Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς

Φραγμός στην εκμετάλλευση της απειρίας των άλλων

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Σύντομες Μελέτες

Η σημασία τού ονόματος "Γιαχβέ" || Ονομάζεται "Γιαχβέ" μόνο ο Πατέρας;

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας και η λέξη Ιεχωβά:

Απάντηση στις θεωρίες «συνωμοσίας» των λεγομένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά»

Τού Παναγιώτη

 

Εισαγωγικά

Είναι γνωστή η εμμονή των λεγομένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά» (στο εξής Μ.τ.Ι.) με την τεχνητή λέξη «Ιεχωβά» (δείτε και το σχετικό άρθρο στον «Αντιαιρετικό»).

Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι:

«Χωρίς αμφιβολία ο καθένας που γνωρίζετε έχει κάποιο όνομα. Ο Θεός έχει και αυτός ένα προσωπικό όνομα που τον ξεχωρίζει από όλους τους άλλους […] η λέξη ‘Θεός’ είναι απλώς ένας τίτλος, όπως ακριβώς οι λέξεις ‘Πρόεδρος’, ‘Βασιλιάς’ και ‘Δικαστής’»[1].

Όπως είναι αναμενόμενο, οι Μ.τ.Ι. προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιολογήσουν την εμμονή τους στη λέξη «Ιεχωβά», και έτσι, το κείμενο αυτό γράφτηκε με σκοπό να ενημερώσει τους αναγνώστες για μία από τις τακτικές που ακολουθούν, με στόχο την δημιουργία απατηλής σύγχυσης σε Ορθοδόξους συνομιλητές τους.

Η τακτική αυτή έχει ως εξής:

Σε περίπτωση που κάποιος Ορθόδοξος, ασκήσει κριτική ότι το «Ιεχωβά» δεν έχει καμιά αξία για τη Σωτηρία μας, και είναι ένα όνομα τεχνητό, προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας, και χωρίς ερείσματα στις αρχαίες πηγές, οι Μ.τ.Ι. έχουν πρόχειρες δύο φωτοτυπίες με τις οποίες τάχα «αποδεικνύουν» ότι οι Ορθόδοξοι δεν μπορούν να τους κατηγορούν, αφού χρησιμοποιούσαν αρχικά στην Καινή Διαθήκη το όνομα «Ιεχωβά» και κατόπιν το αφαίρεσαν!

 

Βεβαίως, όλ’ αυτά, αποτελούν ένα ανούσιο λογοπαίγνιο των Μ.τ.Ι., το οποίο όμως διατυπώνεται με πομπώδη σοβαροφάνεια. Ποιος όμως να ξεγελαστεί; Αν είχαν στα χέρια τους ένα τόσο «συγκλονιστικό» εύρημα, θα έπρεπε να το στηρίξουν επάνω σε μαρτυρίες αρχαίων χειρογράφων που περιέχουν το πρωτότυπο, αρχαίο κείμενο της Καινής Διαθήκης. Εκείνοι όμως, αντιθέτως, μας δείχνουν φωτοτυπίες από την γνωστή… μετάφραση του Παναγιώτη Τρεμπέλα με τίτλο, «Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας» (εκδόσεις «ο Σωτήρ»)! Οι φωτοτυπημένες αυτές σελίδες, προέρχονται από την 13η έκδοση του 1973 και περιλαμβάνουν μια ερμηνεία του Τρεμπέλα στο εδάφιo Λουκ. 19,14 και την εισαγωγική παράγραφο που προηγείται του 11ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης του Ιωάννη, γραμμένη φυσικά πάλι από τον Τρεμπέλα. Στις φωτοτυπίες αυτές φαίνεται η λέξη «Ιεχωβά», η οποία όμως σε κάποια μεταγενέστερη ανατύπωση, αντικαταστάθηκε από τους εκδότες (και πολύ σωστά) με το «Θεός». Όμως, η αλλαγή αυτή και η εμφάνιση-εξαφάνιση της λέξης «Ιεχωβά» από τη μετάφραση, θα μπορούσε να αιφνιδιάσει κάποιον μη ενημερωμένο Χριστιανό και αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι Μ.τ.Ι.

Το πρώτο μας σχόλιο επάνω σε αυτά, είναι το εξής: οι Μ.τ.Ι., επειδή διδάσκονται να διαβάζουν τη Γραφή μόνο από τη Μετάφραση του Νέου Κόσμου (δηλ. από την επίσημη μετάφραση της αίρεσης) θεωρούν αυτονόητο ότι μια μετάφραση του κειμένου της Καινής Διαθήκης είναι τόσο σημαντική όσο και το πρωτότυπο κείμενο. Όμως, στην Ορθοδοξία αυτό δεν συμβαίνει. Ουδέποτε μια μετάφραση πήρε ή θα πάρει τη θέση του πρωτοτύπου κειμένου. Βεβαίως, από το 1911 έχει οριστεί πως κάθε επίσημη μετάφραση θα πρέπει να έχει την έγκριση του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, και αργότερα (1952) προστέθηκε η επισήμανση ότι η έγκριση μπορεί να προέρχεται και από την Εκκλησία της Ελλάδος[2] (ο όρος «επίσημη μετάφραση» δεν περιλαμβάνει έργα με χαρακτήρα ποιητικό-λογοτεχνικό).

Η έγκριση όμως αυτή, της Εκκλησίας της Ελλάδος ή του Πατριαρχείου, δεν θα πρέπει να παρεξηγείται ότι αποφαίνεται περί «αλαθήτου» του κάθε μεταφραστή! Η έγκριση αυτή αποτελεί μια έγκυρη «γνώμη» (όρος που χρησιμοποιείται στις εγκρίσεις αυτές) ότι η μετάφραση δεν περιέχει σοβαρά δογματικά λάθη και «συμβάλλει» (όρος που επίσης χρησιμοποιείται στις εγκρίσεις) στην κατανόηση του κειμένου της Καινής Διαθήκης.

Και βεβαίως, η Εκκλησία, ως κατεξοχήν Λειτουργικό σώμα, ουδέποτε ενέκρινε το προτεσταντικό δόγμα, «Sola Scriptura» (=«Μόνο η Αγία Γραφή»), και όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής Ιωάννης Γαλάνης:

«Η ασφαλέστερη χρήση και ερμηνεία της Αγίας Γραφής γίνεται μέσα στην Εκκλησία και εκφράζεται στη θεία λατρεία και γενικά σε κάθε λατρευτική της εκδήλωση. Όμως και η κατ’ ιδίαν χρήση της Αγίας Γραφής εκπληρώνει το σκοπό της, όταν είναι στενά συνδεδεμένη με τη χρήση της και στη θεία λατρεία. Χωρίς αυτή βρίσκεται έξω από το πνεύμα της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή πρέπει ν’ αναγινώσκεται, να μελετάται και να κατανοείται κατ’ ιδίαν, αλλά παράλληλα να ερμηνεύεται και να βιώνεται με την ενεργό συμμετοχή του πιστού στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας»[3].

Άρα λοιπόν, η «γνώμη» της Ιεράς Συνόδου για τη «συμβολή» μιας μετάφρασης στην κατανόηση του Ιερού Κειμένου, είναι επαρκείς πληροφορίες για εκείνον τον Χριστιανό που συμμετέχει ενεργά στην Λειτουργική και Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, και έτσι σε καμία περίπτωση δεν κινδυνεύει να πλανηθεί, από μια αβλεψία που μπορεί να περιέχει μια εγκεκριμένη μετάφραση.

Από την άλλη, ο Τρεμπέλας και όποιος άλλος στη θέση του, μπορεί να είναι ένας άνθρωπος με επαρκή μαρτυρία καλών προθέσεων, όμως δεν κατέχει το «αλάθητο» και με αυτή τη σκέψη πρέπει να μελετάται οποιοδήποτε κείμενό του. Αυτό, βεβαίως, δεν το λέμε για να υπονοήσουμε ότι η χρήση του «Ιεχωβά» από τον Τρεμπέλα ήταν κάποιο «λάθος»! Σε καμία περίπτωση. Αυτό το θέμα είναι ανάξιο σοβαρής συζήτησης, και ο μόνος λόγος που το σχολιάζουμε είναι η προσπάθεια των Μ.τ.Ι. να ξεγελάσουν ανθρώπους.

Με το άρθρο αυτό λοιπόν, θα εξηγήσουμε όλα όσα χρειάζεται ώστε ν’ αποκαλυφθεί το απλοϊκό αυτό τέχνασμα, αφού όμως πρώτα αναφερθούμε, σε κάποια βασικά πράγματα που έχουν σχέση με την ιστορία της κατασκευασμένης λέξης «Ιεχωβά».

 

Το τετραγράμματο όνομα και η σημασία του για τους Ορθοδόξους

Όπως είδαμε λοιπόν, οι Μ.τ.Ι. ισχυρίζονται ότι ο Θεός έχει ένα όνομα, όπως όλοι μας, και έτσι πρέπει να τον φωνάζουμε.

Το όνομα αυτό το βρήκαν στη βιβλική διήγηση όπου περιγράφεται η θεοφάνεια στη φλεγόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ (Έξοδ. 3,1-16). Στη συγκεκριμένη διήγηση και στα εδάφια Έξοδ. 3,13-14 της εβραϊκής βίβλου[4], ο Μωυσής λέει στον Θεό: «αυτοί όμως [ενν. οι Ισραηλίτες] θα με ρωτήσουν ‘’ποιο είναι το όνομά του;’’ Τι θα τους πω;». Ο Θεός τότε, αυτοπροσδιορίζεται με μια λέξη που (στο εβραϊκό κείμενο εννοείται) αποτελείται από τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα YHWH (οι Ιουδαίοι δεν χρησιμοποιούσαν φωνήεντα) και η λέξη αυτή, λέγεται αλλιώς και Τετραγράμματο (στα ελληνικά, τα τέσσερα γράμματα αντιστοιχούν στα ΓΧΒΧ).

Όπως εξηγεί ο Ιερεμίας Φούντας:

«Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστός ο αρχικός φωνηεντισμός του θείου ονόματος […] Η άγνοια αύτη προέρχεται εκ του ότι εις τους μετέπειτα χρόνους οι Εβραίοι, ένεκα θρησκευτικού δέους, απέφευγον την εκφώνησιν του ονόματος του Θεού, όπου δε συνήντων εις το ιερόν κείμενον το λεγόμενον τετραγράμματον […] οι Ραββίνοι εις την θέσιν του τετραγραμμάτου ανεγίνωσκον την λέξιν ‘’Αδωνάιγ’’ (Κύριος)»[5].

Τελικά όμως, με την τακτική αυτή ξεχάστηκε η αρχική προφορά του Τετραγράμματου.

Με το πέρασμα των χρόνων όμως, και με τις διάφορες προσπάθειες προσθήκης φωνηέντων στα τέσσερα σύμφωνα, δημιουργήθηκε και η τεχνητή προφορά «Ιεχωβά» (μαρτυρούμενη μάλλον από το 1270[6]), χωρίς στηρίγματα σε αρχαίες μαρτυρίες, την οποία μάλιστα, σύμφωνα με την «Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια», απορρίπτουν και οι ίδιοι οι Ιουδαίοι:

«Είναι μια χριστιανικής προέλευσης, εσφαλμένη απόδοση του εβραϊκού ΓΧΒΧ, σχεδόν απόλυτα περιφρονημένη από τους Εβραίους» (στο πρωτότυπο: «JEHOVAH: A mispronunciation (introduced by Christian theologians, but almost entirely disregarded by the Jews) of the Hebrew Yhwh’»). Παραδόξως όμως, και παρά το γεγονός ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, μας παρέδωσαν κάποιες εκδοχές προφοράς του Τετραγράμματου, η τεχνητή και αυθαίρετη εκδοχή «Ιεχωβά» επέζησε για αρκετούς αιώνες!

Βεβαίως, για τους Ορθοδόξους ουδεμία σημασία έχει κάποια επίκληση του Θεού με εβραϊκές λέξεις. Η επίσημη Παλαιά Διαθήκη των Ορθοδόξων είναι η λεγόμενη «Μετάφραση των Εβδομήκοντα» (ή Μετάφραση των Ο΄), εγκεκριμένη από τον ίδιο τον Ιησού και τους Αποστόλους, οι οποίοι την χρησιμοποίησαν τόσο πολύ μέσα στα Ιερά Κείμενα, ώστε να μπορούμε σήμερα να πούμε ότι «αποτελεί τη Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης»[7]. Και βεβαίως, η Μετάφραση των εβδομήκοντα χρησιμοποιήθηκε όλους τους αιώνες, στη Θεία Λατρεία καθώς και στα Πατερικά και Συνοδικά κείμενα της Ορθοδοξίας[8].

Έτσι, στο εδάφιο Έξοδ. 3,14 της Μετάφρασης των εβδομήκοντα, τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα YHWH αποδόθηκαν με τις ελληνικές λέξεις, «Εγώ ειμί ο Ων», με τις οποίες «εκφράζεται και η παραδοσιακή κατανόηση του θείου Ονόματος, δηλ. η αΐδια ύπαρξη και το αιώνιο παρόν του Θεού, που διατρέχει τη θεολογία στον Ιουδαϊσμό, στην Κ. Διαθήκη και στην παράδοση της Εκκλησίας»[9].

Όπως μας διδάσκει ο Μέγας Αθανάσιος:

«Όταν ακούωμεν ‘Εγώ ειμι ο Ων’ […] ουχ έτερόν τι αλλ’ αυτήν την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του όντος ουσίαν νοούμεν»[10].

 

Αυτό σημαίνει ότι οι Ορθόδοξοι, στο Έξοδ. 3,14 και στο εβραϊκό Τετραγράμματο, δεν βλέπουν κάποιο όνομα με το οποίο πρέπει να φωνάζουμε τον Θεό (όπως π.χ. το Ιωάννης ή το Πέτρος), αλλά βλέπουν τον Θεό να αυτοπροσδιορίζεται οντολογικά:

Ο Θεός είναι «ο αιωνίως υπάρχων»[11], είναι αυτός που Υπάρχει σε αντίθεση με «τους θεούς των άλλων εθνών, οι οποίοι δεν υπάρχουν»[12], ενώ δηλώνεται επιπλέον η αυθυπαρξία και η αιωνιότητά Του, σε σχέση με «την φθορά και την αλλοίωση της υλικής πραγματικότητας, που γνωρίζει ο άνθρωπος»[13].

Κάνοντας λοιπόν ένα ακόμα σχόλιο για το θέμα Τρεμπέλας-«Ιεχωβά», μπορούμε να πούμε ότι από τη στιγμή που οι Εβραίοι δέχονται ως Θεό τους μόνο τον Θεό-Πατέρα, και δέχονται ότι αυτοπροσδιορίζεται με το Τετραγράμματο, και εφόσον μία από τις προφορές του Τετραγράμματου (έστω και λάθος) ήταν το «Ιεχωβά», δεν υπάρχει τίποτε το περίεργο στη χρήση του από έναν επιστήμονα. Και βεβαίως, θυμίζουμε ότι η χρήση του «Ιεχωβά» από τον Τρεμπέλα γίνεται κυρίως για να προσδιορίσει την εβραϊκή πίστη στον Θεό, η οποία φυσικά έχει απορριφθεί από την Καινή Διαθήκη (Α΄ Ιωάν. 2,22-23).

Εάν με το Τετραγράμματο, οι Εβραίοι προσδιόριζαν τον Τριαδικό Θεό, δηλαδή, ονόμαζαν με τον τίτλο «ο Ων» (ή Γιαχβέ) και τον Πατέρα, και τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα, τότε η πίστη τους αυτή θα ήταν αποδεκτή από την Καινή Διαθήκη. Η ιουδαϊκή όμως πίστη (και κατ’ επέκταση η πίστη των Μ.τ.Ι.) σύμφωνα με την οποία γίνεται αποδεκτό πως το Τετραγράμματο ορίζει μόνο τον Πατέρα, σαφώς απορρίπτεται ως απιστία και αθεΐα:

Διότι, οφείλουν «πάντες τιμώσι τον υιόν καθώς τιμώσι τον πατέρα. ο μη τιμών τον υιόν ου τιμά τον πατέρα» (Ιω. 5,23). Μάλιστα, «ούτός εστιν ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιόν· πας ο αρνούμενος τον υιόν ουδέ τον πατέρα έχει» (Α΄ Ιωάν. 2,22-23), και ακόμα περισσότερο, «πας ο προάγων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού θεόν ουκ έχει» (Β΄ Ιωάν. 9).

Άρα, ακόμα και από την άποψη αυτή, οι Μ.τ.Ι. βρίσκονται εκτός χριστιανισμού, αφού υιοθέτησαν ως Θεό τους εκείνον που τους υπέδειξαν οι «αρνούμενοι τον Υιό» Ιουδαίοι! Είναι πράγματι εντυπωσιακό, μία σέκτα που θέλει να ονομάζεται χριστιανική, ν’ αναζητά τον Θεό της με βάση τα δεδομένα που της δίνει ένας λαός που δεν δέχτηκε ούτε τον Υιό, ούτε την Καινή Διαθήκη! Πραγματικά, η αντιφατικότητα των Μ.τ.Ι. είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά τους.

 

Η Καινή Διαθήκη ορίζει ότι κανένα απολύτως όνομα δεν επιτρέπεται να θεωρούμε ανώτερο από το «Ιησούς»

Εκτός των παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε κανένα απολύτως εδάφιό της Καινής Διαθήκης, δεν συναντάμε το Τετραγράμματο, ούτε κάποια επίκληση του Θεού με το όνομα Ιεχωβά ή έστω Γιαχβέ[14]. Πώς λοιπόν μια θρησκευτική ομάδα όπως οι Μ.τ.Ι., που θέλει να ονομάζεται «χριστιανική», επικαλείται ως «σωτήριο» και σημαντικό, ένα όνομα που δεν υπάρχει καν στη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων; Από πουθενά (εκτός της φαντασίας των Μ.τ.Ι.) δεν μπορεί να προκύψει ότι οφείλουμε να επικαλούμαστε τον Θεό με το όνομα «Ιεχωβά» (ή έστω τον Θεό-Πατέρα, μια που οι Μ.τ.Ι. αρνούνται την ισοθεΐα Υιού και Αγίου Πνεύματος).

Η διδασκαλία της Καινής Διαθήκης είναι σαφής:

1) «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19)

Και όχι: «Εις το όνομα του Ιεχωβά και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

 

2) «Ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς· Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»· (Ματθ. 6,9)

Και όχι: «Ιεχωβά ημών ο εν τοίς ουρανοίς».

 

3) «Όταν προσεύχησθε λέγετε· Πάτερ, αγιασθήτω τό όνομά σου»· (Λουκ. 11,2)

Και όχι: «Ιεχωβά αγιασθήτω το όνομά σου».

 

Άρα, η διαφορά και η απόστασή μας από τους Μ.τ.Ι. είναι μεγάλη.

Εκείνοι λένε:

«Παρότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πώς ακριβώς προφερόταν το όνομα του Θεού, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η χρήση του ονόματός του μας φέρνει πιο κοντά σε εκείνον. Θα θέλατε να σας αποκαλούν οι φίλοι σας «κύριε» ή «κυρία», ή σας αρέσει περισσότερο να σας φωνάζουν με το προσωπικό σας όνομα;»[15].

Οι Ορθόδοξοι όμως λένε:

Εκείνοι που ζουν έξω από το σπίτι Του, έξω από την Εκκλησία Του, μπορούν να τον φωνάζουν όπως όλοι οι ξένοι. Εκείνοι όμως που μένουν στο σπίτι Του, στην Εκκλησία Του, και είναι παιδιά Του, τον φωνάζουν με το πιο οικείο όνομα που υπάρχει: Πατέρα.

 

4) Ακόμα και όταν επικαλείται τον Πατέρα στα εβραϊκά, ο Χριστός δεν τον καλεί «Ιεχωβά», αλλά «Ηλί»: «Ηλί, Ηλί λεμά σαβαχθανί;» (Ματθ. 27,46)

Και όχι: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, λεμά σαβαχθανί;»

Και μάλιστα, οι ευαγγελιστές αποδεικνύουν ότι καμία υποχρέωση επίκλησης του Θεού στα εβραϊκά δεν έχουμε, και γι’ αυτό μας παραδίδουν το εδάφιο και σε μετάφραση:

«Τούτ’ έστιν· Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46)

Και όχι: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, ινατί με εγκατέλιπες;».

 

5) Άλλωστε, εντολή της Καινής Διαθήκης είναι, ότι κανένα απολύτως όνομα δεν επιτρέπεται να θεωρούμε ανώτερο από το «Ιησούς»:

«Διό και ο θεός αυτόν υπερύψωσεν και εχαρίσατο αυτώ το όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη» (Φιλ. 2,9-10).

Και από κανένα άλλο όνομα εκτός από το «Ιησούς Χριστός» δεν αναμένουμε τη Σωτηρία:

 «… εν τώ ονόματι Ιησού Χριστού τού Ναζωραίου όν υμείς εσταυρώσατε […] ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γάρ όνομά εστιν έτερον υπό τόν ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δεί σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4,10-12).

 

Άρα, μόνο το Ιησούς Χριστός είναι το Σωτήριο όνομα που βρίσκεται πάνω απ’ όλα τα ονόματα.

 

Η προφορά του Τετραγράμματου στις αρχαίες χριστιανικές πηγές και η λέξη «Ιεχωβά» στην ελληνική βιβλιογραφία κατά τον 19ο και 20ο αιώνα

Προκειμένου να δούμε τους λόγους για τους οποίους ο Παναγιώτης Τρεμπέλας χρησιμοποίησε την λέξη «Ιεχωβά» στα κείμενά του, και για ποιον λόγο αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα στην «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας», χρήσιμο θα ήταν να κάνουμε μια γενική επισκόπηση της θέσης του όρου «Ιεχωβά» στη γραμματεία.

Σε σχέση με τις αρχαίες μαρτυρίες, πραγματικά το «Ιεχωβά» παρουσιάζεται εντελώς αστήρικτο στις πηγές:

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδίδουν διαφόρως το τετραγράμματον. Ούτως οι Ειρηναίος [2ος αι.] και Ωριγένης [3ος αι.] έχουν την μορφήν ‘’Ιαώ’’. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς [2ος - 3ος αι.] ανέγνωσε το όνομα ‘’Ιαού’’ και ο Θεοδώρητος Κύρου [5ος αι.] μαρτυρεί ότι οι Σαμαρείται προέφερον το όνομα ‘’Ιαβέ’’· ομοίως και ο Επιφάνιος [4ος αι.] αναφέρει ότι αίρεσις τις προέφερε το όνομα ‘’Ιαβέ’’»[16].

Και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας προσθέτει:

«Ο Κλήμης ... γράφει αυτό ‘’Ιαουέ ο μεθερμηνεύεται ο Ων και ο εσόμενος’’. Ο Ωριγένης προφέρει αυτό Ιαώ ... είναι δε γνωστή εις αυτόν και η ονομασία Ιαωία ή κατ’ άλλην γραφήν Ιά ... Ο Επιφάνιος αναφέρει ονομασίας την Ιά και Ιαβέ ‘’ός ην και έστιν ο αεί Ων’’»[17].

Με το πέρασμα του χρόνου, οι ερευνητές επανεξετάζοντας τα δεδομένα, θεώρησαν περισσότερο αυθεντική την προφορά Γιαχβέ, με αποτέλεσμα, «αν και οι χριστιανοί ερευνητές μετά την Αναγέννηση και τη Μεταρρύθμιση χρησιμοποιούσαν τον όρο Ιεχωβάτον 19ο  και 20ο αι. οι βιβλικοί ερευνητές άρχισαν να χρησιμοποιούν πάλι τον τύπο Γιαχβέ»[18].

Στη χώρα μας πάντως, η τάση αυτή επιστροφής στο «Γιαχβέ» συντελέστηκε προς το τέλος της προαναφερομένης περιόδου. Από προσωπική μας έρευνα, είδαμε ότι κατά τον 19ο αιώνα, στην ελληνική βιβλιογραφία κυριαρχεί η εκδοχή «Ιεχωβά», και μάλιστα, είναι εντυπωσιακή η μαρτυρία του Ειρηναίου Ασωπίου (γνωστός λόγιος, Κέρκυρα 1825-Αθήνα 1905[19]) που σημειώνει:

«Η κατά την μασσορετικήν στίξιν προφορά Iehovha, Ιεχωβά, ως καλείται σήμερον ο θεός των Εβραίων και ή ακολουθούμεν ενταύθα ως τη μάλλον συνήθει, είναι εν χρήσει μόνον από της ΙΖ΄ μ.Χ. εκατονταετηρίδος, δι’ ό και ορθώτερος θεωρείται ο σχηματισμός Iahve ή Iahwe, εις την Δ΄ [εκατονταετηρίδα] ανερχόμενος»[20].

Όπως βλέπουμε στην παραπάνω παρατήρηση, οι Έλληνες λόγιοι του 19ου αιώνα, χρησιμοποιούν μεν το «Ιεχωβά», γνωρίζουν όμως από τότε, πως θεωρείται ορθότερη η προφορά «Ιαβέ» ή «Ιαχβέ» αφού βρίσκεται πιο κοντά στις αρχαίες μαρτυρίες.

Εφιστούμε την προσοχή του αναγνώστη και στην ορθότατη παρατήρηση του Ειρηναίου Ασωπίου, ότι η τυχόν χρήση του Τετραγράμματου στην ελληνική βιβλιογραφία, γινόταν συνήθως για να προσδιορίσει τον Θεό των Εβραίων και όχι την πίστη των Χριστιανών, όπως την όρισε ο Χριστός.

Επανερχόμενοι λοιπόν στα δεδομένα της βιβλιογραφίας, βλέπουμε ότι τουλάχιστον στη χώρα μας, η λάθος προφορά «Ιεχωβά» κυριαρχεί και στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Λόγιοι όπως ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Βασίλειος Ζώτος, στις σπάνιες φορές που αναφέρονται στον Θεό με το τετραγράμματο όνομα, χρησιμοποιούν το «Ιεχωβά», κυρίως -όπως είπαμε- όταν θέλουν να αναφερθούν στην σχέση των Εβραίων με τον Θεό.

Μόνο προς το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα αρχίζει μια σταδιακή πορεία επαναφοράς του Γιαχβέ. Για παράδειγμα, ο πρωτοπρεσβύτερος Καλλίνικος Κωνσταντίνος, στα 1921 γράφει «Γιάχβε»[21] (ο τόνος στο «α»), ο σημαντικός λαογράφος και λόγιος, Γεώργιος Μέγας, (1893-1976), στα 1929 χρησιμοποιεί το «Γιαχβέ»[22] και την ίδια προφορά χρησιμοποιεί ο καθηγητής Βασίλειος Βέλλας στα 1935[23].

Εκεί όμως που σύμφωνα με τη δική μας έρευνα διαπιστώνεται η ευρεία αλλαγή, είναι από την δεκαετία του 1950 και εξής. Σε αναζήτηση που κάναμε δειγματοληπτικά, σε (θεολογική κυρίως) ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία που εκδόθηκε κατά το διάστημα 1950-1969, βρήκαμε ότι στις περιπτώσεις που κάποιος συγγραφέας αναφέρεται στο Τετραγράμματο, η χρήση του «Γιαχβέ» φτάνει σε ποσοστό 60%, η χρήση του «Ιαβέ» στο 35% και η χρήση του «Ιεχωβά» περιορίζεται σε ποσοστό μόλις 5%.

 

Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας και το «Ιεχωβά», το «Γιαχβέ» ή το «Ιαβέ»

Για όποιον διάβασε τα παραπάνω και προκειμένου να κατανοήσει την χρήση του όρου «Ιεχωβά» από τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, θα αρκούσε ίσως να πούμε ότι ο πολυγράφος καθηγητής γεννήθηκε στα 1886 και απέκτησε το διδακτορικό του πριν από έναν αιώνα σχεδόν, στα 1908[24]. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι πρόκειται για έναν λόγιο που ανδρώθηκε επιστημονικά μέσα σε ένα περιβάλλον που για το Τετραγράμματο, χρησιμοποιούσε ακόμη την προφορά «Ιεχωβά».

Όσον αφορά δε, την μετάφραση «Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας», αυτή εκδόθηκε αρχικά σε δύο τόμους, κατά τα έτη 1952 και 1953[25]. Όμως, οι αποδόσεις των περισσοτέρων βιβλίων της Καινής Διαθήκης που συμπεριλήφθησαν εκεί, ξεκίνησαν να γράφονται και να εκδίδονται πολύ νωρίτερα: η πρώτη σειρά υπομνημάτων εκδόθηκε στα 1941 («Υπόμνημα εις την προς Εβραίους και τας επτά Καθολικάς») και αρκετά αργότερα ακολούθησαν οι εκδόσεις των υπομνημάτων «εις το κατά Ματθαίον» (1951), «εις το κατά Μάρκον» (1951), «εις το κατά Λουκάν» (1952)[26].

Βεβαίως, όποιος έχει υπόψη του τα μνημειώδη αυτά υπομνήματα, μπορεί να καταλάβει ότι η προετοιμασία τους είναι έργο πολύ προγενέστερο της έκδοσής τους. Ο Τρεμπέλας τα δουλεύει σίγουρα μέσα στη δεκαετία του ‘40, όντας περίπου 60 ετών. Κατά συνέπεια, το να χρησιμοποιεί τη λανθασμένη λέξη «Ιεχωβά» (συνήθεια που κρατά από τον 19ο αιώνα) ως προσδιορισμό της πίστης των Εβραίων, είναι κάτι αναμενόμενο.

Όμως, ο Τρεμπέλας στην ακαδημαϊκή του πορεία δεν παρουσιάζει κάποια εμμονή ειδικά με το «Ιεχωβά». Εμείς εξετάσαμε ένα μέρος από την πολύ πλούσια βιβλιογραφία του[27]. Σύμφωνα λοιπόν με μια πρόχειρη καταμέτρηση, στα υπό εξέταση βιβλία, από τις 200 περίπου φορές που αναφέρεται στο Τετραγράμματο, σε ποσοστό σχεδόν 55% χρησιμοποιεί το «Ιεχωβά», σε ποσοστό 35% το «Γιαχβέ» και σε ποσοστό 10% το «Ιαβέ» (κυρίως όταν αντλεί από τρίτους).

Άρα, ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, παρά το γεγονός ότι είναι ένας παλαιός λόγιος, εντούτοις ακολουθεί τα επιστημονικά βήματα της εποχής του και αποδίδει το Τετραγράμματο όχι μόνο με το «Ιεχωβά», αλλά και με το «Γιαχβέ» (βλ. εικόνα 1[28]), και με το «Ιαβέ» (βλ. εικόνα 2[29]), το οποίο διατηρεί ως έχει, ακόμα και όταν το παράθεμα από τρίτους δεν τίθεται σε εισαγωγικά ως αυτούσιο.

Ποιο είναι λοιπόν το μεγαλειώδες εύρημα των Μ.τ.Ι.;

Και για να μην ονειρεύονται κάποιου είδους «συνωμοσία», καλό είναι να γνωρίζουν ότι την απόδοση που έχουν στη φωτοτυπία τους από το Λουκ. 19,14 θα την βρουν και σήμερα ακόμα στο «Υπόμνημα εις το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», στις σελίδες 537-538:

«Οι δε συμπολίται του, (οι Ιουδαίοι τουτέστιν) εμίσουν αυτόν (τον Ιησούν) και απέστειλαν επιτροπήν εξ αντιπροσώπων από πίσω του και έλεγαν. Δεν θέλομεν αυτόν να γίνη βασιλεύς μας. (Αύτη ήτο και είναι η περί του Ιησού ευχή των απίστων Ιουδαίων προς τον Ιεχωβά)» (βλ. εικόνα 3).

Είναι λοιπόν σαφές ότι το «Ιεχωβά» με τον τρόπο που το χρησιμοποιεί ο Τρεμπέλας δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα για όποιον έχει στοιχειώδεις γνώσεις της ιστορίας του Τετραγράμματου και της διδασκαλίας της «Σκοπιάς».

Αυτές οι γνώσεις όμως δεν είναι δεδομένες για όλους.

Άρα, από τη στιγμή που αυτούσια η εβραϊκή εκφορά του Τετραγράμματου δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στην πίστη που διδάσκει η Καινή Διαθήκη και η Εκκλησία, και επιπλέον, ειδικά η προφορά «Ιεχωβά» αναγνωρίζεται σήμερα ως διεθνές λάθος, αυτό σημαίνει ότι η αντικατάστασή του μόνο οφέλη προσκομίζει. Διότι, με αυτόν τον τρόπο γίνεται ορθότερη επιστημονικά μια έκδοση και επιπλέον, αφαιρεί μία μέθοδο ξεγελάσματος απλοϊκών ανθρώπων από τους Μ.τ.Ι. οι οποίοι θα μπορούσαν να δείξουν τη λέξη «Ιεχωβά» σε έναν Ορθόδοξο και να πουν, «ξέρεις κάτι;» «και εμείς τα ίδια με εσάς πιστεύουμε».

Πάντως, στα υπόλοιπα συγγράμματα του Τρεμπέλα ουδείς ασχολήθηκε να διορθώσει τα «Ιεχωβά» που χρησιμοποιεί. Όμως, στην «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας», οι εκδότες μετέγραψαν τα «Ιεχωβά» ως «Θεός», επειδή είναι η πλέον διαδεδομένη έκδοση της μετάφρασής του και βρίσκεται σε όλα τα σπίτια των Ορθοδόξων. Έτσι, με μια απλή αντικατάσταση του «Ιεχωβά» με το «Θεός» που για εμάς είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, πήραν μέσα από τα χέρια των αιρετικών μία μέθοδο εξαπάτησης.

Σοφή λοιπόν, δίχως άλλο, ήταν η απόφαση των εκδοτών, που χωρίς κανένα απολύτως «κόστος» στις έννοιες του κειμένου, άφησαν τους Μ.τ.Ι. με άδεια χέρια. Και βεβαίως, το επόμενο τέχνασμα που σκέφτηκαν οι αιρετικοί, να βγάζουν δηλαδή φωτοτυπίες και να λένε με επιθετικό τρόπο, «αφαιρέσατε το Ιεχωβά από την Καινή Διαθήκη» τους βοηθά πολύ λιγότερο, διότι η αντιπάθειά τους προς την Εκκλησία είναι τόσο γνωστή, που μια τέτοια επίθεση, δημιουργεί αμέσως στους συνομιλητές τους δικαιολογημένες υποψίες για απάτη.

 

Ένα παράδειγμα από τις παρεμβάσεις της Εταιρείας στο κείμενο της Καινής Διαθήκης

Σε καμία λοιπόν περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί η περιστασιακή αναφορά του Τρεμπέλα στο «Ιεχωβά», με τον βιασμό του βιβλικού κειμένου από τις συνεχείς παρεμβάσεις και προσθήκες που αλλοιώνουν το νόημα της μετάφρασης που έχει εκπονήσει η «Σκοπιά». Ο Τρεμπέλας χρησιμοποιεί το Τετραγράμματο ως προσδιορισμό που παραπέμπει στην εβραϊκή πίστη στον Θεό. Με το Τετραγράμματο άλλωστε δεν προσδιόριζαν και εκείνοι τον Θεό τους; Δεν το χρησιμοποιεί για να παραλλάξει δογματικά το κείμενο όπως κάνουν οι Μ.τ.Ι.

Και αξίζει ν’ αναφέρουμε ως εντυπωσιακό, το γεγονός ότι η εμμονή της «Σκοπιάς» είναι τόσο βαθιά, που χωρίς να υπάρχει το παραμικρό στήριγμα στα χειρόγραφα, από μόνοι τους υπέθεσαν ότι το «Ιεχωβά» σίγουρα θα υπήρχε στα πρώτα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης(!), και με βάση αυτή τη φαντασίωση, πρόσθεσαν στη μετάφραση της Καινής Διαθήκης που έφτιαξαν (τη λεγόμενη Μετάφραση Νέου Κόσμου ή ΜΝΚ) 237 φορές το «Ιεχωβά», με σκοπό να φέρουν την Καινή Διαθήκη στα δογματικά τους μέτρα (διαβάστε και μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση σχετικά με την παραχάραξη αυτή)!

Για να γίνει προφανές αυτό, ας δούμε ένα παράδειγμα.

Αναφερόμαστε στο εδάφιο 10,9 και 10,13 της Προς Ρωμαίους Επιστολής όπου το πρωτότυπο κείμενο αναφέρει:

«Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τή καρδία σου ότι ο θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση [...] πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,9.13).

Το οποίο σημαίνει:

«Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία [...] Γιατί, οποιοσδήποτε επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί»[30] (Ρωμ. 10,9.13).

Αν δε, το παραπάνω συνδυαστεί με το:

«Διό και ο θεός αυτόν υπερύψωσεν και εχαρίσατο αυτώ το όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη» (Φιλ. 2,9-10),

τότε, δεν μένει αμφιβολία ότι «το όνομα του Κυρίου», το οποίο «οποιοσδήποτε επικαλεσθεί», «θα σωθεί», είναι το Ιησούς.

Βεβαίως, αυτό δεν εξυπηρετεί δογματικά τους Μ.τ.Ι. οι οποίοι έχουν υποβαθμίσει τον Ιησού σε ένα απλό κτίσμα και υπηρετικό όργανο του Θεού-Πατέρα. Οπότε, για να υποβάλλουν τη δογματική θέση της Εταιρείας στους οπαδούς τους, οι οποίοι «ενθαρρύνονται» (λέξη που στα περιοδικά των Μ.τ.Ι. έχει περισσότερο την έννοια του «υποχρεώνονται») να διαβάζουν μόνο την Μετάφραση του Νέου Κόσμου, πρόσθεσαν κατά τρόπο αδιανόητο την ανύπαρκτη λέξη Ιεχωβά μέσα στο κείμενο:

«Διότι όποιος επικαλεστεί το όνομα του Ιεχωβά θα σωθεί»! (Ρωμ. 10,13).

Όπως καταλαβαίνουμε, και μόνο η προσθήκη της λέξης «Ιεχωβά» στο σημείο αυτό, δείχνει πως η Εταιρεία φοβάται το εδάφιο. Διότι, το Ρωμ. 10,13 προέρχεται από τον προφήτη Ιωήλ, ο οποίος, στο εβραϊκό κείμενο και στη φράση «πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ιωήλ 3,5), τη λέξη «Κυρίου» την εκφράζει με το περίφημο Τετραγράμματο. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως, δικαιώνεται η αρχαία Εκκλησία που πρέσβευε την ισοθεΐα Υιού(-Γιαχβέ) και Πατρός(-Γιαχβέ) και αυτό η Εταιρεία δεν θέλει να το δουν οι οπαδοί της!

Αρκεί να σκεφτούμε ότι πολύ νωρίς, μόλις στα 150 μ.Χ., ο Ιουστίνος, γράφει πως Εκείνος που παρουσιάστηκε στη φλεγόμενη βάτο στο περίφημο εδάφιο Εξοδ. 3,14, δεν ήταν ο Πατέρας, αλλά ο Υιός:

 «Ούτοι [οι Ιουδαίοι] έχοντες ρητώς γραμμένον εις τα συγγράμματα του Μωϋσέως, ‘’και έλάλησεν άγγελος του θεού εις τον Μωϋσήν εις φλόγα πυρός εις την βάτον και είπεν, Εγώ είμαι ο Ων […] λέγουν ότι ο ειπών ταύτα είναι ο Πατήρ […] Οι Ιουδαίοι λοιπόν νομίζοντες ότι ήτο πάντοτε ο Πατήρ του σύμπαντος εκείνος ο οποίος ωμίλει εις τον Μωϋσήν, ενώ ο ομιλήσας εις αυτόν ήτο ο Υιός του Θεούδικαίως ελέγχονται και από το προφητικόν Πνεύμα και από αυτόν τον Χριστόν, ότι δεν γνωρίζουν ούτε τον Πατέρα ούτε τον Υιόν» (Ιουστίνου, «Απολογία Α΄» 63,11-15)[31].

Φυσικά, αυτό επαναλαμβάνει και ο Μέγας Αθανάσιος σε άρρηκτη ενότητα με την αρχαία Παράδοση:

«Εκάλεσε Κύριος Μωϋσήν εκ της βάτου λέγων, Εγώ ειμι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός Αβραάμ, και ο Θεός Ισαάκ, και ο Θεός Ιακώβ [...] Α δε λαλεί ο Θεός, πρόδηλον ότι δια του Λόγου λαλεί και ου δι’ άλλου. Ο δε Λόγος ου κεχωρισμένος του Πατρός, ουδέ ανόμοιος και ξένος της ουσίας του Πατρός τυγχάνων»[32]

Βλέπουμε λοιπόν πόσο αρχαίες είναι οι μαρτυρίες που ελέγχουν τις κακοδοξίες των Μ.τ.Ι. Άλλωστε έχει από χρόνια εντοπιστεί και κατακριθεί από τη βιβλιογραφία, αυτή η εξώφθαλμη παρέμβαση των Μ.τ.Ι. στο βιβλικό κείμενο:

«Το κλασικό παράδειγμα τέτοιας προκατειλημμένης μετάφρασης είναι η Μετάφραση Νέου Κόσμου που εκδίδεται από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σε πολλά τμήματα, η μετάφραση αυτή προσθέτει λέξεις στο βιβλικό κείμενο»[33].

«Όπως είναι γνωστό, οι Μάρτυρες έκαναν τη μετάφρασή τους, τη Μετάφραση Νέου Κόσμου, στην οποία άλλαξαν την έννοια βασικών εδαφίων για να συμφωνήσουν με το αντιτριαδικό τους δόγμα»[34].

«Η Μετάφραση Νέου Κόσμου, δημοσιευμένη από την Βιβλική και Φυλλαδική εταιρεία ‘Σκοπιά’ στα 1953 […] δείχνει πώς μια ιδιόμορφη θρησκευτική πίστη (οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) μπορεί να μεταφράσει τη Βίβλο ώστε να ταιριάξει με τους σκοπούς της»[35].

Και ερχόμαστε πάλι στον Τρεμπέλα και στην χαρακτηριστικότερη απόδειξη που αναδεικνύει ως ανούσια την προσπάθεια των Μ.τ.Ι.

Τι θέλουν να πετύχουν άραγε με τις φωτοτυπίες που επικαλούνται; Το γεγονός ότι ο Τρεμπέλας γράφει τη λέξη «Ιεχωβά», σημαίνει ότι δεν θεωρεί αιρετικούς τους Μ.τ.Ι.; Ας δούμε τι λέει ο ίδιος:

«Εν σχέσει δε και προς τουςΣπουδαστάς των Γραφών ή οπαδούς του Ιεχωβά θα είχομεν να παρατηρήσωμεν, ότι ούτοι συνεδύασαν προς τα χιλιαστικά αυτών όνειρα ταύτα και διδασκαλίαν άλλην, επισυναγαγούσαν εις έν, πάσας τας ανέκαθεν αναφανείσας εν τη Εκκλησία και κατακριθείσας υπ’ αυτής αιρέσεις […] απορρίπτουσι την πίστιν εις την αγίαν Τριάδα, τον μεν Κύριον Ιησούν ως αρχάγγελόν τινα του Ιεχωβά και κτίσμα αυτού εκλαμβάνοντες, το δε Άγιον Πνεύμα ως δύναμίν τινα θείαν και ως ενέργειαν απλήν εκδεχόμενοι […] Υπό της όλης λοιπόν διδασκαλίας αυτών και τα περί χιλιετούς βασιλείας […] παρουσιάζονται πεπλανημένα και όλως αξιοκατάκριτα»[36].

Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τον Τρεμπέλα, οι Μ.τ.Ι.  αποτελούν ένα συνονθύλευμα «πάσας αιρέσεως» του παρελθόντος.

Και βεβαίως, αξίζει να αναρωτηθούμε: έχει μεγαλύτερη σημασία η εξωτερική μορφή μιας λέξης, ή είναι σημαντικότερο το νόημα που της δίνει αυτός που τη χρησιμοποιεί; Διότι υπάρχουν σαφείς παραθέσεις του Τρεμπέλα, στις οποίες μας δίνει το Ορθόδοξο νόημα του «Ιεχωβά», και θέλοντας να εκθέσει την πλάνη και των Εβραίων και φυσικά όλων των ιουδαϊοχριστιανικών αιρέσεων όπως οι Μ.τ.Ι., μας λέει ότι ο Υιός, είναι και αυτός «Ιεχωβά» δηλ. «ο Αιώνιος Θεός»:

«Ο προφήτης βλέπει την φοβεράν δόξαν του αοράτου Θεού, αλλ’ ο ευαγγελιστής βεβαιών ενταύθα [εδάφιο Ιω. 12,41], ότι είδε την δόξαν του Χριστού, ταυτίζει τον Χριστόν μετά του Ιεχωβά. Το χωρίον λοιπόν τούτο θέτει έξω αμφισβητήσεως, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος της Κ.Δ., ήτο ο βασιλεύς και Κύριος Σαβαώθ της Π.Δ.»[37] (βλ. εικόνα 4).

Και σε άλλο σημείο (εδάφιο Α΄ Πέτρ. 2,3) γράφει:

«Εν τω Ψαλμώ πρόκειται περί του Ιεχωβά. Ενταύθα όμως ως εμφαίνεται σαφώς εκ των ακολούθων, περί του Χριστού, όστις ως Υιός του Θεού δεν διαφέρει του Ιεχωβά»[38] (βλ. εικόνα 5).

Και αλλού πάλι (εδάφιο Α΄ Κορ. 1,2):

«Μετά την Πεντηκοστήν το όνομα των πιστών υπήρξεν ‘’οι επικαλούμενοι το όνομα Κυρίου’’ […] αντικατασταθέντος του ονόματος Ιεχωβά υπό του ονόματος του Ιησού Χριστού»[39] (βλ. εικόνα 6).

Τι λένε τώρα οι Μ.τ.Ι. για τον Τρεμπέλα; Το θεωρούν έξυπνη ιδέα να τον επικαλούνται;

Νομίζουμε έγινε κατανοητό πόσο επιπόλαιο είναι το τέχνασμα των Μ.τ.Ι.

Εμείς μάλιστα προτείνουμε, οι Ορθόδοξοι να εκτυπώσουν τις παραπάνω εικόνες που δείχνουν ότι ο Τρεμπέλας θεωρεί ως «Ιεχωβά» και τον Ιησού Χριστό, και όταν θα βρεθούν μπροστά σε κάποιον Μ.τ.Ι. που θα τους δείχνει τις γνωστές φωτοτυπίες, εκείνοι να του δείχνουν τις απόψεις του Τρεμπέλα για την θεολογική σημασία του «Ιεχωβά», αντιστρέφοντας ολοκληρωτικά την αρχική τους προσπάθεια για αιφνιδιασμό...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Σημειώσεις

[1] Στο βιβλίο που έχουν εκδώσει οι Μ.τ.Ι. με τίτλο: «Ζείτε για Πάντα» (1993), κεφ. 4 σελ. 41 παρ. 18: «Ο Θεός-Ποιος Είναι;».

[2] Βλ. Βούλγαρης Σπ. Χρήστος, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμ. Β΄, Αθήνα 2003, σελ. 1367-1368.

[3] Ιω. Γαλάνη, «Η κατ’ ιδίαν χρήση της Αγίας Γραφής», στο συλλογικό έργο, «Η Μετάφραση της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία», Εισηγήσεις Δ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων (Θες/νίκη, 25-28/10/1986), Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 100.

[4] Το εβραϊκό κείμενο της Βίβλου, έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, είναι αποτέλεσμα της κριτικής εργασίας των Μασοριτών, δηλ. των Ιουδαίων λογίων που από τον 6ο έως τον 10ο αιώνα μ.Χ., προσπάθησαν να αποκαταστήσουν στην αρχική του μορφή το κείμενο αυτό (Βλ. και σχετικό λήμμα στο Ορθόδοξο Wiki).

[5] Φούντας Ιερεμίας, «Η περί Προϋπάρξεως του Ιησού Χριστού Διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον», Αθήνα 2002, σελ. 166.

[6] «Ιαβέ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 6 (1965), στ. 592.

[7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εβδομήκοντα: Η Αγία Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης», Βιβλικές Μελέτες Δ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 65.

Βεβαίως, αρκετά εδάφια της Καινής Διαθήκης παραπέμπουν και στο εβραϊκό κείμενο της Βίβλου, οπότε για εμάς δεν μπορεί να μην είναι εξίσου σεβαστά και αυτά. Η Παράδοση όμως της Εκκλησίας βαραίνει αναμφίβολα υπέρ της Μετάφρασης των εβδομήκοντα.

[8] Όπως διαβάζουμε στο ομώνυμο λήμμα στο Ορθόδοξο Wiki, στην ενότητα: «Η αξία της Μεταφράσεως των εβδομήκοντα για τους Ορθοδόξους»: 1) Τη Μετάφραση των Ο΄ χρησιμοποίησε ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του, 2) αυτήν παρέδωσαν στις Εκκλησίες που ίδρυσαν οι Απόστολοι, 3) με τη χρήση της επέστρεψαν από την ειδωλολατρία τα έθνη, 4) από αυτήν προήλθαν οι μεταφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις ανατολικές Εκκλησίες, 5) αυτή έχει χρησιμοποιηθεί κατά τη θεία λατρεία σε όλους τους αιώνες, 6) αυτή επηρέασε τη θεολογική σκέψη, τη λειτουργική ζωή, την υμνογραφία και την αγιογραφία της Εκκλησίας, η οποία τη χρησιμοποίησε στο ομιλητικό, κατηχητικό και παιδαγωγικό έργο της, 7) την Μετάφραση των Ο΄ χρησιμοποίησαν στα συγγράμματά τους και αυτήν ερμήνευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, 8) αυτήν χρησιμοποίησαν και επικύρωσαν οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι.

[9] Παπαρνάκης Γ. Αθανάσιος, «Η Επίκληση του Ονόματος του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 44.

[10] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Επιστολή περί των γενομένων εν τη Αριμίνω της Ιταλίας», PG 26,753C.

[11] Φούντας Ιερεμίας, «Η περί Προϋπάρξεως …», ό.π., σελ. 168.

[12] Παπαρνάκης Γ. Αθανάσιος, «Η Επίκληση …», ό.π., σελ. 43.

[13] Παπαρνάκης Γ. Αθανάσιος, «Η Επίκληση …», στο ίδιο.

[14] Βλ. στο Ορθόδοξο Wiki το λήμμα «Γιαχβέ» και ειδικά την ενότητα: «Υπήρξε εξαρχής το Τετραγράμματο στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα ή στην Καινή Διαθήκη;».

[15] «Άρρητο Όνομα», περιοδ. «Σκοπιά», 1ο τεύχ. Ιουνίου 2008, σελ. 22.

[16] Φούντας Ιερεμίας, «Η περί Προϋπάρξεως …», ό.π., σελ. 167.

[17] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 166.

[18] «Γιαχβέ», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 17, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].

[19] «Ασώπιος Ειρηναίος», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 12, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].

[20] Ε. Κ. Ασώπιος, «Προκατακλυσμιαία», στο: Ημερολόγιον Σκώκου, τόμ. 19, αρ. 1 (1904), σελ. 18.

[21] Καλλίνικος Κωνσταντίνος (πρωτοπρεσβύτερος), «Ο χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ», εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Αλεξανδρεία 1921, σελ. 395.

[22] Γεώργιος Μέγας, «Αδάμ και Χριστός εις τας παραδόσεις του λαού», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος (ιδρυτής, Γεώργιος Δροσίνης), Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήναι 1929, σελ. 395.

[23] Βλ. Βασίλειος Βέλλας, «Η σημασία των διπλών μεταφράσεων εν τω κειμένω των Ο΄», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΑ), Αθήνα 1935-1936, σελ. 97.98.99.

[24] Βλ. βιογραφικό και εργογραφία στο: Θεοδώρου Ευάγγελος, «Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας. Σπουδαί, τίτλοι, δράσις, δημοσιεύματα», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 17, Αθήνα 1971, σελ. ζ΄.

[25] Θεοδώρου Ευάγγελος, «Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας …», ό.π., σελ. λστ΄.

[26] Θεοδώρου Ευάγγελος, «Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας …», ό.π., σελ. λδ΄. λε΄.

[27] Συγκεκριμένα τα εξής: «Μυστηριακαί Θρησκείαι και Χριστιανισμός» / «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» (τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄) / «Αρχαί και Χαρακτήρ της Χριστιανικής Λατρείας» (τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄) / «Εγκυκλοπαίδεια της Θεολογίας» / «Απολογητικαί Μελέται» (τόμοι Δ΄ και Ε΄) / «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης» (τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄) / «Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων» / «Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον» / «Υπόμνημα εις το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον» / «Υπόμνημα εις το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον» / «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον» / «Ο Προφήτης Ιωνάς» / «Το Ψαλτήριον μετά συντόμου ερμηνείας» / «Υπόμνημα εις τας Παροιμίας» / «Υπόμνημα εις την Εσθήρ» / «Υπόμνημα εις το Άσμα Ασμάτων» / «Υπόμνημα εις τον Ιώβ» / «Υπόμνημα εις τον Προφήτην Ησαΐαν» / «Υπόμνημα εις τον Προφήτην Ιωήλ» / «Υπόμνημα εις τον Προφήτην Μαλαχίαν».

[28] Η εικόνα είναι από το: Τρεμπέλας Ν. Π., «Απολογητικαί Μελέται», τόμ.  Δ΄ - Αι Προφητείαι, Ο Σωτήρ, Αθήνα 1973, σελ. 145.

[29] Η εικόνα είναι από το: Τρεμπέλας Ν. Π., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1990, σελ. 146.

[30] Σύμφωνα με τη «Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα» των καθηγητών σε έκδοση Βιβλικής Εταιρείας.

[31] Η μετάφραση είναι του πατρολόγου Παναγιώτη Χρήστου από το: Ιουστίνος, «Απολογηταί», τόμ. 1 (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 186-189.

[32] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Κατά Αρειανών» PG 26,352.

[33] Στο πρωτότυπο: «The classic example of such biased translating is the New World Translation published by Jehovah's Witnesses. In numerous places, this translation adds words to the Biblical text» (David W. Bercot, «Common Sense», Scroll Publishing Co., 1992, σελ. 126).

[34] Στο πρωτότυπο: «As is well-known, the Witnesses made their own translation, the New World Translation, in which they altered the meaning of key verses to agree with their antitrinitarian doctrine» (βλ. βιβλιοκρισία του Kenneth C. Fleming: «Jehovah’s Witnesses, Jesus Christ and the Gospel of John», στο Emmaus Journal, Vol. 3, Emmaus Bible College, 1994, σελ. 193).

[35] Στο πρωτότυπο: «The New World Translation, published by the Watchtower Bible and Tract Society in 1953 […] indicates how a distinctive cult (Jehovah’s Witnesses) can translate the Bible to suit its own purposes» (Pfeiffer, C. F., Vos, H. F., & Rea, J., λήμμα: BIBLE, ENGLISH VERSIONS, στο: «The Wycliffe Bible Encyclopedia», Moody Press 1975, σελ. 243).

[36] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 450.

[37] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1990, σελ. 469.

[38] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης», τόμ. Γ΄, 3η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1982, σελ. 329.

[39] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης», τόμ. Α', 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1989, σελ. 235.

Δημιουργία αρχείου: 15-9-2011.

Τελευταία μορφοποίηση: 3-11-2016.

ΕΠΑΝΩ