Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά

Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: Η πρώτη συνάντησή μου με τον Γέροντα Σωφρόνιο * Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: Ο Θεολόγος της Υποστατικής Αρχής στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας * Θεολογία τού ονόματος και τής εικόνας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού * Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου * Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες Εικόνες

Ο άγιος Σωφρόνιος ο Αγιορείτης όπως τον γνώρισα

Πτυχές τής πνευματικής του ζωής

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" τεύχος 280. Νοέμβριος 2019.

Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr

 

 

Προδημοσίευση ενός κεφαλαίου από το νέο βιβλίο με τίτλο «Ο άγιος Σωφρόνιος, ο αγιορείτης και ησυχαστής», περίπου 550 σελίδων μεγάλου μεγέθους που θα κυκλοφορήση λίαν προσεχώς.

 

Ο άγιος Σωφρόνιος είναι από τους ανθρώπους εκείνους για τους οποίους μπορεί κανείς να ομιλή για πολλά χρόνια. Από τότε που είχα την μεγάλη ευλογία από τον Θεό να τον γνωρίσω, ομιλούσα και έγραφα γι’ αυτόν, και διάφορα κείμενά μου δημοσιεύθηκαν σε βιβλία μου. Με επηρέασε πολύ στην θεολογική και ιερατική μου ζωή. Αλλά πέρα από τα κατά καιρούς άρθρα έγραψα ένα βιβλίο με τίτλο "Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ" στο οποίο προσπάθησα να περιγράψω την προσωπικότητά του και τον προφορικό του λόγο. Όμως, η μορφή του είναι ανεξάντλητη και δεν μπορώ να ισχυρισθώ ότι παρουσίασα στην ολότητα τον άγιο Σωφρόνιο, την θεολογία και την ζωή του με κάποια κείμενα που έγραψα έως τώρα.

Ο άγιος Σωφρόνιος ομιλούσε συνεχώς για το πρόσωπο - υπόσταση τού Θεού και τού ανθρώπου και όλη η θεολογία του υφαινόταν γύρω από αυτό το σπουδαίο θέμα. Και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος, ύστερα από μια αναζήτηση τού απρόσωπου Θεού στην ινδουϊστική φιλοσοφία, συνάντησε τον Θεό στο Πρόσωπο τού Χριστού, μέσα στο άκτιστο Φως, είδε ότι ο Θεός είναι πρόσωπο και έτσι το θέμα αυτό κατέχει κεντρικό ρόλο στην θεολογία του.

Στην παρούσα συνάντηση θα προσπαθήσω να παρουσιάσω μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής ζωής του, η οποία είχε μεταμορφωθή από την ευπρεπεστάτη αλλοίωση τού Θεού.

 

1. Θεολόγος και Πατέρας

Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, θεολόγος είναι εκείνος που γνώρισε εμπειρικά τον Θεό, και στην συνέχεια ομιλεί γι’ Αυτόν. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες τής Εκκλησίας, όλοι οι Θεόπτες, που λέγονται θεούμενοι. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεολόγοι είναι όσοι έδωσαν εξετάσεις και πέρασαν στην θεωρία - θέα τού Θεού, αφού προηγουμένως καθαρίσθηκαν στην ψυχή και την καρδία, ή το μετριώτατον όσοι καθαίρονται. Οι άλλοι, που γνωρίζουν τον Θεό από την φαντασία τους και τους στοχασμούς τους, είναι «αυτοχειροτόνητοι θεολόγοι».

Επίσης, Πατέρας, κατά τον Απόστολο Παύλο, είναι εκείνος που γεννά πνευματικά παιδιά. Ο ίδιος είπε στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας∙ εν γαρ Χριστώ Ιησού δια τού ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α΄ Κορ. δ΄ 15).

Η θεολογία συνδέεται στενά με την πνευματική πατρότητα, και δεν νοείται το ένα ανεξάρτητο από το άλλο. Όποιος είναι θεολόγος, με την πατερική έννοια τού όρου που ήδη προσδιορίσθηκε, γίνεται πόλος έλξεως πολλών ανθρώπων, οι οποίοι αναγεννώνται από τον θεολογικό του λόγο και έτσι αυτός γίνεται πνευματικός τους πατέρας.

Ο άγιος Σωφρόνιος υπάγεται σε αυτήν την κατηγορία τών ανθρώπων. Όπως φαίνεται στα κείμενά του, είδε πολλές φορές στην ζωή του το άκτιστο Φως, που είναι η ενέργεια τής Θεότητος τού Τριαδικού Θεού, αλλοιώθηκε ολοκληρωτικά από την άκτιστη θεία ενέργεια και έγινε πραγματικός θεολόγος μέσα στην Εκκλησία. Γνώρισε τις αλήθειες τής πίστεώς μας όχι απλώς από την μελέτη θεολογικών βιβλίων, ούτε από τις μελέτες πατερικών έργων, αλλά από την ίδια την εμπειρία του.

Έτσι, ο λόγος του ήταν αναγεννητικός. Χιλιάδες άνθρωποι λάμβαναν έναν λόγο του και τρέφονταν πνευματικά σε όλη τους την ζωή και αυτός ο λόγος τους αναγεννούσε στην χριστιανική ζωή. Το σπουδαίο είναι ότι τον λόγο του τον δέχονταν και άνθρωποι που δεν ήταν μόνον μοναχοί, ούτε ακόμη και Ορθόδοξοι, όμως όλοι αυτοί αγάπησαν την Ορθοδοξία, έγιναν τίμια μέλη της. Κάθε φορά που συναντούσε κανείς τον άγιο Σωφρόνιο άκουγε έναν θεολογικό του λόγο και άνοιγε ολόκληρη η ύπαρξή του. Ο θεολογικός του λόγος ήταν στην πραγματικότητα θαυματουργικός και συνδύαζε στενά την θεολογία με την πνευματική πατρότητα.

 

2. Ησυχαστής και λειτουργός

Η ορθόδοξη ησυχία είναι μια ολόκληρη επιστήμη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος ελέγχει τους λογισμούς του και δεν τους επιτρέπει να γίνουν επιθυμία και πράξη, δηλαδή να μην εισέρχωνται μέσα στην καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να επηρεάζεται το επιθυμητικό τού ανθρώπου από το λογιστικό του, αλλά στο επιθυμητικό και το θυμικό να υπάρχη αδιάλειπτα το όνομα τού Χριστού, οπότε αγαπά τον Χριστό και φροντίζει να τηρή το θέλημά Του, τις εντολές Του, ενώ στο λογιστικό πρέπει να παραμένουν οι λογισμοί, προκειμένου να αντιμετωπίζη ο άνθρωπος διάφορα θέματα στην κοινωνική του ζωή. Η ησυχία λέγεται και νήψη, και την συναντάμε στα κείμενα τών Αποστόλων. Οπότε, ολόκληρη η ευαγγελική ζωή είναι νηπτική και ησυχαστική ζωή. Για την νήψη κάνουν λόγο οι Απόστολοι στις επιστολές τους.

Κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής είναι η θεία Λειτουργία, στην οποία ο άνθρωπος προσεύχεται στον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό και κοινωνεί τού Σώματος και τού Αίματός Του. Την αναίμακτη Μυσταγωγία ο Χριστός την προσφέρει ως μέγας Αρχιερεύς, αφού ο Ίδιος θυσιάσθηκε για το ανθρώπινο γένος και θυσιάζεται σε κάθε θεία Λειτουργία για να ζήση ο άνθρωπος. Δεν νοείται ορθόδοξος Χριστιανός αν δεν συμμετέχη πραγματικά και ουσιαστικά στην θεία Κοινωνία.

Είναι επόμενο ότι συνδυάζεται στενά η ορθόδοξη ησυχία με την θεία Λειτουργία, αφού η ησυχία έχει αναφορά στην θεία Ευχαριστία, όπως άλλωστε και όλη η εκκλησιαστική ζωή και τα Μυστήρια, αλλά και η θεία Λειτουργία μετέχεται πραγματικά από εκείνον που έχει τις ορθόδοξες ησυχαστικές προϋποθέσεις. Πρέπει κανείς να ζη ασκητικά καθ’ όλη την εβδομάδα, για να μπορέση να ζήση λειτουργικά την ημέρα τής Κυριακής.

Στον άγιο Σωφρόνιο συνδυάζονταν και τα δύο αυτά γνωρίσματα πολύ στενά. Ήταν μεγάλος ησυχαστής, αφού μέσα στην καρδιά του υπήρχε απόλυτη ηρεμία. Γνώριζε πολύ καλά την μάχη με τους λογισμούς, τις εικόνες και τις φαντασίες. Γνώρισε τον Χριστό και, θα μπορούσα να πω, «πληγώθηκε» βαθειά από την θέα τού δοξασμένου Χριστού. Είναι αδύνατον κανείς να γνωρίση τον Θεό, μέσα στο Φως και στην συνέχεια να στρέψη την προσοχή του σε άλλες αγάπες και σε άλλα ενδιαφέροντα. Μέσα στην προοπτική αυτή πρέπει να δούμε την αδιάλειπτη μετάνοια τού αγίου Σωφρονίου, που ξεκινούσε από την όραση τής αγιότητος τού Χριστού. Ζούσε διαρκώς στον φωτισμό τού νου, που είναι η βάση τής ησυχαστικής και νηπτικής ζωής, και γι’ αυτό ήταν ένας αληθινός ησυχαστής.

Αυτό, όμως, ήταν η πραγματική προϋπόθεση συμμετοχής στην θεία Λειτουργία. Εφ’ όσον συνεχώς ζούσε «το αληθινό ιερατείο», που είναι η αέναη λειτουργία μέσα στην καρδιά, ήταν εύκολο να ζη την ουσία και το περιεχόμενο τής θείας Λειτουργίας. Βλέποντας κανείς τον άγιο Σωφρόνιο διέκρινε ότι ως ησυχαστής βρισκόταν συνεχώς μέσα στο πνεύμα τής θείας Λειτουργίας και ως λειτουργός ήταν μυσταγωγικός, αφού ήταν μέγας ησυχαστής.

Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ομιλούσε στους συνομιλητές του για την νοερά προσευχή, ως βασική προϋπόθεση τής εσωτερικής ζωής, αλλά και για την θεία Λειτουργία, ως άνοιγμα στον πόνο όλης τής ανθρωπότητας, ως βίωση τής Γεθσημανή. Άλλωστε, ο Χριστός στην Γεθσημανή προσευχήθηκε για όλο τον κόσμο, και, συγχρόνως, βίωνε τον πόνο τών ανθρώπων, με το ποτήριο, και αυτή η πνευματική κατάσταση ήταν συνέχεια τού Μυστικού Δείπνου.

Γι’ αυτό ο άγιος Σωφρόνιος έλεγε ότι με την νοερά προσευχή η θεία ενέργεια τού ονόματος τού Χριστού εισέρχεται μέσα στα βάθη τής υπάρξεώς μας και με την θεία Λειτουργία εισερχόμαστε μέσα στον πόνο και την οδύνη τού όλου Αδάμ. Συμβαίνει κατ’ αναλογία ό,τι με τον Χριστό, ο Οποίος ανέβηκε στον Σταυρό, έπειτα το σώμα Του μαζί με την Θεότητα βρισκόταν στο μνημείο και η ψυχή Του μαζί με την Θεότητα κατέβηκε στον Άδη. Αν δεν κενωθούμε πνευματικά και εάν δεν ελκύσουμε όλους τους ανθρώπους μέσα στην καρδιά μας με αγάπη και προσευχή, δεν μπορούμε να βιώσουμε την θεία Λειτουργία ως ένα παγκόσμιο γεγονός, ως μια λυτρωτική προσφορά για όλο το ανθρώπινο γένος.

 

3. Ερημίτης και κοινωνικός

Έρημος είναι ένας άγονος τόπος στον οποίο δεν υπάρχει ζωή, δεν αναπτύσσεται κοινωνία με τους ανθρώπους, δεν υπάρχουν τα βασικά στοιχεία τής ζωής, όπως το νερό, το φαγητό. Έρημος στην μοναχική ζωή είναι ένας τόπος απομακρυσμένος από τους ανθρώπους, ακόμη και από τους άλλους μοναχούς, όπου ο ασκητής ασκείται στην κατά Χριστόν πολιτεία, δηλαδή αναζητά τον Θεό μέσα από την ξηρασία τού σώματος και τής φύσεως, μέσα στην νέκρωση τών αισθήσεων και τών παθών. Έρημος στο Άγιον Όρος είναι ο χώρος εκείνος που βρίσκεται στο άκρο τής Χερσονήσου τού Άθω, κυρίως τα Καρούλια, τα Κατουνάκια και η περιοχή γύρω από τον Άθωνα. Στην έρημο ζουν οι μοναχοί που χαρακτηρίζονται ερημίτες και προσεύχονται στον Θεό μέσα στο αδιάλειπτο πνεύμα τής μετάνοιας, τού κλάματος και τής αναζητήσεώς Του.

Κοινωνία είναι ο χώρος στον οποίο ζουν πολλοί άνθρωποι και ασκούνται με άλλο τρόπο στην προσωπική και πνευματική τους ζωή, ασκούν και καλλιεργούν την αγάπη και την φιλαδελφεία. Κοινωνία είναι και το κοινόβιο Μοναστήρι, όπου ζουν πολλοί μοναχοί και αγωνίζονται πνευματικά στον δύσκολο αγώνα τής τηρήσεως τών ευαγγελικών εντολών για την κατά Χάρη θέωσή τους.

Η έρημος και η κοινωνία δεν είναι δύο αντίθετες καταστάσεις, αφού η μία προϋποθέτει την άλλη. Συνήθως ο άνθρωπος, αλλά και ο μοναχός, ξεκινά από την κοινωνία, είναι κοινωνικό ον και στην συνέχεια μπορεί να αναχθή στην έρημο. Στην ζωή τού Χριστού βλέπουμε ότι συνδυάζεται η έρημος με την κοινωνία. Ο Χριστός εργαζόταν με τους ανθρώπους, τους δίδασκε, τους ευεργετούσε ποικιλοτρόπως, αλλά πολλές φορές επιδίωκε να ζη και στην έρημο, ανέβαινε στο όρος για να προσευχηθή. Αυτό το έκανε όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να μάς διδάξη ότι και εμείς πρέπει να ανατρέχουμε πολλές φορές στην έρημο για να αποκτούμε ορθό προσανατολισμό στην ζωή μας, να καθαρίζουμε το παθητικό τής ψυχής, να προσευχόμαστε ολοκληρωτικά στον Θεό.

Ο άγιος Σωφρόνιος ένωνε στην ζωή του πολύ στενά την έρημο με την κοινωνία. Αυτό γινόταν με δύο τρόπους:

Ο ένας, επειδή έζησε και στο κοινόβιο τής Ιεράς Μονής τού Αγίου Παντελεήμονος τού Αγίου Όρους, και στην συνέχεια στην έρημο τού Αγίου Όρους, στα Καρούλια και το σπήλαιο τής Αγίας Τριάδος, πλησίον τής Ιεράς Μονής τού Αγίου Παύλου. Στην Ιερά Μονή ζούσε ως ερημίτης, γιατί είχε έντονη προσευχή, ακόρεστο κλάμα, και εμπειρία τού ακτίστου Φωτός. Και στην έρημο αύξησε αυτήν την μετάνοια και το πένθος, είχε ακόρεστη προσευχή και μεγάλες εμπειρίες τού Θεού. Όμως, εκεί στην έρημο, κατά την διάρκεια τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν για το δράμα τών ανθρώπων που σκοτώνονταν στα πεδία τών μαχών και υπέφεραν ποικιλοτρόπως, δηλαδή ζούσε την αγωνία τού Χριστού στην Γεθσημανή, την παγκόσμια αγωνία τών ανθρώπων.

Ο άλλος τρόπος είναι ότι ο άγιος Σωφρόνιος, αφού έζησε σε όλο το βάθος της την έρημο, στην συνέχεια την μετέφερε διαρκώς όπου πήγαινε, στην Γαλλία κατ’ αρχάς και στην Αγγλία, στην συνέχεια.

Μέσα στο Μοναστήρι του ζούσε και ως ερημίτης και ως κοινωνικός. Αποσυρόταν ολόκληρες ώρες και ημέρες στο ευλογημένο σπιτάκι του, και, όταν κυκλοφορούσε μεταξύ τών μοναχών και τών προσκυνητών, μετέφερε και ανέδυε αυτόν τον αέρα τής ερήμου. Κάθε λόγος του ήταν απόρροια τής προσευχής και ελευθερωτικός, ήταν ξηροί και εύχυμοι, ευλογημένοι καρποί τής ερήμου. Οι προσκυνητές τον έβλεπαν να συμπεριφέρεται φυσιολογικά μαζί τους, πολύ απλά, δέχονταν την αγάπη του, εξομολογούνταν τα αμαρτήματά τους, συνομιλούσαν μαζί του, και ανέπνεαν το αεράκι τής ερήμου, άκουγαν μια φωνή μέσα από τα Καρούλια τού Αγίου Όρους. Και αυτό συνέβαινε, γιατί ο άγιος Σωφρόνιος ήταν απελεύθερος Κυρίου.

 

4. Σύννους και ευχάριστος

Η λέξη σύννοια χρησιμοποιείται στα μοναχικά κείμενα και σημαίνει την συγκέντρωση τού νου. Σύννους είναι ο άνθρωπος εκείνος που είναι προσεκτικός στην ζωή του, ο νους του είναι συγκεντρωμένος στον Θεό και τις εντολές Του, δεν διαχέεται στο περιβάλλον, δεν σκορπίζεται σε κοσμικά θέματα, δεν πλανάται. Όταν γίνεται λόγος για απλανή νου, εννοείται ότι ο νους δεν περιφέρεται δεξιά και αριστερά, αλλά είναι πάντοτε συγκεντρωμένος στο όνομα τού Χριστού και στην ενέργεια που μεταδίδεται από το ευλογημένο αυτό Όνομα, αναπαύεται μέσα στην καρδιά, με την ασκητική έννοια τού όρου. Ο σύννους άνθρωπος δεν είναι απλώς ο σοβαρός, αφού υπάρχει διαφορά μεταξύ σύννοιας και σοβαρότητας.

Ο σύννους έχει συγκεντρωμένο τον νου του αδιάλειπτα στον Θεό, ενώ ο σοβαρός το κάνει αυτό επιτηδευμένα, εξωτερικά ίσως και υποκριτικά και γι’ αυτό με την λέξη σοβαρότητα αποδίδεται, συνήθως, ο εγωϊστής, ο υπερήφανος, που επιτηδεύεται αυτό που κάνει.

Ευχάριστος άνθρωπος είναι εκείνος που δημιουργεί ευχάριστο κλίμα στους γύρω του, που δεν δημιουργεί προβλήματα στους άλλους, δεν γκρινιάζει, δεν παραπονείται, δεν ελέγχει διαρκώς τους άλλους. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς: «Ευχάριστοι γίνεσθε» (Κολασ. γ΄, 16). Και αυτό, βέβαια, δεν πρέπει να γίνεται επιτηδευμένα, αλλά να είναι απόρροια τής εσωτερικής απλότητας.

Υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ τού σύννου και τού ευχάριστου. Ο άνθρωπος, που έχει ελεύθερο νου από κοσμικά πράγματα, από ποικίλες διασπάσεις, που ο νους του είναι καθαρός, είναι συγχρόνως και ευχάριστος στους συνομιλητές του, αφού διακρίνεται για την απλότητα τού νου του.

Στον άγιο Σωφρόνιο βλέπαμε συνδυασμένα και τα δύο αυτά γνωρίσματα, τής σύννοιας και τού ευχάριστου. Επειδή ο ίδιος είχε φθάσει στην θέα τού ακτίστου Φωτός και γνώρισε τον Θεό, ολόκληρη η ύπαρξή του ήταν ενοποιημένη και δεν υπήρχαν διασπάσεις στην εσωτερική του ζωή. Το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό αναφέρονταν στον Θεό και μεταξύ τους ήταν ενοποιημένα. Δεν μπορούσε να γίνη διάσπαση στον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό στα νηπτικά και ησυχαστικά κείμενα χαρακτηρίζεται ως απλότητα. Επειδή ο άγιος Σωφρόνιος διακρινόταν για την ενοποίηση και την απλότητα τού ψυχικού του κόσμου, γι’ αυτό και συνδύαζε πολύ στενά την σύννοια με το ευχάριστο. Μερικές ώρες ήταν σύννους –όχι σοβαρός– και, όταν τον πλησίαζες ή όταν εκείνος σε πλησίαζε, ήταν ευχάριστος.

Παρατηρούσα στον άγιο Σωφρόνιο ότι είχε έντονο χιούμορ, έλεγε διάφορα διδακτικά ανέκδοτα, αλλά αντί με αυτά να διαχέη τον νου τού συνομιλητού του, εν τούτοις τον συγκέντρωνε, τού άνοιγε τον νου του προς τον Θεό και την Εκκλησία, τού μετέδιδε ελπίδα και ενέργεια. Δηλαδή, με έναν ευχάριστο λόγο που έβγαινε από τα χείλη του μετέδιδε και μια θαυμαστή ενέργεια και συγκέντρωνε τον νου τού συνομιλητού του. Αλλά και, όταν συζητούσε για σοβαρά θεολογικά θέματα, και πάλι έβλεπε κανείς την απλότητα τής σκέψεώς του, αλλά και το ευχάριστο τού χαρακτήρος του.

 

5. Αγιορείτης και οικουμενικός

Αγιορείτης λέγεται ο μοναχός εκείνος που ασκείται στο Άγιον Όρος με τον ποικιλότροπο τρόπο, είτε ως κοινοβιάτης, είτε ως σκητιώτης είτε ως κελλιώτης είτε ως ερημίτης. Ο τίτλος αγιορείτης έχει βάρος και βάθος και είναι ευλογημένος, γιατί διακρίνεται από μια εξαγιασμένη ζωή, που βιώνει κανείς σε έναν χώρο, που είναι κάτω από την προστασία τής Παναγίας, γι’ αυτό και το Άγιον Όρος λέγεται «Το περιβόλι τής Παναγίας».

Ενώ, όμως, ο αγιορείτης μοναχός ζη στον άβατο χώρο τού Αγίου Όρους, εν τούτοις είναι οικουμενικός, από την άποψη ότι μέσα στην ύπαρξή του ζη το δράμα όλου τού κόσμου, με τα πάθη του, τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τις αγωνίες και όλα τα λεγόμενα εσωτερικά προβλήματα. Πέρα από αυτήν την έννοια ο γνήσιος αγιορείτης μοναχός είναι οικουμενικός, επειδή ξεπερνά την διαίρεση τού εθνικού κόσμου, αφ’ ενός μεν γιατί στο Άγιον Όρος ζουν άνθρωποι από όλα τα κράτη και τα έθνη, αφ’ ετέρου δε γιατί, όταν ζη κανείς σωστά μέσα στην Εκκλησία, υπερβαίνει τον εθνοφυλετισμό, τον οποίο η Εκκλησία χαρακτηρίζει ως αίρεση.

Ο άγιος Σωφρόνιος είχε και τα δύο αυτά γνωρίσματα ενωμένα και συνδυασμένα, δηλαδή ήταν και αγιορείτης και οικουμενικός. Έζησε πάνω από είκοσι χρόνια στο Άγιον Όρος, εκεί εκάρη μοναχός, αλλά το κυριότερο βίωσε στο βάθος όλο το πνεύμα τού ορθοδόξου αθωνικού μοναχισμού, που συνδέεται με την μετάνοια, το κατά Θεόν πένθος, την αδιάλειπτη νοερά καρδιακή προσευχή, την θέα τού ακτίστου Φωτός, την αγάπη για όλο το ανθρώπινο γένος. Σε όλη του την ζωή, και τότε που εξαναγκάσθηκε να μετακινηθή από το Άγιον Όρος, μετέφερε εκεί το πνεύμα τού Αγίου Όρους, ιδιαιτέρως στην Μονή τού Τιμίου Προδρόμου, στο Έσσεξ τής Αγγλίας όπου και κοιμήθηκε. Αυτό το βλέπει κανείς με την κοινοβιακή ζωή, την θεία Λειτουργία, την φιλοξενία, την αγάπη προς τους προσκυνητές, την νοερά καρδιακή προσευχή, την βαθυτάτη του ταπείνωση.

Συγχρόνως, όμως, ήταν και οικουμενικός, καθολικός, από την άποψη ότι, επειδή η Ιερά Μονή του στο Έσσεξ ήταν κάτω από την κανονική δικαιοδοσία και προστασία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, δραστηριοποιήθηκε, με τον ιδιαίτερο τρόπο, σε όλον τον κόσμο. Αυτό γίνεται με τα κείμενα τού αγίου Σωφρονίου, που μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες και αναγεννούν πολλούς ανθρώπους. Πολλοί που διάβαζαν για τον άγιο Σωφρόνιο και την θεολογία που μετέφερε, πήγαιναν στο Μοναστήρι του από τα πέρατα τού κόσμου για να μυηθούν σε αυτήν την ευαγγελική, ασκητική και πατερική ζωή, δηλαδή την εκκλησιαστική ζωή και να αποκτήσουν την πραγματική γνώση τού Θεού.

Έτσι, ο άγιος Σωφρόνιος είναι συγχρόνως και αγιορείτης και οικουμενικός, δηλαδή είναι αληθινά ορθόδοξος, στην ομολογία τής πίστεως και στην ποιμαντική διακονία σε όλο τον κόσμο, αλλά, κυρίως, στην προσευχή. Άλλωστε, η Εκκλησία τού Χριστού λέγεται Καθολική, ακριβώς επειδή είναι Μία, Αγία και Αποστολική. Και ο άγιος Σωφρόνιος είναι αληθινά ορθόδοξος, είναι αγιορείτης και οικουμενικός.

 

6. Αγιογράφος και εμπειρικός

Η ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι μια κοσμική τέχνη, αλλά εκκλησιαστική, γιατί δεν αποβλέπει στην απεικόνιση τού κτιστού κόσμου, αλλά στην φανέρωση τής ακτίστου δόξης και τού δοξασμένου κόσμου, δηλαδή παρουσιάζει τον κτιστό κόσμο που έχει εμποτισθή από το άκτιστο Φως.

Αυτό σημαίνει ότι η ορθόδοξη αγιογραφία διακρίνεται από τρία βασικά γνωρίσματα. Πρώτον, παρουσιάζει την εσωτερική ζωή τού ανθρώπου, ο οποίος φωτίζεται από την Χάρη τού Θεού, η οποία Χάρη ενεργεί μέσα στην καρδιά του, γι αυτό το φως δεν δημιουργεί σκιές. Δεύτερον, η όλη παράσταση έχει μία μόνον διάσταση, δηλαδή δεν έχει βάθος και τονίζονται τα βασικά πρόσωπα τής παράστασης, ανεξάρτητα αν είναι μεγαλύτερα από άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, που σημαίνει ότι υπερβαίνεται ο χώρος. Τρίτον, γίνεται υπέρβαση τού χρόνου, γι αυτό και γεγονότα που έγιναν σε διάφορες χρονικές στιγμές παρουσιάζονται σε μια ενότητα, όπως για παράδειγμα η εικόνα τής Γεννήσεως τού Χριστού.

Έτσι, ο ορθόδοξος αγιογράφος δεν παρουσιάζει την πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή στις αισθήσεις, δεν παίζει με τις φωτοσκιάσεις, που σημαίνει ότι το φως δεν προέρχεται από έξω και δεν είναι κτιστό για να αφήνη σκιές, αλλ’ είναι άκτιστο Φως, το οποίο εισέρχεται μέσα στον θεούμενο άνθρωπο και δια αυτού διαχέεται και σε όλη την κτίση.

Όταν ο αγιογράφος εικονίζη τον Χριστό, εκφράζει, όσο είναι δυνατόν, την Θεότητά Του, που είναι θεία, αλλά και το Φως είναι θείο και άκτιστο. Το Φως αυτό προχέεται και από το Σώμα τού Χριστού, αφού και το Σώμα γίνεται πηγή τού ακτίστου Φωτός, λόγω τής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην υπόσταση τού Λόγου. Ό,τι συνδέεται με τον Χριστό είναι Φως και ό,τι δεν μετέχει τού Φωτός, όπως ο διάβολος, παρουσιάζεται ως σκοτεινό. Συγχρόνως, οι αγιογραφίες τών αγίων παρουσιάζονται σε κανονικές διαστάσεις και μέσα στο άπλετο άκτιστο Φως, ενώ η μορφή τού διαβόλου παρουσιάζεται σμικρυσμένη - συρρικνωμένη, γιατί κάθε ύπαρξη που δεν συνδέεται με τον Χριστό είναι σκοτεινή και συρρικνωμένη.

Έτσι, ο ορθόδοξος αγιογράφος εικονογραφεί τον Χριστό, ο Οποίος ως Λόγος είναι η εικόνα τού Πατρός και έχει την ίδια ουσία και ενέργεια με τον Πατέρα, αλλά βεβαίως εικονογραφεί τον ενανθρωπήσαντα Χριστό. Συγχρόνως, εικονογραφεί και τους αγίους που είναι εικονικά όντα, αφού ως άνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα τού Λόγου, και με την κοινωνία τους με τον Χριστό έφθασαν από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, στην θέωση. Αυτό δηλώνει ότι πράγματι ο άνθρωπος είναι εικονικό ον. Εάν ο Υιος και Λόγος τού Θεού είναι εικών τού Θεού τού αοράτου (Κολ. α΄, 15), ο άνθρωπος είναι εικόνα τής εικόνος τού Θεού, δηλαδή εικόνα τού Λόγου τού Θεού.

Εδώ πρέπει να σημειωθή κάτι σημαντικό. Όταν ο Θεόπτης φθάση στην θέα τού Θεού, τότε βλέπει αοράτως την άκτιστη πραγματικότητα και ακούει ανηκούστως άρρητα ρήματα, κατά την ομολογία τού Αποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. ιβ΄, 4). Στην συνέχεια όμως, προκειμένου να καθοδηγήση τους ανθρώπους μεταφέρει και μεταφράζει αυτά τα άκτιστα ρήματα με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Έτσι, ο Μωϋσής, βλέποντας την άκτιστη Σκηνή τού Λόγου, την μεταφέρει σε κτιστή σκηνή, κτιστό ναό, και μετέχοντας τού ακτίστου νόμου, τής κοινωνίας με τον άσαρκο Λόγο, μεταφέρει αυτήν την εμπειρία με κτιστό νόμο.

Επομένως, τα άκτιστα ρήματα μεταφέρονται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, ώστε στην συνέχεια με αυτά τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα να ανέλθη ο άνθρωπος στην άκτιστη πραγματικότητα, οπότε καταργούνται όλα τα κτιστά.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την ορθόδοξη αγιογραφία. Δεν είναι μια ζωγραφική, κοσμική τέχνη, αλλά εκκλησιαστική, που είναι δημιούργημα αγίων ανθρώπων και οδηγεί προς την θέωση. Δεν είναι μια παρουσίαση τού φανταστικού, τού ιδεατού, το οποίο είναι ανύπαρκτο, αλλά απεικόνιση, κατά το δυνατόν, τού πραγματικού κόσμου, τον οποίο ο θεούμενος βλέπει μέσα από την μέθεξη τής ακτίστου θεοποιού ενεργείας.

Ο άγιος Σωφρόνιος σπούδασε την ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών τής Μόσχας και εξήσκησε την τέχνη του αυτή με έμπνευση στην προσπάθειά του να συναντήση το αιώνιο. Όμως, την εγκατέλειψε και επιδόθηκε στην αναζήτηση και στην συνάντηση με τον Θεό και την μέθεξη μαζί Του. Αξιώθηκε να δη πολλές φορές στην ζωή του το άκτιστο Φως, το οποίο, κατά την περιγραφή του, είναι ιλαρό, πράο και σκορπά ειρήνη στον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ζούσε μέσα στο Φως και γι’ αυτό αξιώθηκε να το δη, σύμφωνα με το ψαλμικό «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».

Όταν καθαρίζεται η καρδιά τού ανθρώπου από τα πάθη, όταν φωτίζεται ο νους του, τότε ο άνθρωπος φθάνει, εάν και ο Θεός το επιτρέψη, στην θεωρία τού ακτίστου Φωτός και ζη την κατά Χάρη θέωση. Οπότε, όταν χρειάσθηκε ο άγιος Σωφρόνιος να αγιογραφήση, τότε, κατά τρόπο φυσικό, πέρασε στην αγιογραφία αυτήν την ζωή που βίωσε, γι’ αυτό ήταν αγιογράφος και εικονικός, με την έννοια ότι παρουσίαζε την εικόνα τής Βασιλείας τού Θεού, που είναι η θέα τού ακτίστου Φωτός, το οποίο μεταμορφώνει τα πάντα.

Βέβαια, αυτό πρέπει να εξετασθή από την άποψη ότι, πέρα από την πνευματική εμπειρία που αξιώθηκε να έχη, δηλαδή να δη το άκτιστο Φως, που είναι η δόξα τής θεότητος τού Χριστού και το κάλλος τής ακτίστου Βασιλείας Του, συγχρόνως διέθετε ιδιαίτερο φυσικό χάρισμα για να εκφράση αυτήν την εμπειρία με τις αγιογραφίες. Πάντοτε υπάρχει ο συνδυασμός πνευματικών και φυσικών χαρισμάτων. Το ίδιο γίνεται και στην θεολογία. Ο Θεός δίνει το χάρισμα τής θεολογίας, ως διδασκαλία, στον άνθρωπο εκείνο που έχει χωρητικότητα διανοίας και το ιδιαίτερο χάρισμα για να την εκφράση. Πολλοί αξιώνονται τής θεωρίας τού ακτίστου Φωτός, ολίγοι όμως μπορούν να διατυπώσουν αυτήν την εμπειρία και να αντιμετωπίσουν τους φιλοσοφούντες θεολόγους. Αυτή η διατύπωση-έκφραση χρειάζεται θεοπτική εμπειρία, χωρητικότητα διανοίας, ιδιαίτερα χαρίσματα και γνώση τών φιλοσοφικών ρευμάτων τής κάθε εποχής. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον αγιογράφο άγιο Σωφρόνιο. Είχε μεν την θεοπτική εμπειρία, αλλά διέθετε και το καλλιτεχνικό χάρισμα για να την εκφράση.

Όταν επισκεπτόμουν το Μοναστήρι, πολλές φορές καθόμουν για πολλή ώρα να βλέπω και να παρατηρώ τις τοιχογραφίες που έκανε ο άγιος Σωφρόνιος, με την βοήθεια τών μοναχών τής Ιεράς Μονής, στην τραπεζαρία. Δεν έχω εξειδικευμένες γνώσεις για τα θέματα αυτά, εκτός από τις γενικές σπουδές μου, αλλά καταλάβαινα ότι αυτές οι συγκεκριμένες αγιογραφίες είναι μοναδικές στο είδος τους, πρωτότυπες, χωρίς να αλλοιώνουν την βυζαντινή τεχνοτροπία. Ήταν μια σύνθεση μεταξύ τής Κρητικής και τής Μακεδονικής Σχολής ή ακόμη μια σύνθεση μεταξύ τής αυστηρής βυζαντινής τεχνοτροπίας και τής ρωσικής τέχνης. Ο άγιος Σωφρόνιος με τις αγιογραφίες αυτές δημιούργησε μια ιδιαίτερη παράδοση.

Θα καταγράψω πώς ερμηνεύω την αγιογραφική τεχνοτροπία και, κυρίως, την θεολογία τού αγιογράφου αγίου Σωφρονίου.

Το πρώτο είναι ότι όλες οι εικόνες που αγιογραφούσε ο άγιος Σωφρόνιος, κυρίως στους τοίχους τής Ιεράς Μονής, έχουν απαλότητα και πραότητα, είναι αγιογραφημένες με ήρεμα και απαλά χρώματα. Είχε σπουδάσει ζωγραφική και φυσικά γνώριζε από καλλιτεχνικής πλευράς την σημασία και την χρήση τών χρωμάτων, αλλά, όταν αγιογραφούσε τον Χριστό και τους αγίους, ενεργούσε περισσότερο ως Θεόπτης παρά ως καλλιτέχνης. Νομίζω ότι είναι επηρεασμένος περισσότερο από την ασκητική και την θεοπτική εμπειρία, παρά από την αισθητική καλλιτεχνία. Άλλωστε ο ίδιος ομιλεί για το άκτιστο Φως που είδε και το οποίο είναι «ήρεμο, ακέραιο, ομοιογενές».

Νομίζω ότι η απαλότητα και πραότητα τών χρωμάτων είναι έκφραση τού ηρέμου και πράου Φωτός, που ο ίδιος ο άγιος Σωφρόνιος έβλεπε κατά τις θεοπτικές του εμπειρίες. Όπως γράφει στα κείμενά του, το Φως τού Θεού είναι άκτιστο, καθαρό, φωτεινό, ιλαρό και πράο. Ως Θεόπτης που ήταν, αυτό πέρασε, κατά τρόπο φυσικό, και στις αγιογραφίες του. Μετέφραζε αγιογραφώντας τον μεταμορφωμένο κόσμο τής Βασιλείας τού Θεού. Όταν βλέπη κανείς το άκτιστο Φως, τότε καταλαβαίνει ότι τίποτε δεν είναι έντονο, αλλ’ όλα λειτουργούν απαλά, ειρηνικά, αφού και αυτό το έντονο κτιστό φως τού ηλίου αποκτά μια ιλαρότητα. Ο Απόστολος Παύλος, όταν είδε τον Χριστό μέσα στο Φως, προ τής Δαμασκού, είπε ότι το θείο Φως υπερέβαινε την λαμπρότητα τού φωτός τού κτιστού ηλίου (Πράξ. κστ΄, 13). Ο Θεόπτης βλέπει το άκτιστο Φως να υπερβαίνη την λαμπρότητα τού κτιστού φωτός, και αφού το άκτιστο Φως, «για την υπερέχουσαν λαμπρότητα» - λάμψη, είναι γνόφος και ιλαρό, αυτό σημαίνει ότι όλα τα έντονα κτιστά πράγματα ταπεινώνονται μπροστά του, αποκτούν και αυτά μια ιλαρότητα. Βέβαια, σε έντονη φωτοχυσία ο κόσμος ολόκληρος παρέρχεται και λησμονείται. Πάντως, ολόκληρη η κτίση, όταν διαποτίζεται από το Φως τού Θεού, φανερώνει την Βασιλεία τού Θεού.

Έτσι, τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο άγιος Σωφρόνιος στις αγιογραφίες του είναι τα απαλά που δημιουργούν ειρήνη και πραότητα και δεν προκαλούν σύγχυση και ταραχή. Εμπνέουν και δεν καθηλώνουν, προβάλλουν τον μεταμορφωμένο κόσμο από την Χάρη τού Θεού και δεν προκαλούν θαυμασμό, καθησυχάζουν τις αισθήσεις και δεν τις εξάπτουν. Ο καθένας που εισέρχεται στον Ναό μπορεί να αισθανθή την διαφορά μεταξύ τού κόσμου τής συγχύσεως, τής ταραχής, τής απογνώσεως και τής οδύνης, και τού θαυμαστού κόσμου τής Εκκλησίας που είναι απαύγασμα τού ειρηναίου πνεύματος.

Πέραν αυτού, ο άγιος Σωφρόνιος σε σχετική μου παρατήρηση ότι τα χρώματα που χρησιμοποιεί είναι γλυκά, μού απάντησε ότι δεν φροντίζει να είναι γλυκά, αλλά απαλά. Μού εξήγησε ότι άλλο είναι τα γλυκά χρώματα και άλλο τα απαλά. Προφανώς, ως ασκητής που ήταν, δεν ήθελε να προκαλέση τον αισθησιασμό και να εγείρη το συναίσθημα, όπως το κάνουν τα γλυκά χρώματα. Και στην θεολογία του και στην αγιογραφία του επεδίωκε να ανυψώση τον άνθρωπο από το ψυχολογικό στο πνευματικό επίπεδο. Ο άγιος Σωφρόνιος ομιλούσε και έγραφε για ασκητική και όχι για αισθητική.

Όμως, τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ο άγιος Σωφρόνιος δείχνουν και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, δηλαδή την κίνηση τού ανθρώπου προς τον Θεό, την αναφορά του και την ορμή του προς Αυτόν. Γι’ αυτήν την ορμή τού πνεύματος κάνει πολλές φορές λόγο στα κείμενά του και θυμίζει το σχετικό χωρίο τού Προφήτου Ιεζεκιήλ: «Και το πνεύμα εξήρέν με και ανέλαβέν με, και επορεύθην εν ορμή τού πνεύματός μου, και χειρ κυρίου εγένετο επ’ εμέ κραταιά. και εισήλθον εις την αιχμαλωσίαν μετέωρος» (Ιεζ. γ΄, 14-15).

Ο άγιος Σωφρόνιος, όταν αγιογραφούσε, δεν χρησιμοποιούσε τα στατικά- σκληρά χρώματα που είναι πολύ πηκτά, αλλά τα απαλά χρώματα, τα διάφανα, διότι μόνον αυτά δείχνουν αυτήν την κίνηση και την ορμή. Δεν ήθελε να υπάρχη στατικότητα στα χρώματα, αλλά να φαίνεται η κίνηση, η αναφορά, η ορμή. Όποιος γνώριζε τον άγιο Σωφρόνιο και συζητούσε μαζί του, καταλάβαινε από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε πώς ερμήνευε την πνευματική πραγματικότητα. Όταν ομιλούσε για την πνευματική ζωή, δεν χρησιμοποιούσε τον όρο «πνευματική κατάσταση», γιατί αυτός ο όρος δείχνει στατικότητα και αδράνεια, αλλά έκανε λόγο για «ορμή», για «θανατηφόρα δίψα». Νομίζω ότι αυτό εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με τα απαλά, διάφανα χρώματα τα οποία χρησιμοποιούσε.

Το δεύτερο, που έχω εντοπίσει, είναι ο τρόπος με τον οποίο αγιογράφησε τον ένθρονο Χριστό, τον Οποίο συναντάμε και στο εξώφυλλο τού βιβλίου His life is mine. Χρειάζεται μεγάλη ανάλυση αυτής τής εικόνος, γιατί νομίζω ότι είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα τής αγιογραφίας τού αγίου Σωφρονίου που είναι απαύγασμα τής θεοπτίας του.

Κατ’ αρχάς η τεχνοτροπία τής εικόνας αυτής δεν θυμίζει ούτε την βυζαντινή ούτε την ρωσική τέχνη, αλλά είναι κάτι ιδιαίτερο και πρωτότυπο, που συνδέεται αφ’ ενός μεν με την θεολογία του, αφ’ ετέρου δε με την προσωπικότητά του. Περισσότερο δείχνει την οικουμενικότητα τού αγίου Σωφρονίου και την υπέρβαση τών εθνικιστικών διαιρέσεων.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθή στην έκφραση τού προσώπου τού Χριστού. Υπάρχουν εικόνες διαφόρων αγιογράφων που δείχνουν άλλοτε την ιλαρότητα, άλλοτε το έλεος, άλλοτε την δικαιοσύνη, άλλοτε την παντοδυναμία τού Χριστού. Η εικόνα που αγιογράφησε ο άγιος Σωφρόνιος φανερώνει, κατά έναν θαυμαστό τρόπο, όλες αυτές τις ιδιότητες τού Χριστού, ήτοι την ιλαρότητα, την ελεημοσύνη, την αγάπη, την δικαιοσύνη, την παντοδυναμία, την κρίση κλπ. Πρόκειται για έκφραση ενός υπερτάτου όντος τών πάντων. Αυτή η έκφραση τού προσώπου συνδέται αναπόσπαστα με τις φράσεις «ο Ων» (ο Υπάρχων) και «Εγώ ειμι», που δείχνουν το συναΐδιο τού σεσαρκωμένου Λόγου με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και ασφαλώς είναι απεικόνιση, κατά το δυνατόν, τής εμπειρίας που είχε ο άγιος Σιλουανός και ο ίδιος, κατά την οποία η όραση τού Θεού είναι ακοή και η ακοή τού Θεού είναι όραση, αφού κατά την θεοπτία οι αισθήσεις τού Θεόπτου ενοποιούνται.

Το πρόσωπον τού Χριστού είναι φωτεινό, αφού και το Σώμα τού Χριστού είναι πηγή τής ακτίστου ενεργείας τού Θεού, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται «ομόθεον». Παρατηρούμε ότι ο άγιος Σωφρόνιος για να εικονογραφήση το πρόσωπο τού Χριστού, δεν ακολουθεί την μέθοδο να θέτη τα φωτίσματα και τις ψιμιθιές πάνω στο πρόπλασμα, αλλά διατηρεί το σώμα- πρόπλασμα και το καλύπτει εξ ολοκλήρου με φώτισμα. Αυτό νομίζω ότι το κάνει για να δείξη ότι όλο το πρόσωπο φωτίζεται από τον έσωθεν φωτισμό, την δόξα τής Θεότητος, χωρίς να αφήνη φωτοσκιάσεις. Έτσι εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου «ότι ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄ Ιω. α΄, 5). Πρόκειται για μεταφορά με εικονίσματα τής ακτίστου φωτεινής πραγματικότητος.

Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος αγιογραφήσεως τών ιματίων τού Χριστού που είναι λευκά. Στον χιτώνα τού Χριστού δεν τίθενται διάφοροι χρωματισμοί. Πρόκειται για τα λευκά ιμάτια τού Χριστού κατά την Μεταμόρφωση, αφού και αυτά έγιναν «λευκά ως το φως» (Ματθ. ιζ΄, 2) και τα ιμάτιά Του μετά την Ανάσταση. Βέβαια, πρωτοτυπία αποτελεί το να αγιογραφήται ο Χριστός ένθρονος με λευκά ιμάτια, διότι προφανώς πρόκειται για αποκάλυψη τού Θεού στον άγιο Σωφρόνιο και συνδυάζεται, όπως είπαμε πιο πάνω, ο ένθρονος Χριστός με τον Μεταμορφωθέντα και Αναστάντα Χριστό.

Η όλη αγιογράφηση τού ενθρόνου Χριστού, που είναι φωτεινός με φόντο το κυανούν χρώμα, πρέπει να τεθή στην προοπτική τής διδασκαλίας τού αγίου Σωφρονίου περί τής θεωρίας τού ακτίστου Φωτός. Σε ένα σημείο τού βιβλίου του γράφει το πώς ενατένιζε επίμονα τον καθαρό και κυανούν ουρανό, προσήλωνε το βλέμμα του σε μια κατεύθυνση και πολλές φορές διέτρεχε τον ουρανό απ’ άκρου εις άκρου. Όταν έφθανε στον ορίζοντα, μετέβαινε νοερώς και πέραν αυτού και τότε έβλεπε τον κυανούν ουρανόν να περιβάλλη τον πλανήτη τής γης. Συγχρόνως, προσπαθούσε να εισχωρήση στα βάθη του και να ανιχνεύση τα όριά του. Αυτή η ενατένιση τής ουράνιας σφαίρας, γεμάτης από το φως, τον έθελγε δια τού μυστηρίου της. Στην συνέχεια γράφει: «Όταν όμως αξιώθηκα με Άνωθεν δωρεά να δώ το άκτιστο Φως τής Θεότητος, τότε στον κυανό ουρανό τού "κυανού πλανήτου" μας αναγνώρισα με χαρά το σύμβολο τής ακτινοβολίας τής υπερκόσμιας δόξης». Και συμπληρώνει ότι «το κυανό είναι το χρώμα τού επέκεινα, τής υπερβατικότητας».

Έτσι, ο ένθρονος Χριστός είναι πλήρης φωτός, τα ιμάτιά Του φωτεινά, όπως εμφανίσθηκε κατά την Μεταμόρφωση, και στο βάθος τής εικόνας (φόντο) είναι το κυανούν φως και τού κτιστού κόσμου, αλλά και τού επέκεινα. Άλλωστε, κατά την θεοπτική εμπειρία ο Θεόπτης βλέπει δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο και αντιλαμβάνεται σαφέστατα την διαφορά και την ποιότητά τους. Κατά την μαρτυρία τού αγίου Σωφρονίου «Το άκτιστο Φως είναι διαφορετικό κατά τη φύση του, και η θεωρία του δεν είναι όμοια με τη φυσική όραση».

Πάντως, κυριαρχούσα μορφή στην εικόνα αυτή είναι ο αποκαλυφθείς Χριστός μέσα στο άκτιστο Φως, όπως ο ίδιος τον είδε και γράφει σε κείμενά του ότι με την θέα τού ακτίστου Φωτός «Γεννήθηκαν μέσα μου νέες δυνάμεις, άλλη όραση, άλλη ακοή. Μπόρεσα να γνωρίσω απερίγραπτη ωραιότητα». Το άκτιστον Φως είναι «Φως καταυγάζον».

Το τρίτο που διέκρινα βλέποντας τις αγιογραφίες τού αγίου Σωφρονίου είναι ότι η καρδιά είναι το κέντρο στα σώματα τών αγιογραφημένων Αποστόλων και τών αγίων. Ο νους τους δεν βρίσκεται συγκεντρωμένος στην λογική και τον εγκέφαλο, αλλά έχει κατεβή στην καρδιά. Σε ένα σημείο τών γραπτών του ο άγιος Σωφρόνιος ομιλώντας για την θέα τού ακτίστου Φωτός γράφει: «Το βλέπουμε, αλλά η προσοχή στρέφεται στα ενδότερα τού έσω ανθρώπου, στην καρδιά που φλέγεται από την αγάπη, αγάπη άλλοτε τής ευσπλαχνίας και άλλοτε τής ευγνωμοσύνης». Αυτή η θεολογία του αγιογραφείται κατά τον καλύτερο τρόπο στις εικόνες τών Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο.

Τα αγιογραφημένα πρόσωπα τών Αποστόλων δείχνουν ότι ο εγκέφαλος έχει αδειάσει, αφού δεν υπάρχουν μέσα οι λογισμοί, και ο νους, ευρισκόμενος στην καρδιά, προσεύχεται. Οι ελαφρές, εξωτερικές κινήσεις τού προσώπου δείχνουν την έκσταση από αυτήν την όραση τής καρδιάς που προσεύχεται. Αυτήν την διαδικασία την συναντάμε στην διδασκαλία τών Πατέρων, σύμφωνα με την οποία, όταν ο νους ευρίσκεται στην καρδιά και προσεύχεται αυτοκινήτως, ως προς την δική του ενέργεια, ετεροκινήτως δε ως προς την ενέργεια τού Θεού, τότε η λογική παρακολουθεί εκστατική την εργασία τού νου, διότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι λογική και νοερά, και οι δύο αυτές ενέργειες κινούνται παραλλήλως.

Έτσι, οι άγιοι Απόστολοι στην αγιογραφία τού Μυστικού Δείπνου βρίσκονται κοντά στον Χριστό, βλέπουν τον Χριστό, προσέχουν τον λόγο Του, μετέχουν τής Χάριτος η οποία προχέεται από τον Χριστό, όμως αυτό γίνεται όχι με την λογική, αλλά με την καρδιά. Διαφέρει, βέβαια, η στάση τού Ιούδα, ο οποίος δεν έχει ούτε κοινωνία με τον Χριστό, αλλά ούτε και ο νους του βρίσκεται μέσα στην καρδιά. Άλλωστε, η ένωση νου και καρδιάς γίνεται εν Αγίω Πνεύματι και εν κοινωνία με τον Χριστό.

Με την απεικόνιση τού κέντρου τού προσώπου να βρίσκεται στην καρδιά, εκτός τού ότι δείχνει ότι το πρόσωπο είναι ο κρυπτός τής καρδίας άνθρωπος (Α΄ Πέτρ. γ΄, 4), συγχρόνως, φαίνεται καθαρά η διαφορά μεταξύ τής ησυχαστικής θεολογίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας και τής σχολαστικής θεολογίας ακόμη και τής ηθικολογίας που αναπτύχθηκε στην Δύση. Κατά την ορθόδοξη ησυχαστική θεολογία τής Εκκλησίας ο νους τού ανθρώπου είναι εκείνος που αποκτά εμπειρία τού Θεού και ορά τον Θεό, ενώ κατά τον σχολαστικισμό η λογική αναζητά, ερευνά και επεξεργάζεται τον Θεό, και κατά τον ηθικισμό η χριστιανική ζωή εξαντλείται μόνον εξωτερικά. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κάνει λόγο για την κυκλική κίνηση τού νου προς τον Θεό, όταν ο νους αποσπάται από τον αισθητό κόσμο, επιστρέφει στην καρδιά και από εκεί ανέρχεται στον Θεό. Αυτό φαίνεται ευδιάκριτα στις αγιογραφίες τού αγίου Σωφρονίου που παρουσιάζουν όλην την ησυχαστική μέθοδο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Το τέταρτο σημείο είναι ότι ο άγιος Σωφρόνιος αγιογραφώντας τα πρόσωπα τών αγίων Αποστόλων, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιή, αγιογραφούσε τον εαυτό του, και ως προς τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο του. Αυτό σημαίνει ότι η μορφή τών αγιογραφημένων Αποστόλων ομοιάζει με την μορφή τού αγίου Σωφρονίου, αλλά και στα πρόσωπά τους αποτυπώνεται η σύννοια τού αγίου Σωφρονίου. Βεβαίως, αυτό είναι το πρόβλημα κάθε ζωγράφου, αφού δεν μπορεί να αποδεσμευθή από την κατάσταση τού εαυτού του, αλλά εδώ γίνεται κατά έναν φυσικό τρόπο, από την άποψη ότι ο άγιος Σωφρόνιος ζούσε έντονα το μυστήριο τής πνευματικής μεταμορφώσεώς του και αυτό περνούσε, χωρίς να το συνειδητοποιή, και στις αγιογραφίες.

Έτσι, όταν εξετάζη κανείς προσεκτικά τις αγιογραφίες τού αγίου Σωφρονίου, θα διασπιστώση ότι τα πρόσωπα τών περισσοτέρων Αποστόλων, ιδιαιτέρως στον Μυστικό Δείπνο, είναι προσωπογραφίες τού ιδίου τού αγίου Σωφρονίου, σε διάφορες ηλικίες του, αλλά και σε διάφορες πνευματικές του καταστάσεις. Άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει και με τα κείμενα τών αγίων Πατέρων. Όταν τα διαβάζη κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει κάθε φορά την πνευματική κατάστασή τους.

Γενικά, η αγιογραφία τού αγίου Σωφρονίου είναι απαύγασμα όλης τής θεολογίας του. Βλέποντας τις αγιογραφίες αυτές καταλαβαίνει κανείς την θεολογία του, και διαβάζοντας την θεολογία του την βλέπει αγιογραφημένη στους τοίχους τής Μονής του. Οι αγιογραφίες του δείχνουν ότι ο Λόγος τού Θεού είναι «εικών τού Θεού τού αοράτου» (Κολ. α΄, 15) και ο άνθρωπος είναι εικών τής εικόνος τού Θεού, αλλά πρέπει να φθάση και στο καθ’ ομοίωση για να εκπληρώση τον σκοπό τής υπάρξεώς του.

Με όσα ανέφερα προηγουμένως, φαίνεται το πώς γνώρισα τον άγιο Σωφρόνιο, πώς τον είδα, όταν λειτουργούσε, όταν ομιλούσε, όταν συζητούσε, όταν γελούσε, όταν σιωπούσε, όταν προσευχόταν, όταν αγιογραφούσε. Έτσι, προσπάθησα να σάς τον μεταφέρω με τον πενιχρό μου λόγο. Ας έχουμε την ευχή του.–

Δημιουργία αρχείου: 12-12-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-12-2019.

ΕΠΑΝΩ