Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ψυχοθεραπευτικά

Ο Δυτικός δικανισμός, ακυρώνει τη θυσία του Χριστού * Η Εκκλησία ως θεραπευτική επιστήμη * Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία

Μεταμόρφωση και Συγχώρηση

Το λάθος τής νομικιστικής αντίληψης τής αμαρτίας

Tου π. Στεφάνου Φρήμαν

Μετάφραση Κ. Ν.


Πηγή:  https://blogs.ancientfaith.com/glory2godforallthings/

 

Υπάρχουν πολλές εφαρμογές στον πολιτισμό μας που στοχεύουν στο «να αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου». Συγκριτικά με το να ντροπιάζομαι και να καταδικάζομαι, είναι μια βελτίωση, όμως παραβλέπει την αλήθεια των πραγμάτων. Το να προσποιούμαι πως όλα είναι «εντάξει» δεν τα κάνει «εντάξει».

 

Μέσα στην ιδέα αυτή υπάρχει μια συγγένεια με την «Θεωρία της Ποινικής Υποκατάστασης» της Εξιλέωσης, όπου ο Θεός συμφωνεί να μας θεωρεί δίκαιους (εξ αιτίας της Θυσίας του Χριστού), ακόμα και αν δεν είμαστε.

Η πίστη όμως των Ορθοδόξων μιλεί για μια αληθινή μεταμόρφωση – για μια αρετή που να είναι αληθινή, επειδή όντως είναι.

Ο Θεός είναι ο Συγγραφέας της υπάρξεώς μας – ασχολείται με την πραγματικότητα, όχι την μυθοπλασία. Η μεγάλη αδυναμία στα νομικά/δικανικά μοντέλα για την αμαρτία και την σωτηρία, είναι η παράλειψη να σκέπτονται σε σχέση με την πραγματικότητα. Αν η αμαρτία είναι νομικό πρόβλημα, τότε το πρόβλημά της δεν είναι μέσα της, αλλά μέσα σε κάποια νομική κατανόηση που υπάρχει αλλού. Στην Πολιτεία του Τεννεσί, η κατοχή μαριχουάνας «είναι έγκλημα».  Στην Πολιτεία του Κολοράντο «δεν είναι έγκλημα». Και οι δύο εκδοχές είναι μυθοπλασίες: το ίδιο το «χόρτο» δεν είναι «νόμιμο» ή «παράνομο» - είναι απλώς «χόρτο».

Μελετώ ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Robert Meagher,  Killing from the Inside Out  (Σκοτώνοντας από τα Μέσα προς τα Έξω». Ο συγγραφέας είναι "Καθολικός" θεολόγος, που μελετά την θεωρία «Just War» (Δίκαιος Πόλεμος»). Μόνο που η προσέγγισή του δεν είναι η εξέταση των ιδεών του Δίκαιου Πολέμου. Αντ’ αυτού, εξετάζει τις πραγματικές επιδράσεις του φόνου και του πολέμου στις ζωές και την ψυχή των στρατιωτών. Η εργασία του αποκαλύπτει με συνέπεια την κενότητα της Θεωρίας Δίκαιου Πολέμου στο να εξηγεί τις πραγματικές εμπειρίες των ανθρώπων. Ο πόλεμος δεν είναι νομικό πρόβλημα: είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ο Meagher ξόδεψε κάμποσα χρόνια συζητώντας με στρατιώτες. Παρατηρεί το θλιβερό φαινόμενο της επιδημίας αυτοκτονιών στους βετεράνους πολέμου. Σε ένα κεφάλαιο, παραθέτει ένα λυπηρό σημείωμα που είχε αφήσει ένας φαντάρος για την μητέρα του:

Μάνα, λυπάμαι τόσο πολύ… Η ζωή μου είναι σκέτη κόλαση από τον Μάρτιο 2003, όταν συμμετείχα στην εισβολή στο Ιράκ… Τώρα ελευθερώνω τον εαυτό μου από την έρημο, μια για πάντα… ΔΕΝ είμαι καλός άνθρωπος.  Έχω κάνει κακά πράγματα. Έχω αφαιρέσει ζωές.  Ήρθε ο καιρός να αφαιρέσω την δική μου.

O Meagher χρησιμοποιεί τον όρο «ηθική βλάβη» για να περιγράψει την πληγή που κουβαλάνε τέτοιοι βετεράνοι. Είχαν πράξει κόντρα στην ατομική τους ηθική πυξίδα και δυσκολεύτηκαν να ζήσουν έκτοτε με τον εαυτό τους.

Δυστυχώς, αυτή η ανάλυση υποκειμενοποιεί κάτι που είναι αρκετά αντικειμενικό.  Περισσότερο από μια «ηθική βλάβη», η αμαρτία είναι μια οντολογική πληγή. Μας στοιχειώνει, επειδή είναι πραγματική. Είναι η τρέλλα της Λαίδη Μάκβεθ, με το επιφώνημα «Βγες! Βγες! Καταραμένη κηλίδα!» βασανισμένη καθώς ήταν με το αίμα του συζύγου της, που φανταζόταν πως συνέχιζε να βρίσκεται πάνω στα χέρια της…

Είναι σύνηθες, σε Αμερικανικά στρατιωτικά παρεκκλήσια, να χρησιμοποιείται (τουλάχιστον όπως το έχω κατανοήσει εγώ) η Θεωρία Δίκαιου Πολέμου σαν μέσο στήριξης των στρατιωτών στα πνευματικά προβλήματα που περιβάλλουν τις πράξεις τους, λέγοντάς τους «Αν δεν τον είχες σκοτώσει εσύ, θα σε είχε σκοτώσει εκείνος»… «Εσύ προστατεύεις τις ζωές των συμπολιτών μας», κ.ο.κ.. Τέτοιου είδους «νομική δικαίωση» αποδεικνύεται αναποτελεσματική στην «ηθική βλάβη» που περιγράφει ο Meagher. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για ολόκληρο τον ηθικό κόσμο, όταν κατανοηθεί με νομικούς όρους.

Εγώ θα προτείνω ένα κύριο κείμενο, προκειμένου να αναλογισθούμε την αληθινή, οντολογική μας μεταμόρφωση:

«Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος.»  (Β’ Κορ.3:18).

Ο Απόστολος Παύλος δεν θεωρεί την θέαση της δόξης του Κυρίου σαν αμοιβή για έναν ενάρετο βίο, ή σαν απόδοση δικαιοσύνης στο τέλος του ταξιδιού μας.  Περιγράφει κάτι που λαμβάνει χώρα και αυτή την στιγμή. Όταν είμαστε σωστά στραμμένοι προς τον Θεό, βλέπουμε το πρόσωπο του Θεού. Βλέπουμε δύο πράγματα: το Πρόσωπο του Χριστού (=η αλήθεια του Ποιος Είναι), και τον εαυτό μας (=η αλήθεια του ποιοι είμαστε). Η συνάντηση αυτή συχνά εγείρει κάτι σαν ντροπή μέσα μας. Η κενότητα, ο θρυμματισμός και η αμαρτωλότητα της ζωής μας – όταν τα δούμε για αυτό που πραγματικά είναι – μας κάνουν να κρυφτούμε μπροστά Του. Όμως όταν στρέψουμε πάλι το βλέμμα μας προς Αυτόν, έρχεται μια αργή κάθαρση, θεραπεία, συγχώρηση και πληρότητα. Αυτό συμβαίνει, επειδή – καθώς στεκόμαστε ενώπιον του Προσώπου Του – κοινωνούμε με Εκείνον. Αυτό που Εκείνος είναι, αρχίζει να θεραπεύει αυτό που είμαστε.

Δύο αποσπάσματα από την Α’ Επιστολή του Αγίου Ιωάννου έρχονται στο νου:

«Εάν δε εν τω φωτί περιπατώμεν, ως αυτός εστίν εν τω φωτί, κοινωνίαν έχομεν μετ' αλλήλων, και το αίμα Ιησού Χριστού του υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» (Α’ Ιωαν.1:7).

και

«Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα·  οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστί.» (Α’ Ιωαν.3:2).

Το να «περιπατούμε εν τω φωτί» το θεωρώ συνώνυμο με το «θωρώντας το πρόσωπό Του».

«Μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν. Κύριε, εν τω φωτί του προσώπου Σου πορεύσονται.» (Ψαλ.88:17).

Το «θα δούμε τον Χριστό όπως είναι» το κατανοώ ως «όπως είναι στην πληρότητά Του». Ο Απόστολος Παύλος παρατηρεί πως η τωρινή θέαση του Χριστού είναι «θαμπή». Δεν Τον βλέπουμε καθαρά, εξ αιτίας της δικής μας ατέλειας και αμαρτίας. Αυτό απαιτεί να στρεφόμαστε ξανά και ξανά προς το πρόσωπο του Χριστού – με την αργή, υπομονετική εργασία της μετάνοιας. Δεν μπορούμε να το κάνουμε γρήγορα, διότι η θέαση του προσώπου Του με τέτοιο τρόπο - απότομα – θα σήμαινε θάνατο.

Όπως παρατηρήθηκε νωρίτερα, το να δει κανείς τον Χριστό είναι να δει τον εαυτό του επίσης. Τα πάντα αποκαλύπτονται στην αλήθεια της υπάρξεώς τους, παρουσία του Χριστού. Ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί μια πολύ «πλούσια» εικόνα της Κρίσεως:

«Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος έστιν Ιησούς Χριστός. Ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, εκάστου το έργον φανερόν γενήσεται. Η γαρ ημέρα δηλώσει. Ότι εν πυρί αποκαλύπτεται και εκάστου το έργον όποιόν εστι το πυρ δοκιμάσει.  Ει τινός το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται. Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσετα, ούτως δε ως δια πυρός.»  (Α’Κορ.3:11-15).

Όσα στερούνται πραγματικότητας (αμαρτία, σκοτάδι, κλπ) θα εξαφανισθούν ενώπιον της πραγματικότητας (που περιγράφεται ως «πυρ»). Όσα είναι πραγματικά και αληθινά (η αλήθεια του τι είμαστε) θα εξευγενισθούν. Το ψεύτικο χάνεται, το αληθινό σώζεται.

Αυτό το πυρ ήδη καίγεται ανάμεσά μας:

«Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!»  (Λουκ.12:49)

Αυτό το πυρ είναι η παρουσία του Χριστού, στην πληρότητα της αλήθειάς της. Ο συγγραφέας της Προς Εβραίους συνδυάζει αυτή την εικόνα πυρός με την εικόνα «σαλέματος»: 

«Ού η φωνή την γην εσάλευσε τότε, νυν δε επήγγελται λέγων: έτι άπαξ εγώ σείω ου μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν. Το δε έτι άπαξ δηλοί των σαλευομένων την μετάθεσιν ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα.  Διό βασιλείαν ασάλευτον παραλαμβάνοντες έχωμεν χάριν, δι ης λατρεύωμεν ευαρέστως τω Θεώ μετά αιδούς και ευλαβείας·  και γαρ ο Θεός ημών πυρ αναλίσκον.»  (Εβρ.12:26-29).

Και με τα δύο απομακρύνονται τα πρόσκαιρα (άχυρο, ξύλο, χόρτο, τα ασταθή). Αυτά που καίγονται και απομακρύνονται είναι τα λιγότερο πραγματικά και αληθινά. Αν αυτή η απεικόνιση τοποθετηθεί μέσα σε οντολογικό πλαίσιο, το βλέπουμε σαν εξαγνισμό, σαν την καταστροφή της αμαρτίας και ό,τι άλλο διαστρεβλώνει το είναι και την ύπαρξή μας.

Η «ηθική βλάβη» ενός στρατιώτη είναι ένα μόνο δείγμα μέσα σε πάρα πολλά.  Κουβαλάει το τραύμα του και κάποιες φορές νοιώθει πως η βλάβη είναι μεγαλύτερη και από τον εαυτό του – πως η ζωή του έχει τσακιστεί. Η ζημιά που έχει υποστεί δεν μπορεί να θεραπευτεί μέσω διαφόρων νομικών μυθοπλασιών που προβάλλουμε μέσα στον κόσμο μας.

Κάτι πρέπει να αλλάξει – να απομακρυνθεί, να σαλευθεί, να αναλωθεί μέσα στο πυρ της αγάπης του Θεού.

 

Πάντα αγαπούσα τις χαρακτηριστικές εικόνες του C.S. Lewis, στο έργο του «The Great Divorce» (Το Μεγάλο Διαζύγιο). Απεικονίζουν την αμαρτία με οντολογικούς όρους. Από την μία, η αμαρτία μειώνει την πραγματικότητά μας, καθιστώντας μας στοιχειωμένους και αραιούς σαν τον καπνό. Μερικές φορές την αμαρτία την βλέπουμε σαν μια αχνή σαύρα (εικόνα) που μας ψιθυρίζει και ελέγχει την κάθε μας κίνηση.

 

Μέσα στο βιβλίο του, η συγχώρηση είναι η διείσδυσή μας όλο και πιο βαθειά μέσα στον ουρανό - το κατόρθωμα, του να γίνουμε πιο πραγματικοί, πιο στέρεοι.  Φαντάζομαι πως πολλοί θα διαβάζουν το βιβλίο του σαν να ήταν αλληγορία για την νομική/δικανική συγχώρηση της αμαρτίας. Αυτό όμως – κατ’ εμέ – θα ήταν μια πολύ θλιβερή αντιστροφή: οι εικόνες του Lewis εκφράζουν την οντολογική αλήθεια περισσότερο από οποιαδήποτε δικανική εξήγηση. Η αμαρτία είναι πραγματική και οι επιδράσεις της είναι πραγματικές, άσχετα πώς εμείς επιθυμούμε να την εκλογικεύσουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να παραδοθούμε στην όντως Πραγματικότητα.

Αυτό το θέμα αντηχεί μέσα στα ποιητικά λόγια του Αγίου Συμεών του Μεταφραστή, τα οποία αποτελούν μέρος των προσευχών προπαρασκευής για την Θεία Κοινωνία:

Ιδού, βαδίζω προς θείαν κοινωνίαν. Πλαστουργέ, μη φλέξης με τη μετουσία: πυρ γαρ υπάρχεις, τους αναξίους φλέγον. Αλλ’ ουν κάθαρον εκ πάσης με κηλίδος.

Του Δείπνου Σου του Μυστικού σήμερον Υιέ Θεού κοινωνόν με παράλαβε. Ου μη γαρ τους εχθρούς Σου το Μυστήριον είπω, ού φίλημα Σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας, αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ Σοι: μνήσθητί μου Κύριε εν τη Βασιλεία Σου…

Θεουργόν Αίμα φρίξον, άνθρωπε, βλέπων: άνθραξ γαρ εστί τους αναξίους φλέγων: Θεού το Σώμα και θεοί με και τρέφει – θεοί το πνεύμα, τον δε νουν τρέφει ξένως.

Έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι. Αλλά κατάφλεξον πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, και εμπλησθήναι της εν σοι τρυφής καταξίωσον, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, Αγαθέ, παρουσίας σου.

Εν τοις λαμπρότησι των αγίων σου, πώς εισελεύσομαι ο ανάξιος;  Εάν γαρ τολμήσω συνεισελθείν εις τον νυμφώνα, ο χιτών με ελέγχει ότι ουκ έστι του γάμου, και δέσμιος εκβαλούμαι υπό των αγγέλων. Καθάρισον,  Κύριε, τον ρύπον της ψυχής μου και σώσον με, ως φιλάνθρωπος.

Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, μη εις κρίμα μοι γένοιτο τα Άγια ταύτα δια το ανάξιον είναι με, αλλ’ εις κάθαρσιν και αγιασμόν ψυχής τε και σώματος, και εις αρραβώνα της μελλούσης ζωής και βασιλείας. Εμοί δε τω προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί: τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα της σωτηρίας μου.

Δημιουργία αρχείου: 14-8-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 14-8-2018.

ΕΠΑΝΩ