Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Συγγραφείς και Προσωπικότητες

Πώς μεθοδεύτηκε από τον Ναπολέοντα η καταστροφή τής Ρωμιοσύνης * Ο πράκτορας του Ναπολέοντα Κοραής κατά της Ρωμηοσύνης, και η "Ελληνική Νομαρχία" * Ο Σκοτεινός διαφωτισμός του Κοραή * Φράγκικη προπαγάνδα του Κοραή * Πώς ο Ναπολέων ονόμαστε τους Ρωμαίους: "Έλληνες" * Το πολιτικό πρόβλημα του νέου Ελληνισμού

Σκέψεις και απαντήσεις

με αφορμή το κείμενο της «Ελληνικής Νομαρχίας» του Ανωνύμου

Papyrus 52

 

Προεπαναστατικό αντικληρικό πνεύμα, μύθοι περί «εθελοδουλείας», η ουσία της διαμάχης Εκκλησίας – «Διαφωτισμού» και άγνωστες ρατσιστικές ιδέες του κειμένου.

 

Σύμφωνα με τον εισηγητή του όρου «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Κ.Θ. Δημαρά, η «Ελληνική Νομαρχία» είναι ένα κείμενο με «λιβελλογράφικό χαρακτήρα»[1] (δηλ. υβριστικό, δυσφημιστικό) το οποίο γράφτηκε το έτος 1806[2], αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η «Νομαρχία» ανήκει και σε μια άλλη, ιδιαίτερη κατηγορία, την λεγόμενη αντικληρική ή αντιεκκλησιαστική φιλολογία:

«Η αντιεκκλησιαστική φιλολογία πλουτίζεται με νέα έργα από το τέλος του 18ου αιώνα με την είσοδο του πνεύματος του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο. Ορισμένοι Έλληνες λόγιοι, φορείς του πνεύματος του Διαφωτισμού και ζώντες έξω από τη ρωμαίικη παράδοση, εγκολπώνονται και το αντικληρικό πνεύμα του Διαφωτισμού και συντάσσουν έργα αντικληρικά και αντιεκκλησιαστικά, τα οποία τις λίγες αλήθειες αναμιγνύουν με πλήθος αναληθειών και πολύ πάθος»[3]. 

Επρόκειτο για «μια διανόηση ελληνόφωνη, αλλά όχι ελληνική — αφού απλώς απομιμείται και αναπαράγει τη δυτική ρήξη με την ελληνική και εκκλησιαστική νοηματοδότηση του βίου» [4].  Έτσι, «συντηρητικοί ή προοδευτικοί οι «μεγάλοι διδάσκαλοι του Γένους» μεταφέρουν στην υπόδουλη πατρίδα τις ιδεολογικές αντιθέσεις του ευρωπαϊκού χώρου, δίχως ρωγμές προβληματισμού για την ελληνική διαφορότητα και την πολιτισμική της δυναμική. Έτσι καθιερώνεται και καταγράφεται στα χαρακτηριστικά του Νέου Ελληνισμού μια λογιοσύνη μεταπρατική, δάνεια, ανυποψίαστη για την ελληνική κληρονομιά και την εκκλησιαστική ανατροπή των προδιαγραφών της ‘θρησκείας’» [5].

Αυτό το κίνημα το οποίο σαφώς «ξεκινάει από την περίοδο του γαλλικού Διαφωτισμού… μαζί με τα αιτήματα για ελευθερία, ισότητα κ.λπ.» εμπεριείχε και «ένα οξύ αντικληρικό πνεύμα, εν πολλοίς όχι αδικαιολόγητο, αν κρίνουμε από την εκκοσμίκευση της Δυτικής Εκκλησίας. Από τον γαλλικό το πνεύμα αυτό πέρασε στον ελληνικό Διαφωτισμό με αποτέλεσμα σε κείμενα, κατά τα άλλα πολύ σημαντικά… να υπάρχουν μεταφυτεύσεις που διόλου δεν ανταποκρίνονται στην ορθόδοξη πραγματικότητα και γενικεύσεις που ανατρέπονται από τη δράση εμπνευσμένων αρχιερέων ή ιερωμένων, που πρωτοστάτησαν στην παιδεία, τα γράμματα, την ίδια την Επανάσταση» [6].

Τέτοια  κείμενα ήταν «Ο Ανώνυμος του 1789» (κατά των μυστηρίων), ο «Ρωσσαγγλογάλος» (περ. 1805), η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), «οι Στοχασμοί του Κρίτωνος» (1819) κ.α.»[7]

Θα ήταν περιττό να πούμε ότι κείμενα σαν αυτό, «βοηθούν» μεν «στην έρευνα των νοοτροπιών και της θέσεως της Εκκλησίας στη νεότερη ελληνική κοινωνία», όμως «η χρήση τους… απαιτεί προσοχή και πάντοτε διασταύρωση των ειδήσεων» [8].

Για του λόγου το αληθές, ο Ιωάννης Χατζηφώτης ασχολήθηκε σε κείμενά του με κάποιες περιπτώσεις, εξόφθαλμων ανακριβειών και υπερβολών της «Νομαρχίας»,:

«… το έργο αυτό δείχνει τη δίψα των υποδούλων Ελλήνων για την ελευθερία … διακρίνεται για το αντικληρικό πνεύμα του … Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι … ο λόγος του ανωνύμου του Έλληνος υπερβάλλει τα πράγματα και ότι προβαίνει σε γενικεύσεις ορισμένων μερικών φαινομένων … Η συσσώρευση των κατηγοριών αυτών και μόνο δείχνει την υπερβολή… είναι προφανές ότι ο ανώνυμος ο Έλλην επαναλαμβάνει τις κατηγορίες του Χριστόφορου Περραιβού, που είχε διατυπώσει στην «Ιστορία Σουλίου και Πάργας», έργο που εκδόθηκε δυο χρόνια πριν την «Ελληνική Νομαρχία» στο Παρίσι. Οι πηγές όμως κάθε άλλο παρά «μοιχό, πόρνο και αρσενοκοίτη» (!) εμφανίζουν τον Ιγνάτιο, Ιεράρχη που πρόσφερε μεγάλες και σπουδαίες υπηρεσίες στο έθνος. Άνδρας λογιώτατος, φρόντιζε για την προκοπή του γένους του» [9].

Έχει τη σημασία του, ότι στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Χριστόδουλος Παμπλέκης ο οποίος ήταν όχι μόνο αντικληρικαλιστής αλλά ταυτόχρονα και αρνητής της Ορθόδοξης πίστης στο σύνολό της[10] παραδέχεται ότι η εξωτερίκευση τέτοιων ισοπεδωτικών απόψεων δεν ήταν κάτι διαδεδομένο, αφού απορούσε: «διατί μόνος εγώ είμαι καλογεροκατήγορος;» [11].

Η σχέση των Ελλήνων με την πίστη τους δεν ήταν αντίστοιχη με τη Δύση.  Το σύνθημα στο οποίο άκουγε ο Έλληνας πατριώτης ήταν «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» [12].

Μια πίστη για την οποία ο λαός είχε υποφέρει τα πάνδεινα, όπως σημειώνει ο Κυρ. Σιμόπουλος:

«Ο Ιησουίτης περιηγητής… μ' όλες τις προκαταλήψεις του για την Ορθοδοξία δεν κρύβει το θαυμασμό του για την αντίσταση των Ελλήνων στην οθωμανική τυραννία και την αλύγιστη έμμονη τους στη χριστιανική πίστη. Αυτή η εγκαρτέρηση εθέρμανε τη συνείδηση του ελληνισμού στους αιώνες της δουλείας και προπαρασκεύασε την εθνική αναγέννηση. ‘Πολλές φορές απορώ’, γράφει… ’πως κατώρθωσε να επιβιώση η χριστιανική πίστη στην Τουρκία και πως υπάρχουν στην Ελλάδα 1.200.000 ορθόδοξοι. Και να σκεφθή κανείς ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει υποστεί ο χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς που αντιμετωπίζει σήμερα η Ανατολική Εκκλησία’» [13].

Αυτή την πίστη όμως, την πολύτιμη για την ιδιοπροσωπία του Έλληνα και την ακριβή σε αίμα, δεν είχαν κανένα  πρόβλημα να την αλλοιώσουν σύμφωνα με τις προτροπές του εισαγόμενου, ευρωπαϊκού «ορθολογισμού».

Εξαγόμενη … αθεΐα και φιλογαλλικό πνεύμα

Είναι ανάγκη, όταν ένα κείμενο όπως η «Ελληνική Νομαρχία», ασκεί κριτική «γεμάτη όμως ανακρίβειες, γενικεύσεις και υπερβολές» [14], να αναρωτηθούμε κάποια στιγμή τον λόγο για τον οποίο αυτό συμβαίνει:

«Είναι αίτημα σήμερα επιστημονικό και όχι απλώς εκκλησιαστικό, να γίνει διεξοδική έρευνα, για να προσδιορισθούν αστασίαστα και τελεσίδικα σαφώς οι χώροι, από τους οποίους κατευθυνόταν αυτή η προπαγάνδα, παρ’ όλο, που είναι επαρκώς γνωστή σήμερα η συμμετοχή σ' αυτό του Ναπολέοντος και των συνεργατών του, Γάλλων και Ελλήνων» [15].

Ίσως δεν θα περιγράφαμε το σύνολο της αλήθειας, αν μέναμε απλά στην εκτίμηση ότι «ο Ανώνυμος Έλλην που έγραψε την Ελληνική Νομαρχία και άλλοι ανώνυμοι πατριώτες», οι οποίοι συνέθεσαν «σημαντικά κείμενα κοινωνικής κριτικής», εκλάμβαναν ως «εθελοδουλεία» τις «κατ’ οικονομίαν λύσεις»  που επέβαλλε στο Πατριαρχείο «η αναγκαιότητα της συνύπαρξης μ’ ένα αλλόθρησκο κράτος» και έτσι, «γράφοντας συχνά σε βρασμό ψυχής μέσα στη δίνη των οραμάτων και των αγώνων καταφέρονται σκληρά κατά της στάσης αυτής της Εκκλησίας» [16].

Στην πραγματικότητα «όχι λίγοι από τους έλληνες λογίους… δεν μπορούσαν (ή και δεν ήταν πρόθυμοι) να κάμουν διάκριση ανάμεσα στο δυτικό κλήρο, που είχε γίνει κοινωνική τάξη και στον ανατολικό. Αυτό ήταν δυνατό μόνο στους παραδοσιακούς που ζούσαν συνειδητά στο εκκλησιαστικό σώμα, όπως ο Μακρυγιάννης. Έτσι το Πατριαρχείο, βλέποντας τις νέες ιδέες να μεταφέρουν στην Ανατολή και το αντικληρικό πνεύμα τού γαλλικού Διαφωτισμού...καταδίκασε όλο το δυτικό Διαφωτισμό στην άθεη και αντι-εκκλησιαστική εκδοχή του, παίρνοντας έτσι επίσημα θέση απέναντι στη «φωτισμένη Ευρώπη», που εκφραζόταν τότε με την αθεΐα και τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης» [17].

Και δυστυχώς, ο Ανώνυμος Έλλην όσο αμερόληπτος ή αντικειμενικός κι αν θέλει να δείχνει, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κρύψει ότι είναι οπαδός και φορέας αυτού ακριβώς του ακραίου πνεύματος:

«Ο ριζοσπαστισμός της Ελληνικής Νομαρχίας μπορεί να γίνει, νομίζω, πλήρως αντιληπτός, αν συγκρατήσει κανείς το γεγονός ότι αυτή η θεωρητική πραγματεία πολιτειακού ριζοσπαστισμού γράφτηκε το 1806, αφού η Γαλλική Επανάσταση είχε ήδη εξαντλήσει τη ριζοσπαστική της ορμή, και οι ελπίδες πολλών Ευρωπαίων φιλελευθέρων και οπαδών του Διαφωτισμού είχαν διαψευσθεί από την εμπειρία της Τρομοκρατίας και την άνοδο της ναπολεόντειας δικτατορίας. Ωστόσο, η τρομοκρατία δεν αναφέρεται διόλου στις σελίδες της Ελληνικής Νομαρχίας και, μιλώντας για τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας, ο συγγραφέας αποσιωπούσε τα προβλήματα και τους κινδύνους που είναι σύμφυτοι με παρόμοιες απόπειρες, όπως έδειξε δραματικά η ιακωβίνικη φάση της Γαλλικής Επανάστασης» [18].

Δεν ήταν λοιπόν απλά ζήτημα «εθελόδουλων» και «πατριωτών», αλλά μια μάχη ιδεών, κοσμοθεωριών. Κείμενα σαν την «Ελληνική Νομαρχία» αποτελούσαν πρωτίστως φιλογαλλικές προσπάθειες «βίαιης καταγγελίας της στάσης της Εκκλησίας απέναντι στον Διαφωτισμό» [19] και όχι μόνο απέναντι στην ελευθερία των Ελλήνων.

Είναι εντυπωσιακό ότι ο Ανώνυμος ξεπερνά εντελώς όλα τα στοιχεία παθογένειας της Γαλλικής Επανάστασης σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ, τη στιγμή που ο ίδιος ο Κοραής γράφει τα χειρότερα, για τα εγκλήματα της Γαλλικής Επανάστασης:

«Για να σχηματίσετε μια ιδέα περί της καταστάσεως μου εδώ και τρία χρόνια, σκεφθείτε έναν άνθρωπο ευαίσθητο και λάτρη της ελευθερίας του, μεταφερόμενο ξαφνικά σ' έναν βάρβαρο κόσμο, στο κέντρο των Καννιβάλων, αγανακτισμένο με το να βλέπει, ότι το έγκλημα και η αμάθεια σηκώνουν αδιάντροπα το κεφάλι τους κάτω από τη σημαία της αθεΐας, ότι η αρετή και τα τάλαντα ξεψυχούν κάτω από το μαχαίρι των δολοφόνων...» [20].

Ακούγεται ειρωνικά η λέξη «αμάθεια» που χρησιμοποιεί ο Κοραής ενάντια στο κλίμα Τρομοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης, όταν ο Ανώνυμος την χρησιμοποιεί σε όλους τους τύπους πάνω από 100 φορές για να κατηγορήσει την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και την οποία θέλει να διορθώσει… Δεν έχει όμως ούτε μια λέξη να πει για το έγκλημα και την αμάθεια της εποχής της «Τρομοκρατίας» όπου «σε διάστημα έξι εβδομάδων 1.376 άτομα οδηγήθηκαν στην λαιμητόμο, στο Παρίσι μόνο. Ο ‘απολογισμός’ της τρομοκρατίας ήταν συνολικά: από τα 500.000 άτομα που φυλακίστηκαν, 17.000 καταδικάστηκαν σε θάνατο από δικαστήριο, 25.000 εκτελέστηκαν χωρίς δίκη και μερικές χιλιάδες πέθαναν στην φυλακή, είτε από σωματική εξάντληση είτε από ασθένεια» [21].

Και βεβαίως,  ο ριζοσπαστισμός του Ανωνύμου, δεν επιτρέπει να μείνουμε στα «συγκινητικά» ξεσπάσματα του κειμένου της «Νομαρχίας», όπου καλείται ο «υγιής» κλήρος να ακολουθήσει τον δρόμο του Ευαγγελίου (τον οποίο τους τον υποδεικνύει ο Ανώνυμος...):

«Δεν έχαναν ευκαιρία για να τονίσουν, ότι η διαμάχη τους με την Εκκλησία αφορούσε αποκλειστικά τη διαφθορά μιας μερίδας του ανώτερου ιδίως κλήρου και την ενδοτική στάση της μερίδας αυτής απέναντι στην τυραννία. Οι άνθρωποι του Διαφωτισμού υποστήριζαν ότι η κριτική τους στην ουσία επιδίωκε να επαναφέρει την Εκκλησία στην αξιοπρέπεια που της ταίριαζε, με την αναβίωση του αυθεντικού νοήματος και της πρακτικής εφαρμογής του χριστιανισμού του Ευαγγελίου» [22].

Στην πραγματικότητα, μελετώντας κάποιος τα κείμενα αυτά, δεν θα μπορούσε παρά να θέσει το ερώτημα: 

«Η θρησκευτική κριτική... ήταν... μια απλή επίθεση κατά της διαφθοράς του κλήρου... ή η οξεία κριτική του κλήρου στην πραγματικότητα συνεπαγόταν την υιοθέτηση της φυσικής θρησκείας του Διαφωτισμού, οδηγώντας λογικά σε αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων της ορθόδοξης πίστης;... Στην περίπτωση τόσο της Ελληνικής Νομαρχίας όσο και του Λιβέλλου κατά των Αρχιερέων οι διαβεβαιώσεις των συγγραφέων για τη γνησιότητα της εμμονής τους στην ευαγγελική αλήθεια και την Ορθοδοξία δεν μπορούν να κρύψουν τις διάφανες δεϊστικές θρησκευτικές τους προτιμήσεις, οι οποίες αντανακλώνται στην πρόκριση μιας απλουστευμένης και εξορθολογισμένης θρησκείας. Από αυτή την άποψη θα ήταν εύλογο να υποστηρίξει κανείς ότι οι περί της Ορθοδοξίας διακηρύξεις υπαγορεύονταν κατά πρώτο λόγο από τακτικές σκοπιμότητες, συνδεδεμένες με την επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής απήχησης για την επιχειρηματολογία τους» [23].

Κατά συνέπεια, όλα αυτά τα περί «υγιούς» κλήρου και Ορθοδοξίας, δεν ήταν παρά ένα περιτύλιγμα, το οποίο θα βοηθούσε ώστε να περάσουν ευκολότερα οι ιδέες του συγγραφέα στον πιστό λαό.

 

Συκοφαντίες περί «εθελοδουλείας» - Το δήθεν «αντιεπιστημονικό» πνεύμα - Η συμβολή του Διαφωτισμού στην απελευθέρωση

Θα επαναλάβουμε εδώ, την νηφάλια και πολύ ορθή σκέψη, ότι:

«…δεν είναι δυνατό να αντληθεί αντικειμενική πληροφόρηση από κείμενα με λιβελλικό χαρακτήρα. Γι' αυτό με μεγάλη προσοχή πρέπει να διαβάζονται έργα, όπως η «Ελληνική Νομαρχία»… Η κατανόησή τους προϋποθέτει καλή γνώση της εποχής και όλων των τάσεών της, για να μη γίνεται ιδεολογική ερμηνεία της ιστορίας» [24].

Και θα όφειλαν όλοι, μετά από τόσα χρόνια, να χρησιμοποιούν τις ιστορικές πηγές με νηφάλιο τρόπο, ασκώντας κριτική με βάση την πραγματικότητα της εποχής:

«Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η Ορθόδοξη ιεραρχία ακολουθούσαν τις κατ' οικονομίαν λύσεις που επέβαλλε η αναγκαιότητα της συνύπαρξης με ένα αλλόθρησκο κράτος και προσέγγιζαν τα ζητήματα της συλλογικής ζωής του γένους με τη δική τους αίσθηση ιστορικής ευθύνης, η οποία, πρέπει να λεχθεί, πολλές φορές δικαιώθηκε από τις πολιτικές συγκυρίες. Είναι συνεπώς άσκοπο και ανιστόρητο είτε να προβάλλονται απολογίες για τη στάση της Εκκλησίας είτε να ασκείται ευτελής πολεμική για την λεγόμενη ‘εθελοδουλεία’» [25].

Στο παρόν κείμενο ασχολούμαστε κυρίως με την «Νομαρχία», οπότε δεν μπορούμε να επεκταθούμε αναλυτικά στα δεκάδες κινήματα που έλαβαν χώρα σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας με την υποστήριξη ιεραρχών και κλήρου. Στο έργο του σημαντικού ιστορικού μας Απόστολου Βακαλόπουλου «Πρώιμοι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων κατά την Οθωμανοκρατία (1453-1669)» (εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2000) μπορεί κάποιος να δει πολλά από αυτά τα στοιχεία, όπως και σε άλλα έργα[26].

Εν τούτοις, θα πρέπει ως δείγμα της υπερβολής με την οποία περιγράφεται το πόσο «καλή ζωή» περνούσαν οι ιεράρχες, να αναφερθεί ότι τα περίφημα «προνόμια» του Πατριαρχείου…

«…ήταν για τους Τούρκους και το σουλτάνο γράμμα κενό, αφού αμέσως και κατάφορα, αλλά και όποτε οι ανάγκες και τα συμφέροντα τούς εξυπηρετούσαν, τα παραβίαζαν, σε σημείο ώστε αυτό να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Για να γίνει το γεγονός τούτο αντιληπτό, αρκεί ν' αναφερθεί η συχνότητα και ένταση των φανερών και βίαιων παρεμβάσεων, όχι μόνο κατά της εκκλησίας γενικότερα, αλλά των ιδίων των Πατριαρχών, όπως προκύπτουν απ' τα ιστορικά κείμενα του Σκαρλάτου Βυζαντινού, Ζ. Μαθά, Α. Υψηλάντου και Μ. Γεδεών» [27].

Και οι πηγές είναι αδιάψευστες:

«Απ' της αλώσεως της Πόλης το 1453 μέχρι και της απελευθερώσεως του ελληνικού έθνους το 1830, ήτοι επί τριακόσια εβδομήντα επτά έτη, πατριάρχευσαν συνολικά ογδόντα δύο αρχιερείς…εξ' αυτών εκτελέστηκαν οκτώ», ενώ, «σαράντα Πατριάρχες» είναι εκείνοι που συνολικά «εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν ή βασανίστηκαν». Αυτό σημαίνει ότι «κατά μέσο όρο: ένας στους δυο Πατριάρχες εκτελέστηκε, εξορίστηκε ή βασανίστηκε»[28].

Η κατάσταση που επικρατούσε λοιπόν, δεν ήταν αυτή που καθ’ υπερβολή παρουσιάζουν κείμενα σαν την «Νομαρχία». Ακόμη και στο ζήτημα των χρημάτων που συλλέγονταν, από το Πατριαρχείο ή τους Μητροπολίτες, η ανευθυνότητα των διαδόσεων ξεπερνά κάθε όριο. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιοι άνθρωποι κρύβονταν και εξακολουθούν να κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους, κάνοντας ότι δεν ξέρουν τι εστί Τουρκοκρατία. Θα ήταν ποτέ δυνατό, από τη στιγμή που οι Τούρκοι ανακάλυψαν έναν εύκολο τρόπο να αντλούν χρήματα, να μην τα πάρουν; Ποιος θα τους αντιστεκόταν; Ποιος θα τους εμπόδιζε; Όμως ο σημαντικός ιστορικός μας, καθηγητής Τωμαδάκης, απαντά σε όποιον συκοφαντεί υστερόβουλα την Εκκλησία…

«…διά την οποίαν μόνον τα κουτσομπολιά των δρόμων και των γραϊδίων γνωρίζει να μεταφέρη εις την συγγραφήν του, δηλαδή με πόσα γρόσσια εξηγόραζεν ο εις και ο άλλος πατριάρχης ή αρχιερεύς την έπαρχίαν και τον θρόνον του. Ος εάν τα γρόσια αυτά δεν τα απαιτούσε και τα έπαιρνε ο κατακτητής Τούρκος, μαζί με τα χαράτσια τα οποία η Εκκλησία συνήγε, διά να πληρώνη τον κεφαλικόν φόρον όλων των ορθοδόξων εις τους Οθωμανούς δυνάστας» » [29](!)

Και ταυτόχρονα, αυτή η προκατειλημμένη αντίληψη, ανίκανη να  παραδεχθεί με ειλικρίνεια τα λάθη και τις υπερβολές της, δεν είδε…

«…πουθενά να εδημιούργησεν η Εκκλησία (και δη το Πατριαρχείον) Σχολάς, σχολεία, τυπογραφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, λεπροκομεία, βιβλιοθήκας; Δέν έμαθε ποτέ εάν εξηγόραζεν αιχμαλώτους από τα παζάρια της Ανατολής; Δεν έμαθε ποτέ εάν ενίσχυε πτωχούς, αδυνάτους, εάν ετύπωνε λεξικά, βιβλία, εάν μετέφραζε την Γραφήν, δια τον λαόν;» [30].

Σε αυτή τη γραμμή κινούμενος και ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», και ενώ ήταν εύκολος στο να κατηγορεί τους πάντες και τα πάντα (τον κλήρο, τους εμπόρους, τους αδιάφορους νέους), τελικά «αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Ανώνυμος πατριώτης θα μπορούσε να κατηγορηθεί για την ίδια ηθική αποτυχία, αφού ζούσε στην Ιταλία και εξαπέλυε τους μύδρους του κατά της τυραννίας και της διαφθοράς απ' έξω» [31] (!) (σαν τους δικούς μας «αντιστασιακούς», οι οποίοι στη διάρκεια της δικτατορίας ήταν «αυτοεξόριστοι» στο κοσμοπολίτικο Παρίσι...).

Έτσι λοιπόν, ένας εύπορος, μορφωμένος νέος, με καλές σπουδές, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος από την Ιταλία όπου ζούσε, χωρίς να κινδυνεύει καθόλου, έδινε οδηγίες σε εκείνους που ζούσαν με το μαχαίρι στο σβέρκο τους, τι πρέπει να κάνουν και σε ποιον Θεό να πιστέψουν, ενώ, παρά την απόσταση, ήταν ικανός να «γνωρίζει» ακόμη και τι πράττουν οι Μητροπολίτες στο …κρεβάτι τους, συκοφαντώντας ασύστολα τους πάντες…

Και έστω, κείμενα σαν την «Νομαρχία», ενταγμένα σε ένα συγκεκριμένο κλίμα της εποχής μιλούν για «εθελοδουλεία» της Εκκλησίας, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους ιδεολογία στην οποία πίστευαν. Εκείνοι όμως που σήμερα, υιοθετούν άκριτα τα επιχειρήματα αυτά, γιατί το κάνουν; Δεν γνωρίζουν ότι η ουσία του προβλήματος το οποίο αντιμετώπιζε η Εκκλησία, δεν ήταν παρά η εισαγωγή και εξάπλωση της αθεΐας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον επί αιώνες συνεκτικό κρίκο του ελληνισμού; Γιατί, όπως σημειώνει ο σπουδαίος Στίβεν Ράνσιμαν:

«…το τέλος του βυζαντινού κόσμου επήλθε συντομότατα, το 1453. Αλλά έμεινε ένα σπουδαιότατο επίτευγμα. Ο Σχολάριος, ως Πατριάρχης Γεννάδιος, επεξεργάστηκε με τον κατακτητή Σουλτάνο έναν καταστατικό χάρτη που, παρ’ όλους τους καταπιεστικούς όρους επέτρεπε στην Εκκλησία να επιζήσει και στον ελληνικό  λαό  να διατηρήσει  την οντότητα  του» [32] και έτσι «η ακεραιότητα της Εκκλησίας διατηρήθηκε και με αυτήν η ακεραιότητα του ελληνικού λαού» [33]. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι «περιοχές, που ο πληθυσμός τους εξισλαμίσθηκε ομαδικά έχασαν, με τη πάροδο του χρόνου, μαζί με την πίστη τους και την εθνική τους συνείδηση» [34].

Και τελικά, αν κάποιος μιλάει σοβαρά για «εθελοδουλεία», θα πρέπει να εξηγήσει, με ποιον τρόπο δικαιολογείται το γεγονός ότι η Εκκλησία στήριζε τις ελπίδες απελευθέρωσης στις ρωσικές δυνάμεις:

«θρησκευτική ομοδοξία και άσπονδον μίσος προς τους Τούρκους συνέδεαν πάντοτε Έλληνας και Ρώσσους. Η εκκλησία των Ελλήνων εθεώρει δικαίως προστάτριάν της την ρωσσικήν Πύλην....οι συχνοί και ευτυχείς πόλεμοι των Ρώσσων κατά των Τούρκων ανεπτέρουν πάντοτε τας υπέρ απελευθερώσεως τας ελπίδας. Αν και συνέπεσε εκ περιστάσεως να λάβη την υπάρξιν της η Φιλικη Εταιρία εντός της Ρωσσίας, συνέτρεξε τούτο μεγάλως εις διάδοσίν της» [35].

Είναι προφανές ότι «εθελοδουλεία» σημαίνει παντελής ύπαρξη επαφών ή ελπίδων σχετικά με απελευθέρωση, και απόρριψη κάθε βοήθειας προς το σκοπό αυτό. Πώς είναι δυνατόν, χωρίς ντροπή, να θεωρούν κάποιοι ότι ορθό είναι μόνο το να ελπίζεις σε απελευθέρωση από τους ομόδοξους τους (αθέους) Γάλλους, ενώ είναι …«κακό» να ελπίζεις σε απελευθέρωση με τη βοήθεια των ομοδόξων (ορθοδόξων) Ρώσων!

Γνωστή είναι και η κριτική σχετικά με την «Πατριαρχική εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επανησίους», η οποία κριτική ως γνωστόν εθελο-τυφλεί  μιλώντας για επιβεβαίωση της δήθεν εκκλησιαστικής εθελο-δουλείας, αποσιωπώντας όμως ότι η Εκκλησία δεν είχε κανένα πρόβλημα να στηριχτεί στους Ρώσους ως ελευθερωτές, και τελικά…

«...με βάση την πρόταση του Γρηγορίου Ε΄ και έπειτα από πολύμηνες και σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Τσάρου, του Σουλτάνου και της επτανησιακής αντιπροσωπίας «συντάσσεται η συνθήκη περί της πολιτικής υπάρξεως της Επτανήσου, και υπογράφεται εν Κωνσταντινουπόλει τας 21 Μαρτίου 1800 υπό των συνταξάντων αυτήν». Σύμφωνα με τη συνθήκη, η «Πολιτεία των Ηνωμένων επτά Νήσων», όπως ονομάσθηκε το νέο Κράτος, είχε πλήρη αυτονομία…»[36].

Άσχετα από την ταραγμένη συνέχεια των νησιών του Ιονίου (σύνταγμα το 1803, δεύτερη γαλλική κατοχή το 1807, αγγλική κατοχή από το 1809 κ.λπ.) η κύρια διαφορά ανάμεσα στην Εκκλησιαστική αρχή και σε πολλούς εκπροσώπους του «διαφωτισμού», ήταν η ξένη δύναμη από την οποία περίμεναν βοήθεια για την απελευθέρωση, για όσο διάστημα η γαλλική δύναμη αποτελούσε και φορέα της τυφλής αθεΐας. Γιατί ως γνωστό…: 

«…μεταφέρεται η «πολιτισμική επανάσταση» του Ιακωβινισμού και στα Ιόνια Νησιά, όπου καλλιεργείται το έδαφος για τη μεταφύτευση αυτού του ιδεολογικού και αντιχριστιανικού κλίματος με ποικίλης φύσεως προκηρύξεις, φυλλάδια, διοικητικά έντυπα, συνήθως μονόφυλλα, τα οποία τυπώνονται στα τυπογραφεία της Επτανήσου» [37].

Αυτά έκαναν οι Γάλλοι, μεταφέροντας σταδιακά στη χώρα μας, τις ακρότητες της Γαλλικής Επανάστασης.

Και βεβαίως, το πρόβλημα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν …εθνικό. Το Πατριαρχείο δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να απελευθερωθεί η πατρίδα από Γάλλους, αν αυτοί σέβονταν την ελληνορθόδοξη παράδοση. Σαφώς…

«…ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' δεν είχε τίποτε με τον γαλλικό λαό και τους αγνούς Γάλλους πατριώτες, που αγωνίζονταν για την πραγματική πολιτική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταφαίνεται από το εξής γεγονός: Μετά τον τερματισμό της Γαλλικής Επαναστάσεως και την αποκατάσταση της Χριστιανικής θρησκείας στη Γαλλία, ως και τον παραμερισμό ακραίων θέσεων των Γάλλων επαναστατών από τον Ναπολέοντα, ο Πατριάρχης τόλμησε να έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Γάλλο αυτοκράτορα μέσω του πανίσχυρου πρεσβευτή του τελευταίου στην Κωνσταντινούπολη, του στρατηγού Σεμπαστιάνι για την απελευθέρωση των Ελλήνων»[38].

Για το γεγονός αυτό, καταλυτική είναι η μαρτυρία του νηφάλιου και αντικειμενικού αγωνιστή, στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη:

«Ο μακαρίτης ο Ναπολέων ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, το καύκημα του κόσμου, διά μέσον του πρέσβυ του τότε Σεμπαστιάνη γράφει του Πατριάρχη εις Κωσταντινόπολη και του λέγει να στείλη να κατήχηση παντού τους χριστιανούς, να είναι ετοιμασμένοι, κι όταν να είναι καιρός όπου θα κινηθή, να χτυπήσουν κι αυτείνοι…Του αποκρίθη ο Πατριάρχης ότι ξακολουθεί από καιρό ό,τι του γράφει. Κι έστειλε και κατηχούσαν. Η κακή τύχη, απότυχε ο μακαρίτης ο Ναπολέων και νεκρώσανε κι αυτά. Αυτό το σκέδιον το ήξερε κι ο Καποδίστριας από τον Πατριάρχη» [39].

Ασφαλώς λοιπόν και δεν υπήρξε ζήτημα «εθελοδουλείας». Το μόνο κακό, το μεγάλο κακό, το έπραξαν εκείνοι οι οποίοι οδήγησαν σε αδιέξοδο την κατάσταση, προβάλλοντας το ψευδοδίλλημα ότι η απελευθέρωση έχει ως προϋπόθεση την αθεΐα ή την αλλοίωση της πίστης του λαού. Λες και οι Ορθόδοξοι Έλληνες, παρέα με τον κλήρο, δεν ήταν αυτοί που είχαν δημιουργήσει τόσες εστίες αντίστασης, αιώνες πριν καν υπάρξει το κίνημα του «διαφωτισμού»! Το σφάλμα ήταν αποκλειστικά εκείνων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν και να καταλάβουν την Ορθόδοξη πίστη των Ελλήνων, και θέλησαν μαζί με την απελευθέρωση να επιβάλουν και τη διαστροφή της Ορθοδοξίας, εισάγοντας, όπως είπαμε, δυτικά ιδεολογικά σχήματα χωρίς αυτά να έχουν ερείσματα στον ελληνικό χώρο, χωρίς να σεβαστούν το αίμα του λαού το οποίο χύθηκε για να κρατήσει τόσους αιώνες την πίστη αυτή. Με την ίδια κακή νοοτροπία επηρέασαν και την ταχύτητα εισαγωγής της επιστημονικής γνώσης στον Τουρκοκρατούμενο χώρο, αφού αντί να χρησιμοποιούν τα επιστημονικά έργα μόνο για την παιδεία των ανθρώπων, τα μετέτρεψαν σε ιδεολογικά όπλα κατά του χριστιανισμού!

Οι πηγές είναι αδιάψευστες: Μέχρι και ο τόσο συκοφαντημένος Αθανάσιος Πάριος, ουδεμία αντίρρηση είχε με την εισαγωγή της δυτικής γνώσης:

«Από την παράταξη των πολεμίων του Διαφωτισμού ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του Αθανασίου Παρίου, ο οποίος, ενώ καυτηρίαζε με έντονο τρόπο τις καινοφανείς φιλοσοφικές αντιλήψεις του, δε δίστασε να μεταφράσει επιλεκτικά ορισμένα έργα Ευρωπαίων διαφωτιστών και να τα χρησιμοποιήσει ως σχολικά εγχειρίδια» [40].

Ο Αθανάσιος όμως βρισκόταν σε αδιέξοδο: η δυτική γνώση δεν ερχόταν μόνη, αλλά πίσω της κρύβονταν μονίμως άνθρωποι οι οποίοι τον παραμικρό σεβασμό δεν έτρεφαν στην σπουδαία και σωτήρια για τον ελληνισμό, πίστη των κατοίκων:

«Δεν ήτο ο Αθανάσιος μονομερής. Δεν διεπνέετο από στενάς φανατικάς αντιγνωσιολογικάς αντιλήψεις. Ηγάπα την σοφίαν. Την γνώσιν και ευρυμάθειαν μέχρι τέλους του βίου εδίωκε και συνίστα. «Δεν ημπορούμεν, λέγει εις την Αντιφώνησιν, να αρνηθώμεν πως είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται». Ο ίδιος άλλως τε είναι γνωστόν, ότι και τα μαθήματα των σχολών του επολλαπλασίαζε και παν είδος της τότε σοφίας προσέφερεν εις τους τροφίμους των. Ως διευθυντής δε της Σχολής Χίου και εις Ευρώπην κατ' έτος τους αρίστους των μαθητών προς ευρυτέρας σπουδάς έστελλεν. Διότι παραδέχεται ότι και «οι έχοντες την έξω σοφίαν, πολλοί, ωφέλησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού». Η παρατήρησις άρα ότι «ανήκει εις την παράταξιν των εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς εννοούμενης «παραδόσεως», καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν»...ουδόλως ευσταθεί...Επεδίωκε δε, κατά τρόπον απαράλλακτον μέχρις τέλους του βίου του και μετά της αυτής ζωτικότητος και θέρμης, να προσφέρη εις τον παιδαγωγούμενον τον σίτον της καθαρός γνώσεως. «Η έξω σοφία —σημειώνει— δεν είναι από την ιδικήν της φύσιν, ούτε κακή, ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται ή καλή ή κακή»...Ούτω είναι κατ' αυτόν ανωφελής και βλαβερά η παιδεία...όταν χρησιμοποιήται εις κριτικήν ορθολογιστικήν και καταδίκην των Αγίων Γραφών» [41].

Είναι σαφές πλέον, ότι ποτέ δεν είχε άλλο πρόβλημα η Ορθόδοξη Εκκλησία από την αθεΐα:

«Ούτε όλοι οι πολέμιοι του Διαφωτισμού αρνούνταν όλες τις κατακτήσεις του ούτε όλοι προσέγγιζαν με τον ίδιο τρόπο τα προβλήματα που προκαλούνταν απ' αυτόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα... είναι ο δάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος μετέφρασε συγγράμματα Ευρωπαίων διαφωτιστών και δίδαξε τη νέα φιλοσοφία και τις θετικές επιστήμες στα ελληνικά σχολεία. Ακολουθώντας τη μέθοδο του εκλεκτισμού επέλεγε από τη μεγάλη ποικιλία των νέων φιλοσοφικών αντιλήψεων εκείνες που δεν προκαλούσαν προβλήματα στη χριστιανική πίστη» [42].

Και μήπως δεν γνωρίζουν κάποιοι πόσο μεγάλο κεφάλαιο ήταν για τον ελληνικό χώρο ο κληρικός Βούλγαρης;:

«Ο Locke, ο Leibnitz και ο Wolff επηρεάζουν τη σκέψη του Ευγένιου Βούλγαρη, που από τους σύγχρονους του θεωρείται «ο κλεινός», «ο μέγας», «ο σοφώτατος», «η έμβιος βιβλιοθήκη της πολυμάθειας, ο εγγεγηρακώς τη διδακτική επαγγελία», ο «πρώτος εισηγητής των νεωτέρων φιλοσόφων, που ήνωσε την Ελλάδα με την Εύρώπην κατά την θεωρίαν της φιλοσοφίας», ο «ανακαινιστής της ελληνικής παιδείας εις την Ελλάδα, και πατήρ της νέας φιλοσοφίας», ο λόγιος ο οποίος «εξώρισε την σχολαστικήν ερεσχελίαν από τα σχολεία της Ελλάδος και εισήγαγεν εις αυτά τας μεταμεθοδεύσεις του Βάκωνος, του Καρτεσίου, του Λεϊβνιτίου, του Βολφίου», «ορθολογιστής, αλλά θαυμαστής της εμπειρικής μεθόδου στην έρευνα του φυσικού κόσμου» [43].

Όσο για τις περίφημες «διώξεις» που δήθεν υπέστη από το πατριαρχείο ο Βούλγαρης, ο Ιω. Χατζηφώτης γράφει ότι τελικά...

«...φαίνεται πως πραγματικά το Πατριαρχείο τον κυνήγησε τόσο πολύ, ώστε τον έκανε Αρχιεπίσκοπο Σλαβινίου και Χερσώνος!...Το ότι βρέθηκε ένας συντηρητικός κληρικός να επικρίνη κάποιο βιβλίο του, δεν πάει να πη ότι το Πατριαρχείο τον κυνήγησε... πώς και πότε τον κυνήγησε, για να το πληροφορηθούμε και μεις;» [44].

Και εκτός όλων αυτών, είναι επιτέλους καιρός, να σταματήσουμε να δεχόμαστε άκριτα, τα γνωστά τηλεοπτικά ιδεολογήματα για την συμβολή μόνου του «Διαφωτισμού» στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Όπως σημειώνει ο Ι. Χατζηφώτης, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: έχει άραγε προχωρήσει «σε βάθος» η «θεώρηση της πνευματικής καταστάσεως, που επικρατούσε στον Ελλαδικό χώρο στην περίοδο της Τουρκοκρατίας» [45], ώστε να βγει το συμπέρασμα αυτό;

Η ίδια η περίπτωση του Ανωνύμου της Ελληνικής Νομαρχίας, δείχνει ότι «ο χώρος στον οποίο έδρασαν οι εκπρόσωποι του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» είναι ο χώρος της αποδημίας. Είναι η Ιταλία, με τα μεγάλα πνευματικά και εκδοτικά της κέντρα, με τη Βενετία, την Πάδοβα, τη Γένοβα, την Τεργέστη» και άλλα μέρη στο εξωτερικό[46].

Όμως, «στον κυρίως ελληνικό χώρο, τον Ελλαδικό, βλέπουμε, ότι είναι δύσκολη κατ’ αρχήν η κυκλοφορία των εντύπων…Έτσι τα «φώτα» στον υπόδουλο ελληνικό χώρο…δεν φτάνουν από την Εσπερία» [47].

Και τελικά, «αν η Επανάσταση ήταν αποτέλεσμα του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», τότε γιατί σημαντικοί εκπρόσωποι του όπως ο Κοραής ή ο Γαζής, με το πνεύμα του ορθολογισμού, την έβρισκαν το 1821 πρόωρη;» [48].

Τα ερωτήματα αυτά, είναι ικανά να δείξουν ότι δεν μπορεί ο «διαφωτισμός» και οι εκπρόσωποί του να διεκδικούν όλες τις δάφνες της απελευθέρωσης: θα πρέπει όλοι να παραδεχτούν ότι «οι ουσιαστικά αγράμματοι πρωταγωνιστές του ‘21, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο Μιαούλης, κ.ά. δεν είχαν ευρωπαϊκή παιδεία, αλλά είχαν τραφεί με την ορθόδοξη παράδοση» [49], γεγονός που φαίνεται καθαρά και από τη στάση τους απέναντι στους Ευρωπαίους και απέναντι στην Ορθόδοξη πίστη.

«Ουδείς αναμάρτητος» (ούτε καν …η «Ελληνική Νομαρχία»)

Κλείνοντας, θα αναφερθούμε σε μερικά σημεία από το περιεχόμενο της «Ελληνικής Νομαρχίας» και ίσως αυτό βοηθήσει όσους κάνουν μονόπλευρη χρήση της ιστορίας ώστε να γίνουν πιο προσεκτικοί στο μέλλον.

Γνωρίζουμε ότι ένας από τους πρωτεργάτες του διαφωτισμού, ο Βολταίρος, δεν ήταν και τόσο άμεμπτος, όσο συνήθως μαθαίνουμε, και αυτό, επειδή ο λόγος και οι πράξεις του δεν συμβάδιζαν πάντα. Αυτός ο υπέρμαχος των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δυστυχώς, έγινε πλούσιος επενδύοντας στο δουλεμπόριο, στις βίαιες εκριζώσεις των μαύρων της Αφρικής (για τους οποίους μάλιστα, εκτός άλλων, έκανε σχόλια για τη χαμηλή νοημοσύνη τους[50]), οι οποίες μεταφραζόταν για τον ίδιο σε χρηματικό όφελος και μάλιστα αρκετά σημαντικό![51]

Απ’ ότι φαίνεται, ο Ανώνυμος Έλλην ως ένα βαθμό υιοθετούσε παρόμοιες απόψεις περί φυσικής ανωτερότητας:

«Τρεις είναι λοιπόν αι αιτίαι της ανομοιότητος των ανθρώπων, αδελφοί μου, αγκαλά και αυτοί να διαφέρωσι κατά πολλούς τρόπους. Η πρώτη από αυτάς είναι η ιδία φύσις, η οποία άλλους μεν έκαμεν δυνατής κράσεως, και άλλους αδυνάτους, εχάρισε μερικώς περισσότερον πνεύμα, και άλλους τινών ολιγότερον, και ούτως οι άνθρωποι διαφέρουσι εν πρώτοις αναμεταξύ των κατά φυσικόν τρόπον» [52]. (!)

Με τα σημερινά δεδομένα, οι απόψεις αυτές είναι σαφώς επικίνδυνες. Μπορούμε όμως να τις μεταφέρουμε άκριτα στην σημερινή εποχή; Θα ήθελαν οι υπέρμαχοι του «διαφωτισμού» να χαρακτηρίζεται ως ρατσιστής ο αγαπημένος τους συγγραφέας;

Και συνεχίζει ο Ανώνυμος συγγραφέας διευκρινίζοντας:

«Η αναρχία, λοιπόν, κατέστησε κατ' αρχάς την απλήν φυσικήν ανομοιότητα ανυπόφορον, και εξακολούθως η μοναρχία, και μετ' αυτής η τυραννία, ηθέλησαν να μετριάσουν οπωσούν την φυσικήν ανομοιότητα, και αιφνιδίως επροξένησαν εις την ανθρωπότητα την ακατάστατον και φοβεράν ανομοιότητα των ηθών τε και της τύχης...» [53].

Μία «Νομαρχία» λοιπόν, στοχεύει στο να κάνει την (ασφαλώς αντορθόδοξη αντίληψη για) φυσική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, απλώς υποφερτή. Δεν τίθεται ζήτημα περί εξαλείψεώς της, εφόσον η ίδια η φύση την δημιούργησε...

Και βέβαια, το ρητορικό ερώτημα που αμέσως έρχεται στη σκέψη μας είναι: ο Βολταίρος, ο Ανώνυμος Έλλην, και οι άλλοι ομοϊδεάτες, σε σχέση με τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς και τους αγράμματους ψαράδες, πού κατατάσσουν, άραγε, τους εαυτούς τους; Μήπως σε αυτούς που έχουν «ολιγότερο πνεύμα;», ή μήπως σε αυτούς που θα διοικήσουν τους έχοντες «ολιγότερο πνεύμα»;

Και βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε στους νεόκοπους, εκτός εποχής αντικληρικαλιστές, ότι τέτοιες ρατσιστικές αντιλήψεις λειτούργησαν ως άλλοθι του ιμπεριαλισμού, που δήθεν ήταν προορισμένος «να φέρει τον πολιτισμό» στα μέλη κοινωνιών που ήταν «βυθισμένα στην αμάθεια» και με «παρόμοιο τρόπο, οι Γάλλοι δικαιολόγησαν την συγκρότηση και διατήρηση της αυτοκρατορίας στην βάση της εκπολιτιστικής τους αποστολής (mission civilisatrice), του καθήκοντος να φέρουν τον πολιτισμό στους καθυστερημένους λαούς του κόσμου» [54].

Από τα παραπάνω δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και τα ψήγματα αντισημιτισμού που υπάρχουν στο κείμενο:

«Τι λέγουσι, λοιπόν, αυτοί οι βρωμεροί και χυδαιότατοι άνθρωποι [ενν. τους Αρχιεπισκόπους και τους Προεστούς]; «Πώς είναι δυνατόν να νικηθή εν τόσον μεγάλον βασίλειον;...Πού να χύσωμεν τόσον αίμα!...» και άλλα παρόμοια... οπού δηλοποιούσι την άναδρον και όντως εβραϊκήν των καρδίαν, απομωρώνουσι πολλούς άλλους» [55].

Πιστεύουμε ότι η παράθεση των παραπάνω αποσπασμάτων, είναι ικανή να δώσει το μήνυμα ότι πράγματι «ουδείς αναμάρτητος». Ιδεολογική χρήση και προπαγάνδα είναι εύκολο να γίνει με αποσπασματικές κρίσεις και ιδεολογικά πυροτεχνήματα.

Ας αφήσουν λοιπόν κάποιοι τις εύκολες ρητορίες περί «καλών» και «κακών» ή έστω, ας φροντίσουν να γνωρίζουν όλη την αλήθεια πίσω από τα γεγονότα ή τα κείμενα, πριν αποφασίσουν ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για ίδιο ιδεολογικό όφελος…


Σημειώσεις


[1] Δημαράς Θ.Κ., «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», 9η έκδ., Γνώση, Αθήνα 2000, σελ. 206.

[2] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 254.

[3] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 253.

[4] Γιανναράς Χρήστος, «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», Δόμος, Αθήνα 2003, σελ. 171.

[5] Γιανναράς Χρήστος, «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», Δόμος, Αθήνα 2003, σελ. 171.

[6] Χατζηφώτης Μ.Ι., «Ορθοδοξία, Σκοταδισμός και Ρατσισμός-Γλώσσα, Παιδεία, Παράδοση, Μουσική, Κοινωνία», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 37.

[7] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 253.

[8] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 254.

[9] Χατζηφώτης Μ.Ι., «Βυζάντιο και Εκκλησία, Η απομυθοποίηση και η Ιστορική Αλήθεια», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 85-86.

[10] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», Ακρίτας, 6η έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 159.

[11] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 370.

[12] Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», έκδ. 3η, τόμ. 1, εν Αθήναις 1888, σελ. 8.

[13] Σιμόπουλος Κυριάκος, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμ. Α' (333-1700), 9η έκδ., Στάχυ, Αθήνα 1999, σελ. 528.

[14] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Πηγές Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Αρμός, Αθήνα 1989, σελ. 254.

[15] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Ελληνισμός μετέωρος, η Ρωμαίϊκη Ιδέα και το όραμα της Ευρώπης», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 43-44.

[16] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Το Όραμα της Ελευθερίας στην Ελληνική Κοινωνία», Πορεία, Αθήνα 1992, σελ. 37.

[17] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», Ακρίτας, 6η έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 158-159.

[18] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 366.

[19] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 373.

[20] Παρατίθεται στο: Καραγεώργος Στ. Βασίλειος, «Η Πατριαρχική εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επανησίους - Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Γαλλική Επανάσταση» (ανάτυπο), Αθήνα 2000, σελ. 53.

[21] «Τρομοκρατία, η  (γαλλ. Terreur)», εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 58, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.

[22] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 367.

[23] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 377.

[24] Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, «Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», Ακρίτας, 6η έκδ., Αθήνα 2005, σελ. 159.

[25] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Το Όραμα της Ελευθερίας στην Ελληνική Κοινωνία», Πορεία, Αθήνα 1992, σελ. 37.

[26] Βλ. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. Ι', «Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, περίοδος 1453-1669, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1974 // «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμ. ΙΑ', «Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, περίοδος 1669-1821, Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975 // Συνοπτικές και βασισμένες σε πηγές πληροφορίες, στο βιβλίο: Αγγελής Δημήτρης, «Ελλήνων Αγώνες - Εκκλησίας Μάχες (1191-1821)», Προσκήνιο, Αθήνα 2008, σελ. 553-850 (για την περίοδο της Τουρκοκρατίας).

[27] Αγγελής Δημήτρης, «Ελλήνων Αγώνες - Εκκλησίας Μάχες (1191-1821)», Προσκήνιο, Αθήνα 2008, σελ. 519 (όπου και αναφέρονται λεπτομερώς όλες οι πηγές).

[28] Αγγελής Δημήτρης, «Ελλήνων Αγώνες - Εκκλησίας Μάχες (1191-1821)», Προσκήνιο, Αθήνα 2008, σελ. 525 (ο συγγραφέας αφιερώνει 6 σελίδες μόνο για την απαρίθμηση των Πατριαρχών και παραθέτει αναλυτικά τις πηγές απ’ όπου αντλεί τις πληροφορίες του).

[29] Επιστολή του καθ. Τωμαδάκη στο: Χατζηφώτης Μ.Ι., «Βυζάντιο και Εκκλησία, Η απομυθοποίηση και η Ιστορική Αλήθεια», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 115.

[30] Επιστολή του καθ. Τωμαδάκη στο: Χατζηφώτης Μ.Ι., «Βυζάντιο και Εκκλησία, Η απομυθοποίηση και η Ιστορική Αλήθεια», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 115.

[31] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 360.

[32] Runciman Steven, «Η Τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση», επανέκδοση της 1ης έκδοσης, Δομός, Αθήνα 1991, σελ. 95.

[33] Επιστολή του καθ. Τωμαδάκη στο: Χατζηφώτης Μ.Ι., «Βυζάντιο και Εκκλησία, Η απομυθοποίηση και η Ιστορική Αλήθεια», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 116.

[34] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 49.

[35] Τρικούπης Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», έκδ. 3η, τόμ. 1, εν Αθήναις 1888, σελ. 7.

[36] Καραγεώργος Στ. Βασίλειος, «Η Πατριαρχική εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επανησίους - Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Γαλλική Επανάσταση» (ανάτυπο), Αθήνα 2000, σελ. 44.

[37] Καραγεώργος Στ. Βασίλειος, «Η Πατριαρχική εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επανησίους - Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Γαλλική Επανάσταση» (ανάτυπο), Αθήνα 2000, σελ. 32.

[38] Καραγεώργος Στ. Βασίλειος, «Η Πατριαρχική εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ προς τους Επανησίους - Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Γαλλική Επανάσταση» (ανάτυπο), Αθήνα 2000, σελ. 55-56.

[39] Φωτιάδης Δ. - Αλεξίου Έλλη - Βλαχογιάννης Ι., «Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη», εκδ. Μέρμηγκα, Αθήνα 1980, σελ. 439.

[40] Βαλαής Διονύσιος, «Πτυχές από την πνευματική κίνηση στον υπόδουλο και τον παροικιακό Ελληνισμό κατά την περίοδο του 18ου-19ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 18.

[41] «Αθανάσιος Πάριος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, στ. 568.

[42] Βαλαής Διονύσιος, «Πτυχές από την πνευματική κίνηση στον υπόδουλο και τον παροικιακό Ελληνισμό κατά την περίοδο του 18ου-19ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 17.

[43] Καράς Γιάννης, «Οι Θετικές Επιστήμες στον Ελληνικό Χώρο (15ος-19ος αι.)», εκδ. Δαίδαλος, Αθήνα 1991, σελ. 94.

[44] Χατζηφώτης Μ.Ι., «Βυζάντιο και Εκκλησία, Η απομυθοποίηση και η Ιστορική Αλήθεια», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1989, σελ. 59-60.

[45] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 11 (στην εισαγωγή του Ι. Χατζηφώτη).

[46] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 11-12 (στην εισαγωγή του Ι. Χατζηφώτη).

[47] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 12 (στην εισαγωγή του Ι. Χατζηφώτη).

[48] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 16 (στην εισαγωγή του Ι. Χατζηφώτη).

[49] Πρίντζιπας Θ. Γιώργης, «Λογάδες του Γένους», Ακρίτας, Αθήνα 1985, σελ. 12 (στην εισαγωγή του Ι. Χατζηφώτη).

[50] Στο πρωτότυπο: «C'est une grande question parmi eux s'ils son descendus des singes, ou si les singes sont venus d'eux. Nos sages ont dit que l'homme est l'image de Dieu: voilà une plaisante image de l'Etre éternel qu'un nez noir épaté, avec peu ou point d'intelligence! Un temps viendra, sans doute, où ces animaux sauront bien cultiver la terre…», το οποίο σημαίνει:

 «Ένα σπουδαίο ζήτημα είναι επίσης το αν προέρχονται [οι Αφρικανοί] από τους πιθήκους ή εάν οι πίθηκοι προέρχονται από αυτούς. Οι σοφοί μας έχουν πει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού. Να λοιπόν μια ωραία εικόνα του θείου κατασκευαστή: Μια πλακουτσωτή μαύρη μύτη με ελάχιστη ή και ανύπαρκτη νοημοσύνη. Σίγουρα θα έρθει καιρός που θα μάθουν ακόμη και αυτά τα ζώα πώς να καλλιεργούν καλά το έδαφος…»

(το παράθεμα από το: Edward Derbyshire Seeber, «Anti-slavery Opinion in France During the Second Half of the Eighteenth», Ayer Publishing, 1971, σελ. 57).

[51] «Ιστορία Εικονογραφημένη», εκδ. Πάπυρος, τεύχ. 334 (1996), σελ. 83.

[52] Ανωνύμου του Έλληνος, «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας», Εκδοτική Θεσσαλονικής-«βιβλιο...ΒΑΡΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 17.

[53] Ανωνύμου του Έλληνος, «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας», Εκδοτική Θεσσαλονικής-«βιβλιο...ΒΑΡΔΙΑ», Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 17.

[54] άρθρο «Ρατσισμός» > «To  παρελθόν  τον  ρατσισμού», εγκυκλοπαίδεια ''Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα'', τόμ. 51, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005.

[55] Ανωνύμου του Έλληνος, «Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας», Εκδοτική Θεσσαλονικής-"βιβλιο...ΒΑΡΔΙΑ", Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 139.

Δημιουργία αρχείου: 13-12-2008.

Τελευταία μορφοποίηση: 10-1-2020.

ΕΠΑΝΩ