Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Ιστορικές πληροφορίες για την καταγωγή τού Αποστόλου Παύλου * Παύλος ο Απόστολος. Τι λένε οι άγιοι Πατέρες γι' αυτόν; * Τεκμηρίωση ότι ο Λουκάς έγραψε πράγματι το ευαγγέλιό του και τις Πράξεις * Οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου, αναμφισβήτητες και αμφισβητούμενες * Πηγές και χρονολόγηση για τον Απόστολο Παύλο Απόλυτη και σχετική χρονολόγηση * Χρονολόγιο τής ζωής τού αποστόλου Παύλου

Ο Απόστολος Παύλος και η Νικόπολη

Πήγε; Και σε ποια Νικόπολη πήγε;

Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου († 2012)

 

Πηγή: Ημερολόγιον 2015, Αφιέρωμα στα 150 χρόνια από της ιδρύσεως της τοπικής μας Εκκλησίας, Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης, Πρέβεζα 2015. Εισήγηση στο Β’ Διεθνές Συμπόσιο για την Νικόπολη του Ιδρύματος «Ακτία Νικόπολις», 11/9/2002.

Αναδημοσίευση από: https://www.pemptousia.gr/2015/06/o-apostolos-pavlos-stin-nikopoli/, https://www.pemptousia.gr/2015/06/nikopoli3/, https://www.pemptousia.gr/2015/06/nikopoli4/ και https://www.pemptousia.gr/2015/06/nikopoli5/

 

 

Παλαιά παράδοση, ζωντανή στην περιοχή τής Νικοπόλεως, λέει, ότι το μήνυμα για τον Χριστό και την ανάστασή Του στην Νικόπολη της Ηπείρου έφερε και διέδωσε ο πανεύφημος απόστολος Παύλος.

 

Κατευθυνόμενος για την Νικόπολη, λέει η παράδοση, στάθηκε, κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα έξω από την περίφημη εκείνη μεγαλόπολη· και, καθισμένος επάνω σε ένα λιθάρι, μίλησε στους «παρατυχόντες» για τον Χριστό. Και από τότε, θέση και λιθάρι, έμειναν στην συνείδηση του χριστιανικού λαού της περιοχής, ιερά και άγια· αφού εκεί δημιουργήθηκε η απαρχή της Ηπείρου.

Και ονομάζεται τώρα η περιοχή Λιθάρι. Και κτίσθηκε από πανάρχαιους χρόνους εκεί εκκλησία. Και γίνεται στις 29 Ιουνίου, στην μνήμη του αποστόλου Παύλου, μεγάλο πανηγύρι· ένα πανηγύρι, όχι φιλοτιμία των εκκλησιαστικών ηγετών του εικοστού αιώνα, αλλά νοσταλγία και πόθος του λαού, που μαρτυρεί για το «λιθάρι» σωρεία θαυματουργίες και πλήθος οπτασίες και φανερώσεις του αγίου Αποστόλου.

Για την διέλευση του απ. Παύλου από την Νικόπολη στην Αγία Γραφή ευρίσκομε μόνο μία μαρτυρία: Γράφει ο Παύλος στην προς Τίτον Επιστολή του: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν· εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσω» (Τίτ. 3,12).

Είναι φανερό, ότι ο απ. Παύλος αναγγέλλει στον Τίτο το πρόγραμμά του να πάει στην Νικόπολη.

Και, όπως ήταν φυσικό, εδημιουργήθηκαν τα ερωτήματα:

  • α. Επήγε ο απόστολος Παύλος στην Νικόπολη;
  • β. Είναι αξιόπιστες οι μαρτυρίες;

και, αφού στην Ρωμαϊκή Οικουμένη πολλές πόλεις έφεραν το όνομα αυτό,

  • γ. σε ποια Νικόπολη αναφέρεται ο Παύλος;

 

Α. Επήγε ο Παύλος στην Νικόπολη;

1. Πού προσάραξε το πλοίο τού Παύλου;

Σχετικά πρόσφατα, το 1987, ένας νεαρός ερευνητής, ο Dr. Heinz Warnecke εδημοσίευσε μία μελέτη του με τίτλο Die tatsachliche Romfahrt des Apostels Paulus (Το πραγματικό δρομολόγιο του αποστόλου Παύλου για την Ρώμη).

Σ’ αυτό υποστηρίζει, ότι είναι λάθος η αντίληψη ότι το πλοίο που τον μετέφερε, μετά την αναχώρησή του από τους Καλούς Λιμένες της Κρήτης, προσάραξε στην Μελίτη, την σημερινή Μάλτα. Μελίτη, μας λέγει ο Dr. Wamecke, στις Πράξεις ονομάζεται η Κεφαλληνία.

Οι απόψεις του Dr. Warnecke για την προσάραξη του αποστόλου στην Κεφαλληνία είναι έξω από το ενδιαφέρον της μελέτης αυτής. Όμως μας ενδιαφέρουν οι παρατηρήσεις του:

α. ότι ο Παύλος κατά την διάρκεια εκείνης της παραμονής του στην Κρήτη είχε εκεί επικοινωνία με πολλούς χριστιανούς από πολλές πόλεις της Κρήτης·

β. ότι στην Κρήτη τον συνόδευε ο Τίτος·

γ. ότι από την Κεφαλληνία έστειλε την προς Τίτον Επιστολήν του·

δ. ότι τον καλούσε να πάει να τον συναντήσει στην Νικόπολη· γιατί «εκεί κέκρικε» να παραχειμάσει· και

ε. ότι ο Παύλος τελικά δεν επήγε στην Νικόπολη και ούτε παρεχείμασε εκεί, ούτε έκαμε εκεί καμία χριστιανική δράση.

 

2. Τεκμηριώνονται οι απόψεις αυτές;

Δημιουργείται το ερώτημα:

Τεκμηριώνονται οι απόψεις του Dr. Warnecke για την μή μετάβαση του αποστόλου Παύλου στην Νικόπολη;

Το βιβλίο «Πράξεις Αποστόλων» σταματάει σε γεγονότα μέχρι το 60 μ.Χ. Δεν μιλάει πουθενά για Νικόπολη. Δεν αναφέρει καν το όνομα Νικόπολη. Και κλείνει με την δήλωση, ότι το 60 μ. X. ο Παύλος ευρίσκεται στην Ρώμη «δέσμιος». Και περιμένει να δικασθή από τον «καίσαρα» (=αυτοκράτορα) Νέρωνα, τον οποίο είχε «επικαλεσθή». Παράλληλα μας δίνει και μία άλλη πολύτιμη πληροφορία. Ότι ο απόστολος Παύλος μέχρι τότε δεν είχε περάσει από την Κρήτη, παρά μόνο «δέσμιος»· χωρίς να αναπτύξει εκεί καμία απολύτως αποστολική δράση.

Όμως στην αρχή της προς Τίτον Επιστολής του, ο άγιος Παύλος, μας πληροφορεί σαφώς: ότι λίγο πριν ήταν στην Κρήτη· ότι είχε εκεί αναπτύξει μεγάλη αποστολική δραστηριότητα με πολλή καρποφορία· ότι χρειάσθηκε, για άγνωστο σε μας λόγο, να φύγει· και ότι άφησε πίσω του με ειδική εντολή-εξουσιοδότηση τον μαθητή του Τίτο, «ίνα επιδιορθώστι τα λείποντα και καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους και διακόνους»· δηλαδή, να ολοκληρώσει και να κατοχυρώσει με την πρέπουσα θεσμική ευρυθμία το έργο του διδασκάλου του.

Μπορεί η διέλευση του Παύλου από την Κρήτη, όπως την περιγράφουν οι Πράξεις να συνδυάσθηκε με την εκεί άσκηση κάποιου έργου αποστολικού; Η απάντηση πρέπει να είναι σαφώς αρνητική. Για τους εξής λόγους:

• Ο Παύλος ήταν δέσμιος και μετεφέρετο στην Ρώμη να δικασθή, με προσωπική ευθύνη του εκατοντάρχη Ιουλίου, που μέχρι τότε, δεν είχε καμία εκτίμηση γι’ αυτόν.

• Η διέλευση του πλοίου από την Κρήτη ήταν απρογραμμάτιστη και ακούσια. Συνεπώς δεν επιτρέπεται να κάνουμε την σκέψη, ότι άμα τη αφίξει του συγκεντρώθηκαν γύρω του έγκαιρα προειδοποιημένοι οι χριστιανοί της Κρήτης, αφού άλλωστε η προσάραξη του πλοίου έγινε στον πιο απίθανο, για πλοίο που ξεκίνησε από την Κνίδο, τόπο!

• Το βιβλίο των Πράξεων δεν μνημονεύει καμία επικοινωνία χριστιανών με τον Παύλο στην Κρήτη. Ασφαλώς επειδή ούτε υπήρξε, ούτε ήταν δυνατό να υπάρξει.

• Τέλος δε το βιβλίο των Πράξεων λέγει, ότι τον απόστολο Παύλο κατά την διεύλευσή του από την Κρήτη το έτος 59 συνόδευε μόνο ο Αρίσταρχος ο Θεσσαλονικέας· και συνεπώς, για όλα αυτά, το Τίτ.1,5 που μαρτυρεί ότι αναχωρώντας ο απόστολος από την Κρήτη «κατέλιπε» εκεί τον Τίτον, πρέπει να αναφέρεται σε άλλη εκεί επίσκεψη και παραμονή του μεγάλου αποστόλου.

Έτσι, απόλυτα τεκμηριωμένα και λογικά, ένας μεγάλος σύγχρονος ερμηνευτής των αγίων Γραφών, ο Lorenz Oberlinner, που γράφει επτά ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοση της έρευνας του Dr Heinz Warnecke, Die tatsachliche Romfahrt des Apostles Paulus, παρατηρεί: «Η στο Πράξ. 27, 7-13 μνημονευομένη παραμονή κατά την μεταφορά του δεσμίου Παύλου στην Ρώμη, δεν έχει με το θέμα μας καμμιά σχέση· γιατί το Τίτ. 1,5 προϋποθέτει μια μακρά αποστολική δράση στην Κρήτη» («setzt eine langere missionarische wirksamkeit auf Kreta voraus»). Και αφού εξηγεί λεπτομερέστερα το γιατί, συμπεραίνει: «Συνεπώς κάθε προσπάθεια ένταξης των ποιμαντικών επιστολών στο πλαίσιο της Γ’ αποστολικής περιοδείας είναι λάθος».

Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορούν και τα εξής:

• Ο μεγάλος ερμηνευτής των Γραφών Θεοδώρητος ο Κύρου εκτιμάει, ότι με τα λόγια του στο Τίτ.1,5 ο Παύλος «έδειξεν (=το κατέστησε σαφές, ξεκάθαρο), ως αυτός έθηκεν εν Κρήτη τον της ευσεβείας θεμέλιον».

• Ο Θεόδωρος ο Μοψουεστίας, κολοσσός ερμηνευτικής σοφίας, προσθέτει: «ο της ευσεβείας λόγος παρεδέδοτο (=είχε παραδοθή) πάσι (=σε όλους τους χριστιανούς στην Κρήτη) παρ’ αυτού (=του Παύλου)• ελλείπετο δε οικονομήσαι τα κατά τους πεπιστευκότας».

 

Οι περιοδείες του Απ. Παύλου και η Νικόπολη

Η εκδοχή, ότι διερχόμενος τα τέλη του έτους 59 από την Κρήτη, «εύρε εκεί χριστιανικάς τινας κοινότητας, άνευ όμως επαρκούς εκκλησιαστικής οργανώσεως» είναι αστήρικτη.

Η προς Τίτον επιστολή (κεφ. 1,5) προϋποθέτει μακρά παραμονή και δραστηριότητα του Παύλου στην Κρήτη· και βαθειά γνώση «των ειδικών συνθηκών της Εκκλησίας Κρήτης»· τόση, που δεν είναι ποτέ δυνατό να αποκτηθή σε τόσο βραχύ διάστημα χρόνου, όσο το υποδηλούμενο στο Πραξ. 27, 7-13· και πλήρη ελευθερία κινήσεων· τόση, που, όπως παρατηρεί εύλογα ο Oberlinner, να μην είναι δυνατό να συνδυασθή με την ανατεθείσα στον Τίτο υποχρέωση να «επιδιόρθωση τα λείποντα και να καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους», γιατί ήταν «και πολύ δύσκολο και πολύ υπεύθυνο έργο». Μάλιστα δε, σύμφωνα με τον R. Λ. Campbell, και μόνη η υποχρέωση, να επιλέξει και καταστήσει κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ήταν, λόγω της ιερότητας του θεσμού, τρομερά υπεύθυνο έργο.

Συνεπώς η διέλευση του Παύλου από την Κρήτη, για την οποία μας μιλάει το Τίτ. 1,5, δεν μπορεί να ταυτίζεται με εκείνη που περιγράφουν οι Πράξεις (κεφ. 27, 7-13)· και οι Ποιμαντικές Επιστολές του αποστόλου Παύλου πρέπει να αναφέρονται σε ΑΛΛΗ εποχή.

 

3. Σε ποια εποχή ανήκουν και αναφέρονται οι Ποιμαντικές Επιστολές του Παύλου;

Προεξαγγελτικά λέμε: Στην περίοδο μεταξύ των ετών 64-67 μ.Χ., όπου τις έχει τάξει η παράδοση της Εκκλησίας. Σε ποια όμως;

Υπάρχουν μαρτυρίες. Είναι λίγες και πολύ λιτές. Αλλά και επαρκείς. Και τις ευρίσκομε όλες στην δέσμη των λεγομένων «Ποιμαντικών Επιστολών» του πανευφήμου Αποστόλου, που χρονικά απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους. Από τις μαρτυρίες λοιπόν, που μας δίνουν οι Ποιμαντικές Επιστολές (Α’ και Β’ προς Τιμόθεον και προς Τίτον) συνάγεται ότι:

α. Ο καίσαρ Νέρων, εκήρυξε, είτε μετά εξέταση της υπόθεσής του, είτε και με κάποιο γενικό διάταγμα, τον απόστολο αθώο· και, σαν Ρωμαίο πολίτη, τον άφησε ελεύθερο (άνοιξη 64 μ.Χ.).

β. Μετά από αυτό, ο απ. Παύλος θέλοντας να αξιοποιήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τον χρόνο που του απέμενε, άρχισε την Δ’ περιοδεία του ξεκινώντας από την Ισπανία (64 μ.Χ. άνοιξη). Στην συνέχεια επήγε στην Κρήτη (64-65 μ.Χ. Καλοκαίρι-Χειμώνας).

Μετά μακρά παραμονή στην Κρήτη, επήγε στην Έφεσο. Εκεί έκαμε νέο πρόγραμμα. Για την Μακεδονία. Και από την περιοχή της «Ασίας», ίσως από την Λαοδίκεια της Φρυγίας, έστειλε την πρώτη του επιστολή στον Τιμόθεο. Σ’ αυτήν του λέγει ρητά: «Πορευόμενος εις Μακεδονίαν, παρακάλεσά σε προσμείναι έν Εφέσω» (Α’ Τιμ. 1,3).

Πορευόμενος εις Μακεδονίαν, λοιπόν, πρώτα επέρασε από την Μίλητο, (όπου άφησε τον Τρόφιμο «ασθενούντα»)· και μετά από την Κόρινθο, (όπου «έμεινε ο Έραστος»). Και μετά, ασφαλώς πήρε τον δρόμο για την Μακεδονία. Το λέμε με βεβαιότητα. Γιατί είναι γνωστό στις περιοδείες του ότι, ο Παύλος ακολουθούσε σταθερά ένα εκ των προτέρων αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα.

Και, πριν αρχίσει ο χειμώνας, ίσως το καλοκαίρι του 65 μ.Χ., γράφοντας στον Τίτο από την Μακεδονία, σαν συμπληρώνοντας τις πληροφορίες που μας έχει μέχρι τώρα δώσει, του λέγει: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε ή Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν· εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσω» (Τίτ. 3,12).

 

4. Γιατί όμως ο απόστολος Παύλος επήγε στην Νικόπολη;

Γιατί «κέκρικε», ότι θα έπρεπε να παραχειμάσει στην Νικόπολη;

Στα ερωτήματα αυτά ο καθηγητής Γαλίτης δίνει την εξής απάντηση: Ο απόστολος Παύλος ήθελε να πάει να παραχειμάσει «εν Νικοπόλει· πιθανώς, ίνα έξ αυτής πορευθή άμα τη ανοίξει και επαναλήψει της ναυσιπλοΐας εις Δύσιν».

Η άποψη όμως αυτή κατά την γνώμην μας δεν πρέπει να επαρκεί. Για τους εξής λόγους:

α. Είναι γνωστό, ότι ο απ. Παύλος είχε βαθύ πόθο, «εφιλοτιμείτο», να σπείρει τον σπόρο (=ευαγγελίζεσθαι) σε τόπους, «όπου ουχ ωνομάσθη Χριστός, ίνα μή επ’αλλότριον θεμέλιον οικοδομή» (Ρωμ. 15,20).

β. Στη Νικόπολη δεν είχε ακόμη «ονομασθή» Χριστός.

γ. Στην Β’ Τίμ. 4,17 γράφει, ότι στην «πρώτη» απολογία του, ενώ πάντες τον είχαν εγκαταλείψει, ο Κύριος «παρέστη» και τον «ενεδυνάμωσε», «ίνα δι’ αυτού το κήρυγμα πληροφορηθή και ακούσωσι πάντα τα έθνη». Δηλαδή ο Κύριος του έδωκε εντολή να αγωνισθή, όσο μπορούσε περισσότερο, να ακούσουν το «κήρυγμα» πάντα τα έθνη.

Από όλα αυτά συνάγεται ότι:

• Η μετάβαση και παραμονή του αποστόλου Παύλου στην Νικόπολη τον χειμώνα 65-66 μ.Χ., καθώς και η εκεί συνάντησή του με τον απ. Τίτο, πρέπει να θεωρούνται ιστορικά γεγονότα αδιαμφισβήτητα.

• Ο απόστολος Παύλος δεν επήγε στην Νικόπολη ούτε για παραχείμαση ούτε για εύκολη και έγκαιρη διάβαση στη Δύση, αλλά για να κηρύξει τον Χριστό και την ανάστασή Του, ακολουθώντας ένα αυστηρά προδιαγραμμένο και καθορισμένο πρόγραμμα αποστολικής δράσης, που καθιστούσε την Νικόπολη βασικό ιεραποστολικό κέντρο του.

 

Β’  Είναι αξιόπιστες οι μαρτυρίες;

Μαρτυρίες για τη σχέση του Απ. Παύλου με τη Νικόπολη

1. Αμφισβήτηση τριών επιστολών τού Παύλου

Όπως είδαμε, οι τρεις επιστολές, οι μόνες που μας προσφέρουν μαρτυρίες για την μετάβαση και παραχείμαση του αποστόλου Παύλου στην Νικόπολη, είναι οι «Ποιμαντικές Επιστολές» του αποστόλου των Εθνών: οι Α’ και Β’ προς Τιμόθεον και η προς Τίτον. Και είδαμε, ότι οι μαρτυρίες τους είναι λίγες μέν και λιτές, αλλά σαφείς και ξεκάθαρες. Θα έπρεπε λοιπόν, το πιο πάνω συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η έρευνα των πηγών με τόση περίσκεψη, να είναι ολόθυμα αποδεκτό από όλους.

Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Γιατί, ενώ εμείς χαιρόμαστε τις μαρτυρίες αυτές, που σαν αγιογραφικές τις θεωρούμε απόλυτα αυθεντικές, θεολόγοι του μοντέρνου κόσμου αμφισβήτησαν την γνησιότητα και την αξιοπιστία των Ποιμαντικών Επιστολών. Και κατά συνέπεια και τις ιστορικές μαρτυρίες τους. Επικαλέσθηκαν, προς ενίσχυση και «θεμελίωση» των απόψεών τους, διάφορα επιχειρήματα· και κυρίως φιλολογικά.

• Το λεκτικό τους, είπαν, δεν «πολυμοιάζει» με το λεκτικό του απ. Παύλου, όπως το βλέπομε στις άλλες του επιστολές.

• Ετοποθέτησαν την συγγραφή τους μετά πολλά χρόνια· μετά το 100 μ.Χ.

• Και ισχυρίσθηκαν, ότι δεν είναι επιστολές προσωπικού χαρακτήρα, όπως φαίνονται, αλλά ποιμαντικές υποθήκες γραμμένες στο συνηθισμένο τότε λογοτεχνικό είδος των «επιστολιμαίων διατριβών», που όλη η δομή και η πλοκή τους ήταν μία «επινόηση» (fiction).

 

2. Είναι οι τρεις επιστολές τού Παύλου "επινόηση";

Όμως, η εκδοχή αυτή, ότι δηλαδή οι Ποιμαντικές Επιστολές δεν είναι παρά μια litterarische Fiktion, δεν ευσταθεί. Και δεν ευσταθεί για ένα πολύ απλό λόγο. Επειδή, όλα όσα περιγράφονται στις επιστολές αυτές, τεκμηριώνονται σαν αδιαμφισβήτητα γεγονότα ιστορικά.

Δεν θα ασχοληθώ με τις απόψεις αυτές. Όποιος έχει όρεξη να τις ιδεί σε λεπτομέρειες, τις ίδιες και την αντίκρουσή τους, δεν έχει παρά να μελετήσει, στα Ελληνικά το υπόμνημα του διαπρεπούς καθηγητού Γεωργίου Γαλίτη («Η προς Τίτον επιστολή του Απ. Παύλου»).

Στο βιβλίο αυτό ο κ. Γαλίτης, όχι μόνο τις παραθέτει τις απόψεις αυτές, αλλά και τις ανασκευάζει καταλεπτώς. Και καταλήγει στην παρατήρηση, ότι όλες εξηγούνται πλήρως από την ιστορικά αδιαφιλονίκητη «θεωρία του γραφέως». Η θεωρία του γραφέως, δεν είναι μια απλή «θεωρία»· ήταν τότε, για τους χρόνους εκείνους, μία καθημερινή πράξη· για όλους. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την «θεωρία»- πράξη, επειδή τότε και οι διορθώσεις σε κείμενο ήταν κάτι το πολύ δύσκολο, (αν μή και αδύνατο), και το χαρτί είδος πολυτελείας, -όλοι οι επιστολογράφοι ανέθεταν σε λογίους καλλιγράφους να γράφουν τις επιστολές τους, αφού βέβαια τους έδιναν τις πρέπουσες γενικές οδηγίες. Αυτοί οι γραφείς συνέτασσαν ελεύθερα την επιστολή· με τον δικό τους τρόπο. Ο αποστολέας την άκουε και, όταν δεν παρουσίαζε απόψεις αντίθετες στις δικές του, την επεκύρωνε, αποδεχόμενος και αντιπαρερχόμενος τις όποιες διαφορές του προσωπικού ύφους του γραφέα. Κάπως έτσι – έχει πιά αποδειχθή και έχει γίνει από όλους αποδεκτό- εγράφη και η επιστολή του Παύλου προς Εβραίους.

 

3. Περί τής συγγραφής τών τριών αυτών γνησίων επιστολών

Έτσι μένει εδραία η γνησιότητα των Ποιμαντικών Επιστολών του μακαρίου αποστόλου Παύλου, ανάμεσα στις οποίες είναι και η προς Τίτον επιστολή, για την οποία υποστηρίζεται μετά λόγου, ότι «εγράφη» από τον απόστολο Λουκά, αυτάδελφο του Τίτου. Η συγγραφή τους, δηλαδή και των τριών Ποιμαντικών Επιστολών, τοποθετείται στα έτη 65-66 μ.Χ. Έτσι όλες οι μαρτυρίες που μας δίνουν, σχετικά με το πρόγραμμα μετακινήσεων και με τις ίδιες τις μετακινήσεις του πανευφήμου αποστόλου Παύλου, προσλαμβάνουν μία κατά κυριολεξία ρεαλιστική δραματικότητα· τέτοια, που σαν επινόηση σε ψευδεπίγραφα (fiction) ήταν άγνωστη την εποχή εκείνη.

 

4. Ιστορική εγκυρότητα τών τριών επιστολών

Για επίρρωση των ανωτέρω παραθέτομε την τοποθέτηση του κατά γενική ομολογία μέγιστου καινοδιαθηκικού θεολόγου (scholar), W. Μ. Ramsay (1851-1939) που θεωρείται αδιαμφισβήτητη αυθεντία σε θέματα ιστορίας και γεωγραφίας, και βαθύς μελετητής όλων των συναφών με την Καινή Διαθήκη θεμάτων. Γράφει ο W. Μ. Ramsay:

«Από τις μαρτυρίες, που ευρίσκομε στις Ποιμαντικές Επιστολές του, καταλήγομε στο συμπέρασμα, ότι το πιο πιθανό είναι: ότι ο Παύλος επήγε στην Νικόπολη· και ότι εκεί, στην Νικόπολη, συνελήφθη, ενώ κυνηγούσε την δουλειά του· και από εκεί σαν Ρωμαίος πολίτης εστάλη, προκειμένου να δικασθή, στην Ρώμη.

Η αναφορά στην Νικόπολη και στην εκεί μετάβαση του αποστόλου Παύλου είναι θέματα πολύ στενά συνδεδεμένα με την διαμάχη γύρω από την γνησιότητα και αξιοπιστία των Ποιμαντικών Επιστολών.

Εκείνοι λοιπόν, που λένε ότι λογικά δεν είναι δυνατό να αποδεχθούν, ότι οι επιστολές αυτές παρέχουν μαρτυρίες τέτοιες που να μπορεί να στηριχθή σ’ αυτές η σύνταξη μιας σωστής ιστορίας-παρουσίασης του βίου του αποστόλου Παύλου, ασφαλώς δεν δίνουν σημασία στις μαρτυρίες (των Ποιμαντικών Επιστολών) σχετικά με την Νικόπολη.

Αντίθετα, εκείνοι που δέχονται, ότι οι Επιστολές αυτές μας προσφέρουν αληθινές ιστορικές πληροφορίες, τις επιστολές αυτές, κατά λογική συνέπεια τις τοποθετούν στα πρώτα χρόνια μετά την πρώτη «κράτησή» του (σαν υποδίκου) στην Ρώμη· και πολύ εύλογα συμπεραίνουν, ότι στην πρώτη του δίκη, ο απόστολος Παύλος απηλλάγη από κάθε κατηγορία και αφέθη ελεύθερος.

Αλλά και από εκείνους που αρνούνται την γνησιότητα των Ποιμαντικών Επιστολών, μερικοί (ένας από αυτούς και ο Harnack) δέχονται, ότι παρά ταύτα, όλα όσα λένε οι Ποιμαντικές Επιστολές, είναι στοιχεία ιστορικά αξιόπιστα.

Με βάση λοιπόν αυτά τα στοιχεία, ο Παύλος συνελήφθη στην Νικόπολη και παρεπέμφθη σε δίκη στην Ρώμη με την κατηγορία, ότι διέδιδε την απαγορευμένη χριστιανική πίστη. Η σύλληψή του δεν μπορεί να τοποθετηθή παρά μόνο μετά την κήρυξη του διωγμού του Νέρωνος. Και συνεπώς, ο χειμώνας, που ο απόστολος Παύλος το είχε προγαμματίσει να περάσει στην Νικόπολη πρέπει να είναι ο χειμώνας ανάμεσα στα χρόνια ή 64-65, ή 65-66, ή 66-67 μ.Χ.»

 

5. Ο Παύλος και ο διωγμός τού Νέρωνα

Σημειώνομε εδώ, ότι ο διωγμός του Νέρωνος άρχισε αμέσως μετά την πυρπόληση της Ρώμης (Καλοκαίρι του 64 μ.Χ.). Όπως είναι γνωστό και σαφές από τις Ποιμαντικές του Επιστολές, ο Παύλος είχε αφεθή ελεύθερος, και είχε αναχωρήσει από την Ρώμη, μόλις άρχιζε η άνοιξη του 64 μ.Χ. Ορθά παρατηρεί ο J. Lebreton, ότι, αν εξακολουθούσε να ευρίσκεται στην Ρώμη, με την έναρξη του διωγμού, ασφαλώς θα ήταν το πρώτο του θύμα.

Και βγαίνει ολοκάθαρο το συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις του Harnack και του Ramsay είναι απόλυτα σωστές. Όλες οι μαρτυρίες των Ποιμαντικών Επιστολών τεκμηριώνονται περίτρανα.

 

Γ΄ Σε ποια Νικόπολη επήγε ο απ. Παύλος;

Η Νικόπολη της εποχής του Αποστόλου Παύλου

1. Η Νικόπολη τού Χειμώνα

Με το φως όλων των ως άνω, ξαναγυρίζομε στην παραγγελία του Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο: «Όταν πέμψω Αρτεμάν προς σε η Τυχικόν, σπούδασον ελθείν προς με εις Νικόπολιν· εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσαι». Το «εκεί» καθιστά βέβαιον, ότι ο Παύλος, όταν έγραφε την προς Τίτον επιστολή του, δεν ήταν ακόμη στην Νικόπολη. Μένει να δεχθούμε, ότι την έγραψε, πριν πάει «εκεί»· και ότι η σε σημείωση σε κώδικα μνεία, ότι η επιστολή αυτή εγγράφη από την «Νικόπολη», δεν πρέπει να είναι ακριβής.

Άρα, πρέπει να θεωρηθή βέβαιο, ότι και λόγω του βαριά «δυσχειμέρου» κλίματος, και της Μακεδονίας και γενικά της εσωτερικής βορείου Ελλάδος, αλλά και από τον μαρτυρημένο πόθο του να τρέξει να κηρύξει το ευαγγέλιο, εκεί που δεν είχε ακόμη «ονομασθή» ο Χριστός, ο απόστολος προγραμμάτισε να περάσει τον χειμώνα του στην Νικόπολη, που ήταν (και είναι) το καλύτερο χειμαδιό της Δυτικής Ελλάδος, και η μόνη τότε αλλά ονομαστή, Νικόπολη στην Βαλκανική.

Πρόκειται όμως, γι’ αυτήν την Νικόπολη; Μήπως πρόκειται για κάποια άλλη;

 

2. Οι 7 Νικοπόλεις

Το ερώτημα φαίνεται παράξενο. Αλλά δεν είναι. Αφού, ως γνωστό, στην Ρωμαϊκή Οικουμένη (orbis terrarum) υπήρχαν συνολικά επτά Νικοπόλεις. Και πολλοί, και αρχαίοι και νεώτεροι συγγραφείς (ανάμεσα στους οποίους και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος), υποστηρίζουν ότι η Νικόπολη, στην οποία επήγε ο Παύλος δεν ήταν η Νικόπολη της Ηπείρου, αλλά κάποια άλλη. Ποιά όμως;

Ας ιδούμε με υπομονή, ποιες είναι οι Ρωμαϊκές Νικοπόλεις, για να μπορέσωμε να ειπούμε «μετά λόγου», για ποιά μας μιλάει το Τίτ. 3:12..

Ποιες είναι οι επτά Νικοπόλεις της Ρωμαϊκής Οικουμένης;

α. Μία είναι η Νικόπολις η περί Νέστον, (=το σημερινό Άνω Νευροκόπι της Βουλγαρίας)·

β. Αλλη είναι η Νικόπολις η προς Ίστρω, ή εν Θράκη, ή της Μυσίας, δηλ. της σημερινής ανατολικής Βουλγαρίας. Όμως οι δύο αυτές Νικοπόλεις αποκλείονται, αφού ιστορικά είναι βέβαιο, ότι και οι δύο ιδρύθηκαν, ή μετονομάσθηκαν σε Νικοπόλεις, επί του αυτοκράτορος Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), σε ανάμνηση νικών του κατά των Δακών.

γ. Μια άλλη Νικόπολη είναι η Νικόπολις η εν Παλαιστίνη (η βιβλική πόλη Εμμαούς). Αλλά τίθεται και αυτή εκτός συζήτησης, αφού το όνομα αυτό (Νικόπολη) της εδόθη στις αρχές του 3ου αιώνα.

δ. Άλλη είναι η Νικόπολις της Συρίας (στα σύνορα με την Κιλικία), που ιδρύθη από τον Μέγα Αλέξανδρο σε ανάμνηση της νίκης του στην Ισσό (333 π.Χ.).

ε. Πέμπτη είναι η Νικόπολις της Αρμενίας (κοντά στην Κερασούντα), που ιδρύθη από τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήϊο σε ανάμνηση της νίκης του κατά του βασιλιά της Αρμενίας Μιθριδάτη ΣΤ’ (63 π.Χ.).

στ. Έκτη είναι η Νικόπολις η εν Αιγύπτω· δηλαδή ένα προάστειο της Μεγάλης Αλεξάνδρειας· του εδόθη το όνομα αυτό σε ανάμνηση της εκεί νίκης του Οκταβίου Αυγούστου εναντίον του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας (30 π.Χ.).

Αλλά και οι τρεις αυτές (δ’-στ’) Νικοπόλεις πρέπει να τεθούν έξω από κάθε σχετική αναζήτηση· για τους εξής λόγους:

• Πρώτα, γιατί είναι λογικά απαράδεκτο να κινείται ο απόστολος μας μεταξύ Κορίνθου και Μακεδονίας και να κάνει λόγο για μετάβασή του με την έναρξη του χειμώνα στην Αρμενία, ή Συρία ή Αίγυπτο.

• Έπειτα, γιατί είναι ακόμη πιο απίθανο και απαράδεκτο, να αναφέρεται σε κάποια από τις μικρές και ασήμαντες και τόσο μακρινές αυτές πόλεις, χωρίς κάποιο πρόσθετο προσδιορισμό, που θα έδινε στον παραλήπτη της επιστολής Τίτο, να καταλάβει, για ποιά επρόκειτο.

• Και τέλος, γιατί είναι πολύ «δύσκολο» να απευθύνει κανείς επιστολή από τόπο, που για τους εκεί διαβιούντες μία είναι η γνωστή και κοντινή Νικόπολη, και να υπονοεί κάποια άλλη, και μάλιστα χωρίς μια κάποια ειδική επισήμανση.

ζ. Απομένει λοιπόν μόνο η Νικόπολη της Ηπείρου, ή (όπως αποκαλείται στις λατινικές πηγές) η Ακτία Νικόπολη. Η Νικόπολη αυτή ιδρύθηκε το 31 π.Χ. από τον Οκτάβιο Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του στο Άκτιο κατά του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας.

Πρόκειται όμως γι’ αυτήν; Αναφέρεται οπωσδήποτε ο συγγραφέας της προς Τίτον επιστολής πανεύφημος απόστολος Παύλος σ’ αυτήν, και όχι σε κάποια άλλη;

 

3. Οι μαρτυρίες για τη Νικόπολη τής Ηπείρου

Ας ιδούμε, ποιες μαρτυρίες μας συνωθούν και μας αναγκάζουν να δεχθούμε, ότι η πόλη, για την οποία μας μιλάει το Τίτ. 3,12, δεν μπορεί να είναι άλλη από την Ακτία Νικόπολη, δηλαδή από την Νικόπολη της Ηπείρου.

α. Η Νικόπολη της Ηπείρου είχε πρόσφατα ανακηρυχθή από τον καίσαρα αύγουστο Νέρωνα (54- 68 μ.Χ.) πρωτεύουσα μιάς μεγάλης Διοίκησης, που άρχιζε από τα βόρεια παράλια του Κορινθιακού κόλπου, περιλάμβανε Αιτωλία, Ακαρνανία, Ήπειρο, Δαλματία και, προς ανατολάς, εκτεινόταν μέχρι την Λυχνιδό, τα σημερινά Σκόπια. Ήταν ένα μεγάλο διοικητικό κέντρο· όπως η Έφεσος· όπως η Θεσσαλονίκη· όπως η Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ήταν λιμάνι-κόμβος ανάμεσα σε Ιταλία και Βαλκανική. Και ταυτόχρονα ήταν κέντρο πολιτισμού. Σε σύγκριση με την Νικόπολη της Ηπείρου όλες οι άλλες Νικοπόλεις ήσαν ασήμαντα πολιχνίδια. Ήταν λοιπόν φυσικό, να μη θέλει ο μεγάλος απόστολος να την αφήσει εκτός του ενδιαφέροντός του.

Παράλληλα η Νικόπολη ήταν και το καλύτερο χειμαδιό της Δυτικής Ελλάδος· και συνεπώς δικαίως επελέγη σαν τόπος παραχειμάσεως (Τίτ. 3,12).

β. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Lorenz Oberlinner στο περισπούδαστο έργο του Kommentar zu Titusbrief αξιολογώντας θετικά μαρτυρίες των:

• F. J. Schierse·

Α.Τ. Hanson· και

• Μ. Dibelius – Η. Conzelmann,

δέχεται, ότι οι μαρτυρίες αυτές πρέπει να γίνουν δεκτές σαν επιβεβαίωση της σχετικής παράδοσης. Με αυτές αποδεικνύεται, λέγει, ότι η παράδοση αυτή είναι επαρκώς τεκμηριωμένη σαν γνήσια ιστορική παράδοση (a piece of genuine historical tradition).

γ. Οι επιστολές A’ προς Τιμόθεον και προς Τίτον εγράφησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Τόσο, ώστε πολλοί ερμηνευτές δυσκολεύονται να ειπούν, ποια από τις δύο προηγείται χρονικά. Για την έρευνά μας σημασία έχει μόνο, ότι και οι δύο εγράφησαν την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 65 μ.Χ. από την Μακεδονία. Η εκδοχή, ότι η προς Τίτον επιστολή εγράφη από την Νικόπολη, δεν ευσταθεί. Γιατί τότε δεν θα έλεγε ο Παύλος «εκεί γάρ κέκρικα παραχειμάσω». Το «εκεί» αναφέρεται σε τόπο άλλον από εκείνον, στον οποίο ευρίσκεται ο ομιλών.

δ. Υπάρχει σαφής παράδοση, ότι ο Παύλος επήγε στην Νικόπολη.

 

4. Πήγε τελικά ο Παύλος στη Νικόπολη;

Όμως γεννάται το ερώτημα: Έλαβε τελικά χώραν η συνάντηση Τίτου και Αποστόλου στην Νικόπολη; Επήγε τελικά ο Παύλος στην Νικόπολη; Και «έσπευσε» εκεί προς συνάντησή του ο Τίτος πριν τον χειμώνα του 65 μ.Χ.;

Ποια η απάντηση;

Στην Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή του, που εγράφη γύρω στους έξι μήνες μετά την προς Τίτον, δηλ. στα μέσα του 66 μ.Χ., ο απόστολος Παύλος μας πληροφορεί, ότι: ο Τίτος τότε ευρίσκετο και «έδρα» στη Δαλματία. Αυτό όμως μαρτυρεί, ότι η συνάντηση στην Νικόπολη επραγματοποιήθη. Και ότι «όντως ο Τίτος ολίγον βραδύτερον ευρίσκετο πλησίον του Παύλου και ότι εν συνεχεία απεστάλη υπ’ αυτού εις Δαλματίαν» (Γ. Γαλίτης).

5. Επιβεβαίωση μιας λαϊκής παράδοσης: Ο Απ. Παύλος πέρασε από τη Νικόπολη

Μετά από αυτά, με βάση τα στοιχεία που έχομε υπ’ όψη μας, συμπεραίνομε ότι:

α. Μετά την απελευθέρωσή του (64 μ.Χ.) ο Παύλος επήγε στην Ισπανία. Από την Ισπανία επήγε στην Κρήτη. Από την Κρήτη επήγε στην Έφεσο. Από την γειτονική πόλη Λαοδίκεια της Φρυγίας έγραψε την προς Τιμόθεον Α΄ επιστολή (65 μ.Χ.). Από εκεί μετά σύντομη διέλευση από την Μίλητο, επήγε στην Κόρινθο. Και από την Κόρινθο στην Μακεδονία. Και από την Μακεδονία έγραψε την προς Τίτον επιστολή του (65 μ.Χ). Και συνεπώς μόνο από Μακεδονία, είναι και ιστορικά δεκτό να λέμε ότι, επήγε στην Νικόπολη.

β. Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξαν και άλλοι μεγάλοι ερμηνευτές – ερευνητές των Γραφών, σε μελέτες τους γύρω από τις Ποιμαντικές Επιστολές:

• Οι Η. Conzelmann- Μ. Dibelius μας το ξεκαθαρίζουν. Μία είναι η Νικόπολις, για την οποία μιλάει το Τίτ. 3,12: η Νικόπολη της Ηπείρου. Και το τονίζουν: είναι η μόνη πιθανή εκδοχή· η μόνη που στέκει.

• Ο J. Ν. D. Kelly θεωρεί την εκδοχή αυτή ως μόνην probable (=μόνη δυνατή, μόνη άξια αποδοχής).

• Ο P. Dornier την βλέπει όχι απλά πιθανή, αλλά σαν σίγουρη (sure).

Η διέλευση του αγιου αποστόλου Παύλου από την Νικόπολη, λέει ο Λ. Τ. Hanson, είναι όχι απλά μία ιστορική παράδοση, αλλά μία ελεγμένη και αξιόπιστη παράδοση (wohl glaublich).

γ. Έτσι ελέγχεται αβάσιμη η άποψη του Warnecke, ότι ο Παύλος κατά την μεταφορά του από την Καισάρεια της Παλαιστίνης στην Ρώμη (φθινόπωρο-χειμώνας 59-60 μ.Χ.) προσάραξε και στη Νικόπολη. Και δεν απομένει σε μας, παρά να προσυπογράψωμε την επισήμανση του L. Oberlinner, ότι «μόνο μία μετά το κεφ. 28 των Πράξεων αποστολική δραστηριότητα του Παύλου εξηγεί τις Ποιμαντικές Επιστολές». Την εκδοχή αυτή υποστηρίζει και ο Ε. Ε. Ellis.

δ. Μετά την επίσκεψή του στην Νικόπολη ευρίσκεται πάλι στην Ρώμη δέσμιος. Από την Ρώμη γράφει την Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή του (66 μ.Χ.), που είναι γεμάτη πληροφορίες για την μεταξύ των δύο επισκέψεών του στην Ρώμη περίοδο δράσης του (64-66 μ.Χ.).

* * *

Συμπέρασμα

Όλα αυτά (που είπαμε πιο πάνω) μαρτυρούν, ότι ο απόστολος Παύλος επήγε στην Νικόπολη και επέρασε εκεί τον χειμώνα 65-66 μ.Χ.

Παρ’ όλα αυτά μερικοί επιμένουν στο ερώτημα: Άραγε υλοποιήθηκε το πρόγραμμα; Η μήπως και «ενέκοψεν αυτόν ο σατανάς», όπως είχε συμβή άλλοτε, τότε που εσκόπευε να πάει στην Θεσσαλονίκη (Α’ Θεσσαλ. 2:18);

Την όποια έλλειψη των όποιων ο καθένας μπορεί να επιθυμεί μαρτυριών συμπληρώνει η τοπική παράδοση, που έμεινε στην συνείδηση του λαού της Ηπείρου 2000 χρόνια απαραχάρακτη. Και, αντίθετα στις κατά καιρούς απόψεις των επιστημόνων ερμηνευτών, τονίζει ότι το πρώτο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου στον δρόμο του για την Νικόπολη έγινε στο «λιθάρι» (15 χιλιόμετρα ανατολικά της Νικόπολης) σε τόπο που δεν είναι δυνατή ούτε και ακούσια προσάραξη πλοίου· σε τόπο, που ήταν και είναι αγροτικός· γη ακαλλιέργητη· και, σε μεγάλη απόσταση ελώδης.

Το Λιθάρι δεν είναι ένα κάποιο μέρος με μία εκκλησία προς τιμήν του απ. Παύλου και με ένα κάποιο λαϊκό προσκύνημα! Αυτά είναι δυνατό να συμβούν παντού. Για το Λιθάρι είναι απόλυτα σαφής η τοπική λαϊκή παράδοση, ότι εκεί, ερχόμενος από την Μακεδονία και πριν φθάσει στην Νικόπολη, έγινε το πρώτο κήρυγμα του αποστόλου για τον Χριστό· και εκεί εδημιουργήθηκε η «απαρχή» της Ηπείρου. Κάποιοι από τους εκεί ακροατές του (πόσοι να ήσαν άραγε όλοι-όλοι; τρείς; πέντε;) επίστευσαν στον Κύριο της Δόξης.

 

Τελικό συμπέρασμα:

Απ’ όλα όσα είπαμε, για μια ακόμη φορά τεκμηριώνεται, ότι οι παλαιές λαϊκές παραδόσεις έχουν πολύ ισχυρό πυρήνα ιστορικής αλήθειας. Για ανάλογη περίπτωση ο G. G. Findlay παρατηρεί: here tradition should be at its strongest.

Τα τάχα πορίσματα μερικών περί διά θαλάσσης κατά την πορεία προς Ρώμη, σε συνδυασμό με την προσάραξη στην Μελίτη, διέλευση, ή και μή, του αποστόλου Παύλου και από την Νικόπολη, είναι συσχετισμοί αστήρικτοι.

Έτσι, σαν η μόνη σωστή και η μόνη δυνατή περίπτωση μας απομένει, ότι ο απόστολος επήγε στην Νικόπολη από την Θεσσαλονίκη διά ξηράς, ακολουθώντας ένα από τους δρόμους που οδηγούν και σήμερα από την Θεσσαλονίκη στα Ιωάννινα και από εκεί στην Νικόπολη.

Σημειώνομε εδώ ως εκ περισσού, ότι – κατά εκδοχή υποστηρίζει και ο πολύς W. Μ. Ramsay- ο Παύλος συνελήφθη στην Νικόπολη, εκεί εκήρυττε την απαγορευμένη θρησκεία του Ιησού και εστάλη στην Ρώμη, όπου και έλαβε το 67 μ.Χ. τον στέφανο του μαρτυρίου.

Δημιουργία αρχείου: 26-3-2021.

Τελευταία μορφοποίηση: 26-3-2021.

ΕΠΑΝΩ