Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθοδοξία

Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα; // Είναι λατρεία η προσκύνηση; // Εικόνες στον αρχαιότερο Χριστιανικό ναό

"Βυζαντινή" Αγιογραφία
Έλλογη Απεικόνιση
 

Νέστωρ Πατιαλιάκας

Αγιογράφος.

http://www.euart.gr

 

Δύο είναι οι κύριες αφετηρίες της Βυζαντινής τέχνης:

Τα ψηφιδωτά, που γνώριζαν παραδοσιακά οι Βυζαντινοί ως Ρωμαίοι τεχνίτες που ήταν, (συνεχίζοντας την  ύστερη κλασική και ελληνιστική παράδοση) και τα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ, (ύστερη αρχαιότητα 1ος - 2ος μ.Χ. αιώνας), [που είναι συνέχεια της ελληνιστικής ζωγραφικής στους Ρωμαϊκούς χρόνους].

Το 313 μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος διατάσσει ανεξιθρησκεία και το 324 μ.Χ. μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα στενά του Βοσπόρου (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη 330 μ.Χ.).  

Έτσι οι Χριστιανοί καλλιτέχνες επιδίδονται απερίσπαστοι πλέον στο έργο τους.

Στο πέρασμα των επόμενων χρόνων, ηρωικών ή παρακμιακών για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μέσα από θρησκευτικές ζυμώσεις, πνευματικές αναζητήσεις, διχόνοιες, έριδες, αιρέσεις και φωτισμένες Οικουμενικές Συνόδους, προέκυψε αυτό που λέμε σήμερα Βυζαντινή τέχνη της Αγιογραφίας.

Τους πρώτους χρόνους, οι ζωγραφικές παραστάσεις περιοριζόταν σε λίγα δειλά σχέδια συμβολικού και διακοσμητικού χαρακτήρα και αν-εικονικές παραστάσεις.

Καθώς διαμορφωνόταν όμως η Ορθόδοξη Θεολογία και διασαφηνιζόταν η νέα πίστη και τα δόγματά της, οι τεχνίτες με περισσότερο θάρρος και ρεαλισμό, άρχισαν να αναπαριστούν μορφές Αγίων σε ξύλινες εικόνες και πολυπρόσωπες παραστάσεις στους τοίχους των εκκλησιών.

Το 726 μ.Χ. ξεσπά η Εικονομαχία. Σφοδρή διαμάχη, που δίχασε τους Βυζαντινούς, με τραγικές, κατακριτέες συμπεριφορές, και ταλαιπώρησε την αυτοκρατορία για αιώνες. Μα μέσα από την ταραχή αυτή και την αναστάτωση, προέκυψε ολοκάθαρη και φωτεινή η Ορθόδοξη Θεολογία της Εικόνας, από την Z’ Οικουμενική Σύνοδο.

Η Εικόνα αποτελεί λατρευτικό μέσο. Αντικείμενο όχι λατρείας, αλλά σεβασμού. Η τιμή μεταβαίνει στο εικονιζόμενο πρόσωπο και όχι, φυσικά, στο ξύλο.

Κατά τον εικονισμό ενός ιερού προσώπου αναπαρίσταται η υπόσταση του και όχι η φύση του, που είναι μοναδική. Με περισσότερο λυρισμό θα λέγαμε ότι ο πιστός τιμά και σέβεται το Εικόνισμα, όπως η μάνα φιλά και χαϊδεύει τη φωτογραφία του ξενιτεμένου της παιδιού -σα να μπορούσε να το σφίξει στην αγκαλιά της- και την κρύβει στον κόρφο της με τη γλυκιά προσμονή του ανταμώματος.

Η ιστορική συνέχεια ήταν πιο ευχάριστη, με παραγωγή έργων μεγάλης αξίας και μικρά διαλείμματα στασιμότητας, λόγω εξωτερικών επιδρομών και άλλων εσωτερικών δοκιμασιών. Σπουδαία έργα παρουσιάστηκαν την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056 μ.Χ.), των Κομνηνών (1081- 1185 μ.Χ.), των Αγγέλων (1185-1204μ.Χ.).

Μετά την Φραγκοκρατία (1204-1061 μ.Χ.) κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, η Βυζαντινή τέχνη έφτασε στο απόγειό της με τις τοιχογραφίες του Εμμανουήλ Πανσέληνου. Αργότερα, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ.) διέπρεψε ο Θεοφάνης ο Κρης. Από αυτόν και μετά περίπου, οι υπόλοιποι αγιογράφοι επηρεάστηκαν από την ζωγραφική της Δύσης, όπως  ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, για να περάσουμε σε μια περίοδο στασιμότητας μέχρι τον Φώτη Κόντογλου (+1965), που ανασκάλισε τις παλιές στάχτες της Βυζαντινής παράδοσης και ξαναέφερε την πατροπαράδοτη ιερή τέχνη στην επιφάνεια.

Ο Βυζαντινός αγιογράφος λοιπόν, έτσι όπως διαμορφώθηκε από την μακραίωνη αναζήτηση του ορθού τρόπου απεικόνισης του επέκεινα, αγιογραφεί έχοντας πλήρη συναίσθηση του διακονήματός του μέσα στην Εκκλησία. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τη δεινότητα της πινελιάς του. Όπως και ο θεολόγος, αποφεύγει ομοίως να προκαλέσει, με την ρητορική δεινότητα του λόγου του.

Σκοπός του είναι να παρουσιάσει τα σεβάσματα και τις ευαγγελικές ρήσεις της Ορθοδοξίας απλά, κατανοητά, σεβαστικά. Χαλιναγωγεί τη φαντασία του όταν ζωγραφίζει, γιατί αυτή εγκυμονεί πλάνες και αιρέσεις. Διδάσκει ορθά τους αγραμμάτους και παροτρύνει και τους μορφωμένους σε προσευχή, κατάνυξη και λατρεία λογική. Επιχειρεί να μαλακώσει, να γλυκάνει, να χαλαρώσει την ψυχή από την νεύρωση της καθημερινής βιοπάλης και να την οδηγήσει στην αυθόρμητη αναζήτηση του Θείου. Αναπαριστά τις μορφές των Αγίων με τρόπο απλό και εύστοχο. Αποφεύγει να κραυγάσει με λαμπρά και φανταχτερά χρώματα, με ανατομικά άρτιο σχέδιο και περίγραμμα, ρεαλιστικές φωτοσκιάσεις και όμορφα πλασίματα. Απεναντίας σιγοτραγουδώντας μελωδικά,  παρασύρει τον καλοπροαίρετο παρατηρητή, να θαυμάσει και να μιμηθεί τον ίδιο τον Άγιο που ζωγράφισε, χωρίς να παρατηρηθεί ο ζωγραφικός του τρόπος. Επιχειρεί να γεφυρώσει τον κόσμο του με αυτόν τον Πνευματικό. Βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στους δύο και καλεί τον πιστό να μεταμορφώσει τη ζωή του από θνητή, υλική και πεπερασμένη σε αθάνατη και αληθινή. Εάν, λοιπόν, ζωγράφιζε με απόλυτο ρεαλισμό και περιγραφική λεπτομέρεια, το δημιούργημά του θα ήταν ένα πανέμορφο, σχεδόν αληθινό, εικαστικό αποτέλεσμα, που θα ανέπαυε την ανθρώπινη περιέργεια για τις ανατομικές λεπτομέρειες του αναπαριστώμενου υποκειμένου και θα προκαλούσε το θαυμασμό του παρατηρητή για τα ύψος της τεχνικής ικανότητας του αγιογράφου. Θα κέντριζε το νου σε παρατήρηση και μυρηκασμό καθημερινών πεπερασμένων εικόνων και δεν θα του έδινε το έναυσμα για τη λογική θεωρία των Θείων Αληθειών και την εξαγωγή ωφέλιμων, ψυχοσωτήριων συμπερασμάτων. Ο νους του πιστού θα παρέμενε εγκλωβισμένος στην φαντασία του καλλιτέχνη και στην απλή, καθημερινή, κοσμική περιγραφή.

Πώς να απεικονίσει κανείς ορθά της Θείες αλήθειες, αυτές που ελάχιστοι είδαν,  αλλά και όσοι είδαν δεν μπόρεσαν επαρκώς να τις περιγράψουν; Το ζητούμενο στην Βυζαντινή αγιογραφία, δεν είναι να θαυμάσει κανείς μόνο ή να εκστασιαστεί από αυτό που βλέπει, αλλά να μπει σε ένα άλλο τρόπο σκέψης, που αργότερα θα γίνει βίωμα και θα προσελκύσει το έλεος του Θεού για τη σωτηρία του.

Γι’ αυτό, λοιπόν, η Βυζαντινή τέχνη διασπά τα επιμέρους στοιχεία της μορφής, περιγράφοντάς τα σκληρότερα του φυσικού τους, και τα ενώνει πάλι όλα σε γλυκιά αρμονία, αναπαριστώντας αδιάκοπα, την ένωση των πιστών της Εκκλησίας σε ένα σώμα με κεφαλή, τον Σωτήρα Χριστό. Αποφεύγει την ανατομική αρτιότητα, αλλά πάντοτε η μορφή διακρίνεται ακέραιη στο λειτουργικό χωροχρόνο. Εκεί, όπου θα οδηγηθούμε αισίως μετά τον προσωπικό μας αγώνα και τη Χάρη του Θεού.

Τα άγια πρόσωπα μοιάζουν να έρχονται προς τον σύγχρονο κόσμο μας επίκαιρα και αληθινά .Αυτός είναι και ο σκοπός της ανεστραμμένης προοπτικής που χρησιμοποιείται,  ώστε ο θεατής να μην ταξιδεύει στο χώρο της εικασίας, αλλά η αλήθεια της Θείας πραγματικότητας να διαχέεται στον δικό του.

Η πηγή φωτός απουσιάζει εσκεμμένα από την ζωγραφική σύνθεση, αφού όλα φωτίζονται από το άκτιστο φως, που είναι διαφορετικό από το δικό μας, το κοσμικό.

Τελικά η Βυζαντινή τέχνη περιφέρεται μέσα στον καμβά της, σε τρεις διαστάσεις και όχι σε δύο, όπως αποφαίνονται βιαστικοί παρατηρητές.

Σε αυτές των συμβατικών ύψους και μήκους, και στου υπερβατικού λειτουργικού χωροχρόνου.

Κυρίως όμως ο Βυζαντινός αγιογράφος αρμόζει τον προσωπικό τρόπο ζωής και πολιτείας του κατά τον ευαγγελικό λόγο και  αναζητά  το Θείο φωτισμό και εξαγιασμό του μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Έτσι έχει πιθανότητες, ώστε και τα έργα του να έχουν ορθή αναφορά στα υπέρλογα Θεία δρώμενα.

Ο πιο δόκιμος τρόπος για την εικαστική υλοποίηση της Βυζαντινής Αγιογραφίας, είναι αυτός που προέκυψε πλέον, μετά το πέρασμα τόσων αιώνων βιωματικής και εικαστικής πρακτικής, θεολογικής αποκάλυψης και μυστηριακής εμπειρίας.

Δεν αποκλείεται πάντως στο μέλλον να παρουσιαστούν και άλλες προτάσεις χριστιανικής εικονογραφίας. Η εκκλησιαστική παράδοση όμως είναι αυτή, που στο πέρασμα των αιώνων θα αποφανθεί τελικά, αν θα εγκολπωθεί το νέο τρόπο.

 

Νέστωρ Πατιαλιάκας Αγιογράφος.

http://www.euart.gr

Το άρθρο αυτό στα Αγγλικά

Δημιουργία αρχείου: 26-10-2006.

Τελευταία ενημέρωση: 1-11-2006.

ΕΠΑΝΩ