρωστοι, και κοιμώνται ικανοί. Ενταύθα λοιπόν ουκέτι από ετέρων τα παραδείγματα φέρει, ώσπερ επί τών ειδωλοθύτων εποίησε, τας παλαιάς διηγούμενος ιστορίας και τας εν τη ερήμω πληγάς, αλλ' απ' αυτών τών Κορινθίων, όπερ και πληκτικώτερον εποίει τον λόγον. Επειδή γαρ έλεγε, Κρίμα εαυτώ εσθίει, και, Ένοχός εστιν, ίνα μη δοκή ρήματα λέγειν, και έργα δείκνυσι και μάρτυρας αυτούς καλεί, όπερ μάλλον τού απειλήσαι καθικνείται, τω δείξαι εις έργον την απειλήν εξελθούσαν. Ου μην τούτοις ηρκέσθη μόνοις, αλλ' από τούτων και τον περί τής γεέννης εισήγαγε και επιστώσατο λόγον, αμφοτέρωθεν φοβών, και ζήτημα πανταχού περιφερόμενον λύων. Επειδή γαρ πολλοί προς αλλήλους απορούσι, πόθεν οι άωροι θάνατοι, πόθεν αι μακραί νόσοι, λέγει ότι εξ αμαρτημάτων πολλά τούτων τών αδοκήτων την υπόθεσιν έχει»35.

 

5. Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας

Στον άγιο Κύριλλο φανερώνεται με σαφήνεια με ποιόν τρόπο ο Άρτος τής Ζωής είναι πρόξενος ζωοποίησης τόσο τής ψυχής, όσο και τού σώματος. Ο άγιος επίσκοπος Αλεξανδρείας με ομολογία στην υποστατική ταυτότητα τού σαρκωμένου Λόγου ερμηνεύει την ζωοποιό ενέργεια τού σώματος τού Χριστού. Με επίκεντρο το θαύμα τής ανάστασης τού νέου τής Ναΐν και τής κόρης τού Ιαείρου αναφέρεται στην μία και συγγενή δι' αμφοίν ενέργεια τού Ιησού Χριστού.

Ο σαρκωμένος Λόγος φέρων προ τής ανάστασης φύση παθητή για τη σωτηρία τού ανθρώπου, λόγω τής υποστατικής ταυτότητος, η οποία κάνει δυνατή την αντίδοση τών ιδιωμάτων τών φύσεων στο ένα και μοναδικό Του πρόσωπο, εκφαίνει δια τής παθητής Του (κατ' οικονομίαν για τη σωτηρία τού ανθρώπου) σαρκός την θεϊκή του ενέργεια θαυματουργώντας επί τής ανθρωπίνης φθοράς. Γράφει ο άγιος:

«δια γαρ τοι τούτο και εν τω τους νεκρούς διανιστάν, ου λόγω μόνον, ουδέ τοις θεοπρεπέσιν επιτάγμασιν ο Σωτήρ ενεργών ευρίσκεται, αλλά συνεργάτην ώσπερ τινά προς τούτο δη μάλιστα την αγίαν αυτού λαμβάνειν ηπείγετο σάρκα, ίνα δεικνύη ζωοποιείν δυναμένην, και ως εν ήδη γενομένην προς αυτόν. και γαρ ην όντως ίδιον αυτού, και ουχ ετέρου το Σώμα. και γουν ότε το τού αρχισυναγώγου κόριον διανίστη λέγων “Η παις έγειραι”, εκράτησε τής χειρός αυτής, καθά γέγραπται· ζωοποιών μεν ως Θεός, τω παντουργώ προστάγματι· ζωοποιών δε αύ πάλιν και δια τής αφής τής αγίας σαρκός, μίαν τε και συγγενή δι' αμφοίν επιδείκνυσι την ενέργειαν. αλλά και ότε εισεπορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναίν, και “εξεκομίζετο μονογενής υιος “τεθνηκώς τη μητρί αυτού”, πάλιν “ήψατο τής σορού, λέγων “Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι”.»36.

Ευθύς αμέσως μετά την ερμηνεία τής αντίδοσης τών ιδιωμάτων στο πρόσωπο τού σαρκωθέντος Λόγου, ο άγιος Κύριλλος μεταβαίνει στον Άρτο τής θείας Μετάληψης προκειμένου να ερμηνεύση την αντίδοση τών ιδιωμάτων επί τών ανθρωπίνων σωμάτων λόγω τής θείας Μετάληψης. Η θεϊκή ενέργεια τού Σώματος τού Χριστού μεταποιεί την φθορά τών ανθρωπίνων σωμάτων και απεργάζεται από τού νυν την μελλοντική αφθαρσία τους. Να σημειωθή ότι ο Άγιος θεωρεί την ενέργεια τών Τιμίων Δώρων πλουσιότερη τής ενέργειας τής επίγειας ζωοποιού σαρκός τού Κυρίου. Γράφει:

«Και ου μόνον δίδωσιν ενεργείν τω λόγω την τών νεκρών αναβίωσιν, αλλ' ίνα δείξη ζωοποιόν το ίδιον Σώμα, καθάπερ ουν ήδη προείπομεν, τών τεθνεώτων άπτεται, και δι' αυτού την ζωήν εντιθείς τοις ήδη κατεφθαρμένοις. και ει δια μόνης αφής τής αγίας σαρκός ζωοποιείται το διεφθαρμένον, πώς ουχί πλουσιωτέραν αποκερδανούμεν την ζωοποιόν ευλογίαν, όταν αυτής και απογευσώμεθα; μεταποιήσει γαρ πάντως εις το ίδιον αγαθόν, τουτέστι την αθανασίαν, τους μετεσχηκότας αυτής. Και μη θαυμάσης επί τούτω, μηδέ είπης κατά σεαυτόν Ιουδαϊκώς το Πώς· εννόει δε μάλλον ότι ψυχρόν τη φύσει το ύδωρ εστίν· αλλ' όταν εις λέβητα κεχυμένον ομιλήση τω πυρί, τότε τής μεν ιδίας μονονουχί και επιλανθάνεται φύσεως, εις δε την τού νενικηκότος ενέργειαν αποφοιτά. τον αυτόν ουν άρα και ημείς τρόπον, ει και φθαρτοί δια την φύσιν εσμέν τής σαρκός, αλλά τη μίξει τής ζωής την εαυτών αφέντες ασθένειαν, εις το εκείνης ίδιον αναστοιχειούμεθα, τουτέστι την ζωήν. έδει γαρ έδει, μη μόνον δια τού Αγίου Πνεύματος εις ζωής καινότητα την ψυχήν ανακτίζεσθαι, αλλά γαρ και το παχύ τούτο και γεώδες Σώμα δια παχυτέρας και συγγενούς αγιάζεσθαι μεταλήψεως και καλείσθαι προς αφθαρσίαν»37.

Η ορθή θεώρηση τών Τιμίων Δώρων κατά τον άγιο Κύριλλο, σε αναφορά με την αντίδοση τών ιδιωμάτων στο πρόσωπο τού σαρκωθέντος Λόγου επί τής θείας Μετάληψης, είναι ότι τα Τίμια Δώρα καίτοι φθαρτά δεν μεταδίδουν ουδεμία φθορά, κατά τον τρόπο που η σάρκα τού Λόγου, καίτοι παθητή δι' ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν, εν τούτοις υπήρχε ζωοποιός ως σάρκα τού Λόγου. Γράφει: «Τι δη ουν άρα Χριστός επαγγέλλεται; φθαρτόν μεν ουδέν, ευλογίαν δε μάλλον την εν μεταλήψει τής αγίας σαρκός τε και αίματος, ολοκλήρως εις αφθαρσίαν ανακομιζούσης τον άνθρωπον, ως ουδενός επιδείσθαι τών όσα τον τής σαρκός απελαύνει θάνατον, τροφής δε δηλονότι φημί και ποτού. έοικε δε πάλιν ύδωρ ονομάζειν εν τούτοις, τον δια Πνεύματος αγιασμόν, ή αυτό το θείόν τε και άγιον Πνεύμα, ούτω πολλάκις παρά ταις θείαις ωνομασμένον γραφαίς. ζωοποιεί τοιγαρούν το άγιον Σώμα Χριστού τους εν οις αν γένοιτο, και συνέχει προς αφθαρσίαν, τοις ημετέροις ανακιρνάμενον σώμασι. Σώμα γαρ ουχ ετέρου τινός, αλλ' αυτής νοείται τής κατά φύσιν ζωής, όλην έχων εν εαυτώ την τού ενωθέντος Λόγου δύναμιν, και πεποιωμένον ώσπερ, μάλλον δε ήδη και αναπεπλησμένον τής ενεργείας αυτού, δι' ης τα πάντα ζωοποιείται και προς το είναι φυλάττεται»38.

Η παραδοχή μετάδοσης φθοράς από την θεία Μετάληψη είναι χωρισμός τών Τιμίων Δώρων από το Σώμα και το Αίμα τού Λόγου και περιπίπτει στην ανθρωπολατρεία τού νεστοριανισμού. Καθώς χωρίζονται τα Τίμια Δώρα από την ζωοποιό σάρκα τού Θεού Λόγου αναπόφευκτα τα Τίμια Δώρα παραμένουν κτιστά και φθαρτά πράγματα μεταδίδοντα την φθορά.

Γράφει συναφώς ο άγιος Κύριλλος: «Ει τις ουχ ομολογεί την τού κυρίου σάρκα ζωοποιόν είναι και ιδίαν αυτού τού εκ θεού πατρός λόγου, αλλ' ως ετέρου τινός παρ' αυτόν συνημμένου μεν αυτώ κατά την αξίαν ή γουν ως μόνην θείαν ενοίκησιν εσχηκότος, και ουχί δη μάλλον ζωοποιόν, ως έφημεν, ότι γέγονεν ιδία τού λόγου τού τα πάντα ζωογονείν ισχύοντος, ανάθεμα έστω»39.

Επιβεβαίωση τής συγκεκριμένης ερμηνείας έρχεται να κάνη ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Και γαρ ει μη τούτό εστι μηδέ απ’ εντεύθεν εν σώματι όντες τών αιωνίων αγαθών εν μετοχή και κοινωνία γινόμεθα μηδέ την χάριν λαμβάνομεν οι εκλεκτοί, λοιπόν και ο Χριστός αυτός προφήτης εστί και ου Θεός·»40.

 

6. Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Η θέωση τού ανθρώπου αφορά τον όλο άνθρωπο, το σώμα και την ψυχή του.

Η θέωση ως μετοχή στην θεία ενέργεια φανερώνεται στην θεία Μετάληψη μέσα από τα Τίμια Δώρα. Τα Τίμια Δώρα ως Σώμα και Αίμα Χριστού ενεργούν την θέωση τού ανθρώπου, τόσο κατά την ψυχή όσο και κατά το σώμα του.

Γράφει συναφώς ο άγιος Μάξιμος: «Ζωής δε θείας ποιείται μετάδοσιν, εδώδιμον εαυτόν εργαζόμενος, ως οίδεν αυτός και οι παρ’ αυτού τοιαύτην αίσθησιν νοεράν ειληφότες, ώστε τη γεύσει ταύτης τής βρώσεως ειδέναι κατ’ επίγνωσιν αληθώς ότι χρηστός ο κύριος, ποιότητι θεία προς θέωσιν μετακιρνών τους εσθίοντας, οία δη σαφώς ζωής και δυνάμεως άρτος και ων και καλούμενος»41.

 

7. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί την χρήση τού άρτου και τού οίνου για την μεταβολή σε Σώμα και Αίμα Χριστού ως συγκατάβαση τού Θεού στην ανθρώπινη συνήθεια τής βρώσης τού άρτου και τής πόσης τού οίνου. Τα Τίμια Δώρα είναι όντως το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού και αποτελούν φυλακτήριο όχι μόνον τής ψυχής, αλλά και τού σώματος. Αυτό συμβαίνει, διότι ο Άρτος είναι ενωμένος με την θεότητα και ούτως δια τής μεταλήψεως ο Θεός ενεργεί την θέωση τού ανθρώπου ως μετοχή τής ανθρώπινης φύσης στην άκτιστη ενέργεια τού Θεού. Γράφει:

«Άρτος δε και οίνος παραλαμβάνεται· οίδε γαρ ο θεός την ανθρωπίνην ασθένειαν, ως τα πολλά γαρ τα μη κατά την συνήθειαν τετριμμένα αποστρέφεται δυσχεραίνουσα· τη ουν συνήθει συγκαταβάσει κεχρημένος δια τών συνήθων τής φύσεως ποιεί τα υπέρ φύσιν· και ώσπερ επί τού βαπτίσματος, επειδή έθος τοις ανθρώποις ύδατι λούεσθαι και ελαίω χρίεσθαι, συνέζευξε τω ελαίω και ύδατι την χάριν τού πνεύματος και εποίησεν αυτό λουτρόν αναγεννήσεως, ούτως, επειδή έθος τοις ανθρώποις άρτον εσθίειν ύδωρ τε και οίνον πίνειν, συνέζευξεν αυτοίς την αυτού θεότητα και πεποίηκεν αυτά Σώμα και Αίμα αυτού, ίνα δια τών συνήθων και κατά φύσιν εν τοις υπέρ φύσιν γενώμεθα. Σώμά εστιν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ τής αγίας παρθένου Σώμα, ουχ ότι αυτό το Σώμα το αναληφθέν εξ ουρανών κατέρχεται, αλλ' ότι αυτός ο άρτος και ο οίνος μεταποιείται εις Σώμα και Αίμα θεού… Ου χείρον δε και τούτο ειπείν, ότι, ώσπερ φυσικώς δια τής βρώσεως ο άρτος και ο οίνος και το ύδωρ δια τής πόσεως εις Σώμα και Αίμα τού εσθίοντος και πίνοντος μεταβάλλεται και ου γίνεται έτερον Σώμα παρά το πρότερον αυτού Σώμα, ούτως ο τής προθέσεως άρτος οίνός τε και ύδωρ δια τής επικλήσεως και επιφοιτήσεως τού αγίου πνεύματος υπερφυώς μεταποιείται εις το Σώμα τού Χριστού και Αίμα, και ουκ εισι δύο, αλλ' έν και το αυτό. Γίνεται τοίνυν τοις πίστει αξίως μεταλαμβάνουσιν εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον και εις φυλακτήριον ψυχής τε και σώματος, τοις δε εν απιστία αναξίως μετέχουσιν εις κόλασιν και τιμωρίαν, καθάπερ και ο τού κυρίου θάνατος τοις μεν πιστεύουσι γέγονε ζωή και αφθαρσία εις απόλαυσιν τής αιωνίου μακαριότητος, τοις δε απειθούσι και τοις κυριοκτόνοις εις κόλασιν και τιμωρίαν αιώνιον»42.

Καλείται Μετάληψη και Κοινωνία, διότι ο άνθρωπος δια τής μετάληψης τών Τιμίων Δώρων μετέχει τής θεότητος τού Χριστού. Γράφει:

«Μετάληψις λέγεται· δι' αυτής γαρ τής Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία λέγεταί τε και έστιν αληθώς δια το κοινωνείν ημάς δι' αυτής τω Χριστώ και μετέχειν αυτού τής σαρκός τε και τής θεότητος, κοινωνείν δε και ενούσθαι και αλλήλοις δι' αυτής· επεί γαρ εξ ενός άρτου μεταλαμβάνομεν, οι πάντες έν Σώμα Χριστού και έν Αίμα και αλλήλων μέλη γινόμεθα σύσσωμοι Χριστού χρηματίζοντες»43.

O Άρτος τής Ζωής συντηρεί, ζωοποιεί και καθαίρει τον άνθρωπο τόσο στην ψυχή όσο και στο Σώμα. Οι διατυπώσεις τού αγίου Ιωάννου τού Δαμασκηνού δεν αφήνουν κάποιο περιθώριο για την πιθανότητα μετάδοσης φθοράς στον άνθρωπο μέσω τών Τιμίων Δώρων. Γράφει:

«Σώμά εστι και Αίμα Χριστού εις σύστασιν τής ημετέρας ψυχής τε και σώματος χωρούν, ου δαπανώμενον, ου φθειρόμενον, ουκ εις αφεδρώνα χωρούν – μη γένοιτο – , αλλ' εις την ημών ουσίαν τε και συντήρησιν, βλάβης παντοδαπούς αμυντήριον, ρύπου παντός καθαρτήριον – αν μεν χρυσόν λάβη κίβδηλον, δια τής κριτικής πυρώσεως καθαίρει – , ίνα μη εν τω μέλλοντι συν τω κόσμω κατακριθώμεν»44.

 

8. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος

Στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο τονίζεται η σωματική και νοερά αίσθηση τής ενεργούμενης θεώσεως, η συνείδηση τής θέωσης δια τής θείας κοινωνίας στους αξίους. Γράφει:

«Ει γαρ Θεός και άνθρωπος ο Χριστός, και η αγία σαρξ αυτού ου σαρξ μόνον, αλλά σαρξ και Θεός αχώριστος, αλλά και ασυγχύτως ορατός μεν τη σαρκί είτ’ ουν τω άρτω τοις αισθητοίς, τοις δε γε τής ψυχής όμμασι καθορώμενος. Διο και αλλαχού. «Ο τρώγων μου την σάρκα» φησί «και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Και ουκ είπεν, εν αυτοίς μένει και αυτά εν αυτώ, αλλ’ εν εμοί τουτέστιν εν τη εμή δόξη, εν τω εμώ φωτί, εν τη εμή θεότητι. «Εγώ γαρ, φησίν, εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί. και εγώ εν υμίν και υμείς εν εμοί». Ει ουν ταύτα πάντα αγνώστως και αναισθήτως γίνεσθαι νομίζομεν εν ημίν, τις την ημών αναισθησία αξίως άρα θρηνήσειεν; Όντως ουδείς»45.

Η ασυνείδητη θεία Μετάληψη που έχει ως αποτέλεσμα την μηδενική αλλαγή στον άνθρωπο είναι αυτοκαταδίκη τού ανθρώπου, καθόσον έμπροσθεν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού ο άνθρωπος επιλέγει την εθελούσια τύφλωση. Γράφει:

«Πώς δε νομίζεις άψασθαι τού απροσίτου πυρός, ή πώς όλως μεταλαβείν υπολαμβάνεις τού αϊδίου φωτός; Ούμενουν ουδαμώς τούτό σοι γέγονε, τω περί τα τοιαύτα ανεπαισθήτως έχοντι· αλλά το φως σε καταλάμπει όντα τυφλόν, θερμαίνει δε σε το πυρ, ουχ ήψατο δε, η ζωή επεσκίασεν, ουχ ηνώθη σοι δε, το ζων ύδωρ διήλθεν ως δια ρύακος τής σης ψυχής, επειδή αξίαν εαυτού ουχ εύρεν υποδοχήν.

Ούτως ουν λαμβάνων και ούτως απτόμενος τών αψαύστων και δοκών εσθίειν, μένεις μη λαμβάνων, μη εσθίων, μηδέν όλως έχων εν σεαυτώ»46.

Η επισυμβαίνουσα θέωση τού ανθρώπου δια τής θεοποιού ενεργείας συμπεριλαμβάνει τον όλο άνθρωπο από τού νυν. Ζωοποιείται η ψυχή δια τής άκτιστης θείας ενέργειας και μεταδίδει η ψυχή ως ζωτική αρχή τού σώματος την θεία ζωοποίηση στο Σώμα. Γράφει:

«Ούτως έχων πυρούται τω πνεύματι και πυρ όλος γίνεται τη ψυχή, μεταδιδούς και τω σώματι τής οικείας λαμπρότητος, δίκην τού ορωμένου πυρός την οικείαν τω σιδήρω φύσιν μεταδιδόντος, και γίνεται η ψυχή τω σώματι όπερ γέγονε τη ψυχή ο Θεός, καθά φησιν η θεολόγος φωνή· ούτε γαρ ψυχή ζην δύναται, μη φωτιζομένη παρά τού κτίσαντος, ούτε Σώμα, μη παρά τής ψυχής δυναμούμενον… Θεού κατά τας αψευδείς επαγγελίας ενοικούντος εν ημίν τοις γνησίοις δούλοις αυτού και δια τών ενεργειών και ελλάμψεων τού παναγίου Πνεύματος εμπεριπατούντος εν ταις ημετέραις ψυχαίς, αχωρίστους είναι τού Θεού τας αξίας τών τοιούτων ψυχάς ομολογουμένως πιστεύομεν. Τών δε ψυχών πάλιν διϊκνουμένων εν όλω τω σώματι και μηδενί μέρει απολιμπανομένων, ανάγκη πάντως και αυτήν την σάρκα, αχώριστον ούσαν τής ψυχής, μάλλον δε μηδέ ζην χωρίς αυτής δυναμένην, όλην άγεσθαι τής ψυχής τω θελήματι· και ως ουκ έστι Σώμα ζην άνευ ψυχής, ούτως ουδέ θέλημα ένι το Σώμα έχειν τότε παρεκτός τής ψυχής»47.

Η θέωση στα σώματα τών αξίων λειτουργεί από τού νυν ως μερική αναστολή τής φθοράς, η οποία ολοκληρώνεται στην κοινή ανάσταση. Γράφει:

 «Ούτω τοιγαρούν οι απ' αιώνος άγιοι, οι πάλαι τε και νυν πνευματικώς βλέποντες, ου σχήμα ή είδος ή εκτύπωμα βλέπουσιν, αλλά φως ασχημάτιστον, ως και αυτοί φως εκ τού φωτός Πνεύματος χρηματίζοντες. Τοιούτος δε έκαστος τών αγίων γινόμενος, ουχί και το Σώμα αυτού ευθύς άφθαρτον και πνευματικόν γίνεται, αλλά καθάπερ σίδηρος υπό τού πυρός εκπυρούμενος τής λαμπρότητος μεν αυτού μεταλαμβάνει και την μελανίαν ευθύς αποβάλλεται, χωριζόμενος δε πάλιν τού πυρός ψυχρός και μέλας καθοράται και γίνεται, ούτω δη και τα σώματα τών αγίων υπό τής ενωθείσης τη ψυχή αυτών χάριτος, ήτοι τού θείου πυρός μεταλαμβάνοντα, αγιάζονται και εκπυρούμενα διαυγή και αυτά γίνονται και πολύ τών άλλων σωμάτων διαφορώτερα και τιμιώτερα αποκαθίστανται. Επειδάν δε η ψυχή εξέλθη και τού σώματος χωρισθή, ευθύς και αυτά τη φθορά παραδίδονται και εκ τού κατά μικρόν διαλύονται· τα δε και επί πολλούς χρόνους διαμένουσι, μήτε άφθαρτα μένοντα παντελώς, μήτε πάλιν τελείως φθειρόμενα, αλλά και τής αφθαρσίας και τής φθοράς τα γνωρίσματα εν εαυτοίς διασώζουσιν, εις την τελευταίαν εξανάστασιν αφθαρτωθήναι τελείως και ανακαινισθήναι τηρούμενα»48.

 

9. Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς49

Σε πολλά σημεία τών ομιλιών του αναφέρεται στην μεγάλη αξία που έχουν τα Μυστήρια τής Εκκλησίας. Σε κάποια από τις ομιλίες του διδάσκει ότι ο Χριστός μάς αγιάζει και μάς χαρίζει την άφεση τών αμαρτιών μας «δια τού θείου Βαπτίσματος, δια τής τών οικείων εντολών τηρήσεως, δια τής μετανοίας, ην τοις πταίουσιν εχαρίσατο, και δια τής μεταδόσεως τού οικείου σώματός τε και αίματος». Τα δύο βασικά Μυστήρια τής Εκκλησίας, δηλαδή το Βάπτισμα και η θεία Κοινωνία, μαζί με την τήρηση τών εντολών τού Χριστού, είναι εκείνα που χορηγούν την άφεση τών αμαρτιών και αγιάζουν τον άνθρωπο. Ο Χριστός με το άγιο Βάπτισμα γίνεται Πατέρας τών ανθρώπων και δια τής θείας Κοινωνίας γίνεται μητέρα. Χρησιμοποιεί έτσι ένα εκφραστικό παράδειγμα. Ο Χριστός «τρέφει μαστοίς οικείοις, ως υπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος». Όπως η φιλόστοργος μητέρα τρέφει το βρέφος της με το γάλα και από τους δύο μαστούς, το ίδιο κάνει και ο Χριστός. Οι δύο μαστοί τού Χριστού και τής Εκκλησίας είναι τα δύο κεντρικά και βασικά Μυστήρια, δηλαδή το άγιο Βάπτισμα και η θεία Ευχαριστία.

Σε άλλη ομιλία αναφέρεται πάλι στην δύναμη τών δύο αυτών Μυστηρίων τής Εκκλησίας. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και, όπως εμείς, έτσι και Εκείνος είχε ψυχή και σώμα. Δια τού σώματος, λέγει ο άγιος, υπέστη τα πάθη, τον θάνατο και την ταφή και στην συνέχεια ηγέρθη εκ νεκρών και έτσι μάς παρέδωσε να τελούμε την αναίμακτη θυσία και να καρπωνόμαστε την σωτηρία. Δια δε τής καθόδου τής ψυχής στον άδη και την επάνοδό της μετέδωσε αΐδιο φως και ζωή, και δείγμα αυτού μάς παρέδωσε το άγιο Βάπτισμα, ώστε «δι αυτού καρπούσθαι την σωτηρίαν, δι εκατέρου τε μυστηρίου και δι αμφοτέρων και ψυχής και σώματος θεουργουμένων και σπέρματα ζωής ακηράτου δεχομένων». Ψυχή και σώμα αγιάζονται με τα δύο αυτά Μυστήρια, και από αυτά τα δύο Μυστήρια εξαρτάται η σωτηρία μας.

Καταλήγει ο άγιος: «Εν γαρ τοις δυσί τούτοις πάσα ημών ήρτηται η σωτηρία πάσης τής θεανδρικής οικονομίας εν τοις δυσί τούτοις συγκεφαλαιουμένης»… Διδάσκει ο άγιος ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του έγινε αδελφός μας. Με την φανέρωση τών Μυστηρίων έγινε φίλος μας και με την θεία Κοινωνία, με την μετάληψη τού Αίματός Του, έγινε Νυμφίος μας. «Συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην εαυτώ δια τής μεταλήψεως τούτου τού αίματος εις μίαν σάρκα μεθ' ημών γενόμενος». Έτσι, με το Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας και με την κοινωνία τού Σώματος και τού Αίματός Του γίνεται Νυμφίος μας, ενώνεται μαζί μας.

Αναφερόμενος στην θεία Κοινωνία, κατά την εορτή τών Χριστουγέννων, ύστερα από νηστεία τεσσαράκοντα ημερών, λέγει ότι οι Χριστιανοί, όταν κοινωνούν τών Αχράντων Μυστηρίων, γίνονται μέτοχοι τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού, ενώνονται με τον Χριστό και γίνονται με Αυτόν ένα πνεύμα και ένα σώμα.

«...εν μεθέξει γίνεσθαι τού αγίου σώματος και αίματος αυτού, και δι' αυτών αυτώ ενούσθαι και έν πνεύμα και έν σώμα μετ' αυτού τελείσθαι θείως». Ο Χριστός με την θεία Κοινωνία μάς χαρίζει την συνάφεια μαζί Του και έτσι, όχι μόνον κατά πνεύμα, αλλά και κατά σώμα γινόμαστε «μετ' εκείνου, σαρξ εκ τής σαρκός αυτού και οστούν εκ τών οστών αυτού».

Όπως κατά την παραμονή τών Φώτων ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει ανάλυση και ερμηνεία τού Μυστηρίου τού αγίου Βαπτίσματος, το ίδιο, πριν από την εορτή τών Χριστουγέννων, αναφέρεται σε ομιλία του στο Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Αποδεικνύεται έτσι θεολόγος ευχαριστιακός. Τονίζει στην ομιλία αυτή την μεγάλη αξία τού Μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας. Στην λήψη τού Αίματος τού Χριστού υπάρχει πολλή ωφέλεια. «Τούτο (το αίμα τού Χριστού) ημάς καινούς αντί παλαιών ποιεί και αϊδίους αντί προσκαίρων· τούτο ημάς απαθανατίζει και αειθαλείς απεργάζεται, ως δένδρα παρά τας διεξόδους τών υδάτων πεφυτευμένα τού θείου Πνεύματος, αφ' ων συνάγεται καρπός εις ζωήν αιώνιον».

Από την Αγία Τράπεζα αναβλύζουν πηγές νοητές, που ποτίζουν τις ψυχές και ανάγουν τον άνθρωπο μέχρι τους ουρανούς. Όταν κοινωνούμε τών αγίων Δώρων, γινόμαστε βασιλική πορφύρα ή μάλλον βασιλικό αίμα και σώμα «και προς την θείαν υιότητα μεταποιούμεθα». Αυτά όλα φανερώνουν την μεγάλη αξία τής θείας Κοινωνίας τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού. Αλλ' ο άγιος δεν κάνει μια αφηρημένη και στοχαστική ευχαριστιολογία. Με άλλα λόγια, δεν αρκείται στο να παρουσιάση μόνον την μεγάλη αξία τής θείας Κοινωνίας, αλλά συγχρόνως αναλύει στην ομιλία αυτή την οποία απηύθυνε στο ποίμνιό του –ενώ έβλεπε τους Χριστιανούς να προετοιμάζωνται για την μετάληψη τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού– και άλλα ενδιαφέροντα σημεία. Στην αρχή τονίζει την ανάξια προσέλευση πολλών Χριστιανών, έπειτα την άξια προετοιμασία για την θεία Μετάληψη, ακόμη, τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να προσερχόμαστε και επιπλέον, τι πρέπει να κάνουμε μετά την θεία Κοινωνία τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού.

Ας τα δούμε, όμως, αναλυτικότερα. Κατ αρχάς, τονίζει ότι πολλοί Χριστιανοί προσέρχονται ανάξια να κοινωνήσουν. Γι' αυτό, ομιλώντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, λέγει ότι, αν προσέλθουμε στην θεία Κοινωνία με πονηρή συνείδηση, χωρίς συγχώρηση τών αμαρτιών μας από τους Πνευματικούς Πατέρες, πριν συμμορφωθούμε προς τον κανόνα τής ευσεβείας, τότε «εις κρίμα πάντως εαυτών και κόλασιν αιώνιον προσελευσόμεθα, και αυτούς τους θείους οικτιρμούς και την αυτού προς ημάς ανοχήν αποδιώξαντες». Και όπως αυτός που έσχισε την βασιλική αλουργίδα και την έχωσε στον βόρβορο θα υποστή τιμωρία, το ίδιο θα συμβή και με εκείνον που ανάξια προσέρχεται στην θεία Κοινωνία. Γράφει, όμως, ότι δεν πάσχει τίποτε σε αυτήν την περίπτωση το θείο Δώρο, αφού είναι απαθές, «αλλά τούτο μεν ημών αφανώς αφίπταται». Απαιτείται, λοιπόν, κατάλληλη προετοιμασία.

Ως αληθινός θεολόγος ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζει τα στοιχεία τής πραγματικής μετανοίας, αλλά και την αναγκαιότητά της για την άξια μετάληψη τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού. Αποφεύγει έτσι μια στοχαστική ανάλυση τής αξίας τής θείας Κοινωνίας. Δεν είναι φιλόσοφος ούτε ηθικολόγος, αλλά θεολόγος με όλη την σημασία τής λέξεως. Γιατί όσοι γεύθηκαν την θεία Χάρη αυτοί γνωρίζουν τον τρόπο ενεργείας της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίον αίρεται από τον άνθρωπο. Γι' αυτό είναι αληθινοί Ποιμένες τού λαού τού Θεού. Χρειάζεται κάθαρση σώματος και ψυχής: «Διο προκαθαρθώμεν, αδελφοί, και σώμα και στόμα και την διάνοιαν, και εν αγαθή και καθαρά συνειδήσει προσέλθωμεν». Η κάθαρση δεν εξαντλείται μόνον στην εξωτερική καθαρότητα τού σώματος, αλλά επεκτείνεται, κυρίως, στην καθαρότητα τής ψυχής. Χρειάζεται κάθαρση τής συνειδήσεως και αυτής ακόμη τής διανοίας. «Ωστε και τους εν τω βάθει τής ψυχής σπίλους προσαπονιψάμενοι προσέλθωμεν».

Ως ασκητικός θεολόγος ο άγιος δεν εξαντλείται σε επιδερμικούς καθαρμούς, αλλά προχωρεί και στην κάθαρση τού βάθους τής ψυχής. «Ούτω γαρ και προσελευσόμεθα εις σωτηρίαν». Πραγματικά, τότε επιτυγχάνεται η σωτηρία τού ανθρώπου. Διαφορετικά ο άνθρωπος κατακρίνεται.

Βέβαια, ο άγιος δεν είναι ουτοπιστής. Γνωρίζει ότι τελικά κανείς δεν είναι άξιος πέρα ως πέρα να προσέλθη και να μεθέξη τών θείων Μυστηρίων. Γι αυτό τονίζει την αξία τής μετανοίας, διότι δι' αυτού τού τρόπου ο Θεός μάς καθιστά αξίους εξ αναξίων: «Ποιήσωμεν ουν ημάς αυτούς αξίους δια τής μετανοίας, μάλλον δε προσενέγκωμεν ημάς αυτούς δια τών έργων τής μετανοίας τω δυναμένω ποιείν αξίους εξ αναξίων».

Πέρα, όμως, από την μετάνοια προ τής θείας Κοινωνίας, απαιτείται προσέλευση στην θεία Μετάληψη μετά πίστεως. Πρέπει να προσερχόμαστε με ελπίδα και πίστη, «σκοπούντες ου το ορώμενον απλώς, αλλά τα μη ορώμενα». Η ελπίδα και η πίστη αναφέρονται στο ότι μέσα από τον φαινομενικά άρτο, που βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα, πρέπει να βλέπουμε την θεότητα. «Ο γαρ άρτος ούτος οίόν τι καταπέτασμά εστιν ένδον κρύπτον την θεότητα».

Ο Γέροντας Σωφρόνιος, όταν κάποτε έλαβε έλαβε το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, αμέσως είδε το άκτιστο Φως και παρέμεινε αυτή η θεωρία τρεις ολόκληρες μέρες. Ετσι η πίστη, περί τής οποίας ομιλεί εδώ ο άγιος Γρηγόριος, δεν είναι μια λογική σκέψη, αλλά κυρίως η θεωρία τού Θεού, η προσωπική βεβαιότητα τής υπάρξεώς Του και η αναγνώρισή Του. Η θεία Κοινωνία δεν είναι το τέλος μιας περιόδου μετανοίας, αλλά και αρχή μιας νέας μετανοίας. Όπως τού Μυστηρίου τού αγίου Βαπτίσματος προηγείται και ακολουθεί η μετάνοια, το ίδιο συμβαίνει και με την θεία Κοινωνία, δηλαδή τής θείας Κοινωνίας προηγείται και ακολουθεί η μετάνοια.

Στο σημείο αυτό είναι εκφραστικότατος ο άγιος Γρηγόριος. Θα αναφέρω μερικά μόνον χαρακτηριστικά χωρία του: «Αλλ' ημείς αδελφοί, παρακαλώ, φυλάξωμεν εαυτοίς την χάριν τού Θεού αμείωτον, όλους εαυτούς συντείναντες εις υπακοήν και εκπλήρωσιν τών αγίων εντολών και δι έργων εαυτούς τω Θεώ προσενεγκόντες». Η Χάρη τού Θεού πρέπει να παραμείνη αμείωτη μέσα μας, και αυτό γίνεται με το να καταβάλλουμε όλες μας τις δυνάμεις για να υπακούσουμε και να εκπληρώσουμε τις εντολές τού Χριστού και να προσφέρουμε τον εαυτό μας, δια τών έργων, στον Θεό. Μετά την θεία Κοινωνία χρειάζεται ιδιαίτερη νήψη και προσευχή, «ώστε μένειν τών παθών ανώτεροι», και ώστε να παρουσιάζουμε τις ίδιες τις αρετές τού Χριστού, που ευδόκησε να κατοικήση μέσα μας.

Κοινωνούντες τής Διαθήκης τού Αίματος τού Χριστού, δεν πρέπει να καταστήσουμε «αβέβαιον ταύτην δια τών έργων». Οπως όσοι φυλάττουν τον αγιασμό γίνονται μέτοχοι τής επαγγελίας τού Χριστού, «ούτω μεγάλη η κόλασις τοις αχρειώσασιν εαυτούς μετά την δωρεάν». Μετά την θεία Κοινωνία πρέπει να εξασκηθή η αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους μας, να ταπεινωθούμε, να σταυρώσουμε, όσο είναι δυνατόν, την σάρκα, τα πάθη και τις επιθυμίες, να νεκρώσουμε τα μέλη τα επί τής γης, να πεθάνουμε ως προς την αμαρτία και να ζήσουμε ως προς την αρετή.

 

10. Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

Ο άγιος Νικόδημος έχοντας περιγράψει τις ορθές προϋποθέσεις τής θείας Μεταλήψεως στο έργο του Περί τής συνεχούς μεταλήψεως τών αχράντων τού Χριστού μυστηρίων γράφει για την αναγκαιότητα τής όσο το δυνατόν συχνότερης Μετάληψης από τους χριστιανούς που έχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις.

Η συχνότατη Μετάληψη αποτελεί την τροφή τών αισθήσεων, τόσο τών ψυχικών όσο και τών σωματικών, η οποία ενεργεί την θέωση τού ανθρώπου. Γράφει: «Και ας έλθη εις το μέσον ο μέγας Βασίλειος, η βάσις τών ορθών δογμάτων τής εκκλησίας μας να μάς το ειπή˙ αναγκαία, λέγει˙ «Προς ζωήν αιώνιον η Κοινωνία τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού… και το κοινωνείν δε καθ' εκάστην ημέραν, και μεταλαμβάνειν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού καλόν και επωφελές… τις γαρ αμφιβαλείν ότι το μετέχειν συνεχώς τής ζωής, ουδέν άλλον εστίν ή ζην πολλαχώς;». Ήγουν αναγκαία είναι για να απολαύση τινάς την ζωήν την αιώνιον η αγία κοινωνία˙… Και πάλιν, το να κοινωνή τινάς κάθε ημέραν, και να μεταλαμβάνη το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, καλόν και ωφέλιμον είναι, επειδή αυτός ο ίδιος ο Κύριος λέγει, πως εκείνος οπού τρώγει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει ζωήν αιώνιον. Και ποιος αμφιβάλλει ότι το να μεταλαμβάνη τινάς συνεχώς την ζωήν, δεν είναι άλλο, παρά να ζη πολλαχώς; δηλαδή να ζη καθ' όλας τα ψυχικάς και σωματικάς δυνάμεις, και αισθήσεις»50.

Με αναφορά στον άγιο Γεννάδιο τον Σχολάριο, ο άγιος Νικόδημος εξηγεί τα τού καθαγιασμένου άρτου και τού οίνου ως τής κατάλληλης σωτηριώδους θεραπείας για τον άνθρωπο, ο οποίος εξέπεσε λόγω τροφής από την παρακοή προς τον Θεό. Η παρακοή για την τροφή κατέστησε τον άνθρωπο φθαρτό και αντίστροφα η μετοχή στον Άρτο τής Ζωής επιστρέφει τον άνθρωπο στην αφθαρσία. Πρόκειται ακριβώς για την ενανθρώπηση τού Θεού Λόγου δι' ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν. Προσλαμβάνει ο Θεός Λόγος τον όλο άνθρωπο και τον αφθαρτίζει. Θεραπεύει την φθορά τού σώματος δια τής πρόσληψης ανθρωπίνης σαρκός και ψυχικής λογικής κατά πάντα όμοιας πλην αμαρτίας. Και δίνει την θεωμένη εξ άκρας συλλήψεως ανθρωπότητά Του στους ανθρώπους προς βρώση και πόση θεραπευτική ως σωματική τροφή και ως ψυχική κάθαρση.

Είναι μεγάλης σημασίας η αναφορά σε σωματική και πνευματική τροφή, διότι φανερώνει ακριβώς την θεοποιό ενέργεια τού Άρτου τής Ζωής στον όλο άνθρωπο, δηλαδή την ψυχή και το σώμα του. Η σωματική αρρώστια τού θανάτου θεραπεύεται με την βρώση τού σώματος τού Χριστού. Γράφει:

«Το δε τού Χριστού Σώμα, τω μεν λόγω τού σώματος τρέφον, τω δε τής καθαρότητος λόγω τη προς την θείαν φύσιν ενώσει καθαίρον και αγιάζον αρκούντως ημίν την πνευματικήν παρέχεται θρέψιν τρεφόμενοι δε ούτω καλώς, προς την πνευματικήν καθαρότητα και υγείαν επαναγόμεθα, ης ημάς η τών κεκωλυμένων βρώσις εξέωσε τότε. Έδει γαρ ημάς σωματική τινι βρώσει την ακεραιότητα και την υγείαν εκείνην αποβαλόντας, σωματική τινι τροφή προς εκείνην επανελθείν. Και τα μεν όμοια τοις ομοίοις θεραπευθήναι καλώς, τοις δε εναντίοις τα ενάντια, οίον, βρώσεις μεν άμφω σωματικαί, ή τε διαφθείρασα την αρχήν ή τε σώζουσα νυν και υγεία και πνευματική ζωή, το τε σωζόμενον, το τε φθειρόμενον. Αλλ’ εκείνου μεν επέτρεπεν ο Θεός, ταύτην δε νυν επιτρέπει και χορηγεί· κακείνην μεν ο πονηρός εισηγείτο δαίμων, ταύτης δε ο τού Θεού Υιος, ου σύμβουλος μόνον, αλλά και διάκονος γίνεται· κακείνη μεν ηρπάζετο, προς ταύτην δε και παρακαλούμεθα φανερώς· κακείνη μεν υφήδρευε τής παραβάσεως ο ιός, ταύτη υποκρύπτεται θησαυρός αγαθών αναρίθμητος» (ομιλ. περί τού μυστηριώδους Σώματος τού Χριστού. Βλ. εις το σύντ. Χρύσ.)»51.

Κατακλείει συμπερασματικά επί τού κεφαλαίου ο Αγιορείτης άγιος «Αδελφοί μου, αφού αποδείχθηκε από τις μαρτυρίες που αναφέραμε ως τώρα ότι είναι αναγκαία στους μη κωλυόμενους Χριστιανούς η συχνή θεία Μετάληψη, είναι απαραίτητο να κοινωνούμε και εμείς συχνά, για να έχουμε μέσα μας την ζωή, που είναι ο Ιησούς Χριστός, για να μην υποστούμε τον ψυχικό θάνατο. Όσοι δεν τρέφονται συχνά από αυτήν την πνευματική τροφή, βεβαίως πεθαίνουν. Αν και φαίνονται πώς ζουν σωματικά, ψυχικά είναι νεκροί, γιατί απομακρύνθηκαν από την πνευματική και αληθινή ζωή που δίνει η αγία Μετάληψη. Το βρέφος, όταν γεννηθεί, κλαίει και ζητά με μεγάλη προθυμία την τροφή και το γάλα του. Αν χωρίς να θηλάσει, δεν έχει όρεξη, τότε αυτό δείχνει ότι είναι άρρωστο και κινδυνεύει να πεθάνει. Έτσι και εμείς πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να θηλάζουμε την θεία Κοινωνία ως πνευματική τροφή για να ζωοποιούμαστε. Ειδάλλως κινδυνεύουμε να νεκρωθούμε ψυχικά»52.

Στο Β΄ κεφάλαιο τού Β΄ μέρους τού βιβλίου, ο άγιος Νικόδημος καταγράφει τις ωφέλειες προ τής Μετάληψης και μετά τη Μετάληψη. Προ τής Μετάληψης ο χριστιανός βρίσκεται σε μεγάλη εγρήγορση αναφορικά με την τήρηση τών ευαγγελικών εντολών. Μετά δε την Μετάληψη «το Ιερόν και Πανάγιον Σώμα τού Κυρίου μας, όταν καλώς και αξίως μεταλαμβάνεται, εις τους πολεμούντας γίνεται όπλον, εις τους αναχωρούντας από τον Θεό επαναστροφή˙ τους ασθενείς ενδυναμώνει, τους υγιείς ευφραίνει, τας ασθενείας ιατρεύει, την υγείαν διαφυλάττει, με την Μετάληψιν γινόμεθα ευκολότεροι εις το να διορθωθούμεν, πλέον μακρόθυμοι και υπομονητικοί εις τους πόνους και θλίψεις, πλέον θερμοί εις την αγάπην, πλέον λεπτότεροι εις την γνώσιν πλέον πρόθυμοι εις την υπακοήν, πλέον οξύτεροι και ογλιγωρότεροι εις την ενέργειαν τών χαρισμάτων»53.

 

11. Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Συναφώς με την ίαση σωματικών ασθενειών από τα μυστήρια τής Εκκλησίας με κέντρο την θεία Μετάληψη λέγει ο άγιος Πορφύριος: «Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο τής Θείας Κοινωνίας. Σ' αυτά βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία. Να σάς πω για μια επίσκεψη τού Θεού σ' εμένανε τον ταπεινό, για να δείτε τη Χάρη τών μυστηρίων.

Από καιρό είχα βγάλει στην πλάτη μου ένα σπυράκι, το οποίο με πονούσε πάρα πολύ. Ήταν πολύ μικρό, σαν μια κεφαλή καρφίτσας. Ο πόνος απλωνόταν σε μεγάλη περιφέρεια τής αριστερής πλευράς τής πλάτης. Ήταν αφόρητος. Στο κελί μου στο Μήλεσι είχαμε κάνει ευχέλαιο. Έτσι όπως πονούσα, μού σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος. Και τόσο πολύ είχα ευχαριστηθεί με την επίσκεψη αυτή τού Θεού, ώστε, όποιος ερχότανε, τού έλεγα: –Πάρε απ' αυτό το ευχέλαιο. Ό,τι πόνο έχεις, απ' αυτό να βάζεις. Συγγνώμη που το λέγω, αλλά είναι προς δόξαν Θεού»54.

 

12. Απόσπασμα εκ τού Συνοδικού τής Ορθοδοξίας

Στο Συνοδικό τής Ορθοδοξίας ομολογείται η αληθής μεταβολή τού άρτου και τού οίνου σε Σώμα Χριστού και αναθεματίζεται κάθε ερμηνεία που θέλει φαντασιώδη και εικονική την υπαρκτική ανακαίνιση τού ανθρώπου. Γράφεται:

«Τοις ακούουσι μεν τού σωτήρος περί τής παρ' αυτού παραδοθείσης τών θείων μυστηρίων ιερουργίας λέγοντος· "Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν", μη εκλαμβανομένοις δε ορθώς την ανάμνησιν, αλλά τολμώσι λέγειν ότι καινίζει φανταστικώς και εικονικώς την επί τού τιμίου σταυρού παρά τού σωτήρος ημών προσαχθείσαν θυσίαν τού ιδίου σώματός τε και αίματος, εις κοινόν τής ανθρωπίνης φύσεως λύτρον τε και εξίλασμα, η καθ' εκάστην προσαγομένη θυσία παρά τών τα θεία ιερουργούντων μυστήρια, καθώς ο σωτήρ ημών και δεσπότης τών όλων παρέδωκε· και δια τούτο άλλην είναι ταύτην παρά την εξ αρχής τω σωτήρι τετελεσμένην εισάγουσι και προς εκείνην φανταστικώς και εικονικώς αναφερομένην, ως κενούσι το τής φρικτής και θείας ιερουργίας μυστήριον, δι' ού τον τής μελλούσης ζωής αρραβώνα λαμβάνομεν, και ταύτα τού θείου πατρός ημών Ιωάννου τού χρυσορρήμονος διατρανούντος τής θυσίας το απαράλλακτον και μίαν και την αυτήν είναι φάσκοντος εν πολλαίς τών τού μεγάλου Παύλου ρητών εξηγήσεσιν, ανάθεμα»55.

 

13. Η Λειτουργική Πράξη

Στην ακολουθία τής θείας Μεταλήψεως η δεύτερη ευχή τού Μεγάλου Βασιλείου μαρτυρεί σαφώς περί τής σωματικής και ψυχικής ανακαίνισης: «Γενέσθω μοι τα άγια ταύτα εις ίασιν και κάθαρσιν και φωτισμόν και φυλακτήριον και σωτηρίαν και αγιασμόν ψυχής τε και σώματος·». Στην πρώτη ευχή τού ιερού Χρυσοστόμου, ο ιερός Πατήρ κατονομάζει τα όργανα τού σώματος, τα οποία θα υποστούν την ανακαίνιση από την Μετάληψη τού Άρτου τής Ζωής: «Γενέσθω μοι ο άνθραξ τού παναγίου σου Σώματος και τού τιμίου σου Αίματος εις αγιασμόν και φωτισμόν και ρώσιν τής ταπεινής μου ψυχής και τού σώματος· εις κουφισμόν τού βάρους τών πολλών μου πλημμελημάτων·… Διο δέομαί σου, ως μόνος ων άγιος, Δέσποτα, αγίασόν μου την ψυχήν και το Σώμα, τον νουν και την καρδίαν, τους νεφρούς και τα σπλάγχνα, και όλον με ανακαίνισον και ρίζωσον τον φόβον σου εν τοις μέλεσί μου, και τον αγιασμόν σου ανεξάλειπτον απ' εμού ποίησον».

Στην ακολουθία μετά την θεία Μετάληψη η πρώτη ευχή αναφέρεται πάλιν στον όλο ανακαινισμό τού ανθρώπου: «Δέσποτα φιλάνθρωπε, ο υπέρ ημών αποθανών τε και αναστάς και χαρισάμενος ημίν τα φρικτά ταύτα και ζωοποιά σου Μυστήρια, επ' ευεργεσία και αγιασμώ τών ψυχών και τών σωμάτων ημών, δος γενέσθαι ταύτα καμοί εις ίασιν ψυχής τε και σώματος».

 

Αντί Συμπεράσματος

1. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.

2. Το Σώμα τού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού μεταλαμβάνεται από τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί επειδή μετέχουν τού Άρτου τής Ζωής.

3. Η μετάληψη τού Άρτου τής Ζωής είναι η ένωση με τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Η Μετάληψη είναι η κατάργηση τού θανάτου και ο τελικός προορισμός τού ανθρώπου που επιλέγει την εν Χριστώ πολιτεία.

4. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί την ταυτότητα τής Εκκλησίας.

5. Η Θεία Ευχαριστία δεν παύεται, διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν παύεται. Ο άγιος Ιωάννης τής Κρονστάνδης γράφει σε κληρικό: «Να θυμάσαι ότι η τέλεση τών ζωοποιών Μυστηρίων είναι η αμετάβλητη από καταβολής κόσμου κατάφαση τής ζωοποιού Τριάδος. Δεν μπορεί παρά να πραγματοποιείται. Όταν τελείς τα άχραντα Μυστήρια, ο ίδιος ο Θεός Πατέρας μέσω τού Αγίου Του Πνεύματος μεταβάλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού˙ εσύ είσαι μόνο το όργανο. Ο ίδιος ο Πατέρας, ο Υιος και το Άγιο Πνεύμα τελεί μέσω σού την Θεία Λειτουργία και αγιάζει τα τίμια δώρα. "Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών", λέγει η ευχή πριν από τον Χερουβικό ύμνο. Να θυμάσαι ακόμη το αμετάβλητο τού Θεού και την αλήθεια τών λόγων Του»56.

6. Ο Άρτος τής Ζωής δεν είναι φορέας μετάδοσης φθοράς. Είναι το Σώμα τού Χριστού με τα στοιχεία τού Άρτου και τού Οίνου φέρον το πλήρωμα τών ακτίστων ενεργειών τής Θεότητας.

7. Ο Άρτος τής Ζωής με τις προϋποθέσεις τής τήρησης τών εντολών τού Ιησού Χριστού από αυτούς που Τον μεταλαμβάνουν είναι η πηγή τής θεώσεως, τής αθανασίας και ενεργεί «εις ίασιν ψυχής τε και σώματος».

8. Η ζωοποίηση τού ανθρώπου δια τού Άρτου τής Ζωής ξεκινάει από το νυν και ολοκληρώνεται στην κοινή ανάσταση όλων τών ανθρώπων.

 

Σημειώσεις


1. Α΄ Κορ. 10, 17.

2. Κολ. 1, 17.

3. Αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, Μετάφραση: Α. Η. Γεωργόπουλος, Επιμέλεια: Π. Α. Υφαντής – Μ. Βελιτζανίδης, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Άγιον Όρος 2019, σ. 731.

4. Αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, σ. 732.

5. Αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, σ. 733.

6. Α' Κορ. 12, 27.

7. Αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, σσ. 735- 736.

8. Αγίου Ιουστίνου τού Τσέλιε [Πόποβιτς], Δογματική: Ορθόδοξη Φιλοσοφία τής Αλήθειας, σ. 736.

9. Esau McCaulley, “The Christian Response to the Coronavirus: Stay Home”, The New York Times 14/03/2020, https://www.nytimes.com/2020/03/14/opinion/coronavirus-church-close.html

10. Π. Κ. Χρήστου, Νικολάου Καβάσιλα: Εις την Θείαν Λειτουργίαν και Περί τής εν Χριστώ ζωής, ΕΠΕ, Φιλοκαλία 22, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»: Θεσσαλονίκη 1979, Κεφάλαιο ΛΕ', σ. 176.

11. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως, ΙΖ΄ [ΞΑ'], PG 94, 1069BC.

12. Μκ. 1, 41.

13. Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, Τόμος δογματικός σταλείς εν Κύπρω προς Μαρίνον διάκονον, PG 91, 85C-88A.

14. Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σσ. 198- 199.

15. Χ. Βουρουτζίδης, «Η Ορθόδοξη Ομολογία τού Ιερέα και χατζή-οικονόμου τής Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών Παπα-Συναδινού», Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών – Μελενίκου: Αθήνα 2019, σ. 119.

16. P. Odorico (ed.), Conseils et mémoires de Synadinos, prêtre de Serrès en Macédoine (XVIIe siecle), Editions de l’ Association “Pierre Belon”, Paris 1996.

17. Χ. Βουρουτζίδης, «Η Ορθόδοξη Ομολογία τού Ιερέα και χατζή-οικονόμου τής Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών Παπα-Συναδινού”, Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών – Μελενίκου: Αθήνα 2019, σσ. 123-124.

18. Χ. Βουρουτζίδης, «Η Ορθόδοξη Ομολογία τού Ιερέα και χατζή-οικονόμου τής Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών Παπα-Συναδινού», Σερραϊκά Χρονικά Σύγγραμμα-Περιοδικόν, τόμος 19ος, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Σερρών – Μελενίκου: Αθήνα 2019, σ. 120.

19. Λ. Σ. Βροκίνης, Περί τών ετησίως τελουμένων εν Κερκύρα Λιτανειών τού θ. λειψάνου τού Αγίου Σπυρίδωνος και τής εν έτει 1716 πολιορκίας τής Κερκύρας Ιστορική Επιτομή / Εξ εκδεδομένων και ανεκδότων εγγράφων ερανισθείσα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη., Έκδοσις Δευτέρα Εν Κερκύρα: Τυπογραφείον «Ερμής» 1893, σσ. 9-10.

20. Α. Κωνσταντινίδου, Οι επιδημίες τής πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 2003, σ. 312.

21. Α. Κωνσταντινίδου, Οι επιδημίες τής πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 2003, σ. 312.

22. Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Βίβλος Ζ ΕΠΕ ΚΑ΄, ΕΠΕ 30, Κείμενον-Μετάφρασις - Σχόλια Παναγιώτη Χρήστου, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1978 σσ. 55- 61.

23. Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων, 3.3, Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1988., σ. 685. Μετάφραση στο Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου τού Παλαμά, Άπαντα τα Έργα 2, Λόγοι υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων, ΕΠΕ 54, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 707: «Οποία ασέβεια· διότι ή δεν έχει φυσικάς και ουσιώδεις ενεργείας ο Θεός και άθεος είναι ο λέγων τούτο (πράγματι λέγει καθαρά τούτο, ότι δεν υπάρχει Θεός, διότι οι άγιοι Πατέρες λέγουν φανερώς κατά τον θείον Μάξιμον ότι ούτε είναι ούτε γνωρίζεται οποιαδήποτε φύσις χωρίς την ουσιώδη αυτής ενέργειαν), ή λοιπόν δεν υπάρχουν ουσιώδεις και φυσικαί θείαι ενέργειαι, οπότε λοιπόν δεν υπάρχει ούτε Θεός, ή αν υπάρχουν θείαι ενέργειαι, φυσικαί και ουσιώδεις, είναι δε αύται κτισταί, κτιστή θα είναι και η έχουσα ταύτας ουσία τού Θεού· καθ' όσον η ουσία και φύσις, τής οποίας αι φυσικαί και ουσιώδεις ενέργειαι είναι κτισταί, και η ίδια είναι και γνωρίζεται κτιστή.

Ειπέ μου τώρα· από πού εγνωρίσαμεν ότι ο Χριστός υπάρχει εις δύο ενεργείας και φύσεις, αν δεν είναι άκτιστοι και φυσικαί ενέργειαι τού Θεού;».

24. Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων, 3.3, Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1988., σσ. 685-686. Μετάφραση στο Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου τού Παλαμά, Άπαντα τα Έργα 2, Λόγοι υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων, ΕΠΕ 54, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 707, «Ούτω με τας καινοφωνίας ο ταλαίπωρος ούτος κακομεταχειρίζεται όχι μόνον την θείαν φύσιν, αλλά και την δια σαρκός επιδημίαν τού Σωτήρος και θέλων να είναι χριστιανοκατήγορος εξέβαλε εαυτόν τού ευσεβούς πληρώματος τών Χριστιανών, αποδειχθείς υπό τών λόγων αυτού μονοφυσίτης και μονοθελήτης χειρότερος τών ανέκαθεν αυτού αναφανέντων».

25. Ιω. 6, 47-51.

26. Αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, Προς Εφεσίους, 20, P. T. Camelot, Ignace D Antioche Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 90.

27. Αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, Ρωμαίοις, 7, P. T. Camelot, Ignace D Antioche Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σσ. 134-136.

28. Αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, Σμυρναίοις, 2, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 156.

29. Αγίου Ιγνατίου τού Θεοφόρου, Σμυρναίοις, 3, P. T. Camelot, Ignace D’ Antioche – Polycarpe De Smyrne: Lettres Martyre De Polycarp, SC 10, Les Éditions du Cerf: Paris 1958, σ. 156.

30. Αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος, Απολογία πρώτη υπέρ τών χριστιανών, 66, PG 6, 428B- 429A.

31. Αγίου Ειρηναίου Λυώνος, Έλεγχος και ανατροπή τής ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή- Μετάφραση-Σχόλια: Δρ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1991, Βιβλίο 4, Κεφάλαιο ΙΗ΄, Παράγραφοι 4-6, σσ. 299-300.

32. ΛΚ. 24, 36-41, «Ταύτα δε αυτών λαλούντων αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν. πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν. και είπεν αυτοίς· τι τεταραγμένοι εστέ, και διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών; ίδετε τας χείράς μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ ειμι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα. και τούτο ειπών επέδειξεν αυτοίς τας χείρας και τους πόδας. έτι δε απιστούντων αυτών από τής χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς· έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε;».

33. Αγίου Ειρηναίου Λυώνος, Έλεγχος και ανατροπή τής ψευδωνύμου γνώσεως, Εισαγωγή- Μετάφραση-Σχόλια: Δρ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, University Studio Press: Θεσσαλονίκη 1991, Βιβλίο 5, Κεφάλαιο Β΄, Παράγραφοι 3-4, σσ. 364-365.

34. Αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, Υπόθεσις τής προς Κορινθίους πρώτης επιστολής, Ομιλία ΚΗ΄, PG 61, 233.

35. Αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, Υπόθεσις τής προς Κορινθίους πρώτης επιστολής, Ομιλία ΚΗ΄, PG 61, 233-234.

36. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Βιβλίον Δ΄, κεφαλή Β’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σ. 530.

37. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Βιβλίον Δ΄, κεφαλή Β’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σσ. 530-531.

38. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Βιβλίον Γ΄, κεφαλή Στ’, P. E. Pusey A. M., Cyrilli Archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis Evangelium, Vol. 1, Typographeo Clarendoniano: Oxonii 1872, σ. 475.

39. Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Γ΄επιστολή προς Νεστόριο, Acta Conciliorum Oecumenicorum, 1.1.1, σ. 41.

40. Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Ηθικός Ι΄, SC 129, σ.312, 738741.

41. Αγ. Μαξίμου τού Ομολογητού, Εις το Πάτερ ημών, PG 90, 877C.

42. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1141B-1145A.

43. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1153A.

44. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως, ΙΓ΄ [ΠΣΤ’], PG 94, 1152A.

45. Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Ηθικός Ι΄, SC 129, σ. 314, 764777.

46. Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Ηθικός ΙΔ΄, SC 129, σ. 440, 267276.

47. Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Ηθικός Ϛ΄, SC 129, σ. 128130, 130160.

48. Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Ηθικός Α΄, SC 122, 202, 99 – 204, 119.

49. Απόσπασμα από το βιβλίο τού: Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Η Ιατρική εν Πνεύματι Επιστήμη: Η πράξη τής Ορθόδοξης Ψυχοθεραπείας, Ι.Μ.Γενεθλίου τής Θεοτόκου (Πελαγίας): Λειβαδιά 2009, σσ. 298-299 και σσ. 302-306. Βλ. και Π.Κ.Χρήστου, Γρηγορίου τού Παλαμά, Άπαντα τα Έργα 11, Ομιλία ΚΣΤ΄, ΕΠΕ 79, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 395-422.

50. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τής συνεχούς μεταλήψεως τών αχράντων τού Χριστού μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ. Α΄, Εκ τού τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Αθήναις 1887, σσ. 95-96.

51. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τής συνεχούς μεταλήψεως τών αχράντων τού Χριστού μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ. Α΄, Εκ τού τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Αθήναις 1887, σσ. 97-98.

52. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τής συνεχούς μεταλήψεως τών αχράντων τού Χριστού μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ, Α΄, Εκ τού τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Αθήναις 1887, σσ. 100-101.

53. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Βιβλίον ψυχωφελέστατον περί τής συνεχούς μεταλήψεως τών αχράντων τού Χριστού μυστηρίων, Μέρος Β΄, Κεφ, Α΄, Εκ τού τυπογραφείου Α. Ν. Καστριώτου: Αθήναις 1887, σσ. 103-104.

54. Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής: Χανιά 2003, σσ. 206- 207.

55. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σ. 247.

56. Αγίου Ιωάννου τής Κρονστάνδης, Μετάνοια και η Θεία Μετάληψη, Εκδόσεις «Τήνος»: Αθήναι 1993, σσ. 83-84.

Δημιουργία αρχείου: 14-5-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-5-2020.

ΕΠΑΝΩ