Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιησούς Χριστός

Φανέρωση του Θεού εν Χριστώ // Απορίες για τις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος // Ο "Άγγελος Γιαχβέ" και η θέα του Θεού // Χριστός-Μεσσίας // Ιησούς Χριστός: Το Α και το Ω

Η Γέννηση και η Βάπτιση του Χριστού

και ο ρόλος τής Παναγίας

π. Ιωάννη Ρωμανίδη

 

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

 

Όταν ομιλούμε για γέννηση του Χριστού, κάνουμε λόγο για δύο γεννήσεις. Η μία είναι η προαιώνια γέννηση του Λόγου από τον Πατέρα, κατά την θεία φύση, και η άλλη είναι η εν χρόνω γέννηση από την Παναγία, κατά την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για τις δύο φύσεις που έχει ο Χριστός, την θεία και την ανθρώπινη.

«Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτός ο Λόγος, προ της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, είναι κατά πάντα όμοιος με τον Θεό, δεν είναι εκ του μηδενός. Γιατί ο Λόγος έχει δύο γεννήσεις. Η μία γέννηση προ των αιώνων και η άλλη γέννηση εν χρόνω, που είναι ως ανθρώπου γέννηση, η ενσάρκωση».

Αυτή η θεολογική αλήθεια είναι αποκαλυπτική και, κυρίως, είναι εμπειρική, αφού η θεωθείσα σάρκα του Χριστού γίνεται πηγή ζωής στα μέλη της Εκκλησίας, κυρίως στους Αγίους.

«Δεν είναι μόνο η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη που διδάσκουν καθαρά το γεγονός ότι ο Λόγος, ο Κύριος της δόξης, ο οποίος είναι φύσει Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα, αληθινά σαρκώθηκε και γεννήθηκε στην κανονική δική Του και ξεχωριστή ανθρωπότητα από την Παρθένο Μαρία -η οποία είναι κατά γράμμα και ως γεγονός και εν αληθεία Θεοτόκος ή Μητέρα του Θεού- και ο οποίος έτσι έγινε φύσει άνθρωπος και όχι μόνο με μιαν ενοίκηση και ο οποίος έτσι, ως Λόγος εν σαρκί, έγινε ο ίδιος ομοούσιος με μας με την ανθρωπότητα Του. Αυτή η αλήθεια αποκαλύπτεται καθαρά σ’ όλους εκείνους οι οποίοι έχουν φθάσει στην θέωση, από την οποία μαθαίνουν εμπειρικά ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος και φύσει Θεός και φύσει άνθρωπος και φύσει η πηγή της δόξας, μεταδίδοντας στην ανθρώπινη φύση Του την ύπαρξη της πηγής της δόξας, δια της οποίας η ίδια η σάρκα του Λόγου γίνεται πηγή της ζωής μας και ζωοδότρια, εξ αιτίας του ότι είναι ο ίδιος ο Λόγος εν σαρκί και χάριν της ένωσης και αντίδοσης των φυσικών ιδιωμάτων μεταξύ της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης του Λόγου».

Στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε η σκηνή του Μαρτυρίου, όπου διαφυλάσσονταν στα Άγια των Αγίων η στάμνα με το μάννα, οι πλάκες της Διαθήκης και η ράβδος του Ααρών. Τώρα, στην Καινή Διαθήκη, η σκηνή είναι η σάρκα που προσέλαβε από την Παναγία.

«Γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία αυτό το "ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν" (Ιωάννης α: 14). Αυτό το σκήνωμα, αυτό είναι η σκηνή, δηλαδή. Ο Θεός εσκήνωσεν εν ημίν. Πώς; Σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν».

«Η σκηνή του Μαρτυρίου είναι η κτιστή παραλλαγή του ακτίστου Ναού, διότι ο άκτιστος Ναός είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Λόγος, αυτός ο Άγγελος του Κυρίου. Γι' αυτό λέγει ο Χριστός: "εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί" (Ιωάννης ιδ', 10 & 11) κλπ. Το να είναι ο Χριστός εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν τω Χριστώ, στην Εβραϊκή γλώσσα σημαίνει ότι ο Χριστός είναι Ναός του Θεού. Επομένως, έχουμε τον άκτιστο Ναό, όπως έχουμε και τον άκτιστο Νόμο, που είναι ο Χριστός, και έχουμε κτιστό ναό, που είναι η σκηνή του Μαρτυρίου, την οποία κλείσανε εν συνεχεία μέσα στον ναό του Σολομώντος, Και γι' αυτό έχουμε την κατάργηση του κτιστού ναού, που είναι ο ναός του Σολομώντος, και την αντικατάσταση του κτιστού ναού του Σολομώντος με τον κτιστό Ναό, που είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού».

Πάντως, ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, είναι κατά πάντα όμοιος με τον Θεό Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα κατά την θεότητα, και όμοιος κατά πάντα με τον άνθρωπο, κατά την ανθρώπινη φύση...

«Το λέει ο Απόστολος Παύλος: "εικών του Θεού του αοράτου", ο Χριστός δηλαδή. Και όταν λέει "εικών", δεν εννοεί ως κτίσμα, διότι δεν μπορεί να υπάρχει κτιστή εικόνα του Θεού. Άλλο να λέμε εικόνα του Χριστού, τότε έχουμε εικόνα ενός κτίσματος, διότι ο Χριστός είναι άνθρωπος και έχουμε εικόνα του ανθρώπου Χριστού και όχι της θεότητος του Χριστού. Όταν όμως λέμε ότι ο Χριστός είναι εικών του Θεού, και, εφ' όσον ο Θεός δεν είναι ενσαρκωμένος, πώς μπορεί ο Θεός να έχει εικόνα κτιστή; Είναι εικών του Θεού του αοράτου ως άκτιστη πραγματικότητα, όχι ως κτιστή πραγματικότητα».

Η ενανθρώπιση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος ήταν στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού, διότι δια της ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου μπορούσε να γίνει η θέωση κάθε ανθρώπου. Μέσα σε αυτήν την προοπτική, η Θεοτόκος ήταν στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε ειδικό κείμενο «Περί της Κυρίας ημών Θεοτόκου», στο οποίο, παραθέτοντας λόγους Πατέρων, υποστηρίζει ότι «όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγεινε δια το τέλος τούτο, ήτοι δια την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος έγεινε δια τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».

«Η Παναγία είναι στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού, όπως λένε τα τροπάρια και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε, αυτό είναι περιγραφικό θέμα. Δεν είναι φιλοσοφικό, να λέμε, αν χρειάζεται η Παναγία για την ενσάρκωση ή όχι. Αυτό είναι γεγονός ότι είναι αειπάρθενος η Παναγία, δεν μπορούμε αυτό που είναι γεγονός να το φιλοσοφούμε και να λέμε μπορούσε να γινόταν η ενσάρκωση και χωρίς την Παναγία ή από μια μη Παρθένο Παναγία» .

Η Παναγία ήταν το καλύτερο δώρο της κτίσεως και των ανθρώπων στον Χριστό. Οι διαδοχικές καθάρσεις των Προπατόρων της, ο δικός της αγώνας και, κυρίως, η Χάρη του Θεού την κατέστησαν άξια να γίνει Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού. Στα άγια των Αγίων βίωσε την θέωση.

«Από την Παράδοση γνωρίζουμε περί της Θεώσεως της Παναγίας, που μπήκε τριών χρόνων μέσα στον Ναό, είχε φθάσει στα Αγια των Αγίων, που σημαίνει ότι η Παναγία τριών χρόνων είχε φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως. Αυτό σημαίνει ότι ζούσε μέσα στην δόξα του Θεού. Και είχε και θεοπτία από τριών χρόνων τουλάχιστον, και έτσι προετοιμαζόταν να είναι και Μητέρα του Θεού κ,ο. κ.». 

Ο Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα κατά την θεία Του φύση και ομοούσιος με εμάς κατά την ανθρώπινη φύση. Στην αρχαία Εκκλησία μερικοί ισχυρίσθηκαν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα και με την Μητέρα Του.

«Ο Χριστός είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού. Αυτό σημαίνει ότι είναι ομοούσιος ημίν ο Χριστός. Δεν μπορεί να είναι ομοούσιος τη μητρί αυτού και η μήτηρ αυτού ομοούσιος ημίν και να μην είναι ομοούσιος ημίν ο Χριστός».

Η Εκκλησία αποφάνθηκε με την Γ' Οικουμενική Σύνοδο ότι η Παναγία λέγεται Θεοτόκος, γιατί δεν εγέννησε έναν «ψιλό» άνθρωπο, αλλά τον Λόγο του Θεού. Έτσι, η διδασκαλία περί της Θεοτόκου συμπεριλαμβάνεται στο αλάθητο της Εκκλησίας.

Η Θεοτόκος κατέχει σημαντική θέση στην Εκκλησία.

«Στα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι παρούσα ολόκληρη η καθολική Εκκλησία, ο Χριστός μετά της Θεοτόκου, των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων».

Η σχέση των πιστών με την Εκκλησία είναι πνευματική. Όποιος αγαπά τον Χριστό, αγαπά και την Παναγία που υπούργησε το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, από την οποία προσέλαβε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση και την θέωσε. Γι' αυτό η σχέση με την Παναγία δεν είναι απλώς συναισθηματική, αλλά πνευματική.

Η δόξα της Θεοτόκου δεν είναι μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά εμπειρική, αφού πολλοί Άγιοι είδαν την δόξα της Θεοτόκου.

Πάντως, η ανθρώπινη φύση που προσλήφθηκε από τον Λόγο και ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, ασυγχύτως, θεώθηκε «άμα τη προσλήψει» στην κοιλία της Θεοτόκου. Οπότε, στον Χριστό δεν υπάρχει σταδιακή τελείωση, όπως συμβαίνει στον άνθρωπο. Ο Χριστός είναι Θεός κατ' ουσίαν, ενώ ο άνθρωπος κατά μετουσίαν. Ακόμη, ο Χριστός, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, ποιεί την θέωση, είναι Αυτός πηγή της Θεώσεως των ανθρώπων και δεν πάσχει την θέωση. Έτσι, ο Χριστός είναι Θεός και θεοποιός, όπως και τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ενώ ο άνθρωπος είναι Θεούμενος. Αυτήν την θεωθεισα ανθρώπινη φύση ο Χριστός την αποκάλυψε στους ανθρώπους σταδιακά.

«Δεν μπορεί να υπάρξει πιθανότητα για τον Χριστό να έχει περάσει από τα επίπεδα της τελείωσης, της κάθαρσης και του φωτισμού για να φθάσει την θέωση ή θεωρία. Δεν υπήρχε καμιά πρόοδος προς την τελείωση, στον Χριστό, μια και Αυτός είχε την θέωση ή την θεωρία ή την συμμετοχή στην ένωση της άκτιστης δόξας από την ίδια την σύλληψη της ανθρώπινης φύσης Του στην μήτρα της Θεοτόκου.

Και αυτό Αυτός το είχε όχι χάριτι Θεού, αλλά φύσει, μια και ο ίδιος ήταν φύσει Θεός και η ίδια η υπόστάση του Λόγου, ο οποίος μόνος από την Αγία Τριάδα έγινε φύσει άνθρωπος, ενώνοντας τον εαυτό Του με την δική Του κανονική ανθρώπινη φύση, με όλα τα φυσικά ιδιώματά της, και την θέληση και ενέργεια κοινή στην ανθρώπινη φύση γενικά.

Ο Χριστός αποκάλυψε σταδιακά τα επίπεδα της τελείωσης εν εαυτώ, (δηλαδή την θέωση της ανθρώπινης φύσεως στον εαυτό Του) για να είναι ένα παράδειγμα σ’ εκείνους που βρίσκονται στον δρόμο προς την τελείωση. Έτσι, προσέλαβε όλα όσα ήταν κοινά στην ανθρώπινη φύση, εκτός από την αμαρτία, όχι με μια έξωτερική δοκητική επίδειξη για να ξεγελάσει τους θεατές της ανθρώπινης ζωής Του, αλλά στην πραγματικότητα».

«Μετά την ενσάρκωση του Λόγου, αυτός ακριβώς ο ίδιος τρόπος αποκαλύψεως και δοξασμού που γινόταν στους Προφήτες, επαναλαμβάνεται στους Αποστόλους, έκτος του ότι τώρα ο Λόγος αποκαλύπτει τον εαυτό Του στην φυσική και άκτιστη δόξα της κοινής Του φύσης με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, δια μέσου της δικής Του ανθρωπότητας που δεν προόδευσε προς την συνεχή θέα της θεϊκής δόξας, αλλά η οποία δοξάσθηκε και θεώθηκε με την ένωσή της, όχι χάριτι, αλλά φύσει με τον Λόγο από την έναρξη της ύπαρξης Του στην μήτρα της Θεοτόκου.

Ο Χριστός δεν προόδευσε ως άνθρωπος στην θέωση, αλλά συνελήφθη ως θεωμένος άνθρωπος, όχι δυνάμει της ένωσης των  Αγίων με την θεϊκή δόξα, αλλά δυνάμει της μιας μοναδικής φυσικής ή υποστατικής ένωσης με την θεϊκή φύση και ενέργεια.

Έτσι, ο Χριστός, ως άνθρωπος, συμμετέχει φύσει στην θεία δόξα και είναι η φυσική πηγή αυτής της δόξας. Η θέωση των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων είναι Χάριτι ένωση με την φυσική δόξα και ενέργεια της θείας φύσης, αλλά η θέωση της ανθρώπινης φύσης του Λόγου είναι η υποστατική της ένωση με τον Θεό Λόγο και η επακόλουθη ένωση με την θεία φύση. Όλα τα θεωμένα κτίσματα βλέπουν και μετέχουν στην θεία δόξα. Μόνον ο Χριστός, επειδή Αυτός είναι φύσει ο Λόγος, βλέπει και μετέχει φύσει στην Θεία Ουσία».

Αυτό το καταλαβαίνουν οι Άγιοι από την εμπειρία τους, όταν φθάνουν στην θέωση. Την θεωρία της δόξης του Χριστού στην ανθρώπινη φύση Του. Καταλαβαίνουν ότι ο Χριστός είναι πηγή του άκτιστου Φωτός, ενώ οι ίδιοι είναι μέτοχοι του Φωτός.

Η από την αρχή τελειότητα του Χριστού φανερώθηκε σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και κατά την πάλη Του με τον διάβολο.

«Στον Χριστό αυτή η κατάσταση της τελείωσης ήταν φυσική και όχι επίκτητη. Είναι γι' αυτόν τον λόγο που η πάλη Του με τον διάβολο στην έρημο και η σαρανταήμερη νηστεία Του δεν ήταν μια απόκτηση, αλλά μια φανέρωση της τελείωσης και ταυτόχρονα μια πραγματική πάλη με τους πειρασμούς όχι από μέσα, αλλά από τον διάβολο».

Ο Χριστός προσέλαβε εκουσίως το παθητό και το φθαρτό της ανθρωπίνης φύσεως, γιατί σαρκώθηκε πραγματικά, αλλά τα λεγάμενα αδιάβλητα ή φυσικά πάθη στον Χριστό -πείνα, δίψα, κόπος, ύπνος- δεν ενεργούσαν αναγκαστικά, αλλά η θεία φύση του Χριστού εξουσίαζε πάνω σε αυτά. Γι' αυτό ο Χριστός, όταν ήθελε πεινούσε, όταν ήθελε διψούσε, όταν ήθελε κοιμόταν ή ξεκουραζόταν.

Αυτό οι Άγιοι, εν μέρει το καταλαβαίνουν από την πείρα τους, διότι και αυτοί όταν φθάνουν στην κατά Χάρη θέωση βλέπουν την αναστολή των φυσικών και αδιαβλήτων παθών, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου κλπ. Αυτό γινόταν φυσικώς στον Χριστό, αφού ήταν αληθινός Θεός, και η ανθρώπινη φύση ακολουθούσε την θεία φύση.

«Ο ενσαρκωμένος Λόγος όχι μόνο κατέχει την κατάσταση της θεωρίας φύσει και όχι χάριτι, αλλά είναι ο ίδιος, ακόμη και ως άνθρωπος, η ίδια φυσική πηγή της θέωσης και δόξας. Αν μερικά από τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη αναστέλλονται για εκείνους οι οποίοι Χάριτι είναι σε μια προσωρινή κατάσταση δοξασμού, πολύ περισσότερο θα έπρεπε αυτά τα πάθη, να μην έχουν καμιά φυσική θέση στον Χριστό, ο οποίος είναι φύσει θεωμένος και η πηγή του δοξασμού ως άνθρωπος.

Έτσι, ένας μπορεί να δει γιατί είναι ένα βασικό δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι ο Λόγος ως άνθρωπος θέλει να έχει και να συμμετέχει στα φυσικά και αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη, και συμμετέχει πράγματι σε αυτά, μεταμορφώνοντάς τα σε πηγή σωτηρίας μας και ως μέσα με τα οποία εμείς οι ίδιοι νικάμε τον διάβολο και περνάμε από τα στάδια της κάθαρσης και του φωτισμού στον δρόμο μας προς τον δοξασμό. Από την μια αυτά τα πάθη είναι ένα αποτέλεσμα της πτώσης, όμως ταυτόχρονα, με την δόξα του Σταυρού γίνονται η πηγή της σωτηρίας, της τελείωσης και του δοξασμού μας και τα μέσα με τα οποία ο διάβολος ηττάται και καταστρέφεται.

Έτσι, ο διάβολος καταστρέφεται, παραδόξως, μέσω των ιδίων των παθών, με τα οποία προσπαθεί να καταστρέψει τον άνθρωπο. Το πιο βασικό όπλο με το οποίο ο Σατανάς προσπαθεί να καταστρέψει τον άνθρωπο είναι ο θάνατος, αλλά μέσω του θανάτου ο Χριστός και οι Άγιοι καταστρέφουν τον διάβολο».

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, είναι πανταχού παρών στον κόσμο κατ’ ενέργεια και όχι κατ’ ουσίαν. Όμως, ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι απών από τον κόσμο κατ’ ουσίαν ως Λόγος, αλλά «η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πανταχού παρούσα κατ’ ουσίαν», λόγω της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Και αυτό το θέμα συνδέεται με την διδασκαλία περί ουσίας και ενεργείας του Θεού αλλά και της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στον Χριστό.

«Το θεμέλιο αυτής της διδασκαλίας είναι η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως. Οι διακρίσεις αυτές που κάνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, διότι γνωρίζουν εξ ιδίας εμπειρίας ότι στην εμπειρία της Θεώσεως ο θεούμενος είναι ενωμένος με τον Θεό κατ’ ενέργειαν».

Κατά την Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος αξιώθηκε της εμπειρίας του Τριαδικού Θεού.

«Και εγένετο εν ταις ημέραις εκείναις ήλθεν ο Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίος και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου εις τον Ιορδάνην. Και ευθέως αναβαίνων από του ύδατος είδε σχιζομένους τους ουρανούς και το Πνεύμα ως περιστεράν καταβαίνον επ' αυτόν και φωνή εγένετο εκ των ουρανών: συ ει ο Υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ηυδόκησα» (Μάρκος α: 9-11).

«Για τον Πρόδρομο, τουλάχιστον για την μέρα της Βαπτίσεως, είναι η εμπειρία της Θεώσεως. Όταν είδε ανεωγμένους τους ουρανούς κλπ., σημαίνει ότι είχε αποκάλυψη της ακτίστου δόξης του Χριστού. Γι' αυτό και ψάλλουμε στο τροπάριο των Θεοφανείων, ότι απεκαλύφθη στην Βάπτιση η Αγία Τριάδα. Πώς αποκαλύπτεται στην Βάπτιση η Αγία Τριάδα; Με την φανέρωση της δόξης του Θεού, η οποία είναι η εμπειρία της Θεώσεως για τον Βαπτιστή Ιωάννη».

Δημιουργία αρχείου: 23-3-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 23-3-2016.

ΕΠΑΝΩ