Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία, Δόγμα και Θρησκείες

Ο Εθνικισμός είναι αίρεση * Οι πληγές τού Δυτικού Διαφωτισμού στη νεόκοπη Ελλάδα τού 19ου αιώνα * Ο Σκοτεινός διαφωτισμός του Κοραή * Φράγκικη προπαγάνδα του Κοραή * Πρόταση για την αντιμετώπιση τού Ουκρανικού ζητήματος * Πρόσωπα που αντιστάθηκαν στη επέλαση Δυτικών ιδεών κατά τον 16ο και 17ο αιώνα * Η κατάρα της Βαυαροκρατίας στην Ελλαδική Εκκλησία * Τα «σχίσματα τών Εκκλησιών» * Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο. Προϋποθέσεις και συνέπειες

Η παρασυναγωγή

και το σχίσμα τού Φυλετισμού

Τού σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 307. Φεβρουάριος 2022.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

 

Στις ημέρες μας πολλά εκκλησιαστικά θέματα που προκαλούν προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών προέρχονται από τον εθνοφυλετισμό, ο οποίος διασπά την ενότητα τής Εκκλησίας και προκαλεί διαιρέσεις και σχίσματα. Ο φυλετισμός είναι μια «νεωτερική λύμη», δηλαδή φθορά και καταστροφή τής ενότητας τής Εκκλησίας.

Στην συνέχεια τού κειμένου αυτού θα δοθούν μερικά παραδείγματα και έπειτα θα αναλυθούν οι αποφάσεις τής Συνόδου τού 1872 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατεδίκασε τον φυλετισμό ως παρασυναγωγή και σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

1. Έθνη και Εκκλησία

Ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του έδωσε εντολή στους Αποστόλους να κηρύξουν σε όλα τα έθνη: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ. κη΄ 19, 20).

Την ημέρα τής Πεντηκοστής απαρτίσθηκε η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού από Ιουδαίους και Εθνικούς. Στις «Πράξεις τών Αποστόλων» φαίνεται αυτή η συγκρότηση τής Εκκλησίας από όλα τα Έθνη. Οι κατοικούντες στα Ιεροσόλυμα «Ιουδαίοι άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους τών υπό τών ουρανόν» άκουσαν την βιαία πνοή τού Αγίου Πνεύματος, επίσης άκουγαν τους Αποστόλους να μιλάνε στην δική τους γλώσσα και έμειναν εκστατικοί. Έλεγαν:

«Και πώς ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν ή εγεννήθημεν, Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη τής Λιβύης τής κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες ῾Ρωμαίοι, Ιουδαίοί τε και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία τού Θεού» (Πρ. β΄, 8-11).

Τα τροπάρια τής ακολουθίας τής εορτής τής Πεντηκοστής και τής επομένης Κυριακής τών Αγίων Πάντων κάνουν λόγο για την υπέρβαση τού εθνοφυλετισμού μέσα στην Εκκλησία.

Οι πρώτες εκκλησιαστικές Κοινότητες σε κάθε τόπο απαρτίζονταν από Χριστιανούς και Ιουδαίους και Χριστιανούς εξ Εθνών, όπως φαίνεται σε όλες τις Επιστολές τών Αποστόλων.

Ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του γράφει: «Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε δια τής πίστεως εν Χριστώ Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστώ Ιησού. ει δε υμείς Χριστού, άρα τού Αβραάμ σπέρμα εστέ και κατ επαγγελίαν κληρονόμοι» (Γαλ. γ΄, 26-29).

Η Εκκλησία, επομένως, απαρτίσθηκε από Χριστιανούς που προέρχονταν από όλα τα έθνη, μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και όλοι ήταν μεταξύ τους αδελφοί, γιατί η Εκκλησία είναι πάνω από όλες τις διαιρέσεις και εθνοφυλετικές διακρίσεις, χωρίς να καταργή τις Εθνότητες και τις γλώσσες.

Αργότερα με τις αποφάσεις τών Τοπικών και τών Οικουμενικών Συνόδων η Εκκλησία που αποτελείται από Χριστιανούς που προέρχονταν από όλα τα Έθνη, συγκροτήθηκε κατά γεωγραφικές περιοχές και όχι κατά φυλετική καταγωγή. Όσοι Χριστιανοί βρίσκονταν σε μία πόλη και σε μία ευρύτερη περιοχή, συγκροτούσαν μία κατά Τόπους Εκκλησία, ανεξάρτητα από φυλές και γλώσσες.

Βέβαια, σε αυτό διευκολύνονταν από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αργότερα από την Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που στην βάση τους ήταν πολυεθνικές με ενιαία πολιτιστική παράδοση, αλλά αυτό στην Εκκλησία στηρίζεται περισσότερο στην Χριστιανική διδασκαλία που είναι οικουμενική, δηλαδή είναι πάνω από εθνοφυλετικές διαιρέσεις.

Καίτοι διατηρείται η φυλετική καταγωγή τού καθενός, εν τούτοις υπάρχει μια άλλη σχέση και κοινωνία τών ανθρώπων πού αποτελούν τα μέλη τής Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ύμνος τών τεσσάρων ζώων και τών εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων στο αρνίο τής Αποκαλύψεως, πού συμβολίζουν σύνολη την Εκκλησία: «Εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς και βασιλεύσουσιν επί τής γης» (Απ. ε', 9-10).

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι στην Εκκλησία χωρίς να καταργήται η φυλετική καταγωγή κάθε ανθρώπου, χωρίς να καταργήται η ιδιαίτερη πατρίδα του, εν τούτοις υπερβαίνεται με την Χάρη τού Χριστού. Γι αυτό η Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού» και «κοινωνία θεώσεως», είναι το μείζον, ενώ η φυλετική καταγωγή είναι το έλασσον. Έτσι, η ένταξη τού ανθρώπου στο Σώμα τού Χριστού και την κοινωνία τής θεώσεως συνιστά την υπέρβαση τού εθνοφυλετισμού.

 

2. Ο δυτικός εθνοφυλετισμός

Με την πάροδο τού χρόνου δημιουργούνται από διάφορους Χριστιανούς μέσα στην Εκκλησία τάσεις για την συγκρότηση εκκλησιαστικών κοινοτήτων με βάση εθνοφυλετικά στοιχεία.

Η πρώτη προσπάθεια συγκροτήσεως μιας εκκλησιαστικής ζωής και μιας αυτοκρατορίας με φυλετικά στοιχεία παρατηρήθηκε στην Δύση τον 8ο αιώνα μ.Χ. με την παρουσία τών Φράγκων. Τότε η λέξη έθνος ταυτίσθηκε με την φυλετική καταγωγή και κυρίως με το επακόλουθό του, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις στα πλαίσια τής φεουδαρχίας.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην Δύση αντίστοιχα με την λέξη έθνος ήταν τα ονόματα natio, από το ρήμα nascor πού σημαίνει γεννώμαι, και gens από το ρήμα gigno πού σημαίνει γεννώ. Κατά τον Μεσαίωνα η λέξη nationes δεν δήλωνε την καταγωγή, αλλά την περιοχή προελεύσεως κάποιου. Από τον 15ο αιώνα χρησιμοποιείτο η λέξη natio - nationes για να δηλώση μια ορισμένη κοινωνική τάξη πού είχε στα χέρια της την πολιτική οργάνωση τού Κράτους. Ο Λούθηρος ονόμαζε Deutsche nation τους ευγενείς σε αντίθεση με τον λαό. Ακόμη και κατά τον 17ο και 18ο αιώνα η λέξη nation σήμαινε κυρίως το κοινωνικό στρώμα πού διοικούσε το κράτος και όχι την λαϊκή ολότητα (Κ. Γεωργούλης).

Αυτό δεν είναι άσχετο από την υποδούλωση τού δυτικού τμήματος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στους Φράγκους και την ρατσιστική διαίρεση τού λαού σε Φράγκους ευγενείς, πού ήταν οι φεουδάρχες, και στον λαό. Επίσης, δεν είναι άσχετο με τον όρο «αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τού Γερμανικού Έθνους». Έτσι, ενώ στην ενωμένη Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν υπήρχαν κατά βάση ρατσιστικές διακρίσεις, αφού πολλές λαότητες αποτελούσαν το ένα Γένος και το ένα Έθνος, το Έθνος τών Ρωμαίων, στην Δύση με την επίδραση τών Φράγκων το Έθνος αποκτά φυλετική, ρατσιστική και κατά συνέπεια κοινωνική σημασία.

Ο θεωρητικός τής Γαλλικής επαναστάσεως ο Abba Siéyés με το περίφημο πολιτικό του φυλλάδιο για την «τρίτη τάξη» διεκήρυττε ότι ο κύριος εκπρόσωπος τής nation, δηλαδή τού έθνους είναι η τρίτη τάξη. Να θυμίσω ότι στις παραμονές τής Γαλλικής Επανάστασης η «τρίτη τάξη» ήταν η κοινωνική τάξη, που αποτελούνταν από τον λαό που δεν είχε ιδιαίτερα προνόμια, και αποτελούσε το 98% τού πληθυσμού τής Γαλλίας έναντι τών δύο άλλων τάξεων, τις οποίες αποτελούσαν ο κλήρος και οι ευγενείς, στις οποίες ανήκε το 2% τού πληθυσμού. Και αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από την άποψη ότι η Γαλλική επανάσταση είναι επανάσταση τών Ρωμηών εναντίον τών Φράγκων ευγενών, πού είχαν κατακυριεύσει τον λαό, είχαν μοιράσει τον δυτικό χώρο σε φέουδα με φοβερές κοινωνικές επιπτώσεις. Το nation, το έθνος, ταυτίστηκε με την φυλετική και ρατσιστική νοοτροπία τών Φράγκων.

Ο Abba Siéyés (Αββά Σεγιέ) στο κείμενό του «τι είναι η τρίτη τάξη» έθετε τρεις ερωτήσεις και απαντούσε ο ίδιος σε αυτές. Έγραφε: «Πρέπει να βάλλουμε στον εαυτό μας τρεις ερωτήσεις: 1. Τι είναι η τρίτη τάξη; Τα πάντα. 2. Τι ήταν μέχρι σήμερα στον πολιτικό τομέα; Τίποτα. 3. Τι ζητάει; Να γίνει κάτι». Στο όνομα αυτών τών ιδεωδών ξεκίνησε η Γαλλική Επανάσταση εναντίον τών ευγενών και οι εκπρόσωποι τής «τρίτης τάξης» αυτοανακηρύχθηκαν σε Εθνική Συνέλευση.

Δυστυχώς, αυτό το πνεύμα τού εθνοφυλετισμού επικράτησε σε όλο τον δυτικό χώρο και στην Τσαρική Ρωσία με αποτέλεσμα να μετατραπή η εκκλησιαστική ζωή από υπερεθνική σε εθνικιστική και εθνοφυλετική. Αυτή την τακτική ετήρησαν τόσο οι λαοί τής Δύσεως όσο και η Τσαρική Ρωσία. Έτσι, δυστυχώς, εισήχθη μέσα στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή η εθνοφυλετική νοοοτροπία.

Αυτό δείχνει η σύγχρονη νοοτροπία τής «εισπηδήσεως» μιας Ορθοδόξου Εκκλησίας και μάλιστα λόγω εθνοφυλετικών κριτηρίων, σε άλλες τοπικές Εκκλησίες, πράγμα που κατά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγόριο, συνιστά την «αίρεση τής συνεδαφικότητας», δηλαδή πολλές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες λειτουργούν σε μια περιοχή, και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα τής σύγχρονης Διασποράς.

 

3. Τα σχίσματα στην Εκκλησία με βάση τον εθνοφυλετισμό

Για να γίνουν φανερά τα προβλήματα που αναφύονται από τον εθνοφυλετισμό θα παραθέσω με συντομία τρία παραδείγματα, που παρατηρήθηκαν τον 19ο αιώνα με την αρχή τής δημιουργίας εθνικών Κρατών, απόρροια τού δυτικού Διαφωτισμού και τού Ρομαντισμού.

 

α) Ο ελληνικός εθνοφυλετισμός

Με την συγκρότηση τού πρώτου Ελληνικού Κράτους, με την αποκοπή του από την Κωνσταντινούπολη, Πρωτεύουσα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και εκκλησιαστικώς, και την επανασύνδεσή του με την αρχαία Ελλάδα, που έγινε με την συνδρομή τής Αγγλίας, τής Γαλλίας και τής Ρωσίας, μεταφέρθηκε στο νέο Κράτος η νοοτροπία που επικρατούσε στην Δύση και στην Τσαρική Ρωσία.

Όπως γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, τον 19ο αιώνα καλλιεργήθηκε έντονα η θεωρία ότι όλες οι ρωμαίϊκες εθνότητες ήταν υποδουλωμένες στους Βυζαντινούς. Έτσι αναπτύχθηκε ο εθνικισμός «και προωθήθηκε η σύσταση μικρών εθνικών κρατών, με βάση τη διάλεκτο-γλώσσα, με παράλληλη κατάλυση τής μακραίωνης συνειδησιακής τους ενότητας» (π. Γεώργιος Μεταλληνός).

Τα σχέδια τών Φράγκων για την ανασύσταση τού Ελληνικού Κράτους προωθήθηκαν σημαντικά από τον «πατριάρχη» τού ελληνικού διαφωτισμού, Αδαμάντιο Κοραή. Επηρεασμένος ο ίδιος από τον αντιβυζαντινισμό πού είχε επικρατήσει στον δυτικό χώρο από το μίσος τών Φράγκων, απέβλεπε στην ανασύσταση τής αρχαίας Ελλάδος και στην αναβίωση τού πολιτισμού της, πού όμως, όπως έλεγε, είχε φθαρή από τον «βυζαντινισμό και τον τουρκισμό». Κατά τον Κοραή η Ελλάδα έπρεπε να εξευρωπαϊστή. Αυτή είναι η περίφημη αρχή τής μετακένωσης σύμφωνα με την οποία όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν στην βάση του ελληνικός, και επομένως αυτός ο πολιτισμός πρέπει να επανέλθη στην κοιτίδα του, την Ελλάδα, να περάση δηλαδή «από τα κοφίνια τών αλλογενών εις τα κοφίνια τών Ελλήνων».

Όμως, η πραγματικότητα ήταν ότι και οι κάτοικοι τής Πελοποννήσου, τής Ρούμελης και γενικά τού μετέπειτα Ελληνικού Κράτους, κατά την διάρκεια τής Τουρκοκρατίας, όπως και οι κάτοικοι άλλων περιοχών είχαν έντονα ανεπτυγμένη την συνείδηση ότι είναι Ρωμηοί, δηλαδή Έλληνες, πού όμως ανήκουν στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην συνείδησή τους δεν υπήρχε διάσταση μεταξύ τών Ελλήνων και τών Ρωμηών. Με αυτήν την προοπτική έκαναν την επανάσταση, γι αυτό και μετά από αυτήν αναπτύχθηκε «η μεγάλη ιδέα», η ανασύσταση όλου τού Ρωμαίϊκου.

Η Φραγκική όμως προπαγάνδα, πού απέβλεπε στην μη αναβίωση τής Ρωμαίϊκης ιδέας, φαίνεται εκτός τών άλλων και από δύο γεγονότα.

Το πρώτο είναι η προσπάθεια να επικρατήση ο όρος Έλληνες και να καθορισθή η έννοιά του, αφού βέβαια αντιπαρατεθή προς το Ρωμηός. Την προσπάθεια αυτή την βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις πού έγιναν στην επαναστατημένη Ελλλάδα σχετικά με το Σύνταγμα. Γίνεται, δηλαδή, μεγάλη συζήτηση για να καθορισθή ποιοί ακριβώς πρέπει να θεωρούνται Έλληνες. Η μελέτη τών Συνταγμάτων και τών σχετικών συζητήσεων στις Εθνοσυνελεύσεις τής επαναστατημένης Ελλάδος αποδεικνύει ότι ως Έλληνες θεωρούνται όσοι κατοικούν μόνιμα στον χώρο τής Ελλάδος και πιστεύουν στον Χριστό. Αυτοί μπορεί να είναι είτε αυτόχθονες είτε ετερόχθονες, οι οποίοι όμως αγωνίστηκαν για την ελευθερία και πολιτογραφήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος. Αυτό σημαίνει ότι έξω από την Ελλάδα δεν υπάρχουν Έλληνες, αλλά Ρωμηοί, Γραικοί. Σαφώς, λοιπόν, γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ Ελλήνων και Ρωμηών και οπωσδήποτε φαίνεται καθαρά η φραγκική προπαγάνδα να αποξενωθούν οι Έλληνες από τους Ρωμηούς, ώστε να μην υπάρχη και η παραμικρά κίνηση για την ανασύσταση τής Χριστιανικής Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας.

Το δεύτερο γεγονός, ως συνέχεια τού προηγουμένου, είναι η απόσχιση τής Εκκλησίας τής Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται για την ιστορία τού ελλαδικού αυτοκεφάλου, το οποίο δυστυχώς μιμήθηκαν μετά και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες τών Βαλκανίων πού αποσχίσθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ίσως θα μπορούσε να δοθή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία τής Ελλάδος το αυτοκέφαλο μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αλλά αυτό έπρεπε να γίνη κατόπιν συμφωνίας και με ομαλές συνθήκες και όχι με βίαιες ενέργειες, αυτόγνωμες ανακηρύξεις, και μάλιστα μέσα στην όλη νοοτροπία τών Ελλήνων διαφωτιστών, κυρίως τις απόψεις τού Αδαμαντίου Κοραή. Το θλιβερό στην περίπτωση αυτή είναι ότι χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία για την έξαρση και ανάπτυξη τού εθνοφυλετισμού. Αυτό είναι φοβερό αν σκεφθή κανείς ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να είναι εθνική με την άποψη τού εθνικισμού, αφού στην πραγματικότητα είναι υπερεθνική.

Έτσι, λοιπόν, η ελληνική επανάσταση, παρά τα ευεργετικά της αποτελέσματα, παρά την ελευθερία από την τυραννία τών Τούρκων, εν τούτοις ανέπτυξε και την αίρεση τού φυλετισμού. Στην πραγματικότητα ήταν άρνηση τής Ρωμηοσύνης, και εντάχθηκε στα σχέδια τών Φράγκων για την αναβίωση τών μικρών εθνικών κρατιδίων. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος τού Toynbee ότι οι Έλληνες «έκαναν (με το 21) μιαν άφρονη ενέργεια και έχασαν ολόκληρη αυτοκρατορία».

Ευτυχώς, το 1850 δόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η αυτοκεφαλία στην Εκκλησία τής Ελλάδος και αποκαταστάθηκε η έως τότε, για δεκαεπτά χρόνια, σχισματική κατάσταση.

 

β) Ο βουλγαρικός εθνοφυλετισμός

Τον 19ο αιώνα στα Βαλκάνια αναπτύχθηκε και ο βουλγαρικός εθνοφυλετισμός, όπως το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην Βουλγαρική Εξαρχία, όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν από αυτήν. Δεν πρόκειται βέβαια, να αναφερθώ διεξοδικά στο σοβαρό αυτό θέμα, αλλά να τονίσω την άποψη ότι και αυτή η κίνηση εντάσσεται στην προσπάθεια καταλύσεως και καταργήσεως τής Ρωμηοσύνης και τής αναπτύξεως τού εθνοφυλετισμού.

Η ρωσική πολιτική, ενώ μέχρις ενός σημείου υποστήριζε τις ελληνικές επαναστάσεις για την πτώση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για ίδιο όφελος, αργότερα χρησιμοποίησε τους Βουλγάρους, στους οποίους ανέπτυξε την εθνική τους συνείδηση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος τού Τσάρου Νικολάου τού Α', πού είπε στον Πρεσβευτή τής Αγγλίας Σέϋμουρ, όπως τον διατύπωσε ο τελευταίος σε έκθεσή του προς τον Υπουργό τών Εξωτερικών τής Αγγλίας: «Δεν θέλω επιτρέψη ποτέ ούτε απόπειραν ανοικοδομήσεως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ούτε τοιαύτην επέκτασιν τής Ελλάδος ήτις να καταστήση αυτήν ισχυρόν Κράτος».

Επομένως, η ρωσική πολιτική για δικούς της λόγους ήταν συντονισμένη στην όλη τότε δυτική πολιτική για την ανάπτυξη μικρών εθνικών κρατιδίων και την κατάργηση τής ιδέας περί ανασυστάσεως τής Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο τού 1827 οι Ρώσοι συνάντησαν βορείως τού Αίμου έναν αγροτικό λαό πού μιλούσε μια γλώσσα πού ομοίαζε με την δική τους. Οι περισσότεροι από αυτούς όταν ρωτήθηκαν τι είναι απήντησαν ότι είναι Ρωμηοί. Ωστόσο οι Ρώσοι μελέτησαν το θέμα και απεκάλυψαν ότι ήταν απόγονοι τών παλαιών Βουλγάρων, πού όμως είχαν εκρωμαϊσθή, και απεφάσισαν να τους αναπτύξουν την εθνική συνείδηση για να τους χρησιμοποιήσουν για την επιτυχία τών σχεδίων τους, να κατέλθουν στο Αιγαίο.

Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι και προηγουμένως υπήρχαν προσπάθειες αναπτύξεως τής εθνικής συνειδήσεως τών Βουλγάρων από λογίους Βουλγάρους και ξένους, που οφείλονταν σε πανσλαβιστικές ιδέες που προέρχονταν από την Ρωσία. Το έναυσμα ήταν οι συγγραφές τού μοναχού Παϊσίου (1762) και τού Επισκόπου Σωφρονίου Βλαδισλάβωφ (1804).

Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής τής προσπάθειας θεωρείται ο βουλγαρικής καταγωγής μοναχός Παίσιος, ο οποίος στον πρόλογο σχετικού βιβλίου του γράφει τα εξής: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίζης την φυλήν σου και την γλώσσαν σου. Αγάπα την πατρίδα σου και απόθανε δι αυτήν. Προσπάθησε να διδαχθής πώς ήτο ωργανωμένος ο λαός σου, μάθε ότι είχες Βασιλείς, Πατριάρχας και Αγίους. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μάς εμπαίζουν διότι είμεθα ταπεινής καταγωγής άνευ Τσάρων, Πατριαρχών και Αγίων, άνευ Ιστορίας. Εγώ όμως δια τούτο αγωνίζομαι να αποδείξω το εναντίον και γράφω την ιστορίαν ταύτην».

Δυστυχώς, και στην περίπτωση αυτήν η Εκκλησία, πού από την φύση της είναι υπερεθνική, χρησιμοποιήθηκε για να προωθήση τα εθνικιστικά σχέδια τών Βουλγάρων. Η δυσαρέσκεια τού Σουλτάνου για την Κρητική επανάσταση, η επιθυμία του να εκδικηθή τους Έλληνες έγινε εκμεταλλεύσιμο υλικό από την ρωσική πολιτική και έτσι εκδόθηκε Φιρμάνι με το οποίο ιδρυόταν ανεξάρτητη Βουλγαρική Εξαρχία και για πρώτη φορά αναγνωριζόταν βουλγαρική εθνότητα. Ταυτόχρονα χορηγήθηκε άδεια για την ίδρυση Σχολείων.

Τότε, σε πολλές περιοχές παρατηρήθηκε έντονη δράση τών Βουλγάρων για την ανάπτυξη τής μεγάλης Βουλγαρίας. Η Βουλγαρική Εξαρχία ιδρύθηκε το 1870 με έδρα την Κωνσταντινούπολη και ο Βούλγαρος Έξαρχος περιστοιχιζόταν από Διαρκή Σύνοδο και είχε δυνατότητα ιδρύσεως Βουλγαρικών Επισκοπών οπουδήποτε θα εζητείτο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει ότι οι Βούλγαροι δεν ζητούσαν ίδρυση Εκκλησίας μέσα στην Βουλγαρία, αλλά «την ίδρυσιν Βουλγαρικής Εκκλησίας εκτεινομένης πανταχού όπου υπήρχαν ή ηδύναντο να υπάρξουν Βούλγαροι, να έχουν ιδίους επισκόπους και ιδίους ιερείς και εκεί έτι, όπου υπήρχαν άλλοι ορθόδοξοι επίσκοποι και ιερείς».

Δεν πρόκειται να καταγράψω εδώ όλο το πρόβλημα πού δημιουργήθηκε, αλλά να εντοπίσω μερικά χαρακτηριστικά σημεία από την δράση τών Βουλγάρων, όπως διασώθηκαν στον κώδικα αλληλογραφίας τού Μητροπολίτου Βοδενών (Εδέσσης) Αγαθαγγέλου. Ο Κώδικας αυτός μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση τελικά εκδόθηκε και αποτελεί σοβαρό αρχειακό υλικό για την μελέτη τών βιαιοπραγιών τής Βουλγαρικής Εξαρχίας στην περιοχή τής Μητροπόλεως Βοδενών (σημερινής Εδέσσης).

Το πρώτο σημείο πού φαίνεται καθαρά από την μελέτη τού Κώδικος είναι ότι στα Βοδενά υπήρχαν ολίγοι βουλγαρίζοντες, οι οποίοι δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στους ήσυχους κατοίκους τής πόλεως και τής επαρχίας αυτής. Σε μια επιστολή γράφεται: «Η Κοινότης τής πόλεως Βοδενών έβλεπεν, ότι ως εκ τής τών ταραχών τών εκάστοτε προκαλουμένων υπό τών ολίγων ενταύθα οπαδών τού βουλγαρισμού...». Το κακό τού βουλγαρισμού ήλθε στα Βοδενά με την οικογένεια Τζανεσαίων την 11ην Νοεμβρίου 1858. Γι αυτό χαρακτηρίζεται «μόλυσμα» και αλλού «βουλγαρικόν μόλυσμα». Η επαρχία ήταν ήσυχη και ειρηνική και δεν δημιουργείτο κανένα πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι όλοι ανεγνώριζαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο είχε υπερεθνικό χαρακτήρα. Μάλιστα πληροφορούμαστε ότι η ανάγνωση στις Εκκλησίες τών Βοδενών τής καθαιρέσεως τού Χατζή Παύλου, βουλγαριστού ιερέως ο οποίος δημιουργούσε πολλά προβλήματα, έγινε «με γενική και ενθουσιώδη ευχαρίστηση τών χριστιανών, και χωρίς να συμβή καμμία ταραχή υπό τών βουλγαριστών...».

Δεν πρέπει να υποθέση κανείς ότι οι απόψεις αυτές τού Μητροπολίτου Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι αποκλειστικά δικές του εκτιμήσεις, και ότι υπερβάλλονται τα πράγματα, γιατί και από άλλες μαρτυρίες φαίνεται ότι πραγματικά οι βουλγαριστές ήταν ελάχιστοι και απομονώθηκαν από τους φιλήσυχους κατοίκους τής πόλεως, πού υπήκουαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχαν συνείδηση τής Ρωμηοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή πού απέστειλαν οι κάτοικοι τής πόλεως Βοδενών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 10ην Φεβρουαρίου 1872, στην οποία ομολογούσαν ότι ανήκουν στο Ρωμαϊκό Πατριαρχείο και δεν επιθυμούν να συμπεριληφθούν στην Βουλγαρική Εξαρχία. Η επιστολή έχει ως εξής:

«Παναγιώτατε, Άπαντες εσμέν υποκείμενοι τω ρωμαϊκώ πατριαρχείω και υμέτερα πνευματικά τέκνα. Ως και άλλοτε επανειλημμένως είχομεν κοινοποιήσει, ούτω, και σήμερον, δια τηλεγράφου ημών απάντων, ανηγγείλαμεν τη υψ. Πύλη ότι ουδέποτε θέλομεν παραδεχθή όπως το εν Ορτάκιοϊ εδρεύον προσωρινόν βουλγαρικόν συμβούλιον συμπεριλάβη την επαρχίαν ημών εις την εξαρχίαν· δια ταύτα απαγγέλοντες αυτή την απόφασιν ημών, εξαιτούμεθα τας ευχάς της».

Το δεύτερο σημείο από τον κώδικα αλληλογραφίας τού Μητροπολίτου Βοδενών Αγαθαγγέλου είναι ότι οι βουλγαρίζοντες δρούσαν στην περιοχή εκείνη με την συνεργασία τών ουνιτών, δηλαδή τών «παπιστών», όπως γράφεται. Φαίνονται εδώ οι κοινές ενέργειες Φράγκων και Βουλγάρων για την μη αναβίωση τής Ρωμηοσύνης. Στην Κουμένιτσαν (Γουμένισαν) αποστέλλεται από τους βουλγαρίζοντας διδάσκαλος για να μάθη στα παιδιά τα Ελληνικά και τα Σερβικά. Ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος χαρακτηρίζει κάποιον ότι «είναι ου μόνον εκ τής Βουλγαρικής προπαγάνδας, αλλά και παπιστής». Αλλά και στα Γιαννιτσά υπάρχουν ουνίτες τους οποίους ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος προσπαθεί να πλησιάση και να φέρη στην Εκκλησία.

Το τρίτο σημείο είναι ότι περιγράφονται με τρόπο ρεαλιστικό όλες οι επεμβάσεις και οι βιαιοπραγίες τών βουλγαριστών για να προσελκύσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία τους κατοίκους τής περιοχής, ώστε στην συνέχεια να διεκδικήσουν βουλγαρική εθνότητα. Επανειλημμένως με την βία καταλαμβάνουν τον Ιερό Ναό τών αγίων Αναργύρων Βοδενών (Εδέσσης) κατά την διάρκεια τής νυκτός, αλλά τελικά απομακρύνονται από τους Ρωμηούς κατοίκους τής πόλεως. Η αγωνία τού Αγαθαγγέλου είναι έντονη. Στις επιστολές του διεκτραγωδείται η κατάσταση αυτή, καθώς επίσης και οι βίαιες ενέργειες τών βουλγαριστών.

Το τέταρτο σημείο πού φαίνεται από τον κώδικα αλληλογραφίας είναι ότι ο Μητροπολίτης Βοδενών Αγαθάγγελος κινείται ως Ρωμηός, εντεταγμένος οργανικά μέσα στην ρωμαίϊκη ατμόσφαιρα τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν τον ενοχλεί τόσο η γλώσσα και η τοπική διάλεκτος με την οποία θα ψάλλεται η θεία Λειτουργία, όσο η μη αναγνώριση από όλους τού Οικουμενικού Πατριαρχείου πού εκφράζει την συνείδηση τού Έθνους τών Ρωμηών.

Οι βουλγαριστές τών Βοδενών ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο να αναγνωρίση τον ιερέα τους, και να τους παραχωρήση Ιερό Ναό για να τελούν την λατρεία τους στην βουλγαρική γλώσσα. Η απάντηση τού Μητροπολίτου είναι χαρακτηριστική: «Εις απάντησιν δε τοις είπον, ότι πρέπει να αναφερθώσι δι αναφοράς των περί τούτου, εν ή πρώτον θα δείξωσιν, ότι αναγνωρίζουσι την Εκκλησίαν, συνεπώς δε και εμέ ως κυριάρχην των, και ότι το ζήτημά των είναι γλώσσης μόνον ζήτημα και ουχί θρησκευτικόν, και τότε αφού γίνη σύσκεψις μετά τών προυχόντων τής πόλεως, αν θα κριθή εύλογον, ημπορεί να τοις δοθή άδεια».

Φαίνεται ότι εκείνο πού ενδιέφερε τότε τους Ρωμηούς δεν ήταν τόσο η γλώσσα, όσο η αναγνώριση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, επομένως η μη προσχώρηση στον εθνοφυλετισμό, πού καλλιεργούσε έντονα η Βουλγαρική Εξαρχία.

Η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1872 κατεδίκασε τον φυλετισμό ως «παρασυναγωγή και σχίσμα», όπως θα δούμε σε άλλη ενότητα, σε Τοπική Σύνοδο, επειδή η σύγκλιση Πανορθοδόξου Συνόδου για να καταδικαστή ο εθνοφυλετισμός προσέκρουε στην αντίδραση τής Υψηλής Πύλης και στην διαφορετική γνώμη τής Ρωσικής Εκκλησίας.

 

γ) Ο αραβικός εθνοφυλετισμός

Στο τέλος τού 19ου αιώνος, ακόμη και μετά την καταδίκη τού εθνοφυλετισμού το 1872, αναπτύχθηκε ο αραβικός εθνοφυλετισμός που υποκινήθηκε πάλι από την ρωσική πολιτική για την εξαφάνιση τής ιδέας τής ανασυστάσεως τής Ρωμηοσύνης και σε βάρος τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το έτος 1898 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο τελευταίος τών Ελλήνων Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων και έπειτα εξελέγη ο πρώτος Άραβας Πατριάρχης Αντιοχείας, ο από Λαοδικείας Μελέτιος. Τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν είναι πολύ σημαντικά, γιατί είναι καρπός και αποτέλεσμα τής αφυπνίσεως τού φυλετισμού τών Ορθοδόξων Αράβων.

Τα γεγονότα αυτά περιγράφονται πολύ γλαφυρά στο ημερολόγιο τού Κωνσταντίνου Μυριανθοπούλου, τού οποίου ο πατέρας ήταν παιδικός φίλος τού Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος. Εκείνη την κρίσιμη εποχή ο συντάκτης τού ημερολογίου βρέθηκε κοντά στον Πατριάρχη Αντιοχείας Σπυρίδωνα. Το ανέκδοτο κείμενό του δημοσιεύθηκε με ικανά εισαγωγικά από τον αείμνηστο Βενέδικτο (Αρχιμ. Παύλο) Εγγλεζάκη. Τόσο στο κείμενο τού ημερολογίου όσο και στις εισαγωγικές σημειώσεις βρίσκουμε άφθονο υλικό για το θέμα πού μάς απασχολεί.

Δεν θα γίνη διεξοδική αναφορά στα γεγονότα πού προηγήθηκαν τής παραιτήσεως τού τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος και τής αναρρήσεως τού πρώτου Άραβος Πατριάρχου Μελετίου, αλλά θα υπογραμισθούν μερικά σημεία πού θα βοηθήσουν να καταλάβουμε ότι ο φυλετισμός αποτελεί μια σχισματική κατάσταση στην Εκκλησία.

Το πρώτο σημείο είναι ότι, από το έτος 1724 έως την παραίτηση τού Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος, όλοι οι Πατριάρχες αποστέλλονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αυτό έγινε ύστερα από την ατυχή εκλογή ενός δεδηλωμένου Ουνίτου επισκόπου στον Πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας. Με την παρέμβαση αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο διέσωσε την Ορθοδοξία και την οικουμενικότητα τού Πατριαρχείου Αντιοχείας.

Μελετώντας το ημερολόγιο τού Κωνσταντίνου Μυριανθοπούλου διαπιστώνουμε ότι πολλοί Έλληνες Πατριάρχες και Επίσκοποι ενεργούσαν όχι φυλετικά, αλλά οικουμενικά, υπερεθνικά. Ο Μυριανθόπουλος στο ημερολόγιό του διαμαρτύρεται ότι οι Πατριάρχες Αντιοχείας πού προέρχονταν από τον ιεροσολυμιτικό κλήρο βοηθούσαν περισσότερο από ό,τι έπρεπε τους Άραβας Κληρικούς.

Για παράδειγμα γράφεται ότι ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος (1850-1885) «έστελλε τους υποτρόφους εις την Θεολογικήν Σχολήν τής Χάλκης ιθαγενείς, καλώς μεν ποιών, αλλά ουδένα Έλληνα». Ο δε Πατριάρχης Αντιοχείας Γεράσιμος (1885-1891) «εχειροτόνησε τέσσαρες ιθαγενείς Αρχιερείς, και έστειλεν ως υποτρόφους εις Χάλκην άλλους 4, και ουδένα Έλληνα».

Δεν αποκλείεται στην πληροφορία αυτή να υπάρχη δόση υπερβολής, ίσως και προσωπικού παραπόνου, αλλά πάντως δείχνει την πραγματικότητα ότι, έστω και αν ήταν Έλληνες οι Πατριάρχες Αντιοχείας, δεν είχαν φυλετική νοοτροπία και γι αυτό ανεδείκνυαν και Άραβες στον αρχιερατικό βαθμό.

Αυτό διαπιστώνεται από το ότι την εποχή αυτή πού μελετάμε (1897-1899) στην διαμάχη για την κατάληψη τού Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβες, οι περισσότεροι πού πρωτοστάτησαν σε αυτό το γεγονός ήταν Άραβες Αρχιερείς. Ο διάδοχος τού Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος, ο από Λαοδικείας Μελέτιος, είχε προσληφθή από παιδί στο Πατριαρχείο, όπου έμαθε την ελληνική γλώσσα. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλους Αρχιερείς. Επίσης είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων μόλις εξελέγη Πατριάρχης διόρισε ως Σχολάρχη Δαμασκού τον Άραβα Αρχιμανδρίτη Παύλο, τον οποίο έκανε και Αρχιγραμματέα τής Συνόδου τού Πατριαρχείου.

Φαίνεται από τα λίγα αυτά παραδείγματα ότι οι τότε Έλληνες-Ρωμηοί Πατριάρχες Αντιοχείας δεν ενεργούσαν φυλετικά, αλλά υπερεθνικά.

Το δεύτερο σημείο πού πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι ο αραβικός φυλετισμός πού είχε αρχίσει προηγουμένως υποδαυλίστηκε τελικά και υποκινήθηκε από την ρωσική πολιτική. Στο ημερολόγιο φαίνεται πολύ καθαρά ο ενεργός ρόλος τού ρώσου Προξένου Αλεξίου Belyaev, ο οποίος, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, είχε θέσει ως σκοπό την άνοδο ιθαγενούς (Άραβος) Πατριάρχου στον θρόνο τής Αντιοχείας.

Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα από το προσωπικό ημερολόγιο τού Μυριανθόπουλου, που έζησε αυτά τα γεγονότα, στα οποία αποδεικνύεται αυτή η αλήθεια.

Ο Ρώσος Πρόξενος παρακινούσε τους Αρχιερείς να κηρύξουν έκπτωτο τον Πατριάρχη Αντιοχείας Σπυρίδωνα. Γράφεται: «Οι Αρχιερείς εκήρυξαν έκπτωτον τον Πατριάρχην Σπυρίδωνα τη υποκινήσει τού Ρώσσου Προξένου Αλεξίου Μπηλάγιεφ, όστις σπεύσας μετέβη εις Σεϊδνάγιαν προς επίσκεψιν και παραπλάνησιν τού Πατριάρχου, όστις όμως δεν εδέχθηκε τούτον». Σε άλλο σημείο γράφεται ότι ο Ρώσος Πρόξενος μετέβη «εις το Πατριαρχείον, όπου συνωμίλησε μετά τών ιθαγενών Αρχιερέων». Άλλοτε σε σχετική συνομιλία με τον Μητροπολίτη Σελευκείας «εχειρονόμει, ωσεί επιτάσσων, ίνα γένηταί τι προς διαφώτισιν τού λαού, και διεγείρων αυτόν κατά τών Ελλήνων». Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες γινόταν θεία Λειτουργία με αφορμή κάποια ρωσικά γεγονότα και ότι τα περισσότερα λέγονταν στην ρωσική γλώσσα. Κάπου σημειώνεται: «Εγένετο δοξολογία προς τιμήν τής μητρός τού Τσάρου, ης μετέσχον μόνον οι ιθαγενείς Αρχιερείς».

Η ενεργός συμμετοχή τής ρωσικής πολιτικής φαίνεται από ένα άλλο γεγονός. Θα το παραθέσω γιατί είναι αρκετά εύγλωττο: «Εορτή τού Τσάρου Νικολάου. Ο Ρώσος Πρόξενος Α. Μπηλάηεφ προσεκάλεσεν, αντί τού κανονικού Τοποτηρητού, τον Λαοδικείας, συλειτουργήσαντα μετά τών Σελευκείας και Τύρου και Σιδώνος. Εκήρυξεν ο Επιφανείας. Ετελέσθη δοξολογία. Τα πάντα εψάλησαν ρωσσιστί, ιδίως υπό μαθητριών. Κατά την δοξολογίαν εχοροστάτησεν ο Αρκαδίας. Μετά ταύτα οι ιθαγενείς Αρχιερείς μετέβησαν εις το Ρωσσικόν Προξενείον, και εχαιρέτησαν. Οι ημέτεροι ούτε εις την εκκλησίαν ούτε εις το Προξενείον, αλλ ετηλεγράφησαν απ ευθείας προς τον Τσάρον συγχαρητήρια, καθώς και εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον τα γιγνόμενα».

Επίσης, είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα τα οποία αποδεικνύουν την ενεργοποίηση τής ρωσικής πολιτικής στην εκδίωξη τού τελευταίου Έλληνος Πατριάρχου Αντιοχείας Σπυρίδωνος και την κατάληψη τού Πατριαρχικού θρόνου Αντιοχείας από Άραβα Πατριάρχη.

Το ένα γεγονός είναι ότι, ενώ η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν δεχόταν ακόμη να ενθρονισθή ο νέος άραβας εψηφισμένος Πατριάρχης Αντιοχείας Μελέτιος, ο ρωσικός στόλος τής Μεσογείου έπλευσε στην Βηρυττό και ο Ρώσος Ναύαρχος πήγε στην Δαμασκό για να χαιρετίση τον εψηφισμένο Άραβα Πατριάρχη. Αυτό, βέβαια, ήταν μια πράξη πού έδειχνε την υποστήριξη τής Ρωσίας στον νέο Πατριάρχη.

Το άλλο γεγονός είναι ότι κατά την ενθρόνιση τού νέου Άραβος Πατριάρχου Μελετίου παρίστατο ο Ρώσος Πρόξενος, καταλαμβάνοντας σημαντική θέση στον Ναό, λόγω δε τής επιτυχίας του αυτής βραβεύθηκε από την Ρωσική Κυβέρνηση. Στο ημερολόγιο τού Μυριανθοπούλου γράφεται: Η ενθρόνιση έγινε στον Πατριαρχικό Ναό «προεξάρχοντος τού Ρώσου Προξένου Αλεξίου Μπηλιάγιεφ, όστις, ειρήσθω εν παρόδω, αμειφθείς δι όσα διέπραξεν, ώστε να εκλεγή ιθαγενής Πατριάρχης Αντιοχείας, προήχθη εις Γενικόν Γραμματέα τής εν Ρωσσία Παλαιστινείου Εταιρείας».

Από όλα αυτά φαίνεται ότι ο εθνοφυλετισμός, από όπου κι αν προέρχεται, είναι διάσπαση τής Ρωμηοσύνης και σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και σε αυτό συνετέλεσαν τόσο η Δυτική πολιτική, όσο ο Ρωσικός επεκτατισμός. Δεν είναι δυνατόν η φυλή να τίθεται υπεράνω τής ενότητος την οποία διασφαλίζει η ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία.

 

4. Ο όρος τής Τοπικής Συνόδου τού 1872

Προηγουμένως έγινε λόγος για το ότι η Σύνοδος τού έτους 1872 στην Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τον φυλετισμό πού εισέρχεται στα ενδότερα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέλει τα πάντα να ρυθμίζωνται βάσει αυτού. Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική, γι αυτό θα δώσω μερικές πληροφορίες.

 

α) Η Έκθεση τής Επιτροπής

Τής αποφάσεως τής Συνόδου τού 1872 προτάσσεται «Έκθεσις διαφωτίζουσα την ετεροδιδασκαλίαν τού φυλετισμού». Η έκθεση διαιρείται σε τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος αποδεικνύεται «ιστορικώς ότι οι εκ τών βουλγάρων αποσκιρτήσαντες, ως μη ώφελε, τής κανονικής εξαρτήσεως από τής μητρός αυτών, τής Μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν τού φυλετισμού».

Στο δεύτερο μέρος αποδεικνύεται «ότι η αρχή αύτη τού φυλετισμού, προς την διδασκαλία τού θείου Ευαγγελίου αντιβαίνουσα, άγνωστος όλως υπάρχει τής καθολικής τού Χριστού Εκκλησίας, και το ιερόν αυτής ανατρέπει πολίτευμα». Ορίζεται ότι ο φυλετισμός είναι «η λόγω διαφόρου φυλετικής καταγωγής γλώσσης διάκρισις και διεκδίκησις ή εξάσκησις αποκλειστικών δικαιωμάτων παρ’ ατόμων ή ομάδων ανθρώπων ομοχώρων τε και ομοταγών», και ανατρέπεται η φυλετική νοοτροπία, βάσει όλης τής παραδόσεως τής Εκκλησίας και τών ιερών Κανόνων, διότι «ανατρέπει το πολίτευμα τής ορθοδόξου Εκκλησίας».

Και στο τρίτο μέρος η έκθεση απαριθμεί διεξοδικά «κατά χρονολογικήν τάξιν τών εκ τής αρχής εκείνης διαπεπραγμένων παναθέσμων και αντικανονικών πράξεων υπό τής εκ τών αποσκιρτησάντων συστάσης παρασυναγωγής», εννοώντας τού Βουλγάρους.

Αφού αναλύονται στην έκθεση τα τρία αυτά σημεία, στο τέλος υπενθυμίζεται η «σεβαστή ρήτρα τής ορθοδόξου ρωσικής Εκκλησίας», δηλαδή η απάντηση τής Ρωσικής Εκκλησίας στον Οικουμενικό Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο για την υπόθεση τής Εξαρχίας τών Βουλγάρων, δηλαδή για την παρασυναγωγή τών Βουλγάρων σε βάρος τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Γράφεται στην επιστολή τής Ρωσικής Εκκλησίας:

«Άνευ τής συγκαταθέσεως τής αυτού Παναγιότητος και παρά την θέλησιν αυτής, οι βούλγαροι δεν δικαιούνται το παράπαν να λάβωσιν ή αποσπάσωσιν απ’ αυτής ό,τι επιδιώκουσιν. Ήττον δε δικαιούνται να απαλλαγώσι τής εκκλησιαστικής εξαρτήσεως, ήτις συνδέει αυτούς μετά τού υπερτάτου αυτών ποιμένος και αποσπασθώσιν απ’ αυτού αυτογνωμόνως, διότι το τοιούτον ήθελεν είσθαι σχίσμα, και οι βούλγαροι κατά τους κανόνας τής Εκκλησίας ήθελον θεωρηθή αναποφεύκτως ως σχισματικοί».

 

β) «Ο όρος τής Τοπικής Συνόδου τού 1872»

Μετά την έκθεση τής Επιτροπής αποφασίζεται «ο όρος» τής Συνόδου τού 1872.

Στην αρχή τού «όρου» γίνεται αναφορά στον λόγο τού Αποστόλου Παύλου προς τους Πρεσβυτέρους τής Εφέσου να προσέχουν τον εαυτό τους και όλο το ποίμνιο στο οποίο το Άγιον Πνεύμα τους έθεσε Επισκόπους για να ποιμαίνουν την Εκκλησία τού Κυρίου και Θεού, και ότι θα αναστηθούν μέσα από την Εκκλησία λύκοι άγριοι που δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο (Πρ. κ΄, 28-30).

Έπειτα, γίνεται αναφορά στους άνδρες εκείνους που εμφανίσθηκαν από τον ευσεβή βουλγαρικό λαό, ο οποίος ανήκει στο κλίμα τού Οικουμενικού θρόνου, και τόλμησαν να εισαγάγουν «φυλετισμού καινήν τινα δόξαν από τού γεηρού βίου τη Εκκλησία», έγιναν «καταφρονηταί τών θείων και ιερών κανόνων» και με πρωτοφανή αθέτηση αυτών αυθαδίασαν με το να συστήσουν «φυλετικήν παρασυναγωγήν». Ακριβώς για τον λόγο αυτόν συνήλθαν στην Σύνοδο αυτήν «επί τω ονόμαστι τού μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» για να ανακόψουν «την τού κακού διάδοσιν εν μέσω τού ευσεβούς τούτου λαού».

Και αφού οι συγκροτήσαντες την Σύνοδο αυτήν επικαλέσθηκαν την άνωθεν Χάρη από τον Πατέρα τών φώτων, με κατάνυξη ψυχής, εξέτασαν και διαπίστωσαν ότι ο φυλετισμός δεν είναι μόνον «ξένος» «προς τε την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και το απ’ αιώνων τής τού Θεού Εκκλησίας πολίτευμα», «αλλά και πολέμιος αντίκρυς αυτοίς», οι δε παρανομίες που έγιναν από την αρχή «τής φυλετικής αυτών παρασυναγωγής» ελέγχονται «υπό τού συντάγματος τών ιερών κανόνων αναφανδόν».

Έτσι, τα μέλη τής Τοπικής αυτής Συνόδου, σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνας τών Αγίων Αποστόλων και τών θεοφόρων Πατέρων τών Επτά Οικουμενικών Συνόδων και τών Τοπικών αποφαίνονται:

Πρώτον. «Αποκηρύττομεν κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν, τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις κατά τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη τού Χριστού Εκκλησία, ως αντικειμένου τη διδασκαλία τού Ευαγγελίου και τοις ιεροίς κανόσι τών μακαρίων Πατέρων ημών, "οι και την αγίαν Εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την Χριστιανικήν πολιτείαν διακοσμούντες προς θείαν οδηγούσιν ευσέβειαν"».

Δεύτερον. «Τους παραδεχομένους τον τοιούτον φυλετισμόν και επ’ αυτώ τολμώντας παραπηγνύναι καινομανείς φυλετικάς παρασυναγωγάς κηρύττομεν, συνωδά τοις ιεροίς κανόσιν, αλλοτρίους τής μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, και αυτό δη τούτο ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ».

Επομένως, αυτούς που αποσχίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και έπηξαν ίδιον θυσιαστήριο και συνέστησαν «ιδίαν φυλετικήν παρασυναγωγήν», και αναφέρει ονομαστικώς τους καθαιρεθέντας και αφορισθέντας και αυτούς που «ανιέρως» χειροτονηθέντας από αυτούς και όλοι όσοι κοινωνούν, συμφρονούν και συμπράττουν μαζί τους, και όλους όσοι δέχονται «ως κυρίας και κονονικάς τας ανιέρους αυτών ευλογίας τε και ιεροπραξίας», κληρικούς και λαϊκούς, «κηρύττομεν ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ και αλλοτρίους τής τού Χριστού Ορθοδόξου Εκκλησίας».

Ο «όρος» τής Συνόδου αυτής κατακλείεται με προσευχή στον Πανάγαθο και φιλάνθρωπο Θεό και Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον αρχηγό και τελειωτή τής πίστεώς μας, ώστε την μεν αγίαν Αυτού Εκκλησία να διατηρή «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης» και να στηρίζεται στο θεμέλιο τών Αποστόλων και Προφητών, τους δε αποσχισθέντας από την Εκκλησία «και επί τη τού φυλετισμού δόξη την παρασυναγωγήν αυτών πήξασι» να δώση μετάνοια, και να προσέλθουν στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, αφού ανανήψουν και αποβάλλουν τα όσα διέπραξαν.

Το όλο κείμενο καταλήγει με δοξολογία και αυτών που τυχόν θα επιστρέψουν μαζί με όλους τους ορθοδόξους εις «τον μέγαν τής ειρήνης άγγελον και Θεόν, τον ελθόντα καταλλάξαι πάντας και ειρήνην ευαγγελίσασθαι τοις εγγύς τε και μακράν, ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν».

 

γ) Παρατηρήσεις για την απόφαση τής Συνόδου

Διαβάζοντας τον «όρον» τής Τοπικής Συνόδου τού 1872 μπορούμε να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις.

Κατ αρχάς το Συνοδικό αυτό κείμενο δεν το υπέγραψε μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος, αλλά και οι πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος, Γρηγόριος και Ιωακείμ. Πέρα από αυτούς υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και πολλούς άλλους Μητροπολίτας τού Κλίματος τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επομένως, το κείμενο αυτό έχει καθολική ισχύ.

Επίσης, οι υπογράψαντες την απόφαση τής Συνόδου αυτής έχουν συνείδηση ότι ενεργούν ως φορείς τής Παραδόσεως, εμπνεόμενοι από την Χάρη τού Παναγίου Πνεύματος. Γράφουν και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο πού θα έγραφαν και θα ενεργούσαν εναντίον κάποιας αιρέσεως. Αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι ο φυλετισμός διασπά την ενότητα τής Εκκλησίας, πού είναι το Σώμα τού Χριστού. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε Χριστολογική αίρεση είναι ταυτόχρονα και εκκλησιολογική, όπως και κάθε εκκλησιολογική αίρεση είναι και Χριστολογική. Γράφεται στο κείμενο ότι όπως οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους «εξ ενός και τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», έτσι και αυτοί αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι.

Στο κείμενο δίνεται ο ορισμός τού φυλετισμού. Οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό, «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη τού Χριστού Εκκλησία». Φυσικά, όπως φαίνεται στην φράση αυτή, δεν καταδικάζεται η φυλή και η πατρίδα κάθε Χριστιανού, αλλά οι φυλετικές διακρίσεις και οι εθνικές έριδες, πού γίνονται μέσα στην Εκκλησία σε βάρος τής ενότητας τής εκκλησιαστικής ζωής. Όταν υποστηρίζεται ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την άλλη, και όταν αυτό γίνεται σε βάρος τής ενότητος τής Εκκλησίας, όταν η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα συγκροτείται με βάση την φυλετική καταγωγή και όχι με βάση τα γεωγραφικά όρια, αυτό είναι άρνηση και παραθεώρηση τού ορθοδόξου εκκλησιαστικού πολιτεύματος.

Αυτό είναι συνάρτηση τών όσων έφραφα προηγουμένως ότι στην Ρωμηοσύνη δεν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, δηλαδή η Εκκλησία τού Χριστού, όπως εκφραζόταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα υπερεθνική. Οι εθνικιστές Βούλγαροι προήλθαν «εκ μέσου τού ευσεβούς βουλγαρικού λαού». Ο Βουλγαρικός λαός ανήκε στην Ρωμηοσύνη και είχε ενότητα με όλες τις άλλες λαότητες πού υπήρχαν στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ακόμη, για τον φυλετισμό γράφεται ότι αποτελεί «καινήν τινα δόξαν», πρόκειται «δια την τού κακού διάδοσιν», είναι πρωτοφανής «φυλετική παρασυναγωγή» πού έγινε με αθέτηση τών ιερών Κανόνων τής Εκκλησίας, και φυσικά όσοι επεχείρησαν την δημιουργία αυτής τής παρασυναγωγής είναι «απαυθαδιάσαντες». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη».

Δεν διστάζουν οι Πατέρες τής Συνόδου αυτής να χαρακτηρίσουν την Βουλγαρική Εξαρχία παρασυναγωγή και τους εξαρχικούς ως «αλλοτρίους τής μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο Σχισματικούς». Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργεί η Χάρη τού Θεού σε τέτοιες παρασυναγωγές. Γι αυτό και οι ευχές και ευλογίες τους είναι ανίερες.

Ο Συνοδικός αυτός «όρος» είναι πολύ σημαντικός για το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δείχνει ότι η Εκκλησία διέκρινε τον μεγάλο κίνδυνο τού φυλετισμού, πού στην πραγματικότητα συνιστά τον εθνικισμό. Δεν μπορεί να διασπάται η ενότητα τής Εκκλησίας με κριτήρια φυλετικά, δεν μπορεί η Εκκλησία να γίνη εθνική, δηλαδή από υπερεθνική να περιπέση στον φυλετισμό.

 

Καταληκτήριο συμπέρασμα

Από όλα αυτά εξάγεται ότι ο εθνοφυλετισμός είναι διάσπαση τής ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, πού σημαίνει ότι κάθε εθνοφυλετισμός είναι αποσπασματικός, αφού εκφράζει την μερικότητα σε βάρος τής καθολικότητος. Η Ορθοδοξία από την φύση της είναι υπερεθνική, χωρίς φυσικά να καταργή τις ιδιαίτερες πατρίδες κάθε ανθρώπου.

Στην προς Διόγνητον επιστολή, ένα κείμενο τού 2ου αιώνος, παρουσιάζεται εκφραστικότατα αυτή η εν Χριστώ ζωή, πού είναι υπέρβαση κάθε εθνοφυλετισμού και κάθε ιδιαιτερότητος. Γράφεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη... Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ εν ουρανώ πολιτεύονται».

Αυτό σημαίνει ότι χωρίς να καταργήται η πατρίδα κάθε μέλους τής Εκκλησίας, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία. Η βίωση τών εσχάτων αίρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστιανοί έχουν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν κολλάνε σε αυτήν, αφού αισθάνονται ως ξένοι. Ταυτόχρονα βιώνουν όλη την οικουμένη ως πατρίδα.

Στην εποχή μας καλλιεργείται έντονα ο φυλετισμός μέσα στην Εκκλησία και αυτό φαίνεται με τις λεγόμενες «Εθνικές Εκκλησίες» στον Δυτικό κόσμο και τις πολλές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες σε έναν γεωγραφικό τόπο, που είναι όντως η μεγαλύτερη εκκλησιολογική πρόκληση τών ημερών μας. Το πρόβλημα αυτό είναι πολύπλοκο και φαίνεται ως διάσπαση τής εκκλησιαστικής ενότητος, όταν μάλιστα εισέρχεται και η πολιτική σκοπιμότητα τών Κρατών.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθεί μέσα στην σύγχρονη αυτήν εθνοφυλετική νοοτροπία να διατηρήση την υπερεθνοφυλετική προοπτική, να διατηρή την Εκκλησία από την παρασυναγωγή και το σχίσμα τού φυλετισμού, που είναι η σύγχρονη πληγή στο εκκλησιαστικό πολίτευμα.

Όπως είδαμε προηγουμένως, κατά την Σύνοδο τού 1872 στην Κωνσταντινούπολη ο φυλετισμός είναι σχίσμα από πλευράς ορθοδόξου εκκλησιολογίας και όλοι πρέπει να εργασθούμε για την ενότητα τής Εκκλησίας ανεξάρτητα από φυλές, γλώσσες και εθνοφυλετισμούς. Ο άγιος Σωφρόνιος ο αθωνίτης, γράφει για το θέμα αυτό:

«Μού λένε οι άνθρωποι: "Είναι αδύνατον να υπερνικήσει κάποιος μέσα του τον εθνικισμό". Αλλά τότε, σκέφτομαι, "είναι αδύνατη η σωτηρία!". Αν είμαι εθνικιστής και χριστιανός κατά την πίστη, τότε εγκλωβίζω τον Χριστό στην έννοια τού εθνικισμού. Αντιλαμβάνεστε γιατί μού είναι αδύνατον να αποδεχθώ αυτή την κρίση και γιατί η μεγαλύτερη παρηγοριά μου είναι ότι, μολονότι είμαστε μια μικρή ομάδα, προερχόμαστε από έντεκα εθνικότητες! Στην προσευχή τού Σιλουανού, που καλεί συνεχώς να προσευχόμαστε για όλη την ανθρωπότητα, από την αρχή ως το τέλος της ασφαλώς δεν υπάρχει εθνικισμός. Όλες αυτές οι εθνικές διαιρέσεις ήταν αποτέλεσμα τής πτώσεως. Πουθενά δεν βλέπουμε ως χριστιανικό κήρυγμα το μίσος. Συνεπώς, δεν γίνεται λόγος στη χριστιανική πίστη για την απόρριψη τών άλλων εθνικοτήτων, αλλά για την υπέρβαση αυτού τού περιορισμού με την ανύψωση στο επίπεδο τής προσευχής στη Γεθσημανή».

Πρέπει να εργαζόμαστε συνεχώς για να μη ταυτίζουμε τον Χριστό και την Εκκλησία με τις πολιτικές τών Κρατών, αλλά να υπερβαίνουμε την διαίρεση τού κόσμου και να ζούμε την εν Χριστώ ενότητα. Στο Κοντάκιο τής Πεντηκοστής γράφεται: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος∙ ότε τού πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε, και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα».

Τελικά, αυτά που ψάλλουμε την ημέρα τής Πεντηκοστής στην Εκκλησία πρέπει να αγωνιζόμαστε να τα κάνουμε εκκλησιαστική πράξη, και όχι άλλα να ψάλλουμε και άλλα να πράττουμε στην ζωή μας, και μάλιστα χωρίς μετάνοια.

Δημιουργία αρχείου: 9-3-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-3-2022.

ΕΠΑΝΩ