Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Πρωτοχριστιανικά

Διδαχή των Αποστόλων (Αρχαίο κείμενο) * Επιστολή Αγίου Πολυκάρπου προς Φιλιππισίους (Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια) * Ιγνατίου τού Θεοφόρου προς Μαγνησιείς Επιστολή

Πρωτοχριστιανικά κείμενα

Προς Διόγνητον επιστολή

Κείμενο - Μετάφραση

Συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200 μ.Χ.

 

Πηγή πληροφοριών για την προς Διόγνητον Επιστολή: https://el.orthodoxwiki.org

Πηγή κειμένου σε πολυτονικό πριν τη μετατροπή του: https://el.wikisource.org

Πηγή τής μετάφρασης: https://analipsirafinas.blogspot.com

 

 

Η Προς Διόγνητον Επιστολή είναι μια άγνωστης προελεύσεως απολογητική επιστολή του 2ου αιώνα. Αποτελεί ένα σύντομο κείμενο που συνήθως χαρακτηρίζεται ως επιστολή, αλλά ουσιαστικά αποτελεί πραγματεία1. Η πραγματεία αυτή, παρά την αποσιώπησή της μέσα από τις ιστορικές πηγές, αποτελεί μία σημαντική χριστιανική μαρτυρία, η οποία απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο, υποτιθέμενο ή τουλάχιστον άγνωστο προς εμάς και χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικός αδάμαντας2.

 

1. Περί τής προς Διόγνητον επιστολής

Α. Το ιστορικό εύρεσης τής επιστολής

Η Επιστολή προς Διόγνητον δεν παρουσιάζεται σε αρχαίες πηγές, εμφανίζεται δε στο προσκήνιο σε νεώτερους χρόνους και ιδίως περί τον 15ο αιώνα και προ της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης. Διασώστης του χειρογράφου αυτού είναι ο λατίνος κληρικός Thomas d' Arrezzo, ο οποίος το βρήκε στην Κωνσταντινούπολη όταν την επισκέφτηκε κατά το 1436.

Ο Κώδικας που διέσωσε είναι ο Argentoratensis Gr. 9, που χρονολογήθηκε τον 14ο αιώνα και ο οποίος τοποθετήθηκε στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου. Ο Arrezzo ισχυρίστηκε πως βρήκε το χειρόγραφο αυτό σε ένα ιχθυοπωλείο, αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν απηχεί στην πραγματικότητα, όχι μόνο διότι την εποχή εκείνη σπάνιζε το χαρτί και λόγω της αγάπης των Βυζαντινών προς τα βιβλία, αλλά και λόγω της γνωστής περίστασης της υπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων από δυτικούς οι οποίοι συνήθως κατέφευγαν στον ισχυρισμό ότι κάπου τα βρήκαν.

Εν πάση περιπτώσει το κείμενο διαφυλάχθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Στρασβούργου, αλλά τελικώς καταστράφηκε μετά από το βομβαρδισμό του Πρωσικού στρατού το 1870. Ο Κώδικας μάλιστα δεν περιείχε μόνο την πραγματευόμενη επιστολή, αλλά συνολικά 22 απολογητικά και αντιαιρετικά τεμάχια.

 

Β. Χρονολογία, προέλευση και αποδέκτης τής επιστολής

Μέχρι και σήμερα ερευνητές και θεολόγοι δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε και από ποιόν γράφτηκε η επιστολή αυτή, αλλά και προς ποιόν παραδόθηκε με βεβαιότητα. Αυτό συμβαίνει διότι για να μπορέσουμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα, πρέπει να στηριχθούμε εξ ολοκλήρου στις πληροφορίες που παίρνουμε από την επιστολή και οι οποίες μόνο με έμμεσο τρόπο μπορούν να μας οδηγήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Οι μαρτυρίες όμως αυτές κρίνονται ιδιαίτερα επισφαλείς3. Το κείμενο στο χειρόγραφο του Arezzo κατείχε την πέμπτη θέση μετά από τέσσερα έργα που ψευδεπιγράφως αποδίδονταν στον Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως απορρίπτεται ως συγγραφέας, διότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα μνημονευόταν στα ιστορικά ντοκουμέντα. Από τη στιγμή που απορρίφθηκε ο Ιουστίνος, η σκέψη των ερευνητών κινήθηκε ανάμεσα σε πολλούς συγγραφείς, χωρίς να επέλθει μία οριστική συμφωνία. Με βάση τη συνολική εικόνα που λαμβάνουμε από το σύγγραμμα, η επιστολή πρέπει να συντάχθηκε μεταξύ του 175 και 200.4 Ο συγγραφέας μέσα από την επιστολή διαφαίνεται να έχει γνώση της απολογίας του Αριστείδη τού Αθηναίου, αλλά και του έργου του Κλήμη Αλεξανδρείας ο οποίος προερχόταν από την Αθήνα, κάτι που ίσως να σημαίνει ότι ο συγγραφέας της απολογίας ήταν Αθηναίος, ενώ δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μαθητή του Αριστείδη ή του Αθηναγόρα ή ακόμα και διδάσκαλο του Κλήμεντος5.

Το έτερο σημείο της ιστορικής έρευνας περί της επιστολής, είναι το ποιος τελικώς ήταν ο αποδέκτης. Η επιστολή απευθύνεται προς κάποιο Διόγνητο με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές να θεωρούν πως αυτή αποδόθηκε στο δάσκαλο του Μάρκου Αυρηλίου. Όμως υπάρχουν και πολλοί σκεπτιστικές. Αφενός το όνομα Διόγνητος ήταν ένα αρκετά διαδεδομένο όνομα στην εποχή με αποτέλεσμα να υπάρχουν σε ιστορικά ντοκουμέντα περισσότεροι από 10 επίσημοι γνωστοί άνθρωποι που φέρουν το όνομα Διόγνητος, αφετέρου η αναφορά "κράτιστος Διόγνητος" υποστηρίζεται ότι πιθανώς αναφέρεται σε πρόσωπο που κατείχε επίσημη θέση. ’λλοι ερευνητές θεωρούν πως το Διόγνητος είναι μία γενική αναφορά προς κάθε ειδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τη στιγμή που μέσα από την επιστολή διαφαίνεται πως ο παραλήπτης έχει ζητήσει μία σχετική ενημέρωση περί της χριστιανικής διδασκαλίας, κάτι που δύσκολα μπορούμε να υποθέσουμε αν όντως συνέβη από το δάσκαλο του Αυρηλίου. Έτσι θα λέγαμε ότι είναι σχετικά επισφαλές να συμπεράνουμε στον ποιόν τελικά παραδόθηκε αυτή η επιστολή.

 

Γ. Το περιεχόμενο τής επιστολής

Στην εισαγωγή της επιστολής τίθενται επιγραμματικά τα ζητήματα τα οποία ο συγγραφέας πραγματεύεται κατά την ανάπτυξη της πραγματείας του. Έτσι αναφέρει πως σκοπό έχει να καταδείξει σε ποιόν Θεό πιστεύουν οι χριστιανοί, γιατί περιφρονούν τον κόσμο και το θάνατο, γιατί απορρίπτουν τους ξένους θεούς, ποια φιλοστοργία τρέφουν προς αλλήλους και για ποιο λόγο το σύστημα αυτό εισήλθε αργά στον κόσμο. Οι απαντήσεις αυτές δίνονται στο κείμενο, αλλά λόγω της έλλειψης κάποιων κομματιών, δε μπορούμε να λάβουμε όλες τις προεκτάσεις όπως ο συγγραφέας τις παρουσίασε.

Έτσι ξεκινά την ανάπτυξη της πραγματείας του επισημαίνοντας την αναξιότητα των εθνικών θεών, οι οποίοι είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα για τα οποία ακόμα και εθνικοί δεν αισθάνονταν υπερήφανοι. Οι Ιουδαίοι παρότι πιστεύουν στον ένα Θεό, ουσιωδώς λατρεύουν κατά τον ίδιο τρόπο με τους εθνικούς, προσφέροντας θυσίες και επιδεικνύοντας δεισιδαιμονικές τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τον υπερκόσμιο βίο των χριστιανών και θεωρεί πως οι χριστιανοί αποτελούν το "άλλο γένος", που προέρχεται από τον άλλο κόσμο. Για αυτό και η περιφρόνηση του θανάτου είναι φυσικό αποτέλεσμα αυτής της προέλευσης, αφού μέσω αυτών δρα η δύναμη του Θεού. Σε αυτό το σημείο ακολουθεί έκθεση περί της πίστεως των χριστιανών. Αυτή η πίστη για το συγγραφέα είναι κάτι το μυστηριώδες, το οποίο ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα διότι είναι θεϊκής προελεύσεως. Ο Θεός προ της ελεύσεως του Υιού διατηρούσε μυστηριώδη τη βουλή του και φερόταν σα να περιφρονούσε τον κόσμο, αποκάλυψε όμως το σχέδιο του αποστέλλοντας τον Υιό του, ο οποίος έκτισε το σύμπαν και απεστάλλη για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός, απαντώντας στις κατηγορίες του περιβάλλοντος περί νέας θρησκείας, δεν είναι νέα θρησκεία, αλλά παλαιά και η βάση της τοποθετείται από την εποχή του Μωυσή. Η εμφάνιση της θείας ενέργειας άργησε να εμφανιστεί στον άνθρωπο διότι έπρεπε να αισθανθεί η ανθρωπότητα την αναξιότητά της και να αποδεχτεί την βοήθεια του Θεού, όταν πια η αδικία και ο θάνατος είχαν φανερωθεί και κυριεύσει πλήρως. Στο επίλογο συνιστά στον αποδέκτη να δεχθεί την χριστιανική πίστη, διότι έτσι θα δοκιμάσει ανέκφραστη χαρά και θα καταστεί μιμητής του Θεού, αγαπώντας τον συνάνθρωπό του αφού "τότε μυστήρια Θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι Θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις"6.

 

Δ. Αξιολόγηση τής Επιστολής

Σκοπός του συγγραφέα ήταν να παρουσιάσει την ανωτερότητα της χριστιανικής πίστεως έναντι των υπολοίπων θρησκειών. Μία ανωτερότητα που ευρίσκει ο συγγραφέας στην ηθική, με αποτέλεσμα άξονας όλου του έργου να είναι η ηθικολογία. Για έργο του 2ου αιώνος η χριστολογία θεωρείται πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα να εικάζουμε πως πρόκειται για νεοφώτιστο χριστιανό7, αφού είναι εμφανές πως δεν του λείπει η φιλοσοφική μόρφωση, η φιλολογική ευαισθησία και το λογοτεχνικό ταλέντο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μιλάμε για ένα έξοχο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά πολύ φτωχό θεολογικά. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως τα μεγάλα προβλήματα της εκκλησίας της εποχής αγνοούνται αν και έχουμε σαφή νύξη για την ανάπτυξη του χριστιανισμού μέσω των δύσκολων συνθηκών της εποχής8. Η επιστολή θα λέγαμε πως παρουσιάζει ομοιότητες με το "Κήρυγμα του Πέτρου" και την απολογία του Αριστείδη. Παρόλα αυτά παρατηρούνται και διαφορές, όπως η έμφαση του χριστιανισμού ως το "άλλο γένος" και όχι ως "τρίτο γένος" που αναφέρεται στις προαναφερθείσες επιστολές, ενώ προτάσσεται η ηλικία του χριστιανισμού η οποία έχει τη βάση της από την εποχή του Μωυσή, μια σχεδόν κοινή γραμμή σε όλους τους απολογητές, που αγνοείται όμως από τον Αριστείδη.

Τέλος πρέπει να αναφερθεί, πως στην επιστολή επισυνάπτονται και δύο πρόσθετα κεφάλαια το 11 και 12. Η έρευνα έχει καταλήξει σήμερα πως αυτά είναι εμβόλιμα9 10, αφού το ύφος αλλάζει απότομα, η αναφορά φαίνεται να γίνεται προς το εσωτερικό της εκκλησίας και με στόχο πολλαπλούς παραλήπτες.

 

Ε. Υποσημειώσεις

1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 615

2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 615

3. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 619

4. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 619

5. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελίδα 619-620

6. Προς Διόγνητον 10

7. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίδα 310

8. Προς Διόγνητον 7, 8

9. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τομος Β΄, σελίδα 620

10. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελίδα 311.

 

ΣΤ. Βιβλιογραφία

Παναγιώτης Χρήστου, «Ελληνική Πατρολογία», Τόμος Β΄, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.

Στυλιανός Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Έκδοση Ιδιωτική, Αθήνα 2000.

 

2. Κείμενο και Μετάφραση τής προς Διόγνητον Επιστολής

Κείμενο Μετάφραση

Επιστολή ορώ, κράτιστε Διόγνητε, υπερεσπουδακότα σε την θεοσέβειαν τών Χριστιανών μαθείν και πάνυ σαφώς και επιμελώς πυνθανόμενον περί αυτών, τίνι τε θεώ πεποιθότες και πώς θρησκεύοντες αυτόν τον τε κόσμον υπερορώσι πάντες και θανάτου καταφρονούσι και ούτε τους νομιζομένους υπό τών Ελλήνων θεούς λογίζονται ούτε την Ιουδαίων δεισιδαιμονίαν φυλάσσουσι, και τίνα την φιλοστοργίαν έχουσι προς αλλήλους, και τι δη ποτε καινόν τούτο γένος ή επιτήδευμα εισήλθεν εις τον βίον νυν και ου πρότερον·

αποδέχομαί γε τής προθυμίας σε ταύτης και παρά τού θεού, τού και το λέγειν και το ακούειν ημίν χορηγούντος, αιτούμαι δοθήναι εμοί μεν ειπείν ούτως, ως μάλιστα αν ακούσαντά σε βελτίω γενέσθαι, σοι τε ούτως ακούσαι, ως μη λυπηθήναι τον ειπόντα.

II

1. ’γε δη, καθάρας σεαυτόν από πάντων τών προκατεχόντων σου την διάνοιαν λογισμών και την απατώσάν σε συνήθειαν αποσκευασάμενος και γενόμενος ώσπερ εξ αρχής καινός άνθρωπος, ως αν και λόγον καινού, καθάπερ και αυτός ωμολόγησας, ακροατής εσόμεονος· ίδε μη μόνον τοις οφθαλμοίς, αλλά και τη φρονήσει, τίνος υποστάσεως ή τίνος είδους τυγχάνουσιν, ους ερείτε και νομίζετε θεούς.

2. ουχ ο μεν τις λίθος εστίν, όμοιος τω πατουμένω, ό δ’ εστί χαλκός, ου κρείσσων τών εις την χρήσιν ημίν κεχαλκευμένων σκευών, ο δε ξύλον, ήδη και σεσηπός, ο δε άργυρος, χρήζων ανθρώπου τού φυλάξαντος, ίνα μη κλαπή, ο δε σίδηρος, υπό ιού διεφθαρμένος, ο δε όστρακον, ουδέν τού κατεσκευασμένου προς την ατιμοτάτην υπηρεσίαν ευπρεπέστερον;

3. ου φθαρτής ύλης ταύτα πάντα; ουχ υπό σιδήρου και πυρός κεχαλκευμένα; ουχ ο μεν αυτών λιθοξόος, ο δε χαλκεύς, ο δε αργυροκόπος, ο δε κεραμεύς έπλασεν; ου πριν ή ταις τέχναις τούτων εις την μορφήν τούτων εκτυπωθήναι, ην έκαστον αυτών εκάστω, έτι και νυν, μεταμεμορφωμένον; ου τα νυν εκ τής αυτής ύλης όντα σκεύη γένοιτ’ αν, ει τύχοι τών αυτών τεχνιτών, όμοια γενέσθαι τοις λοιποίς; ου κωφά πάντα; ου τυφλά; ουκ άψυχα; ουκ αναίσθητα; ουκ ακίνητα; ου πάντα σηπόμενα; ου πάντα φθειρόμενα;

5. Ταύτα θεούς καλείτε; τούτοις δουλεύετε; τούτοις προσκυνείτε, τέλεον δ’ αυτοίς εξομοιούσθε. 6. δια τούτο μισείτε Χριστιανούς, ότι τούτους ουχ ηγούνται θεούς; 7. υμείς γαρ αινείν νομίζοντες και οιόμενοι, ου πολύ πλέον αυτών καταφρονείτε; ου πολύ μάλλον αυτούς χλευάζετε και υβρίζετε, τους μεν λιθίνους και οστρακίνους σέβοντες αφυλάκτους, τους δε αργυρέους και χρυσούς εγκλείοντες ταις νυξί και ταις ημέραις φύλακας παρατιμαίς προσφέρειν, ει μεν αισθάνονται, κολάζετε μάλλον αυτούς· ει δε αναισθητούσιν, ελέγχοντες αίματι και κνίσαις αυτούς θρησκεύετε.

9. ταύθ’ υμών τις υπομεινάτω, ταύτα ανασχέσθω τις εαυτώ γενέσθαι. αλλά άνθρωπος μεν ουδέ εις ταύτης τής κολάσεως εκών ανέξεται, αίσθησιν γαρ έχει και λογισμόν· ο δε λίθος ανέχεται, αναισθητεί γαρ. Ουκ ουν την αίσθησιν αυτού ελέγχετε; 10. περί μεν ουν τού μη δεδουλώσθαι Χριστιανούς τοιούτοις θεοίς πολλά μεν αν και άλλα ειπείν έχοιμι· ει δε τινι μη δοκοίη καν ταύτα ικανά, περισσόν ηγούμαι και το πλείω λέγειν.

III

1. Εξής δε περί τού μη κατά τα αυτά Ιουδαίοις θεοσεβείν αυτούς οίμαι σε μάλιστα ποθείν ακούσαι.

2. Ιουδαίοι τοίνυν, ει μεν απέχονται ταύτης τής προειρημένης λατρείας, καλώς θεόν ένα τών πάντων σέβειν και δεσπότην αξιούσι φρονείν· ει δε τοις προειρημένοις ομοιοτρόπως την θρησκείαν προσάγουσιν αυτώ ταύτην, διαμαρτάνουσιν. 3. α γαρ τοις αναισθήτοις και κωφοίς προσφέροντες οι Έλληνες αφροσύνης δείγμα παρέχουσι, ταύθ’ ούτοι καθάπερ προσδεομένω τω Θεώ λογιζόμενοι παρέχειν μωρίαν εικός μάλλον ηγοιντ’ αν, ου θεοσέβειαν. 4. Ο γαρ ποιήσας τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς και πάσιν ημίν χορηγών, ων προσδεόμεθα, ουδενός αν αυτός προσδέοιτο τούτων ων τοις οιομένοις διδόναι παρέχει αυτός.

5. Οι δε γε θυσίας αυτώ δι’ αίματος και κνίσης και ταύταις ταις τιμαίς αυτόν γεραίρειν, ουδέν μοι δοκούσι διαφέρειν τών εις τα κωφά την αυτήν ενδεικνυμένων φιλοτιμίαν· τών μεν μη δυναμένοις τής τιμής μεταλαμβάνειν, τών δε δοκούντων παρέχειν τω μηδενός προσδεομένω.

IV

1. Αλλά μην το γε περί τας βρώσεις αυτών ψοφοδεές και την περί τα σάββατα δεισιδαιμονίαν και την τής περιτομής αλαζονείαν και την τής νηστείας και νουμηνίας ειρωνείαν, καταγέλαστα και ουδενός άξια λόγου, ου νομίζω σε χρήζειν παρ’ εμού μαθείν.

2. Το τε γαρ τών υπό τού θεού κτισθέντα παραδέχεσθαι, α δ’ ως άχρηστα και περισσά παραιτείσθαι θεού ως κωλύοντος εν τη τών σαββάτων ημέρα καλόν τι ποιείν, πώς ουκ ασεβές; 4. το δε και την μείωσιν τής σαρκός μαρτύριον εκλογής αλαζονεύεσθαι ως δια τούτο εξαιρέτως ηγαπημένους υπό θεού, πώς ου χλεύης άξιον;

5. Το δε παρεδρεύοντας αυτούς άστροις και σελήνη την παρατήρησιν τών μηνών και τών ημερών ποιείσθαι και τας οικονομίας θεού και τας τών καιρών αλλαγάς καταδιαιρείν προς τας αυτών ορμάς, ας μεν εις εορτάς, ας δε εις πένθη· τις αν θεοσεβείας και ουκ αφροσύνης πολύ πλέον ηγήσαιτο δείγμα;

6. Τής μεν ουν κοινής εικαιότητος και απάτης και τής Ιουδαίων πολυπραγμοσύνης και αλαζονείας ως ορθώς απέχονται Χριστιανοί, αρκούντως σε νομίζω μεμαθηκέναι· το δε τής ιδίας αυτών θεοσεβείας μυστήριον μη προσδοκήσης δύνασθαι παρά ανθρώπου μαθείν.

V

1. Χριστιανοί γαρ ούτε γη ούτε φωνή ούτε έθεσι διακεκριμένοι τών λοιπών εισιν ανθρώπων. 2. ούτε γαρ που πόλεις ιδίας κατοικούσι ούτε διαλέκτω τινί παρηλλαγμένη χρώνται ούτε βίον παράσημον ακούσιν.

3. Ου μην επινοία τινί και φροντίδι πολυπραγμόνων ανθρώπων μάθημα τούτ’ αυτοίς εστιν ευρημένον, ουδέ δόματος ανθρωπίνου προεστάσιν, ώσπερ ένιοι.

4. Κατοικούντες δε πόλεις ελληνίδας τε και βαρβάρους, ως έκαστος εκληρώθη, και τοις εγχωρίοις έθεσιν ακολουθούντες εν τε εσθήτι και διαίτη και τω λοιπώ βίω θαυμαστήν και ομολογουμένως παράδοξον ενδείκνυνται την κατάστασιν τής εαυτών πολιτείας.

5. Πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη.

6. Γαμούσιν ως πάντες, τεκνογονούσιν· αλλ’ ου ρίπτουσι τα γεννώμενα. 7. Τράπεζαν κοινήν παρατίθενται, αλλ’ ου κοίτην. 8. εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. 9. Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. 10. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους.

11. Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται. 12. αγνοούνται, και κατακρίνονται· θανατούνται, και ζωοποιούνται. 13. πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς· πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν.

14. Ατιμούνται, και εν ταις ατιμίαις δοξάζονται. Βλασφημούνται, και δικαιούνται. 15. Λοιδορούνται, και ευλογούσιν· υβρίζονται, και τιμώσιν. 16. Αγαθοποιούντες ως κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ως ζωοποιούμενοι.

17. Υπό Ιουδαίων ως αλλόφυλοι πολεμούνται και υπό Ελλήνων διώκονται· και την αιτίαν τής έχθρας ειπείν οι μισούντες ουκ έχουσιν.

VI

1. Απλώς δ’ ειπείν, όπερ εστίν σώματι ψυχή, τούτ’ εισίν εν κόσμω Χριστιανοί. 2. έσπαρται κατά πάντων τών τού σώματος μελών η ψυχή, και Χριστιανοί κατά τας τού κόσμου πόλεις. 3. Οικεί μεν εν τω σώματι ψυχή, ουκ έστι δε εκ τού σώματος· και Χριστιανοί εν κόσμω οικούσιν, ουκ εισί δε εκ τού κόσμου. 4. Αόρατος η ψυχή εν ορατώ φρουρείται τω κόσμω, αόρατος δε αυτών η θεοσέβεια μένει. 5. Μισεί την ψυχήν η σαρξ και πολεμεί μηδέν αδικουμένη, διότι ταις ηδοναίς κωλύεται·

Μισεί και Χριστιανούς ο κόσμος μηδέν αδικούμενος, ότι ταις ηδοναίς αντιτάσσονται. 6. Η ψυχή την μισούσαν αγαπά σάρκα και τα μέλη· και Χριστιανοί τους μισούντας αγαπώσιν. 7. Εγκέκλεισται μεν η ψυχή τω σώματι, συνέχει δε αυτή το σώμα· και Χριστιανοί κατέχονται μεν ως εν φρουρά τω κόσμω, αυτοί δε συνέχουσι τον κόσμον. 8. Αθάνατος η ψυχή εν θνητώ σκηνώματι κατοικεί· και Χριστιανοί παροικούσιν εν φθαρτοίς, την εν ουρανοίς αφθαρσίαν προσδεχόμενοι. 9. Κακουργουμένη σιτίοις και ποτοίς η ψυχή βελτιούται· και Χριστιανοί κολαζόμενοι καθ’ ημέραν πλεονάζουσι μάλλον. 10. Εις τοιαύτην αυτούς τάξιν έθετο ο θεός, ην ου θεμιτόν αυτοίς παραιτήσασθαι.

VII

1. Ου γαρ επίγειον, ως έφην, εύρημα τούτ’ αυτούς παρεδόθη, ουδέ θνητήν επίνοιαν φυλάσσειν ούτως αξιούσιν επιμελώς, ουδέ ανθρωπίνων οικονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται. 2. αλλ’ αυτός αληθώς ο παντοκράτωρ και παντοκτίστης και αόρατος θεός, αυτός απ’ ουρανών την αλήθειαν και τον λόγον τον άγιον και απερινόητον ανθρώποις ενίδρυσε και εγκατεστήριξε ταις καρδίαις αυτών·

ου, καθάπερ αν τις εικάσειεν, ανθρώποις υπηρέτην τινά πέμψας ή άγγελον ή άρχοντα ή τινα τών διεπόντων τα επίγεια ή τινα τών πεπιστευμένων τας εν ουρανοίς διοικήσεις, αλλ’ αυτόν τον τεχνίτην και δημιουργόν τών όλων, ω τους ουρανούς έκτισεν, ω την θάλασσαν ιδίοις ενέκλεισεν, ού τα μυστήρια πιστώς πάντα φυλάσσει τα στοιχεία, παρ’ ού τα μέτρα τών τής ημέρας δρόμων ο ήλιος είληφε φυλάσσειν, ω πειθαρχεί τα άστρα τω τής σελήνης ακολουθούντα δρόμω· ω πάντα διατέτακται και διώρισται και υποτέτακται, ουρανοί και τα εν ουρανοίς, γη και τα εν τη θάλασσα και τα εν τη θαλάσση, πυρ, αήρ, άβυσσος, τα εν ύψεσι, τα εν βάθεσι, τα εν τω μεταξύ· τούτον προς αυτούς απέστειλεν.

3. άρά γε, ως σώζων έπεμψεν, ως πείθων, ου βιαζόμενος· βία γαρ ου πρόσεστι τω ως αγαπών, ου κρίνων. 6. πέμψει γαρ αυτόν κρίνοντα· και τις αυτού την παρουσίαν υπουσίαν υποστήσεται;...

7παραβαλλομένους θηρίοις, ίνα αρνήσωνται τον κύριον, και μη νικωμένους; 8. ουχ οράς, όσω πλείονες κολάζονται, τοσούτω πλεονάζοντας άλλους;

9. Ταύτα ανθρώπου ου δοκεί τα έργα· ταύτα δύναμίς εστι θεού ταύτα τής παρουσίας αυτού δείγματα.

VIII

1. Τις γαρ όλως ανθρώπων ηπίστατο, τι ποτ’ εστί θεός πριν αυτόν ελθείν; 2. ή τους κενούς και ληρώδεις εκείνων λόγους αποδέχη τών αξιοπίστων φιλοσόφων, ων οι μεν τινες πυρ έφασαν είναι τον θεόν (ου μέλλουσι χωρήσειν αυτοί, τούτο καλούσι θεόν), οι δε ύδωρ, οι δ’ άλλο τι τών στοιχείων τών εκτισμένων υπό θεού; 3. Καίτοί γε, ει τις τούτων τών λόγων αποδεκτός εστι, δύανιτ’ αν και τών λοιπών κτισμάτων εν έκαστον ομοίως απροφαίνεσθαι θεό. 4. αλλά ταύτα μεν τερατεία και πλάνη τών γοήτων εστίν· 5. ανθρώπων δε ουδείς ούτε είδεν ούτε εγνώρισεν, αυτός δε εαυτόν επέδειξεν.

6. Επέδειξε δε δια πίστεως, ή μόνη θεόν ιδείν συγκεχώρηται. 7. ο γαρ δεσπότης και δημιουργός τών όλων θεός, ο ποιήσας τα πάντα και κατά τάξιν διακρίνας, ου μόνον φιλάνθρπος εγένετο, αλλά και μακρόθυμος. 8. αλλ’ ούτος ην μεν αεί τοιούτος και έστι, χρηστός και αγαθός και αόργητος και αληθής, και μόνος αγαθός εστιν·

9. εννοήσας δε μεγάλην και άφραστον έννοιαν ουν κατείχεν εν μυστηρίω και διετήρει την σοφήν αυτού βουλήν, αμελείν ημών και αφροντιστείν εδόκει· 11. επεί δε απεκάλυψε δια τού αγαπητού παιδός και εφανέρωσε τα εξ αρχής ητοιμασμένα, πάνθ’ άμα παρέσχεν ημίν και μετασχείν τών ευεργεσιών αυτού και ιδείν και νοήσαι, α τις αν πώποτε προσεδόκησεν ημών;

IX

1. Πάντ’ ουν ήδη παρ’ εαυτώ συν τω παιδί οικονομικώς, μέχρι μεν τού πρόσθεν χρόνου είασεν ημάς, ως εβουλόμεθα, ατάκτοις φοραίς φέρεσθαι, ηδοναίς και επιθυμίαις απαγομένους. ου πάντως εφηδόμενος τοις αμαρτήμασιν ημών, αλλ’ ανεχόμενος, ουδέ τω τότε τής αδικίας καιρώ συνευδοκών, αλλά τον νυν τής δικαιοσύνης δημιουργών, ίνα εν τω τότε χρόνω ελεγχθέντες εκ τών ιδίων έργων ανάξιοι ζωής νυν υπό τής τού θεού χρηστότητος αξιωθώμεν, και το καθ’ εαυτούς φανερώσαντες αδύνατον εισελθείν εις την βασιλείαν τού θεού τη δυνάμει τού θεού δυνατοί γενηθώμεν.

2. Επεί δε πεπλήρωτο μεν η ημετέρα αδικία και τελείως πεφανέρωτο, ότι ο μισθός αυτής κόλασις και θάνατος προσεδοκάτο, ήλθε δε ο καιρός, ον θεός πρέθετο λοιπόν φανερώσαι την εαυτού χρηστότητα και δύναμιν (ω τής υπερβαλλούσης φιλανθρωπίας και αγάπης τού θεού!), ουκ εμίσησεν ημάς ουδέ απώσατο ουδέ εμνησικάκησεν, αλλά εμακροθύμησεν, ηνέσχετο, ελεών αυτός τας ημετέρας αμαρτίας ανεδέξατο, αυτός τον ίδιον υιόν απέδοτο λύτρον υπέρ ημών, τον άγιον υπέρ ανόμων, τον άκακον υπέρ τών κακών, τον δίκαιον υπέρ τών αδίκων, τον άφθαρτον υπέρ τών θνητών.

3. Τι γαρ άλλο τας αμαρτίας ημών ηδυνήθη καλύψαι ή εκείνου δικαιοσύνη; 4. εν τίνι δικαιωθήναι δυνατόν τους ανόμους ημάς και ασεβείς ή εν μόνω τω υιώ τού θεού;

5. Ω τής γλυκείας ανταλλαγής, ω τής ανεξιχνιάστου δημιουργίας, ω τών απροσδοκήτων ευεργεσιών· ίνα ανομία μεν πολλών εν δικαίω ενί κρυβή, δικαιοσύνη δε ενός πολλούς ανόμους δικαιώση.

6. Ελέγξας ουν εν μεν τω πρόσθεν χρόνω το αδύνατον τής ημετέρας φύσεως εις το τυχείν ζωής, νυν δε τον σωτήρα δείξας δυνατόν σώζειν και τα αδύνατα, εξ αμφοτέρων εβουλήθη πιστεύειν ημάς τη χρηστότητι αυτού, αυτόν ηγείσθαι τροφέα, πατέρα, διδάσκαλον, σύμβουλον, ιατρόν, νουν, φως, τιμήν, δόξαν, ισχύν, ζωήν, περί ενδύσεως και τροφής μη μεριμνάν.

X

1. Ταύτην και συ την πίστιν εάν ποθήσης, και λάβης πρώτον μεν επίγνωσιν πατρός 2. ο γαρ θεός τους ανθρώπους ηγάπησε, δι’ ους εποίησε τον κόσμον, οις υπέταξε πάντα τα εν τη γη, οις λόγον έδωκεν, οις νουν, οις μόνοις άνω προς αυτόν οράν επέτρεψεν, ους εκ τής ιδίας εικόνος έπλασε, προς ους απέστειλε τον υιόν αυτού τον μονογενή, οις την εν ουρανώ βασιλείαν επηγγείλατο, και δώσει τοις αγαπήσασιν αυτόν.

3. Επιγνούς δε τίνος οίει πληρωθήσεσθαι χαράς; ή πώς αγαπήσεις τον ούτως προαγαπήσαντά σε;

4. Αγαπήσας δε μιμητής έση αυτού τής χρηστότητος. και μη θαυμάσης, ει δύναται θέλοντος αυτού.

5. Ου γαρ το καταδυναστεύειν τών πλησίον ουδέ το πλέον έχειν βούλεσθαι τών ασθενεστέρων ουδέ το πλουτείν και βιάζεσθαι τους υποδεεστέρους ευδαιμονείν εστιν, ουδέ εν τούτοις δύναταί τις μιμήσασθαι θεόν, αλλά ταύτα εκτός τής εκείνου μεγαλειότητος. 6. αλλ’ όστις το τού πλησίον αναδέχεται βάρος, ος εν ω κρείσσων εστίν έτερον τον ελαττούμενον ευεργετείν εθέλει, ος α παρά τού θεού λαβών έχει, ταύτα τοις επιδεομένοις χορηγών θεός γίνεται τών λαμβανόντων, ούτος μιμητής εστι θεού.

7. Τότε θεάση τυγχάνων επί τής γης, ότι θεός εν ουρανοίς πολιτεύεται, τότε μυστήρια θεού λαλείν άρξη, τότε τους κολαζομένους επί τω μη θέλειν αρνήσασθαι θεόν και αγαπήσεις και θαυμάσεις· τότε τής απάτης τού κόσμου και τής πλάνης καταγνώση, όταν το αληθώς εν ουρανώ ζην επιγνώς, όταν τού δοκούντος ενθάδε θανάτου καταφρονήσης, όταν τον όντως θάνατον φοβηθής, ος φυλάσσεται τοις κατακριθησομένοις εις το πυρ το αιώνιον, ό τους παραδοθέντας αυτώ μέχρι τέλους κολάσει.

8. Τότε τους υπομένοντας υπέρ δικαιοσύνης θαυμάσεις το πυρ το πρόσκαιρον και μακαρίσεις, όταν εκείνο το πυρ επιγνώς.

 

Τα ακολουθα δύο κεφάλαια είναι μεταγενέστερες προσθήκες:

XI

1. Ου ξένα ομιλώ ουδέ παραλόγως ζητώ, αλλά αποστόλων γενόμενος μαθητής γίνομαι διδάσκαλος εθνών· τα παραδοθέντα αξίως υπηρετώ γινομένοις αληθείας μαθηταίς. 2. τις γαρ ορθώς διδαχθείς και λόγω προσφιλής γενηθείς ουκ επιζητεί σαφώς μαθείν τα δια λόγου δειχθέντα φανερώς μαθηταίς, οις εφανέρωσεν ο λόγος φανείς, παρρησία λαλών, υπό απίστων μη νοούμενος, μαθηταίς δε διηγούμενος, οι πιστοί λογισθέντες υπ’ αυτού έγνωσαν πατρός μυστήρια; 3. ού χάριν απέστειλε λόγον, ίνα κόσμω φανή, ος υπό λαού ατιμασθείς, δια αποστόλων κηρυχθείς, υπό εθνών επιστεύθη. 4. ούτος ο απ’ αρχής, ο καινός φανείς και παλαιός ευρεθείς και πάντοτε νέος εν αγίων καρδίαις γεννώμενος. 5. ούτος ο αεί, ο σήμερον υιος λογισθείς, δι’ ού πλουτίζεται η εκκλησία και χάρις απλουμένη εν αγίοις πληθύνεται, παρέχουσα νουν, φανερούσα μυστήρια, διαγγέλουσα καιρούς, χαίρουσα επί πιστοίς, επιζητούσι δωρουμένη, οις όρια πίστεως ου θραύεται ουδέ όρια πατέρων παρορίζεται. 6. είτα φόβος νόμου άδεται, και προφητών χάρις γινώσκεται, και ευαγγελίων πίστις ίδρυται, και αποστόλων παράδοσις φυλάσσεται, και εκκλησίας χάρις σκιρτά. 7. ην χάριν μη λυπών επιγνώση, α λόγος ομιλεί δι’ ων βούλεται, ότε θέλει. 8. όσα γαρ θελήματι τού κελεύοντος λόγου εκινήθημεν εξειπείν μετά πόνου, εξ αγάπης τών αποκαλυφθέντων ημίν γινόμεθα υμίν κοινωνοί.

XII

1. Οις εντυχόντες και ακούσαντες μετά σπουδής είσεσθε, όσα παρέχει ο θεός τοις αγαπώσιν ορθώς, οι γενόμενοι παράδεισος τρυφής, πάγκαρπον ξύλον ευθαλούν ανατείλαντες εν εαυτοίς, ποικίλοις καρποίς κεκοσμημένοι. 2. εν γαρ τούτω τω χωρίω ξύλον γνώσεως και ξύλον ζωής πεφύτευται· αλλ’ ου το τής γνώσεως αναιρεί, αλλ’ η παρακοή αναιρεί. 3. ουδέ γαρ άσημα τα γεγραμμένα, ως θεός απ’ αρχής ξύλον γνώσεως και ξύλον ζωής εν μέσω παραδείσου εφύτευσε, δια γνώσεως ζωήν επιδεικνύς· ή μη καθαρώς χρησάμενοι οι απ’ αρχής πλάνη τού όφεως γεγύμνωνται. 4. ουδέ γαρ ζωή άνευ γνώσεως ουδέ γνώσις ασφαλής άνευ ζωής αληθούς· διο πλησίον εκάτερον πεφύτευται. 5. ην δύναμιν ενιδών ο απόστολος την τε άνευ αληθείας προστάγματος εις ζωήν ασκουμένην γνώσιν μεμφόμενος λέγει· Η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. 6. ο γαρ νομίζων ειδέναι τι άνευ γνώσεως αληθούς και μαρτυρουμένης υπό τής ζωής ουκ έγνω, υπό τού όφεως πλανάται, μη αγαπήσας το ζην. ο δε μετά φόβου επιγνούς και ζωήν επιζητών επ’ ελπίδι φυτευει, καρπόν προσδοκών. 7. ήτω σοι καρδία γνώσις, ζωή δε λόγος αληθής, χωρούμενος. 8. ού ξύλον φέρων και καρπόν αιρών τρυγήσεις αεί τα παρά θεώ ποθούμενα, ων όφις ουχ άπτεται ουδέ πλάνη συγχρωτίζεται· 9. και σωτήριον δείκνυται, και απόστολοι συνετίζονται, και το Κυρίου πάσχα προέρχεται, και καιροί συνάγονται και μετά κόσμου αρμόζονται, και διδάσων αγίους ο λόγος ευφαίνεται, δι’ ού πατήρ δοξάζεται· ω η δόξα εις τους αιώνας. αμήν.

Επειδή βλέπω, εξοχώτατε Διόγνητε, ότι έχεις πάρα πολύ φροντίδα να ΅άθης τη θεοσέβεια των χριστιανών και ζητάς πληροφορίες ξεκάθαρες και για κάθε ση΅είο της ζωής τους, σε τι Θεό πιστεύουν και πώς η θρησκεία που έχουν τους κάνει να παραβλέπουν τον παρόντα κόσ΅ο όλοι και να καταφρονούν το θάνατο και να θεωρούν ανύπαρκτους τους θεούς των ειδωλολατρών και να ΅η φυλάνε Ιουδαϊκούς τύπους, επειδή θέλεις να κατατοπισθής στα ΅υστικά της φιλοστοργίας που τρέφουν ΅εταξύ τους και να εξηγήσης πώς συνέβη αυτή η καινούργια τάξις ανθρώπων, αυτή η καινούρια ζωή να ανθίση στην οικου΅ένη τώρα ΅όλις και όχι πριν,

δέχο΅αι ευχάριστα τη δίψα σου αυτή και ζητώ από το Θεό, που χορηγεί σε ΅ας και το λόγο και την ακοή, να ΅ου δώση τη χάρη να σου ΅ιλήσω κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σε ιδώ να ανανήφης και να χαρώ πολύ πρώτος εγώ γι' αυτό.

II

Έλα, λοιπόν, αφού καθαρίσεις τη διάνοιά σου απ' όλους τους ΅ολυσ΅ούς που τη ΅όλυναν έως τώρα και τις απατηλές συνήθειες αφού πετάξης από πάνω σου, να γίνης απ' αυτή τη στιγ΅ή καινός άνθρωπος, προκει΅ένου να ΅αθητεύσης, όπως κι' ο ίδιος το ο΅ολόγησες, σε καινούρια διδασκαλία. ’νοιξε τα ΅άτια της ψυχής σου για να ίδης τι υπόστασι έχουν και τι λογης είναι οι θεοί που πιστεύετε και προσκυνητε. Από τι είναι κα΅ω΅ένοι;

 Ο ένας από πέτρα, ό΅οια ΅' εκείνες που πατά΅ε, ο άλλος από χαλκό όχι καλύτερον από εκείνον που φτιάχνου΅ε τα οικιακά σκεύη, ο άλλος από ξύλο που σαπίζει αργά ή γρήγορα, ο άλλος από ασή΅ι που χρειάζεται άνθρωπο να το φυλάη από την κλοπή, ο άλλος από σίδερο που η σκουριά το τρώει, ο άλλος από όστρακο, σε τίποτε ευπρεπέστερο από εκείνα που χρησι΅οποιούνται στις ποταπότερες ανάγκες.

Όλοι αυτοί οι θεοί είναι φτιαγ΅ένοι από φθαρτή ύλη. Το σίδερο και η φωτιά τους έκα΅ε. ’λλους ο γλύπτης, άλλους ο γύφτος, άλλους ο χρυσοχόος, άλλους ο αγγειοπλάστης τους δη΅ιούργησε. Πριν τους δουλέψουν τα χέρια αυών των τεχνιτών και τους δώσουν ΅ορφή, τι ήσαν;  Και τα σκευή που είναι φτιαγμένα από την ίδια ύλη μ' αυτούς τους θεούς, αν τα ξαναχύσουν οι τεχνίτες δεν τα φτιάχνουν κι αυτά θεούς; Κι οι τωρινοί θεοί δεν μπορεί να γίνουν στα χέρια των ιδίων τεχνιτών σκεύη οικιακά; Οι θεοί αυτοί δεν είναι όλοι κουφοί; Όλοι τυφλοί; Όλοι άψυχοι; Όλοι αναίσθητοι; Όλοι ακίνητοι; Όλοι φθαρτοί;

Αυτά τα ξόανα τα ονομάζετε θεούς, τα υπηρετείτε ως δούλοι, τα προσκυνείτε και τ' αντιγράφετε στη ζωή σας. Μισείτε τους χριστιανούς, διότι δεν τα πιστεύουν για θεούς. Κι όμως, σεις που θαρρείτε ότι τα λατρεύετε, τα καταφρονείτε περισσότερο από τους χριστιανούς. Τα χλευάζετε και τα υβρίζετε περισσότερο από μας, όταν όσα απ' αυτά είναι πέτρινα και οστράκινα τ' αφήνετε αφύλαχτα κι όσα είναι ασημένια ή χρυσά τα διπλοκλειδώνετε και τους βάζετε νύχτα μέρα φύλακες για να μη κλαπούν. Και με τις τιμές που τους προσφέρετε, αν μεν αισθάνονται, τα στενοχωρείτε μάλλον παρά τα ευχαριστείτε κι αν είναι αναίσθητα κυττάτε να τα ξυπνήσετε με αίματα και κνίσες.

Ας τα υπομείνει κανείς από σας κάτι τέτοια, ας βάλη τον εαυτό του στη θέση εκείνων. Αλλά δεν θα βρεθεί βέβαια άνθρωπος να ανεχθή τέτοια τιμωρία, διότι έχει αίσθηση και λογικό. Ενώ η πέτρα την ανέχεται, επειδή είναι πράγμα αναίσθητο. Έτσι. λοιπόν, δεν υποτείνεσθε στην αίσθηση της πέτρας ούτε την αποδείχνετε. Για το ότι, λοιπόν, οι χριστιανοί δεν μπορούν να υποδουλωθούν σε τέτοιους θεούς πολλά άλλα θα είχα να πω. Αλλά μετά όσα είπα ήδη αν κανείς τα θεωρή λίγα, περιττεύει κάθε παρά πέρα λόγος.

III

Κατόπιν ποθείς διακαώς να μάθης, όπως νομίζω, γιατί οι χριστιανοί δεν θρησκεύονται όμοια με τους Ιουδαίους.

Οι Ιουδαίοι, είναι αλήθεια, ότι δεν μετέχουν στην ίδια λατρεία που, προανέφερα. Σωστά ομολογούν κι αναγνωρίζουν έναν Θεό και Δεσπότη. Αλλά ομοιότροπα με τους ειδωλολάτρες του εκδηλώνουν τη λατρεία τους κι αυτό είναι η πλάνη τους. Οι εθνικοί με τις τιμές που προσφέρουν στ' αναίσθητα και κουφά είδωλα δείχνουν την αφροσύνη τους. Ανάλογη μωρία δείχνουν και οι ιουδαίοι όταν προσφέρουν τις ίδιες τιμές στον Θεό σαν να είχε ανάγκη απ' αυτές. Διότι ο ποιήσας τον ουρανό και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, αυτός που μας τα χορηγεί όλα όσα έχουμε ανάγκη, τίποτε δεν χρειάζεται ο ίδιος και ο ίδιος δίνει εκείνα που του προσφέρουν οι πλανεμένοι ιουδαίοι.

Του προσφέρουν θυσίες μ' αίμα και κνίσα και ολοκαυτώματα και θαρρούν ότι έτσι τον γεραίρουν και τον τιμούν, μοιάζοντας ακριβώς μ' εκείνους που δείχνουν την ίδια προθυμία στ' άψυχα είδωλα. Οι μεν προσφέρουν σε ψεύτικους θεούς, που δεν μπορούν ν' απολαύσουν τα προσφερόμενα, οι δε προσφέρουν στον Θεό πράγματα που δεν τα έχει ανάγκη.

IV

Εξ άλλου δεν νομίζω ότι περιμένεις από μένα να μάθης πόσο καταγέλαστα και τιποτένια πράγματα είναι η περίφοβη λεπτολογία τους ως προς τα φαγητά, η δεισιδαιμονία τους για τα Σάββατα, η αλαζονεία της περιτομής, η ειρωνεία της νηστείας, και νουμηνίας.

Δεν είναι ασέβεια τάχα να παραδέχονται απ' όσα έχτισε ο Θεός για να τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ορισμένα ως καλά και ορισμένα να μη τ' αγγίζουν καν ως άχρηστα και περιττά; Πώς δεν είναι ασέβεια να λένε ότι τάχα ο Θεός απαγορεύει την αγαθοεργία κατά το Σάββατο; Και πώς να μη τους κατηγορήσει κάνεις όταν περηφανεύονται για λίγη κομμένη σάρκα, θεωρώντας αυτό το πράγμα ως σημάδι της εκλογής τους από τον Θεό;

Και όταν τους βλέπει κανείς να παραφυλάνε τ' άστρα και ο φεγγάρι για να ορίζουν σύμφωνα με τις τροχιές των ουρανίων σωμάτων τους μήνες και τις μέρες και να παίρνουν από τη θεία οικονομία, που υπάρχει μέσα στη φύση κι από τις αλλαγές των εποχών αυθαίρετες διαιρέσεις σύμφωνες με τις διαθέσεις που έχουν κάθε φορά κι έτσι άλλοτε να γιορτάζουν κι άλλοτε να πενθούν, ποιος θα τα πη αυτά τα πράγματα δείγματα θεοσέβειας κι χι αφροσύνης;

Νομίζω, λοιπόν, ότι κατάλαβες αρκετά γιατί έχουν δίκιο οι χριστιανοί να στέκονται μακριά τόσο από την ειδωλολατρική χοντροκοπιά και απάτη όσο και από την πολυπραγμοσύνη και την αλαζονεία των ιουδαίων. Όσο για το το μυστήριο της δικής τους θεοσέβειας μη περιμένης να το μάθης από άνθρωπο.

V

Διότι οι χριστιανοί ούτε από τον τόπο που κατοικούν ούτε από τη γλώσσα που μιλούν ούτε από την εξωτερική ζωή τους διακρίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους. Ούτε πόλεις ιδιαίτερες έχουν ούτε διάλεκτο ξεχωριστή ούτε ζωή κάνουν φανταχτερή.

Η θρησκεία τους είναι κάτι που δεν το επινόησε ανθρώπινο μυαλό και δεν το καθίδρυσε ανθρώπινη φροντίδα ούτε ανθρώπινη ιδεολογία ακολουθούν όπως ορισμένοι φιλοσοφούντες.

Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, που έλαχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες στα φορέματα και στο φαγητό και στον υπόλοιπο βίο κι όμως η πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστή και ομολογουμένως παράδοξη.

Πατρίδα τους έχουν κι αυτοί ένα ορισμένο τόπο, αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα ως πολίται και όλα τα υπομένουν ως ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος.

Παντρεύονται όπως όλοι, κάνουν παιδιά, αλλά δεν τ' απορίχνουν. Κάθονται σε κοινό τραπέζι, αλλά δεν έχουν κοινή κοίτη. Εν σαρκί βρίσκονται, αλλά ζουν ου κατά σάρκα. Στη γη περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Υπακούουν στους νόμους του κράτους, αλλά με τη ζωή τους νικούν τους νόμους.

Αγαπούν όλους και όλοι τους καταδιώκουν. Δεν τους ξέρουν και όμως τους καταδικάζουν τους θανατώνουν και ζωοποιούνται. Πτωχεύουν και πλουτίζουν πολλούς. Από όλα στερούνται και όλα τα έχουν περίσσια.

Ατιμώνται και η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται και βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδορούνται και ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Αγαθοποιούν και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Τιμωρούνται και χαίρουν ως ζωοποιούμενοι.

Οι ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλοφύλους και οι ειδωλολάτραι τους διώκουν και όλοι αυτοί που τους μισούν δεν ξέρουν την αιτία της έχθρας τους.

VI

Και για να το πούμε απλούστερα, ό,τι είναι στο σώμα η ψυχή, αυτό είναι στον κόσμο οι χριστιανοί. Είναι απλωμένη σε όλα τα μέλη του σώματος η ψυχή και οι χριστιανοί είναι κατάσπαρτοι στην οικουμένη. Η ψυχή κατοικεί μέσα στο σώμα, αλλά δεν είναι του σώματος. Και οι χριστιανοί κατοικούν μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι του κόσμου. Αόρατη η ψυχή, φρουρείται μέσα στο ορατό σώμα. Και οι χριστιανοί, ξέρουμε όλοι ότι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, αλλά η θεοσέβειά τους μένει αόρατη. Μισεί την ψυχή η σάρκα και την πολεμά ενώ σε τίποτε δεν την αδικεί η ψυχή, μόνο και μόνο διότι την εμποδίζει να ριχθή στις ηδονές.

Μισεί και τους χριστιανούς ο κόσμος ενώ σε τίποτε οι χριστιανοί δεν τον αδικούν, μόνο και μόνο διότι αντιτάσσονται στις ηδονές. Η ψυχή αγαπά τη σάρκα και τα μέλη της που την μισούν. Και οι χριστιανοί αγαπούν εκείνους από τους οποίους μισούνται. Η ψυχή είναι φυλακισμένη στο σώμα, αλλά το συγκρατεί αυτή στη ζωή. Και οι χριστιανοί είναι δεσμώτες του κόσμου, αλλά ο κόσμος ζη χάρη σ' αυτούς. Αθάνατη είναι η ψυχή και κατοικεί σε θνητό σκήνωμα. Και οι χριστιανοί περνούν μέσα από τη φθορά κατευθυνόμενοι προς την ουράνια αφθαρσία. Με νηστεία και δίψα του σώματος η ψυχή βελτιώνεται. Και οι χριστιανοί τιμωρούμενοι καθημερινά γίνονται περισσότεροι. Διότι ο Θεός τους κάλεσε σε ζωή, από την οποία τους είναι αδύνατο πια να παραιτηθούν.

VII

Δεν είναι επίγειο, καθώς είπα, εύρημα η πίστις που τους δόθηκε ούτε βάλθηκαν να φυλάνε θνητό επινόημα κι ανθρώπινη θρησκεία. Αλλ' ο ίδιος αληθινά ο παντοδύναμος και κτίστης των πάντων και αόρατος Θεός φύτεψε στις  καρδιές των ανθρώπων και καλλιεργεί την ουράνια αλήθεια και τον λόγο τον άγιο και αχώρετο στον νου.

Και δεν έστειλε, όπως είναι φυσικό να σκεφθή κανείς, στους ανθρώπους κάποιον υπηρέτη από τις ασώματες δυνάμεις, που διέπουν τα επίγεια και κρατούν την ουράνια τάξη, αλλά τον Ίδιο τον τεχνίτη και δημιουργό των πάντων. Εκείνον για τον Οποίον και μέσω του Οποίου έκτισε το στερέωμα και μάνδρωσε τη θάλασσα με τις ακρογιαλιές, του Οποίου τα μυστήρια φυλάγονται πιστά από όλα τα στοιχεία της φύσεως, από τον Οποίον προστάχθηκε ο ήλιος να ακολουθή τις τροχιές του, στον Οποίον πειθαρχεί το φεγγάρι βγαίνοντας τις νύχτες, στον οποίον υπακούουν τα άστρα ακολουθώντας τον δρόμο του φεγγαριού. Εκείνον, στον Οποίον και για τον Οποίον έχουν συναρμολογηθή τα πάντα και καθορισθή και υποταχθή, οι ουρανοί και όσα είναι τους ουρανούς, η γη και όσα είναι στη γη, η θάλασσα και όσα είναι στη θάλασσα, η φωτιά, ο αέρας, η άβυσσος, όσα είναι σε ύψη, όσα είναι σε βάθη και όσα βρίσκονται ανάμεσα.

Εκείνον έστειλε στους ανθρώπους. Και τον έστειλε τάχα, όπως είναι φυσικό να συλλογισθή κανείς, για να προξενήση έτσι φόβο, κατάπληξη και συμμάζεμα;

Κάθε άλλο! Ίσα-ίσα με επιείκεια και πραότητα ο βασιλεύς έστειλε τον βασιλέα Υιό του, τον έστειλε ως Θεό αλλά και ως άνθρωπο στους ανθρώπους, τον έστειλε ως σωτήρα, τον έστειλε για να πείση κι όχι να εκβιάση. Διότι η βία δεν ταιριάζει στον Θεό. Τον έστειλε για να καλέση, όχι για να καταδιώξη. Τον έστειλε από αγάπη κι όχι για να κρίνη. Θα τον ξαναστείλη για να κρίνη και τότε την παρουσία του ποιος θα την βαστάξη;...

Δεν βλέπεις τους χριστιανούς να ρίχνονται στα θηρία για ν' αρνηθούν τον Κύριο και όμως να μη νικώνται; Δεν βλέπεις ότι όσο περισσότεροι τιμωρούνται, τόσο περισσότεροι γίνονται;

Αυτά δεν είναι ανθρώπινα φαινόμενα. Αυτά εξηγούνται μονάχα με τη δύναμη του Θεού. Αυτά είναι φανερώματα της ίδιας του της παρουσίας.

VIII

Ποιος από τους ανθρώπους θα μπορούσε να γνωρίζη στο βάθος τι είναι ο Θεός, πριν ο Χριστός έλθη; παραδέχεσαι τα κούφια λόγια των σπουδαίων φιλοσόφων, που μοιάζουν με παραληρήματα, όταν άλλοι απ' αυτούς είπαν ότι ο Θεός είναι πυρ (εκεί που θα πήγαιναν οι ίδιοι, αυτό το ονόμασαν θεό), άλλοι νερό κι άλλοι διάφορα άλλα στοιχεία, τα όποια ακριβώς κτίσθηκαν από τον Θεό; Μα αν κάποια απ' αυτές τις θεωρίες γίνη αποδεκτή, τότε με το ίδιο δικαίωμα μπορούμε να πούμε ότι είναι Θεός και ένα οποιοδήποτε άλλο κτίσμα. Αλλά, βέβαια, όλα αυτά είναι ταχυδακτυλουργίες και καμώματα απατεώνων θαυματοποιών. Κανείς άνθρωπος ούτε είδε ούτε γνώρισε τον Θεό, αλλ' ο Θεός ο ίδιος φανέρωσε τον εαυτό του. Και τον φανέρωσε δια της πίστεως.

Μονάχα με την πίστη μας έχει δοθή ο τρόπος να βλέπουμε τον Θεό. Ο δεσπότης και δημιουργός των όλων Θεός, που έφτιαξε τα πάντα και τα ξεχώρισε σε είδη, δεν υπήρξε μόνο φιλάνθρωπος, αλλά και μακρόθυμος. Αλλά και ήταν ανέκαθεν τέτοιος και είναι και θα είναι χρηστός και αγαθός και ανόργιστος και αληθινός, και μόνος αγαθός είναι. Κι αφού εννόησε κάποια μεγάλη και ανείπωτη έννοια, την ανακοίνωσε μονάχα στον υιό του.

Και όσο διάστημα φύλαγε μέσα σε μυστήριο και κρατούσε κρυφή τη σοφή του απόφαση, φαινόταν πως αμελούσε και δεν φρόντιζε για μας. Μα όταν απεκάλυψε μέσω του αγαπητού του παιδιού και φανέρωσε εκείνα που είχε από την αρχή ετοιμασμένα, όλα μονομιάς μας τα χάρισε, δηλαδή και να μετέχουμε στις ευεργεσίες του και να δούμε και να εννοήσουμε εκείνα που κανείς έως τότε δεν είχε ούτε καν φαντασθή.

IX

Αφού, λοιπόν, είχε καταστρώσει το σχέδιο της θείας οικονομίας με τον Υιό του, έως χθες μας άφηνε να παίρνουμε τον κατήφορο της απιστίας, που τόσο τον θέλαμε, παρασυρμένοι από ηδονές και επιθυμίες. Όχι βέβαια διότι αρεσκόταν στις αμαρτίες μας, αλλά τις ανεχόταν. Δεν συνευδοκούσε σ' εκείνη την εποχή της αδικίας, αλλά δημιουργούσε την τωρινή εποχή της δικαιοσύνης, ώστε έχοντας αποδειχθή τον πρώτο καιρό από τα ίδια μας τα έργα ως ανάξιοι της ζωής, τώρα ν' αξιωθούμε τη χρηστότητα του Θεού κι αφού στον ίδιο τον εαυτό μας βεβαιωθούμε για το πόσο αδύνατο ήταν να μπούμε στη βασιλείαν του Θεού, τώρα με τη δύναμη του Θεού να μπούμε σ' αυτή.

Η αδικία μας είχε αποκορυφωθή και συμπληρωθή. Είχε γίνει κατάδηλο ότι το κατάντημα μας δεν μπορούσε να είναι άλλο από την κόλαση και τον θάνατο. Αλλά ήλθε η ώρα που ο Θεός είχε προορίσει για να φανέρωση τη χρηστότητα και τη δύναμή του (ω απροσμέτρητη φιλανθρωπία και αγάπη του Θεού!). Δεν μας μίσησε, δεν μας απεδοκίμασε, δεν μνησικάκησε. Αλλά μακροθύμησε, ανέχθηκε και μέσα στο έλεός του επωμίσθηκε ο ίδιος τις αμαρτίες μας, δίνοντας τον υιό του λύτρο για μας, τον άγιο υπέρ των ανόμων, τον άκακο υπέρ των κακών, τον δίκαιον υπέρ των αδίκων, τον άφθαρτο υπέρ των φθαρτών, τον αθάνατο υπέρ των θνητών.

Διότι τι άλλο μπόρεσε να καλύψη τις αμαρτίες μας παρά η δικαιοσύνη εκείνου; Πάνω σε ποιόν θα μπορούσαμε να δικαιωθούμε εμείς οι άνομοι και ασεβείς παρά μονάχα πάνω στον Υιό του Θεού;

Ω γλυκύ αντάλλαγμα, ω ανεξιχνίαστη δημιουργία, ω απροσδόκητες ευεργεσίες! Η ανομία των πολλών να κρυβή από ένα δίκαιον, η δικαιοσύνη ενός να δικαίωση πολλούς ανόμους.

Αφού μας έκανε ο Θεός να δούμε προτύτερα πόσο αδύνατο στη φύση μας ήταν να πετύχουμε τη ζωή και τώρα μας χάρισε σωτήρα που μπορεί να μας λύτρωση όντας απολύτως αδύνατο να σωθούμε μόνοι μας, και από τα δύο αυτά θέλησε να πιστεύουμε τη χρηστότητά του και να τον αναγνωρίζουμε τροφέα, πατέρα, διδάσκαλο, σύμβουλο, ιατρό, νου, φως, τιμή, δόξα, δύναμη, ζωή, χωρίς να μεριμνάμε για το τι θα ντυθούμε και τι θα φάμε.

X

 Αυτή την πίστη αν ποθήσης και συ, θα απόκτησης πρώτα-πρώτα την επίγνωση τού Πατρός. Διότι ο Θεός τους ανθρώπους αγάπησε, για τους όποιους έχτισε τον κόσμο,  στους οποίους υπέταξε όλα όσα είναι πάνω στη γη, στους οποίους έδωσε λόγο και. νου, τους οποίους μόνους αξίωσε να βλέπουν προς τα άνω, προς τον ίδιο, τους οποίους έπλασε από την ίδια του την εικόνα, προς τους οποίους απέστειλε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, στους οποίους υποσχέθηκε την ουράνια βασιλεία και θα τους τη χαρίση αν τον αγαπήσουν.

Όταν πάρης επίγνωσι όλων αυτών, δεν ξέρεις τι χαρά θα νοιώσης. Και πως θ' αγαπήσης εκείνον που τόσο σ' αγάπησε πριν από τους αιώνες!

Αλλά αγαπώντας τον θα γίνης μιμητής της χρηστότητάς του. Και μην απορήσης για το ότι ο άνθρωπος μπορεί και γίνεται μιμητής του Θεού. Μπορεί, διότι θέλει ο Θεός.

Δεν μιμείται τον Θεό εκείνος που καταδυναστεύει τους διπλανούς του, εκείνος που τους εκμεταλλεύεται, εκείνος που πλουτεί εις βάρος τους, εκείνος που τους πατεί με το πέλμα του. Όλα αυτά είναι έξω από τη θεία μεγαλειότητα. Αλλά μιμητής του Θεού είναι εκείνος που σηκώνει το βάρος του διπλανού του, που ευεργετεί τους αδυνάτους, που παίρνοντας από τον Θεό χορηγεί σ' όσους έχουν ανάγκη και γίνεται σαν θεός τους.

Τότε θα δης, ενώ θα είσαι στη γη, τον Κύριο του ουρανού, τότε θ' αρχίσης να λαλής τα μυστήρια του Θεού, τότε θ' αγαπήσης και θα θαυμάσης αυτούς που τόσα υποφέρουν για να μη τον αρνηθούν. Τότε θα καταλάβης. την απάτη και την πλάνη του κόσμου, όταν νοιώσης την ουράνια ζωή, όταν καταφρονήσης τον φαινομενικό εδώ κάτω θάνατο, όταν φοβηθής τον πραγματικό θάνατο, που επιφυλάσσεται σ' όσους πρόκειται να καταδικασθούν στο πυρ το αιώνιο, στη φωτιά που έως το τέλος θα καίη, εκείνους που θα της παραδοθούν.

Τότε θα θαυμάσης αυτούς που υπομένουν για τη δικαιοσύνη το πρόσκαιρο πυρ και θα τους μακαρίσης, όταν καταλάβης εκείνο το πυρ τι πράγματι είναι.

Δημιουργία αρχείου: 23-6-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 23-6-2021.

ΕΠΑΝΩ