Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά θέματα

Η αναζήτηση τής πρόταξης "ουσίας" ή "προσώπου" στην ύπαρξη // Οι εμφανίσεις του Αγγέλου Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη // Το "ότι", το "τι" και το "πώς" τού Θεού // Ο άσαρκος Λόγος

Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν την Εκκλησία σε Τριαδικές διατυπώσεις

οι λέξεις "ουσία" και "υποστάσεις" είναι απλά εργαλεία

π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

 

Η εμπειρία του Τριαδικού Θεού ως Φωτός ήταν σημαντική για τους Αποστόλους, όπως φαίνεται διάχυτα στις Επιστολές τους, όπου ομιλούν για δόξα του Θεού, για το ότι ο Υιος-Λόγος είναι εικών του Θεού του αοράτου κλπ. Στις θεοφάνειες οι Θεούμενοι μετέχουν της δόξης του Θεού.

«Σε μάς η Αγία Τριάδα ξεκινάει από την Παλαιά Διαθήκη, κάποιες θεοφάνειες δηλαδή. Και στην αρχαία Εκκλησία δεν υπάρχουν τρεις υποστάσεις· αυτή είναι μία ορολογία που εισήχθη για να εισφέρουν άλλους λόγους, για να χτυπήσουν αιρέσεις και όχι για να εξηγήσουν το δόγμα».

«Στην αρχαία Εκκλησία οι Πατέρες δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο "ουσία", απέφευγαν. Στην εμπειρία της Θεώσεως δεν έβλεπαν καμία ουσία· έβλεπαν την δόξα, κάποια ενέργεια, δηλαδή. Επίσης, είχαν εμπειρία και των τριών υποστάσεων. Η εμπειρία της αποκαλύψεως φέρει σε επαφή τον άνθρωπο με τις υποστάσεις και την δόξα, τα τρία Φώτα και το ένα Φως. Τρίφωτος θεότης είναι οι υποστάσεις και το ένα Φως είναι η δόξα, δηλαδή. Οπότε, έβλεπαν και ως ένα και ως τρία. Ουσία δεν έβλεπαν, φυσικά. Εφ' όσον δεν έβλεπαν ουσία, δεν χρησιμοποιούσαν καμία λέξη.

Γι' αυτό, τελικά, όταν αναγκάσθηκαν να χρησιμοποιούν τον όρο ουσία, μετά βγήκε το υπερούσιο. "Υπερούσιος θεότης". Πάλι έφθασε ουσία να σημαίνει ουσιοποιός δύναμις και όχι η ουσία καθ’ εαυτή, η οποία είναι υπερούσιος και είναι ανώνυμος, δεν έχει όνομα κ.ο.κ.».

Οι αρχαίοι Γνωστικοί έκαναν την διάκριση μεταξύ «αοράτου Θεού» στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι «ο πραγματικός Θεός, ο επέκεινα του παντός και επέκεινα της ουσίας» και του «εμφανιζόμενου Θεού», που είναι «ορατός», δημιουργός του κόσμου και επομένως κατώτερος Θεός. Οι Πατέρες αντέδρασαν σε αυτήν την άποψη, αφού δεν υπάρχουν δύο θεοί, ανώτερος και κατώτερος, άλλα ένας Θεός, δημιουργός, και υπάρχει «ταυτότητα δόξης, ταυτότητα ενεργείας».

Οι Μοναρχιανοί, αντιδρώντας στους Γνωστικούς, έλεγαν ότι τα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο Πατήρ και ο Υιός, δεν έχουν «μόνον μία δόξα, ένα κράτος, μία ενέργεια, μία θέληση», άλλα έχουν και «μία ουσία και μία υπόσταση», ταύτιζαν δηλαδή την ουσία με την υπόσταση. Η Εκκλησία, δια των Πατέρων, αντιμετωπίζοντας την αιρετική αυτή διδασκαλία, άρχισε να κάνει λόγο για το ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν μία ουσία και τρεις υποστάσεις.

«Κι αρχίζει η Εκκλησία να διαμορφώνει μια ορολογία περί ουσίας και υποστάσεων, όχι επειδή είχε ανάγκη από τον εαυτό της να το κάνει, αλλά εναντίον της κακοδοξίας, αντιμετωπίζοντας η Εκκλησία την κακοδοξία, υποχρεώνεται να μιλάει την γλώσσα του κακοδόξου και θα του πη ότι έχεις λάθος, δεν είναι μία υπόσταση, μία ουσία· είναι τρεις υποστάσεις.

Το δόγμα όμως δεν είναι ούτε τρεις υποστάσεις ούτε μία ουσία. Το δόγμα τι είναι; Το δόγμα είναι ο Κύριος της δόξης, ο Άγγελος της δόξης, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος που εμφανίζεται στους Προφήτες και τώρα ενσαρκώνεται, είναι ο ίδιος ο Χριστός ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη σε όλους τους Προφήτες και οι Προφήτες είδαν τον Χριστό χωρίς σάρκα και τώρα Τον βλέπουν εν σαρκί. Και αυτή η διαφοροποίηση, δηλαδή, είναι η διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος».

Οι όροι «υπόσταση», «φύση», «ουσία» χρησιμοποιήθηκαν από τους Πατέρες για να διατυπώσουν την εμπειρία της Αγίας Τριάδος, που είχαν δεχθεί και να αντιμετωπίσουν την φιλοσοφική ενασχόληση των εξελληνισμένων Χριστιανών - γνωστικών, που αλλοίωναν την αποκάλυψη. Πάντως, στην Αγία Γραφή υπάρχουν όλα τα νοήματα των όρων.

«Για τους Πατέρες της Εκκλησίας, το ότι έχει άλλη υπόσταση ο Πατήρ και άλλη ο Υιός, είναι ορολογία που δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη ούτε στην Καινή Διαθήκη. Αλλά υπάρχουν τα νοήματα».

Επομένως, η ορολογία «υπόσταση», «ουσία» κλπ. δεν δημιουργήθηκε για να καταλάβουμε τον Θεό, αλλά για να διαφυλαχθεί η εμπειρική αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε στους Αγίους, οι οποίοι έφθασαν στην θεωρία-θέα του Θεού, σε μια εποχή που υπήρχε σύγχυση. Άλλωστε, και στο θέμα αυτό, φαίνεται η διαφορά μεταξύ φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψεως.

«Εξ επόψεως φιλοσοφικής δεν υπάρχει πιο μεγάλη βλακεία να λες τρεις υποστάσεις και μία ουσία. Τελείως βλακεία είναι εξ επόψεως λογικής και φιλοσοφίας. Βλακεία σκέτη, δηλαδή. Αλλά όχι εξ επόψεως θεολογικής. Και γιατί όχι εξ επόψεως θεολογικής; Διότι, στο κάτω-κάτω της γραφής, αφού λέμε τρεις υποστάσεις και μία ουσία, ο Θεός ούτε υποστάσεις είναι ούτε ουσία είναι.

Και το άλλο που έχει σημασία είναι ότι, ενώ η Εκκλησία στην αρχή δέχθηκε να μιλάει για υποστάσεις ή τρεις ουσίες, τρεις υποστάσεις, δεν ήθελε να μιλήσει για μία ουσία, διότι η ουσία του Θεού είναι ανώνυμη και δεν έχει κανένα όνομα και δεν είναι μεθεκτή, δηλαδή ο άνθρωπος δεν έχει καμιά επαφή με την ουσία του Θεού. Έχει επαφή με τις ενέργειες του Θεού· ούτε με τις υποστάσεις μπορεί να ενωθεί ο άνθρωπος. Έχουμε μία υποστατική ένωση στον Χριστό.

Η Εκκλησία ήθελε να αποφύγει την ορολογία «μία ουσία» και, αφού δέχθηκε να μιλάει για μία ουσία, δεν άργησαν να αρχίσουν να μιλάνε για το "υπερούσιο”, δηλαδή "υπερούσιος κρυφιότης" κλπ. Πάλι έγινε διόρθωση, διότι η ουσία του Θεού δεν έχει ουσία, διότι ο Θεός είναι υπερούσιος. Ονόματα δεν αποδίδονται ποτέ στην ουσία, στην υπερούσιο κρυφιότητα. Αποδίδουμε ονόματα μόνον στις ενέργειες του Θεού και στις υποστάσεις, επειδή έχουμε ενσάρκωση, για να μπορούμε να ξεχωρίσουμε την υπόσταση του Λόγου από την υπόσταση του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, για να μη πιστέψουμε ότι έγινε μια ενσάρκωση ολοκλήρου της Αγίας Τριάδος. Έγινε ενσάρκωση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Και αυτή η διαφοροποίηση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος που έχει ενσαρκωθεί, αυτό υποχρέωσε την Εκκλησία να μιλάει για τρεις υποστάσεις, τρεις ουσίες στην αρχή. Και μετά, η αίρεση του Αρείου και του Σαβελλίου, υποχρέωσαν την Εκκλησία να μιλάει για μία ουσία.

Και εδώ έχουμε κάτι πολύ ωραίο. Υπάρχει ένα έργο, που αποδίδεται στον Αθανάσιο, το οποίο λέει ότι ο Θεός δεν είναι μονοούσιος. Και, επειδή το λέει αυτό, λένε ότι αυτό είναι νόθο σύγγραμμα, δεν είναι του Αθανασίου. Είναι δυνατόν ο Αθανάσιος να λέει ότι ο Θεός δεν είναι μονοούσιος; Ναι, αλλά βρες μου πού ο Θεός είναι μία ουσία; Λέει "ομοούσιος". Αλλά πουθενά δεν λέει ότι ο Θεός είναι μία ουσία. Λέει μία θεότης. Λέει μία ενέργεια, εν κράτος, όλα τα άλλα τα ονόματα τα λέει ένα είναι στον Θεό. Αλλά το "μία ουσία" εγώ τουλάχιστον προσωπικά δεν το 'χω βρει.

Γιατί δεν λέει ότι ο Θεός δεν είναι μονοούσιος; Διότι σε ορισμένα μέρη των συγγραμμάτων του λέει: «ουσία, ήτοι υπόστασις ή υπόστασις, ήτοι ουσία».

Στην πρώτη μορφή του Συμβόλου της Πίστεως της Νίκαιας λέει ότι ο Λόγος είναι εκ της υποστάσεως ή της ουσίας του Πατρός· είναι και οι δύο όροι. Δηλαδή, το ότι ο Λόγος είναι εκ της ουσίας ή της υποστάσεως του Πατρός, σημαίνει ότι είναι Θεός, διότι τα δημιουργήματα είναι εκ του μη όντος. Αυτή είναι μια τεχνική ορολογία, ότι τα κτίσματα είναι όλα εκ του μηδενός, ενώ ο Λόγος και το Πνεύμα είναι εκ της υποστάσεως του Πατρός».

Αργότερα, βέβαια, από τους Καππαδόκες Πατέρες, χωρίσθηκε η ουσία από την υπόσταση για να αντιμετωπισθεί άλλη αίρεση, και αυτή η διάκριση καθορίσθηκε από τους Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

«Βέβαια, οι Καππαδόκες Πατέρες δεν εφεύρον αυτήν την διάκριση. Υπήρχε η διάκριση αυτή. Την χρησιμοποιούσαν ορισμένοι ήδη, αλλά αυτοί έβαλαν την σφραγίδα τους και με το μεγάλο κύρος των Καππαδοκών, και μετά, είδαν οι άλλοι ότι ωραίο είναι αυτό, ωραία διατύπωση, και είναι ακριβής η διατύπωση.

Γιατί, με την διάκριση ουσίας και υποστάσεως, αποφεύγεται ο κίνδυνος του Παύλου του Σαμοσατέως, με το δικό του «ομοούσιος». Διότι, εφ' όσον υπήρχε ο κίνδυνος του Παύλου του Σαμοσατέως, το «ομοούσιος» να σημαίνει ταυτούσιος, εφ' όσον δεν ξεχωρισθεί η ουσία από την υπόσταση, οπότε το «ομοούσιος» σημαίνει ομοιοϋπόστατος, που σημαίνει ότι ο Πατήρ και ο Υιός έχουν μαζί την ίδια υπόσταση και την ίδια ουσία, οπότε καταντούν οι δύο να είναι ενέργειες του Θεού, να μην είναι πραγματικά πρόσωπα. Αυτή είναι η αίρεση του Σαβελλίου και του Παύλου του Σαμοσατέως.

Οπότε, διακρίνουν την ουσία από την υπόσταση. Έτσι, δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος να λένε «ομοούσιος», αλλ' όχι «ομοιοϋπόστατος». Ομοούσιος ο Υιός τω Πατρί, ομοούσιο το Πνεύμα τω Πατρί, ομοούσια τα πρόσωπα μεταξύ των, αλλ' όχι όμως ομοιοϋπόστατα. Διότι δεν έχουν μαζί την ίδια υπόσταση».

Δημιουργία αρχείου: 1-7-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 1-7-2015.

ΕΠΑΝΩ