Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Προτεσταντισμός

1ο Μέρος: Ιοβινιανός: Ένας αρχαίος εχθρός του Μοναχισμού // 2ο Μέρος: Ο Βιγιλάνδιος κατά του Μοναχισμού // 3ο Μέρος: Ο Eλβίδιος κατά μοναχών και κατά της αειπαρθενίας // 4ο Μέρος: Αέριος: Ο αντινηστευτής και αντεπίσκοπος μοναχός // 6ο Μέρος: Οι κακοδοξίες του Καλβίνου για τον Μοναχισμό // Ο Προτεσταντισμός σε αναζήτηση τής Ορθοδοξίας // Η Προτεσταντική Ιερά Εξέταση // Μερικές πληροφορίες για τον αιρεσιάρχη Λούθηρο

Εχθροί του Μοναχισμού Μέρος 5ο

Πώς στράφηκε ο Λούθηρος κατά του Μοναχισμού

του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 85-88 και 118-145).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

 

Στο ακόλουθο απόσπασμα θα παρακολουθήσουμε την πορεία της σκέψης του Λουθήρου, από την εποχή που ήταν Παπικός Μοναχός, ως τότε που στράφηκε κατά του Μοναχισμού. Θα έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τις σοβαρές ελλείψεις του, καθώς αγνοώντας την Ορθοδοξία, αντέδρασε στην Παπική αίρεση περί "αξιομισθιών", και πήγε στο άλλο άκρο της "σωτηρίας χωρίς προσπάθεια", και τις δραματικές αντιφάσεις της σκέψης του, καθώς από τη μία εκθείαζε την ιστορική Εκκλησία, και από την άλλη την θεωρούσε "πλανημένη". Η δραματική πορεία ενός Αιρεσιάρχη, που εγκατέλειψε την αίρεση του Παπισμού, για να συστήσει μια χειρότερη, αυτή του Προτεσταντισμού.

 

Η στάση των Προτεσταντών κατά του Μοναχισμού

Με το ισχυρό ρεύμα ασκητισμού που περιέχεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, με την Ιστορική δραστηριότητα του ασκητισμού στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, με την επέκταση των ασκητικών μεθόδων ώστε να περιλαμβάνουν και το μαρτύριο -συνοπτικά, με την εντολή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να τον μιμηθούμε μπορεί να φαίνεται πράγματι παράξενο ότι τωόντι εμφανίστηκε αντίδραση στον ασκητισμό και το μοναχισμό. Αυτή δεν άρχισε με το Λούθηρο, αλλά ήταν με το Λούθηρο που ο ασκητισμός και ο μοναχισμός απορρίφθηκε πλήρως. Ήταν η Μεταρρύθμιση που ανέτρεψε αυτήν τη μορφή πνευματικότητας, και αυτό είναι ακόμα ένα πρόβλημα στον οικουμενικό διάλογο που πρέπει να αντιμετωπιστεί με ειλικρίνεια. Η απόρριψη από τη Μεταρρύθμιση του ασκητισμού και του μοναχισμού ως αυθεντικών μορφών Χριστιανικής πνευματικότητας δεν ήταν πράγματι μετριοπαθής. Ήταν μια λυσσαλέα απόρριψη αυτού που θεωρήθηκε ότι ήταν μια πλήρης διαστροφή του Χριστιανισμού. Οι συγγραφείς που γράφουν από την παράδοση και την προοπτική της Μεταρρυθμίσεως δηλώνουν άφοβα τη θέση τους. Οι ακόλουθες περικοπές είναι αντιπροσωπευτικές εκείνης της θέσεως.

Ο μοναχισμός «είναι ένα ανώμαλο φαινόμενο, μια λατρεία του Θεού που επινοήθηκε από τον άνθρωπο, και έχει σπάνια μια θλιβερή εξασθένιση και αποκρουστική διαστροφή του Χριστιανισμού της Βίβλου». Ο μοναχισμός «Ισχυρίζεται ότι είναι η υψηλότερη και καθαρότερη μορφή της Χριστιανικής ευσέβειας και αρετής, και ο ασφαλέστερος δρόμος προς τον ουρανό. Τότε, θα έπρεπε να σκεφθούμε, πρέπει πρωτίστως να συνιστάται στην Αγία Γραφή, και πραγματικά να υπάρχει στη ζωή του Χριστού και των Αποστόλων. Αλλά ακριβώς αυτή η βιβλική υποστήριξη δεν είναι αρκετή». Δεν είναι ανάγκη να σχολιάσουμε το ανακριβές αυτής της δηλώσεως. Είναι συμπέρασμα που βγαίνει μόνο μέσα από την προοπτική της θεολογικής θέσεως της Μεταρρυθμίσεως. Ο μοναχισμός είναι «πάνω απ' όλα μια άθλια απίσχνανση και γελοιογραφία (του Ευαγγελίου)». Υπάρχει «αντίθεση μεταξύ του καθαρού και κανονικού Χριστιανισμού και του μη κανονικού Μοναστικού Χριστιανισμού». «Ο ηρωισμός της αναχωρητικής ζωής … . αυτός ο ηθικός ηρωισμός … υπερβαίνει όχι μόνο τα σημερινά μέτρα του Χριστιανισμού, αλλά όλα τα λογικά μέτρα· δεν στηρίζεται ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη του Χριστού και της αποστολικής Εκκλησίας, και μοιάζει πολύ περισσότερο με ειδωλολατρικά προηγούμενα παρά με αγιογραφικά. Πολλοί από τους πιο επιφανείς αγίους των ερήμων διαφέρουν μόνο στη Χριστιανική τους ομολογία και σε μερικές Βιβλικές φράσεις που τις αποστήθιζαν, από Βουδδιστές φακίρηδες και Μωαμεθανούς δερβίσηδες. Η ύψιστη αρετή τους συνίστατο σε σωματικές ασκήσεις δικής τους επινοήσεως, οι οποίες χωρίς αγάπη, στην καλύτερη περίπτωση δεν ωφελούν απολύτως σε τίποτα, συχνά δε ικανοποιούν μόνο την πνευματική ματαιοφροσύνη, και επισκοτίζουν πλήρως την ευαγγελική οδό σωτηρίας». Μια τέτοια δήλωση αποκαλύπτει όχι μόνο την εσωτερική ανικανότητα να αντιληφθούν την ουσία και το σκοπό της ασκητικής και μοναστικής ζωής αλλά και τα εξωτερικά, Ιστορικά γεγονότα στην πραγματικότητα, Οι μοναχοί ήταν υποχρεωμένοι να απομνημονεύουν τεράστια τμήματα της Αγίας Γραφής, και ο μοναχισμός κατανοούσε κατ' ουσίαν πάντοτε ότι οι «ασκήσεις» του ήταν εργαλεία, ήταν μέσα για ένα σκοπό, και καθεαυτές ήταν χωρίς καμιά αξία. «Ο αναχωρητισμός σχεδόν πάντοτε ήταν φορέας μιας ορισμένης κυνικής τραχύτητας και βαναυσότητας, οι οποίες, πράγματι, υπό το φως εκείνης της εποχής μπορούν να κριθούν επιεικώς, αλλά ασφαλώς δεν έχουν καμιά σχέση με την ηθική της Βίβλου, και προσβάλλουν όχι μόνο την ευαισθησία, αλλά και κάθε υγιές ηθικό αίσθημα … Η ασκητική αγιότητα αντιστρέφει την αλήθεια της υγιούς ευαγγελικής ηθικότητας». «Πολλοί από αυτούς τους αγίους δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τιποτένιοι τεμπέληδες η βλοσυροί μισάνθρωποι οι οποίοι προτιμούσαν να ζουν με άγρια θηρία, με λιοντάρια, λύκους και βαινες, παρά με αθάνατους ανθρώπους, και πάνω απ’ όλα απέφευγαν το πρόσωπο μιας γυναίκας με περισσότερο ζήλο από όσο απέφευγαν το διάβολο».

Αυτή η δήλωση ενός συγγραφέα που τράφηκε με την «ευαγγελική» παράδοση της Μεταρρυθμίσεως θα πρέπει ίσως να περιλάβει και τον Κύριο μας μέσα σ' αυτήν την κατηγορία, γιατί ο Κύριος μας πρώτος το έκανε αυτό κατά τις σαράντα μέρες που έζησε στην έρημο, όπου «ήταν μαζί με τα θηρία» «και ην μετά των θηρίων» (Μάρκ. 1:13). «δεν αποτελεί έπαινο γι' αυτούς τους ασκητικούς εκκεντρικούς το ότι ενώ ήταν χωρίς την αυθεντία της Αγίας Γραφής (sic!), χρησιμοποιούσαν στον ίδιο βαθμό και ακόμα ξεπερνούσαν τους παράξενους τρόπους αυτοβασανισμού, που ασκούσαν οι αρχαίοι και σύγχρονοι οπαδοί του Ινδουισμού (sic!), για το υποτιθέμενο όφελος των ψυχών τους και την ικανοποίηση της ματαιοφροσύνης τους με την παρουσία των θαυμαζόντων θεατών». Είναι, πράγματι, δύσκολο να βρει κανείς μια άλλη δήλωση που να διαστρέφει περισσότερο από την προηγούμενη το Χριστιανικό ασκητισμό και μοναχισμό. Ασφαλώς, υπήρξαν ακρότητες σε κάθε μορφή της Χριστιανικής πνευματικότητας. Ασφαλώς, διαστροφές μπορεί να βρεθούν στην Χριστιανική ασκητική και μοναστική ζωή, αλλά αυτές οι διαστροφές δεν ήταν ο κανόνας, δεν ήταν το ιδεώδες, και συνήθως εγκαταλείπονταν, δεν κρίνει κανείς καμιά μορφή της Χριστιανικής πνευματικότητας από τις ακρότητες και τις διαστροφές της αλλά από την ιδεώδη και πρότυπη συμπεριφορά της. Και υπάρχουν κι' άλλες περικοπές. «Γενικά, η ζωή του ερημίτη συγχέει τη φυγή από τον έξω κόσμο με την νέκρωση του εσωτερικού κόσμου της διεφθαρμένης καρδιάς· παραγνωρίζει το καθήκον της αγάπης- όχι σπάνια, κάτω από τη μάσκα της ταπεινώσεως και της έσχατης αυταπαρνήσεως, υποθάλπει πνευματική υπερηφάνεια και ζηλοτυπία- είναι εκτεθειμένη σε όλους τους κινδύνους της μοναξιάς, ακόμα και στον άγριο βαρβαρισμό, στην κτηνώδη χυδαιότητα η στην απελπισία και την αυτοκτονία». Δεν γράφουν αρνητικά για το (υπό συζήτηση) θέμα όλοι οι συγγραφείς που προέρχονται από την παράδοση της Μεταρρυθμίσεως, η οποία απέρριψε τον ασκητισμό και το μοναχισμό.

Πραγματικά, πολλοί παρουσιάζουν τα ιστορικά δεδομένα αντικειμενικά, έστω και αν διαφωνούν για την αυθεντικότητα αυτής της μορφής πνευματικότητας. Μερικοί, όντως, αντιμετωπίζουν το θέμα με κάποια συμπάθεια. Πραγματικά, ο οικουμενικός διάλογος πάνω σ' αυτήν τη ζωτική διαφορά γι' αυτήν τη μορφή πνευματικότητας ενθαρρύνεται από ενδείξεις μιας αναβιώσεως του ενδιαφέροντος για το μοναχισμό μέσα σε μερικούς Προτεσταντικούς κύκλους μέχρι του σημείου, μάλιστα, της δημιουργίας μοναστικών κοινοτήτων. Αλλά εκείνη η στάση αυτής της μορφής πνευματικότητας, η οποία εκδηλώθηκε κατά τη μεταρρύθμιση, ακόμα παραμένει. Μια λεπτομερής επανεξέταση των Ιστορικών συνθηκών και των θεολογικών προϋποθέσεων που οδήγησαν το Λούθηρο και τον Καλβίνο να απορρίψουν το μοναχισμό πρέπει ακόμα να αναληφθεί χωρίς συναισθηματισμό και να συζητηθεί σε ειλικρινή, ανοιχτό διάλογο.

 

Η αλήθεια για το πώς ο Λούθηρος έγινε εχθρός του Μοναχισμού

Η αποφασιστική απόρριψη του μοναχισμού από το Λούθηρο ξεκινά από την προσωπική του εμπειρία ως Αυγουστιανιανού μοναχού και από - για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια - τη νέα ερμηνεία της Γραφής που τον οδήγησε στις θεολογικές του θέσεις. Για να καταλάβει κανείς τη Μεταρρύθμιση είναι ουσιαστικό να καταλάβει το Λούθηρο. Για να καταλάβει το Λούθηρο είναι ουσιαστικό να καταλάβει όλη την κατάσταση μέσα στην οποία αυτός έζησε και τη δική του προσωπικότητα. Για να είναι κανείς δίκαιος και να μην αδικήσει το Λούθηρο και τη σκέψη του θα χρειάζονταν ένας ή δύο ογκώδεις τόμοι. Εδώ, όμως, είναι ανάγκη να μνημονεύσουμε μόνο ορισμένα κεντρικά σημεία -και αυτό πράγματι ενέχει τον κίνδυνο να μειώσουμε την πληρότητα όλης της σκέψεως του Λουθήρου. Η εναλλακτική λύση είναι να μην πούμε τίποτα. Αλλά η επίδραση του Λουθήρου στη Μεταρρύθμιση, η επίδρασή του στον Προτεσταντισμό γενικά, η επίδρασή του στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η επίδρασή του στην κοινωνική, πολιτική, και οικονομική δομή της εποχής του, και η συνεχιζόμενη επίδρασή του στην Ιστορία και τη σκέψη, μαζί με την εκρίζωση από αυτόν του μοναχισμού, είναι τόσο έντονη ώστε δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η εμπειρία του φόβου που δοκίμασε ο Λούθηρος όταν αντιμετώπισε την καταιγίδα είναι πολύ γνωστή. Ήταν στις 2 Ιουλίου του 1505. Ο Λούθηρος είχε ήδη πάρει το δίπλωμά του (magister artium) το Φεβρουάριο του 1505. Είχε επισκεφθεί την οικογένειά του στο Mansfeld. Γυρίζοντας στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης (Erfurt), ο Λούθηρος βρέθηκε σε μια καταιγίδα κοντά στην πόλη Stotternheim. Ένας κεραυνός έπεσε ακριβώς μπροστά του. Καταβεβλημένος από το φόβο, ο Λούθηρος επικαλέστηκε την Αγ. Άννα και ορκίστηκε να γίνει μοναχός αν προστατευόταν από την καταιγίδα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ένα ασυνήθιστο περιστατικό στο μεσαιωνικό Χριστιανισμό. Αλλά ο Λούθηρος είχε περιπέσει σε βαθειά κατάθλιψη έξι μήνες πριν μπει σε μοναστήρι. Ο Λούθηρος υπέφερε από τέτοιες κρίσεις καταθλίψεως σ' όλη του τη ζωή. Από τα πέντε τουλάχιστον μοναστήρια της Ερφούρτης ο Λούθηρος διάλεξε το Μαύρο Μοναστήρι των Αυγουστινιανών Ερημιτών. Αυτό το μοναστήρι είχε σπουδαία φήμη ακριβώς για την καλλιέργεια του ασκητικού ιδεώδους.

Ο Λούθηρος είχε κάνει το σχόλιο ότι ο Διάβολος είναι πολύ αδρανής κατά το πρώτο έτος της εισόδου κάποιου σε μοναστήρι. Είναι αλήθεια, ότι προσαρμόστηκε σε μια καινούρια, πολύ ρυθμισμένη ζωή, μια ζωή στην οποία όλος ο χρόνος του ήταν κανονισμένος και ρυθμισμένος. Παρά το γεγονός αυτό, η ζωή αυτή θα μπορούσε να ήταν πολύ καλή, αφού ο πρώτος χρόνος της πέρασε χωρίς τις βασανιστικές επιθέσεις που αργότερα απέδωσε στο διάβολο. Ο χρόνος του περνούσε με εξομολόγηση, με ανάγνωση της Λατινικής Αγίας Γραφής, με προσευχή, με μελέτη, με συντροφιά, και με ψάλσιμο. Ο Λούθηρος αγαπούσε να ψάλλει. Αυτό αποτελούσε ένα μέρος της πρώτης ζωής του και ήταν μια πηγή χαράς που ποτέ δεν τον άφησε.

Αυτή η ήρεμη ζωή επρόκειτο γρήγορα να αλλάξει ριζικά. Ο πρώτος κεραυνός χτύπησε όταν τελούσε την πρώτη του λειτουργία. Όταν έφθασε στις λέξεις προσφέρουμε σε Σένα, τον ζωντανό, τον αληθινό, τον αιώνιο Θεό, ο Λούθηρος καταλήφθηκε από βαθύ τρόμο. Έγραψε αργότερα, αναθυμούμενος τη στιγμή εκείνη, ότι αυτές οι λέξεις τον φόβησαν, τον τρόμαξαν, γιατί πώς μπορούσε αυτός, ένας άθλιος άνθρωπος γεμάτος αμαρτίες και αποτελούμενος από σκόνη και στάχτη, να μίλα στον ζωντανό, αιώνιο και αληθινό Θεό; Ήταν, γράφει, η μεγαλειότητα του Θεού που τον γέμισε όχι μόνον με φόβο αλλά και με τρόμο. Εδώ είναι η αρχή της πνευματικής του οδού, γιατί επρόκειτο πάντοτε να διακατέχεται από το αίσθημα της πραγματικότητας της Θεϊκής Μεγαλειότητας. Αυτό τον γέμιζε με τρόμο, τον απωθούσε. Κι’ όμως ήξερε ότι έπρεπε να συμφιλιωθεί κατά κάποιο τρόπο μ' αυτή τη Θεία «Μεγαλειότητα». Και σ' αυτό βρίσκουμε ήδη το σπέρμα του κεντρικού δόγματος της Μεταρρυθμίσεως πώς συμφιλιώνεται ο άνθρωπος με τον Θεό, πώς ο άνθρωπος «δικαιώνεται» από τον Θεό; Δεν υπήρχε τίποτε μέσα του που θα μπορούσε να του προσφέρει μια τέτοια συμφιλίωση με τη Θεϊκή Μεγαλειότητα. Αλλά η Εκκλησία είχε μια «οδό», η Εκκλησία είχε ένα «σύστημα».

Η Λατινική Εκκλησία εκείνη την εποχή είχε αναπτύξει το δόγμα του «θησαυρού των αξιομισθιών». Η ανάπτυξη αυτού του συστήματος στη Λατινική Δύση είναι καθεαυτήν ενδιαφέρουσα, και είναι κάτι που συνέβη μόνο στη Λατινική Εκκλησία. Ένα τέτοιο δόγμα δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Κύριος μας προμήθευσε την Εκκλησία με μια ατέλειωτη ποσότητα «αξιομισθιών» γιατί ακριβώς ήταν και αυτός Θεός. Ακόμα, η Παρθένος Μαρία είχε περισσότερες «αξιομισθίες» από όσες θα χρειαζόταν καθένας για τη σωτηρία του. Και ακόμα, οι «αξιομισθίες» από το σύνολο των αγίων προσθέτονταν σ' αυτόν τον απεριόριστο «θησαυρό των αξιομισθιών». Η Ρωμαϊκή Εκκλησία, που έτεινε πάντα προς μια περισσότερο δικανική και νομικίστικη τάση από όσο η Ανατολική Εκκλησία, είχε αναπτύξει ένα δόγμα του «δικαιώματος μεταβιβάσεως» αυτών των αξιομισθιών από τον θησαυρό των αξιομισθιών σε εκείνα τα πρόσωπα που χρειάζονταν πνευματική βοήθεια στην οδό προς τη σωτηρία. Η θεωρία είναι βαθύτερη από όσο πολλοί συχνά την περιγράφουν —μάλλον, κάνουν μια γελοιογραφία της. Αλλά στην πράξη ήταν μια θεωρία της οποίας μπορούσε εύκολα να γίνει κατάχρηση, όπως μπορεί να συμβεί με τις περισσότερες πλευρές της θρησκευτικής ζωής. Στο νου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ο Πάπας ήταν ο «τοποτηρητής» του Χριστού πάνω στη γη δυνάμει της διαδοχής του από τον Απ. Πέτρο. Αφού τα κλειδιά της βασιλείας και η δύναμη του «δεσμείν και λύειν» πάνω στη γη δόθηκε στον Απ. Πέτρο, ο Πάπας, ως διάδοχός του, είχε το δικαίωμα και την αρμοδιότητα να μεταβιβάζει αυτές τις αξιομισθίες. Η μέθοδος μεταφοράς αυτών των «αξιομισθιών» σε κάποιον που είχε ανάγκη ήταν ένα «συγχωροχάρτι». Ο Λούθηρος αποδέχθηκε αυτό το σύστημα χωρίς συζήτηση.

Ο πρώτος του συγκλονισμός (shock) φαίνεται πως ήλθε όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη στα 1510. Από το Τάγμα των Αυγουστινιανών ζητήθηκε να στείλει δυο πρόσωπα στη Ρώμη για μια συζήτηση. Ο Λούθηρος ήταν ένας από αυτούς που στάλθηκαν. Στη Ρώμη ο Λούθηρος ενδιαφέρθηκε ελάχιστα για ό,τιδήποτε ιστορικό, ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για την «αιώνια πόλη». Χρησιμοποίησε αυτή την ευκαιρία για να δει τον εαυτό του ως προσκυνητή και να πάρει όσα συγχωροχάρτια μπορούσε για τον εαυτό του και για την οικογένειά του. Η εργασία του τάγματός του και οι ημερήσιες προσευχές του, του έπαιρναν χρόνο, αλλά ο υπόλοιπος χρόνος διατίθενταν στην αναζήτηση συγχωροχαρτιών. Η Ρώμη προσέφερε περισσότερες δυνατότητες για συγχωροχάρτια από κάθε άλλη πόλη στον κόσμο. Για πρώτη φορά φαίνεται πως μια αίσθηση κάποιας αμφιβολίας για την αποτελεσματικότητα των συγχωροχαρτιών μπήκε μέσα στην ύπαρξη του Λουθήρου από μια εμπειρική άποψη. Ακόμα, έμεινε σταθερός στην πίστη του. Ο Λούθηρος ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος που αναζητούσε τη συμφιλίωσή του με τη Μεγαλειότητα του Θεού. Οι Ιταλοί κληρικοί του προκάλεσαν σοκ. Τους βρήκε ότι ήταν επιπόλαιοι, χαλαροί και αμαθείς. Μπορούσαν να τελειώσουν έξι η επτά λειτουργίες πριν ο Λούθηρος τελειώσει μία. Η ελαφρότητα και η ασέβειά τους ετάραξε το Λούθηρο αλλά δεν κλόνισε την πίστη του στην Εκκλησία. Ο Λούθηρος αργότερα λέγει για τον Ιταλικό κλήρο ότι οι εκφωνήσεις τους στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ήταν χωρίς καμιά πίστη και βλάσφημες. «Είσαι άρτος και άρτος θα παραμείνεις, είσαι οίνος και θα παραμείνεις οίνος».

Μόλις γύρισε από τη Ρώμη ο Λούθηρος, τον έστειλαν στο Αυγουστινιανό μοναστήρι της Βιττεμβέργης, μιας πόλεως στην οποία θα ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί αρχηγός του τάγματος ήταν ο Dr. Johann von Staupitz, ένας άνθρωπος που επρόκειτο να είναι ο πνευματικός πατέρας του Λουθήρου. Ο Λούθηρος αργότερα έγραψε ότι αν δεν ήταν ο Dr. Staupitz αυτός θα είχε βυθιστεί στην κόλαση. Εκτός από το σύστημα των συγχωροχαρτιών, ο Λούθηρος χρησιμοποίησε και το μυστήριο της εξομολογήσεως ως μέσο για να συμφιλιωθεί με τη Θεϊκή Μεγαλειότητα. Ο Λούθηρος προσήγγισε την εξομολόγηση με την ίδια σοβαρότητα με την οποία είχε προσεγγίσει τη ζωή γενικά. Εξομολογείτο καθημερινά, συχνά επί έξι ώρες. Συνέχιζε να ερευνά και να ξαναερευνά τη μνήμη του για να βεβαιωθεί ότι καμιά αμαρτία δεν είχε ξεχαστεί. Κατά καιρούς ο Staupitz δεν ήξερε τι να κάνει με το Λούθηρο. Μια φορά είπε στο Λούθηρο ότι δεν είναι ο Θεός θυμωμένος μαζί του, αλλά ο Λούθηρος είναι θυμωμένος με τον Θεό. Ο Staupitz φαίνεται ότι είχε βάλει το δάκτυλο πάνω στο κεντρικό πρόβλημα της ψυχολογικής υφής του Λουθήρου - νόμιζε ότι η προκατάληψη του Λουθήρου με την αμαρτία ήταν η ένδειξη μιας άρρωστης ψυχής. Ο Λούθηρος έπεσε σε πνευματική απελπισία. Είχε νυχτερινούς εφιάλτες. Έτρεμε στον ήχο που έκανε ο αέρας. Ο φόβος του για το θάνατο μεγάλωνε. Ο Staupitz προσπάθησε να τρέψει την προσοχή του Λουθήρου από κάθε μικροαμαρτία στη γενική κατάσταση του ανθρώπου. Ο Staupitz με καμιά έννοια δεν απέρριπτε το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως αλλά ήταν μυστικιστής (a mystic) και πίστευε ότι έπρεπε ο άνθρωπος να παραδοθεί πλήρως στην αγάπη του Θεού. Ο Staupitz νόμιζε ότι η υπερβολική συγκέντρωση του Λουθήρου στον εαυτό του, η μονομανία του να επιτύχει αξιομισθία ήταν κάπως αλαζονική, μια μορφή αυτοεπιβεβαιώσεως. Πραγματικά, ήταν ο Staupitz που επέμενε να παραδοθεί ο Λούθηρος στον Θεό αντί να αγωνίζεται. Ο Λούθηρος προσπάθησε, πράγματι, να εκπληρώσει αυτή την υπόδειξη. Αλλά, όπως πάντα, ο Λούθηρος έπεσε πάλι σε απελπισία - αισθάνθηκε αποξενωμένος από τον Θεό. Όπως αναφέρει αργότερα ο ίδιος, δεν δέχθηκε στ' αλήθεια τη μυστικιστική προσέγγιση του Staupitz, αν και προσπάθησε να τη δοκιμάσει. Δεν την δέχτηκε γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Παντοδύναμος Θεός, η Θεία Μεγαλειότητα, μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να δεχθεί το ρύπο του ακάθαρτου ανθρώπου. Ο Staupitz συμβούλεψε σωστά το Λούθηρο. Συνέχισε να του λέγει ότι περιπλέκει υπερβολικά την πνευματική ζωή και ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν να αγαπά τον Θεό. Αλλά ο Λούθηρος επίσης μας λέγει στο Υπόμνημά του στην Προς Γαλατάς Επιστολή - το κείμενο στηρίζεται στις παραδόσεις του από το 1531 - ότι ο Staupitz «συνήθιζε να λέγει»: «Έχω ορκιστεί στον Θεό πάνω από χίλιες φορές ότι θα γινόμουνα καλύτερος άνθρωπος. Αλλά ποτέ δεν έκανα αυτό που ορκίστηκα. Στο έξης δεν θα ξανακάνω τέτοιο όρκο. Γι' αυτό, αν ο Θεός δεν είναι ευνοϊκός και εύσπλαχνος σε μένα για χάρη του Χριστού, και δεν μου χαρίσει μια ευλογημένη και ευτυχισμένη ώρα όταν θα φεύγω από αυτή την αθλία ζωή, δεν θα μπορέσω με όλους μου τους όρκους και όλα μου τα καλά έργα να σταθώ μπροστά του».

Επιπλέον, ο Λούθηρος είχε και ένα δεύτερο πρόβλημα. Όχι μόνο δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Παντοδύναμος Θεός μπορούσε να αγαπά τον ακάθαρτο άνθρωπο, άλλα δεν μπορούσε να καταλάβει και πώς ο ακάθαρτος άνθρωπος μπορούσε να αγαπά τον Θεό, ένα Θεό που είναι πυρ καταναλίσκον, ένα Θεό που είναι οργισμένος, ένα Θεό που κρίνει και καταδικάζει.

Η απελπισία του λοιπόν τον οδηγεί στην πιο τρομακτική από όλες τις σκέψεις -τι γίνεται, αν ο Θεός δεν είναι δίκαιος; Ο Λούθηρος ξόδεψε πολύ χρόνο διαβάζοντας τον Άγ. Αυγουστίνο και επηρεάστηκε πολύ από το δόγμα του Αγ. Αυγουστίνου πάνω στον προορισμό και την προπατορική αμαρτία. Η σκέψη της πιθανότητας να μην είναι ο Θεός δίκαιος συνδέεται με το γεγονός ότι διάβασε τον Αγ. Αυγουστίνο, παρ' όλο ότι ο Αγ. Αυγουστίνος ισχυρίζεται ότι η δικαιοσύνη του Θεού διατηρείται στον προορισμό. Ο Αγ. Αυγουστίνος δεν δίδαξε το ίδιο δόγμα της λυτρώσεως που ο Λούθηρος θα ανέπτυσσε. Γι' αυτό, ήταν δύσκολο για το Λούθηρο να δει οποιαδήποτε δικαιοσύνη στον προορισμό αφενός, και στο σύστημα αξιομισθίας της Εκκλησίας αφετέρου. Υπήρχε ένα χάσμα, μια άβυσσος, και αυτό οδηγούσε το Λούθηρο από απελπισία σε απελπισία. Ο Staupitz και βοήθησε το Λούθηρο προς στιγμήν και τον έβλαψε, γιατί ο Staupitz δεν ήταν μόνο μυστικιστής. Ήταν επίσης και Αυγουστινιανός μοναχός. Το να είναι κανείς Αυγουστινιανός μοναχός δεν σήμαινε κατανάγκη ότι δεχόταν όλες τις πλευρές της θεολογίας του Αγ. Αυγουστίνου —ιδιαίτερα το περί προορισμού δόγμα του Αγ. Αυγουστίνου. Αλλά αυτή δεν ήταν η περίπτωση με τον Staupitz. Ούτε αυτή ήταν η περίπτωση του Αυγουστινιανού τάγματος στη Βιττεμβέργη. Υπήρχε μια Ισχυρή Αυγουστινιανή επίδραση στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Το 1517 ο Staupitz έδωσε προς δημοσίευση ένα βιβλίο για τον προορισμό Libellus de executione aetemae praedestinationis. Το ίδιο έτος ο Staupitz δημοσίευσε το βιβλίο του που είχε τον τίτλο Von der Liebe Gottes (Περί της αγάπης του Θεού), ένα βιβλίο που τόνιζε την εκλογή και την καθαρή, αμιγή χάρη. Ο Λούθηρος άρχισε να παλεύει με το δόγμα του προορισμού ήδη από το 1509 ή 1510. Εκείνο τον καιρό, όμως, θα είχε την τάση αρχικά να το ερμηνεύει όπως το ερμήνευαν οι οπαδοί του Occam - ότι ο προορισμός στηρίζεται στην πρόγνωση που έχει ο Θεός για τη διαγωγή του ανθρώπου. Αλλά σημειώσεις που βρέθηκαν σε βιβλία που διάβασε ο Λούθηρος εκείνο τον καιρό αποκαλύπτουν ότι ήδη έκλινε προς το ολοκληρωμένο δόγμα του προορισμού του Αγ. Αυγουστίνου. Με λίγα λόγια, το περί προορισμού δόγμα του Αγ. Αυγουστίνου ήταν ότι ο άνθρωπος ήταν αιώνια προορισμένος ή για τον παράδεισο ή για την κόλαση, ότι ο Θεός θέλησε αιωνίως αυτός ή να σωθεί ή να καταδικαστεί – «να είναι προορισμένος για τον αιώνιο θάνατο, προορισμένος για την αιώνια καταστροφή». Οι εκλεκτοί δεν εξελέγησαν εξαιτίας της διαγωγής τους ή επειδή έχουν πιστέψει, αλλά εξελέγησαν για να πιστέψουν και να έχουν σωστή διαγωγή. Φαίνεται, ότι σε εκείνα τα πρώτα στάδια της πάλης του με το περί προορισμού δόγμα του Αγ. Αυγουστίνου, ο Λούθηρος περιορίζονταν μόνο στο δόγμα της ακαταμάχητης χάρης. Ο φόβος του Λουθήρου ότι ήταν προορισμένος για την καταδίκη ήταν το αποτέλεσμα της επιδράσεως του Staupitz και του Αγ. Αυγουστίνου.

Ο Λούθηρος άρχισε να διαβάζει συγχρόνως τον Αγ. Αυγουστίνο και την Αγία Γραφή από το 1510 και έξης. Το Υπόμνημα του Λουθήρου στην προς Ρωμαίους Επιστολή αποκαλύπτει ότι αυτός είχε δεχθεί όλη τη διδασκαλία του Αγ. Αυγουστίνου πάνω σ' αυτό το θέμα. Παρέδιδε μαθήματα πάνω στην Προς Ρωμαίους Επιστολή από τις 3 Νοεμβρίου 1515 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1516. Το 1515 ο Λούθηρος διάβαζε επίσης το έργο του Αγ. Αυγουστίνου De Spiritu et Littera (Περί του Πνεύματος και του Γράμματος), ένα έργο στο οποίο οι απόψεις του Αγ. Αυγουστίνου περί χάριτος, προπατορικής αμαρτίας, και προορισμού διδάσκονταν στην πληρέστερη μορφή τους. Ο Λούθηρος πίστευε, σαν τον Άγ. Αυγουστίνο, ότι το ανθρώπινο γένος ήταν μια massa perditionis (μια μάζα προς καταστροφή). Αυτό είναι δυο χρόνια πριν από την θυροκόλληση των περίφημων Ενενήντα Πέντε Θέσεών του. Το Υπόμνημα στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του Λουθήρου αποτελείται από σημειώσεις από τις παραδόσεις του και αυτές οι σημειώσεις παρέμειναν σε χειρόγραφη μορφή και αδημοσίευτες ως το 1908. Σ' αυτές τις σημειώσεις ο Λούθηρος πιστεύει καθαρά στο πλήρες δόγμα του προορισμού ήδη από το 1515: «Εδώ (ο Απ. Παύλος) ενστερνίζεται το δόγμα του προορισμού ή της εκλογής … το δόγμα … . είναι γεμάτο με γλυκεία ανακούφιση για τους εκλεκτούς και για όλους όσοι έχουν το Άγιο Πνεύμα. Αλλά είναι πάρα πολύ πικρό και σκληρό για τη σοφία της σαρκός … Αν δεν υπήρχε αυτή η θεϊκή απόφαση, αλλά η σωτηρία μας στηριζόταν στη θέληση ή τα έργα μας, αυτή θα στηριζόταν στην τύχη. Πόσο εύκολα σ' αυτήν την περίπτωση ένα μεμονωμένο κακό θα έθετε τη σωτηρία μας σε κίνδυνο ή θα την κατέστρεφε! … Ο Θεός επιτρέπει οι εκλεκτοί να αντιμετωπίζουν τόσο πολλά κακά, όπως κατονομάζονται εδώ, ακριβώς για να υπογραμμίσει ότι αυτοί σώζονται όχι για τη δική τους αξία, αλλά από την εκλογή του Θεού, από την αμετάβλητη και σταθερή απόφαση του Θεού». Αυτές οι σημειώσεις του Λουθήρου είναι εκτεταμένες και καλύπτουν το θέμα του προορισμού μάλλον πλήρως. Αυτός (ο προορισμός) δεν έχει καμιά σχέση με τα καλά έργα, με την ελευθερία της βουλήσεως, γιατί η ελεύθερη βούληση βρίσκεται σε απόλυτα δεσμά, έχει πλήρως διαφθαρεί από την αμαρτία. Η άποψη του Λουθήρου επί του θέματος δεν άλλαξε ποτέ.

Το 1545 ο Λούθηρος έγραψε μια Εισαγωγή στα Λατινικά του κείμενα. Ο Λούθηρος γράφει ότι, όταν έκανε τις παραδόσεις του πάνω στην Προς Ρωμαίους Επιστολή και στην Προς Γαλατάς Επιστολή, του ήρθε μια καινούρια κατανόηση: «Δεν αγαπούσα, μάλιστα, μισούσα το δίκαιο Θεό που τιμωρεί τους αμαρτωλούς … σαν να μην έφτανε που οι άθλιοι αμαρτωλοί, χαμένοι αιώνια λόγω της προπατορικής αμαρτίας συνθλίβονται από κάθε είδους συμφορά σύμφωνα με το νόμο του δεκάλογου, χωρίς να χρειάζεται ο Θεός να προσθέτει πόνο στον πόνο σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και να μας φοβερίζει, πάλι κατά το Ευαγγέλιο, με την δικαιοσύνη και την οργή του! … Επί τέλους, με το έλεος του Θεού, μελετώντας μέρα και νύχτα, πρόσεξα τη φράση: ΄΄Σ' αυτό φανερώνεται δικαίωση εκ μέρους του Θεού, όπως είναι γραμμένο: Εκείνος που δικαιώνεται δια της πίστεως θα ζήσει΄΄. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι η δικαίωση από τον Θεό είναι εκείνη με την οποία ο δίκαιος ζει από ένα δώρο του Θεού, δηλαδή από την πίστη. Και αυτή είναι η σημασία: η δικαίωση του Θεού αποκαλύπτειται από το Ευαγγέλιο. Δηλαδή, η παθητική δικαίωση με την οποία ο εύσπλαχνος Θεός μας δικαιώνει με την πίστη … Εδώ αισθάνθηκα ότι αναγεννήθηκα εξολοκλήρου και μπήκα στον ίδιο τον παράδεισο μέσα από ανοιχτές πύλες. Εκεί μια εντελώς άλλη όψη ολόκληρης της Αγίας Γραφής μου φανερώθηκε». Σ' αυτήν την ίδια την παράγραφο ο Λούθηρος γράφει ότι είχε διαβάσει το βιβλίο του Αγ. Αυγουστίνου De Spiritu et Littera (Περί του Πνεύματος και του Γράμματος). Ο Αγ. Αυγουστίνος, γράφει ο Λούθηρος, είχε μια παρόμοια κατανόηση αλλά δεν εξήγησε καθαρά όλα όσα αφορούν στην ενοχοποίηση. Εδώ είναι φανερό ότι ο Λούθηρος συνδυάζει τη διδασκαλία του Αγ. Αυγουστίνου για τον προορισμό, την προπατορική αμαρτία, και τη χάρη με μια Ανσελμική κατανόηση της «διαθήκης» της Ενσαρκώσεως και του Σταυρού, με τη διδασκαλία τού Αγ. Ανσέλμου για τον εξιλασμό. Σ' όλα αυτά, ο Λούθηρος τώρα προσθέτει μια καινούρια διάσταση. Αυτή, πραγματικά, είναι μια ριζοσπαστική ανατροπή της σκέψεως του πρώτου Χριστιανισμού.

Αφού ερμήνευσε τον Απ. Παύλο με την καινούρια του κατανόηση, ο Λούθηρος γράφει: «Αν δεν δώσετε σ' αυτούς τους όρους αυτήν τη σημασία, δεν θα κατανοήσετε ποτέ την Προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου, ούτε κανένα άλλο βιβλίο της Αγίας Γραφής. Προσέξετε, λοιπόν, όλους τους διδασκάλους που χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους με διαφορετική σημασία, αδιάφορο ποιοι είναι αυτοί, αν είναι ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος, ο Αμβρόσιος, ο Ωριγένης, και οι όμοιοί τους• ή ακόμα και πρόσωπα πιο έξοχα από αυτά». Και συνεχίζει παρά κάτω: «Αλλά αυτή η ύψιστη δικαιοσύνη, εννοώ της πίστεως (που ο Θεός δια του Χριστού, χωρίς έργα, μας απέδωσε) … δεν εξαρτάται από τα έργα μας, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο: δηλαδή, είναι μόνο μια παθητική δικαιοσύνη. Γιατί γι' αυτήν εμείς δεν κάνουμε τίποτα, δεν ανταποδίδουμε τίποτε στον Θεό, αλλά μόνο παίρνουμε και ανεχόμαστε να εργάζεται κάποιος άλλος μέσα μας, δηλαδή, ο Θεός. Γι’ αυτό μου φαίνεται σωστό να αποκαλώ αυτή τη δικαιοσύνη της πίστεως ή τη Χριστιανική δικαιοσύνη, παθητική δικαιοσύνη … Γιατί δεν υπάρχει καμιά ανάπαυση της συνειδήσεως τόσο σταθερή και τόσο ασφαλής, όσο είναι αυτή η παθητική δικαιοσύνη. Γιατί, λοιπόν, δεν κάνουμε τίποτα; Δεν κάνουμε τίποτα για να αποκτήσουμε αυτή τη δικαιοσύνη; Απαντώ: Τίποτα απολύτως. Γιατί η φύση αυτής της δικαιοσύνης είναι να μην κάνουμε τίποτα, να μην ακούμε τίποτα, να μην γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για το νόμο ή για τα έργα».

Ο Λούθηρος είχε αναπτύξει και διαμορφώσει τη βασική του θεολογία πριν τοιχοκολλήσει τις Ενενήντα Πέντε Θέσεις του. Καταλάβαινε ασφαλώς ότι αυτή η «καινούρια κατανόηση» βρίσκονταν σε άκρα αντίθεση όχι μόνο με την παράδοση αλλά και με τη δογματική διδασκαλία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Γιατί περιμένει πριν από τη διακήρυξη της καινούριας κατανοήσεως του; Η απάντηση είναι και απλή και σύνθετη. Δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφθεί ότι ο Λούθηρος περίμενε μάλλον τις κατάλληλες ευκαιρίες και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ένα γρήγορο αφορισμό.

Το 1521, αφού ο Λούθηρος είχε στερεώσει την πρόοδο της Μεταρρυθμίσεως, παρουσιάστηκε μπροστά στη Δίαιτα της Βόρμς. Φαίνεται ότι ανάμεσα στα έτη 1517 και 1521 ο Λούθηρος ήλπιζε ότι η νέα κίνηση θα βοηθούσε επίσης στην ενοποίηση της Γερμανίας. Η Δίαιτα της Βόρμς ήταν και η αρχή και το τέλος, τρόπον τινά, της ελπίδος του Λουθήρου για μια ενοποιημένη Μεταρρύθμιση. Το Διάταγμα που εκδόθηκε από τη Δίαιτα της Βόρμς απαιτούσε τη σύλληψη των Λουθηρανών λειτουργών. Η ζωή του Λουθήρου φαίνονταν πως βρίσκεται σε κίνδυνο. Ήταν αυτή η στιγμή που ο Φρειδερίκος ο Σοφός σκηνοθέτησε μια απατηλή σύλληψη και έβαλε το Λούθηρο στον Πύργο του Wartburg κρύβοντάς τον υπό το ψευδώνυμο Junker George. Μέχρι αυτή τη στιγμή η Μεταρρύθμιση δεν είχε φθάσει κοντά στον απλό άνθρωπο. Αυτό επρόκειτο να αλλάξει, γιατί γεγονότα άρχισαν να συμβαίνουν πίσω στη Βιττεμβέργη, και συνέβαιναν με ταχύτητα που ούτε ο Λούθηρος δεν περίμενε.

Το 1520 ο Λούθηρος έγραψε το βιβλίο του Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία της Εκκλησίας και το Μια Προσφώνηση προς τους Γερμανούς Ευγενείς. Και στα δυο αυτά βιβλία ο Λούθηρος είχε δεχθεί ότι οι ιερείς έπρεπε να νυμφεύονται ο Θεός είχε ορίσει το γάμο και ο γάμος ήταν 'Αγιογραφικός. Με την τυπικά προσεγμένη γλώσσα του ο Λούθηρος είχε πει ότι ήταν καλύτερα για έναν ιερέα να έχει γυναίκα έστω κι’ αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να απορρίψει ολόκληρο το κανονικό δίκαιο. Ενώ ο Λούθηρος βρισκόταν σε προστατευτική επιτήρηση μέσα στον Πύργο του Wartburg, οι ιερείς στη Βιττεμβέργη άρχισαν να νυμφεύονται• ύστερα οι μοναχοί και οι μοναχές. Ο Λούθηρος εξεπλάγη που οι μοναχοί και οι μοναχές νυμφεύονταν γιατί αυτό το θεωρούσε διαφορετικό από το γάμο ενός ιερέως, μια διαφορά που οφειλόταν στο γεγονός ότι ένας μοναχός και μια μοναχή είχαν δώσει ένα εθελοντικό όρκο. Εν τούτοις, είχε ήδη μιλήσει ανοιχτά εναντίον των όρκων στο έργο του Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία της Εκκλησίας. Η γλώσσα του σε κείνο το βιβλίο δημιούργησε ασφαλώς την εντύπωση ότι αυτός θα υποστήριζε την απάρνηση των μοναστικών όρκων. Αλλά ανησύχησε βαθύτατα γι' αυτή την εξέλιξη, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμος γι' αυτό το βήμα δηλαδή, να δεχτεί ένας μοναχός ή μια μοναχή να απαρνηθεί το μοναστικό όρκο και να παντρευτεί. Μήπως τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχο; Μήπως τα πράγματα έτρεχαν πολύ γρήγορα; Μήπως εκείνη την ώρα αυτή η ενέργεια ήταν εσφαλμένη; Ο Λούθηρος αμέσως βυθίστηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής για να μελετήσει ειδικά το ερώτημα αν ένας μοναχός ή μια μοναχή μπορούσε να παραβεί ένα όρκο και να παντρευτεί. Η απάντηση του ήρθε με τη δημοσίευση του έργου του Περί των Μοναστικών Όρκων. Το συμπέρασμά του ήταν ότι δεν υπάρχει τίποτε στην Αγία Γραφή που να στηρίζει ένα μοναστικό όρκο. Η ίδια η ιδέα δημιουργούσε μια διάκριση ανάμεσα στους Χριστιανούς, μια διάκριση που ο Λούθηρος Θεωρούσε ότι αντιτίθεται πλήρως στην Αγία Γραφή. Δεν υπήρχαν «ανώτερες τάξεις» Χριστιανών μέσα στην Άγια Γραφή. Ο όρκος επομένως ήταν άκυρος. Ο Λούθηρος έκανε το σχόλιο ότι καταλάβαινε τώρα γιατί ο Θεός του είχε επιτρέψει να γίνει μοναχός για να μπορέσει να δώσει τη μαρτυρία του κατά του μοναχισμού από τη δική του προσωπική εμπειρία. Τα μοναστήρια στη Βιττεμβέργη άρχισαν τώρα να αδειάζουν.

Άλλες αλλαγές άρχισαν γρήγορα να συμβαίνουν στη Βιττεμβέργη. Η Μεταρρύθμιση τώρα ενδιέφερε τον κοινό άνθρωπο. Στο βιβλίο του Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία της Εκκλησίας ο Λούθηρος είχε επιτεθεί κατά της διδασκαλίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ότι η λειτουργία ήταν μια θυσία. Δεν ήταν. Ήταν, μάλλον, μια ευχαριστήρια ακολούθα. Σ' αυτό το θέμα ο Λούθηρος επέτρεπε ακόμα λειτουργίες για τους νεκρούς αλλά μόνο σε ειδικές συνθήκες. Εν τούτοις, στη Βιττεμβέργη οι φίλοι του και οι σύντροφοί του σταμάτησαν να διαβάζουν λειτουργίες για τους νεκρούς. Αυτό έκανε το Λούθηρο να ξανασκεφθεί. Η απάντησή του ήταν ότι καμιά λειτουργία για τους νεκρούς δεν μπορούσε να διαβάζεται, ότι αυτή η συνήθεια ήταν πλήρως αντίθετη προς την Αγία Γραφή. Ύστερα από χρόνια σ' ένα του κήρυγμα εκείνο στο οποίο σχολίαζε το κείμενο του Ευαγγελίου της Πρώτης Κυριακής μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος ο Λούθηρος λέγει τι σκέπτεται γι' αυτό το θέμα: «Πρέπει να προσευχόμαστε για τους νεκρούς;… Λοιπόν, αφού είναι αβέβαιο και δεν γνωρίζει κανένας αν η τελική κρίση έχει γίνει γι' αυτές τις αμαρτίες, δεν είναι αμαρτία αν προσευχηθείτε γι' αυτούς. Αλλά να προσεύχεστε με τέτοιο τρόπο, ώστε η προσευχή να στηρίζεται στην αβεβαιότητα και να μιλάτε έτσι: ΄΄Φιλόστοργε Θεέ, αν οι απελθούσες ψυχές είναι σε κατάσταση ώστε να μπορούν ακόμα να βοηθηθούν, τότε σε παρακαλούμε να είσαι φιλάνθρωπος΄΄. Και όταν έχετε έτσι προσευχηθεί μια ή δυο φορές, τότε θεωρείστε το αυτό αρκετό και αφήστε το στον Θεό … Αλλά το να θεσπίσουμε λειτουργίες, ολονυχτίες και προσευχές για να επαναλαμβάνονται αιωνίως για τους νεκρούς κάθε χρόνο, σαν να μην μας άκουσε ο Θεός το προηγούμενο έτος, είναι έργο του Σατανά και είναι καθεαυτό θάνατος, όπου ο Θεός περιπαίζεται από την απιστία, και τέτοιες προσευχές δεν είναι τίποτα παρά βλασφημία του Θεού. Επομένως προσέξετε την προειδοποίηση και απομακρυνθείτε από τέτοιες συνήθειες. Ο Θεός δεν συγκινείται από αυτές τις ετήσιες τελετές, αλλά από την προσευχή της καρδιάς, της λατρείας και της πίστεως - αυτή θα βοηθήσει τις προαπελθούσες ψυχές, αν κάτι θα βοηθήσει. Οι ολονυχτίες, οι λειτουργίες, βοηθούν μόνο τις κοιλιές των Ιερέων, των μοναχών, αλλά οι ψυχές των νεκρών δεν βοηθούνται μ' αυτές και ο Θεός έτσι κοροϊδεύεται».

Τέτοιες αλλαγές δεν άφησαν ανέπαφο τον κοινό άνθρωπο. Πράγματι, η όλη κοινωνική ζωή στη Βιττεμβέργη επηρεάστηκε, συμπεριλαμβανομένης της ζωής του Φρειδερίκου του Σοφού. Ο Φρειδερίκος είχε μια ομάδα είκοσι πέντε ιερέων ειδικά προς το σκοπό να διαβάζουν λειτουργίες για τους νεκρούς. Σοβαρές αλλαγές τώρα συμβαίνουν που θα άλλαζαν όχι μόνο τη θεολογία της Εκκλησίας αλλά και τη δομή της πνευματικής ζωής του κοινού ανθρώπου. Βία ξέσπασε στη Βιττεμβέργη.

Ο Λούθηρος ήταν ταυτόχρονα εκστατικός και στενοχωρημένος. Εκστατικός γιατί τώρα ήθελε να επισπεύσει τη Μεταρρύθμιση. Στενοχωρημένος γιατί ήταν αντίθετος στη βία και στην πολιτική απείθεια, όπως είχε φανερώσει με τις ενέργειές του κατά τον Πόλεμο των Χωρικών το 1524-1525. Αλλά η ουσιώδης διάσπαση είχε γίνει στη θεολογία. Και μαζί μ' αυτήν έγινε μια μεγάλη αλλαγή στη μορφή της πνευματικότητας. Ο ασκητισμός και ο μοναχισμός απορρίφθηκαν. Ο Harnack, που δεν είναι βέβαια αντιλουθηρανός, είχε γράψει σωστά: «Ο Λούθηρος κατέστρεψε το μοναχισμό, τον ασκητισμό, και κάθε τι που είχε τη μορφή της αξιομισθίας. Από τις επιθέσεις (του Λουθήρου) κατά του (Ρωμαιοκαθολικού) δόγματος της σωτηρίας και της μοναστικής τελειώσεως αναγκαία ακολούθησαν, γι' αυτόν, οι επιθέσεις του κατά των μυστηρίων, του κληρικαλισμού και του Εκκλησιαστικισμού και της εκκλησιαστικής λατρείας του Θεού». Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας περιέγραψε σωστά το αποτέλεσμα των ενεργειών του Λουθήρου ως «κατεδάφιση» του μοναστικού ιδεώδους μιας «καταστάσεως τελειώσεως».

Ό,τι έγραψε ο ίδιος ο Λούθηρος για το μοναχισμό και τον ασκητισμό θα μπορούσε να γεμίσει τόμους. Ένα δείγμα της στάσεώς του αρκεί εδώ. Στη Σύντομη Απάντησή του στο τελευταίο βιβλίο του Δούκα Γεωργίου ο Λούθηρος γράφει ότι «αν ποτέ ένας μοναχός έμπαινε στον ουρανό εξαιτίας της καλογερικής, κι' εγώ θα μπορούσα να είχα βρει το δρόμο μου εκεί• όλοι μου οι σύντροφοι στη μονή θα το επιβεβαιώσουν αυτό. Και δόξα τω Θεώ που δεν πέθανα στον ίδρωτα, αλλιώς θα βρισκόμουν πολύ πριν στα βάθη του Άδη μαζί με το βάπτισμά μου ως μονάχου. Γιατί, ό,τι γνώριζα για το Χριστό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ότι ήταν ένας αυστηρός κριτής, από τον οποίο εγώ θα ήθελα να είχα φύγει, και όμως δεν μπορούσα να ξεφύγω».

Το Υπόμνημα του Λουθήρου στην προς Γαλατάς Επιστολή του Απ. Παύλου δεν ήταν το αποτέλεσμα των πρώτων του παραδόσεων πάνω στην Προς Γαλατάς Επιστολή, αλλά των παραδόσεων που έκανε το 1531. Ο ίδιος ο Λούθηρος το θεωρούσε αυτό ως ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του. «Γι’ αυτή τη διαφορά ανάμεσα στο νόμο και το Ευαγγέλιο δεν βρίσκεται τίποτα μέσα στα βιβλία των μοναχών, των κανονολόγων, των σχολαστικών θεολόγων. Τίποτα, ούτε στα βιβλία των αρχαίων πατέρων. Ο Αυγουστίνος κάπως κατάλαβε αυτή τη διαφορά. Ο Ιερώνυμος και οι άλλοι δεν την ήξεραν». «Οι σχολαστικοί, οι μοναχοί, και άλλοι τέτοιοι, ποτέ δεν αισθάνθηκαν πνευματικούς πειρασμούς, και γι' αυτό αγωνίζονταν μόνο για να καταστείλουν και να νικήσουν τις σαρκικές επιθυμίες και τη λαγνεία, και υπερηφανευόμενοι γι' αυτή τη νίκη που δεν είχαν ακόμα κερδίσει, νόμιζαν τους εαυτούς τους πολύ καλύτερους και αγιωτέρους από τους έγγαμους ανθρώπους … χαρακτήριζαν δικαιοσύνη την τήρηση των ανόητων και κακών όρκων τους».

«Όταν ήμουνα μοναχός νόμιζα ότι ναυάγησα πλήρως, όσες φορές αισθανόμουνα τη λαγνεία της σάρκας: δηλαδή, αν αισθανόμουνα κάποια κακή κίνηση, σαρκική επιθυμία, οργή, μίσος, η ζήλια εναντίον κάποιου αδελφού. Δοκίμασα πολλούς τρόπους. Πήγαινα στην εξομολόγηση καθημερινά, αλλά δεν με ωφέλησε• γιατί η λαγνεία της σάρκας μου πάντοτε ξαναγύριζε, ούτως ώστε δεν μπορούσα να ησυχάσω, αλλά συνεχώς με ενοχλούσαν τέτοιες σκέψεις: Αυτήν ή εκείνη την αμαρτία έχεις κάνει• μολύνθηκες από ζήλεια, από ανυπομονησία, και άλλες τέτοιες αμαρτίες• επομένως μπήκες στις άγιες τάξεις (των μοναχών) άδικα, και όλα σου τα καλά έργα είναι ασύμφορα … Όταν ήμουνα μοναχός επιθύμησα πολλές φορές με όλη μου την καρδιά να μπορούσα μια φορά να είχα την ευτυχία να δω τη ζωή και να ακούσω τη συνομιλία ενός αγίου η ιερού ανδρός. Αλλά εν τω μεταξύ φανταζόμουνα έναν τέτοιο άγιο σαν να ζούσε στην έρημο απέχοντας από τροφή και κρασί και ζώντας μόνο με ρίζες χόρτων και κρύο νερό: και αυτήν την ιδέα εκείνων των τερατωδών αγίων, την είχα μάθει όχι μόνο από τα βιβλία των σοφιστών, αλλά και από τα βιβλία των Πατέρων. Γιατί έτσι γράφει ο Αγ. Ιερώνυμος σ' ένα μέρος: ΄΄Όσο για την τροφή κρεάτων και ποτών δεν λέγω τίποτα, αφού είναι υπερβολή, ώστε ακόμα και αυτοί που είναι αδύνατοι και ασθενείς θα έπρεπε να χρησιμοποιούν κρύο νερό, ή να τρώνε το κάθε τι μουσκεμένο΄΄. Αλλά τώρα στο φως του Ευαγγελίου βλέπουμε καθαρά ποιοι είναι αυτοί που ο Χριστός και οι Απόστολοι του καλούν αγίους: όχι αυτούς που ζουν άγαμη ζωή, ή (δίνουν μεγάλη προσοχή σε μέρες, κρέατα, ενδύματα, και αλλά τέτοια πράγματα), ή κάνουν δημοσίως μεγάλα και τερατώδη έργα (όπως διαβάζουμε σε πολλούς από τους βίους των Πατέρων)• αλλά αυτοί που κλήθηκαν από τη φωνή του Ευαγγελίου και βαπτίστηκαν, πιστεύουν ότι αγιοποιήθηκαν και καθαρίστηκαν με το θάνατο και το αίμα του Χριστού … Οποιοσδήποτε λοιπόν πιστεύει στον Χριστό, άνδρας ή γυναίκα, δούλος ή ελεύθερος, όλοι είναι άγιοι: όχι εξαιτίας των έργων τους, αλλά εξαιτίας των έργων του Θεού, που τα δέχονται με την πίστη … Για να καταλήξουμε, αυτοί είναι άγιοι με μια παθητική, όχι ενεργητική αγιότητα».

«Ο Ιερώνυμος, ο Γρηγόριος, ο Βενέδικτος, ο Βερνάρδος, και άλλοι (τους όποιους οι μοναχοί προβάλλουν ως τέλεια παραδείγματα αγνότητος και όλων των Χριστιανικών αρετών) δεν μπορούσαν ποτέ να φθάσουν τόσο ψηλά ώστε να μην αισθάνονται καμιά λαγνεία της σάρκας. Ναι, την αισθάνονταν, και μάλιστα πολύ δυνατά. Πράγμα που το αναγνωρίζουν και καθαρά το ομολογούν σε πολλά σημεία των έργων τους. Γι' αυτό ο Θεός όχι μόνο δεν τους ενοχοποίησε γι’ αυτά τα μικρά σφάλματα, αλλά ούτε για εκείνα τα ολέθρια λάθη που μερικοί από αυτούς έφεραν μέσα στην Εκκλησία. Ο Γρηγόριος ήταν ο εμπνευστής των ιδιωτικών λειτουργιών, από τις όποιες δεν υπήρξε ποτέ καμιά μεγαλύτερη βδελυγμία μέσα στην Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Άλλοι επινόησαν την καλογερική … Οι μοναχοί, φουσκωμένοι με την ιδέα της δικαιοσύνης, νόμιζαν τους εαυτούς τους τόσο άγιους εξαιτίας του αγίου τρόπου της ζωής τους, ώστε πωλούσαν τη δικαιοσύνη και την αγιότητά τους σε άλλους, αν και ήσαν πεπεισμένοι από τη μαρτυρία των καρδιών τους ότι ήσαν ακάθαρτοι. Ένα τόσο ολέθριο και θανάσιμο δηλητήριο για έναν άνθρωπο είναι το να εμπιστεύεται στη δική του δικαιοσύνη, και το να νομίζει ότι αυτός είναι καθαρός».

Η επίθεση κατά του ασκητισμού και του μοναχισμού βρίσκεται σ' όλα τα κείμενα του Λουθήρου. Θεωρούσε ότι αυτή η μορφή πνευματικότητας είναι μια τερατώδης διαστροφή, μια κακή διαστροφή της ουσίας του Χριστιανισμού. Θα πρέπει όχι μόνο να αντικρουστεί αλλά και να εκριζωθεί. Γι’ αυτό επανέρχεται αδίστακτα στο θέμα όποτε μπορέσει. Τα κηρύγματά του σπάνια χάνουν την ευκαιρία να αναφερθούν σ’ αυτή τη διεστραμμένη διαφθορά του Χριστιανισμού. Το 1528 ο Λούθηρος έκανε μια σειρά κηρυγμάτων για την Κατήχηση. Μιλώντας για το γεγονός ότι ο Θεός μας έχει δώσει τα πάντα, ακόμα και την περιουσία μας, έρωτα: «Αλλά γιατί σας τα έχει δώσει, και για ποιόν σκοπό σας τα έχει δώσει; Για να κτίσετε μοναστήρια;» Σ' ένα άλλο κήρυγμα πάνω στην Ευαγγελική περικοπή της «Έκτης Κυριακής μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος», ο Λούθηρος συνεχίζει το νήμα της σκέψεως του. Αυτή τη φορά αυτό συνδέεται με τη σειρά των σκέψεών του πάνω στο χωρίο Ματθαίος 5:20-26, και με το πνεύμα της συμπεριφοράς κάποιου προς τον πλησίον του. «Λοιπόν, κοιτάξτε την καλή ζωή που έχουμε κάνει ως τώρα. Πηγαίναμε στον Αγ. Ιάκωβο, στην πόλη Aix la Chapelle, στη Ρώμη, στα Ιεροσόλυμα, χτίζαμε Εκκλησίες, πληρώναμε για (ιδιωτικές) λειτουργίες, και την ίδια στιγμή είχαμε ξεχάσει τον πλησίον μας. Αυτό, λοιπόν, είναι λάθος. Ο Κύριος εδώ λέγει, πηγαίνετε και πάρετε τα χρήματα με τα οποία σκοπεύατε να χτίσετε μια Εκκλησία και δόστε τα στον πλησίον σας … Δεν είναι σοβαρό για τον Θεό αν δεν του κτίσετε ποτέ μια Εκκλησία, εφόσον βοηθάτε τον πλησίον σας. Αλλά όλα αυτά έχουν τώρα αγνοηθεί, και μόνο τα αντίθετα τηρούνται. Ω, η άθλια, διεστραμμένη ζωή που έχουμε μάθει από τους Παπιστές! Γι' αυτό δεν θέλει κανένας να ζήσει την έγγαμη κατάσταση, γιατί κανένας δεν του δίνει ένα χέρι βοηθείας, κανένας δεν του προσφέρει κάποια βοήθεια, ώστε να μπορέσει να συντηρηθεί και να τα βγάλει πέρα. Γι’ αυτό συμβαίνει ο ένας να γίνεται μοναχός, η άλλη μοναχή, ο τρίτος Ιερέας, κάτι, που θα έπρεπε πράγματι να αποφεύγουμε … Έτσι αυτοί εξακολουθούν να ζουν, χωρίς να σκέφτονται τις υπηρέτριες και τους υπηρέτες, και στο τέλος κληροδοτούν ένα κληροδότημα και πηγαίνουν στην καταδίκη τους μαζί με το κληροδότημά τους».

Αλλού σ' ένα κήρυγμα πάνω στην Κατήχηση ο Λούθηρος λέγει: «ο Θεός σου έδωσε την εντολή να προσεύχεσαι … Άλλα να μην λες την Κυριακή Προσευχή (το «Πάτερ ημών …» ) όπως τη λένε οι χυδαίοι άνθρωποι, όπως λέγονται οι ολονυχτίες, οι επτά «κανονικές» ώρες, το Deus in adjutorium. Αυτό δεν είναι τίποτα, και αν όλα τα μοναστήρια και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα συγκεντρώνονταν σ' ένα σωρό, και πάλι δεν θα μπορούσαν να προσευχηθούν τόσο πολύ όσο μια σταγόνα κρασιού». Και, «Σεις απλοί άνθρωποι, προσέξετε τα τρία αυτά σημεία! Η μικρή λέξη ΄΄πιστεύω΄΄ δεν αφήνει κανένα περιθώριο ούτε για έργα ούτε για κουκούλες μοναχών».

Στο βιβλίο του Η Βαβυλώνια Αιχμαλωσία της Εκκλησίας ο Λούθηρος γράφει: «Μην μου φέρνετε σαν παράδειγμα τον Άγ. Βερνάρδο, τον Άγ. Φραγκίσκο, τον Άγ. Δομίνικο, και τους άλλους που ίδρυσαν (μοναχικά) τάγματα, ή τα αύξησαν … Είναι βέβαιο ότι κανένας από αυτούς δεν σώθηκε από τους όρκους του και τη θρησκευτικότητά του, αλλά μόνο από την πίστη, με αυτήν πράγματι σώθηκαν όλοι. Ζωές που επιδεικνύονται πως έχουν μεγάλη αξιομισθία και σπουδαιότητα, που βιώθηκαν κάτω από όρκους, είναι πιο εχθρικές στην πίστη από ό,τιδήποτε άλλο μπορεί να υπάρχει … Θα συνιστούσα σ' όσους κατέχουν υψηλές θέσεις στην Εκκλησία, πρώτον να καταργήσουν όλους τους όρκους και τα θρησκευτικά τάγματα• ή τουλάχιστον να μην τα επιδοκιμάζουν και να μην τα επαινούν … Αυτού του είδους η ζωή δεν μαρτυρείται ούτε υποστηρίζεται μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά φαίνεται πως επιβλήθηκε αποκλειστικά με τα έργα των μοναχών και των ιερέων. Οσοδήποτε πολυάριθμα, αξιοσέβαστα, και δύσκολα κι' αν είναι αυτά τα έργα, στα μάτια του Θεού δεν είναι καθόλου ανώτερα από τα έργα ενός γεωργού που κοπιάζει στο χωράφι του, ή μιας γυναίκας που φροντίζει το σπίτι της … Οι όρκοι έχουν την τάση μόνο να αυξάνουν την υπερηφάνεια και την αλαζονεία».

Στην Έκκλησή του Προς την Άρχουσα Τάξη ο Λούθηρος γράφει ότι «ο πάπας πρέπει να απαγορευθεί να ιδρύει, ή να βάζει τη σφραγίδα του σε οποιοδήποτε πια από αυτά τα Τάγματα. Πράγματι, πρέπει να διαταχθεί να διαλύσει μερικά, ή να τα υποχρεώσει να μειώσουν τον αριθμό τους … τα πολλά και διάφορα έργα και έθιμα μπορεί εύκολα να οδηγήσουν τους ανθρώπους να στηρίζονται σ' αυτά τα έργα και τα έθιμα μάλλον παρά να νοιάζονται για την πίστη … προς το παρόν δυστυχώς, τα Τάγματα … βασανίζουν μόνο τον εαυτό τους οικτρά, ανησυχώντας και κοπιάζοντας για τους κανόνες τους, τους νόμους τους, και τα έθιμά τους, χωρίς ποτέ να φθάνουν σε μια σωστή αντίληψη για το τι συνιστά μια θρησκευτική και ενάρετη ζωή».

Το ότι ο Λούθηρος ταυτίζει τα έργα του Χριστιανικού ασκητισμού και μοναχισμού με τα έργα του νόμου, για τα οποία μιλά ο Χριστός και ο Αγ. Παύλος, γίνεται φανερό από όλα τα κείμενά του. Στο κήρυγμά του πάνω στην Ευαγγελική περικοπή Λουκ. 15:1-10 την τρίτη Κυριακή μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος ο Λούθηρος κάνει αυτή την ταύτιση: «Αυτό είναι ό,τι κάνουν οι μοναχοί μας. Περιφέρονται αποδοκιμάζοντας όλους τους αμαρτωλούς και σκέφτονται: ΄΄Α, αυτός είναι κοσμικός άνθρωπος! Δεν μας ενδιαφέρει. Αν, τώρα, θα ήθελε πραγματικά να γίνει ευσεβής, ας φορέσει μια κουκούλα μοναχού΄΄! Γι' αυτό το λόγο τέτοιοι υποκριτές δεν μπορούν να απέχουν από του να καταφρονούν όλους εκείνους που δεν είναι όμοιοί τους. Είναι παραφουσκωμένοι με την ιδέα τους για τη ζωή και τη συμπεριφορά τους, και δεν μπορούν να προχωρήσουν αρκετά και να είναι σπλαχνικοί προς τους αμαρτωλούς. Αυτό προ πάντων δεν γνωρίζουν, ότι πρέπει να είναι υπηρέτες, και ότι η ευσέβειά τους πρέπει να υπηρετεί τους άλλους. Επιπλέον, γίνονται τόσο υπερήφανοι και τραχείς ώστε είναι ανίκανοι να δείξουν κάποια αγάπη. Σκέφτονται: ΄΄Αυτός ο χωρικός δεν είναι άξιος να λύσει τα λουριά των παπουτσιών μου• γι' αυτό μην πείτε ότι πρέπει να του δείξω αγάπη΄΄. Αλλά σ’ αυτό το σημείο ο Θεός επεμβαίνει, επιτρέποντας στον υπερήφανο να έχει μια σοβαρή πτώση και ένα δυνατό schock ώστε μερικές φορές γίνεται ένοχος τέτοιων αμαρτημάτων, όπως μοιχείας, και μερικές φορές κάνει ακόμα χειρότερα πράγματα, και πρέπει ύστερα να χτυπιέται λέγοντας: ΄΄Ησύχασε, αδελφέ, και συγκρατήσου, είσαι ακριβώς από την ίδια πάστα όπως και εκείνος εκεί πέρα ο χωρικός΄΄. Μ' αυτό αναγνωρίζει ότι είμαστε όλοι κομμάτια του ίδιου υλικού».

Στο κήρυγμά του την Τέταρτη Κυριακή μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος ο Λούθηρος λέγει, μιλώντας πάνω στην Ευαγγελική περικοπή Λουκ. 6:36-42: «Επομένως εκείνοι που επιθυμούσαν να ζήσουν έτσι αποσύρθηκαν σε μοναστήρια και θέλησαν να γίνουν τέλειοι. Γι' αυτό όλα τα μοναστήρια θεμελιώνονται πάνω στην ακαθαρσία του διαβόλου. Γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι περισσότερο φιλάργυροι και λιγότερο φιλάνθρωποι από αυτούς ακριβώς που είναι στα μοναστήρια … οι μοναχοί και οι Ιερείς έχουν εντελώς και πλήρως διαστρέψει αυτά τα έργα … δεν έχουν κάνει κανένα Χριστιανικό έργο σ' όλη τους τη ζωή παρά μόνο να διαβάζουν λειτουργίες … Αυτό το κείμενο δεν μας επιτρέπει καθόλου να συμπεράνουμε από αυτό ότι η συγχώρηση των αμαρτιών αποκτάται με έργα, γιατί ο Χριστός εδώ μιλά σ’ εκείνους που είναι ήδη παιδιά της χάριτος, και δεν τους διδάσκει πώς να αποκτούν με έργα, όπως ονειρεύονται οι Παπιστές, τη συγχώρηση των αμαρτιών, την οποία έχουν ήδη αποκτήσει με τη χάρη».

Στο κήρυγμά του πάνω στην Ευαγγελική περικοπή της Έκτης Κυριακής μετά την εορτή της Αγίας Τριάδος ο Λούθηρος λέγει: «Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Πρέπει να κάνετε το έξης: Πρέπει να αναγνωρίσετε ότι είσθε καταδικασμένοι από το νόμο και υπό την κυριαρχία του διαβόλου, και ότι είστε ανίκανοι να λυτρώσετε τον εαυτό σας με τις δικές σας δυνάμεις. Επομένως πρέπει να καταφύγετε στον Θεό, να τον παρακαλέσετε να σας αλλάξει• αλλιώς, όλα είναι χαμένα και κατεστραμμένα. Αυτό έχει καλά κατανοηθεί και παρατηρηθεί από τους πολύ μορφωμένους, αλλά αυτοί ρωτούν το εξής: Αν διδάσκουμε ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι καταδικασμένος και κάτω από την κυριαρχία του διαβόλου, τι πρόκειται να γίνει με τους υποκριτικά ευλαβείς, ιερείς και μοναχούς; κι' αυτοί λοιπόν θα καταδικαστούν; Θεός φυλάξοι! Περιμένετε, περιμένετε, θα οξύνουμε τη γλώσσα μας, θα διερευνήσουμε τη Γραφή σχετικά με τον Θεό μας, θα κάνουμε ένα σχόλιο και θα πούμε το έξης: Για ποιο λόγο, ο Θεός ποτέ δεν το εννοούσε αυτό μ' αυτήν την έννοια, γιατί ποιος μπορούσε να το τηρήσει; Δεν το πρόσταξε, αλλά μόνο το συνέστησε, ώστε όπως το θέλησε να είναι τέλειο. Και πάλι, οι τέλειοι δεν είναι υποχρεωμένοι να είναι τέλειοι… Αρκεί να αγωνίζονται για την τελειότητα. Πολλά μεγάλα βιβλία, τα ονομαζόμενα Formas conscientiarum, που έχουν σκοπό να ανακουφίζουν και να αθωώνουν τις συνειδήσεις, έχουν γραφτεί γι' αυτό το θέμα. Ο Θωμάς ο Ακινάτος ήταν σχεδόν ο πρώτος αιρετικός από αυτή την άποψη. Αργότερα το ίδιο δόγμα επικυρώθηκε από τον Πάπα, και διαδόθηκε σ' όλον τον κόσμο• αυτό εξηγεί τη μεταγενέστερη εμφάνιση των Ταγμάτων, που απέβλεπαν στην τελειότητα. Λοιπόν, δόξα τω Θεώ που εμείς καταλάβαμε το λάθος, έτσι ώστε να μπορούμε να το αποφύγουμε». Όταν ο Λούθηρος λέγει ότι πρέπει κανείς να «καταφύγει στον Θεό, να τον παρακαλέσει να τον αλλάξει», αυτό είναι αδύνατο μέσα σ’ αυτά το πλαίσια της δικής του σκέψεως. Η ίδια η θεολογική του αρχή του απαγορεύει οποιαδήποτε «καταφυγή στον Θεό». Είναι ειρωνικό που ο Λούθηρος, όταν πρέπει να προτρέψει το ποίμνιό του, πρέπει να επιστρέψει στην ανθρώπινη πραγματικότητα, στην ανθρώπινη οντολογία, και να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που η Χριστιανική Εκκλησία έχει χρησιμοποιήσει από την αρχή της, τη γλώσσα που χρησιμοποίησαν ο Κύριός μας, οι Απόστολοι, και εκείνοι που ακολούθησαν.

Η γνώση που είχε ο Λούθηρος για την ιστορία και τη δογματική παράδοση της Πρώτης Εκκλησίας είναι δυστυχώς περιορισμένη. Κατά τη Συνδιάλεξη της Λειψίας το 1519 ο Λούθηρος συνάντησε ένα δεινό αντίπαλο στο πρόσωπο του Εκκίου, του οποίου σκοπός ήταν να συνδέσει το Λούθηρο με τον Ιωάννη Χους που είχε καταδικαστεί από μια γενική σύνοδο της Εκκλησίας, τη Σύνοδο της Κωνστάντιας. Το να συνδέσει το Λούθηρο με τον Χους σήμαινε να αναγκάσει το Λούθηρο να παραδεχθεί ότι όχι μόνο δεν δέχονταν την αυθεντία του Πάπα αλλά απέρριπτε και την αυθεντία των συνόδων. Ο Λούθηρος είχε προετοιμαστεί γι' αυτή τη συζήτηση. Ο κύριος σκοπός της προετοιμασίας του Λουθήρου ήταν να αποδείξει ότι η υποταγή στον Επίσκοπο Ρώμης ήταν άγνωστη στην ιστορία της Πρώτης Εκκλησίας. Βρήκε «το πειστικό υλικό» μελετώντας την Ελληνική Εκκλησία όμως μόνο σ' αυτή τη μια άποψή της. Ο Λούθηρος μπόρεσε να δείξει ότι οι Έλληνες Επίσκοποι τους πρώτους αιώνες δεν έπικυρώνονταν από τον Πάπα και δεν υπόκεινταν στον Πάπα. Ο Έκκιος συνέχιζε να φέρνει τη συζήτηση στο θέμα του Χους. Ο Λούθηρος προσπαθούσε να συνεχίσει να πρόβαλε τη μαρτυρία του από την Ελληνική Εκκλησία: «Όσο για το θέμα του Χους ότι 'δεν είναι αναγκαίο για τη σωτηρία να πιστεύει κανείς ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία είναι ανώτερη από όλες τις άλλες', δεν με ενδιαφέρει αν αυτό προέρχεται από τον Βίκλιφ (Wyclif) ή από τον Χους. Γνωρίζω ότι αναρίθμητοι Έλληνες έχουν σωθεί αν και δεν είχαν ακούσει γι' αυτό το θέμα».

Αλλά αυτό ήταν κατ' ουσίαν το βαθύτερο σημείο στο οποίο έφθασε ο Λούθηρος διεισδύοντας μέσα στην ιστορία και τη σκέψη της Ανατολικής Εκκλησίας. Η στάση του Λουθήρου προς την παράδοση ήταν ασταθής. Από τη μια μεριά, λίγο ενδιαφέρεται για την παράδοση, θεωρώντας την ότι είναι το όχημα δια μέσου του οποίου επικίνδυνα λάθη έχουν μπει στην Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, όταν ταίριαζε στο σκοπό του, υποστήριζε την παράδοση -όπως αποδείχθηκε στη συζήτησή του με τον Ζβίγγλιο για την Ευχαριστία. Η επιστολή του (Απρίλιος, 1532) στον Αλβέρτο (Albrecht), Στρατιωτικό Διοικητή του Βραδενβούργου και Δούκα της Πρωσσίας, περιέχει μια εκπληκτική δήλωση: «Η μαρτυρία ολόκληρης της αγίας Χριστιανικής Εκκλησίας (ακόμα και χωρίς άλλη απόδειξη) θα ήταν αρκετή για μας για να πιστέψουμε σ' αυτήν, και να μην ακούσουμε κανένα αιρετικό που καταφέρεται εναντίον της. Γιατί είναι επικίνδυνο και τρομερό να δέχεσαι ή να πιστεύεις ό,τιδήποτε το αντίθετο προς την ομόφωνη μαρτυρία, την πίστη, και τη διδασκαλία ολόκληρης της αγίας Χριστιανικής Εκκλησίας όπως διαφυλάχθηκε για πάνω από δεκαπέντε μέχρι τώρα αιώνες σ' όλον τον κόσμο … το να αρνηθεί κανείς μια τέτοια μαρτυρία είναι κατ' ουσίαν το ίδιο με το να καταδικάσεις όχι μόνο την αγία Χριστιανική Εκκλησία σαν έναν καταραμένο αιρετικό, αλλά και τον ίδιο το Χριστό, μαζί με όλους τους Αποστόλους και τους Προφήτες του, οι οποίοι θεμελίωσαν αυτό το βασικό σημείο της πίστεως, 'πιστεύω σε μια αγία Χριστιανική Εκκλησία', όπως επίσημα επιβεβαιώθηκε από το Χριστό, όταν υποσχέθηκε, Ιδού, θα είμαι μαζί σας όλες τις ήμερες ως τη συντέλεια του κόσμου' (Ματθαίος 28:20), και από τον Άγ. Παύλο, όταν λέγει, Η Εκκλησία του Θεού είναι ο στύλος και το στήριγμα της αλήθειας' (Α' Τιμ. 3:15)». Σύμφωνα με αυτή ακριβώς τη δήλωση, η περί σωτηρίας διδασκαλία του Λουθήρου δεν μπορεί να σταθεί. Αυτός ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτός που «ανακάλυψε» την «καινούρια κατανόηση» της παθητικής «δικαιώσεως», του δόγματος ότι ο άνθρωπος σώζεται «μόνο με την πίστη», με όλα τα επακόλουθα του. Ήταν πλήρως ενήμερος ότι ούτε καν ο Αγ. Αυγουστίνος δεν αποτελούσε στήριγμα για το περί δικαιώσεως δόγμα του. Όλη η επίθεσή του κατά του μοναχισμού στη σωστή πνευματική του μορφή καταρρέει.

Ο Λούθηρος έχει πει πολλά για τους Πατέρες της Εκκλησίας, αν και γνώριζε μόνο μικρό αριθμό έργων από μικρό αριθμό των Πατέρων. «Οι Πατέρες έχουν γράψει πολλά πράγματα που είναι ευσεβή και χρήσιμα, αλλά αυτά πρέπει να διαβάζονται με διάκριση, και πρέπει να κρίνονται με κριτήριο την Αγία Γραφή». Ο Ιάκωβος Latomus δημοσίευσε ένα από τα έργα του κατά του Λουθήρου το 1521. Ο Λούθηρος έλαβε ένα αντίτυπο του έργου στις 26 Μαΐου του 1521. Τέλειωσε το έργο του Contra Latonum, ενώ βρίσκονταν στον Πύργο του Wartburg, μέσα σ' ίνα μήνα. Ο Λούθηρος μιλά ελεύθερα για το θέμα των Πατέρων της Εκκλησίας. «Τώρα θα λέτε: 'Δεν πιστεύεις, λοιπόν ό,τι έχουν πει οι Πατέρες'; Η απάντηση μου είναι: 'Θα έπρεπε να πιστεύω; Ποιος έχει θεσπίσει ότι πρέπει να τους πιστεύουμε; Που είναι η εντολή του Θεού η σχετική μ' αυτό το άρθρο της πίστεως; Γιατί αυτοί οι ίδιοι δεν πιστεύουν στους Πατέρες τους; Ιδιαίτερα ο Αυγουστίνος που ήθελε να είναι ελεύθερος και διέταξε όλους τους ανθρώπους να είναι ελεύθεροι από όλα τα ανθρώπινα βιβλία. Ή μήπως πρέπει να τους πιστεύουμε γιατί αυτοί οι σοφιστές έχουν επιβάλει επάνω μας αυτήν την τυραννία και μας στέρησαν την ελευθερία μας σ' ένα τέτοιο βαθμό ώστε μας έφεραν σε μια τέτοια θέση που να μην τολμούμε να αντισταθούμε στον Αριστοτέλη (καταραστήτε τον!) αλλά να οφείλουμε να υποταγούμε σ' αυτόν. Θα πρέπει, λοιπόν, να μείνουμε για πάντα σ' αυτά τα δεσμά και να μην αναπνεύσουμε ποτέ μέσα στη Χριστιανική ελευθερία το δικαίωμα να γυρίσουμε πάλι στην πατρίδα;' Αλλά, λέτε, 'αυτοί ήταν άγιοι και ερμήνευσαν τις Γραφές. Αλλά ποιος απέδειξε ποτέ ότι οι Γραφές έχουν ερμηνευθεί από αυτούς; Μάλλον τις παρερμήνευσαν … Δεν μου δόθηκε η εντολή να πιστεύω τις φαντασιώσεις τους αλλά το Λόγο του Θεού. Ένας είναι ο Διδάσκαλος, ο Χριστός, και οι Πατέρες πρέπει να εκτιμούνται στο φως των ιερών Γραφών για να γνωρίζουμε ποιοι τις έχουν διασαφηνίσει και ποιοι τις έχουν επισκοτήσει… Αλλά Γραφή που είναι ασαφής (σκοτεινή) χρειάζεται διασάφηση'; Αγνόησε την πλευρά που είναι ασαφής, προσκολλήσου σ' αυτήν όπου είναι σαφής. Και ποιος απέδειξε ότι οι Πατέρες δεν είναι ασαφείς (σκοτεινοί); Θα ξαναγυρίσουμε πίσω στη θέση ώστε να έχετε τη γνώμη σας με τη μορφή 'μου φαίνεται… ' και όχι στη θέση με τη μορφή Οι Πατέρες λέγουν… '. Αλλά τι έκαναν ακόμα και οι Πατέρες παρά να αναζητούν τις σαφέστερες και απλούστερες μαρτυρίες της Γραφής και να τις δίνουν στους ανθρώπους; Ω ταλαίπωροι Χριστιανοί, των οποίων η Γραφή και η πίστη εξαρτάται ακόμα από τους σχολιασμούς των ανθρώπων, και περιμένουν τη διασάφηση τους! Αυτά τα πράγματα είναι άχρηστα και βλάσφημα».

Ο Λούθηρος διάβασε, βέβαια, περισσότερο τον Αγ. Αυγουστίνο. «Ο Αυγουστίνος με ευχαρίστησε και με ευχαριστεί καλύτερα από όλους τους άλλους διδασκάλους. Ήταν μεγάλος δάσκαλος και άξιος κάθε επαίνου. Latina nostra ecclesia nullum habuit praestantiorum doctorem quam Augustirtum» [(Μετάφραση) «Η Λατινική μας Εκκλησία δεν είχε πιο έξοχο διδάσκαλο από τον Αυγουστίνο»]. Ισχυρίζονταν, ότι, αν ο Αγ. Αυγουστίνος ζούσε κατά την εποχή της Μεταρρυθμίσεως, θα τον υποστήριζε, ενώ ο Ιερώνυμος θα τον καταδίκαζε. «Αν και (ο Αγ. Αυγουστίνος) ήταν καλός και άγιος, εντούτοις εστερείτο της αληθινής πίστεως, όπως επίσης και οι άλλοι πατέρες». «Όταν μου ανοίχτηκε η πόρτα και κατανόησα τον Παύλο, τελείωσα με τον Αυγουστίνο». Μετά τον Αγ. Αυγουστίνο ο Λούθηρος ευνοούσε τον Αγ. Ιλάριο Πικταβίου (του Poitiers), βασικά για το έργο του De Trinilate (Περί Αγίας Τριάδος). Hilarius inter omnes patres luctatorfuit strenuissimus adversus haereticos, cui neque Augustinus conferri potest. [(Μετάφραση) «Ο Ιλάριος υπήρξε ο πιο γενναίος αντίπαλος των αιρετικών από όλους τους πατέρες, και προς αυτόν δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε ο Αυγουστίνος»]. Ο Λούθηρος σεβόταν τον Αγ. Αμβρόσιο κυρίως για τη στάση του κατά του Θεοδοσίου. Αλλά εύρισκε τους ύμνους του Αγ. Αμβροσίου, με εξαίρεση τον ύμνο Rex Christe, factor omnium που απέδιδε στον Αμβρόσιο ότι άξιζαν λίγο και ότι τα έργα του εστερούντο ουσίας. Ο Προυδέντιος επαινείται από το Λούθηρο, αλλά μόνο για την ποίησή του. Ο Τερτυλλιανός ονομάζεται «durus et superstitiosus» (σκληρός και δεισιδαίμων) και παραδόξως τον αναφέρει ως τον «αρχαιότερον των πατέρων». Ο Λούθηρος εκτιμούσε τον Αγ. Ιερώνυμο ως μεταφραστή αλλά τον περιφρονούσε «για την καλογεροσύνη του»: «Αυτός έπρεπε να μην συγκαταλέγεται μεταξύ των διδασκάλων της Εκκλησίας, γιατί ήταν αιρετικός, αν και νομίζω ότι σώθηκε με την πίστη του στο Χριστό. Δεν γνωρίζω κανέναν από τους Πατέρες, στον οποίο είμαι τόσο εχθρικός όσο σ' αυτόν. Γράφει μόνο για νηστεία, παρθενία, και τέτοια πράγματα». Ο Λούθηρος θεωρούσε τα υπομνήματα του Αγ. Ιερωνύμου μικρής αξίας και βεβαιώνει ότι ο Αγ. Ιερώνυμος αγαπούσε τον Ευστόχιο, και αυτό πράγματι δημιούργησε το σκάνδαλο. Ο Λούθηρος δεν είχε κανένα σεβασμό στον Πάπα Γρηγόριο τον Α', που επινόησε την ανοησία του Καθαρτηρίου (purgatory) και τις λειτουργίες για τους νεκρούς, που ήξερε λίγα για το Χριστό και το Ευαγγέλιο, και που ήταν πάρα πολύ δεισιδαίμων. «Τα κηρύγματα του δεν αξίζουν μια δεκάρα».

Η γνώση που είχε ο Λούθηρος για τους Έλληνες Πατέρες ήταν φοβερά ανεπαρκής, σχεδόν ανύπαρκτη. Κατ' ουσίαν δεν γνώριζε τίποτα για τον Αγ. Ιγνάτιο, Αγ. Ειρηναίο, Ωριγένη, Ευσέβιο, και Αγ. Επιφάνειο. Επαινεί όντως τον Αγ. Αθανάσιο ως τον μεγαλύτερο διδάσκαλο της Ελληνικής Εκκλησίας, αλλά προσθέτει ότι δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο «obwohl er nichts sonderliches war». Διαφωνεί τελείως για τη θετική εκτίμηση που είχε ο Μελάγχθων για τον Άγ. Βασίλειο. Ο Λούθηρος θεωρεί ότι ο Αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός δεν ήταν τίποτα «Nazianzenus est nihil». Είχε ελάχιστο σεβασμό για τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και σπάνια χάνει την ευκαιρία να τον γελοιοποιήσει. «Ο Χρυσόστομος είναι φλύαρος, και γι' αυτό αρέσει στον Έρασμο, ο οποίος αρνείται την πίστη, και ασχολείται μόνο με την ηθική. Συμβουλεύτηκα τον Χρυσόστομο στην ωραία περικοπή για τον αρχιερέα στην Προς Εβραίους Επιστολή, αλλά αυτός μωρολογούσε για το αξίωμα των ιερέων, και με άφησε κολλημένο στο βόρβορο».

Συνέχεια στο 6ο Μέρος: Οι κακοδοξίες του Καλβίνου για τον Μοναχισμό

Δημιουργία αρχείου: 27-11-2007.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-11-2016.

ΕΠΑΝΩ