Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατέρες, Γένεση και Δογματικά

Κάθαρση - Φωτισμός - Θέωση ή Θεωρία και Πράξη * Οι τρεις τάξεις τής Χάριτος * Ο στόχος τής κλήσης τού Χριστιανού * Σκιά, εικόνα, δούλοι και τέκνα * Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία * Πώς ο κατ' εικόνα τού Θεού άνθρωπος γίνεται καθ' ομοίωσιν εν Αγίω Πνεύματι * Εκκλησιαστική ερμηνεία των σταδίων της πνευματικής τελειώσεως * Η προχριστιανική παράδοση τής τελειοποίησης στη θέωση * Πλάσθηκε τέλειος ο Αδάμ;

Κατά Αιρέσεων Βιβλίο 4ο: Κεφ. 38.

Η Θέωση και η Τελειότητα

Γιατί ο Θεός δεν έκανε εξ αρχής τέλειο τον άνθρωπο;

Αγίου Ειρηναίου τής Λυών (2ος - αρχές 3ου αιώνος).

 

Πηγή: "Έλεγχος και Ανατροπή τής Ψευδωνύμου Γνώσεως", βιβλίο 4ο, κεφάλαιο 38, με βάση τη μετάφραση αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη δ. Θ. Θεσσαλονίκη 1991.

 

Η Ορθόδοξη διδασκαλία για την τελειοποίηση τού ανθρώπου, από απλώς κατ' εικόνα σε καθ' ομοίωσιν άνθρωπο, θεωμένο και όμοιο με τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, δεν είναι κάτι νέο, αλλά διδασκαλία τής ίδιας τής αρχαίας Εκκλησίας. Και αυτό είναι φανερό στο αρχαιότατο αυτό κείμενο τού Β΄ μ.Χ. αιώνα.

1. [Αν κάποιος έρωτα- δεν μπορούσε ο Θεός να κάνη εξ αρχής τέλειο τον άνθρωπο; αυτός ας μάθη ότι τα πάντα είναι δυνατά στον Θεό1. Ο οποίος πάντοτε παραμένει ο ίδιος και είναι αγέννητος. Όσα, όμως, έγιναν, επειδή αργότερα πήραν την αρχή της δημιουργίας τους, κατά τούτο πρέπει και να υστερούν από τον Δημιουργό τους. Διότι δεν μπορούσαν να είναι αγένητα αυτά που πρόσφατα έγιναν.

Εφ' όσον, όμως, δημιουργήθηκαν, κατά τούτο και υστερούν από το τέλειο. Και επειδή είναι νεώτερα, γι' αυτό είναι και «νήπια»2 και ασυνήθιστα και αγύμναστα για την τέλεια διδασκαλία.

Όπως, λοιπόν, η μεν μητέρα μπορεί να δώσει στο βρέφος τέλεια τροφή, αλλά αυτό δεν μπορεί να τη δεχθεί, διότι είναι για μεγαλύτερους από αυτό, έτσι και ο Θεός- ο ίδιος μεν μπορούσε εξ αρχής να δώσει το τέλειο στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να το πάρει, διότι ήταν σε νηπιακή κατάσταση. Γι' αυτό και ο Κύριος μας στους εσχάτους καιρούς ανακεφαλαίωσε τα πάντα στον εαυτό του3 και ήλθε σε εμάς όχι όπως αυτός μπορούσε, αλλά όπως εμείς μπορούσαμε να τον δούμε.

Ο ίδιος μεν μπορούσε να έλθει σε εμάς μέσα στην άφθαρτη δόξα του. Αλλά εμείς ποτέ δεν θα μπορούσαμε να βαστάσουμε  το μέγεθος της δόξης του. Και γι' αυτό ο τέλειος άρτος του Πατρός σαν γάλα έδωσε τον εαυτό του σε εμάς που ήμασταν νήπια. Δηλαδή, παρουσιάσθηκε ως άνθρωπος, για να τρεφόμαστε εμείς από τη σάρκα του σαν από μαστό και με αυτό το γάλα, που ετοίμασε, να συνηθίσουμε  να τρώμε και να πίνουμε τον Λόγο του Θεού και να μπορέσουμε  να κρατήσουμε  μέσα μας τον άρτο της αθανασίας, δηλαδή, το Πνεύμα του Πατρός.

2. Και γι' αυτό έλεγε ο Παύλος στους Κορινθίους: «Γάλα υμάς επότισα, ου βρώμα· ουδέ γαρ ηδύνασθε βαστάζειν»4. Δηλαδή, διδαχθήκατε μεν την παρουσία του Κυρίου ως ανθρώπου, ακόμη, όμως, δεν αναπαύεται σε εσάς το Πνεύμα του Πατρός, λόγω της αδυναμίας σας. «Όπου γαρ ζήλος και έρις εν υμίν, και διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε;»5-που σημαίνει ότι το Πνεύμα του Πατρός δεν ήταν ακόμη με αυτούς, διότι ήσαν ακατάρτιστοι και αδύναμοι στη ζωή τους.

Ο Απόστολος, λοιπόν, μπορούσε να δώσει την τροφή (διότι εκείνοι, που χειροτονούσαν, έπαιρναν το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή, την τροφή της ζωής), όμως, εκείνοι δεν μπορούσαν να την πάρουν, διότι ακόμη είχαν αδύναμα και αγύμναστα τα αισθητήρια της ψυχής, ώστε να μη μπορούν να γυμνασθούν στα του Θεού. Έτσι και στην αρχή, ο μεν Θεός μπορούσε να δώσει το τέλειο στον άνθρωπο, αλλά εκείνος, επειδή είχε γίνει πριν από λίγο, δεν μπορούσε να το πάρει, ή, αν το έπαιρνε, να το δεχθεί μέσα του, ή, και αν το δεχόταν, να το κρατήσει. Και γι' αυτό ο Υιός του Θεού, μολονότι ήταν τέλειος, φερόταν ως νήπιο προς τον άνθρωπο, όχι εξ ιδίας υπαιτιότητος, αλλά εξ αιτίας της νηπιότητος του ανθρώπου· και γινόταν κατανοητός, όπως μπορούσε ο άνθρωπος να τον κατανόηση.

Δεν ήταν ο Θεός αυτός που ήταν αδύνατος και είχε ανάγκη, αλλά ο άνθρωπος που έγινε προσφάτως, διότι δεν ήταν αγέννητος.

3. Στον Θεό φαίνεται η δύναμη μαζί και η σοφία και η αγαθότητα· δύναμη μεν και αγαθότητα, διότι με τη θέλησή του δημιουργεί και κάνει αυτά που ως τότε δεν υπήρχαν σοφία δε, διότι δημιούργησε πράγματα ωραία και αρμονικά και κομψά. Και όλα αυτά, λόγω της υπερβολικής αγαθότητός του, αυξάνουν και παραμένουν για περισσότερο χρόνο και θα πάρουν τη δόξα του αγενήτου. Διότι ο Θεός αφθόνως χαρίζει το καλό.

Εφ' όσον έγιναν αυτά, δεν είναι αγένητα. Επειδή, όμως, παραμένουν για πολλούς αιώνες, θα πάρουν τη δύναμη του αγενήτου. Διότι ο Θεός ως δώρο τους χαρίζει την παντοτινή παραμονή. Και έτσι, είναι μεν πρώτος σε όλα ο Θεός, που είναι ο μόνος αγέννητος και ο πρώτος από όλους και ο αίτιος της υπάρξεως για όλα, ενώ όλα τα άλλα μένουν υποταγμένα στον Θεό.

Η υποταγή στον Θεό σημαίνει αφθαρσία και η παραμονή στην αφθαρσία σημαίνει δόξα αγενήτου. Με αυτήν τη σειρά, με τέτοια συμμετρία και με τέτοια καθοδήγηση, ο γενητός και πλασμένος άνθρωπος γίνεται «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» του αγενήτου Θεού. Ο μεν Πατήρ ευδοκεί και διατάσσει6, ο δε Υιός πράσσει και δημιουργεί7 και το Πνεύμα τρέφει και αυξάνει8. Και ο άνθρωπος προκόβει σιγά-σιγά και ανυψώνεται προς το τέλειο, δηλαδή, κοντά στον αγένητον Θεό.

Ο αγέννητος είναι τέλειος· και αυτός είναι ο Θεός. Έπρεπε και ο άνθρωπος πρώτα να γίνει και, αφού ανδρωθεί, να πληθυνθεί, και, αφού πληθυνθεί, να ενισχυθεί. Και αφού ενισχυθεί, να δοξασθεί, και, αφού δοξασθεί, να δει τον Δεσπότη του. Διότι ο Θεός επρόκειτο να φανεί· οποίος δε τον ιδεί, αποκτά την αφθαρσία. Και η αφθαρσία μάς κάνει να είμαστε κοντά στον Θεό9,10.

4. Οπωσδήποτε, λοιπόν, είναι ανόητοι όσοι δεν περιμένουν τον καιρό της αυξήσεως και την αδυναμία της φύσεως τους την αποδίδουν στον Θεό. Ούτε τον Θεό ούτε τον εαυτό τους γνωρίζουν, άπληστοι και αχάριστοι, αρνούμενοι ότι πρώτα είναι αυτό που έγιναν, άνθρωποι δεκτικοί παθών. Παραβαίνουν τον ανθρώπινο νόμο και θέλουν, πριν γίνουν άνθρωποι, να είναι όμοιοι με τον Δημιουργό Θεό και να μη υπάρχει καμία διαφορά του αγενήτου Θεού και του δημιουργημένου ανθρώπου.

Είναι πιο ανόητοι και από τα άλογα ζώα. Αυτά δεν κατηγορούν τον Θεό, διότι δεν τα έκανε ανθρώπους, αλλά κάθε τι που έγινε, τον ευχαριστεί, διότι έγινε. Εμείς τον κατηγορούμε, διότι δεν γίναμε εξ αρχής θεοί, αλλά πρώτα μεν άνθρωποι και στο τέλος θεοί αν και ο Θεός το έκανε αυτό διότι είναι απλός και αγαθός, για να μη τον θεώρηση κανείς φθονερό ή ότι δεν δίδει.

Λέγει σαφώς: «Εγώ είπα: θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες»11 Σε εμάς, όμως, οι οποίοι δεν μπορούμε να βαστάσουμε  τη δύναμη της θεότητός του, λέγει: «Υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε».12 Αναφέρει, δηλαδή, και τα δύο: και την καλοσύνη του με τη δωρεά του και τη δική μας αδυναμία και το αυτεξούσιό μας.

Κατά την καλοσύνη του, καλώς έδωσε το αγαθό και έκανε τους ανθρώπους όμοιους με αυτόν, αυτοδύναμους.

Κατά την πρόνοιά του ήξερε την αδυναμία των ανθρώπων και τι θα προερχόταν από αυτήν.

Αλλά κατά την αγάπη και τη δύναμή του θα υπερνίκηση τη φύση μας που δημιουργήθηκε.

Έπρεπε πρώτα να γίνει φανερή η φύση μας και έπειτα να υπερνικηθεί και καταποθεί το θνητό από την αθανασία και το φθαρτό από την αφθαρσία13 και να γίνει ο άνθρωπος κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού14, να λάβει, δηλαδή, τη γνώσι του καλού και του κακού.

 

Σημειώσεις


1. Ματθ. 19,26.

2. Παράβαλλε Επίδειξις Αποστολικού Κηρύγματος, 12.

3. Εφεσ. 1,10.

4. Α' Κορ. 3,2.

5. Α' Κορ. 3,3.

6. Γέν. 1,26.

7. Γέν. 2,7.

8. Γέν. 1,28.

9. Σοφ. Σολ. 6,19.

10. Ιωάννου Δαμασκηνού, εις τα Ιερά Παράλληλα (PG 96,480C).

11. Ψαλμ. 81,6.

12. Ψαλμ. 81,7.

13. Α' Κορ. 15,54.

14. Γέν. 1,26-27.

Δημιουργία αρχείου: 11-2-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-2-2019.

ΕΠΑΝΩ