Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Συναξαριστής

Kεφάλαιο 4ο * Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 6ο

Εργασία στον βίο και ειδικότερα στο "κίνημα" τού οσίου μοναχού Χριστοφόρου εκ Καλαβρύτων (1770/80 - 1861),

τού επικαλουμένου "Παπουλάκου"

Κυριάκος Καμπάνης απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας

 

 

5ο Κεφάλαιο:

H ανοιχτή ρήξη με τις αρχές

5.1 Η συνέχεια της περιοδείας του

Όπως ήταν επακόλουθο, τα όργανα της δημόσιας διοίκησης, οι νομάρχες, οι έπαρχοι και οι χωροφύλακες, εξέλαβαν τα λεγόμενά του ως αντικαθεστωτικά και άρχισαν να ενημερώνουν σχετικά την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα.

Ο νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Ροντόπουλος, μετά την ομιλία του στην Καλαμάτα, του ζήτησε να φύγει από την πρωτεύουσα αθόρυβα και πράγματι, απερχόμενος, μετέβη διαδοχικά στους δήμους Αλαγονίας, Αμφείας και Θουρίας. Έφτασε ως την Ιερά Μονή Βουλκάνου, όπου διέμεινε, αλλά, επειδή συνέχιζε τις ομιλίες του, ο νομάρχης του παρήγγειλε, επιτακτικά πλέον, να απομακρυνθεί από την περιοχή του. Όντως, κατευθύνθηκε διά της οδού των Δερβενίων στον νομό Αρκαδίας, χωρίς να πορευθεί προς τους δήμους της επαρχίας Μεσσήνης, όπου επιμόνως τον προσκαλούσαν. Μεταμεληθείς όμως, στην πορεία κατευθύνθηκε στον δήμο Τριπόλεως και τελικά έφτασε στην Κυπαρισσία, όπου ο έπαρχος Τριφυλίας δεν μπόρεσε να τον απομακρύνει.

Εν τω μεταξύ η κυβέρνηση ενημέρωσε για τα τεκταινόμενα την Ιερά Σύνοδο, η οποία εξέδωσε διαταγή να προσέλθει ενώπιόν της «να δώση λόγον περί του σκανδαλώδους αυτού κηρύγματος».80 Ο Παπουλάκος, έχοντας την κακή εμπειρία της πρώτης εμφάνισής του ενώπιον της Συνόδου για την άδεια κηρύγματος και κατανοώντας τις προθέσεις των Ιεραρχών, δεν υπάκουσε και προκειμένου να ησυχάσει κατευθύνθηκε στο ασκητήριό του, την ανέγερση του οποίου είχε ήδη από μακρόν ολοκληρώσει με κελιά μοναχών και ναό.

 

5.2 Δεύτερος εντατικός κύκλος της περιοδείας του

Τους δύο τελευταίους μήνες του 1851 και τους τρεις πρώτους του επομένου έτους δεν είναι γνωστές οι ενέργειές του, αλλά εκτιμάται ότι παρέμεινε ησυχάζων στο ασκητήριό του. Ο νέος κύκλος της περιοδείας του ξεκίνησε από την επαρχία Σπετσών. Το κήρυγμά του στις Σπέτσες καρποφόρησε ιδιαίτερα. Ακόμα και οι λίθοι, πάνω στους οποίους πάτησε για να κηρύξει, θεωρούνταν ότι είχαν θαυματουργικές ιδιότητες. Μάλιστα λέγεται ότι εμφανίστηκε στον ύπνο ενός ευσεβούς και του υπέδειξε ένα σημείο να ανοίξει πηγάδι. Σημειωτέον ότι το μέρος εκείνο, στην κεντροανατολική πλευρά της νήσου, ήταν τελείως άνυδρο. Πράγματι ο ευλαβής εκείνος Σπετσιώτης μετέβη στο σημείο και ανοίγοντας πηγάδι βρήκε αναβλύζον πόσιμο νερό. Το πηγάδι αυτό θεωρήθηκε ως αγίασμα και το θαύμα ταξίδεψε, στόμα με στόμα, σε όλους όσοι πίστευαν στην αγιότητά του.

Ακολούθως μετέβη απέναντι, στο Κρανίδι. Τα αποτελέσματα της ομιλίας του ήταν και εδώ εκπληκτικά. Το κήρυγμά του το εκφώνησε από ένα δέντρο, στο οποίο μετά την αποχώρησή του ανήγειραν προσκυνητάρι με σταυρό. Στις Σπέτσες και στο Κρανίδι τα πλήθη, θέλοντας να κάνουν κάτι για τους κινδύνους που διέτρεχε η πατροπαράδοτη πίστη τους, άρχισαν να εξεγείρονται εναντίον των εκπροσώπων της δημόσιας διοίκησης. Λιτανείες και αγρυπνίες γίνονταν στην μνήμη του. Οι ιερείς έπαυσαν να μνημονεύουν το όνομα του βασιλέως κατά την θεία Λειτουργία, ενώ αντιθέτως μνημόνευαν το όνομα του Χριστοφόρου «ως ορθοτομούντος τον λόγον της αληθείας».81 Στην Ύδρα και στις Σπέτσες έλεγαν ότι, κατά την διάρκεια των προσευχών, κινούνταν τα κανδήλια και δάκρυζαν οι εικόνες κατά την μνημόνευση του ονόματός του. Μετά έφτασε στην Λακωνία, διερχόμενος από τις επαρχίες Κορινθίας και Αργολίδος. Στην Λακωνία οι ακόλουθοί του έκαναν πραγματική ένοπλη στάση, όπως θα περιγράψουμε παρακάτω, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ένα είδος επαναστατικού «κινήματος».

 

5.3 Στην Λακωνία

Ο Παπουλάκος μετέβη στον νομό Λακωνίας τον Απρίλιο του 1852, αφού είχε ήδη διέλθει σχεδόν όλη την Πελοπόννησο. Αποβιβάστηκε στην Μονεμβασιά, περιήλθε πρώτα στις επαρχίες Επιδαύρου, Γυθείου, και μετ' ολίγου ολόκληρη η κεντρική και δυτική Λακωνία είχε αφυπνιστεί από τα κηρύγματά του. Είναι εκπληκτικό πώς στην τόσο τραχιά και δυσπρόσιτη Μάνη κατάφερε να έχει τέτοια απροσδόκητα αποτελέσματα ο λόγος του. Στις 23 Απριλίου 1852 μετέβη στο χωριό Κότρωνα του δήμου Κολοκυνθίου, της επαρχίας Γυθείου, όπου τον υποδέχτηκαν ενθουσιωδώς πάντες οι κάτοικοι, κλήρος και λαός. Τις περιοχές αυτές τις αποκάλεσε Νέα Ιερουσαλήμ,82 καθόσον το κήρυγμά του καρποφόρησε εξαιρετικά. Εκεί έμεινε μέχρι τις 28 Απριλίου 1852, οπότε μετέβη στον δήμο Λάγειας, παρακολουθούμενος από τον επίσκοπο Ασήνης Μακάριο. Στον δήμο Μέσης, της επαρχίας Οιτύλου, διέμεινε μέχρι τις 3 Μαΐου 1852, οπότε επανήλθε στο χωριό Κάβαλο, κεφαλοχώρι του δήμου Κολοκυνθίου. Από εκεί μετέβη στο χωριό Μαυροβούνι του δήμου Γυθείου, όπου σε ομιλία του τον παρακολούθησαν τέσσερις χιλιάδες άτομα από όλη την επαρχία.83 Συμμετείχαν σύσσωμα ολόκληρα χωριά. Στις 5 Μαΐου 1852 μετέβη στο χωριό Καρβελά του δήμου Μαλευρίου και μετά στο χωριό Σκουτάρι του δήμου Καρυουπόλεως, απ' όπου εξαφανίστηκε, πιθανώς για να ησυχάσει και να προσευχηθεί, επανερχόμενος κρυφά στον προσφιλή του δήμο Κολοκυνθίου, όπου διέμεινε μέχρι τις 11 Μαΐου.

Ο έπαρχος του Γυθείου γράφει προς τον Νομάρχη Λακωνίας ότι τα κηρύγματά του στρέφονταν κατά της Ιεράς Συνόδου, κατά των κρατικών σχολείων και κατά φιλικής μεγάλης δυνάμεως (Αγγλία). Μάλιστα έλεγε ότι ήθελε να μεταβεί στην Αθήνα με είκοσι χιλιάδες ανθρώπους. Ένας μοναχός, ονόματι Διονύσιος, που τον ακολουθούσε όπου και εάν πήγαινε, συνελήφθη στην Σπάρτη και υπεβλήθη σε ανάκριση ενώπιον του αναπληρούντος Νομάρχη γραμματέως. Ο μοναχός κατέθεσε ότι ο Παπουλάκος, μιλώντας προφητικά για την σύλληψή του, έλεγε πως μάταια κοπιάζουν και τον κυνηγούν διότι δεν πιάνεται, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του· όταν θα θελήσει ο Κύριος, τότε θα πιαστεί. Επιπλέον έλεγε ότι οι πιστοί πρέπει να ζουν με επαγρύπνηση, καθώς πλησίαζαν οι έσχατες ημέρες, ότι ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα έχουν δύο θρησκείες (ο βασιλιάς ήταν καθολικός και η βασίλισσα προτεστάντισσα) και δύο παπάδες δικούς τους και ότι πρέπει να βγάλουν το Ευαγγέλιο από τα δικαστήρια.

Άλλη φορά, όταν κάποιος Φιλιππίδης, για να του αντιταχθεί κατά την διάρκεια ομιλίας, του φώναξε ότι: «λαλούν οι νόμοι», εννοώντας μάλλον την δικαιοσύνη που δήθεν είχαν και την κοινωνική ευδαιμονία που θα έφερναν, αυτός του απάντησε ότι οι νόμοι ήταν των Εγγλέζων και επομένως ήθελε να πει ότι εξυπηρετούσαν άλλες σκοπιμότητες. Σύμφωνα δε με έκθεση του βουλευτού Σ. Κοπανίτσα, παράγγελνε στον συγκεντρωμένο κόσμο να διαλυθούν και να συνέλθουν πάλι, άλλη μέρα, για να πάνε μαζί στην Καλαμάτα και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη (όπως θα δούμε παρακάτω αυτή η επαγγελία είχε το νόημά της, τουλάχιστον για την Καλαμάτα).84 Οι εφημερίδες στην Αθήνα άρχισαν να ασχολούνται συνεχώς μαζί του, κυρίως κατευθυνόμενα επικριτικά, προσπαθώντας να διαμορφώσουν ένα αρνητικό σε βάρος του κλίμα. Μία εφημερίδα της εποχής γράφει χαρακτηριστικά: «Εις διάφορα μέρη της Στερεάς και της Πελοποννήσου ανεφάνησαν αγύρται καλόγηροι Παπουλάκοι κηρύττοντες εις τον όχλον άρρητα και αθέμιτα. Αι Αρχαί ή εμωράνθησαν ή εν γένει αδιαφορούσιν· ουδείς των αγυρτών τούτων συνελήφθη άχρι τούδε».85 Επίσης, οι αναφορές των νομαρχών, επάρχων και χωροφυλάκων άρχισαν να μιλούν για την επικίνδυνη έξαψη που προκαλούσε εναντίον της εξουσίας ο λαοπλάνος, αγύρτης κ.ά. Παπουλάκος.

Στις 15 Μαΐου 1852 η Ιερά Σύνοδος του αφαίρεσε την άδεια κηρύγματος και του επέβαλε περιορισμό στην Μονή του προφήτου Ηλία στην Θήρα, για την παρακοή του να παρουσιαστεί ενώπιόν της. Στην εν λόγω Μονή παρέμεινε αρκετούς μήνες, αργότερα, στην αρχή της αιχμαλωσίας του, πριν μεταφερθεί στην Ιερά Μονή Παναχράντου στην Άνδρο, όπως θα δούμε παρακάτω. Επίσης, απέστειλε εγκύκλιο προς κλήρο και λαό της Λακωνίας, διά της οποίας κατήγγειλε τον «λήρους ασέμνους και σκανδαλώδεις εξευρευγόμενο»86, Χριστοφόρο μοναχό, ως αυτοαναγορευθέντα κήρυκα και παραινούσε τους πιστούς σε υπακοή του Βασιλέα και της κυβέρνησης. Επιπλέον, απέστειλε δύο διαπρεπείς, πεπαιδευμένους και ευφραδείς, κατά κόσμο, ιεροκήρυκες, τον Καλλίνικο Καστόρχη87, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών και τον Νεόφυτο Κωνσταντινίδη88. Ο πρώτος απεστάλη στην Λακωνία και ο δεύτερος στις επαρχίες Σπετσών και Ερμιόδινος.

Η εγκύκλιος και η αποστολή των ιεροκηρύκων είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Παρόργισε περαιτέρω τους κατοίκους των περιοχών αυτών και κάποιοι, ίσως από μωρό ζήλο, ίσως προβοκατόρικα για να βρουν επιχειρήματα οι αρχές εναντίον του Παπουλάκου, άρχισαν να διαδίδουν ότι η Σύνοδος, διά της εγκυκλίου της, είχε πρόθεση να απαγορεύσει το βάπτισμα προ του εικοστού έτους της ηλικίας, την χρήση του αγίου μύρου που προερχόταν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, διέταξε την κατάργηση των νηστειών και την καθαίρεση των αγίων εικόνων. Περαιτέρω, με πιο βάσιμα επιχειρήματα, διαδιδόταν, γενικώς από τους Φιλορθοδόξους, ότι όντως η κυβέρνηση με την Σύνοδο, από κοινού, αδιαφορούσαν ή και εργάζονταν συγκεκαλυμμένα για την καταστροφή της Ορθόδοξης πίστης. Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή που προσπάθησε να κηρύξει ο Νεόφυτος Κωνσταντινίδης, ο λαός του Κρανιδίου οργίσθηκε τόσο πολύ που προέβη σε εχθρικές διαδηλώσεις εναντίον του. Ορισμένοι θερμόαιμοι δε λιθοβόλησαν την οικία όπου διέμενε, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει εσπευσμένα τελείως άπρακτος, ενώ πλήθος τον προέπεμπε μέχρι την παραλία μετ' ονειδιστικών κραυγών και χειρονομιών.89

Παράλληλα, εκείνες τις ημέρες ο εκκλησιαστικός επίτροπος της νομαρχίας Αργολίδος και Κορινθίας απαγόρευσε την τέλεση των καθημερινών παρακλήσεων στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις Σπέτσες, λόγω του ότι από εκεί προέρχονταν διαδηλώσεις υπέρ του Παπουλάκου. Οι ιερείς διέδωσαν ότι παρεμποδίζονταν στην τέλεση των ιεροπραξιών τους και έτσι το εσπέρας της 22 Μαΐου 1852 τρεις χιλιάδες πολίτες περίπου λιθοβόλησαν την οικία του εκκλησιαστικού επιτρόπου και πολιόρκησαν το επαρχείο, ζητώντας το πρωτότυπο της εγκυκλίου της Συνόδου για να το κάψουν επιδεικτικά. Τελικά πείσθηκαν να απέλθουν, αφού έλαβαν άδεια να τελέσουν αγρυπνία στον ναό.90

Από τις αρχές του Μαΐου 1852 δόθηκαν εντολές στα όργανα της δημόσιας διοίκησης να συλλάβουν τον Παπουλάκο. Παράλληλα όμως, στους ανθρώπους που παρακολουθούσαν τα κηρύγματά του, εκτός από πολυάριθμες γυναίκες εμπλέκονταν και ένοπλοι, οι οποίοι άρχισαν να περιφέρονται μαζί του όπου και αν πήγαινε για προστασία του. Ο αριθμός των ακολούθων του εναλλασσόταν ανάλογα με τις περιστάσεις.

Σύμφωνα με έκθεση του επάρχου Οιτύλου, στο χωριό Προάστειο του δήμου Καρδαμύλης μετέβη συνοδευόμενος υπό τριακοσίους ένοπλους. Στο χωριό Λαγκαδά η δημόσια δύναμη που πέμφθηκε προς καταστολή ταραχών τον βρήκε να περιφρουρείται από εκατόν πενήντα ενόπλους. Ο ίδιος έπαρχος ανέφερε ότι η φρουρά του έφτασε να αποτελείται και από τέσσερις χιλιάδες λαού, αλλά προφανώς ως φρουρά αποκαλούσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί για να ακούσει τα κηρύγματά του. Στα Πηγάδια μετέβη εκ δήμου Αβίας με δυόμισι ή τρεις χιλιάδες λαού. Στο Μαυροβούνι οι συνηγμένοι ανέρχονταν στους έξι χιλιάδες. Χαρακτηριστικά ο έπαρχος Γυθείου στο από 14 Μαΐου 1852 έγγραφό του προς τον Υπουργό Εσωτερικών ανέφερε: «Μη σας φαίνεται, εκλαμπρότατε, παράξενον διότι δεν επρόκειτο λόγος περί συλλήψεως ενός, αλλά περί χιλιάδων ανδρών και γυναικών ανοήτων, περιφρουρούντων αυτόν μανιακώς, προταττομένων των κατά χωρία ιερέων και του επισκόπου Ασήνης»91.

Ανάμεσα στον κόσμο που τον ακολουθούσε, πρωτοστατούσε ο κλήρος. Σύσσωμο το ιερατείο Λακωνίας αψηφούσε τις παραινέσεις της τότε σχισματικής Συνόδου και συνόδευε τον Παπουλάκο. Ο επίσκοπος Ασήνης Μακάριος, ένας από τους λίγους επισκόπους που είχαν παραμείνει στο ελληνικό έδαφος εξαιτίας του προβλήματος για την εκλογή επισκόπων, το οποίο ανέκυψε με την νέα αντικανονική εκκλησιαστική διοίκηση, μέσα στο όλο ενθουσιαστικό κλίμα αναγνώρισε την θεοπνευστία του Παπουλάκου. Μάλιστα, περιβεβλημένος την αρχιερατική του στολή και περιστοιχισμένος υπό ιερέων και διακόνων, τον υποδέχτηκε σε ομιλία του, που πραγματοποίησε στην περιφέρειά του.

 

5.4 Η διάλυση της Φιλορθόδοξης Εταιρείας

Την ίδια περίοδο ομοθυμαδόν ο τύπος ζητούσε την επέμβαση της κυβέρνησης. Οι φήμες για την επιρροή των Ρώσων, ως ομοδόξων, είχαν τρομερή διάδοση ανάμεσα στον λαό. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο ο Κοσμάς Φλαμιάτος και άλλοι φιλορθόδοξοι, παίρνοντας θάρρος από τη δράση του Παπουλάκου, κάλεσαν όλο το λαό, σε μία εσπευσμένη γενική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Λακωνία υπέρ της διωκόμενης Ορθόδοξης πίστης. Ταυτόχρονα κατέβηκαν μοναχοί εξ Αγίου Όρους, διαμαρτυρόμενοι και αυτοί για τις μεθοδευμένες αντιορθόδοξες ενέργειες της αλλόδοξης κρατικής εξουσίας. Η Λακωνία κατακλείστηκε από φιλορθόδοξους κληρικούς και λαϊκούς, γι’ αυτό η κυβέρνηση προέβη σε δυναμικές επεμβάσεις. Αρχικά απαγόρευσε την ελεύθερη μετακίνηση όλων των ιερέων χωρίς ειδικό διαβατήριο και κατόπιν σταδιακά εξέδωσε μαζικά εντάλματα σύλληψης. Οι έχοντες την κρατική εξουσία έδειξαν απροκάλυπτα τις κρυφές προθέσεις τους, καθώς έβλεπαν στην μορφή των ανθρώπων αυτών, που διαμαρτύρονταν υπέρ της πατρώας πίστης τους, μία μυστηριώδη απειλή για τα σχέδιά τους.

Πρώτα συνελήφθησαν ο Κοσμάς Φλαμιάτος, ο Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος και, αργότερα, ορισμένοι μοναχοί, ιερείς και φιλορθόδοξοι λαϊκοί. Από έρευνα δε που έγινε στην οικία του Φλαμιάτου ανευρέθησαν επιστολές με τις οποίες επικοινωνούσε με άλλους συναγωνιστές του. Έτσι σιγά – σιγά κατασκευάστηκε ο μύθος της Φιλορθόδοξης μυστικής εταιρείας. Καθώς η έρευνα προχωρούσε, συνελήφθησαν εκατοντάδες άτομα σε όλη την τότε Ελλάδα, μεταξύ των οποίων περίπου εκατόν πενήντα ιερείς, μοναχοί και μοναχές, αρκετοί εκ των οποίων ήταν ηλικιωμένοι και σεβάσμιοι. Η Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου μετατράπηκε σε ανακριτικό κέντρο και φυλακή υποδίκων. Τα γεγονότα αυτά, εξαιτίας της συμμετοχής πολλών κληρικών και μοναχών, πήραν, από τον τύπο της εποχής, τον ειρωνικό τίτλο «η καλογηρική συνωμοσία». Επίσης, από τις επιστολές που κατασχέθηκαν διασταυρώθηκε η σχέση του Παπουλάκου με τον Φλαμιάτο και άλλους συναγωνιστές τους. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η σύλληψή του πρώτου δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

 

Σημειώσεις


80. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 417.

81. Ό.π., σ. 420.

82. Ό.π., σ. 451.

83. Ό.π., σ. 452.

84. Ό.π., σ. 432.

85. ΠΕΤΤΑ Ν. Ν. αρχιμ., Ο Οσιώτατος Μοναχός Χριστοφόρος ο Παπουλάκος στη Θήρα (1854) και στην Άνδρο (1854-1861), Αθήνα 2009, σ. 37.

86. ΚΟΤΤΑΔΑΚΗ Αθ., Αυτοί που άνοιξαν το δρόμο, Εκδόσεις ΤΗΝΟΣ, Αθήναι 1976, σ. 54.

87. Ο εν λόγω ιεροκήρυκας, σε έκθεσή του με θέμα: «Συλλογή πράξεων ευλαβείας προς τον άγιο Παπουλάκη» (Πρακτικά Α' Επιστημονικού Συνεδρίου Κλειτορίας την 26η και 27η του μηνός Σεπτεμβρίου 2009 με θέμα: «Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ». Εισήγηση του αρχαιολόγου π. ΣΙΓΑΛΑ Ν., σ. 132), ναι μεν αποκαλεί τον Παπουλάκο ως άγιο, αλλά ειρωνικά, το ύφος του δείχνει υποτίμηση της ευσέβειας του λαού, αφού αναφέρει, επιλεκτικά, μόνο γεγονότα που δείχνουν κάποια φανταστικά σενάρια του ιδίου που μπορούν να προκαλέσουν αηδία στον αναγνώστη. Για παράδειγμα αναφέρει: «Αφού ελάμβανον κόμμα του ράσου του προς αγιασμόν εις όλα τά μέρη, τω έδιδόν τινες και μανδήλιον και αφού εσπόγγζε με αυτό τας μασχάλας και το πρόσωπόν του τα επέστρεφε διά φυλακτήρια.... Οι δήμαρχοι υπεχρέωναν όλους τους ιερείς εγγράφως και προφορικώς και επήγαινον και τον συνώδευον ερχόμενον εις τον δήμον των. Όλοι δε οι υπάλληλοι ήκουον αταράχως τα ληρήματά του».

88. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ευλάβειας που είχε τότε ο λαός προς την ιεροσύνη, αλλά και της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου κληρικού, είναι το ακόλουθο: «Μετά την λύση του προβλήματος των επισκοπικών εδρών στο ελληνικό κρατίδιο, ο Νεόφυτος Κωνσταντινίδης εξελέγη επίσκοπος Ύδρας και Τροιζήνας. Κατά την αρχιερατική του περιοδεία μετέβη στο Κρανίδι, το οποίο υπαγόταν στην δικαιοδοσία του. Μετά την θεία λειτουργία σε ναό της πόλεως, βγήκε στην ωραία πύλη γα να ευλογήσει το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα, τότε είδε μετ' εκπλήξεως όλους όσοι ήταν στον ναό να είναι κάτω πρηνείς πεσμένοι και με δυνατή φωνή να τον προσκαλούν να πατήσει επί των χερών τους. Ο επίσκοπος απόρησε για την παράδοξη απαίτηση, πληροφορήθηκε όμως ότι αυτοί που την πρόβαλλαν ήταν αυτοί που τον είχαν μουτζώσει άλλοτε. Η επιθυμία τους αυτή προήλθε επειδή είχαν την πρόληψη ότι όσοι ασχημόνησαν έτσι προς αρχιερέα, έστω και εάν έγινε βραδύτερα επίσκοπος, θα έμεναν μετά τον θάνατο άλιωτοι και τυμπανιαίοι εάν δεν υποβαλλόντουσαν σε κάποιου είδους εξιλασμό. Μάταια ο επίσκοπος προσπάθησε να αποφύγει την αγγαρεία, διαβεβαιώνοντας αυτούς ότι το αμάρτημα ήταν ασήμαντο και ότι αυτός ήδη τους συγχώρησε εκ καρδίας. Τέλος, όμως υπέκυψε στην απαίτησή τους και περιήλθε τον ναό πατώντας επί των απλωμένων χεριών των πιστών. Το χειρότερο ήταν ότι ο συγκεκριμένος ιεράρχης ήταν σωματώδης και όπως διηγούταν ο ίδιος, με όλη του την προσοχή και καλή θέληση, δεν εδύνατο να πατάει πολύ ελαφριά. Ώστε η επίγειος τιμωρία του αμαρτήματος δεν υπήρξε όλως ανώδυνος» (ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 428).

89. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 427.

90. Ό.π., σ. 424.

91. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ., Παπουλάκος (Χριστοφόρος ο Μοναχός), εν Θ.Η.Ε., τομ. 10, Αθήναι 1966, σ. 16.

 


Kεφάλαιο 4ο * Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 6ο


Δημιουργία αρχείου: 30-12-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-1-2019.

ΕΠΑΝΩ