Κείμενο |
|
Μετάφραση |
Ήκω το περιλειφθέν όφλημα καταβαλείν επειγόμενος. Ει γαρ και πένης ειμί,
αλλά την ευγνωμοσύνην υμών εκβιάζομαι. Υπεσχόμην υποδεικνύναι του Θωμά
την απιστίαν· και δη πάρειμι ταύτην αποδώσων υμίν· προθυμούμαι γαρ τας πρώτας οφειλάς πρώτον αποτιννύειν, ίνα μη τοις επισυναγομένοις τόκοις
κατασχεθώ. Συμπράξατε ουν μοι προς την του χρέους καταβολήν, και
καθικετεύσατε τον Θωμάν, ίνα την αγίαν αυτού δεξιάν την αψαμένην της του Δεσπότου πλευράς τοις εμοίς χείλεσιν επιθείς, νευρώση μου την γλώτταν
προς την εξήγησιν των ποθουμένων υμίν. Εγώ δε ταις πρεσβείαις του
αποστόλου και μάρτυρος Θωμά θαρών, κηρύττω την προτέραν αμφιβολίαν αυτού,
και την δευτέραν ομολογίαν, της Εκκλησίας ημών κρηπίδα τυγχάνουσαν και
θεμέλιον.
Εισελθόντος του Σωτήρος προς τους εαυτού μαθητάς κεκλεισμένων των θυρών,
και πάλιν εξελθόντος ώσπερ εισήλθεν, ο Θωμάς απελιμπάνετο μόνος. Ην δε
και τούτο θείας οικονομίας έργον, ώστε τον χωρισμόν του μαθητού πρόξενον
γενέσθαι πλείονος ασφαλείας και βεβαιότητος. Ει γαρ παρήν ο Θωμάς, ουκ
αν πάντως αμφέβαλλεν· ει δε μη αμφέβαλλεν, ουκ αν περιέργως εζήτησεν· ει
δε μη εζήτησεν, ουκ αν εψηλάφησεν· ει δε μη εψηλάφησεν, ουκ αν Κύριον
και Θεόν ανηγόρευσεν· ει δε μη Κύριον και Θεόν τον Χριστόν απεκάλεσεν,
ουκ αν ημείς ούτως αυτόν ανυμνείν εδιδάχθημεν.
Ώστε και μη παρών ο Θωμάς ημάς προς την αλήθειαν εποδήγησε, και παραγενόμενος ύστερον βεβαιοτέρους περί την πίστιν εποίησεν.
|
|
Έρχομαι να καταβάλλω χωρίς άλλο την οφειλή μου. Γιατί κι αν είμαι φτωχός
όμως θέλω να αποσπάσω βίαια την ευγνωμοσύνη σας. Έδωσα την υπόσχεση να
σάς φανερώσω την απιστία του Θωμά και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω. Τις
πρώτες οφειλές πρώτα βιάζομαι να εξοφλώ, για να μη με πνίξουν οι τόκοι
που μαζεύονται. Συνεργαστήτε και σεις στην καταβολή του χρέους μου και
ικετέψετε το Θωμά, να βάλη στα χείλη μου το άγιο χέρι του, που άγγιξε
την πλευρά του Κυρίου, να νευρώση τη γλώσσα μου, για να σάς εξηγήση όσα
ποθήτε. Κι εγώ παίρνοντας θάρρος από τις πρεσβείες του αποστόλου και
μάρτυρα Θωμά διαλαλώ την πρώτη του απιστία και την ύστερη ομολογία, που
είναι της Εκκλησίας κρηπίδα και θεμέλιο.
Όταν μπήκε ο Χριστός στους μαθητάς του, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες
και βγήκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, ο Θωμάς έλειπε μονάχα. Ήταν κι αυτό
έργο της θείας οικονομίας. Η απομάκρυνση του μαθητού να προξενήση
περισσότερη ασφάλεια και βεβαιότητα. Γιατί αν ήταν μαζί ο Θωμάς, δε θα
είχε βέβαια αμφιβολία· κι αν δεν είχε αμφιβολία, δεν θα ζητούσε μ’
επιμονή· και αν δεν ζητούσε, δε θα ψηλαφούσε· αν όμως δεν ψηλαφούσε, δε
θα ωμολογούσε τον Κύριο και Θεό κι αν δεν ωμολογούσε Κύριο και Θεό, το
Χριστό, δε θα είχαμε εμείς διδαχθή να τον δοξολογούμε μ’ αυτόν τον
τρόπο.
Ώστε με την απιστία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια και όταν
ήρθε ύστερα σταθεροποίησε την πίστη μας.
|
Έλεγον τοίνυν οι μαθηταί τω Θωμά τελευταίον επεισελθόντι,
Εωράκαμεν τον Κύριον, εωράκαμεν
τον ειπόντα, Εγώ ειμι το φως του κόσμου· εωράκαμεν τον ειπόντα, Εγώ
ειμι η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια· και των λόγων την αλήθειαν
εύρομεν τοις πράγμασι λάμπουσαν· εωράκαμεν τον ειπόντα,Μετά τρεις
ημέρας εγείρομαι· και την ανάστασιν ιδόντες, τον αναστάντα
προσεκυνήσαμεν· ηκούσαμεν αυτού προς ημάς ειπόντος, Ειρήνη υμίν, και
την ζάλην της λύπης προς γαλήνης ευφροσύνην ετρέψαμεν· εθεασάμεθα τας
χείρας αυτού τας υποδεξαμένας τας των ήλων ακμάς, εθεασάμεθα τας χείρας
τας καταβοώσας της λύσσης των θεομάχων κυνών, εθεασάμεθα τας χείρας τας υφανάσας την αφθαρσίαν ημίν, εθεασάμεθα και την πλευράν την παντός κήρυκος λαμπρότερον βοώσαν την ευσπλαγχνίαν του πληγέντος· αυτήν εθεασάμεθα την πλευράν, ην υμνούσιν άγγελοι, και σέβουσιν οι πιστεύοντες,
και δαίμονες φρίττουσιν.
Υπεδεξάμεθα και φύσημα θείον εκ του θείου στόματος αυτού, φύσημα
πνευματικόν, φύσημα πάσης χάριτος χορηγόν. Εχειροτονήθημεν εκ του Δεσπότου δεσπόται της των πλημμελημάτων αφέσεως· εγενόμεθα και κύριοι
της των αμαρτωλών κρίσεως, τοιούτον ρήμα παρ αυτού δεξάμενοι σύνθημα· Αν
τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται.
Τοιούτων λόγων κατετρυφήσαμεν του Σωτήρος, τοιούτων δωρεών απηλαύσαμεν·
ου γαρ ενήν ημάς μη πλουτισθήναι πλουσίου περιτυχόντας Δεσπότου· συ δε
μόνος πτωχός έμεινας μη παρών.
Τι ουν προς αυτούς ο Θωμάς;
Εωράκατε τον Κύριον; καλώς. Ουκούν ον εθεάσασθε, μειζόνως σέβεσθε· ον κατωπτεύσατε, κηρύττοντες διαγίνεσθε. Εγώ δε Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον
των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. Αλλ
υμείς ουκ αν επιστεύσατε, ει μη πρώτον εθεάσασθε· ούτω καγώ, εάν μη ίδω,
ου πιστεύσω.
Επίμεινον, ω Θωμά, τω τοιούτω πόθω, σπουδαίως επίμεινον, ίνα σου
βλέποντος εγώ βεβαιωθώ την ψυχήν· επίμεινον, ζητών τον ειπόντα,
Ζητείτε και ευρήσετε· μη παρέλθης απλώς ερευνών, εάν μη ευρήσης ον
ζητείς θησαυρόν· επίμεινον κρούων την θύραν της αναντιρήτου γνώσεως. έως
αν υπανοίξη σοι ταύτην ο ειπών· Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν.
Φιλώ σου την διχόνοιαν των λογισμών, ως πάσαν διχόνοιαν τέμνουσαν· αγαπώ
σου τον φιλομαθή τρόπον, ως πάσαν φιλονεικίαν εκκόπτοντα· ηδέως ακούω
σου πολλάκις λέγοντος· Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των
ήλων, ου μη πιστεύσω. Σου γαρ απιστούντος, εγώ πιστεύειν διδάσκομαι·
σου τη δικέλλη της γλώττης ορύττοντος τας του θείου σώματος αρούρας, εγώ
τον καρπόν απόνως θερίζω και σωρεύω προς εμαυτόν. Εάν μη ίδω τούτοις μου
τοις οφθαλμοίς τους εν ταις αγίαις αυτού χερσίν αύλακας, ους ηροτρίασαν
οι δυσσεβείς, ουδαμώς τοις υμετέροις συνθήσομαι ρήμασιν· εάν μη βάλω τούτόν μου τον δάκτυλον εις τα κοιλώματα των ήλων, ουκ αν το υμέτερον Ευαγγέλιον παραδέξωμαι· εάν μη κρατήσω ταύτη μου τη χειρί την πλευράν
εκείνην, την ανύποπτον μάρτυρα της αναστάσεως, ουκ αν τω υμετέρω
πιστεύσοιμι δόγματι.
Άπας γαρ λόγος κεκτημένος την από πάντων πραγμάτων συνηγορίαν, ισχυρός
υπάρχει και βέβαιος· πάσα δε φωνή της από των έργων μαρτυρίας εστερημένη,
εστίν εξίτηλος, εκ των χειλέων εις τον αέρα χεομένη. Μέλλω κηρύττειν
τοις ανθρώποις του διδασκάλου τα θαύματα· πως ουν α μη παρέλαβον τοις
οφθαλμοίς, ταύτα τοις λόγοις εξείπω; πως πείσω τους απίστους πιστεύσαι,
οίς ούτε αυτός τέως παρηκολούθησα; Είπω τοις Ιουδαίοις και τοις Έλλησιν,
ότι Σταυρούμενον μεν τον εμόν Δεσπότην τεθέαμαι, αναστάντα δε ουκ είδον,
αλλ ήκουσα; και τις ου γελάσει μου την φωνήν; τις ου διαπτύσει το
κήρυγμα; Έτερον γαρ εστιν ακοή, και έτερον όψις· και έτερόν εστι λόγων
απαγγελία, και άλλο πραγμάτων θέα και πείρα.
Ούτως αμφίβολον κεκτημένου την γνώσιν του Θωμά, μεθ ημέρας οκτώ πάλιν ο
Δεσπότης προς τους εαυτού μαθητάς συνηθροισμένους ομού παρεγένετο. Αφήκε
τον Θωμάν εν ταις μέσαις ημέραις κατηχηθήναι πρώτον υπό των εταίρων
αυτού, συνεχώρησεν αυτόν εκκαήναι τω δίψει της θέας αυτού· και της ψυχής
αυτού σφοδρώς αναφλεχθείσης τω πόθω της όψεως, τότε λοιπόν ευκαίρως ο
ποθούμενος τον ποθούντα κατέλαβεν.
Ομοίως δε, καθάπερ το πριν, των θυρών κεκλεισμένων, τούτο πεποίηκε, και
πάλιν, καθάπερ και πρότερον, είπεν αυτοίς, Ειρήνη υμίν, ίνα και
του πράγματος και του θαύματος η ταυτότης, και των αποστόλων την επαγγελίαν βεβαιώση, και παραστήση της δευτέρας αυτού επελεύσεως το
ακριβές. Είτα λέγει τω Θωμά· Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας
χείράς μου.
Ω φιλανθρωπίας απεράντου ύψος! ω συγκαταβάσεως αμετρήτου πέλαγος! Ουκ
ανέμεινε την πρόσοδον του μαθητού, ου περιέμεινε τον δεόμενον προσελθείν
και δεηθήναι και τυχείν ων εβούλετο, ουκ απεστέρησεν αυτόν ουδέ προς
βραχύ της ευχής, αλλ αυτός ο ερώμενος τον εραστήν προς τον ποθούμενον
εβίαζεν, αυτός τη φωνή τον δάκτυλον του ποθούντος προς αυτόν επεσπάσατο,
αυτός τη Δεσποτική γλώττη την δουλικήν δεξιάν είλκυσεν ειπών προς αυτόν· Φέρε
τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείράς μου.
|
|
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί στο Θωμά όταν ήρθε:
«Έχομε δει τον Κύριο, έχομε δει αυτόν που είπε· εγώ είμαι το φως του
κόσμου· έχομε δει αυτόν που είπε εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η
αλήθεια· και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα πράγματα.
Έχομε δει αυτόν που είπε· σε τρεις ημέρες σηκώνομαι, κι αφού είδαμε με
τα μάτια μας την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον
ακούσαμε να μας λέη «ειρήνη σ’ εσάς», κι αλλάξαμε το σκοτισμό της λύπης
σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια του που δέχτηκαν τις αιχμές των
καρφιών, είδαμε τα χέρια που κατηγορούν τη λύσσα των θεομάχων σκυλιών,
είδαμε τα χέρια που ύφαναν την αφθαρσία μας. Είδαμε και την πλευρά που
κραυγάζει καθαρώτερα από κάθε κήρυκα την καλωσύνη του πληγωμένου. Είδαμε
την ίδια την πλευρά, που οι άγγελοι υμνούν και οι πιστοί σέβονται και οι
δαίμονες τρέμουν.
Δεχτήκαμε και τη θεϊκή πνοή από το θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό,
φύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη. Ο εξουσιαστής έδωσε και σ εμάς εξουσία
να συγχωρούμε τα σφάλματα. Αποκτήσαμε το δικαίωμα να κρίνωμε τους
αμαρτωλούς, αφού μάς έδωσε τέτοια εντολή: Αν αφήσετε τις αμαρτίες
μερικών, αφήνονται· αν μερικών τις κρατήσετε, κρατούνται.
Τέτοια βαθειά χαρά πήραμε απ’ το Σωτήρα, τέτοια δώρα απολαύσαμε. Αδύνατο
να μην πλουτίσωμε, αφού μας έτυχε τέτοιος Κύριος. Έμεινε φτωχός μόνο
αυτός που δε βρέθηκε μαζί μας».
Κι ο Θωμάς τι τους είπε;
«Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο
πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, αν δε
δω μέσα στις παλάμες του τα ίχνη των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου
στο σημάδι απ’ τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα
πιστέψω. Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα· έτσι κι εγώ αν
δεν ιδώ δε θα πιστέψω».
Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, μείνε σταθερός με επιμονή,
για να δης εσύ και να βεβαιωθή η ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας
αυτόν που είπε, «Ζητάτε και θα βρήτε». Μην προσπεράσης απλώς,
ερευνώντας, αν δεν εύρης το θησαυρό που ζητάς, χτύπα μ’ επιμονή την
πόρτα της αναντίρρητης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξη αυτός που είπε
«χτυπάτε και θα σάς ανοιχθεί».
Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη
φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Με χαρά ακούω
πολλές φορές τα λόγια σου: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι απ' τα
καρφιά, δε θα πιστέψω». Γιατί συ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ
σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω άκοπα τον
καρπό και τον μαζεύω για μένα. «Αν δεν ιδώ μ’ αυτά μου τα μάτια μέσα στ’
άγια του χέρια, τα’ αυλάκια που σαν με αλέτρι χάραξαν οι ασεβείς, με
κανένα τρόπο δε θα συμφωνήσω με τα λόγιά σας. Αν δε βάλω αυτό μου το
δάχτυλο στις λακκούβες των καρφιών, δε θα δεχτώ το καλό μήνυμά σας. Αν
δεν κρατήσω μ’ αυτό μου το χέρι την πλευρά εκείνη, που ανύποπτη μαρτυρεί
την ανάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω τη γνώμη σας.
Γιατί κάθε λόγος είναι ισχυρός και βέβαιος, αν δεχτή τη συνηγορία όλων
των πραγμάτων· και κάθε λόγος που δεν έχει τη μαρτυρία των έργων είναι
χωρίς σημασία και από το στόμα στον αέρα χάνεται. Θα κηρύξω στους
ανθρώπους τα θαύματα του Δασκάλου. Πώς λοιπόν με τα λόγια να πω αυτά που
δεν αντιλήφθηκα με τα μάτια μου; Πώς θα κάνω τους άπιστους να πιστέψουν,
αυτά που μήτε εγώ δεν τάχω παρακολουθήσει; Να πω στους Ιουδαίους και
στους Έλληνες ότι έχω δει τον Κύριό μου να τον σταυρώνουν. Δεν τον είδα
όμως να έχει αναστηθή αλλά μόνο άκουσα. Και ποιος δεν θα περιπαίξη τα
λόγια μου; Ποιος δε θα δείξη περιφρόνηση στο κήρυγμά μου; Άλλο πράγμα
είναι ν’ ακούσης κάτι και άλλο να το δης, άλλο πράγμα είναι η αφήγηση
λόγων κι άλλο η θέα και η εμπειρία των πραγμάτων».
Έτσι επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης
ξαναήρθε πάλι στους μαθητάς του που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Άφησε
πρώτα να κατηχηθή ο Θωμάς από τους συμμαθητάς του στις ενδιάμεσες μέρες.
Παραχώρησε να φλογιστή από τη δίψα να τον αντικρύση. Κι όταν η ψυχή του
άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην ώρα πάνω ο ποθητός
βρήκε αυτόν, που τον ποθούσε.
Όμοια, όπως και πρώτα, με κλεισμένες τις πόρτες το έκανε αυτό και ξανά,
όπως και πρώτα, τους είπε· «ειρήνη σ’ εσάς», για να ταυτιστή το πράγμα
με το θαύμα και για να βεβαιώση το λόγο τών αποστόλων και για να
παραστήση την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στο Θωμά:
«Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου».
Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τι πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν
περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάση αυτός που
είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη ό,τι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν
τον στέρησε από την επιθυμία, αλλά ο ίδιος ο αγαπημένος αυτόν που τον
αγαπούσε με τη βία τραβούσε κοντά του, ο ίδιος έσυρε στην πληγή το
δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο, ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του,
τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και
ιδές τα χέρια μου».
|
Ήκουσα, Θωμά, μη παρών ως άνθρωπος, αλλά παρών ως Θεός, άπερ ελάλησας
προς τους σούς αδελφούς· παρήμην υμίν τη θεότητι, κεχωρισμένος υμών τη ανθρωπότητι. Θέλεις υπομνήσω σοι των ειρημένων πρώην ρημάτων; ουκ είπας, Εάν
μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν
μου εις τον τόπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού,
ου μη πιστεύσω; ου ταύτα τα ρήματα δια των σων ερύη χειλέων; ου
ταύτα τα ρήματα τυγχάνει των σων λογισμών; Δια ταύτα πάλιν ελήλυθα, δι
άπερ αμφιβάλλεις· τούτο δεύτερον επλησίασα, δι άπερ επιθυμείς, αφίγμαι.
Και νυν δια σε τον ένα παρεγενόμην προς σε, ο δια το πλανώμενον πρόβατον
κατελθών εκ των ουρανών, και τους ουρανούς μη καταλιπών.
Μη τοίνυν αισχυνθής μαθείν α ποθείς, μη εντραπής περιεργάσασθαι άπερ
επιζητείς· μη παραιτήση τον σόν δάκτυλον επιβαλείν ταύταις μου ταις χερσίν. Ανέχομαι και δακτύλου περιέργου, ως ηνεσχόμην των ήλων· υπομένω
του φιλούντος την περιεργίαν, ως υπέμεινα την των μισούντων επήρειαν·
σταυρούμενος υπό των εχθρών ουκ ηγανάκτησα, και παρά σου ερευνώμενος ουχ
υποίσω, Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείράς μου τας
τραυματισθείσας υπέρ υμών, ίνα θεραπευθώσιν οι μώλωπες των υμετέρων
ψυχών· ίδε τας χείράς μου, και λόγισαι κατά σαυτόν, πότερον εκείνός ειμι
ο σταυρωθείς εκών, η άλλος τις παρ εκείνον· ίδε τας χείράς μου, ας έχειν
αφήκα της Ιουδαϊκής μανίας τα σύμβολα, ίν όταν συνήθως αναισχυντήσωσιν
οι Ιουδαίοι κατά την ημέραν της κρίσεως, και είπωσι προς με, Ημείς σε
ουκ εσταυρώσαμεν Δέσποτα, υποδείξω τοις πολεμίοις τας χείρας εν τούτω τω σχήματι, και τη όψει καταισχύνωμαι τα πρόσωπα των Ιουδαίων.
Ίδε τας χείράς μου και
την αλήθειαν της εμής αναστάσεως· μη νομίσης φαντασίαν είναί τινα.
Κράτησον ταύτας τας χείρας, ως ομήρους της υμετέρας αναγεννήσεως· κράτησον ταύτας τας χείρας, ως ενέχυρα της εκ των μνημάτων επαναδύσεως·
κράτησον ταύτας τας χείρας, άγκυραν του εν τω άδη βυθού. Μη φοβηθής
μηδένα χειμώνα βιωτικόν, μη φρίξης μηδεμίαν ζάλην κοσμικήν, μη φοβηθής
τας των εναντίων ανέμων πνοάς, μη φροντίσης των καταιγίδων και των σπιλάδων της των πολεμίων θαλάσσης. Πλέε θαρών του βίου το πέλαγος, πλέε
κατέχων την άγκυραν του πνεύματος, πλέε προσέχων ως λιμένι τω ουρανώ,
πλέε φοβούμενος μόνον της εμής αρνήσεως το ναυάγιον· γέλα τον θάνατον ως νεκρόν, παίζε την φθοράν ως ανίσχυρον, ασπάζου την δι εμέ τελευτήν ως
αρχήν ενδοτέρας ζωής, και φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν
μου·
άντλησον δια της σης χειρός εκ της ζωηφόρου μου κρήνης το ποθούμενον
πόμα, και το δίψος παραμύθησαι το σόν. Φέρε την χείρά σου, και βάλε
εις την πλευράν μου· εισάγαγε την σήν δεξιάν εις το ιατρείον της
φύσεως, και έκβαλε το φάρμακον της σης προαιρέσεως· φέρω χειρός φιλούσης
επιβολήν, ο δεξάμενος λόγχη πληγήν. Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις
την πλευράν μου, ίνα έχης υπέρ αυτής αγωνίζεσθαι, ίνα έχης λέγειν
προς τους αντιφθεγγομένους τη αληθεία, ότι μετά την ανάστασιν είδές με
και κατέμαθες και εψηλάφησάς με ακριβώς.Φέρε την χείρά σου, και βάλε
εις την πλευράν μου·
δια σε γαρ ταύτην ούτω κατέλιπον, ο των άλλων τα σώματα και τας ψυχάς
ιασάμενος, προειδώς ως Θεός, ότι θελήσεις αυτήν ούτως ιδείν, ίνα συ του
πάθους της εμής σαρκός τους τύπους ιδών, της σης ψυχής θεραπεύσης το
πάθος. Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου, ην ούτως,
ως βλέπεις, εφύλαξα, ίν, όταν παραγένωμαι πάλιν εκ των ουρανών, και
καθίσω κριτής ζώντων και νεκρών, ίδωσιν οι Ιουδαίοι της κακής αυτών
εργασίας αντιπρόσωπα τα έργα φαινόμενα, και αυτοκατάκριτοι γένωνται. Και
μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός.
Κακόν η απιστία, βυθίζει τον νουν. Η πίστις μετεωρίζει τούτον εις ουρανόν· η απιστία τυφλοί την ψυχήν· η πίστις φωτίζει τους λογισμούς· η
απιστία και τα ορατά παρορά· η πίστις και τα αόρατα καθορά· ο άπιστος
παντάπασιν αγνοεί. Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός· αποδίωξον το νέφος της
απιστίας, και θέασαι τας καθαράς ακτίνας της πίστεως. Γενού και δια
πάντων απόστολος της εμής θεότητος άξιος· γενού τοιούτος, οίον είναι χρή
τον εμοί συντυχόντα και τυχόντα τούτων, ώνπερ τετύχηκας.
Ομοίως τοις άλλοις αποστόλοις εκλήθης, ομοίως αυτοίς ετιμήθης, ομοίως αυτοίς καθοπλίσθητι· ομοίως αυτοίς άπερ είδον τεθέασαι, ομοίως αυτοίς
εθαρήθης, ως φίλος, όλον μου το μυστήριον· ομοίως αυτοίς κήρυττε την εμήν δύναμιν. Μη πάλιν είπης μετά το άπαξ ιδείν· Εάν μη πάλιν ίδω εν
ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω.
Έως ειμί μεθ υμών, ως βούλει, πολυπραγμόνησον· έως έχεις παρισταμένην
σοι την ουράνιον άμπελον, πάντας τους κλάδους αυτής και τους βότρυας
ερεύνησον. Ανελεύσομαι γαρ εις ουρανούς, όθεν ήλθον εις γην, ανελεύσομαι
όπου ειμί, ανελεύσομαι τη ανθρωπότητι όθεν συγκατέβην υμίν τη θεότητι,
ανελεύσομαι μετά τούτου του σώματος, ο χωρίς τούτου εκδημήσας εκείθεν,
και μείνας εκεί· ανελεύσομαι μετά της υμετέρας φύσεως προς τον πατρώον
κόλπον, Ο ων εν τοις κόλποις του πατρός·ήνυσα γαρ το έργον, δι ό
την οδόν ταύτην πεποίημαι.
|
|
«Άκουσα, Θωμά, απών σαν άνθρωπος αλλά παρών σαν Θεός, ό,τι είπες στους
αδελφούς σου. Ήμουν κοντά σας με τη θεϊκότητά μου και χώρια σας με την
ανθρωπίνη φύση μου. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια που είπες
προηγουμένως; Δεν είπες, αν δε δω μέσα στα χέρια του τα σημάδια των
καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια των καρφιών και δε βάλω
το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω; Δε βγήκαν από τα χείλη σου
τα λόγια αυτά; Τα λόγια αυτά δε ανταποκρίνονται στους λογισμούς σου; Γι’
αυτό ξαναήλθα· για να μην αμφιβάλλης. Γι’ αυτό είμαι κοντά σας δεύτερη
φορά, γι’ αυτά που επιθυμείς έχω φτάσει και τώρα ήρθα για σένα, τον ένα,
εγώ που για το χαμένο πρόβατο κατέβηκα από τους ουρανούς χωρίς εν
τούτοις να τους αφήσω.
Μη διστάσης λοιπόν να μάθης ό,τι ποθείς, μην ντρέπεσαι να κοιτάξης καλά
ό,τι θέλεις. Μην αποφύγης να βάλης το δάχτυλό σου στα ίδια τα χέρια μου.
Ανέχομαι και τα περίεργα δάχτυλα, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την
περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν
οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση;
Βάλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου, που τραυματίστηκαν για
σάς, για να θεραπεύουν τα χτυπήματα των δικών σάς ψυχών. Ιδές τα χέρια
μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που θεληματικά σταυρώθηκε ή κάποιος
άλλος. Ιδές τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής
μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Εβραίοι κατά
την ημέρα της κρίσεως ότι εμείς Κύριε, δε σε σταυρώσαμε, τότε θα δείξω
σ’ αυτούς που με πολέμησαν, τα χέρια μου μ’ αυτή τη μορφή και θα
ντροπιάσω τους Εβραίους μόλις τ αντικρύσουν.
Ιδές τα χέρια μου, και το αληθινό γεγονός της αναστάσεώς μου μη νομίσης
πως είναι μία φαντασία. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ομήρους για τον
ξαναγεννημό σας. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ενέχυρα για την ανάστασή σας
μέσα από τον τάφο. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν άγκυρα που έπεσε στο βυθό
του Άδη. Καμμιά χειμωνιά της ζωής μη φοβηθής, καμμιά ζάλη του κόσμου ας
μη σε ζαλίση. Μη φοβηθής το φύσημα των αντιθέτων ανέμων, ας μη σε
ανησυχήσουν οι καταιγίδες κι οι σκόπελοι της θάλασσας των εχθρών. Πέρνα
με θάρρος το πέλαγος της ζωής, ταξίδευε κρατώντας την άγκυρα του
πνεύματος, ταξίδευε έχοντας μπροστά σου σαν λιμάνι τον ουρανό. Ταξίδευε
και να φοβάσαι μόνο της αρνήσεώς μου το ναυάγιο. Περιγέλα το θάνατο σα
νεκρό, περίπαιζε τη φθορά σαν ανίσχυρη. Αποδέχου για χάρη μου το τέλος
της ζωής σαν αρχή μιας πιο εσωτερικής ζωής και φέρε το χέρι σου και
βάλτο στην πλευρά μου.
Άντλησε με το χέρι σου από τη βρύση αυτή της ζωής το νάμα που ποθείς, τη
δίψα σου ανακούφισε. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Βάλε το
χέρι στο ιατρείο της πλάσης και βγάλε το φάρμακο της επιθυμίας σου.
Δέχομαι άγγιγμα χεριού που μ’ αγαπά εγώ που δέχτηκα την πληγή της
λόγχης. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου, για να μπορείς ν’
αγωνίζεσαι γι’ αυτήν, για να μπορείς ν’ αποκριθής σ’ αυτούς που πολεμούν
την αλήθεια, ότι με είδες μετά την Ανάσταση και μ’ αναγνώρισες και με
ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου.
Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των
άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσης να τη δης έτσι και βλέποντας τ’
αχνάρια του πάθους στην σάρκα μου θέλησα να θεραπεύσης το πάθος της
ψυχής σου. Φέρε το χέρι σου, και βάλτο στην πλευρά μου που τη φύλαξα
έτσι με κάποιο σκοπό: Όταν γυρίσω πάλι από τους ουρανούς και καθίσω σε
θρόνο κριτής ζωντανών και νεκρών να ιδούν οι Εβραίοι κατάματα τα έργα
της κακίας τους και μόνοι τους ν’ αυτοδικαστούν - και μη φανής άπιστος
αλλά πιστός.
Κακό η απιστία, κάνει τον νου να βουλιάξη. Η πίστη τον αναρπάζει στον
ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή. Η πίστη σκορπά το φως της στους
λογισμούς. Η πίστη και τα αόρατα κατακάθαρα βλέπει, ο άπιστος είναι σ’
άγνοια ολοκληρωτική. Μη γίνης άπιστος αλλά πιστός. Παραμέρισε το νέφος
της απιστίας και κοίταξε τις καθαρές ακτίνες της πίστης. Γίνου μέσα σε
όλους άξιος απόστολος της θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος όπως πρέπει να
είναι αυτός που με συνάντησε και είδε τέτοια όπως εσύ.
Όμοια με τους άλλους αποστόλους σε κάλεσα, όμοια μ’ αυτούς σε τίμησα,
όμοια μ’ αυτούς οπλίσου. Όμοια μ’ αυτούς είδες ό,τι είδαν, όμοια μ’
αυτούς σε εμπιστεύθηκα σα φίλο, όλο μου το μυστήριο, όμοια μ’ αυτούς
κήρυξε τη δύναμή μου. Μην πεις πάλι, αφού με είδες μία φορά: «Αν δε δω
πάλι στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών δε θα πιστέψω».
Όσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη, όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο
έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του
ερεύνησε. Θ’ ανεβώ στους ουρανούς, απ’ όπου ήρθα στη γη, θ’ ανεβώ, όπου
είμαι. Θ’ ανεβώ με την ανθρώπινη φύση μου εκεί απ’ όπου για χάρη σας
κατέβηκα με τη θεία μου φύση. Θ’ ανεβώ μ’ αυτό μου το σώμα, αν και χωρίς
αυτό ήρθα από κει κι έμεινα εκεί πέρα. Θ’ ανεβώ στους κόλπους τους
πατρικούς με τη δική σας φύση, αν και είμαι στους κόλπους του Πατέρα.
Τελείωσα το έργο μου, για το οποίο έκανα αυτή την πορεία».
|
Αψάμενος τοίνυν ο Θωμάς των Δεσποτικών χειρών και της θείας πλευράς, και
μεστός γενόμενος δειλίας ομού και περιχαρείας εκ της θέας ων επεθύμησε,
προς υμνωδίαν ευθέως την γλώτταν κινεί, βοών προς τον Κύριον·
Ο Κύριός μου, και ο Θεός μου· συ
ει Κύριος και Θεός, συ ει και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ ει ξένος και
παράδοξος της φύσεως ιατρός· ου τέμνεις σιδήρω τα πάθη, ου καίεις πυρί
τα έλκη, ουκ ερανίζη παρά βοτανών την των φαρμάκων ισχύν, ουκ επιδεσμεύεις επιδέσμοις ορατοίς τα κάμνοντα έλκη· έχεις οικτιρμών
επιδέσμους αοράτους, αοράτως τα διαλελυμένα συσφίγγοντας· έχεις λόγον
σιδήρου τομώτερον, έχεις ρήμα πυρός δυνατώτερον, έχεις νεύμα φαρμάκου προσηνέστερον. Ως δημιουργός απόνως αγιάζεις το ποίημα, ως πλάστης μεταπλάττεις ακαμάτως τα πλάσματα.
Συ λέπραν απέξεσας, ως ηθέλησας, συ χωλούς δρομαίους ανέδειξας, συ
παραλύτους βαστάζειν τας εαυτών κλίνας εποίησας, συ τυφλούς εκ γενετής απονίψασθαι τον ζόφον εκέλευσας, συ τους δαίμονας εκ των σων ποιημάτων εξώρισας, συ παρά των εχθρών εκρατήθης βουλόμενος, συ θέλων παρά των
Ιουδαίων πάντα κατά σάρκα πέπονθας δι εμέ, Ο Κύριός μου, και ο Θεός
μου.
|
|
Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια του Κυρίου και τη θεία πλευρά,
γέμισε από δειλία και από χαρά μαζί βλέποντας αυτά που επιθύμησε και
αμέσως ξεσπά σε ύμνο του Κυρίου κραυγάζοντας:
«Κύριέ μου και Θεέ μου. Συ είσαι ο Κύριος και ο Θεός. Συ είσαι ο
άνθρωπος και ο φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός
της πλάσης. Δεν κόβεις με το νυστέρι τα’ άρρωστα μέλη, δεν καις με τη
φωτά τις πληγές, δεν μαζεύεις απ’ τα βοτάνια την δύναμη των φαρμάκων
σου, δε δένεις με ορατούς επιδέσμους τις πληγές που μας αφανίζουν.
Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, που αόρατα τονώνουν τα
καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγο που είναι πιο κοφτερός από το μαχαίρι.
Έχεις λόγο πιο δυνατό απ τη φωτιά. Έχεις βλέμμα απ’ το φάρμακο πιο
απαλό. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν
πλάστης χωρίς να κουραστής μεταπλάθεις τα πλάσματά σου.
Συ κατά το θέλημά σου τους λεπρούς καθάρισες, τους κουτσούς τους έκανες
να τρέχουν, τους παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τους
γεννημένους τυφλούς τους προστάζεις να πετάξουν με νίψιμο το σκοτάδι.
Εξώρισες τους δαίμονες απ’ τα δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες
απ’ τους εχθρούς και απ τους Εβραίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο
σώμα σου. Ω Κύριε και Θεέ μου!».
|
Επέγνων τον εμόν Δεσπότην, επέγνων τον εμόν αλιέα και φύλακα, επέγνων
τον εμόν βασιλέα και κύριον, Ο Κύριός μου, και ο Θεός μου. Πιστεύω
σου, Δέσποτα, τη οικονομία, πιστεύω σου τη συγκαταβάσει, πιστεύω σου τη προσλήψει της εμής αρχής, πιστεύω σου τον προσκυνούμενον σταυρόν,
πιστεύω σου τοις παθήμασι της σαρκός, πιστεύω σου τω τριημέρω θανάτω,
πιστεύω σου τη αναστάσει·
λοιπόν ουκ έτι πολυπραγμονώ· πιστεύω, ουκέτι λογοθετώ· πιστεύω, ουκέτι ζυγοστατώ· πιστεύω, ουκέτι περιεργάζομαι· πιστεύω τοις εμοίς οφθαλμοίς,
πιστεύω τη εμή δεξιά. Έμαθον αφ ων είδον μη λογοθετείν· έμαθον αφ ων εψηλάφησα προσκυνείν, μη ζυγομαχείν· ένα Κύριον και Θεόν επίσταμαι, τον Δεσπότην Χριστόν,
ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. |
|
«Αναγνώρισα τον Κύριό μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου,
αναγνώρισα το βασιλιά και Κύριό μου. Ω Κύριέ μου και Θεέ μου! Πιστεύω
Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην
ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου
σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο
θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου.
Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. Πιστεύω,
δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια.
Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην
κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ, όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο
και Θεό γνωρίζω, τον Κύριό μου Χριστό.
Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες».
|
|