Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά κείμενα, Δόγματα και Γένεση

Ο Δημιουργός τού χώρου και τού χρόνου * Καλός και κακός θεός * Η αρχή τής κτίσης * Η πανταχού παρουσία * Η σχέση του Θεού με τη δημιουργία του κόσμου * Άνθρωπος και κόσμος στη θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού

Η επίδραση τού μανιχαϊσμού στη χριστιανική ανθρωπολογία

κατά τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό

Dragan G. Karan*

 

Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" 92. Τεύχος 2, 2020, σελ. 65-90.

Αναδημοσίευση από: http://www.ecclesia.gr

 

Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει σήμερα η οργανωμένη μανιχαϊκή κοινότητα ώστε να μπορούμε να ομιλούμε περί τής ύπαρξης τού μανιχαϊσμού. Ο μανιχαϊσμός υπάρχει και λειτουργεί στο πλαίσιο τού χριστιανισμού με τη μορφή διχοτόμησης τού ανθρώπου στα καλά και τα βέβηλα μέρη του.

 

Οι μανιχαϊκές αντιλήψεις εντός τού χριστιανισμού αλλοιώνουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα τής χριστιανικής ζωής και συνεπώς λειτουργούν ως αντίποδας τής θείας αποκάλυψης και τής πίστεως τής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια τής ιστορίας συναντούμε πολλές αιρέσεις που έχουν στο υπόβαθρό τους τη μανιχαϊκή δομή, όπως ήταν ο αρειανισμός ή ο μονοφυσιτισμός. Η άρνηση τής παρουσίας τού σώματος στον Χριστό και η αλλοίωσή του από την παρουσία τής θεότητας είναι μια μορφή τής μανιχαϊκής υποβάθμισης τής ύλης και συνεπώς τού σώματος. Ο αρειανισμός δεν μπορεί να αποδεχθεί τη σχέση τού Θεού με την ύλη μέσα στη δημιουργία τού κόσμου και στην ενανθρώπηση τού Χριστού. Μέσα στην ιστορία τής Εκκλησίας πολλές φορές ορισμένοι άνθρωποι εν ονόματι τής πνευματικότητας υποβαθμίζουν και περιφρονούν το ανθρώπινο σώμα με τις λειτουργίες του ως κάτι υποδεέστερο.

Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παρατηρεί μέσα στο πλαίσιο τής χριστιανικής διδασκαλίας που αφορά τον λαό τα στοιχεία τού μανιχαϊσμού, τα οποία πολεμεί σφοδρά. Ο μανιχαϊσμός κατά την εποχή τού Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού δεν υπήρχε ως θρησκευτική κοινότητα, αλλά εκείνη την εποχή αρχίζει να διαμορφώνεται η αίρεση τών Βογομίλων, τους οποίους οι βυζαντινοί θεωρούσαν ως μία εξέλιξη τού μανιχαϊσμού1 . Ο τρόπος τής θεολογικής δομής τής σκέψεως τού αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού αποτελεί θαυμάσιο παράδειγμα για τον καλύτερο εντοπισμό μανιχαϊκών στοιχείων στο πλαίσιο τής χριστιανικής πνευματικότητος σήμερα2.

Η μανιχαϊκή κατανόηση τής συστάσεως τού ανθρώπου, από τις ουσίες τών αιωνίων αρχών καλού πνεύματος και κακού, τής ύλης3  δηλαδή, αποτελεί ταυτοχρόνως κίνδυνο και πρόκληση για την ορθόδοξη θεολογία.

Ο μανιχαϊσμός κατά τον Loath στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ήταν μια ενδιάμεση μορφή τής διδασκαλίας μεταξύ τής χριστιανικής πίστεως και τής ελληνικής φιλοσοφίας4 . Η χρήση τής διαλεκτικής μεθόδου στην αναζήτηση τής αλήθειας από την πλευρά τών Μανιχαίων ήταν πρόκληση και πειρασμός για πολλούς χριστιανούς να αποδεχθούν τον μανιχαϊσμό ως πίστη και να απομακρυνθούν από τα όρια τής εκκλησιαστικής πίστεως5 , όπως δείχνει το παράδειγμα τού ιερού Αυγουστίνου6. Ο ιερός Αυγουστίνος ως νέος είχε προσκολληθεί στην ομάδα τών Μανιχαίων όπου παρέμεινε για εννέα ολόκληρα χρόνια και μετά επέστεψε πίσω στην Εκκλησία. Ο Grillmaeier παρατηρεί ότι ο πάπας Λέων θεωρούσε την παρουσία τών Μανιχαίων ως μεγάλο κίνδυνο για τη χριστιανική πίστη7 .

 Παρ’ ό,τι δεν υπάρχουν στην εποχή τού ιερού Δαμασκηνού οργανωμένες μανιχαϊκές κοινότητες, είναι έντονα αισθητή η παρουσία τού μανιχαϊκού πνεύματος στον τρόπο τής χριστιανικής σκέψεως. Κατά την εποχή τού αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού η εικονομαχική έριδα ήταν μία μορφή επιβεβαίωσης τού έντονης παρουσίας μανιχαϊκού πνεύματος στο πλαίσιο τής χριστιανικής πίστεως.

Η μανιχαϊκή κακοδοξία περί τής συνυπάρξεως τής ύλης με τον Θεό8 αναγκάζει τον ιερό πατέρα να παρουσιάσει ορθοδόξως την πίστη τής Εκκλησίας περί τής υπό τού Θεού δημιουργίας τού κόσμου. Η επιμονή τού ιερού Δαμασκηνού στην κοσμολογία καθ’ όλη την έκταση τού έργου του δικαιολογείται επειδή η σωστή παρουσίαση τής κοσμολογίας καθιστά δυνατή την ανάπτυξη τών υπόλοιπων θεολογικών θεμάτων. Η διδασκαλία περί τής δημιουργίας τού κόσμου δεν είναι για τον Δαμασκηνό ένας φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά ένας υπαρξιακός προβληματισμός. Οι δογματικές αλήθειες περί τής δημιουργίας κρύβουν ένα βαθύ υπαρξιακό νόημα, έτσι ώστε να έχουν άμεσες συνέπειες για τη ζωή μας9. Η σωστή προσέγγιση τής κοσμολογίας είναι τεράστιας σημασίας για την ερμηνεία τής παρουσίας τού κακού στον κόσμο. Εξ αυτού και ο στόχος τού εν λόγω συγγράμματος είναι να δείξει την ορθόδοξη πίστη, έτσι ώστε να ανατρέψει ριζικά τις βάσεις τής διαρχίας τού Μανιχαϊσμού. Ο δεύτερος στόχος είναι να αποδείξει ότι η ύλη ως δημιούργημα τού Θεού δεν είναι κακή. Τουναντίον, ο Δαμασκηνός αποδέχεται και εκφράζει τη βιβλική αλήθεια ότι η κτίση είναι λίαν καλή10. Επ’ αυτού ο Δαμασκηνός ευθέως λέγει: «πάντα δε τα όντα υπ’ αυτού εκ τού μη όντος εις το είναι παρήχθη και πάντα καλά και λίαν καλά»11.

Ο θεμέλιος λίθος τής διδασκαλίας τού ιερού Δαμασκηνού περί τής δημιουργίας τού κόσμου βρίσκεται στη διάκριση τού Δημιουργού και τού δημιουργήματος. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός, ενώ ο κόσμος είναι το δημιούργημά Του. Με τον τρόπο αυτόν ο άγιος πατέρας κατ’ αρχάς ριζικά τονίζει την οντολογική διαφορά Δημιουργού και δημιουργήματος.

Υπάρχει μία απόλυτη οντολογική αντίθεση ανάμεσα στον Θεό και τη δημιουργία· δηλαδή μεταξύ τού Δημιουργού και τής δημιουργίας Του δεν υπάρχει απολύτως καμμία σχέση τής φύσεως. «Έστιν ουν η μεν θεία φύσις αγένητος ήτοι άκτιστος, πάντα δε τα μετά την Θείαν φύσιν γενητά ήτοι κτιστά»12. Η κτίση λαμβάνει την ύπαρξή της υπό τού Θεού· επ' αυτού ο Δαμασκηνός ομολογεί «ημείς γαρ ένα Θεόν φαμεν αγαθόν, δίκαιον, πάντων δημιουργόν, πάντων κρατούντα, παντοδύναμον, όσα θέλει δυνάμενον, και υπ’ αυτού εκτίσθαι τα πάντα, τα τε ορατά και τα αόρατα»13. Εκ τούτου γίνεται φανερό ότι ο Θεός είναι ο μόνος αίτιος και δημιουργός τών πάντων. Όλα όσα υπάρχουν είναι αποτέλεσμα τής δημιουργικής δράσεως τού Θεού· ο Θεός δηλαδή υπήρχε χωρίς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη τού κόσμου, ενώ η ύπαρξη τού κόσμου εξαρτάται άμεσα από τον Θεό. Η ύπαρξη τού κόσμου οφείλεται μόνο στον Θεό, η μόνη αιτία τού κόσμου είναι ο Θεός14. Ο άγιος Ιωάννης υπογραμμίζει «πάντα δε τα όντα υπ’ αυτού»15 έγιναν. Ο Θεός είναι η δημιουργική αρχή είτε τού αισθητού είτε τού νοητού κόσμου.

Βλέπουμε δηλαδή μια σαφή προβολή ότι ο κόσμος έχει μόνον μία απόλυτη αρχή. Στα Διαλεκτικά αναφέρεται άμεσα στη σχέση τής αιτίας μεταξύ τού δημιουργήματος και τής δημιουργικής αρχής – τού Θεού: «ο μεν γαρ δημιουργός εν εαυτώ έχει την αιτίαν τής δημιουργίας, το δε δημιουργούμενον εν μεν τω δημιουργώ την αρχήν τής δημιουργίας»16.

Την αφετηρία αυτής τής θεολογίας δίδει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο κτίση με νέο περιεχόμενο, «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα εν τοις ουρανοίς και επί τής γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι· τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται»17. Όσον αφορά το θέμα τής ελευθερίας τών πατέρων τής Εκκλησίας από την άμεση επίδραση τής ελληνικής φιλοσοφίας στην οικοδόμηση τού θεολογικού λόγου έκανε μια αναφορά ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Ο βασικός χαρακτήρας τής πατερικής θεολογίας και η διάκρισή της από την ελληνική φιλοσοφία, κατά τον μητροπολίτη Περγάμου, είναι «η μέριμνα για τη διατήρηση τής διαλεκτικής σχέσεως μεταξύ τού κτιστού και ακτίστου».18 Οι μανιχαϊκές αντιλήψεις περί τού ανθρώπου συγκρούονται με τις βάσεις τής χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος δεν είναι το τραγικό αποτέλεσμα μιας ενδοκόσμιας μάχης τών αρχών19, ούτε είναι ένα τυχαίο ον, αλλά έργο τού Θεού. Η μανιχαϊκή διδασκαλία περί τού ανθρώπου αναιρεί τη δυνατότητα τής ελευθερίας τού ανθρώπου, ένα από τα ύψιστα δώρα τού Θεού. Η φύση τού ανθρώπου διαιρείται στο κακό σώμα και την καλή ψυχή, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να χάνει το κάλλος του ως δημιούργημα τού Θεού. Το αποκορύφωμα τής παρεκτροπής τού Μανιχαϊσμού είναι η αναίρεση τής ζωής· η ζωή χάνει το νόημά της και τη θέση της παίρνει ο θάνατος. Σε αυτά και πολλά άλλα, τα οποία θα δούμε εν συνεχεία, καλείται να δώσει απάντηση ο ιερός πατέρας παρουσιάζοντας την ορθόδοξη ανθρωπολογία.

 

Ο Μανιχαϊσμός στη χριστιανική ανθρωπολογία

Βασική αρχή τής ανθρωπολογίας τού ιερού Δαμασκηνού είναι ότι και ο άνθρωπος είναι δημιούργημα τού Θεού. Ο άνθρωπος εντάσσεται στο πλαίσιο τής υπόλοιπης δημιουργίας τού Θεού και έχει την κορυφαία θέση μέσα στη δημιουργία. Όπως και όλη η κτίση, έτσι και ο άνθρωπος λαμβάνει το είναι, την ύπαρξή του από τον Θεό: «ουδείς γαρ εστιν ο συγκρατών και συνέχων τα όντα εν τω είναι ει μη ο Θεός· το γαρ είναι αγαθόν εστι και δώρον Θεού»20. Η ανθρωπολογία τής ορθόδοξης θεολογίας, την οποία ακολουθεί και ο Δαμασκηνός, ομιλεί περί τής άμεσης σχέσεως τού ανθρώπου και τού Θεού21. Η φύση και το είναι τού ανθρώπου είναι δώρα τού Θεού, τα οποία λαμβάνει ο άνθρωπος και δεν τα κατέχει από μόνος του. Παρ’ ό,τι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα, η οντολογική του βάση είναι το «μηδέν», όπως και τής υπόλοιπης κτίσεως22, και όχι προϋπάρχουσα ύλη. Η δημιουργία τού ανθρώπου είναι έκφραση τού θελήματος τού Τριαδικού Θεού. Στο κείμενο τού έργου ο συγγραφέας δεν κάνει μία ειδική περιγραφή τής δημιουργίας ούτε γίνεται λόγος για το πώς έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο· αντιθέτως ο συγγραφέας δίδει μία βαθύτερη ερμηνεία τής υπάρξεως τού ανθρώπου.

Και στο έργο Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως αναφέρει σχετικά: «Εποίησεν ουν ο Θεός τον άνθρωπον άκακον, ευθή, ενάρετον, άλυπον, αμέριμνον, πάση αρετή κατηγλαϊσμένον, πάσιν αγαθοίς κομώντα»23. Υπάρχει επομένως μία συνέχεια τής βιβλικής θεολογίας24, προσαρμοσμένη στην προβληματική τού διαλόγου.

Ο άνθρωπος είναι το τελευταίο δημιούργημα τού Θεού25 και εν αυτώ συνδέονται η ορατή και αόρατη κτίση. Ο Θεός θέλησε να ενώσει όλη την κτίση σε ένα, και αυτό πραγματοποιείται με τη δημιουργία τού ανθρώπου26. Η ένωση τής κτίσεως καθίσταται στην παρουσία τού ανθρώπου, καθ’ όσον ο άνθρωπος μετέχει τής ορατής και αοράτου φύσεως. Ο ιερός πατέρας με βιβλικό τρόπο περιγράφει τη δημιουργία τού ανθρώπου από άυλη ψυχή και υλικό σώμα: «επεί δε ταύτα ούτως είχεν, εξ ορατής τε και αοράτου φύσεως δημιουργεί τον άνθρωπον οικείαις χερσί κατ’ εικόνα τε και ομοίωσιν, εκ γης μεν το σώμα διαπλάσας, ψυχήν δε λογικήν και νοεράν δια τού οικείου εμφυσήματος δους αυτώ»27. Ο άνθρωπος κατέχοντας και τις δύο φύσεις μπορεί να περιλάβει μέσα του κάθε μορφή τής ζωής28. Μέσω τού ανθρώπου ο Θεός δίνει σε όλα τα στοιχεία τής ύλης και σε όλες τις ζωτικές λειτουργίες τής άλογης φύσεως τη δυνατότητα να μετέχουν μιας πνευματικής πορείας. Εξ αιτίας τής ένωσης τού αισθητού και τού νοητού, ο άνθρωπος θεωρείται ως ένας μικρός κόσμος· επ’ αυτού ο ιερός πατήρ υπογραμμίζει: «ο άνθρωπος τοίνυν μικρός κόσμος εστίν. Έχει γαρ ψυχήν και σώμα και μέσος έστηκε νου και ύλης· σύνδεσμος γαρ εστιν ορατής και αοράτου ήτοι αισθητής και νοητής κτίσεως»29.

Η θεώρηση τού ανθρώπου ως συνδέσμου τής κτίσεως εξ αιτίας τής σύνθετης οντότητας είναι βαθιά χαραγμένη στην πατερική θεολογία. Ο Μέγας Βασίλειος άλλωστε αναφέρει: «επειδή σύνθετος ο άνθρωπος εκ τε τού γηίνου πλάσματος και εκ τής ενοικούσης ψυχής τω σώματι, γη μεν λέγεται το εκ τής γης πεπλασμένον, κατοικών δε την οικουμένην, η την εν σώματι διαγωγήν λαχούσα ψυχή»30. Η υπόσταση τού ανθρώπου γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ τής νοητής και τής αισθητής δημιουργίας. Ο Γρηγόριος Νύσσης, μιλώντας περί τής ένωσης τής κτίσεως στην υπόσταση τού ανθρώπου, αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι «μέσος» ή «μεθόριος», ο οποίος ενώνει και εναρμονίζει τις αντίθετες φύσεις31. Είναι σαφές ότι ο ιερός Δαμασκηνός εντελώς αντίθετα κατανοεί τον σύνδεσμο τής ψυχής και τού σώματος από τους Μανιχαίους, διότι αυτός ο σύνδεσμος δεν είναι αποτέλεσμα κακής τύχης, αλλά αποκορύφωμα τής δημιουργίας τού Θεού.

Η σύγκραση τού σώματος και τής ψυχής είναι έργο μόνον τού Θεού και ως εκ τούτου μόνον ο Θεός έχει την εξουσία να χωρίζει την ψυχή από το σώμα32. Κατά τον ιερό πατέρα η πλάση τού σώματος και τής ψυχής ήταν ταυτόχρονη. Έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος περί τής προϋπάρξεως ούτε τού σώματος αλλά ούτε και τής ψυχής33. Αναιρείται κάθε δυνατή περίπτωση τής μανιχαϊκής διαρχίας όπου υπάρχει ξεχωριστά το σώμα από την ψυχή σε οποιαδήποτε μορφή34. Παρ’ όλη τη διαφορετικότητα μεταξύ σώματος και τής ψυχής, ουδείς λόγος γίνεται περί τής οντολογικής προαιώνιας διάστασης αυτών όπως κάνουν λόγο οι Μανιχαίοι: «και ούτε η ψυχή εξ ανάρχου ουσίας τρεπτή γαρ ούτε το σώμα· και αυτό γαρ τρεπτόν και φθαρτόν»35. Η υπόσταση τού ανθρώπου είναι μία οντότητα, η οποία έχει δύο φύσεις: την άφθαρτη ψυχή και το φθαρτό σώμα36· είναι οι δύο διαφορετικές φύσεις τής ίδιας υποστάσεως37. Η ψυχή, παρ’ ότι είναι ασώματος ουσία, «εν σώματι πολιτεύεται»38, αλλά όμως δεν ταυτίζεται με το σώμα39. Είναι σαφής η φυσική διάσταση, η οποία υπάρχει μεταξύ τού σώματος και τής ψυχής40, την οποία και οι Μανιχαίοι αναφέρουν.

Αυτό το χάσμα μεταξύ τού σώματος και τής ψυχής δεν είναι δυνατόν να γεφυρωθεί με κανέναν τρόπο, μόνο με τη δημιουργική ενέργεια τού Θεού.

Οι δύο αντίθετες φύσεις δεν μπορούν από μόνες τους να ενώνονται σε μία κοινή ύπαρξη: «ουκ αν γαρ τα εναντία τοις εναντίοις ωμίλει φιλικώς συναπτόμενα εις έν ύφος και μίαν υπόστασιν, ει μη η τού δημιουργού δύναμις εις έν αυτά συνεβίβασεν»41. Ο Θεός είναι η αρχή τής ενώσεως τού ανθρώπου, η οποία χαρακτηρίζεται ως «καθ’ υπόστασιν»42 ένωση, όπου δηλαδή υπάρχει συμπαρουσία τού σώματος και τής ψυχής43 χάριν τής δημιουργικής ενέργειας τού Θεού, η οποία παρέχει τη συγκεκριμένη ανθρώπινη υπόσταση44. Μόνον η σύσταση τής ψυχής και τού σώματος ως μία ενότητα ονομάζεται άνθρωπος και ούτε η ψυχή ούτε το σώμα καθ’ εαυτό μπορεί να ονομασθεί άνθρωπος παρά μόνον η ενωμένη οντότητά τους45. Ο Δαμασκηνός προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι αναγκαίο η κάθε φύση να έχει τη δική της υπόσταση· η φύση δεν ταυτίζεται άμεσα με την υπόσταση46, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση τού ανθρώπου47.

Η ύπαρξη τού ανθρώπου διαπιστώνεται μόνο μέσα σε αυτήν την ενότητα τού σώματος και τής ψυχής. Το προαναφερθέν κείμενο από το έργο Περί ιδιωμάτων τονίζει την προτεραιότητα τού ανθρώπου: «ο άνθρωπος τοίνυν μικρός κόσμος εστίν. Έχει γαρ ψυχήν και σώμα και μέσος έστηκε νου και ύλης»48. Δεν ταυτίζεται η ψυχή με τον άνθρωπο, ούτε το σώμα εκπροσωπεί τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος είναι κάτοχος τής ψυχής και τού σώματος.

Η βιβλική θεολογία τού εικοστού αιώνα προσπάθησε με έντονο τρόπο να αποδείξει ότι η έννοια τής ψυχής δεν έχει βιβλικό χαρακτήρα και ότι η χρήση της στη θεολογία τής Εκκλησίας είναι μία επίδραση τού πλατωνικού πνεύματος. Ο Werner Jaeger βλέπει τη συσχέτιση τής ψυχής με την αθανασία ως άμεση επίδραση τού Πλάτωνα στη χριστιανική διδασκαλία49. Ο ιατρός Jeffrey Boyd στη μελέτη του Ones Self-Concept and Biblical Theology επικέντρωσε τα ονόματα τών σημαντικώτερων προτεσταντικών θεολόγων όπως τους O. Collmann, R. Niedurh, K. Standahl, O. W. Heich, οι οποίοι υπεστήριξαν την άποψη ότι ο δυϊσμός τού ανθρώπου στα δύο ανεξάρτητα μέρη τού σώματος και τής ψυχής δεν έχει βιβλικό χαρακτήρα και ως τέτοιος πρέπει να εξαλειφθεί από τη χριστιανική πίστη50. Η προσπάθεια τών προτεσταντικών βιβλικών θεολόγων να αποδείξουν ότι η ψυχή είναι κάτι ξένο για τη Βίβλο και ότι αποτελεί γέννημα τού ελληνικού φιλοσοφικού και θρησκευτικού στοχασμού –και ειδικά τού Πλάτωνος– και ότι συνεπώς είναι ξένη προς τη χριστιανική πίστη δεν πρέπει να συνδέεται με τη θεολογία τού ιερού Δαμασκηνού.

Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός πιστά ακολουθεί την πίστη τής Εκκλησίας για την ύπαρξη τής ψυχής και προσπαθεί να τη διαφυλάξει από τις επιδράσεις τού πλατωνισμού και εν συνεχεία τού μανιχαϊσμού.

Η Εκκλησία κατά τη διάρκεια τών προηγούμενων αιώνων διετύπωσε την πίστη στις ομολογίες τής πίστεως στις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων. Οι πατέρες τής Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στο γνωστό τους κείμενο Όρος τής πίστεως τής εν Χαλκηδόνι τετάρτης Συνόδου, διατυπώνοντας την πίστη περί τής ενανθρωπήσεως τού Θεού Λόγου και τής ανθρωπίνης φύσεώς Του, τονίζουν: «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες διδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας»51.

Η Ε΄ Οικουμενική Συνόδος ακολουθεί την ίδια πίστη και στο κείμενο «Οι 14 αναθεματισμοί κατά τών “τριών κεφαλαίων”» διατυπώνει με παρόμοιο τρόπο την πίστη περί τής ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού και τού τρόπου τής ένωσης τού Θεού Λόγου με την ανθρώπινη φύση, η οποία περιγράφεται ως εξής: «την ένωσιν τού Θεού Λόγου προς σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική και νοερά»52. Ο ιερός πατέρας πιστά ακολουθεί την πίστη τών Οικουμενικών Συνόδων και στο σημείο που περιγράφει την ενσάρκωση τού Θεού Λόγου τονίζει: «Σεσάρκωται τοίνυν εξ αυτής προσλαβόμενος την απαρχήν τού ημετέρου φυράματος, σάρκα εψυχωμένην ψυχή λογική τε και νοερά»53. Ο ιερός Δαμασκηνός δεν έχει την αμφιβολία για την ύπαρξη τής ψυχής ως στοιχείου τής ανθρώπινης φύσης όπως και πολλοί προγενέστεροι Πατέρες τής Εκκλησίας, αλλά προσπαθεί να διαφυλάξει τη διατύπωση τής διδασκαλίας του περί τής ψυχής από πλατωνική και συνεπώς μανιχαϊκή επίδραση. Η ψυχή δεν είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη οντότητα, που έχει το πλήρωμα τής ζωής και χωρίς το σώμα. Η διατύπωση ότι η ψυχή «εν σώματι πολιτεύεται»54 αποδεικνύει την εξάρτησή της από το σώμα. Η ζωή και η λειτουργία τής ζωής βασίζεται στην ενότητα τού σώματος και τής ψυχής. Αυτήν την ενότητα αναλαμβάνει και ο Θεός Λόγος στην ενανθρώπηση και η σωτηρία εν Χριστώ βασίζεται στην επανάκτηση τής ψυχοσωματικής ενότητας στην κοινή ανάσταση και διαφύλαξή της δια τής δωρεάς τής αφθαρσίας. Μερικούς αιώνες αργότερα ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ομιλώντας για τον άνθρωπο, τονίζει ακριβώς τη χριστιανική αντίληψη τής ενότητας τού σώματος και τής ψυχής λέγοντας: «ισχυρισαίμην γαρ εκ τής γραφής ανθρώπου φυσιολογίας ορμώμενον μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ’ εικόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»55. Η διαφορά τού χριστιανισμού από τον πλατωνισμό είναι στο γεγονός ότι η αθανασία είναι δωρεά τού Θεού στον άνθρωπο και όχι φυσικό ιδίωμα τής ψυχής ως κτιστής υπάρξεως56.

Η υποστατική ένωση τών δύο διαφορετικών στοιχείων δίδει τη δυνατότητα στον ιερό πατέρα να ομιλεί περί μιας φύσεως τού ανθρώπου. Ο λόγος περί τής κοινής φύσεως τού ανθρώπου αφορά την υπαρκτική ομοείδεια τών ομοούσιων υποστάσεών μας57. Η μία φύση δεν σημαίνει τη μίξη τής ψυχής και τού σώματος σε μία καινούργια φύση: «μιας δε φύσεως λέγεται ο άνθρωπος, ουχ ότι η ψυχή και το σώμα μιας εστι φύσεως, αλλ’ ότι πάντες οι άνθρωποι ομοίως έκαστος ψυχήν έχει και σώμα και έκαστος δύο φύσεις έχει»58. Ο ιερός πατήρ ταυτίζει την έννοια τής μιας φύσεως με την κοινή φύση, η μία φύση τού ανθρώπου είναι κοινή φύση όλων τών ανθρώπων, δηλαδή τού ανθρωπίνου γένους. Η άρρηκτη ένωση τού σώματος και τής ψυχής χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο ως ένα είδος ξεχωριστό, μοναδικό και μη συγχεόμενο με τα υπόλοιπα ζωντανά όντα59. Επ’ αυτού ο Δαμασκηνός επισημαίνει: «όπερ ουν εφ’ εκάστου τών απάντων θεωρείται, και επί πάντων κοινώς θεωρηθήσεται, οίον, όπερ έκαστος τών ανθρώπων έχει, και πάσα η ανθρωπότης έχει, ως το ζην και το λογίζεσθαι, και όπερ εκάστη ουσία έχει»60. Το είδος τού ανθρώπου, δηλαδή η κοινή φύση του, εμφανίζεται πλήρως σε κάθε υπόσταση· ο κάθε άνθρωπος κατέχει την κοινή φύση: «το δε άτομον ήγουν η υπόστασις ου κατηγορείται τού είδους· μερικωτέρα γαρ εστι τού είδους η υπόστασις. Και Πέτρος τοίνυν άνθρωπός εστι και Παύλος άνθρωπός εστιν, ου πας δε άνθρωπος Πέτρος ή Παύλος· εισί γαρ και άλλαι υποστάσεις υπό το είδος τού ανθρώπου»61. Ο Δαμασκηνός προσπαθεί να διαμορφώσει τη διδασκαλία περί τής σχέσεως τού ανθρωπίνου είδους και τού καθ’ έκαστον μέρους του.

Ο άνθρωπος ως ένα ον, εξ αιτίας τής υποστατικής ενώσεως τού σώματος και τής ψυχής, λειτουργεί ως ψυχοσωματικό ον. Η διαφορά τής συστάσεως τού σώματος και τής ψυχής ορίζει και την εσωτερική τους σχέση. Είναι αδύνατον να ομιλούμε περί τού ανθρώπου και να κάνουμε τη διαίρεση μεταξύ τών δύο μερών αυτού· όμως για λόγους καλύτερης κατανόησης θα αναλύσουμε, όπου είναι δυνατόν, ξεχωριστά τις σωματικές από τις ψυχικές λειτουργίες τού ανθρώπου.

Το σώμα είναι σύνθετο από τα απλά στοιχεία: «και αδύνατον γενέσθαι σώμα ει μη εκ τών απλών στοιχείων, τής γης και τού ύδατος και τού αέρος και τού πυρός»62, και δεν έγιναν, όπως διδάσκουν οι Μανιχαίοι, «εκ δε τής ουσίας τής κακίας»63. Τα τέσσερα βασικά στοιχεία ο Εμπεδοκλής τα ονόμασε «ριζώματα»64, τα οποία υποδηλώνουν τη στενή σχέση τού ανθρωπίνου σώματος με το περιβάλλον του65. Δεν γίνεται άμεση αναφορά στο εν λόγω έργο περί τής σχέσεως τού σώματος με την υπόλοιπη υλική κτίση, αλλά θεωρούμε απαραίτητο να το επισημάνουμε.

Ο άνθρωπος κατέχει και κοινά χαρακτηριστικά με τον φυσικό και άλογο κόσμο: «κατά τε ταύτα και την θρεπτικήν και αυξητικήν και σπερματικήν ήγουν γεννητικήν δύναμιν, τοις δε αλόγοις και εν τούτοις μεν, εξ επιμέτρου δε κατά την όρεξιν ήγουν θυμόν και επιθυμίαν και κατά την αίσθησιν και κατά την καθ’ ορμήν κίνησιν»66. Παρ’ ό,τι το σώμα επλάσθη από τα τέσσερα απλά στοιχεία, η οντολογική του βάση δεν είναι η ουσία τής ύλης αλλά αντίθετα το μη ον: «ουδέ εκ τής ουσίας τής ύλης τα σώματα, αλλ’ εκ τού μη όντος εις το είναι παρήχθησαν»67. Η άμεση συνέπεια τής υπάρξεως τού σώματος από τη σύνθεση είναι η τάση του προς διάλυση. Εφ’ όσον είναι η οντολογική βάση τού σώματος το μη ον, η ύπαρξή του συνδέεται με την τροπή του εκ τού μη όντος εις το είναι και ως εκ τούτου έχει συνεχή ροή τής τροπής. Ο κοινός νόμος τής κτίσεως είναι ότι: «τρεπτόν μεν άπαν κτίσμα κατά φύσιν· ων γαρ η γένεσις από τροπής ήρξατο, ταύτα ανάγκη κατά φύσιν τρεπτά είναι»68.

Ο άνθρωπος, εξ αιτίας αυτής τής τάσεως τού σώματός του προς τη διάλυση, έχει την ανάγκη τής συντηρήσεώς του. Η συγκράτηση και η συντήρηση πραγματοποιούνται διαμέσου τής βρώσεως και πόσεως, και επ’ αυτού επισημαίνεται: «οίον βρώσις και πόσις, όσον προς το ζην και σύστασιν τού σώματος»69. Όλες οι ενέργειες τού σώματος καθ’ εαυτές είναι ακούσιες, και έχουν σκοπό τη συντήρηση και παραγωγή τού σώματος και τής ανθρώπινης ζωής70. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι το σώμα από την ίδια τη φύση του είναι άψυχον και ακίνητον και ως εκ τούτου εξαντλεί την κινητική ζωτική του δύναμη από την ψυχή71.

Το σώμα, από την ίδια τη φύση και τη σύστασή του, είναι καλό και δεν μπορεί να γίνει λόγος περί κακής συστάσεως παρά μόνο περί κακής χρήσεως72. Ο Δαμασκηνός επισημαίνει και ένα συμβεβηκός τού σώματος, με το οποίο διαφοροποιούνται οι υποστάσεις τής κοινής ουσίας. Η σχέση τού σώματος και τού χρώματος είναι η σχέση τής ουσίας και τού συμβεβηκότος. Το σώμα είναι κοινή ουσία όλης τής ανθρωπότητας και παρ’ όλες τις αλλαγές τών χρωμάτων το σώμα παραμένει το ίδιο, δεν αλλάζει73.

Η ψυχή δεν είναι μέρος τού φωτός74 ούτε είναι μέρος τής πανοπλίας τού Θεού75, καθώς διδάσκουν οι Μανιχαίοι76. Η ψυχή είναι δημιούργημα τού Θεού και κατά φύσιν είναι άφθαρτη77. Η άφθαρτη φύση τής ψυχής δεν σημαίνει ότι είναι «η ψυχή εξ ανάρχου ουσίας τρεπτή»78, αλλά είναι η δωρεά τής δημιουργικής χάριτος τού Θεού. Ο Δαμασκηνός με αυτόν τον τρόπο απορρίπτει κάθε μορφή τής προϋπάρξεως τής ψυχής και τη δυνατότητα τής μετεμψυχώσεως, όμως στο έργο του Λόγος κατά Μανιχαίων δεν κάνει καμμία άμεση αναφορά περί αυτού τού θέματος, όπως το κάνει στα άλλα έργα του79. Αυτή η στάση τού ιερού Δαμασκηνού είναι πιστή συνέχεια τής θεολογίας τής Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία κατηγορηματικά αποκλείει κάθε πιθανότητα τής προϋπάρξεως τής ψυχής στον χώρο τού Θεού80.

Περισσότερος λόγος γίνεται περί τών χαρισμάτων τής ψυχής και τών χαρακτηριστικών αυτής, με σκοπό ο ιερός πατέρας να μπορέσει να δώσει περισσότερο εύκολα στη συνέχεια την ερμηνεία τής παρουσίας τού κακού. Ο Θεός, κατά τη δημιουργία τού ανθρώπου, χαρίζει στην ψυχή χαρίσματα, τα οποία καλείται ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει ελεύθερα81.

Αυτά τα χαρίσματα τής ψυχής δεν είναι δυνατόν να διαπιστώνονται χωρίς την παρουσία τού σώματος, διότι το σώμα απεικονίζει όλες τις ενέργειες τής ψυχής82. Είμαστε ως εκ τούτου υποχρεωμένοι, για να κατανοήσουμε καλύτερα τα χαρίσματα και τις λειτουργίες τής ψυχής, να ομιλούμε περί τής κοινής ψυχοσωματικής οντότητας. Η ψυχή κατέχει μέσα της τη ζωτική δύναμη τού Θεού83, από την οποία ζωοποιείται και η ίδια αλλά και το σώμα. Η ψυχή, παρ’ ό,τι έχει έναν τέτοιο σημαντικό ρόλο, δεν διακρίνεται, σύμφωνα με τον ιερό πατέρα, ούτε χρονικά ούτε αξιολογικά από το σώμα.

Όλα τα χαρίσματα τού ανθρώπου, όπως παρουσιάζονται στο έργο: Λόγος κατά Μανιχαίων, ταυτίζονται με τον τριμερή μερισμό, δηλαδή στο λογικόν, επιθυμητικόν και θυμικόν, «οίον η επιθυμία και ο θυμός και η πράξις και ενέργεια και προ τούτων ο λογισμός ου κακά, αλλά καλά, εάν, εφ’ ω ελάβομεν, χρησώμεθα κατά τον νόμον τού δεδωκότος»84.

Ο Δαμασκηνός επ’ αυτού επισημαίνει ότι αυτός ο χωρισμός είναι η φιλοσοφική διδασκαλία τών πλατωνικών85. Οι Μανιχαίοι προσπαθούν να παρουσιάσουν αυτά τα τρία χαρίσματα ως κακά, κάτι το οποίο διαστρεβλώνει τη χριστιανική ανθρωπολογία.

Ο μανιχαϊσμός συνδέει την παρουσία τής επιθυμίας με τη δράση τού κακού, δηλαδή τής ύλης κατά τού φωτός. Όταν οι καρποί τής ύλης είδαν τη λάμψη τού φωτός επεθύμησαν το κάλλος του86. Η παρουσία τής επιθυμίας προέρχεται από την ύλη και συνεπώς αυτή είναι κακή.

Οι Μανιχαίοι στους κύκλους τών εκλεκτών πιστών τους θεωρούσαν την ανθρώπινη επιθυμία ως κάτι ανεπιθύμητο, και καλλιεργούσαν την εγκράτεια από τις σχέσεις με τις γυναίκες.

Το επιθυμητικό μέρος τής ψυχής είναι δωρεά τού ίδιου τού Θεού στον άνθρωπο: «οίον έδωκεν ημίν το επιθυμητικόν, ίνα επιθυμώμεν αυτού τού μόνου αγαθού»87, και έτσι αποτελεί βάση για την κοινωνία αγάπης τού ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος καλείται με το λογικό του να αναζητήσει το όντως Αγαθό, τουτέστιν τον Θεό, και εν συνεχεία το επιθυμητικόν να καρποφορήσει με την αγάπη και τον πόθο προς τον Θεό88.

Η επιθυμία έχει τρία στοιχεία μέσω τών οποίων εκδηλώνεται και τα οποία είναι: έφεσις, φιλία και ένωσις89. Αυτές οι τρεις ενέργειες τής ανθρώπινης επιθυμίας είναι αγαθές, ενώ η παράχρησή τους έχει κακές συνέπειες. Ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας αυτές τις ενέργειες, αποκτά μία κοινωνία με τον Θεό90, και μέσω αυτών οδηγείται σε μία κοινωνία αγάπης με τον συνάνθρωπό του. Η παράδοση τής Εκκλησίας, πάντοτε με σεβασμό, κατανοούσε αυτές τις δυνάμεις επιθυμίας, και δια τής ασκήσεως ο άνθρωπος καλείται να καλλιεργεί και κατευθύνει αυτές τις ενέργειες τής ψυχής του προς τον Θεό.

Ο πόθος δημιουργεί το ερέθισμα στην ψυχή91, το οποίο ονομάζεται ηδονή. Η ηδονή είναι η ευχαρίστηση τής πραγματοποίησης τής επιθυμίας τού ανθρώπου («την όρεξιν έχοντες και επιτυγχάνοντες καν ποσώς ηδώμεθα»)92, και διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα: στην ψυχική και στη σωματική. Οι ψυχικές ηδονές είναι εκείνες, οι οποίες αφορούν μόνο την ψυχή, ενώ οι σωματικές εξαρτώνται και από το σώμα και από την ψυχή.

Ο ιερός πατήρ επισημαίνει αυτόν τον χωρισμό τών ηδονών και λέγει ότι η ηδονή είναι «διττή, ή ψυχική ή σωματική»93.

Η ψυχική ηδονή χωρίζεται στη θεωρητική και μαθητική (η μαθητική ονομάζεται ακόμα και επιστημονική)94, ενώ η θεωρητική ηδονή είναι συνέχεια τής «κατά Θεόν ζώντα»95 ζωής. Μια από τις ψυχικές ηδονές, στην οποία δίνει προσοχή ο ιερός Δαμασκηνός, είναι η αγάπη προς τη δόξα. Ο ιερός πατέρας, ερμηνεύοντας την έννοια τής κενοδοξίας, προσπαθεί να αποδείξει ότι παρ’ ότι η αγάπη προς τη δόξα είναι η βάση τής κενοδοξίας, αυτή καθ’ εαυτήν δεν είναι κακή: «η κενοδοξία, ου δια το αγαπάν την δόξαν κακή, αλλά δια το μη την εκ Θεού δόξαν αγαπάν»96. Η ψυχή τού ανθρώπου έχει ως χάρισμα τού Θεού την έλξη προς τη δόξα97 και ο άνθρωπος καλείται να μετέχει στη δόξα τού Θεού δια τής δοξολογίας τού Θεού: «φυσική δε τάξις το εφίεσθαι τής παρά Θεού δόξης, το δε τής παρ’ αλλήλων δόξης εφίεσθαι παρά φύσιν· Θεώ γαρ μόνω τω φύσει δοξαστώ»98.

Οι σωματικές ηδονές, αντίθετα από τις ψυχικές, είναι ερεθισμός τού σώματος και τής ψυχής. Οι σωματικές ηδονές χωρίζονται στις δύο κατηγορίες, στις κατ’ ανάγκην και στις κατ’ αίσθησιν. Οι ηδονές κατ’ ανάγκην είναι εκείνες οι οποίες αποσκοπούν «προς το ζην και σύστασιν τού σώματος»99 και «αι μεν εισι φυσικαί άμα και αναγκαίαι, ων χωρίς ζην αδύνατον»100. Κατά τον ιερό πατέρα οι ηδονές κατ’ ανάγκην είναι: «βρώσις και πόσις»101, «άνεσις σώματος, ύπνος, συνουσία γυναικών»102 και «αι τροφαί τής ενδείας αναπληρωτικαί και τα ενδύματα αναγκαία»103.

Η μετάδοση τών σωματικών ηδονών από το σώμα στην ψυχή γίνεται μέσω τών σωματικών οργάνων τής αισθήσεως, τα οποία επιδρούν στην ψυχή, και γι’ αυτό λέγονται και ηδονές «κατ’ αίσθησιν»104.

Όλες οι ηδονές τού ανθρώπου ως ψυχοσωματικής οντότητας είναι ερεθίσματα τού επιθυμητικού μέρους τής ψυχής και είναι καλές και εκ Θεού. Η κακή πλευρά τών ηδονών εμφανίζεται με την παραβίαση τής τάξεως τού Θεού· η φυσική λειτουργία τών ηδονών κατά την τάξη τού Θεού δίδει το νόημα στη λειτουργία και στην ύπαρξή τους.

Στο κείμενο τού έργου δεν έχουμε πολλές αναφορές περί τών υπολοίπων μερών τού επιθυμητικού, δηλαδή περί τής λύπης και τού φόβου. Η λύπη είναι χαρακτηριστικό τού ανθρώπου και σε καμμία περίπτωση δεν μπορούμε να την αποδίδουμε στον Θεό, όπως το κάνουν οι Μανιχαίοι στη διδασκαλία τους105. Η λύπη είναι τόσο ψυχική όσο και ψυχοσωματική λειτουργία τού ανθρώπου. Η ψυχική της εκδήλωση φανερώνεται στη βίαιη δράση πάνω στην ανθρώπινη θέληση. Όταν κάποιος από τη βία οδηγείται σε οποιαδήποτε δράση και κίνηση, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προκληθεί η ψυχική λύπη. Το καλύτερο παράδειγμα τέτοιας λύπης είναι η λύπη η οποία εμφανίζεται μετά από την ακούσια αμαρτία. Ο Δαμασκηνός θεωρεί ότι είναι αδύνατον να παρουσιασθεί η ψυχική λύπη στις κινήσεις και δράσεις που ο άνθρωπος εκουσίως αποφασίζει106. Η ψυχοσωματική λύπη είναι αποτέλεσμα τής επίδρασης τών αισθημάτων πάνω στην ψυχή. Η κατ’ αίσθησιν λύπη είναι αποτέλεσμα τών επίπονων δράσεων τού ανθρώπου και δεν είναι απαραίτητο να είναι η αιτία της κακή. Ο ιερός πατήρ επ’ αυτού φέρνει το παράδειγμα τής παιδείας, η οποία είναι μία επίπονη πορεία, αλλά είναι καλή και αγαθή107.

Το δεύτερο μέρος τής άλογης ψυχής τού ανθρώπου είναι το θυμικόν. Ο θυμός καθ’ εαυτόν δεν είναι κακό, αλλά είναι αντιθέτως καλό στοιχείο τής ανθρώπινης ψυχής108. Στο έργο Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως ο ιερός Δαμασκηνός κάνει λεπτομερή περιγραφή τού θυμού, τι είναι, και με ποιές οργανικές λειτουργίες συνδέεται109. Ο θυμός μπορεί να εκδηλωθεί σε δύο μορφές: πρώτον κατά «τού οικείου λογισμού»110, και δεύτερον κατά τών άλλων ανθρώπων111. Ο θυμός και στις δύο περιπτώσεις είναι καλός, εάν ο οικείος λογισμός μάς χωρίζει από τον Θεό, όπως και οι άνθρωποι, εάν ενεργούν με τον ίδιο σκοπό. Το παράδειγμα το οποίο αναφέρει ο ιερός Δαμασκηνός είναι θυμός τών μαρτύρων κατά τών τυράννων τους112. Η διδασκαλία του περί τού θυμού, όπως διατυπώθηκε στο έργο, μάς δείχνει ότι ο συγγραφέας του ακολούθησε κατά βήμα τον Νεμέσιο τής Εμέσης113, όπως προαναφέραμε, και στη διδασκαλία περί τών ηδονών.

Το τρίτο μέρος τής ανθρώπινης ψυχής είναι το λογιστικό μέρος και αυτό αποτελεί δωρεά τού Θεού. Το λογιστικό τού ανθρώπου κάνει τον άνθρωπο διαφορετικό από τα υπόλοιπα ζώα τού κόσμου. Μέσω τού λογικού μέρους τής ψυχής παρέχεται η δυνατότητα στον άνθρωπο να είναι κυρίαρχος τού εαυτού του και «κάνει πραγματικά τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος»114. Το λογιστικό στο έργο αυτό ταυτίζεται με το λογικό, ενώ στα άλλα έργα βλέπουμε ότι το ονομάζει ακόμη και διανοητικό115 και διαλογιστικό116. Ο ιερός πατήρ με αυτούς τους δύο όρους θέλει να δηλώσει τη διαίρεση τού λογικού τής ψυχής117. Ο ενδιάθετος λόγος ταυτίζεται με τον νου, ενώ ο προφορικός λόγος με τη φρόνηση118. Ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο τον νου ως θεωρητική δύναμη, με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί πώς έχουν τα όντα, ενώ η φρόνηση ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελεσθούν οι πράξεις από τον άνθρωπο119. Η ορολογία που χρησιμοποιείται από τον ιερό πατέρα, ως και η δομή τής σκέψης του, εξαρτάται άμεσα από τον Νεμέσιο120.

Βλέπουμε σε πολλά σημεία τού έργου Λόγος κατά Μανιχαίων ότι στενά συνδέεται το λογικό με το αυτεξούσιο. Το λογικό ως κύριο γνώρισμά του έχει το αυτεξούσιο: «παν γαρ λογικόν αυτεξούσιον»121.

Ο όρος αυτεξούσιον είναι σαφές ότι χρησιμοποιείται για να εκφρασθεί η θέληση τού ανθρώπου122. Ο Δαμασκηνός είναι πλήρως εξαρτημένος από τον Νεμέσιο στη χρήση τού όρου αυτεξούσιον, ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι και ο ίδιος ο Νεμέσιος στηρίζεται στον στωικό φιλόσοφο Ποσειδώνιο123. Στο έργο ο ιερός πατήρ περισσότερο χρησιμοποιεί τον όρο αυτεξούσιος από τον όρο θέλησις και βούλησις, διότι περιέχει περισσότερο την έννοια τής ελεύθερης επιλογής έναντι τών αναγκών τής αισθητής και τής άλογης φύσεως. Το αυτεξούσιο ως κύριο χαρακτηριστικό τής λογικής φύσεως έχει τη δύναμη τής εξουσίας πάνω σε ορμές τής λογικής φύσεως. Ο Δαμασκηνός επισημαίνει ότι το αυτεξούσιο είναι χαρακτηριστικό τής θέλησης λέγοντας: «και πάλιν θέλησίς εστι φυσική, λογική και αυτεξούσιος ορεκτική τού νου κίνησις»124. Η λογικότητα και το αυτεξούσιο είναι χαρακτηριστικά τής ανθρώπινης θελήσεως, με τα οποία η θέληση, η ορεκτική κίνηση τού νου, λειτουργεί προς τα έξω. Η φυσική θέληση από μόνη της έχει μια ροή για μία πληρότητα τής ζωής, και αυτή η κίνηση τής φυσικής θελήσεως διαμορφώνεται από το λογικό και το αυτεξούσιο. Η διαμορφωτική ενέργεια τού αυτεξούσιου, ως επιλογή τού ανθρώπου, ονομάζεται ακόμη προσωπική γνώμη. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη θεωρητική λειτουργία τού λόγου, τη λογική θέληση, η οποία εκφράζεται με το «βουλεύεσθαι», ενώ μέσω τού αυτεξουσίου παρουσιάζεται η πρακτική λειτουργία αυτού τού «βουλεύεσθαι» ως «βούλεσθαι»125. «Ώστε η μεν θέλησις, τουτέστιν η θελητική δύναμις και αυτό το απλώς θέλειν, φυσικόν, το δε θελητόν, τουτέστι το τι θέλειν, γνωμικόν και υποστατικόν»126. Όλη αυτή τη διδασκαλία περί τού αυτεξουσίου ο ιερός πατέρας την αντλεί από τη θεολογία περί «τού γνωμικού θελήματος» τού αγίου Μαξίμου Ομολογητού.

Η διαφορά τού ανθρώπου από την υπόλοιπη άλογη φύση συνίσταται ακριβώς στο γεγονός τής δύναμης τού αυτεξουσίου, με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί προσωπικά να κατευθύνει τη δύναμη τής θελήσεώς του, κάτι που δεν μπορούν τα άλογα όντα. Ο άνθρωπος με το αυτεξούσιο έχει τη δύναμη να ελέγχει τη φύση του· με το αυτεξούσιο υψώνει τη θέλησή του πάνω από την ορμή τής φύσεώς του. Είναι σαφές ότι ο ιερός Δαμασκηνός προσπαθεί να δείξει ότι η φύση τού ανθρώπινου όντος, όπως και οι λειτουργίες της, δεν είναι κάτι κακό, αλλά αντίθετα είναι καλές και από μόνες τους ρέπουν προς το καλό. Το κύριο χαρακτηριστικό τής ανθρωπολογίας είναι ότι ο άνθρωπος είναι το καλό δημιούργημα τού Θεού και δεν είναι μία τυχαία περίσταση στον κόσμο.

 

Σημειώσεις


* Ο Dragan Karan είναι Επίκουρος Καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Βελιγραδίου.

1. Πρβλ. A. Loath, St. John Damascene: Tradition and Originality in Byzantine Theology, Oxford Early Christian Studies, εκδ. Oxford University Press, Oxford 2002, σ. 118.

2. Πρβλ. G. Filoramo, A History of Gnosticism, εκδ. Wiley Blackwell, Hoboken 1993, σ. 15.

3. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Τού εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου μοναχού πρεσβυτέρου τού Δαμασκηνού κατά Μανιχαίων, εκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, τόμ. 4. σειρά PTS 22, εκδ. De Gruyter, Berlin 1981, σσ. 351-398 (PG 94, 1505-1585)· εν συνεχεία Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 2, 19-24, εκδ. Kotter IV σσ. 352-353 (PG 94, 1508D): «Παρεχώρησε γαρ ο αγαθός αρπαγήναι δύναμιν εξ αυτού φοβηθείς, ίνα μη κατακυριεύσωσι τού τόπου αυτού. Τούτο δε εποίησεν, ίνα δια τής μοίρας, ης παρέδωκε, κατακυριεύση τής κακίας. Και ούτως εγένετο σύγκρασις τού αγαθού και τού πονηρού· εκ γαρ τής μοίρας τού αγαθού εγένοντο αι ψυχαί, εκ δε τής ουσίας τής κακίας τα σώματα»· τού αυτού, Λόγος κατά Μανιχαίων 28, 8-9, εκδ. Kotter IV, σ. 366 (PG 94, 1532B): «και τού μεν φωτός μέρος εστίν η ψυχή, τού δε σκότους και τής ύλης δημιούργημα το σώμα»· τού αυτού, Λόγος κατά Μανιχαίων 28, 20-22, εκδ. Kotter IV, σ. 367 (PG 94, 1532C): «Αφήκε δε κάτω το μέρος, ό έφαγον οι άρχοντες, τουτέστι την ψυχήν· εκ γαρ τής μοίρας τού αγαθού εγένοντο αι ψυχαί, εκ δε τής ουσίας τής κακίας τα σώματα». Πρβλ. S. N. C. Lieu, Manichaeism in the Later Roman Empire and Medieval China: A Historical Survey, εκδ. Manchester University Press, Manchester, 1988.

4. Andrew Loath, St. John Damascene: Tradition and Originality in Byzantine Theology σειρά Oxford Early Christian Studies, εκδ. Oxford University Press, Oxford 2002, σελ. 61.

5. Βλ. Augustini, De Utilitate Credendi liber unus, 1, 2 PL 42, 603-604. A. Hoffman, „Erst einsehen, dann glauben. Die nordafrikanischen Manichäer zwischen Erkenntnisanspruch, Glaubensforderung und Glaubenskritik“, Augustine and Manichaeism in the Latin West, εκδ. Brill, Leiden – Boston – Köln 2001, σσ. 67-112.

6. Πρβλ. P. J. de Menasce, «Augustin manichéen», Freundesgabeßir E. R. Curtius, Bern 1956, σσ. 79-93, A. Kortze, Augustine's Confessions. Communicative Purpose and Audience, εκδ. Brill, Leiden & Boston, 2004.

7. Α. Grillmeier, Christ in Christian Tradition: From the Apostolic Age to Chalcedon (451), μτφρ. J. S. Bowden, εκδ. A. R. Mowbray & Co Limited, London 1964, σ. 172.

8. Περισσότερα περί τού μανιχαϊσμού και τής διδασκαλίας αυτού βλ. F.C. Burkitt, The Religion of the Manichees, εκδ. Cambridge University Press, Cambridge 1925.

9. Πρβλ. Ιω. Ζηζιούλας, «Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού–ακτίστου και το δόγμα τής Χαλκηδόνος», Σύναξη 2 (1982), σ. 9.

10. Βλ. Γεν. 1, 31.

11. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 5-7, εκδ. Kotter IV, σ. 358 (PG 94, 1517A).

12. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 80, 6-9, εκδ. Kotter II, σ. 179 (PG 94, 1113C).

13. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 77, 1-7, εκδ. Kotter IV, σ. 393 (PG 94, 1576BC).

14. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 21, 15-17, εκδ. Kotter IV, σ. 363 (PG 94, 1525B): «Αεί γαρ παρά θεού το είναι και ζωτικώς και νοερώς κινείσθαι λαμβάνουσιν ουκ εξ εαυτών έχοντες τούτο».

15. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 5, εκδ. Kotter IV, σ. 358 (PG 94, 1517A).

16. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Διαλεκτικά 53, 7-8, εκδ. Kotter I, σ. 123 (PG 94 94, 640AB).

17. Κολ. 1, 16.

18. Βλ. Ιω. Ζηζιούλας, «Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού–ακτίστου και το δόγμα τής Χαλκηδόνος», Σύναξη 2 (1982), σ. 12.

19. Βλ. Κ. Σκουτέρης, Ιστορία τών δογμάτων Α΄, Αθήνα 1998, σ. 331.

20. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 34, 8-10, εκδ. Kotter IV, σ. 372 (PG 94, 1540CD).

21. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Τού οσίου αββά Ιωάννου πρεσβυτέρου Δαμασκηνού έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως, εκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos 2. σειρά PTS 12, εκδ. De Gruyter, Berlin 1973, σσ. 3-239 (PG 94, 781-1228)· εν συνεχεία Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, εκδ. Kotter IΙ, σ. 76 (PG 94, 920D-921A).

22. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 10, 8-11, εκδ. Kotter IΙ, σ. 76 (PG 94, 1513C): «ουκ εκ τής ουσίας τού θεού αι ψυχαί ουδέ εκ τής ουσίας τής ύλης τα σώματα, αλλ’ εκ τού μη όντος εις το είναι παρήχθησαν, και ούτε επολέμησεν η ύλη μετά τού φωτός ούτε ήρπασεν εξ αυτού μέρος και εποίησε τας ψυχάς».

23. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 24-25, εκδ. Kotter II, σ. 76 (PG 94, 921A). Πρβλ. Τού αυτού, Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, εκδ. G.R. Woodward, H. Mattingly, σ. 108.

24. Βλ. Γεν. 1, 26-27, Γεν. 2, 7-8.

25. Ιω. Καρμίρης, Η δογματική διδασκαλία τού Ιωάννου Δαμασκηνού, Αθήνα 1940, σ. 34.

26. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 9-14, εκδ. Kotter II, σ. 75 (PG 94, 920B)· βλ. Γρηγορίου τού Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄ PG 36, 312-356. Πρβλ. J. R. Payton, “John of Damascus on Human Cognition: An Element in His Apologetic for Icons”, American Society of Church History, 65, 2 (1996), σ. 177.

27. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 16-20, εκδ. Kotter II, σ. 76 (PG 94, 920D).

28. Πρβλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί πατέρες τού τέταρτου αιώνα, μετάφρ. Π. Κ. Πάλλη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 277.

29. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Περί ιδιωμάτων, 15, 1-3, εκδ. Kotter IV, σ. 198 (PG 95, 144BC).

30. Μ. Βασιλείου, Εις τους ψαλμούς, εις το Ζ΄, PG 29, 337.

31. Η. Μουτσούλας, Γρηγόριος Νύσσης, εκδ. ΒΕΠΕΣ 65, σ. 382.

32. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 58-60, εκδ. Kotter IV, σ. 360 (PG 94,1520C): «μόνου γαρ θεού το χωρίζειν την ψυχήν εκ τού σώματος, τού και συνδήσαντος».

33. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 1, εκδ. Kotter II, σ. 57 (PG 94, 917D).

34. Η βιβλική διήγηση δίνει μια προτεραιότητα στην πλάση τού σώματος. Περί τής εξήγησης αυτού βλ. Ιω. Καρμίρης, Δογματική, κατά τας παραδόσεις (Ανατύπωσις εκ τής εκδόσεως τού Φοιτητικού Θεολογικού Συνδέσμου τού έτους 1964), Αθήναι 1995, σ. 168 : «Η δε προτεραιότης τού σώματος απλώς παριστά ότι τούτο είναι το κατοικητήριον και ο φορεύς τής ψυχής και η βάσις και η προϋπόθεσις τής πνευματικής τού ανθρώπου ζωής».

35. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 19-21, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545BC).

36. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 15, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B): «αλλ’ ουκ εισι μιας φύσεως».

37. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 17, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B): «ώστε άλλης φύσεώς εστιν η ψυχή και άλλης το σώμα». Πρβλ. Ματσούκα, Φιλοσοφία και Δογματική διδασκαλία, σ. 285.

38. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 16, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B). Βλ. Α. Κατσιάρας, Μ. Βαμβουνάκη, Όταν ο Θεός πεθαίνει, μια συζήτηση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2004, σ. 485.

39. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 16-17, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94,1545B).

40. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 60, 11, εκδ. Kotter II, σ. 153 (PG 94,1064AB): «ου μιας άρα ουσίας ψυχή τε και σώμα».

41. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 61, 39-41, εκδ. Kotter IV, σ. 381 (PG 94, 1556BC).

42. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Φιλόσοφα 12, 21-22, εκδ. Kotter I, σ. 166: «Καθ’ υπόστασίν εστι το εκ διαφόρων φύσεων υφεστός πράγμα».

43. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Προς τον Ιακωβίτην 11, 8-12: «Ουσία δε, τουτέστιν οπωσούν υπάρχει, είτε καθ’ εαυτήν είτε συν ετέρω είτε εν ετέρω· καθ’ αυτήν μεν ως πυρός ουσία, συν ετέροις δε ως ψυχή και σώμα (συν αλλήλοις γαρ ταύτα την υπόστασιν έχει), εν ετέρω δε ως πυρ εν θρυαλλίδι και ως η σαρξ τού κυρίου εν τη ανάρχω αυτού υποστάσει».

44. Περί τής ανθρώπινης υπόστασης ως σύνθεσης δύο φύσεων, ο Δαμασκηνός ομιλεί περισσότερο και σαφέστερα στο έργο του Διαλεκτικά 42, 18-20, εκδ. Kotter I, σ. 108 (PG 94, 609A): «Υπόστασιν δε μίαν σύνθετον εκ διαφόρων φύσεων δυνατόν γενέσθαι, ως ο άνθρωπος εκ ψυχής εστι συντεθειμένος και σώματος» Βλ. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 78.

45. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 66, 13-14, εκδ. Kotter IV, σ. 384 (PG 94, 1561A): «ώσπερ αδύνατον γενέσθαι δύο ει μη εκ μιας και μιας και αδύνατον γενέσθαι άνθρωπον ει μη εκ ψυχής και σώματος»· τού αυτού, Διαλεκτικά 10, 161- 164, εκδ. Kotter I, σ. 79 (PG 94, 565A). Βλ. Σωτηρόπουλος, Θέματα ασκητικής ζωής εις τα «Κεφάλαια αγάπης» τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, Αθήναι 1993, σσ. 54-55· Ν. Μητσόπουλος, Θέματα ορθοδόξου ηθικής θεολογίας Α΄ (Πανεπιστημιακαί παραδόσεις χριστιανικής ηθικής), Αθήναι 1984, σσ. 122-123.

46. J. Biltz, «Die Trinitätslehre des hl. Johannes von Damaskus», στο Forschungen zur Christilichen Literatur und Dogmegeschichte, Paberborn 1909, σ. 21. Πρβλ. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 81.

47. Είναι σαφές ότι αναιρεί τη μανιχαϊκή αντίληψη περί τής προΰπαρξης τής ψυχής και τού σώματος ως δύο ανεξαρτήτων υποστάσεων.

48. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Περί ιδιωμάτων, 15, 1-3, εκδ. Kotter IV, σ. 198 (PG 95, 144BC).

49. W. Jaeger, “The Greek Ideas of Immortality”, The Harvard Theological Review 52/3 (1959), σσ. 135-147.

50. J. H. Boyd, “One's Self-Concept and Biblical Theology”, The Journal of Evangelical Theological Society, 40, 2 (1997), σ. 210: “During the second quarter of the twentieth century, Biblical scholars (especially Protestants) rejected both of these Platonic and Aristotelian philosophical notions and insisted that theological anthropology be based on the Bible alone. Scholars such as Oscar Cullmann, Reinhold Niebuhr, C. G. Berkouwer, Krister Stendahl, Otto W. Heick and P. G. Lindhardt wrote that the concept of an immortal soul and soul-body dualism should be banished from the Christian religion”.

51. «Όρος τής πίστεως τής εν Χαλκηδόνι τετάρτης Συνόδου», επιμ. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, σ. 165.

52. «Οι 14 αναθεματισμοί κατά τών “τριών κεφαλαίων”», επιμ. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, σ. 175.

53. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως, 51, εκδ. Kotter II, σ. 123 (PG 94,1009A).

54. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 16, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B).

55. Γρηγορίου Παλαμά, Τίνας αν είποι λόγους Σώμα κατά Ψυχής δικαζόμενον μετ’ αυτής εν δικασταίς, PG 150, 1361BC. Πρβλ. Α. Κατσιάρας, Μ. Βαμβουνάκη, Όταν ο Θεός πεθαίνει μια συζήτηση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2004, σ. 484.

56. Βλ. Ιω. Ζηζιούλας, « Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού–ακτίστου και το δόγμα τής Χαλκηδόνος», Σύναξη 2 (1982), σ. 13. Πρβλ. Ιεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου τής Θεοτόκου (Πελαγίας), στ΄, 1998, σ. 95.

57. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 80.

58. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 21-23, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545C)· τού αυτού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 60, 40-43, εκδ. Kotter II, σ. 154 (PG 94, 1065B): «Ουκ ανάγκη τοίνυν επί τού ανθρώπου μίαν φύσιν λέγοντας (ου δια το ταυτόν τής ουσιώδους ποιότητος ψυχής τε και σώματος, αλλά δια το απαράλλακτον τών υπό το είδος αναγομένων ατόμων)».

59. Πρβλ. Α. Βλέτσης, Το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία τού Μαξίμου Ομολογητού. Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας τών κτιστών, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990, σ. 102.

60. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 17, 11-14, εκδ. Kotter IV σσ. 361-362 (PG 94, 1524AB).

61. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Διαλεκτικά 15, 18-21, εκδ. Kotter I, σ. 85 (PG 94, 577D-580A).

62. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 66, 14-16, εκδ. Kotter IV, σ. 384 (PG 94, 1561A). Περισσότερα περί τής σύνθεσης τού ανθρώπου από τα τέσσερα στοιχεία βλ. τού αυτού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 61-70 (PG 94, 925C).

63. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 2, 23, εκδ. Kotter IV, σ. 353 (PG 94, 1508D)· τού αυτού, Λόγος κατά Μανιχαίων 27, 7-8, εκδ. Kotter IV, σ. 366 (PG 94,1532Α): «τού δε σκότους και τής ύλης δημιούργημα το σώμα».

64. Εμπεδοκλέους, Περί φύσεων, εκδ. Diels, H, σ. 6: «τέσσαρα γαρ πάντων ριζώματα πρώτον άκου».

65. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 154.

66. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 74-77, εκδ. Kotter II, σ. 78 (PG 94, 925D).

67. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 10, 8-9, εκδ. Kotter IV, σ. 356 (PG 94, 1513C).

68. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 69, 12-13, εκδ. Kotter IV, σ. 388 (PG 94, 1568A).

69. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 84, 4-5, εκδ. Kotter IV, σ. 397 (PG 94, 1581D).

70. Ιω. Καρμίρης, Δογματική, κατά τας παραδόσεις (Ανατύπωσις εκ τής εκδόσεως τού Φοιτητικού Θεολογικού Συνδέσμου τού έτους 1964), Αθήναι 1995, σ. 184.

71. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 66, 4-5, εκδ. Kotter IV, σ. 384 (PG 94, 1560D): «Και ει μεν σώμα, ακίνητος ην· παν γαρ σώμα άψυχον και ακίνητον».

72. Βλ. περισσότερα περί αυτού, Χ. Σωτηρόπουλος, Θέματα ασκητικής ζωής, σ. 57.

73. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 31, 6-11, εκδ. Kotter IV, σ. 369 (PG 94, 1536C).

74. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 28, 8, εκδ. Kotter IV, σ. 366 (PG 94, 1532B): «τού μεν φωτός μέρος εστίν η ψυχή».

75. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 28, 15-16, εκδ. Kotter IV, σ. 367 (PG 94, 1532C): «Οι δε τού σκότους άρχοντες έφαγον εκ τής πανοπλίας αυτού μέρος, ό εστι ψυχή».

76. Πρβλ. M. Heuser, “The Manichaean Myth According to the Coptic Sources”, M. Heuser, H.-J. Klimkeit, Studies in Manichaean Literature and Art, εκδ. Brill, Leiden 1998, σ. 36.

77. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 15, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B): «την δε ψυχήν άφθαρτον».

78. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 42, 19, εκδ. Kotter IV, σ. 375 (PG 94, 1545B).

79. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λίβελλος, PG 94, 1432Α· τού αυτού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 26, 22-23, εκδ. Kotter IV, σ. 76 (PG 94, 921A): «Άμα δε το σώμα και η ψυχή πέπλασται, ου το μεν πρώτον, το δε ύστερον κατά τα Ωριγένους ληρήματα»· τού αυτού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 79, 3-4, εκδ. Kotter II, σ. 177 (PG 94, 1109D): «τούτο τών Ωριγένους ληρημάτων το απότημα προΰπαρξιν τών ψυχών δογματίσαντος»· τού αυτού, Υπόμνημα, τού μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου, PG 96, 1280Α: «Και Πυθαγόρας μεν και Ερμής τας τών ανθρώπων ψυχάς εις τον άδου πυθμένα κατάγουσι, μετεμψυχώσεις δη τινας και μεταγγισμούς παρεισάγοντες· ποτέ μεν εις άλογα ζώα και θηρία ταύτας μετεμβιβάζοντες, ποτέ δε εις ιχθύας, και φυτά, και άλλας τινάς επανακυκλήσεις και περιόδους κατασπώντες αυτάς και αποραπίζοντες. Ο δε Χριστός καθό Θεός υπάρχων αληθής και αιώνιος, αθάνατον ψυχήν και αγήρω κατασκευάσας τω απ’ αρχής Πνεύματι θείω και εμφυσήματι, ότε τον πρώτον εδημιούργησεν άνθρωπον».

80. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, σ. 178: «Ει τις λέγει ή έχει προϋπάρχειν τας τών ανθρώπων ψυχάς, οία πρώτην νόας ούσας και αγίας δυνάμεις, κόπον δε λαβούσα τής Θείας θεωρίας και προς το σχέδιον τραπείσας και δια τούτο αποψυγείσας μεν τής τού Θεού αγάπης, εντεύθεν δε ψυχάς ονομασθείσας και τιμωρίας χάριν εις σώματα καταπεμφθείσας, ανάθεμα έστω».

81. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 28-29, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1517CD): «χρησόμεθα ταις παρά θεού δεδωρημέναις τη ψυχή δυνάμεσιν, εφ’ ω ελάβομεν».

82. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 160.

83. Πρβλ. Χ. Σωτηρόπουλος, Θέματα ασκητικής ζωής εις τα «Κεφάλαια αγάπης» τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, Αθήναι 1993, σ. 67.

84. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 34-37, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94 94, 1517BD)· τού αυτού, Περί μερών τής ψυχής (αποσπάσματα), εκδ. PG 95, 232Α: «Τριμερή δε λέγομεν την ψυχήν, έχουσαν λογικόν, θυμικόν, και επιθυμητικόν».

85. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Περί αιρέσεων 6, 1-4, εκδ. Kotter IV, σ. 22 (PG 94, 684A).: «Πλατωνικοί Θεόν και ύλην και είδος...την δε ψυχήν αγένητον και αθάνατον και θείαν. Είναι δε αυτής τρία μέρη, λογιστικόν, θυμικόν, επιθυμητικόν». Πρβλ. Πλάτωνος, Τίμαιος 69D. Περί αυτού περισσότερα βλ. Μ. Ορφανός, Η ψυχή και το σώμα, σ. 140· Χ. Σωτηρόπουλος, Θέματα ασκητικής ζωής, σσ. 34, 68.

86. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 4, 11-5, 5, εκδ. Kotter IV, σ. 354 (PG 94, 1509D-1512A)· τού ιδίου, Λόγος κατά Μανιχαίων 28, 10-15, εκδ. Kotter IV, σ. 367 (PG 94, 1532CD). Πρβλ. K. Coyle, Manichaeism and Its Legacy (Nag Hammadi and Manichaean Studies, τομ. 69), εκδ. Brill, Leiden Boston, 2009, σ. 66: “There it perceived the Light, desired it, and invaded it with Archons composed of its dark, evil substance”.

87. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 60, 16-18, εκδ. Kotter IV σσ. 379-380 (PG 94, 1553B).

88. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Περί μερών τής ψυχής (αποσπάσματα), εκδ. PG 95, 232: «δια δε τού επιθυμητικού αγαπά τον Θεόν».

89. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 48, 2, εκδ. Kotter IV, σ. 377 (PG 94, 1549A).

90. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 72, 17-20, εκδ. Kotter IV, σ. 390 (PG 94, 1572AB): «Αν τοίνυν θελήσωμεν και ποθήσωμεν, μετέχομεν τής αγαθότητος αυτού και εν φωτί εις αιώνας εσόμεθα. Εάν δε ραθυμήσωμεν και εαυτούς τυφλώσωμεν και μη ποθήσωμεν αυτόν, αμέτοχοι αυτού εσόμεθα».

91. Χ. Σωτηρόπουλος, Θέματα ασκητικής ζωής εις τα «Κεφάλαια αγάπης» τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, Αθήναι 1993, σ. 70.

92. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 71, 5, εκδ. Kotter IV, σ. 389 (PG 94, 1569B).

93. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 82, 13, εκδ. Kotter IV, σ. 396 (PG 94, 1581A).

94. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 27, 8, εκδ. Kotter II, σ. 80 (PG 94, 929D).

95. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 27, 17, εκδ. Kotter II, σ. 80 (PG 94, 932B).

96. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 47-49, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1520AB).

97. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 82, 13-15, εκδ. Kotter IV, σ. 396 (PG 94, 1581AB): «αύτη δε διττή, ή ψυχική ή σωματική· και ψυχική μεν η τής δόξης έφεσις».

98. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 83,1-3, εκδ. Kotter IV, σ. 396 (PG 94, 1581B).

99. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 84, 4-5, εκδ. Kotter IV, σ. 397 (PG 94, 1581D).

100. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 27, 10 Kotter II, σ. 80 (PG 94, 929D).

101. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 84, 1, εκδ. Kotter IV, σ. 396 (PG 94, 1581C).

102. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 82, 14-15, εκδ. Kotter IV, σ. 396 (PG 94, 1581B).

103. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 27, 10-11, εκδ. Kotter II, σ. 80 (PG 94, 929D).

104. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 27, 8-9, εκδ. Kotter II, σ. 80 (PG 94, 929D).

105. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 87,8-9, εκδ. Kotter IV, σ. 398 (PG 94, 1584CD): «Περιγραπτόν λέγουσι τον θεόν, πολεμούντα και πολεμούμενον και λυπούμενον και αποτεμνόμενον». Τού αυτού, Λόγος κατά Μανιχαίων 67, 21, εκδ. Kotter IV, σ. 385 (PG 94, 1561D): «Και ελυπήθη, φησίν, ο θεός, ότι απεκόπη μέρος απ’ αυτού, και επόνησεν».

106. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 67, 34, εκδ. Kotter IV, σ. 385 (PG 94, 1564A): «Ουδείς προδίδωσι τα εαυτού εκουσίως και λυπείται».

107. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 81, 9-11, εκδ. Kotter IV, σ. 395 (PG 94, 1580C): «το κατ’ αίσθησιν λυπηρόν και ημίν επίπονον ως η παιδεία, ήτις μάλλον αγαθόν εστι και συμφέρον».

108. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 35-36, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1517D): «επιθυμία και ο θυμός και η πράξις και ενέργεια και προ τούτων ο λογισμός ου κακά, αλλά καλά».

109. Βλ. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 30, εκδ. Kotter II σσ. 81-83 (PG 94, 932-933).

110. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 55, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1520B).

111. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 54, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1520B).

112. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 14, 54, εκδ. Kotter IV, σ. 359 (PG 94, 1520B).

113. Βλ. Νεμεσίου Εμέσης, Περί τής φύσεως τού ανθρώπου 19 PG 40, 717. Πρβλ. A. Loath, St. John Damascene: Tradition and Originality in Byzantine Theology σειρά Oxford Early Christian Studies, εκδ. Oxford University Press, Oxford 2002, σελ. 118.

114. Γ. Μαρτζέλος, «Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό», στο: Πρακτικά Κ΄ θεολογικού συνεδρίου με θέμα «Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 157.

115. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως κεφ. 33, εκδ. Kotter II, σ. 86 (PG 94, 937CD).

116. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως κεφ. 34, 16, εκδ. Kotter II, σ. 87 (PG 94, 940).

117. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 35, 2-3, εκδ. Kotter II, σ. 87 (PG 94, 940BC): «Πάλιν δε διαιρείται το λογικόν τής ψυχής εις τε τον ενδιάθετον λόγον και εις τον προφορικόν».

118. Ιω. Πλεξίδας, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοιαν τού προσώπου στη σκέψη τού Ιωάννη Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σσ. 162-163. Πρβλ. J. R. Payton, “John of Damascus on Human Cognition: An Element in His Apologetic for Icons”, American Society of Church History, 65/ 2 (1996), σσ. 173-183.

119. Πρβλ. Γ. Μαρτζέλος, «Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό» στο: Πρακτικά Κ΄ θεολογικού συνεδρίου με θέμα «Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 157.

120. Νεμεσίου, Περί τής φύσεως τού ανθρώπου, κεφ. 39 (PG 40, 761).

121. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Λόγος κατά Μανιχαίων 69, 17, εκδ. Kotter IV, σ. 388 (PG 94, 1568B).

122. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 58, 72- 73, εκδ. Kotter II, σ. 140 (PG 94, 1037D): «το γαρ αυτεξούσιον θέλησιν ωρίσαντο οι πατέρες». Η θέληση, κατά τον ιερό πατέρα, χωρίζεται στις τρεις μορφές: η πρώτη είναι το φυσικό θέλημα, η δεύτερη είναι το υποστατικό θέλημα και η τρίτη είναι το παραφυσικό. Τού αυτού, Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως 58, 84-88, εκδ. Kotter II, σ. 140 (PG 94, 1040B)· βλ. Μαρτζέλου, Λογικό και αυτεξούσιο, σ. 158.

123. Περισσότερα περί τής επίδρασης τού Ποσειδωνίου στον Νεμέσιο βλ. W. Jaeger, Nemesius von Emesa. Quellenforschungen zum Neoplatonismus und seinen Anfängen bei Poseidonios, Berlin 1914.

124. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Εισαγωγή δογμάτων 10, 2, εκδ. Kotter I, σ. 26 (PG 94, 109D).

125. Πρβλ. Γ. Μαρτζέλος, «Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό» στο: Πρακτικά Κ΄ θεολογικού συνεδρίου με θέμα «Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», εκδ. Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 163.

126. Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Περί ιδιωμάτων 22, 6-8, εκδ. Kotter IV, σ. 204 (PG 95, 152C).

Δημιουργία αρχείου: 30-6-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 1-7-2021.

ΕΠΑΝΩ